Κεφάλαιο 46: Σκοτεινή Συμμαχία

Έλφια, Χώρα των Ξωτικών, 150 χρόνια πριν

Όσο επικίνδυνη και αν φάνταζε η ιδέα του και όσο κι αν προσπαθούσε μάταια ο Λουδοβίκος να τον πείσει, ο Άνθιμος αποφάσισε να την εφαρμόσει. Θα δημιουργούσε ένα μαγικό εργαστήριο στο άδειο υπόγειο, στην αίθουσα ανάμεσα στα αχρησιμοποίητα κελιά, στο οποίο θα έκανε διάφορα μαγικά και επιστημονικά πειράματα. Μπορεί να μην ήταν μάγος, όμως είχε μελετήσει αρκετά την Αλχημεία, έτσι με τα κατάλληλα φυτά και βότανα που θα μάζευε θα μπορούσε να φτιάξει φίλτρα τα οποία θα έδιναν σ' όποιον τα έπινε ειδικές ιδιότητες. Θα μπορούσε ακόμα και να δημιουργήσει κάποιο είδος τεχνητής μαγείας... Θα έκανε ακόμη και ιατρικά πειράματα. Έτσι στον ελεύθερο χρόνο του, όσο του επέτρεπαν τα καθήκοντα του ως σύμβουλος φυσικά και με τη βοήθεια του Λουδοβίκου ο οποίος, ως Δαιμόνιο του, έπρεπε να υπακούσει και ας μη συμφωνούσε, ξεκίνησε να φτιάχνει σιγά- σιγά το εργαστήριο. Έφτιαξε αρκετές κατασκευές που πήγαιναν πολύ μπροστά για την εποχή και κατάφερε να συγκεντρώσει φιαλίδια και άλλα δοχεία για τα φίλτρα. Μέχρι και μικροσκόπια βρήκε και τα έφερε κρυφά στο εργαστήριο. Τα πρώτα πειράματα σε ποντίκια του υπογείου ξεκίνησαν και είχαν ενδιαφέροντα αποτελέσματα, βέβαια υπήρχαν και εκείνα τα κακόμοιρα που δεν τα κατάφεραν... Αναρωτιόταν κατά πόσο θα είχαν αποτέλεσμα εκείνα τα πειράματα σε Ξωτικά και άλλα πλάσματα, όμως δεν είχε σκοπό να βλάψει κανέναν. Ήταν απλά ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη βαρετή του καθημερινότητα, και ίσως στο μέλλον να κατάφερνε κάτι μεγάλο το οποίο να αποκάλυπτε στον Κόσμο και τότε θα κέρδιζε δόξα και κανένας δεν θα τον υποτιμούσε πια.

Πενήντα χρόνια πέρασαν έτσι. Τα πειράματα και οι έρευνες του Άνθιμου είχαν φτάσει σε άλλο επίπεδο, το ίδιο και οι γνώσεις του για τη Μαγεία, την Αλχημεία αλλά και την ιατρική επιστήμη. Ωστόσο ακόμα δίσταζε να μοιραστεί τα αποτελέσματα των ερευνών του με τους άλλους. Σίγουρα δεν θα τον καταλάβαιναν με τα μικρά μυαλά τους.

Παράλληλα συνέχιζε να μελετάει όλες τις επιστήμες και να παρακολουθεί με ενδιαφέρον την εξέλιξη τους, ενώ αναρωτιόταν για τις πιο τρελές θεωρίες. Ο Αλβέρτος εξακολουθούσε να τον περιγελάει κάθε φορά που του εξέφραζε μία άποψη η οποία ήταν κατά τη γνώμη του ακραία. Μια φορά αναρωτήθηκε:

"Άρχοντα μου... Γιατί να μην μπορούν όλα τα Ξωτικά να παντρεύονται όποιον ή όποια θέλουν και να κάνουν όσα παιδιά θέλουν;" Ο Αλβέρτος γύρισε και τον κοίταξε λες και αυτό που του είπε ήταν το πιο ηλίθιο πράγμα που είχε ακούσει. Βρίσκονταν και μερικοί αξιωματικοί μαζί του καθώς προετοιμάζονταν για το ετήσιο συμβούλιο.

"Πώς σου ήρθε τώρα αυτή η ιδέα, Σύμβουλε Άνθιμε; Ξέρεις πολύ καλά το λόγο, διότι αν γινόταν αυτό θα κινδυνεύαμε με υπερπληθυσμό και το νησί μας δεν θα μας χωρούσε."

"Και γιατί να ζούμε περιορισμένοι σε ένα μονάχα νησί; Θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε κάποιες από τις Χώρες των Ανθρώπων, που τα θέλουν όλα δικά τους παρόλο που είναι κατώτεροι μας. Με τη δύναμη που έχουμε, θα μπορούσαμε ίσως να..." Ένα τρανταχτό γέλιο του Αλβέρτου, σαν να είχε ακούσει κάποιο πολύ αστείο ανέκδοτο, έκοψε την πρόταση του στη μέση. Οι αξιωματικοί παρασύρθηκαν και γέλασαν και εκείνοι. Ο Άνθιμος ένιωσε τεράστια ντροπή και ταπείνωση. Όταν τα γέλια κόπασαν, ο Αλβέρτος του είπε:

"Μη διαβάζεις τόσο πολύ, καλέ μου Άνθιμε. Σου κάνει κακό. Τώρα πήγαινε να κανονίσεις τις τελευταίες λεπτομέρειες για το συμβούλιο γιατί ήδη έχουμε αργήσει." Ο Άνθιμος απομακρύνθηκε σφίγγοντας τις γροθιές του, με τη ντροπή να μετατρέπεται σε οργή.

Τους ανόητους... Θα μου το πληρώσουν που με ταπεινώνουν έτσι. Μια μέρα θα πάρω εκδίκηση!

"Μην τους προκαλείς, Αφέντη μου. Δεν ξέρεις που μπορεί να φτάσουν." του είπε για εκατομμυριοστή φορά ο Λουδοβίκος μέσω της σκέψης. Πάψε! τον σώπασε εκείνος.

Ο Αλβέρτος τον κοίταξε καθώς απομακρυνόταν, την ίδια στιγμή που κάποιος αξιωματικός του είπε:

"Πρέπει να τον παρακολουθούμε, Άρχοντα μου. Οι απόψεις του έχουν αρχίσει να γίνονται πολύ επικίνδυνες."

"Έχεις δίκιο. Θα αρχίσω να τον παρακολουθώ στενά." συμφώνησε ο Άρχοντας των Ξωτικών μαζί του.

Πέρασαν μερικές μέρες από τότε και ο Άνθιμος ξεσπούσε όλη του την οργή στα πειράματα, τις έρευνες του και στον Λουδοβίκο στον οποίο φώναζε συνέχεια με το παραμικρό. Το Δαιμόνιο πληγωνόταν, όχι επειδή του μιλούσε έτσι αλλά επειδή έβλεπε τον αφέντη του μέρα με τη μέρα να χάνει τον εαυτό του.

Μια μέρα, ακούστηκαν κάποιες μαρτυρίες ότι ένας βρικόλακας κυκλοφορούσε στη Χώρα των Ξωτικών και κάποια ξωτικά βρέθηκαν νεκρά με δυο τρύπες στο λαιμό τους, σαν να τους είχε δαγκώσει κάποιος για να τους πιει το αίμα. Όσο και αν προσπάθησε να το κρύψει αυτό ο Αλβέρτος, όπως ήταν φυσικό έφτασε στα αυτιά του Άνθιμου ο οποίος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είχε διαβάσει για τους βρικόλακες, ήξερε πως ήταν υπερφυσικά πλάσματα τα οποία όμως ζούσαν κρυμμένα και η ύπαρξη τους δεν είχε αναγνωριστεί επισήμως από κανέναν λαό. Μπορεί να μην είχαν μαγικές δυνάμεις και να μην δάμαζαν τα στοιχεία της φύσης, είχαν όμως τεράστια σωματική δύναμη, αντοχή, υπερταχύτητα, αθανασία και απίστευτη σκοτεινή ομορφιά που αιχμαλώτιζε, έτσι παρέσερναν το θύμα τους και τους έπιναν το αίμα. Η συνεχής τους δίψα για αίμα όμως, καθώς επίσης και η ευαισθησία τους στο ηλιακό φως, το οποίο τους έκαιγε και τους σκότωνε αν έμεναν αρκετή ώρα στον ήλιο, ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν για όλες εκείνες τις δυνάμεις. Ήξερε επίσης πώς δημιουργούνταν οι βρικόλακες: είτε γεννιούνταν κανονικά από γονείς βρικόλακες, είτε ένας θνητός μπορούσε να μεταμορφωθεί αν ένας βρικόλακας τον δάγκωνε και του μετέφερε το δηλητήριο του η αν επιβίωνε από επίθεση για πόση αίματος.

"Αναρωτιόμουν, Λουδοβίκε... Αν οι θνητοί αποκτούν τέτοιες ικανότητες όταν μεταμορφώνονται σε βρικόλακες, τι θα γινόταν άραγε αν ένα ξωτικό μεταμορφωνόταν; Πόση παραπάνω δύναμη θα είχε αν συνδυαζόταν το Δάμασμα με τις υπερφυσικές ικανότητες του βρικόλακα;" είπε μια μέρα σοκάροντας το δαιμόνιο του.

"Δεν θα είσαι με τα καλά σου, Αφέντη! Τώρα άρχισες να κυνηγάς θρύλους;"

"Μα γιατί; Δεν θα είχε ενδιαφέρον αν έβρισκα αυτόν τον βρικόλακα και τον έπειθα να με μεταμορφώσει;"

"Θα σε σκότωνε προτού καταφέρεις να του μιλήσεις! Σε παρακαλώ, έλα στα συγκαλά σου!" προσπάθησε να τον συνετίσει ο Λουδοβίκος ως συνήθως. Όμως η ιδέα του είχε καρφωθεί στο μυαλό του Άνθιμου, τη σκεφτόταν μέρα- νύχτα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.

Ώσπου μια μέρα, συνέβη το γεγονός εκείνο το οποίο άλλαξε μια για πάντα τη ζωή και το χαρακτήρα του Άνθιμου, σαν να πέθανε ο παλιός Άνθιμος και να γεννήθηκε ένας νέος, αν και αυτό δεν συνέβη με τον καλύτερο τρόπο... Ως συνήθως κατέβηκε στο υπόγειο εργαστήριο του μαζί με τον Λουδοβίκο, ο οποίος βεβαιωνόταν πως δεν τους ακολούθησε κανένας. Βρήκαν την πόρτα ανοιχτή όμως και θορυβήθηκαν. Ο Άνθιμος ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός και την κλείδωνε πάντα. Έτρεξε σχεδόν μέχρι την αίθουσα όπου έκανε τα πειράματα και κοντοστάθηκε σοκαρισμένος όταν είδε τον ίδιο τον Άρχοντα Αλβέρτο και τη φρουρά του να στέκονται ανάμεσα στους πάγκους με τα μικροσκόπια και τα φιαλίδια με τα φίλτρα και τα φάρμακα. Μέσα του άρχισε να τρέμει και δεν έβρισκε τι να πει.

«Τι είναι όλα αυτά, Σύμβουλε Άνθιμε;»

«Άρχοντα μου... Μα πως...;» ψέλλισε σαν χαμένος.

«Έπρεπε να το περιμένω ότι κάτι σκάρωνες πίσω από την πλάτη μου. Όλα εκείνα τα τρελά πράγματα που μου έλεγες κατά καιρούς, για τη μαγεία των Μάγων και πως μπορούμε κι εμείς να την αξιοποιήσουμε για να γίνουμε πιο δυνατοί... Όμως δεν περίμενα να έχεις στήσει ολόκληρο μαγικό εργαστήριο κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μου. Νιώθω εντυπωσιασμένος μα απογοητευμένος συγχρόνως. Και όλα αυτά τα κακόμοιρα ποντίκια... Υποτίθεται πως εμείς τα Ξωτικά πρέπει να σεβόμαστε ανεξαιρέτως όλα τα πλάσματα της φύσης.» Του μιλούσε ήρεμα μεν, αλλά ήξερε ότι σύντομα θα ξεσπούσε καταιγίδα.

«Θυσιάστηκαν για το καλό της επιστήμης...» δικαιολογήθηκε.

«Επιστήμη; Επιστήμη;! Από πού και ως που να ασχοληθείς εσύ με την επιστήμη;! Είσαι ένας απλός σύμβουλος και έτσι έπρεπε να παραμείνεις!» του φώναξε ο Άρχοντας.

Ο Άνθιμος έκανε μια μάταιη προσπάθεια να του αλλάξει γνώμη:

«Άρχοντα μου, σας παρακαλώ προσπαθήστε να με καταλάβετε... Ότι έκανα, το έκανα για το καλό του είδους μας. Αν δείτε τα αποτελέσματα των ερευνών και των πειραμάτων μου θα εκπλαγείτε!»

«Μα έχω εκπλαγεί ήδη, δυσάρεστα όμως! Όλο αυτό που έστησες εδώ είναι απλά... Επικίνδυνο και απαγορευμένο!»

«Αφήστε με να σας εξηγήσω... Μπορούμε να δημιουργήσουμε Μαγική Ενέργεια και να γίνουμε πολύ πιο δυνατοί και από τους Μάγους ακόμα! Θα μπορούσαμε ακόμα και να αξιοποιήσουμε την ιατρική των Ανθρώπων στο έπακρο και να την ξεπεράσουμε! Και τότε ολόκληρος ο Κόσμος θα μας ανήκε! Νομίζετε πως είμαστε πραγματικά ελεύθεροι με τους Ανώτερους Άρχοντες να μας κυβερνούν;!»

«Σιωπή! Πώς τολμάς να προσβάλλεις έτσι τους Ανώτερους Άρχοντες μας, τους εκπροσώπους των ίδιων των Θεών;!» του φώναξε ο Αλβέρτος πλησιάζοντας τον. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάρεις ένα γερό μάθημα, Άνθιμε, γιατί μου φαίνεται έχεις ξεχάσει ποια είναι η θέση σου.» του είπε σιγανά μα απειλητικά.

Έπειτα στράφηκε στους έξι φρουρούς του:

«Διαλύστε τα πάντα.»

«Όχι!» φώναξε ο Άνθιμος, όμως ένιωσε αμέσως κληματσίδες να τυλίγονται γύρω του σφιχτά, από δύο φρουρούς Ξωτικά της Γης, αναγκάζοντας τον να καθίσει στα γόνατα κι έπειτα οι υπόλοιποι έβγαλαν σφυριά και άρχισαν να διαλύουν τα πάντα. «Όχι, σας παρακαλώ, σταματήστε! Τα πειράματα μου! ΟΧΙΙΙ!» ούρλιαζε κλαίγοντας καθώς έβλεπε τους κόπους χρόνων του να γκρεμίζονται μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Ο Λουδοβίκος έμεινε απλός παρατηρητής όλων αυτών, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εναντίον τους. Ράγιζε η καρδιά του βλέποντας τον κύριο του να υποφέρει έτσι. Έσπασαν τα πάντα, τους πάγκους, τις συσκευές, φιαλίδια με υγρά και φίλτρα χύθηκαν στο πάτωμα ενώ ο ένας εκ των φρουρών που ήταν Ξωτικό της Φωτιάς έβαλε φωτιά και τα έκαψε. Και στη μέση όλων αυτών στεκόταν ο Αλβέρτος κοιτάζοντας τον και χαμογελώντας με σατανική ευχαρίστηση. Όταν τελείωσαν, ένας φρουρός Ξωτικό του Νερού έσβησε τη φωτιά και το μόνο που έμεινε πίσω ήταν στάχτες και συντρίμμια αντί για ένα εντυπωσιακό εργαστήριο.

«Να μη μαθευτεί πουθενά παραέξω όλο αυτό.» είπε στους φρουρούς του ο Άρχοντας.

Ο Άνθιμος έκλαιγε ακόμα με λυγμούς όταν τον έλυσαν και τον άφησαν γονατιστό στο πάτωμα. Άρχισαν να φεύγουν όλοι από την αίθουσα με τελευταίο τον Άρχοντα Αλβέρτο, ο οποίος προτού φύγει έγειρε προς το μέρος του Άνθιμου και του είπε:

«Θα μπορούσα να φροντίσω για την εκτέλεση σου αύριο κιόλας, αλλά δεν θα το κάνω. Θα σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία, μήπως και καταλάβεις ποια είναι η θέση σου και ότι δεν έπρεπε να ασχοληθείς εξαρχής με την επιστήμη ή με τη μαγεία. Είσαι ένα σκουπίδι, ο σύμβουλος μου, καταδικασμένος πάντα να με υπηρετείς και να ασχολείσαι μόνο με θέματα που αφορούν τη σωστή διακυβέρνηση του βασιλείου μας, την τάξη και την ασφάλεια και τα συμβούλια. Αν αντιληφθώ ότι ασχολήθηκες με όλα αυτά ξανά, ή ότι μίλησες σε κάποιον πέρα απ' το δαιμόνιο σου για το σημερινό, αυτή τη φορά δεν θα σε λυπηθώ και θα σε στείλω στην κρεμάλα. Έγινα κατανοητός;» Ο Άνθιμος ένευσε χωρίς να μιλήσει ρουφώντας τη μύτη του. «Δεν σε άκουσα.»

«Μ- μάλιστα, Άρχοντα μου.» ψέλλισε.

«Έτσι μπράβο. Θα σου αφήσω μία ώρα για να συνέλθεις και μετά σε θέλω στην Αίθουσα του Θρόνου στο πλευρό μου, αξιοπρεπή και υπάκουο όπως πρέπει να είναι κάθε σωστός σύμβουλος.» Και έφυγε, αφήνοντας τον μόνο με το Δαιμόνιο του και τα γκρεμισμένα όνειρα του για έναν καλύτερο Κόσμο, όπου τα Ξωτικά θα κυριαρχούσαν, απαλλαγμένα από το τυραννικό καθεστώς τους, με πρόσβαση στη γνώση, θα παντρεύονταν τα άτομα που πραγματικά αγαπούσαν και θα αναπαράγονταν ελεύθερα ενώ η φύση δεν θα κινδύνευε να καταρρεύσει εξαιτίας των Ανθρώπων, του κατώτερου είδους που δυστυχώς είχε την κυριαρχία αυτού του πλανήτη.

Κανένας όμως δεν εκτίμησε όσα είχε εκείνος να προσφέρει. Εκείνος ο απαίσιος Άρχοντας Αλβέρτος του τα διέλυσε όλα, μαζί με τις ελπίδες, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του, ξεφτιλίζοντας τον λες και ήταν κατώτερος και από σκουλήκι ακόμα. Και αυτόν τον άρχοντα θα ήταν τώρα αναγκασμένος να τον ακολουθεί, να τον υπηρετεί και να φιλάει τα βασιλικά του πόδια, για όλο το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Λουδοβίκος πονούσε που τον έβλεπε έτσι και άκουγε αυτές τις σκέψεις του. Πλησίασε και άγγιξε διστακτικά το χέρι του με το τριχωτό δικό του.

«Αφέντη μου...;» του είπε στοργικά.

«Θα μου το πληρώσουν...» γρύλισε εκείνος και το δαιμόνιο είδε κάτι στα καστανά του μάτια, ένα σκοτάδι το οποίο δεν είχε ξαναδεί. Και τότε ο Άνθιμος ξέσπασε, όλη η ντροπή που ένιωθε, η απογοήτευση και η θλίψη μετατράπηκαν σε μια ανεξέλεγκτη οργή, σηκώθηκε και άρχισε να χτυπάει, να κλοτσάει και να γκρεμίζει τα ήδη γκρεμισμένα και καμένα κομμάτια από τραπέζια, πάγκους και συσκευές σαν μανιασμένος.

«Θα μου το πληρώσουν για τον τρόπο που μου φέρθηκαν! Μια μέρα θα εκδικηθώ τον Αλβέρτο και όλη του την οικογένεια! Πόσο τους μισώ! Πόσο τους μισώ όλους!» Φώναζε κλαίγοντας και ο Λουδοβίκος απλά παρακολουθούσε το ξέσπασμα του χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, πιστεύοντας ότι ο αφέντης του τρελάθηκε.

«Αφέντη, σε παρακαλώ ηρέμησε! Το ήξερες από την αρχή ότι θα γινόταν αυτό, αν σε ανακάλυπταν!» έκανε μία τελευταία, μάταιη προσπάθεια να τον συνεφέρει. «Και εγώ το ήξερα, για αυτό σου έλεγα συνεχώς πως δεν ήταν καλή ιδέα! Συνέχεια στο έλεγα αλλά εσύ δεν με άκουγες!»

«Σκάσε, ανόητη μαϊμού! ΣΚΑΣΕ!» ούρλιαξε ακόμα πιο δυνατά ο Άνθιμος κι έστρεψε εκτός ελέγχου την οργή στο δαιμόνιο του.

Όλα έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου: ένα μυτερό κλαδί πετάχτηκε από το δεξί του χέρι, μακρόστενο σαν κληματσίδα και με ένα μεγάλο αγκάθι στην άκρη του σαν ξιφολόγχη. Την αμέσως επόμενη στιγμή, είδε το Δαιμόνιο του καρφωμένο στον απέναντι τοίχο με εκείνο το αγκάθι να τον έχει διαπεράσει στο στήθος και τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά από πόνο μα πολύ περισσότερο τρόμο. Άφησε μια τρεμάμενη ανάσα να βγει και ξεκάρφωσε το κλαδί από μέσα του. Ο Λουδοβίκος σωριάστηκε στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος.

«Όχι...» ψέλλισε ο Άνθιμος και βρέθηκε τρέχοντας εκεί, κάθισε στο πάτωμα και τον πήρε απελπισμένος στα χέρια του. Ήταν ακόμα ζωντανός και πάσχιζε να αναπνεύσει, κοιτάζοντας τον τώρα με απορία και ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ στα μάτια του.

«Λουδοβίκε...! Όχι, όχι, όχι, όχι! Σε παρακαλώ, μείνε μαζί μου. Θα... Θα σε φροντίσω... Θα σε στείλω μέσα στη διάσταση σου να αναρρώσεις.» είπε με τα δάκρυα να κυλάνε ξανά και άνοιξε πύλη για τη Διάσταση των Δαιμονίων, γιατί εκείνη τη στιγμή το δαιμόνιο του ξεψύχησε με τα μάτια ανοιχτά. «Λουδοβίκε!» φώναξε απελπισμένος. «Λουδοβίκε συγνώμη! Δεν το ήθελα! Ξύπνα, σε παρακαλώ! Ξύπνα...» Ξέσπασε πάλι σε λυγμούς και τότε η συνειδητοποίηση ήρθε να τον τυλίξει: Ο Λουδοβίκος ήταν νεκρός. Είχε σκοτώσει το δαιμόνιο του, το μόνο πλάσμα που εμπιστευόταν απόλυτα και που μπορούσε να τον καταλάβει. Ένιωσε ξαφνικά κρύο, πολύ κρύο και ένα κενό στην καρδιά, σαν να είχε πεθάνει ένα κομμάτι του εαυτού του μαζί του.

Έκλεισε απαλά τα μάτια του δαιμονίου με τους αντίχειρες του και έπειτα ξέσπασε σε θρήνο σφίγγοντας τον στην αγκαλιά του, φωνάζοντας πόσο λυπόταν και πως θα έκανε τα πάντα για να τον φέρει πίσω. Δεν μπορούσε όμως. Τι θα έκανε τώρα; Εκτός του ότι έμεινε ολομόναχος, χωρίς δαιμόνιο, είχε διαπράξει και ένα φριχτό έγκλημα και μια από τις χειρότερες αμαρτίες των Ξωτικών. Αν τον ανακάλυπταν, ειδικά μετά από ό,τι είχε προηγηθεί, τότε σίγουρα δεν θα γλίτωνε την εκτέλεση. Και εκτός αυτού δεν μπορούσε να τον αφήσει έτσι, ο Λουδοβίκος άξιζε μια αξιοπρεπή ταφή ως Δαιμόνιο της Γης.

Όταν σηκώθηκε, είχε στερέψει πια από δάκρυα. Τα χέρια και τα ρούχα του είχαν γεμίσει αίματα. Πλύθηκε όσο μπορούσε και άλλαξε σε έναν πρόχειρο μανδύα που είχε αφήσει σε μια ντουλάπα στην άκρη της αίθουσας κι έπειτα έβαλε τον Λουδοβίκο σε ένα σάκο. Από μια κρυφή έξοδο, που οδηγούσε στο δάσος πίσω απ' το παλάτι, βγήκε έξω κι άρχισε να τρέχει βαστώντας σφιχτά στην αγκαλιά του το πολύτιμο φορτίο. Έτρεχε ασταμάτητα από έρημα μονοπάτια μέσα στο δάσος, ώσπου έφτασε σε ένα χωράφι έξω από τα όρια του Παλατιού. Ήταν ένα φθινοπωρινό δειλινό και γκρίζα σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό. Εκεί, άφησε απαλά τον Λουδοβίκο κάτω στο έδαφος και αφού ένωσε τις παλάμες του, το χώμα άρχισε να υποχωρεί και το νεκρό σώμα να βυθίζεται μέσα σε αυτό, έπειτα το έδαφος επανήλθε στην αρχική του μορφή σαν να μην είχε υπάρξει τίποτα εκεί.

Πήγε και κάθισε σε ένα βράχο λίγα μέτρα πιο πέρα με το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό, σαν το κενό στην ψυχή του που ολοένα και μεγάλωνε. Ένιωθε επίσης και κάτι άλλο, κάτι σκοτεινό να τον καταπίνει σαν μία μαύρη τρύπα. Ήξερε πως είχε πάρει ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Ο Λουδοβίκος δεν ήταν μόνο ο φίλος του, ο αδελφός του και ο πατέρας του μαζί, δεν ήταν μόνο η φωνή της λογικής και της συνείδησης του, ήταν επίσης ένα κομμάτι της ψυχής του που τον κρατούσε μακριά από την παράνοια. Και τώρα το είχε χάσει μια για πάντα.

Δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε περάσει που καθόταν έτσι στο βράχο και χανόταν στις σκοτεινές του σκέψεις. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Ένιωσε μια παρουσία δίπλα κοντά του, τόσο κοντά που τον έκανε να ανατριχιάσει. Γύρισε από την άλλη μεριά και αντίκρισε μπροστά του ένα πλάσμα που σίγουρα δεν ήταν ξωτικό: χλομό δέρμα, κόκκινα μάτια και σκούρα ρούχα με μία κάπα με κουκούλα που κάλυπτε σχεδόν τα κοντά καστανά μαλλιά του. Κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν: ο βρικόλακας εκείνος για τον οποίο μιλούσαν όλοι. Αντί να φοβηθεί και να σηκωθεί για να παλέψει ή να τρέξει για να γλιτώσει, έμεινε απλά εκεί και τον κοιτούσε, το ίδιο και εκείνος με παγερό βλέμμα και με μια σκοτεινή γοητεία που τον μαγνήτιζε.

«Τι περιμένεις; Σκότωσε με. Είμαι ήδη τελειωμένος, και τι καλύτερος τρόπος να πεθάνω από το δάγκωμα ενός θρυλικού πλάσματος που τόσο θαυμάζω.» του είπε. Ο βρικόλακας χαμογέλασε λοξά και τον πλησίασε με σταθερό βήμα.

«Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω, ξωτικό, γιατί τότε ίσως χάσω την ευκαιρία για κάτι πολύ μεγάλο.» του είπε. «Νιώθω τον πόνο σου, σε είδα που έθαψες το δαιμόνιο σου προηγουμένως, και ξέρω πόσο δεμένα είσαστε εσείς τα Ξωτικά μαζί τους. Πες μου, πώς πέθανε;»

«Το σκότωσα.» απάντησε με παγερή φωνή ο Άνθιμος. «Όμως δεν έφταιγα εγώ. Εκείνοι με ξεφτίλισαν, ο απαίσιος άρχοντας μας και οι φρουροί του... Μου έκλεψαν κάθε αξιοπρέπεια και διέλυσαν κόπους χρόνων. Βγήκα εκτός εαυτού και πάνω σε ένα ξέσπασμα οργής, σκότωσα κατά λάθος τον Λουδοβίκο και συνεπώς έχασα την ψυχή μου.»

Ο βρικόλακας χαμογέλασε με συμπόνια και προχώρησε κι άλλο προς το μέρος του με τα χέρια στις τσέπες του γκρίζου παντελονιού του.

«Ξέρω τι ετοίμαζες, εκεί κάτω στο υπόγειο σου... Σε παρακολουθούσα εδώ και καιρό, σε έβλεπα να μαζεύεις βότανα και έπειτα να μπαίνεις στα μπουντρούμια του παλατιού από μια κρυφή είσοδο, και κατάλαβα πως κάτι ετοίμαζες κρυφά από τον άρχοντα σας.»

Ο Άνθιμος σοκαρίστηκε. Ώστε κάποιος τον είχε δει; Δεν ήταν τόσο προσεκτικός όσο πίστευε, τελικά. Ο βρικόλακας πλησίασε κι άλλο και κάθισε δίπλα του στο βράχο.

«Ξέρω επίσης πόσο αδικημένος νιώθεις, και ότι σε όλη σου τη ζωή σε υποτιμούσαν και σε χλεύαζαν, για να σου μειώσουν το ηθικό επειδή σε φοβούνταν.» του είπε. «Φοβούνταν τη δύναμη σου, το μυαλό σου και ήξεραν πως θα μπορούσες να τους ανατρέψεις αν ήθελες.»

«Δεν φαντάζεσαι πόσο αλήθεια είναι αυτό...» σχολίασε, ο Άνθιμος, έκπληκτος που ο βρικόλακας είχε πέσει μέσα σε όλα σχεδόν. «Όμως δεν είχα σκοπό να βλάψω κανέναν.»

«Ήθελες όμως. Πες μου, πόσες φορές σου πέρασε από το μυαλό να τους σκοτώσεις όλους;»

«Πολλές.» του αποκρίθηκε ειλικρινά και το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Όμως ποτέ δεν θα τολμούσα επειδή... Επειδή ήμουν αδύναμος. Επειδή εκείνος με είχε καταντήσει μια μαριονέτα του, κάνοντας με να πιστεύω ότι δεν άξιζα τίποτα.» Ο βρικόλακας έμεινε για λίγο σιωπηλός.

«Θα ήθελες να το αλλάξεις αυτό, ξωτικό;» τον ρώτησε έπειτα.

«Με ποιον τρόπο;»

«Θα ήθελες να γίνεις παντοδύναμος, σαν εμένα, και μαζί να κατακτήσουμε και να αλλάξουμε τον Κόσμο;»

«Μου εξάπτεις την περιέργεια, βρικόλακα. Πες μου, τι έχεις στο μυαλό;»

«Όχι μόνο στο μυαλό, μα έχω αρχίσει ήδη να εφαρμόζω ένα μεγαλειώδες σχέδιο και θα χρειαστώ τη βοήθεια σου. Πρώτα όμως θέλω να ξέρω, τι Κόσμο οραματίζεσαι;»

Ο Άνθιμος το σκέφτηκε λίγο προτού απαντήσει:

«Πάντοτε φανταζόμουν έναν Κόσμο στον οποίο τα Ξωτικά θα κυριαρχούσαν, έναν ελεύθερο Κόσμο χωρίς την τυραννία των Ανώτερων Αρχόντων, στον οποίο όλοι να επέλεγαν το ταίρι τους και να έκαναν όσα παιδιά ήθελαν χωρίς να κινδυνεύουν από υπερπληθυσμό. Ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε αυτό θα ήταν να κατακτήσουμε τον Κόσμο των Ανθρώπων, εκείνον τον Κόσμο που οι Άνθρωποι έχουν αρχίσει ήδη να καταστρέφουν παρά τις τόσο σύντομες, ασήμαντες ζωές τους, κι αν κατακτούσαμε τη Μαγεία των Μάγων θα γινόμασταν πανίσχυροι για να το καταφέρουμε αυτό. Εκεί στόχευαν ως επί το πλείστον τα πειράματα μου.» Ο βρικόλακας ακούγοντας το όραμα του Άνθιμου με ενδιαφέρον σηκώθηκε πάλι πάνω και είπε:

«Έχουμε παρόμοιο όραμα λοιπόν. Γιατί εγώ θέλω να δημιουργήσω έναν Κόσμο, όπου στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας δεν βρίσκεται ο Άνθρωπος, αλλά ένα αρπακτικό ακόμα πιο ισχυρό, ο Βρικόλακας, και ο μόνος λόγος για τον οποίο χρησιμεύουν οι Άνθρωποι είναι το αίμα τους. Οι Βρικόλακες θα εκτρέφουν Ανθρώπους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκτρέφουν εκείνοι τα ζώα για να τα φάνε, και θα ζουν αιώνια χωρίς το φόβο του θανάτου. Πρόσφατα, γνώρισα και μεταμόρφωσα έναν Μάγο με παρόμοιο σκοπό, και δέχτηκε να με βοηθήσει συνδυάζοντας τα οράματα μας. Αν έρθεις και εσύ μαζί μας, Ξωτικό, και συνδυάσεις και το δικό σου όνειρο με τα δικά μας, όλα όσα ποθείς θα γίνουν πραγματικότητα.»

«Πώς...; Ώστε είναι δυνατόν και οι Μάγοι να μεταμορφωθούν; Είμαι πολύ περίεργος να γνωρίσω εκείνον τον Μάγο, για να δω τι προέκυψε από τη μεταμόρφωση.» είπε ο Άνθιμος. Αυτή ήταν η ευκαιρία του λοιπόν, να δημιουργήσει έναν κόσμο που πάντα ονειρευόταν και να ζήσει σ' αυτόν ελεύθερος και παντοδύναμος, και συγχρόνως να πάρει εκδίκηση από τον μισητό Άρχοντα Αλβέρτο. Δεν είχε σκοπό να βλάψει κανέναν αθώο βέβαια, όταν πρότεινε στον Αλβέρτο να κατακτήσουν χώρες των Ανθρώπων, εννοούσε να διαπραγματεύονταν μαζί τους στην αρχή και αν εκείνοι αρνούνταν, τότε να τους έκαναν επεκτατικό πόλεμο, χωρίς όμως να σκοτώνουν άμαχους. Όμως αυτό ίσχυε πριν χάσει το δαιμόνιο του και συνεπώς, την ψυχή του. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα πια να τον κρατάει πίσω.

Ο βρικόλακας χαμογέλασε.

«Αν έρθεις μαζί μας, δεν θα δεις μόνο τι προέκυψε από τη δική του μεταμόρφωση, αλλά και από τη δική σου, γιατί θα σε κάνω και εσένα σαν εμάς. Δεν έχεις την περιέργεια να δεις τι θα συμβεί αν ένα ξωτικό μεταμορφωθεί σε βρικόλακα, τι νέες δυνάμεις θα αποκτήσει;»

«Πάντοτε την είχα.» απάντησε ο Άνθιμος, νιώθοντας ένα σατανικό ενθουσιασμό μέσα του.

"Λοιπόν; Τι λες;" Ρώτησε μόνο ο βρικόλακας, γνωρίζοντας ήδη ότι τον είχε πείσει, τείνοντας το χέρι του προς χειραψία. Ο Άνθιμος σηκώθηκε και το έπιασε, ήταν πολύ κρύο. Τόσο κρύος θα γινόταν και ο ίδιος;

"Τέλεια. Το όνομα μου είναι Κλέαρχος." Του συστήθηκε.

"Άνθιμος ."

"Λοιπόν, Άνθιμε, αυτή είναι η αρχή μιας πολύ ισχυρής συμμαχίας." Είπε ο Βρικόλακας Κλέαρχος, χαμογελώντας σατανικά, παρασέρνοντας και τον Άνθιμο σε ένα ίδιο χαμόγελο.

...

Τέλος της αναδρομής του Άνθιμου... Πώς σας φάνηκε; Ποιες είναι οι σκέψεις σας; Ποιες πιστεύετε ότι θα είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματα του Ιάσονα μετά από όλα αυτά που έμαθε; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top