Κεφάλαιο 47: Λίλιαν

Όταν ο Άνθιμος τελείωσε την ιστορία του, ο Ιάσονας έμεινε να κοιτάει το κενό.

"Τα υπόλοιπα τα ξέρεις." Του είπε. "Ο Κλέαρχος με οδήγησε στο κρησφύγετο στο οποίο ζούσε μαζί με τον Μάγο, τον Δημόκριτο, και έμεινα μαζί τους. Με μεταμόρφωσε, κι έπειτα μαζί σκηνοθετήσαμε το θάνατο μου, έτσι ώστε όλοι να πιστέψουν πως αυτοκτόνησα. Ύστερα, πήγαμε στη Χώρα των Μάγων και κλέψαμε ένα κομμάτι από την Κόκκινη Πέτρα, ένα από τη Μαύρη και το Πετράδι Δημιουργίας Κόσμων, ο Δημόκριτος μας πρόδωσε και τον σκοτώσαμε. Όταν επιστρέψαμε στο κρησφύγετο μας στη Χώρα των Ξωτικών, ο Κλέαρχος έβαλε μέσα μου ένα μέρος του Μαύρου Πετραδιού και αφού απέκτησα τη Μαύρη Μαγεία και την Τηλεπάθεια, διάβασα στις σκέψεις του ότι σχεδίαζε να με χρησιμοποιήσει και στη συνέχεια να με σκοτώσει για να γίνει μόνος του κυρίαρχος όλου του Κόσμου, έτσι τον σκότωσα εγώ πρώτος και λίγο μετά ξεκίνησα να μαζεύω το στρατό μου. Οι πρώτοι Λοχαγοί πήραν αργότερα τη θέση των πειραματόζωων αντί για τα ποντίκια, και μερικά από τα πειράματα που έκανα τότε στο κρυφό μου εργαστήριο, τα εφάρμοσα σε αυτούς.»

Τα συναισθήματα του Ιάσονα ήταν ανάμεικτα. Δεν δικαιολογούσε σε καμία περίπτωση τον Άνθιμο, όμως τουλάχιστον τώρα μπόρεσε να καταλάβει γιατί έφτασε ως εδώ κι έγινε αυτός που έγινε. Ήταν ένα αξιολύπητο πλάσμα, που σε όλη του τη ζωή τον χλεύαζαν και τον υποτιμούσαν, έτσι λογικό ήταν να έχει αναπτύξει σύμπλεγμα ανωτερότητας. Σοκαρίστηκε με τον τρόπο που πέθανε το Δαιμόνιο του , που δεν έφταιξε σε τίποτα και ήταν ο μόνος που τον κρατούσε στα λογικά του, όσο αυτό ήταν δυνατόν δηλαδή.

"Βλέπω ότι ακόμα δεν με έχεις δικαιολογήσει." Του είπε ο Άνθιμος, διαβάζοντας τις σκέψεις του . «Σε κανέναν δεν έχω μιλήσει για το παρελθόν μου προτού μεταμορφωθώ. Ούτε στη μητέρα σου.  Είσαι ο πρώτος στον οποίο εμπιστεύθηκα τα πάντα, γιε μου.» Ο Ιάσονας σηκώθηκε και με τα χέρια στις τσέπες, περπάτησε μέχρι το μεγάλο παράθυρο και ατένισε μέχρι πέρα το ζοφερό τοπίο με τον κόκκινο ουρανό.

«Περίμενα κάποια δακρύβρεχτη ιστορία για το παρελθόν σου, που να δικαιολογούσε το μίσος σου και τα ψυχολογικά σου προβλήματα. Όμως τελικά, πάντοτε έτσι ήσουν.» είπε. «Ίσως να λυπήθηκα λίγο που έχασες τους γονείς σου με αυτόν τον τρόπο, και ο τρόπος που σου φερόταν ο Άρχοντας Αλβέρτος ήταν πράγματι απαίσιος, όμως πάντοτε θεωρούσες τους Θνητούς κατώτερους και έκανες σκέψεις κατάκτησης τους.»

Ο Άνθιμος σηκώθηκε και αυτός και στάθηκε πίσω του.

«Δεν σχεδίαζα να τους βλάψω εξαρχής. Αν ο Αλβέρτος και οι Ανώτεροι Άρχοντες κάθονταν να με ακούσουν, θα τους έλεγα να διαπραγματευόμασταν ειρηνικά πρώτα, και στο μεταξύ έχοντας κατακτήσει τη Μαγεία και συνδυάζοντας την με το Δάμασμα μας, θα ήμασταν ανίκητοι και οι Θνητοί δεν θα σκέφτονταν καν να μας αρνηθούν!»

«Τότε μάλλον έκανες λάθος.» είπε ο Ιάσονας και τον κοίταξε. «Γιατί ακόμα και τώρα που απέκτησες ολόκληρο στρατό αθανάτων, οι Άνθρωποι εξακολουθούν να αντιστέκονται. Δεν θα τους κερδίσουμε εύκολα...»

«Επειδή έχουν τα Ξωτικά και τους Μάγους με το μέρος τους, και τώρα ήρθαν να προστεθούν και οι προδότες Σκοτεινοί!» του είπε έντονα, έπειτα συνέχισε χαμογελώντας: «Ω, μη με παρεξηγείς... Δεν έχω κάτι προσωπικό ενάντια στους Ανθρώπους. Τα Ξωτικά μισώ, από εκείνα θέλω εκδίκηση. Τους Θνητούς τους θέλω για τροφή.» Η έκφραση του σοβάρεψε, προτού συνεχίσει:

«Ήμουν αδύναμος τότε. Ένα αξιολύπητο πλάσμα, όπως πολύ σωστά σκέφτηκες. Όμως δες σε τι εξελίχθηκα. Απέκτησα αυτοπεποίθηση, έγινα δυνατότερος και κανένας από τους υπηκόους μου δεν τολμά να με χλευάσει. Σκότωσα τον παλιό μου εαυτό και δημιούργησα έναν νέο.»

«Όπως σκότωσες και το δαιμόνιο σου;» του είπε και είδε αμέσως την έκφραση του να σκληραίνει. Κατάλαβε ότι χτύπησε ευαίσθητη χορδή, ότι αυτό ήταν κάτι για το οποίο δεν ήθελε να μιλάει και να θυμάται.

«Ήταν ατύχημα. Για όλα φταίει εκείνος ο άθλιος ο Αλβέρτος, που με κατάντησε ένα καταπιεσμένο άτομο με συγκρατημένη οργή, η οποία απλά έπεσε στο λάθος πλάσμα σε μια στιγμή παράνοιας εξαιτίας αυτού που μου έκανε. Ο Έλιος δεν είναι πολύ καλύτερος απ' τον πατέρα του, Ιάσονα... Όπως εσύ δεν είσαι λιγότερο τέρας από εμένα. Θυμήσου την πρώτη φορά που μεταμορφώθηκες... Ο οργή και η δίψα για αίμα σε οδήγησαν σχεδόν να σκοτώσεις την Ιφιγένεια, κι αν δεν σε σταματούσε ο Ωρίωνας θα το είχες κάνει. Εμένα δεν βρέθηκε κανένας να με σταματήσει.»

Έχει δίκιο σε αυτό... παραδέχτηκε ο Ιάσονας μέσα του. Είναι μάταιο να το αρνούμαι. Του μοιάζω περισσότερο από όσο πίστευα κι όσο ήθελα να παραδεχθώ.

Ο Άνθιμος μειδίασε με αυτές τις σκέψεις του.

«Χαίρομαι που το κατάλαβες επιτέλους. Και τώρα που έχουμε πλέον τον ίδιο σκοπό, τίποτα δεν θα μας κρατήσει. Είμαστε τόσο κοντά... Θέλω μόνο να ξέρω πως δεν θα δειλιάσεις, Ιάσονα. Πως δεν θα δείξεις αδυναμία, ακόμα και αν βρεθείς μπροστά στους παλιούς σου φίλους και σε εκείνη.» Ο Ιάσονας τον πλησίασε και απάντησε με σταθερό βλέμμα και φωνή:

«Δεν θα κάνω πίσω. Από τη στιγμή που σε ακολούθησα εδώ, ορκίστηκα στον εαυτό μου να προχωράω μόνο μπροστά, ότι και αν συμβεί.»

«Έτσι σε θέλω.» χαμογέλασε ο Άνθιμος.

{...}

«Είμαστε έτοιμοι.» είπε ο Άνθιμος λίγες μέρες μετά, όταν κάλεσε πάλι τους Τέσσερις Λοχαγούς για συμβούλιο. «Σε μία εβδομάδα από τώρα, θα κάνουμε την πρώτη μας επίθεση στην Ανφάνη, αμέσως μετά το φεστιβάλ.» Στο άκουσμα του ονόματος εκείνης της γαλήνιας παραλιακής πόλης, ο Ιάσονας θυμήθηκε το προηγούμενο φεστιβάλ ένα χρόνο πριν, το πρώτο τους φιλί με την Ιφιγένεια εκεί, και συνειδητοποιώντας ότι τώρα αυτή η πόλη θα πνιγόταν στο αίμα και θα συμμετείχε και ο ίδιος σε αυτό η καρδιά του χτύπησε δυνατά από την αγωνία. Οι άλλοι τρεις λοχαγοί και ο Άνθιμος στράφηκαν σ' αυτόν ακούγοντας τους χτύπους με τα υπερφυσικά αυτιά τους.

«Ελπίζω μόνο να μη σε κυριεύσουν τα συναισθήματα σου και τελικά κάνεις πίσω, Ιάσονα.» του είπε αυστηρά ο πατέρας του.

«Με συγχωρείς, Άρχοντα μου. Είπα πως δεν θα κάνω πίσω και θα το τηρήσω.» του απάντησε χαμηλώνοντας το κεφάλι. Ο Αντίνοος γρύλισε και είπε, κάνοντας γροθιά το χέρι του:

«Να δείτε που στο τέλος θα μας προδώσει αυτός...»

«Σιωπή, Δεύτερε!» του φώναξε ο Αρίσταρχος. «Ο Ιάσονας είναι πλέον μέλος του στρατού και της ομάδας μας που είναι σαν οικογένεια. Δεν θα μας προδώσει, στο εγγυώμαι.»

«Σε ευχαριστώ, Πρώτε.» είπε ο Άνθιμος. «Λοιπόν. Και τώρα συνεχίζω με τα σχέδια. Αύριο κιόλας, ο Ιάσονας και εγώ θα αναχωρήσουμε μαζί για να συγκεντρώσουμε το στρατό μας και να γνωρίσει και εκείνος όλη την επικράτεια της Νυχτερινής Διάστασης. Μαζί μας θα έρθει επίσης η Θέκλα, που επίσης είναι καινούργια Λοχαγός, συνεπώς εσύ, Αρίσταρχε θα είσαι επικεφαλής εδώ και μαζί με τον Αντίνοο θα είσαστε υπεύθυνοι για ό,τι συμβαίνει στο Μαύρο Κάστρο. Και μόλις έρθει η στιγμή, εμείς οι πέντε μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στρατού μας θα εισβάλλουμε στην Ανφάνη, σημαίνοντας έτσι τη μεγάλη επιστροφή μας. Και αυτή θα είναι μόνο η αρχή.» είπε και γέλασε σατανικά.

{...}

Λίγη ώρα μετά, το συμβούλιο είχε λήξει και ο Ιάσονας επέστρεφε στο δωμάτιο του με ανάμεικτες σκέψεις και συναισθήματα. Από τη μια σκεφτόταν να κάνει πίσω, να βρει ένα τρόπο να δραπετεύσει από τη Νυχτερινή Διάσταση και να γυρίσει πίσω στην οικογένεια του και στους φίλους του.

Αλλά που θα γυρνούσε; Σε έναν κόσμο που δεν τον ήθελε, που τον καταδίκασε και που δεν θα τον αποδεχόταν ποτέ; Ή στους φίλους που τον πρόδωσαν; Όχι, ο Άνθιμος είχε δίκιο. Αυτός ήταν ο πραγματικός εαυτός του, τώρα πια είχε αποδεχτεί το σκοτάδι του, η Νυχτερινή Διάσταση τον είχε βοηθήσει να το ελέγξει και η θέση του ήταν στο πλάι του Άρχοντα της ως διάδοχος. Δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να προσαρμοστεί στην προηγούμενη ζωή του, όχι μετά από όσα πέρασε και έκανε. Όχι, έπρεπε να συνεχίσει να βαδίζει στο δρόμο που επέλεξε. Το χρωστούσε σε όλους όσους αδικήθηκαν και κυρίως στον εαυτό του. Ήταν ο μόνος τρόπος για έναν καλύτερο Κόσμο, το ήξερε, το είχε δει στα οράματα του.

Ο Ντέριος άκουγε όλες αυτές τις σκέψεις του μα παρέμενε σιωπηλός, σαν να ήταν απλά ένα άψυχο σπαθί στη ζώνη του. Δεν πέταξε ούτε μία από τις αιχμηρές του ατάκες. Δεν είχε πλέον νόημα να προσπαθεί να τον πείσει για το αντίθετο, ότι δεν υπήρχε μόνο το σκότος μέσα του αλλά και το φως. Ότι δεν προερχόταν μόνο από τον Σκοτεινό Άρχοντα αλλά επίσης και από μια τρανή γενιά μάγων, από τον Άρχοντα Παύλο τον Λευκό που συμβόλιζε το ίδιο το Φως και από τον σπουδαίο Μάγο Γιλβέρτο, τον ιδρυτή της Χώρας των Μάγων, τον οποίο είχε την τιμή να γνωρίσει και ο ίδιος προσωπικά από την εποχή του Μεσαίωνα στην οποία έζησαν.

Ο Ιάσονας μπήκε στον προθάλαμο του δωματίου του, για να συνειδητοποιήσει ότι και μία άλλη παρουσία- πέραν του Ντέριου ο οποίος βρισκόταν συνέχεια μαζί του, βρισκόταν εκεί. Η Λίλιαν είχε θρονιαστεί στον κόκκινο, βελούδινο καναπέ του προθαλάμου, σταυροπόδι και με τα χέρια της απλωμένα στη ράχη του. Φορούσε ένα μαύρο, κολλητό δερμάτινο κολάν, έναν ασορτί κορσέ μέσα στο οποίο το πλούσιο στήθος της φαινόταν να ασφυκτιούσε και επίσης μαύρες μπότες με ψηλό τακούνι. Τα μαύρα μαλλιά της με τις αφέλειες έπεφταν ίσια στους ώμους και στο στήθος της δεξιά κι αριστερά ενώ τα κόκκινα μάτια της τον κοιτούσαν λάγνα.

«Τι θες εσύ εδώ;» τη ρώτησε αυστηρά και ψυχρά.

«Ήρθα να σου κάνω λίγη παρέα.» του απάντησε προκλητικά.

Ο νεαρός γιος του άρχοντα τους δεν είχε αφήσει τη Λίλιαν ανεπηρέαστη. Την είχε συγκινήσει το ενδιαφέρον του τότε στη δεξίωση της στέψης του, καθώς ήταν ο μόνος που τη ρώτησε για το παρελθόν της και την άκουσε, δίνοντας της τη σημασία που είχε στερηθεί τόσα χρόνια πλάι στον Λόρδο Άνθιμο. Ήταν ο μόνος άνδρας από εκεί μέσα ο οποίος δεν την είχε κοιτάξει σαν ένα κομμάτι κρέας, σαν το μοναδικό μέσον για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, όπως έκαναν οι περισσότεροι άνδρες Λοχαγοί, στρατιώτες και φρουροί. Εκείνος όμως με τον οποίο είχε πλαγιάσει τις περισσότερες φορές, τόσες που είχε χάσει το μέτρημα, ήταν ο μεγάλος της έρωτας, ο Λόρδος Άνθιμος, και η Λίλιαν είχε μπερδέψει αυτό το ενδιαφέρον με έρωτα και από τη δική του την πλευρά, τόσο που είχε πιστέψει ότι την αγαπούσε και εκείνος όσο κι αυτή, και ξεγελάστηκε πιστεύοντας πως θα την έκανε γυναίκα του.

Τώρα καταλάβαινε πόσο ανόητη ήταν που υπέφερε τόσα χρόνια για τον έρωτα του... Θυμόταν ακόμα την απόρριψη του, τότε που για πρώτη φορά αρνήθηκε το κορμί της, την έδιωξε κακήν κακώς απ' το κρεβάτι του και της μπήκαν οι πρώτες υποψίες ότι ποθούσε άλλη. Και δεν έπεσε καθόλου έξω, αφού λίγο καιρό μετά ο Άρχοντας εξαφανίστηκε για άγνωστο λόγο και αιτία, κι εκείνη έμεινε μόνη και απελπισμένη να αναμένει την επιστροφή του. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη όταν επέστρεψε, αρκετό καιρό μετά, και την κάλεσε στο δωμάτιο του. Αφού έκαναν έρωτα και για λίγο ένιωσε ευτυχισμένη ξανά, της είπε τα πάντα, ότι είχε ερωτευθεί μια μάγισσα και για λίγο παραστράτησε από το σκοπό του και θέλησε να ζήσει μαζί της. Έκαναν μάλιστα και παιδί, όμως όταν εκείνη έμαθε ποιος ήταν πραγματικά ο Άνθιμος και ποιος ο σκοπός του, πήρε το μωρό τους και εξαφανίστηκε. Η Λίλιαν τότε ζήλεψε και συγχρόνως μίσησε θανάσιμα εκείνη τη γυναίκα που πλήγωσε έτσι τον Άρχοντα της.

«Μην ανησυχείς, Άρχοντα μου... Εγώ είμαι εδώ για να γιατρεύσω την πληγωμένη σου καρδιά. Σε αντίθεση με εκείνη, δεν θα φύγω ποτέ από δίπλα σου, το ορκίζομαι.» του είχε πει με πάθος στο βλέμμα.

«Αυτό που θέλω από εσένα, είναι να μη μαθευτούν όλα αυτά πουθενά παραέξω. Ειδικά για τον γιο μου. Μονάχα εσύ και οι τρεις πρώτοι Λοχαγοί γνωρίζουν. Κανένας άλλος δεν πρέπει να μάθει, τουλάχιστον μέχρι να βρω τον γιο μου και να τον φέρω στη Σκοτεινή Διάσταση. Αλλά ξέρω πως δεν θα μιλήσεις, γιατί γνωρίζεις πως αν το κάνεις θα το διαβάσω στις σκέψεις σου, ε, γλυκιά μου...;» της είπε μειλίχια και εκείνη συμφώνησε.

«Μπορείς να με εμπιστευθείς, Άρχοντα μου. Δεν θα σε πρόδιδα ποτέ έτσι.» του υποσχέθηκε.

Το μόνο που την ένοιαζε ήταν που έγινε ξανά δική του. Ζήλευε βέβαια που άγγιζε και άλλες πόρνες, ακόμα και την αδελφή της, όμως έκανε υπομονή, γιατί μέσα της ήλπιζε πως όταν την έκανε γυναίκα του θα σταματούσε να πλαγιάζει με άλλες και θα έκανε έρωτα μόνο σε εκείνη, γιατί μόνο εκείνη τον αγαπούσε πραγματικά και κάποια μέρα θα το εκτιμούσε αυτό και θα καταλάβαινε ότι κι εκείνος την αγαπούσε.

Λίγα χρόνια μετά, ήρθε εκείνο το Ξωτικό με το δήθεν αθώο βλέμμα, η Ιφιγένεια, και για ακόμα μια φορά η Λίλιαν ένιωσε να απειλείται. Ποια ήταν αυτή που εμφανίστηκε από το πουθενά και γιατί όλοι, συμπεριλαμβανομένου και του Άρχοντα της, έδειχναν τόσο ενδιαφέρον για εκείνη; Φοβήθηκε πως θα έκλεβε την καρδιά του αγαπημένου της, όπως είχε γίνει με εκείνη τη μάγισσα, και τυφλωμένη από ζήλεια και οργή της επιτέθηκε και τη χτύπησε άσχημα, τόσο που σχεδόν τη λυπήθηκε, και ήταν τυχερή που ο Λόρδος Ωρίωνας δεν την τιμώρησε τότε, ενώ ήταν έτοιμος να το κάνει. Γιατί άραγε; Από οίκτο, ή μήπως η Ιφιγένεια του το ζήτησε και εκείνος της έκανε τη χάρη επειδή είχαν έρθει πιο κοντά οι δυο τους; Μέχρι και αυτόν είχε καταφέρει εκείνη η μικρή; Ποτέ της δεν έμαθε. 

Ήταν τότε που ο Άνθιμος είχε πάει μαζί με μερικούς Λοχαγούς να συγκεντρώσουν τα στρατεύματα τους για τον επερχόμενο πόλεμο. Όταν επέστρεψε, παρόλο που έμαθε τι συνέβη δεν της έδωσε σημασία. Ούτε διέταξε να τιμωρηθεί, ούτε την κάλεσε στο κρεβάτι του για μία ακόμα βραδιά πάθους πριν τον πόλεμο και δεν ήξερε τι από τα δύο ήταν το χειρότερο. Πάντως σίγουρα, η αδιαφορία του την πονούσε περισσότερο από μία πιθανή τιμωρία. Όταν έχασαν τον πόλεμο και αποσύρθηκαν όλοι στη Δεύτερη Σκοτεινή, πλέον Νυχτερινή Διάσταση, εξακολουθούσε να μην της δίνει σημασία και είχε πολύ καιρό να την αγγίξει. Τελικά η Λίλιαν έφτασε στο συμπέρασμα ότι αυτός ήταν ο τρόπος του να την τιμωρήσει για αυτό που είχε κάνει. Ώσπου μια μέρα, την κάλεσε ξανά, και για μία ακόμα φορά εκείνη του παραδόθηκε για να κάνει ό,τι ήθελε στο κορμί της. Εκείνος εισέβαλλε άγρια, σαν να ήθελε πράγματι να την τιμωρήσει, όμως εκείνη το απολάμβανε στο έπακρο όπως πάντα. Όταν τελείωσαν, την κράτησε στην αγκαλιά του και για λίγο έμοιαζαν όλα μαγικά, όπως παλιά.

«Ελπίζω να πήρες το μάθημα σου και από εδώ και στο εξής να μην κάνεις πράγματα που με εξοργίζουν, μικρή μου Λίλιαν, όπως για παράδειγμα να επιτίθεσαι χωρίς λόγο στους φιλοξενούμενους μας... Τι σου έφταιξε η Ιφιγένεια;» της είχε πει.

Εκείνη απέστρεψε τότε ντροπαλά το βλέμμα κι αν δεν ήταν ξωτικόλακας, θα κοκκίνιζε σίγουρα.

«Ζήλεψα, Άρχοντα μου... Νόμιζα πως θα έπαιρνε τη θέση μου δίπλα σας.»

«Καμία δεν θα πάρει τη θέση σου, Λίλιαν. Είσαι η αγαπημένη μου πόρνη. Δεν θέλω να ζηλεύεις.» της είπε ο Άνθιμος. Η Λίλιαν ήταν χαρούμενη που την άγγιζε ξανά, όμως θα προτιμούσε να μην υπήρχε η λέξη πόρνη δίπλα στο αγαπημένη.

Ήξερε ότι ο Λόρδος Άνθιμος διάβαζε εκείνες τις σκέψεις της και ότι θα καταλάβαινε κάποια στιγμή. Ωστόσο, εκείνος συνέχισε να μη δίνει σημασία σε αυτές και να παίζει με τα συναισθήματα της για να την έχει του χεριού του. Πόσο θα ήθελε να ζηλεύει και εκείνος που πήγαινε με άλλους άντρες... Όμως αυτός δεν δίστασε μέχρι και να την προσφέρει στον ίδιο του τον γιο τη νύχτα της στέψης του. Όμως ο νεαρός Άρχοντας δεν το ήθελε αυτό. Δεν την ήθελε για μία νύχτα στο κρεβάτι του, αντιθέτως ενδιαφέρθηκε να τη γνωρίσει καλύτερα και ίσως και να τη συμπόνησε όταν του διηγήθηκε την ιστορία της, και αυτό την έκανε να τον εκτιμήσει και, εν τέλει, να αναπτύξει τρυφερά αισθήματα για αυτόν.

Ναι, ο Λόρδος Ιάσονας δεν ήταν ένα ψυχρό, εγωιστικό, σαδιστικό τέρας όπως ο πατέρας του τον οποίο είχε την ατυχία να ερωτευθεί και να ελπίζει μάταια να ανταποκριθεί στα αισθήματα της. Είχε συναισθήματα, δεν ήταν ολόκληρος σκοτάδι, υπήρχε και φως μέσα του παρόλο που είχε ακολουθήσει τον πατέρα του εδώ. Το δέρμα του που εξέπεμπε ζεστασιά, η καρδιά του που χτυπούσε, το άρωμα του, όλα αυτά την τρέλαιναν και δεν μπορούσε να τον βγάλει απ' το μυαλό της. Ήξερε βέβαια πως αυτή η καρδιά ανήκε σε άλλη, σε εκείνο το ανόητο νεαρό Ξωτικό, την Ιφιγένεια. Είχε μάθει επίσης για τον τρόπο που εκείνη τον πρόδωσε, πλαγιάζοντας με τον καλύτερο του φίλο. Τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν μέσα στο Μαύρο Κάστρο, και όλοι μάθαιναν νέα ακόμα και από τον έξω Κόσμο. Ίσως τελικά, με τον Ιάσονα να είχε περισσότερες ελπίδες. Ίσως να μπορούσαν να γιατρεύσουν ο ένας τον άλλον, αν την άφηνε να κάνει μια προσπάθεια.

«Σήκω και φύγε, Λίλιαν. Δεν έχω όρεξη για παρέα. Θέλω να μείνω μόνος.» της είπε πάλι αυστηρά εκείνος, όμως η Ξωτικόλακας δεν κουνήθηκε απ' τη θέση της.

«Έλα τώρα... Δεν δαγκώνω. Εκτός κι αν το θέλεις...» του είπε επιστρατεύοντας όλη τη θηλυκή της γοητεία.

Η Λίλιαν δεν περνούσε τελείως αδιάφορη στον Ιάσονα. Ήταν πολύ καιρό μόνος, δεν είχε νιώσει ποτέ το γυναικείο άγγιγμα και τον τελευταίο καιρό είχε δει πώς τον κοιτούσε αν τύχαινε και περνούσε από δίπλα. Μα εκείνη με τον Άνθιμο δεν είχε κόλλημα; Μήπως τελικά, είχε αρχίσει να τον ξεπερνάει και να ερωτεύεται τον ίδιο; Ή μήπως αποζητούσε μια νύχτα μαζί του, επειδή της είχε μείνει απωθημένο που της αρνήθηκε τότε στη δεξίωση της στέψης του;

«Συγκεντρώσου, Ιάσονα! Μη σε ξελογιάσει αυτή, θα μπλέξεις!» του φώναξε ο Ντέριος.

Μην ανακατεύεσαι εσύ! Του απάντησε μέσω της σκέψης. Πλησίασε και κάθισε δίπλα της στον καναπέ, αν και σε κάποια ασφαλή απόσταση.

«Λοιπόν...» Είπε η Λίλιαν γλύφοντας προκλητικά τα κόκκινα χείλη της και αλλάζοντας στάση στο σταυροπόδι της πλησιάζοντας τον. «Έμαθα ότι θα επιτεθείτε στην Ανφάνη σύντομα.»

«Ναι. Αύριο θα φύγουμε με τον Άνθιμο. Θα πάμε να συγκεντρώσουμε το στρατό μας από όλες τις επικράτειες.»

«Κρίμα.» είπε εκείνη, πλησιάζοντας κι άλλο και προτάσσοντας το στήθος της επίτηδες προς το μέρος του. "Θα μου λείψετε. Για την ακρίβεια, εσύ θα μου λείψεις περισσότερο."

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» της είπε ο Ιάσονας σε μια ακόμη προσπάθεια να αντισταθεί.

Από τη μια η λογική, του φώναζε ότι έπρεπε να μείνει μακριά της, από την άλλη οι ορμές του είχαν αντίθετη άποψη. Η Λίλιαν ήταν μία πόρνη με μοναδικό σκοπό να ικανοποιεί τους άνδρες εκεί μέσα, σωστά; Δεν θα έβλαπτε κανέναν αν περνούσε μία νύχτα μαζί της και ο Άνθιμος δεν θα είχε πρόβλημα, αφού ο ίδιος του την είχε προσφέρει πρώτος.

«Με συγχωρείς.» είπε εκείνη και απομακρύνθηκε μια ίντσα. «Όμως τώρα τελευταία, νιώθω... μοναξιά. Ο Λόρδος Άνθιμος δεν μου δίνει καθόλου σημασία.» είπε με παράπονο στο βλέμμα.

«Και είπες να ριχτείς στον γιο του, που είναι πιο εύκολο θύμα ως πιο νέος και πληγωμένος, σωστά;»

«Δεν είναι μόνο αυτό. Γενικά, έχω αρχίσει να μη νιώθω για τον Λόρδο Άνθιμο όπως παλιά, ειδικά από τότε που γνώρισα εσένα. Είναι τόσο κρύος, και κατάλαβα ότι το μόνο άτομο το οποίο αγαπάει πραγματικά είναι ο εαυτός του.»

«Άργησες αλλά το κατάλαβες.» σχολίασε μόνο ο Ιάσονας, που προσπαθούσε να αποφύγει τα μάτια του να κυλήσουν ξανά στο στήθος και τα πόδια της.

Η Λίλιαν κόλλησε ξαφνικά πάνω του και έσυρε το χέρι της στο στήθος της. Ο Ιάσονας ξεροκατάπιε.

«Εσύ όμως... Είσαι τόσο... ζεστός... Και έχεις πραγματικά συναισθήματα, νοιάζεσαι για τους άλλους... Ακόμα και μια φθηνή πόρνη σαν εμένα δεν θέλησες να με εκμεταλλευτείς... Όλα αυτά με κέρδισαν σε εσένα.»

Τι κάνω; Γιατί δεν τη σταματάω; Αναρωτήθηκε από μέσα του.

«Το ξέρεις πως θα γίνει χαμός αν το μάθει ο πατέρας μου αυτό, έτσι;» έκανε μια τελευταία προσπάθεια να αντισταθεί. Όμως εκείνη συνέχισε το χάδι στο σκληρό στήθος του, μέσα από το πουκάμισο αυτή τη φορά, ενώ το δικό της στήθος τριβόταν πάνω του.

«Ω, έλα τώρα... Σίγουρα δεν θα τον πειράξει. Αφού ξέρεις για ποιο λόγο με έχει. Αυτή είναι η δουλειά μου. Και θέλω τόσο να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό... Κάτι νέο...» Έγειρε στο αυτί του και ψιθύρισε: «Σε θέλω τόσο πολύ...»

Και τότε, ο Ιάσονας έστρεψε το πρόσωπο του προς το μέρος της, ανήμπορος πια να αντισταθεί. Το σώμα του δεν τον υπάκουε πια και η Λίλιαν βρήκε την ευκαιρία και όρμησε στα χείλη του.

********************************************************************************************

Το ξέρω ότι το κόβω σε αγωνία και ότι πιθανόν θα θέλετε να με βρίσετε, όπως και τον Ιάσονα. Τι λέτε; Θα συνεχίσει αυτό με τη Λίλιαν ή θα το μετανιώσει και θα καταφέρει να το σταματήσει τελικά; Είναι η αγάπη του για την Ιφιγένεια τόσο δυνατή που να έχει κρατήσει ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες ή δεν σκέφτεται καθαρά εξαιτίας και της προδοσίας της; 

Θα το δείτε στο επόμενο όπως και πολλά ακόμα...!

😘🧝‍♀️🧝‍♂️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top