Κεφάλαιο 5: Βραδιά Ταινίας

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο Γιάννης δεν βγήκε καθόλου από το σπίτι, παρόλο που το τελευταίο που ήθελε εκείνες τις στιγμές ήταν να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τον πατέρα του. Όμως τον απέφευγε όσο μπορούσε, κλεινόταν στο δωμάτιο του κι έπαιρνε όλα του τα γεύματα εκεί. Δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε αν η οργή τον παρέσερνε ξανά σε έναν καυγά μαζί του, και σίγουρα δεν ήταν πια ο αδύναμος έφηβος η το φοβητσιάρικο παιδί που δεν αντιστεκόταν και υπάκουε πάντα στο θέλημα του. Ο Ιάκωβος, μην ξέροντας τι να κάνει, απλά τηλεφώνησε στο σχολείο και δήλωσε ασθένεια για τον γιο του, για να μην πάρει απουσίες.

Ο Γιάννης συνέχιζε να κάνει κρύα μπάνια για να συνέρχεται από τα κύματα ζέστης που του έρχονταν, έφτασε μέχρι και σε σημείο να γεμίσει τη μπανιέρα με νερό και πάγο για να δροσιστεί. Παράλληλα έψαχνε να βρει κάποια άκρη σχετικά με εκείνη την ανάμνηση που είχε, όταν για λίγο είχε σχεδόν ξυπνήσει από το κώμα την ώρα που του έβαζαν μέσα του εκείνη τη μυστηριώδη θεραπεία. Τα λόγια του γιατρού,

«Δεν θα πεθάνει άλλος Λιβανός στα χέρια μας!» δεν έλεγαν να φύγουν απ' το μυαλό του. Ποιον Λιβανό εννοούσαν άραγε; Το μυαλό του μόνο σε ένα άτομο πήγαινε και εκείνο ήταν ο αδελφός του. Τι ακριβώς συνέβη πριν από έξι χρόνια; Πέθανε όντως σε δυστύχημα; Οι γιατροί του πατέρα τους προσπάθησαν να τον σώσουν και απέτυχαν, κι αν ναι με ποιον τρόπο; Τι άλλο έκρυβε ο πατέρας του;

Αποφάσισε να τον πολεμήσει υπογείως, όπως ακριβώς δρούσε και εκείνος όλα αυτά τα χρόνια και κρατούσε μυστικά από όλους. Δεν θα είχε νόημα να καταφέρει να πάρει πληροφορίες απ' τον ίδιο, έτσι άρχισε να ψάχνει στο ίντερνετ για οτιδήποτε θα μπορούσε να τον ξεμπροστιάσει. Μάταια όμως. Τα μόνα που βρήκε ήταν κάτι άρθρα από τότε που σκοτώθηκε ο αδελφός του.

ΣΟΚ! ΝΕΚΡΟΣ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΗΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ ΙΑΚΩΒΟΥ ΛΙΒΑΝΟΥ, ΑΓΓΕΛΟΣ.

Ξημερώματα Κυριακής βρέθηκε νεκρός ο Άγγελος Λιβανός, γιος του επιχειρηματία Ιάκωβου Λιβανού. Ο δεκαοχτάχρονος οδηγούσε όχημα μέσα στο οποίο επέβαιναν δύο φίλοι του και επέστρεφαν από νυχτερινή έξοδο, πιθανόν οδηγούσε μεθυσμένος καθώς βρέθηκαν ίχνη από αλκοόλ στο αίμα του. Οι δύο φίλοι του επέζησαν και βρίσκονται στο νοσοκομείο με βαριά κατάγματα, έχουν όμως διαφύγει τον κίνδυνο.

Ακολουθούσαν φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος, με το σχεδόν διαλυμένο αυτοκίνητο του Άγγελου και στη συνέχεια, φωτογραφίες του πατέρα του, ο οποίος με το ψυχρό του ύφος προσπαθούσε να αποφύγει τους δημοσιογράφους που πάλευαν για να του πάρουν έστω ένα σχόλιο. Το μυαλό του Γιάννη γυρνούσε με θλίψη σε εκείνες τις μέρες. Ο ίδιος ήταν δώδεκα χρονών και είχε χάσει τον μεγαλύτερο αδελφό του, το στήριγμα του. Αναμνήσεις με τον πατέρα του έρχονταν στο μυαλό του, ο οποίος ξεσπούσε πάνω του, τον χτυπούσε με το παραμικρό και τον κλείδωνε στην αποθήκη, και με τη μητέρα του να μην αντιδρά και να παίρνει τα ηρεμιστικά σαν καραμέλες για να καταφέρει να κοιμηθεί. Δάκρυα κυλούσαν στα μάτια του και για λίγο γινόταν ξανά το φοβισμένο, δωδεκάχρονο παιδί που ήταν τότε.

Όμως, πέρα από το να ρίξει κι άλλο την ψυχολογία του, δεν κατάφερε τίποτα άλλο. Όλα έδειχναν πως ήταν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο αδελφός του έκανε το λάθος και οδήγησε ενώ είχε πιει. Είχε βγει για να ξεσκάσει λίγο με τους φίλους του, σίγουρα θα ήπιε για να ξεχάσει όσα περνούσε εκείνος και ο Γιάννης στο σπίτι με τον πατέρα τους, με τις σκληρές προπονήσεις και τις παράλογες απαιτήσεις.

Όμως ήταν πράγματι αυτή η αλήθεια; Πώς θα μπορούσε να ξέρει...; Και το κυριότερο: ήθελε τελικά να μάθει;

Οι φίλοι του τον επισκέφθηκαν δυο- τρεις φορές για να δουν πώς ήταν και να του κρατήσουν συντροφιά έστω και για λίγο. Του έλεγαν ξανά και ξανά ότι μπορούσε να βασιστεί πάνω τους, πως ότι κι αν ήταν αυτό που περνούσε θα το περνούσαν όλοι μαζί σαν μια γροθιά, όμως εκείνος είχε κλειστεί στον εαυτό του κι έλεγε απλά ότι ήταν ψυχολογικό το θέμα του εξαιτίας όσων είχαν προηγηθεί τους τελευταίους μήνες. Υποσχέθηκε να επιστρέψει στο σχολείο σύντομα. Και όντως επέστρεψε μία εβδομάδα μετά, μην αντέχοντας άλλο να είναι σπίτι, αν και με την εμφάνιση του αρκετά ατημέλητη και τη στολή του τσαλακωμένη. Τα παιδιά σκέφτηκαν κάτι άλλο για να τον βοηθήσουν να ξεχαστεί. Αυτή τη φορά δεν θα έβγαιναν, αλλά θα μαζεύονταν στο σπίτι της Ιφιγένειας για ταινία, έτσι ώστε ο Γιάννης να μπορούσε να είναι στην ασφάλεια ενός σπιτιού και όχι σε δημόσιο χώρο σε περίπτωση που τον έπιανε κρίση ξανά. Έτσι δέχτηκε. Θα του έκανε καλό και θα ξεχνιόταν κιόλας από το βυθό των αναμνήσεων στον οποίο είχε αρχίσει να πνίγεται τις τελευταίες ημέρες.

Οι γονείς της Ιφιγένειας είχαν αποφασίσει να βγουν για μια βραδινή έξοδο να ξεσκάσουν, μιας και είχαν ρεπό και οι δύο αυτό το Σαββατοκύριακο. Θα έμεναν έξω μέχρι αργά, οπότε ήταν η τέλεια ευκαιρία για την κόρη τους να οργανώσει αυτή τη βραδιά ταινίας. Το ήξεραν εννοείται και δεν είχαν κανένα πρόβλημα να έμεναν οι φίλοι της μέχρι αργά για να της κάνουν και παρέα. Τους είπαν μόνο να προσέχουν.

Έφτασαν πρώτοι ο Ηρακλής μαζί με την Άσπα και τον Γιάννη, φέρνοντας μαζί τους αναψυκτικά και σνακ. Ακολούθησε ο Δήμος με τη Γιώτα, κουβαλώντας πέντε μεγάλες πίτσες και μια σακούλα γεμάτη μπύρες.

«Ρε, πάτε καλά; Ποιος θα φάει και θα πιει όλα αυτά;» ρώτησε ο Γιάννης, επιστρέφοντας για λίγο στον ανέμελο εαυτό του τον οποίο όλοι είχαν συνηθίσει.

«Αυτό του είπα κι εγώ, αλλά δεν με άκουσε. Λες και το έκανε επίτηδες για να με βάλει να κουβαλήσω.» συμφώνησε η Γιώτα.

«Να μη φάτε αν δεν θέλετε! Καλύτερα, περισσότερο για μένα.» είπε ο Δήμος και άφησε τις σακούλες που κρατούσε στο τραπεζάκι του σαλονιού.

«Ελάτε παιδιά, μην τσακώνεστε. Όσο περισσέψει, θα το πάρετε στα σπίτια σας.» τους είπε η Ιφιγένεια χαμογελώντας.

Έτσι, κάθισαν και έβαλαν την ταινία στη μεγάλη τηλεόραση, αφού πρώτα βολεύτηκαν στους καναπέδες, ο Ηρακλής με την Άσπα δίπλα- δίπλα, αμέσως μετά ο Γιάννης, η Ιφιγένεια ενώ στην άλλη γωνία του καναπέ ο Δήμος με τη Γιώτα. Μοιράστηκαν τα σνακ, την πίτσα και τα αναψυκτικά ή τις μπύρες και η Ιφιγένεια πάτησε το Play στο τηλεκοντρόλ. Ήταν σχεδόν όπως παλιά που μαζεύονταν για ταινία σε κάποιο σπίτι, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά ή σαν να είχαν γυρίσει το χρόνο πίσω. Μόνο που έλειπε ένας, σκέφτηκε με θλίψη...

Κάποια στιγμή, κάπου στο μέσον της ταινίας, ο Ηρακλής είχε πάρει αγκαλιά την Άσπα, τολμώντας εκείνο το πρώτο βήμα, ενώ και η Γιώτα με τη σειρά της είχε βολέψει το κεφάλι της πάνω στα πόδια του Δήμου ο οποίος της χάιδευε τα μαλλιά. Έτσι ο Γιάννης και η Ιφιγένεια είχαν βρεθεί οι δυο τους ανάμεσα σε δύο ζευγάρια. Κάποια στιγμή, που όλοι είχαν αφοσιωθεί στην ταινία, ο Γιάννης σκούντησε την Ιφιγένεια και της έδειξε διακριτικά προς τα αριστερά του. Ο Ηρακλής με την Άσπα είχαν χαθεί σε ένα δικό τους κόσμο πέρα από αυτόν της ταινίας και φιλιούνταν. Η Ιφιγένεια χαμογέλασε ενθουσιασμένη, χωρίς όμως να κάνει φασαρία για να μην τους ενοχλήσει και τους φέρει σε δύσκολη θέση.

«Επιτέλους!» σχημάτισε άηχα με τα χείλη του ο Γιάννης και με το ζόρι κρατήθηκαν να μη γελάσουν από χαρά για τους δύο φίλους τους.

Η ώρα πέρασε και η ταινία τελείωσε. Τότε, η Άσπα αποφάσισε να φύγει γιατί είπε πως είχε αρχίσει να νυστάζει.

«Ε, λογικό, αφού σε χαλάρωσε το παιδί από εκεί...» είπε πονηρά ο Δήμος δείχνοντας τον Ηρακλή, του οποίου το μελαμψό δέρμα πήρε μια ελαφρώς κόκκινη απόχρωση. «Μη νομίζετε πως δεν σας είδαμε...»

«Εντάξει, δεν κάναμε και κάτι κακό... Αλλά θα δούμε πώς θα πάει, σωστά;» είπε η Άσπα κοιτάζοντας στα μάτια τον Ηρακλή.

«Ναι, σωστά.»

«Άντε, να παίρνουν και άλλοι σειρά σιγά- σιγά.» είπε ο Γιάννης κοιτάζοντας πονηρά τον Δήμο και τη Γιώτα. Εκείνοι έκαναν δήθεν τους ανήξερους, αλλά όλοι στην παρέα γνώριζαν για το φλερτ που υπήρχε και μεταξύ τους.

Και η Ιφιγένεια έχει τον Ιάσονα, έστω και αν δεν είναι εδώ, κρατιέται από εκείνη τη μικρή ελπίδα ότι θα επιστρέψει και από τις αναμνήσεις που έχουν μαζί. Μόνο εγώ είμαι καταδικασμένος να μείνω μόνος μου... σκέφτηκε ο Γιάννης με θλίψη.

«Λοιπόν, θα με πας μέχρι το σπίτι μου, η θα με αφήσεις να περπατάω μόνη μες στα σκοτάδια;» ρώτησε η Άσπα από μόνη της τον Ηρακλή, αφού έβλεπε ότι εκείνος δίσταζε να το προτείνει.

«Ε; Ναι... Εννοείται πως θα σε πάω.» δέχτηκε εκείνος και στη συνέχεια αποχαιρέτησαν τους υπόλοιπους και η Ιφιγένεια τους συνόδευσε μέχρι την έξοδο.

«Και φρόνιμα, ε;!» άκουσαν τον Δήμο από πίσω τους να λέει και η Άσπα του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα προτού φύγουν. Ο Ηρακλής δεν σκέφτηκε καν ότι έκανε ένα τεράστιο λάθος που έφευγε χωρίς τον Γιάννη, διότι στη συνέχεια που θα έφευγε και το δεύτερο πιθανό ζευγάρι της παρέας, εκείνος θα έμενε μόνος με την Ιφιγένεια...

Οι τέσσερις που απέμειναν έφαγαν από ό,τι είχε περισσέψει από την πίτσα και ήπιαν λίγη ακόμα μπύρα κουβεντιάζοντας, λέγοντας ως επί το πλείστον πόσο χαίρονταν για τον Ηρακλή και την Άσπα, ενώ ο Γιάννης προσπαθούσε να πετάξει υπονοούμενα για τον Δήμο και τη Γιώτα με την Ιφιγένεια να σιγοντάρει από δίπλα. Μετά από λίγο, ο Δήμος σηκώθηκε βαστώντας το πρησμένο στομάχι του.

«Μάγκες, εγώ έφαγα τόσο που με έπιασε νύστα. Πάμε κι εμείς σιγά- σιγά; Να σε πάω σπίτι και να πάω μετά να την πέσω;» είπε στη Γιώτα. Εκείνη συμφώνησε και έφυγαν.

Ο Γιάννης είχε μείνει μόνος με την Ιφιγένεια στο άδειο σπίτι της. Από τη μια ήθελε να φύγει και ήξερε πως αυτό ήταν το σωστό, όμως από την άλλη ήθελε να μείνει λίγο ακόμα κοντά της...

«Λοιπόν; Εσύ θα μείνεις λίγο ακόμα να μου κάνεις παρέα μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς μου;» του πρότεινε διστακτικά εκείνη, αγνοώντας ακόμα τα συναισθήματα του για αυτήν.

«Ε... Ναι, φυσικά.» της απάντησε.

Η Ιφιγένεια κατευθύνθηκε ξανά στο σαλόνι και άρχισε να μαζεύει τα αποφάγια της πίτσας, τα σακουλάκια από τα σνακ και τα άδεια κουτιά μπύρας. Ο Γιάννης έσπευσε αμέσως να τη βοηθήσει και αφού τα μάζεψαν όλα, επέστρεψαν στο σαλόνι και η Ιφιγένεια κάθισε στο πάτωμα, πάνω στο παχύ μπεζ χαλί, μπροστά ακριβώς από τον καναπέ και στήριξε την πλάτη της σε αυτόν. Ξεφύσησε, σαν να ήθελε αν βγάλει ένα μεγάλο βάρος από μέσα της. Ο Γιάννης άρχισε να κάνει βόλτες αμήχανα στο σαλόνι, παρατηρώντας τα διακοσμητικά στο σύνθετο που είχαν φέρει εκείνη και οι γονείς της από τη Χώρα των Ξωτικών, καθώς και διάφορες οικογενειακές φωτογραφίες.

«Πού είναι η Νάρα;» ρώτησε κάποια στιγμή, βλέποντας μια φωτογραφία της Ιφιγένειας με το δαιμόνιο- γάτα της αγκαλιά.

«Ω, είχε συνάντηση στη Διάσταση των Δαιμονίων, μαζί με τα δαιμόνια των γονιών μου, του Άρχοντα Έλιου και της Λαίδης Αθηνάς. Συναντιούνται μια στο τόσο και ανταλλάσσουν νέα.»

«Και; Πώς είναι τα πράγματα στη Χώρα των Ξωτικών;»

Η Ιφιγένεια αναστέναξε προτού απαντήσει:

«Ήσυχα. Σαν να μη φύγαμε ποτέ, ή μάλλον, σαν να μην έγινε ποτέ ο πόλεμος.» Ο Γιάννης συνέχισε να κοιτάζει αφηρημένος τις φωτογραφίες. Το βλέμμα του σταμάτησε για λίγο σε μια φωτογραφία που απεικόνιζε την Ιφιγένεια με τη Φωτεινή, την Ηλέκτρα και τον Σεραφείμ, και για λίγο θυμήθηκε ξανά με θλίψη τον άδικο θάνατο του ύστερα από την επίθεση που λίγο έλλειψε να στοιχίσει τη ζωή και στον ίδιο.

«Ο πόλεμος εκείνος κράτησε μόλις μία νύχτα, κι όμως άφησε πίσω του πληγές που άλλοι πόλεμοι χρειάζονταν μέρες ή και μήνες για να αφήσουν...» μονολόγησε σχεδόν και η Ιφιγένεια συμφώνησε σιωπηλά. Έπειτα, ο νεαρός προχώρησε σε μια βιτρίνα με ποτά και το βλέμμα του περιηγήθηκε λίγο στα κρασιά από τη Χώρα των Ξωτικών. Άνοιξε τη βιτρίνα και πήρε στο χέρι του ένα μπουκάλι κόκκινο ημίγλυκο.

«Το θέλει ο πατέρας σου αυτό το κρασί;» τη ρώτησε. Η κοπέλα στράφηκε και τον κοίταξε.

«Δεν νομίζω... Το φέραμε μαζί με τα άλλα από τη χώρα μας όταν μας εξόρισαν, όμως δεν έχω ιδέα αν θα το ανοίξει ποτέ.»

«Τότε... Τι λες; Ας μην το αφήσουμε να πάει χαμένο...» πρότεινε χωρίς να το πολυσκεφτεί ο Γιάννης, παρότι μια φωνή μέσα του φώναζε πως το κρασί τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα...

«Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα μετά τις μπύρες...» είπε γελώντας η Ιφιγένεια σαν να διάβασε σχεδόν τη σκέψη του, όμως ύστερα χαμογέλασε σκανδαλιάρικα και το ξανασκέφτηκε. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Είχε κι η ίδια ανάγκη να πιει κάτι δυνατότερο από μπύρα, δεν είχε μεθύσει ποτέ και αναρωτιόταν πώς να ήταν, αν όντως ξεχνούσες έστω και για λίγο τα προβλήματα και τον πόνο όπως έλεγαν. Εξάλλου, βρισκόταν ασφαλής στο σπίτι της με έναν φίλο.

«Άντε, άνοιξε το. Πάω να φέρω ποτήρια.» είπε και σηκώθηκε.

«Ποιος τα χρειάζεται τα ποτήρια; Γιατί να πλένεις μετά; Απ' το μπουκάλι το ευχαριστιέσαι καλύτερα, θα το δεις.»

Η Ιφιγένεια συμφώνησε και αφού ο Γιάννης άνοιξε το κρασί, βολεύτηκαν και οι δυο κάτω, μπροστά από τον καναπέ, και της έδωσε να πιει πρώτη. Γέλασε με την έκφραση που πήρε όταν δοκίμασε.

«Είναι... δυνατό.» σχολίασε. Ο Γιάννης το πήρε και ήπιε κι εκείνος. Πήρε μια παρόμοια έκφραση, γιατί παρόλο που γλύκιζε λίγο το ποτό, του φαινόταν και του ίδιου βαρύ.

«Έχεις δίκιο. Όμως τώρα το ανοίξαμε, και δεν θέλουμε να πάει χαμένο...» είπε κάνοντας και εκείνη να γελάσει, έτσι ένιωσαν κι οι δυο να χαλαρώνουν αμέσως.

Συνέχισαν να πίνουν εναλλάξ και να κουβεντιάζουν. Η φωνή στο μυαλό του Γιάννη του φώναζε να φύγει, όμως άρχισε να μην την ακούει καλά πλέον καθώς το κρασί άρχισε να τον ζαλίζει. Κατέληξαν να μιλούν για τον Ιάσονα, ο Γιάννης της έλεγε ιστορίες από τότε που ήταν μικροί και ύστερα η κουβέντα τους έφτασε στις στιγμές που πέρασαν όλοι μαζί όσο ήταν εκεί, καθώς και για τις εμπειρίες τους στη Χώρα των Ξωτικών, και να τα θυμούνται όλα αυτά με νοσταλγία.

«Γιάννη... Συνεχίζεις να πιστεύεις ότι θα επιστρέψει; Έχει περάσει αρκετός καιρός κι έχω αρχίσει να χάνω την ελπίδα μου... Ακόμα κι αν επιστρέψει όμως, θα είναι ο ίδιος; Για αυτό φοβάμαι περισσότερο... όχι για εμένα, αλλά για εκείνον, να μην έχει χάσει τον εαυτό του εκεί μέσα...» είπε με παράπονο και τον κοίταξε με μάτια έτοιμα να βουρκώσουν. Και τι δεν θα έδινε ο Γιάννης εκείνη τη στιγμή να κάνει αυτά τα μάτια να λάμψουν από ευτυχία ξανά...

«Έχω κι εγώ τον ίδιο φόβο.» της είπε, και ύστερα από άλλη μια γουλιά κρασί, το οποίο είχε φτάσει λίγο πιο κάτω απ' τη μέση, συνέχισε χαμηλόφωνα: «Σου λείπει πολύ, ε;»

«Πάρα πολύ, και πιστεύω με καταλαβαίνεις. Δεν μπορώ όμως να φανταστώ πόσο πολύ λείπει σε εσένα. Γιατί εσείς είσαστε φίλοι από παιδιά, ενώ εγώ τον γνώριζα μόλις μερικούς μήνες. Όμως, με όλα αυτά που συνέβησαν, αλλά και με τα συναισθήματα μου για αυτόν, νιώθω σαν να τον ξέρω μια ολόκληρη ζωή...»

Ο Γιάννης δεν ήξερε τι να της πει. Ήθελε πολύ να την παρηγορήσει, να της πει ότι ο Ιάσονας θα επέστρεφε και θα ήταν όλα όπως πριν, μα δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε γιατί δεν ήταν ούτε ο ίδιος σίγουρος για κάτι τέτοιο.

«Έλα εδώ.» είπε μόνο και άνοιξε το χέρι του για να την κλείσει μέσα σε αυτό. Η Ιφιγένεια πλησίασε και βολεύτηκε στην αγκαλιά του. Ήταν αρκετά ζεστός, πράγμα που της δημιουργούσε μια πρωτόγνωρη ασφάλεια, και σαν να άρχισε να υποχωρεί ο πόνος αφού τον μοιραζόταν μαζί του.

«Ξέρεις, λένε πως ο πόνος γλυκαίνει όταν τον μοιράζεσαι με άλλους.» του εξέφρασε τις σκέψεις της.

«Αυτό είναι αλήθεια.» συμφώνησε μαζί της, κι έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, συνέχισε: «Ιφιγένεια... Ακόμα κι αν δεν επιστρέψει ο Ιάσονας... Θέλω να είμαι δίπλα σου. Ξέρω πως δεν θα πάρω ποτέ τη θέση του, όμως πιστεύω πως και εκείνος αυτό θα ήθελε, να σε προστατεύω και εσύ να γιατρεύεις τις πληγές μου, όπως τότε που γιάτρευσες το σπασμένο χέρι μου... Όπως τώρα, που μου γιατρεύεις τον ψυχικό πόνο.»

Ούτε κι ο ίδιος ήξερε γιατί της τα έλεγε όλα αυτά. Ήξερε πως το κρασί ήταν κακή ιδέα, και τώρα που το αλκοόλ επηρέαζε και ενίσχυε όλα τα συναισθήματα του, ήταν έτοιμος να της εκφράσει όλα όσα ένιωθε. Δεν έπρεπε όμως.

Τότε, εκείνη τον κοίταξε με τα όμορφα πράσινα μάτια της και για λίγο ξέχασε κάθε υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του, στον Ηρακλή, αλλά και στη φιλία του με τον Ιάσονα κι έκανε αυτό που τον πρόσταξε η καρδιά του η οποία χτυπούσε με τρελούς ρυθμούς. Έγειρε μπροστά κι ένωσε τα χείλη τους, και παρόλο που ήξερε πως ήταν λάθος και απαγορευμένο δεν μπορούσε να σταματήσει. Τη φίλησε απαλά στην αρχή, σαν να άγγιζε κάτι εύθραυστο. Λες και με την παραμικρή λάθος κίνηση, θα διέλυε τα πάντα και εκείνη η στιγμή θα τελείωνε.

Η Ιφιγένεια ξαφνιάστηκε στην αρχή, όμως για κάποιο λόγο δεν μπόρεσε να τον σταματήσει. Λίγο η επήρεια του ποτού, λίγο η περιέργεια για την ανακάλυψη κάτι καινούργιου, πάντως σίγουρα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά και αφέθηκε καθώς εκείνος κινούσε τα χείλη του μαζί με τα δικά της, το ένα του χέρι ακόμα γύρω από τους ώμους του και το άλλο άγγιζε απαλά το πρόσωπο της. Δεν της προκαλούσε τα ίδια συναισθήματα όσο τα φιλιά του Ιάσονα βέβαια, όμως την έκανε να νιώθει όμορφα και για λίγο ένιωσε τον πόνο να φεύγει μακριά.

Το φιλί του σύντομα έγινε πιο παθιασμένο και απαιτητικό, το βάθυνε κι άλλο και συνάντησε τη γλώσσα της... Ένιωθε πάλι να σιγοβράζει μέσα του, όμως αυτή τη φορά δεν τον ένοιαζε. Αυτή η φωτιά δεν τον έκανε να υποφέρει, το αντίθετο μάλιστα, ήταν κάτι όμορφο που δεν ήθελε να τελειώσει. Την ξάπλωσε προς τα πίσω στο χαλί και βρέθηκε από πάνω της, χωρίς να διακόψει το απαγορευμένο φιλί.

Η Ιφιγένεια ένιωσε άβολα και μόνο τότε συνειδητοποίησε τι συνέβαινε.

Τι κάνω; Ο Γιάννης με φιλάει και εγώ τον αφήνω; Και ο Ιάσονας; Όχι, δεν πρέπει να το συνεχίσω. Ο Γιάννης είναι φίλος του αλλά και δικός μου φίλος. Σκέφτηκε κι άρχισε να τον σπρώχνει από πάνω της, προσπαθώντας να χωρίσει τα χείλη τους.

Ο Γιάννης ένιωσε την αντίσταση της και σταμάτησε αμέσως.

«Τι κάνουμε, Γιάννη;» απόρησε η Ιφιγένεια και εκείνος σηκώθηκε αμέσως όρθιος, ενώ εκείνη παρέμεινε καθισμένη κάτω.

«Δεν... Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό... Συγνώμη... Δεν ξέρω τι με έπιασε... Εγώ φταίω.» της είπε προσπαθώντας να ανακτήσει τις ανάσες του. «Όμως... Όμως τα συναισθήματα μου για εσένα έχουν γίνει δυνατότερα και δεν μπορούσα να αντισταθώ.» ομολόγησε. Η Ιφιγένεια άγγιξε τα χείλη της με ενοχή, βουρκωμένη σχεδόν.

«Ποια συναισθήματα σου, τι λες;» απόρησε. Ο Γιάννης ξεφύσησε και έβαλε τα δάχτυλα του ενός χεριού ανάμεσα στα μαλλιά του, κάνοντας τα προς τα πίσω. Εδώ που έφτασαν, καλύτερα να της έλεγε την αλήθεια:

«Είμαι...» ξεροκατάπιε πριν συνεχίσει: «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, Ιφιγένεια... Από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Όμως ήξερα ότι ένιωθε το ίδιο και ο Ιάσονας για εσένα, έτσι έκανα πίσω για χάρη της φιλίας μας.» Και στη συνέχεια της τα είπε όλα, για την παραδοχή των συναισθημάτων του στην Έλενα, που ήταν κι ο λόγος να ξεκόψει μαζί του και στη συνέχεια με την υπόλοιπη παρέα, για το φιλί τους στο φεστιβάλ της Ανφάνης του οποίου έγινε μάρτυρας και κατάλαβε πως δεν την είχε ξεπεράσει, για να επιστρέψει στο σήμερα, που δεν κατάφερε να αντισταθεί στην παρόρμηση τη στιγμής και τη φίλησε.

Εκείνη τον άκουσε σοκαρισμένη, χωρίς να ξέρει τι να του πει, πώς να αντιδράσει. Δεν μπορούσε να το πιστέψει... Πώς δεν το είχε καταλάβει τόσον καιρό; Τόσο χαζή ήταν, τόσο αφελής και αθώα;

«Φύγε... Σε παρακαλώ.» του είπε δακρύζοντας.

«Ιφιγένεια...» της είπε κι έκανε να πλησιάσει.

«Απλά φύγε.» τον σταμάτησε. «Θέλω να μείνω μόνη μου.» Ο Γιάννης άρπαξε τη ζακέτα του και έφυγε από το σπίτι της σαν κυνηγημένος.

******************************************

Μπορείτε να με βρίσετε ελεύθερα, όπως και τον Γιάννη και την Ιφιγένεια ακόμα!! Ποιες είναι οι σκέψεις σας σχετικά με το απαγορευμένο φιλί τους;

Πώς πιστεύετε ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα από εδώ και πέρα; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top