Κεφάλαιο 50: Μια Μεγάλη Έκπληξη

Η μέρα του φεστιβάλ έφτασε και όλοι οι κάτοικοι της Ανφάνης, αλλά και οι τουρίστες, ήταν αρκετά ενθουσιασμένοι, έχοντας σχεδόν ξεχάσει τον επερχόμενο πόλεμο. Οι φιλοξενούμενοι του Νίμου είχαν χαλαρώσει αρκετά μετά τη χθεσινοβραδινή τους επίσκεψη στη Μοβ Παραλία και η παρέα των ηρώων από τον Νότο, μπορούσαν να επιτρέψουν στους εαυτούς τους λίγες ακόμα στιγμές ανεμελιάς, αφήνοντας πίσω όσα τους φόβιζαν και τους πλήγωναν. Δεν είχαν ιδέα ότι εκείνη την ημέρα τους περίμενε μία μεγάλη έκπληξη...

Είχαν αποφασίσει να πάνε στην παραλία για μπάνιο και συναντήθηκαν μπροστά από την κεντρική είσοδο, όπου υπήρχε ένας μικρός συνωστισμός. Όλοι σχεδόν οι φιλοξενούμενοι είχαν συγκεντρωθεί εκεί, λογομαχούσαν και φώναζαν για άγνωστο σε αυτούς λόγο, μαζί με αρκετούς από το προσωπικό του Νίμου, ο οποίος προσπαθούσε να βάλει μία τάξη. Ήταν και οι γονείς της Ιφιγένειας εκεί. Η νεαρή τους πλησίασε με τους φίλους της να ακολουθούν.

«Μαμά; Μπαμπά; Τι συμβαίνει;» ρώτησε. Ο Ζαχαρίας την έπιασε από τους ώμους.

«Κόρη μου... Θέλω να παραμείνεις ψύχραιμη.» Το βλέμμα του στράφηκε στους άλλους τέσσερις και ιδιαίτερα στον Γιάννη και τον Ηρακλή. «Και εσείς το ίδιο.» Στο μεταξύ οι παρευρισκόμενοι, μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία των νεαρών, σταμάτησαν τις φωνές και τους κοίταξαν με αμηχανία.

Ο Ζαχαρίας παίρνοντας μια βαθιά ανάσα παραμέρισε. Η Ιφιγένεια κοίταξε με αγωνία ευθεία, και άλλοι από του παρόντες έκαναν στην άκρη... Και τότε είδε αυτό που δεν περίμενε με τίποτα και όμως ήλπιζε τόσο πολύ να δει όλον αυτόν τον καιρό...

«Ιάσονα;» ψέλλισε με φωνή που μόλις ακούστηκε.

«Δεν μπορεί...» άκουσε και τη φωνή του Γιάννη εξίσου σοκαρισμένη δίπλα της. Ο Μαγικός στεκόταν μπροστά από την είσοδο περίπου και το βλέμμα του ενώθηκε αμέσως με το δικό της. Ένιωσε σαν να βρισκόταν σε όνειρο, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν ντυμένος με τη φορεσιά των Νυχτερινών, μαύρο αμάνικο γιλέκο, μαύρο παντελόνι μάχης και μία κάπα με κουκούλα την οποία είχε κατεβασμένη αποκαλύπτοντας τα καστανόξανθα μαλλιά του τα οποία ήταν και πάλι κοντά, όχι τελείως αλλά λίγο μακρύτερα από όσο τα είχε παλιότερα.

«Ιφιγένεια... Παιδιά...»

«Είναι αλήθεια; Επέστρεψες;»

«Ναι, Ιφιγένεια. Ήρθα για να μείνω. Μετάνιωσα την επιλογή μου και γύρισα πίσω.»

Τα λόγια δεν χρειάζονταν όμως σε μια στιγμή σαν αυτήν. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν που βρισκόταν εκεί, μαζί της, ακόμα κι αν θα έφευγε ξανά. Μια ανώτερη δύναμη την οδήγησε και, τελικά, έτρεξε στην αγκαλιά του με δάκρυα στα μάτια. Κανένας δεν τη σταμάτησε, παρά τους φόβους και τις αμφιβολίες τους προς τον Ιάσονα. Και εκείνος την έκλεισε μέσα στα χέρια του και εισέπνευσε βαθιά τη μυρωδιά της που τόσο του είχε λείψει και που ανέδιδε η ξανθιά της χαίτη. Τόσα συναισθήματα που δεν μπορούσαν να ειπωθούν με λέξεις...

«Πόσο μου έλειψες...» του είπε μόνο. Χωρίστηκαν κάποια στιγμή και ο Ιάσονας κράτησε το πρόσωπο της ανάμεσα στις χούφτες του για να την κοιτάξει στα μάτια.

«Κι εμένα μου έλειψες.» της είπε σκουπίζοντας απαλά τα δάκρυα της με τους αντίχειρες.

Τότε μόνο πρόσεξε η Ιφιγένεια ότι τα μάτια του ήταν διαφορετικά, παρόλο που είχαν το ίδιο καστανό χρώμα που θυμόταν.

Υπήρχε σκοτάδι μέσα τους, σαν να είχε χάσει τον εαυτό του και αυτό δεν ήξερε αν ήταν ανεπανόρθωτο. Όμως θα προσπαθούσε. Θα προσπαθούσε να του γιατρέψει την ψυχή του, ότι και αν είχε πράξει τόσον καιρό πλάι στον Άνθιμο. Και θα ξεκινούσε με το εξωτερικό του τραύμα, εκείνο της ουλής από τη γρατζουνιά του δαίμονα πάνω από το μάτι του. Έβαλε τα χέρια της απαλά εκεί και άφησε τη βιολετί ενέργεια να βγει.

«Αδύνατον... Αυτή είναι γρατζουνιά από δαίμονα του Δάσους της Σύγχυσης. Κανένας θεραπευτής δεν μπορεί να τη γιατρέψει!» είπε κάποιος, όμως ο Ιάσονας ένιωσε ήδη την ενέργεια της να περνάει μέσα του και να τον γαληνεύει, γιατρεύοντας συγχρόνως και το σημάδι του. Όταν τελείωσε, άγγιξε το πρόσωπο του. Η ουλή δεν υπήρχε πια κι όλοι το κοιτούσαν έκπληκτοι αυτό. Πλησίασαν και οι υπόλοιποι φίλοι του, αν μπορούσε να τους θεωρεί ακόμα φίλους... Ο Ηρακλής, η Ηλέκτρα, η Ναυσικά. Τους αγκάλιασε όλους, έναν- έναν, και εκείνοι τον καλωσόριζαν πίσω με λόγια συγκίνησης. Ο Γιάννης στεκόταν λίγο πιο πίσω και πλησίασε τελευταίος.

«Ιάσονα...» είπε, διστάζοντας να τον αγκαλιάσει.

«Έχουμε πολλά να πούμε.» του είπε ωστόσο εκείνος. «Για την ώρα, χαίρομαι που είμαι εδώ μαζί σας, παιδιά.» Και τον αγκάλιασε και εκείνον, παρά τα όσα είχαν συμβεί.

«Τι συμβαίνει;! Ισχύει αυτό που μου είπαν;!» ακούστηκε η φωνή του Έλιου, ο οποίος έκανε χώρο ανάμεσα απ' το πλήθος. «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» ρώτησε τον Ιάσονα με μια έκπληξης και θυμού στη φωνή του.

«Ζητώ τη συγχώρεση σας, Άρχοντα Έλιε. Μετάνιωσα που ακολούθησα τον Λόρδο Άνθιμο, όμως δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγω. Λίγες μέρες πριν, απήγαγε τη Μάντισσα Ορτανσία, ώστε να μη μπορέσει να σας μεταφέρει το όραμα που είδε σχετικά με την πρώτη του επίθεση. Δεν συμφώνησα με αυτή του την τακτική, έτσι τη διέσωσα και μαζί καταφέραμε να δραπετεύσουμε από τη Νυχτερινή Διάσταση.»

«Λέει την αλήθεια, Άρχοντα μου.» είπε η Ορτανσία δίπλα του, της οποίας την παρουσία μόλις τότε φάνηκε πως αντιλήφθηκαν όλοι. Ο Άρχοντας των Ξωτικών την κοίταξε για λίγο ανήσυχος. Ευτυχώς φαινόταν σε καλή κατάσταση, πράγμα που σήμαινε πως δεν την πείραξαν οι Νυχτερινοί.

«Πώς καταφέρατε να διαφύγετε;» ρώτησε έπειτα δύσπιστος.

«Δεν έχει σημασία. Βρήκαμε ένα τρόπο, ακόμα και αν δεν κατέχουμε τη Χρονομαγεία.»

«Και τι θέλεις τώρα; Τι περιμένεις από εμένα; Να σε πιστέψω, τη στιγμή που τόσον καιρό βρισκόσουν με το μέρος του εχθρού;»

«Έφυγα από τον εχθρό. Ζητώ να με δεχτείτε πίσω στο βασίλειο σας.» συνέχισε απόλυτα ψύχραιμα, έως ψυχρά, ο Ιάσονας.

«Και πώς ξέρω ότι δεν είναι παγίδα του Άνθιμου για να μας παραπλανήσει και να του μεταφέρεις πληροφορίες;» ρώτησε ο Έλιος.

«Ο Άνθιμος θα επιτεθεί αύριο, τη δεύτερη νύχτα του φεστιβάλ!» δήλωσε τότε ο Ιάσονας. Όλοι έμειναν να τον κοιτάζουν σοκαρισμένοι, με φόβο στα μάτια.

«Πιστεύεις πως θα σας το αποκάλυπτα αυτό αν δεν ήμουν μαζί σας, Άρχοντα Έλιε;» τον ρώτησε ο Μαγικός.

«Και αυτό επίσης το επιβεβαιώνω.» είπε η Ορτανσία. «Αυτό ήταν το όραμα το οποίο είδα και για το οποίο με απήγαγε ο Άνθιμος, ώστε να μην έρθω να σας το πω.»

Ο Έλιος έδειξε να το σκέφτεται. Δεν ήξερε τι να κάνει. Σίγουρα θα ήταν ένας πολύτιμος σύμμαχος και θα είχε και άλλες χρήσιμες πληροφορίες για τον Άνθιμο, από την άλλη όμως ακόμα διατηρούσε τις επιφυλάξεις του. Δεν ξεχνούσε ότι ο Μαγικός είχε υπάρξει μέρος της Νυχτερινής Διάστασης για αρκετό καιρό και δεν ήξερε πώς θα τον είχε επηρεάσει αυτό και τι επιπτώσεις θα είχε.

«Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα να τον δεχτείτε, Άρχοντα μου.» είπε κάποιος. «Αν η σκοτεινή του πλευρά επικρατήσει πάλι, θα κινδυνεύσουμε όλοι και ιδιαίτερα εσείς. Και αν έχει επιστρέψει με μόνο σκοπό την εκδίκηση;»

«Εγώ διαφωνώ.» είπε ο Νίμος και πέρασε μπροστά. «Αν ο Ιάσονας ήθελε να μας βλάψει, θα περίμενε να φτάσει η ώρα του πολέμου. «Εγώ λέω να τον δεχτείτε, αν όχι ως μέλος του βασιλείου μας, έστω σαν φιλοξενούμενο μου για τη Γιορτή του Καλοκαιριού και μετά αποφασίζετε για το μέλλον του.»

Όλοι περίμεναν με αγωνία την απόφαση του, ειδικά τα άτομα που ήθελαν να μείνει, δηλαδή η Ιφιγένεια, οι φίλοι του αλλά και ο Ζαχαρίας με τη Χρυσάνθη.

«Πολύ καλά.» είπε έπειτα από έναν αναστεναγμό παραίτησης ο Έλιος. «Πάντως να ξέρεις ότι οι Ανώτεροι Άρχοντες δεν πρόκειται να το αφήσουν έτσι αυτό, Ιάσονα. Θα απαιτήσουν ξανά δίκη σου κάποια στιγμή. Σε μία ώρα θα σε περιμένω στην τραπεζαρία για συμβούλιο, για να μου πεις τι άλλο έμαθες για τον Άνθιμο. Από εκεί θα εξαρτηθεί η αξιοπιστία σου.»

«Και τι θα γίνει με το φεστιβάλ, Εξοχότατε; Θα πρέπει να ακυρωθεί, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ορέστης.

«Έχει δίκιο, Άρχοντα μου. Πρέπει να προετοιμαστούμε για τη μάχη.» είπε ο Νίμος. «Αλλά θα κάνω όπως μου πείτε εσείς. Θέλετε να το ακυρώσω ή να γιορτάσουμε τουλάχιστον την πρώτη νύχτα;»

«Είστε σοβαροί;! Ο Λόρδος Άνθιμος ετοιμάζει επίθεση και εμείς θα διασκεδάζουμε;!» πετάχτηκε κάποιος κι όλοι άρχισαν να διαφωνούν μεταξύ τους σε σημείο να τσακωθούν.

«Σιωπή!» επέβαλλε την τάξη ο Έλιος. «Η Γιορτή του Καλοκαιριού είναι κάτι παραπάνω από διασκέδαση. Είναι κάτι ιερό και οι Θεοί θα μας φέρουν κακοτυχία αν την ακυρώσουμε. Για αυτό θα γιορτάσουμε κανονικά την πρώτη νύχτα του φεστιβάλ και αύριο θα προετοιμαστούμε για τη μάχη. Για αυτό φροντίστε αυτή η πληροφορία που μόλις μας μετέφερε ο Ιάσονας, να παραμείνει εντός των τειχών του εξοχικού μέχρι αύριο. Δεν θέλουμε να πανικοβληθούν οι πολίτες και ο στρατός μας από τώρα.» είπε ο Έλιος, και παρόλο που οι περισσότεροι διαφώνησαν, έπρεπε να υπακούσουν.

Εξάλλου, χρειάζονταν μια τελευταία νύχτα ελευθερίας και ξεγνοιασιάς πριν την καταστροφή που ήξεραν πως θα ακολουθούσε.

Το πλήθος άρχισε να διαλύεται. Κάποιοι κοίταξαν τον Ιάσονα με δυσπιστία, κάποιοι άλλοι με φόβο ή μίσος και ελάχιστοι με συμπόνια και κατανόηση. Ο Ζαχαρίας ένευσε καθησυχαστικά στην κόρη του καθώς αποχωρούσε ενώ η Χρυσάνθη της χάιδεψε ενθαρρυντικά το μπράτσο.

Έμειναν μόνο ο Ιάσονας και οι παλιοί του φίλοι. Αντάλλαξαν ματιές χωρίς να βρίσκουν λόγια να πουν. Η Ιφιγένεια είχε παραμείνει στην αγκαλιά του όλη εκείνη τη στιγμή, λες και αν τον άφηνε θα έφευγε ξανά.

«Λοιπόν...» έσπασε τελικά τη σιωπή η Ηλέκτρα. «Εμείς μόλις ετοιμαζόμασταν να πάμε για μπάνιο. Είναι η τελευταία μας ειρηνική μέρα και όλοι χρειαζόμαστε κάτι για να ξεχαστούμε. Θα έρθεις, Ιάσονα;»

«Θα το ήθελα πολύ.» είπε. «Όμως δεν έχω άλλα ρούχα μαζί μου πέρα από αυτά εδώ που φοράω, και δεν είναι και το πιο κατάλληλο λουκ για παραλία...»

«Θα...» Ο Γιάννης καθάρισε αμήχανα το λαιμό του, προτού συμπληρώσει: «Θα σου δανείσω εγώ μία έξτρα βερμούδα- μαγιό που έχω και μπλούζα, αν τα δεχτείς, βέβαια...»

«Φυσικά.» απάντησε ο Ιάσονας. «Πάμε;»

«Πάμε.»

Η Ιφιγένεια διέκρινε μια αμηχανία από μεριάς όλων, αλλά εκείνο που την ανησυχούσε περισσότερο ήταν η ψυχρότητα του Ιάσονα. Θα μπορούσαν άραγε να τα ξεχάσουν όλα και να ξεκινήσουν απ' την αρχή;

Ο Ιάσονας ακολούθησε τον Γιάννη και τον Ηρακλή στο δωμάτιο που μοιράζονταν.

«Είναι αλήθεια, Ιάσονα; Ότι μετάνιωσες;» τον ρώτησε ο Γιάννης την ώρα που έψαχνε ανάμεσα στα ρούχα του.

«Ναι. Ο Άνθιμος με πέτυχε σε μια πολύ ευάλωτη στιγμή, όταν με έπεισε να πάω μαζί του. Όλοι ξέρουμε ποιο ήταν το γεγονός που έπαιξε ρόλο σε αυτό.» είπε, προκαλώντας για μία ακόμα φορά ενοχές στον Γιάννη. «Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Νυχτερινή Διάσταση, σχεδόν κατάφερε να με πείσει ότι ο τρόπος του για να γίνει ο Κόσμος καλύτερος, ήταν ο μόνος τρόπος. Όμως είδα πολλά εκεί και κατάλαβα πολλά. Κατάλαβα πως ο τρόπος του και ο σκοπός του δεν ήταν ούτε ο μοναδικός, ούτε ο σωστός. Και μπορεί εγώ να ανήκω εκεί, όπως επίσης με έκανε να πιστεύω, όμως ανήκω και εδώ, μαζί με όλους εσάς. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία.»

«Το σημαντικό είναι ότι τώρα είσαι εδώ μαζί μας, φίλε. Όλα θα γίνουν όπως πρώτα, σωστά;» ρώτησε ο Ηρακλής, μα ο Ιάσονας άργησε να απαντήσει:

«Δεν ξέρω αν θα μπορέσουν όλα να ξαναγίνουν όπως πριν. Δεν είμαι αυτός που ήμουν. Τόσο το Δάσος της Σύγχυσης, όσο και η Νυχτερινή Διάσταση με άλλαξαν. Με επηρέασαν περισσότερο από όσο θα περίμενα, έκανα πράγματα, άσχημα πράγματα που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έκανα και τα οποία δεν χρειάζεται να ξέρετε. Όμως θα πολεμήσω για το σωστό και το δίκαιο, ακόμα και χρησιμοποιώντας τις σκοτεινές μου δυνάμεις.»

«Και εμείς θα είμαστε πάντα δίπλα σου και θα στηρίζουμε, φίλε μου. Θα πολεμήσουμε στο πλευρό σου, φτάνει να αφήσεις εκείνες τις βλακείες που λες ότι είσαι Σκοτεινός.» είπε ο Γιάννης και του έδωσε τα ρούχα του για να αλλάξει. Ήταν μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα και μία μπλε βερμούδα μαγιό.

Η Ιφιγένεια μαζί με τα κορίτσια και τα δαιμόνια τους, είχαν πάει στο δωμάτιο της για να συνέλθει από το σοκ.

«Ακόμα δεν το έχω συνειδητοποιήσει ότι επέστρεψε. Νιώθω πως είναι ένα όνειρο, όπως τόσα που είχα δει... Όμως, μου φαίνεται κάπως... διαφορετικός. Θα μπορέσει άραγε να ξαναγίνει ο Ιάσονας που ξέραμε, να ξαναβρεί τον εαυτό του;»

Η Ηλέκτρα πλησίασε, την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Όλα θα πάνε καλά.» της είπε. «Σημασία έχει ότι τώρα βρίσκεται εδώ και ο Άρχοντας μας έκανε την υποχώρηση και τον δέχτηκε. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Τα υπόλοιπα θα φτιάξουν.»

«Συμφωνώ. Όλοι μας θα τον βοηθήσουμε να ξαναβρεί τον εαυτό του και πρώτη από όλους, εσύ.» πρόσθεσε η Ναυσικά. «Όμως προέχει ο πόλεμος τώρα και να καταφέρουμε να βγούμε όλοι ζωντανοί από την πρώτη μάχη.»

Η Ιφιγένεια χαμογέλασε μελαγχολικά.

«Έχετε δίκιο.» είπε τελικά αποφασισμένη. «Αυτή τη φορά θα πολεμήσω στο πλευρό του. Κι όταν τελειώσει ο πόλεμος θα τα φτιάξουμε όλα. Θα του γιατρέψω και τις ψυχικές πληγές, όπως θεράπευσα και την ουλή από τον δαίμονα που είχε στο πρόσωπο του.»

Λίγη ώρα μετά, τα παιδιά συναντήθηκαν στην πίσω έξοδο του εξοχικού και ξεκίνησαν να περπατούν προς την παραλία. Ο Ιάσονας, έτσι όπως ήταν ντυμένος τώρα, με τα ρούχα του Γιάννη και ένα ζευγάρι αθλητικά που του έδωσε, θύμιζε περισσότερο τον παλιό του εαυτό. Καθώς περπατούσαν, χαμογέλασε στην Ιφιγένεια- ήταν το πρώτο του πραγματικό χαμόγελο από τη στιγμή που επέστρεψε- και της κράτησε το χέρι μέσα στο δικό του, το οποίο ήταν λίγο κρύο. Η κοπέλα ανατρίχιασε στη σκέψη ότι ίσως τώρα να ήταν περισσότερο βρικόλακας από όσο πριν.

Του φαινόταν παράξενο που έβλεπε ξανά τον γαλανό ουρανό, τη θάλασσα και ένιωθε τον ήλιο στο δέρμα του. Ένιωθε περίεργα που βρισκόταν ξανά με τους φίλους του, που περπατούσε κρατώντας το χέρι της Ιφιγένειας. Άραγε θα μπορούσαν όλα αυτά να γίνουν μόνιμα; Δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί όμως, όχι ακόμα. Όχι όσο βρισκόταν ο πόλεμος και ο σκοπός του στη μέση.

«Έλεγα στα κορίτσια πόσο απίστευτο μου φαίνεται που επέστρεψες.» του είπε εκείνη. «Σαν όνειρο.»

«Και εμένα.» της απάντησε. Η Ηλέκτρα περπάτησε δίπλα του από την άλλη μεριά. Εκείνη έκανε τη μεγαλύτερη προσπάθεια από όλους να δείξει πως όλα ήταν φυσιολογικά, ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει σαν να μην έφυγε ποτέ.

Όλοι τους όμως είχαν αγωνία για τα λόγια που είπε, για την ανακοίνωση σχετικά με την επερχόμενη επίθεση του Άνθιμου. Όμως δεν θα άφηναν αυτή την αγωνία να τους πτοήσει. Θα απολάμβαναν την Παραλία της Ανφάνης και την πρώτη νύχτα του φεστιβάλ σαν να μην υπήρχε αύριο για αυτούς, όπως είχαν κάνει και πέρυσι.

Έφτασαν στο οργανωμένο κομμάτι της παραλίας και έπιασαν δύο σετ με ξαπλώστρες και ομπρέλες. Ευτυχώς, οι λουόμενοι που βρίσκονταν εκεί δεν φάνηκαν να αναγνωρίζουν τον Ιάσονα. Η Ηλέκτρα διαμαρτυρόμενη πως έκανε τρομερή ζέστη, έβγαλε αμέσως το φόρεμα της μένοντας με το μαγιό και έτρεξε για να βουτήξει απευθείας στη θάλασσα. Η Ναυσικά την ακολούθησε κι έπειτα έβγαλε το δαιμόνιο της, το δελφίνι Δάφνη, για να διασκεδάσει και εκείνη στο νερό.

«Θα έρθεις, Ιάσονα;» ρώτησε ο Ηρακλής.

«Δεν έχω χρόνο να κολυμπήσω.» απάντησε προς απογοήτευση τους. «Ο Άρχοντας Έλιος με θέλει σε μία ώρα για συμβούλιο. Πηγαίνετε εσείς. Όχι εσύ, Γιάννη. Θέλω να μιλήσουμε λίγο πρώτα.»

Ο Ηρακλής έβγαλε τη μπλούζα του και η Ιφιγένεια άρχισε να βγάζει και εκείνη διστακτικά τα ρούχα της, το καφτάνι και το λαδί σορτς που φορούσε από κάτω, κοκκινίζοντας ελαφρώς όταν είδε τις ματιές που της έριχνε ο Ιάσονας.

«Πήγαινε. Θα τα πούμε σε λίγο.» της είπε έπειτα, έτσι εκείνη ακολούθησε τον Ηρακλή προς τη θάλασσα. Ο Γιάννης ήξερε σχετικά με τι πράγμα ήθελε να συζητήσουν και περίμενε με αγωνία. Κάθισαν στις δύο αντικριστές ξαπλώστρες. Στην αρχή ο Ιάσονας δεν ήξερε πως έπρεπε να ξεκινήσει. Τελικά είπε:

«Φαντάζομαι ξέρεις ποιο είναι το πρώτο πράγμα για το οποίο θέλω να μιλήσουμε.»

«Ναι.» απάντησε ο Γιάννης, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια.

«Κοίτα, Ιάσονα, ξέρω πως αυτό που έκανα ήταν αδικαιολόγητο και...»

«Δεν με πλήγωσε τόσο αυτό που συνέβη με την Ιφιγένεια.» τον διέκοψε και ο φίλος του απόρησε. «Θέλω να πω... φυσικά και με πλήγωσε, αλλά δεν σε κακολογώ για αυτό. Ήταν λογικό να βρείτε παρηγοριά ο ένας στον άλλον... Εκείνο που με πείραξε πραγματικά όμως, και που δεν δικαιολογώ με τίποτα, είναι το άλλο που αποκάλυψε ο Άνθιμος, ότι ήσουν ερωτευμένος μαζί της απ' την αρχή και το έκρυβες από όλους, ειδικά από εμένα. Κι όσο έλειπα στην εξορία, φάνηκε σχεδόν σαν να εκμεταλλεύτηκες την ευκαιρία και το κενό που της είχε αφήσει η απουσία μου και... έκανες ό,τι έκανες.»

Ο Γιάννης έσκυψε το κεφάλι. Ήξερε πως θα ερχόταν αυτή η στιγμή αργά ή γρήγορα, από την άλλη όμως ένιωθε και ανακούφιση που επιτέλους μιλούσαν για αυτό και θα έκλεινε εκείνος ο λογαριασμός. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως θα έκλεινε με το τέλος της φιλίας τους...

«Έχεις δίκιο.» είπε τελικά. «Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο. Ξέρω είμαι ασυγχώρητος. Όταν ξεκίνησα να νιώθω έτσι, ήθελα να στο πω, στα αλήθεια το ήθελα. Όμως έπειτα είδα πόσο κοντά είχατε έρθει με την Ιφιγένεια, κατάλαβα πως και εσύ είχες συναισθήματα για εκείνη, ενώ εγώ βρισκόμουν και σε μια περίεργη φάση της ζωής μου, με τον πατέρα μου και όλα αυτά κι ήμουν μπερδεμένος. Πίστευα πως θα της άξιζες περισσότερο εσύ και δεν ήθελα να μπω ανάμεσα σας... Το κράτησα μέσα μου και πάλεψα πολύ για να το ξεπεράσω. Όταν συνέβη αυτό μεταξύ μας... Πάλι περνούσα δύσκολα, είχα μόλις αρχίσει να νιώθω περίεργα, καθώς η Δύναμη της Φωτιάς είχε αρχίσει να εμφανίζεται μέσα μου και να με επηρεάζει, ενώ η Ιφιγένεια βρισκόταν σε μια θέση ευάλωτη, της έλειπες πολύ και δεν ήξερε πότε θα επιστρέψεις και αν. Είδαμε ταινία με τα παιδιά εκείνο το βράδυ κι όταν τελείωσε, έφυγαν όλοι αφήνοντας μας μόνους. Ήπιαμε λίγο και... ύστερα ήρθε το φιλί.»

Ο Ιάσονας άκουσε με προσοχή και χαρακτηριστική ηρεμία την απολογία του φίλου του, προσπαθώντας να μπει στη θέση του. Όταν τελείωσε είπε:

«Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω από εσένα μόνο την αλήθεια. Μείνατε μόνο στο φιλί; Ο Άνθιμος δεν το διευκρίνισε ποτέ αυτό, για να με φέρει εκεί που ήθελε.»

Ο Γιάννης τον κοίταξε επιτέλους στα μάτια και του είπε την αλήθεια:

«Ναι. Σου το είπα και τότε, όταν αποκαλύφθηκε στο Δάσος της Σύγχυσης και στο επιβεβαιώνω και τώρα. Τίποτα άλλο δεν συνέβη.»

«Τότε σε συγχωρώ.» του είπε.

«Αλήθεια;» ρώτησε χαρούμενος ο Γιάννης με χαμόγελο.

«Αλήθεια.» του απάντησε επιστρέφοντας το χαμόγελο. «Κι ύστερα, για πες... πώς προέκυψε η σχέση σου με την Έλενα;»

«Αρχικά εξομολογήθηκα στην Ιφιγένεια τα αισθήματα μου και εκείνη με έδιωξε, δεν ήθελε να με βλέπει ούτε ζωγραφιστό και με το δίκιο της. Πίστευε πως το έκανα εσκεμμένα αυτό... Μετά από δυο ή τρεις μέρες, συνέβη ένα περιστατικό με τον πατέρα μου και... η φωτιά μέσα μου εκδηλώθηκε, βγήκε ανεξέλεγκτη προς τα έξω κι έκαψα το σπίτι.»

«Το γνωρίζω αυτό.»

«Μα πώς; Το είδες σε όραμα προτού συμβεί;»

«Όχι ακριβώς. Ο Άνθιμος μου το αποκάλυψε σε μια συζήτηση μας στη Νυχτερινή Διάσταση. Μου είπε τα πάντα και ακόμα περισσότερα για τον πατέρα σου, τα οποία νομίζω πως ήρθε η ώρα να μάθεις όχι μόνο εσύ, αλλά και οι υπόλοιποι. Θέλω να είσαι κι εσύ παρόν στο συμβούλιο, γιατί σε αφορούν κι εσένα οι πληροφορίες που θα δώσω.»

«Τι εννοείς; Πώς γνωρίζει ο Άνθιμος για τον πατέρα μου;»

«Θα μάθεις σύντομα. Για την ώρα όμως, πες μου για την Έλενα.» είπε ο Ιάσονας και χαμογέλασε, προσπαθώντας να αλλάξει το θέμα.

Ο Γιάννης του αφηγήθηκε τα γεγονότα και από τη δική του πλευρά, από το περιστατικό της φωτιάς στο σπίτι του και έπειτα, του είπε για τον απαίσιο τρόπο με τον οποίο φέρθηκαν ο Πάνος και η Ρεβέκκα στην Έλενα, για τα βίντεο και όλα αυτά και στη συνέχεια για το πώς στήριξαν ο ένας τον άλλον και κατέληξαν μαζί.

«Κατάλαβα ότι ο έρωτας βρισκόταν τόσον καιρό δίπλα μου, αλλά εγώ ήμουν πολύ χαζός και δεν τον έβλεπα.» παραδέχτηκε. «Και ότι αυτό που ένιωθα για την Ιφιγένεια ήταν θαυμασμός και ίσως και ένα μικρό απωθημένο, το οποίο όμως η Έλενα με βοήθησε να ξεπεράσω.»

«Χαίρομαι πολύ για εσάς.» του είπε ο Ιάσονας με ένα ειλικρινές χαμόγελο.

Έτσι λοιπόν, εκείνος ο ανοιχτός λογαριασμός μεταξύ των δύο φίλων έκλεισε. Τώρα έμενε να μιλήσει και με την Ιφιγένεια, όμως προείχε το συμβούλιο και οι πληροφορίες που είχε να δώσει σε όλους. Ο Γιάννης είχε μεγάλη αγωνία. Τι άλλες σοκαριστικές αλήθειες θα μάθαινε για εκείνο το τέρας που από συνήθεια μόνο αποκαλούσε πατέρα του; Όμως συγχρόνως ένιωθε ανακούφιση που μίλησε ειλικρινά με τον φίλο του και εκείνος τον συγχώρησε.

*******************

Άργησα να ανεβάσω κεφάλαιο, αλλά ελπίζω να άξιζε η αναμονή. Πώς σας φάνηκε η επιστροφή του Ιάσονα; Τι πιστεύετε ότι θα ακολουθήσει; Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε τις πληροφορίες και τις αποκαλύψεις του Ιάσονα στο συμβούλιο, καθώς επίσης και την κουβέντα του για ότι συνέβη με την Ιφιγένεια. Οι δύο τους θα πάνε μια ρομαντική βολτούλα (το δικαιούνται πιστεύω) και θα μιλήσουν σχετικά με όσα έζησαν χώρια. Δεν ξέρω αν θα γράψω και για το φεστιβάλ γιατί θα βγει πολύ μεγάλο. Πλησιάζει όμως και εκείνη η ώρα όπως και η ώρα της πρώτης μάχης.

Θα τα πούμε στο επόμενο 🧝‍♀️🧝‍♀️



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top