Κεφάλαιο 45: Η Τελετή Αποφοίτησης και Λίγο Παρελθόν

Η Έλενα ξύπνησε με ένα αίσθημα αγαλλίασης στην καρδιά και γλυκιάς κούρασης στο κορμί της. Την προηγούμενη νύχτα, μετά το Χορό των Αποφοίτων στον οποίο συνόδευσε τον Γιάννη, ακολούθησε άλλη μια γεμάτη πάθος ένωση τους και αυτή τη φορά δεν σκόπευε να τον αφήσει. Αν και ακόμα υπήρχε ένα σύννεφο από πάνω τους, εκείνο του πολέμου στον οποίο θα συμμετείχε ως Τοξότης της Φωτιάς πλέον ο αγαπημένος της, διατηρούσε στην καρδιά της την ελπίδα ότι θα πήγαιναν όλα καλά και ύστερα δεν θα χώριζαν ποτέ ξανά.

Γύρισε από την άλλη για να τον κοιτάξει, για να συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι δεν βρισκόταν δίπλα της. Ανησυχία την κατέλαβε. Μήπως μετάνιωσε και την εγκατέλειψε; Λογικό θα ήταν, με όσα είχε ήδη στο κεφάλι του και με όσα κουβαλούσε στην ψυχή του, εκείνη θα ήταν ένα επιπλέον βάρος, και θα της άξιζε αν την άφηνε εφόσον εκείνη τον είχε εγκαταλείψει την προηγούμενη φορά εξαιτίας των ανασφαλειών της. Όμως τότε, η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Γιάννης, κρατώντας ένα δίσκο με πρωινό στα χέρια του.

«Ήρθε το Room Service!» αναφώνησε καθώς την πλησίασε στο κρεβάτι. Η Έλενα ανασηκώθηκε και καλύφθηκε ντροπαλά με το σεντόνι, παρόλο που ήξερε πως δεν χρειαζόταν. Ήταν πανέμορφος, φορούσε μόνο το παντελόνι του σμόκιν του και το πουκάμισο το οποίο κρεμόταν χαλαρά και ήταν ανοιχτό, ενώ τα μαλλιά του ήταν ελαφρώς ανάκατα. Άραγε εκείνη πώς ήταν μετά τον ύπνο;

«Καλημέρα.» του είπε χαρίζοντας του ένα γλυκό χαμόγελο.

«Καλημέρα, πανέμορφη μου.» της απάντησε και αφού άφησε το δίσκο στο κρεβάτι δίπλα της τη φίλησε απαλά. «Ελπίζω να μη σε πειράζει που πήρα το θάρρος να χρησιμοποιήσω την κουζίνα... Μας ετοίμασα πρωινό.»

«Όχι, καθόλου. Τι γλυκό που το σκέφτηκες... Ευχαριστώ.» απάντησε ειλικρινά εκείνη και χαμογέλασε αναψοκοκκινίζοντας καθώς επανέρχονταν στο μυαλό της σκηνές από την προηγούμενη βραδιά, που ήταν το ίδιο έντονη με την πρώτη τους φορά, ίσως και ακόμα παραπάνω.

Το πρωινό αποτελούνταν από καφέδες, χυμό πορτοκάλι και ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα. Έφαγαν παρέα συζητώντας για το χθεσινό χορό, αλλά και για την Τελετή Αποφοίτησης που ερχόταν.

«Θα έρθεις;» τη ρώτησε ο Γιάννης.

«Φυσικά και θα έρθω και θα σε παρακολουθώ περήφανη καθώς θα παίρνεις το απολυτήριο σου. Και τους υπόλοιπους το ίδιο, αλλά για εσένα θα είμαι ιδιαίτερα περήφανη επειδή... καταλαβαίνεις.» του είπε χαμογελώντας ντροπαλά και βάζοντας χαριτωμένα μία κόκκινη τούφα πίσω από το αυτί της. Της χαμογέλασε πίσω μελαγχολικά.

«Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να παρευρεθώ στη δική σου Τελετή Αποφοίτησης, όμως την Τρίτη θα πρέπει να επιστρέψουμε στη Χώρα των Ξωτικών και δεν προλαβαίνω να ανέβω στον Βορρά.»

«Δεν πειράζει, καταλαβαίνω.»

Αφού τελείωσαν το πρωινό τους κι άδειασαν σχεδόν ολόκληρες τις κούπες του καφέ τους, η Έλενα μελαγχόλησε πάλι και φαινόταν ιδιαίτερα σκεπτική.

«Χέι...» Ο Γιάννης έκανε στην άκρη την ατίθαση εκείνη τούφα που της έπεσε ξανά στο πρόσωπο. «Τι συμβαίνει;»

«Τίποτα, απλά... Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι μου βρήκες, Γιάννη.» του απάντησε και το μετάνιωσε αμέσως. Δεν ήθελε να φανεί τόσο αδύναμη κι ανασφαλής...

«Τι εννοείς τι σου βρήκα; Είσαι έξυπνη, όμορφη και γλυκιά, και μου έχεις σταθεί σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, τότε που ανακάλυψα τη Δύναμη της Φωτιάς μέσα μου. Λατρεύω τον τρόπο που ντρέπεσαι και κοκκινίζεις, λατρεύω τις ανασφάλειες σου και γενικά σε θέλω όπως είσαι. Δεν θέλω να αλλάξεις ποτέ ξανά και να μετατραπείς σε κάτι που δεν είσαι, Έλενα, γιατί είσαι υπέροχη όταν είσαι ο εαυτός σου.»

Με τα λόγια του αυτά, η Έλενα ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει ακόμα δυνατότερα και τα μάγουλα της να φλογίζονται ξανά.

«Απλά είναι που... εγώ σε ερωτεύθηκα πρώτη, και άργησες να το καταλάβεις και...» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της, γιατί ο Γιάννης τη διέκοψε ξαπλώνοντας την ξαφνικά πίσω στο στρώμα και παίρνοντας θέση από πάνω της και συμπλήρωσε:

«Και σε έκανα πέρα επειδή τότε ήμουν ένας ηλίθιος. Επειδή δεν είχα ιδέα τι ήθελα και δεν ήξερα ποιος είμαι. Τώρα ξέρω, χάρη σε εσένα. Και θα σε σκέφτομαι για να μου δίνεις δύναμη όταν θα πολεμάω, και θα παραμείνω ζωντανός για να σε δω ξανά.» Βύθισε κι άλλο το βλέμμα του στο δικό της. «Σ' αγαπώ, Έλενα. Είσαι τα πάντα για εμένα.» Αν και τα τελευταία αυτά λόγια του ξέφυγαν, δεν μετάνιωνε καθόλου που τα είπε, γιατί τα εννοούσε με όλη του την καρδιά. Η Έλενα χάθηκε στο μπλε των ματιών του και για λίγο τα έχασε με αυτά τα λόγια, ειδικά με το πολυπόθητο Σ' αγαπώ. Ήθελε και εκείνη να του το πει εδώ και καιρό, όμως δίσταζε και ήθελε να είναι μια ιδιαίτερη στιγμή, από κοντά, όχι πίσω από μια οθόνη όσο ήταν μακριά.

«Και... Κι εγώ σ' αγαπώ...» είπε μόνο και τότε παραδόθηκε για μία ακόμα φορά στα φιλιά του και τα χάδια του.

{...}

Η Δευτέρα έφτασε και όλη η παρέα ετοιμάστηκε για την Τελετή. Φόρεσαν τις στολές, οι οποίες αποτελούνταν από έναν γκρι μακρύ μανδύα με μπλε λεπτομέρειες και μπλε γραβάτα από μέσα για τα αγόρια, φουλάρι για τα κορίτσια. Οι μανδύες τους θύμιζαν πολύ εκείνους που φορούσαν τα Ξωτικά και οι Μάγοι. Το ντύσιμο ολοκλήρωνε ένα τετράγωνο καπέλο, επίσης με μπλε λεπτομέρειες και μια μπλε φούντα να κρέμεται από αυτό, ενώ από μέσα έπρεπε να φορούν όλα τα αγόρια λευκό πουκάμισο και μαύρο παντελόνι και τα κορίτσια λευκό πουκάμισο και μαύρη φούστα. Βρέθηκαν όλοι μαζί με τις οικογένειες τους στην είσοδο του σχολείου, μαζί και η Έλενα η οποία ήταν υπέροχη μέσα στο μαύρο κολλητό φόρεμα της και τις ίδιου χρώματος μπαλαρίνες της. Η οικογένεια του Ηρακλή βρισκόταν σε πλήρη απαρτία, επίσης ντυμένοι με ημί- επίσημα θα λέγαμε ρούχα, ενώ η έκπληξη για όλους ήταν ο Φαίδωνας και η Ευτυχία.

«Ήρθαμε για χάρη του Γιάννη και της Ιφιγένειας, που δεν έχουν κάποιον δικό τους να τους καμαρώσει καθώς ο Ζαχαρίας, η Χρυσάνθη και η Αντιγόνη βρίσκονται στη Χώρα των Ξωτικών.» εξήγησε η Ευτυχία. «Εκτός αυτού, τους υποσχέθηκα βίντεο, αν καταφέρω να το τραβήξω από τη συγκίνηση μου.»

«Αφήστε το σε εμένα αυτό, κυρία Ευτυχία. Θα βγάλω εγώ βίντεο για εκείνους.» είπε η Σοφία.

«Εγώ πάντως έχω ένα δικό μου άτομο στο πλάι μου σήμερα.» είπε ο Γιάννης και αγκάλιασε την Έλενα από τη μέση.

Η Ευτυχία, που δεν γνώριζε για τη σχέση των δύο παιδιών, έμεινε έκπληκτη:

«Εσείς οι δύο;! Μπράβο, παιδιά μου! Πολύ χαίρομαι! Ταιριάζετε απόλυτα!» αναφώνησε χαρούμενη.

Η Ιφιγένεια τους κοίταξε και δεν μπόρεσε να μη μαντέψει τον πραγματικό λόγο που βρίσκονταν εκεί. Ήξεραν ότι δεν θα έβλεπαν τον γιο τους να αποφοιτάει και ήθελαν κάπως να καλύψουν το κενό, αφού είχαν έτσι κι αλλιώς εκείνη και τους υπόλοιπους σαν παιδιά τους. Όμως έκρυβαν καλά τη θλίψη τους σήμερα.

Η απονομή των απολυτηρίων έγινε στο προαύλιο του σχολείου, όπου είχε τοποθετηθεί μια εξέδρα και σειρές με καθίσματα από κάτω. Ξεκίνησε με ένα λόγο του Λυκειάρχη:

«Αγαπητοί μαθητές, αγαπητοί καθηγητές, αγαπητοί γονείς και κηδεμόνες, οικογένειες και φίλοι των μαθητών.» Το πρόσωπο του φαινόταν μελαγχολικό. Αναστέναξε βαθιά και συνέχισε:

«Περάσαμε δύσκολες στιγμές. Δεν θα αναφερθώ σε αυτές αναλυτικά, καθώς είναι ημέρα χαράς σήμερα, παρόλο που η απειλή ενός ακόμα πολέμου την επισκιάζει. Έναν περίπου χρόνο πριν, το βασίλειο μας και ιδιαίτερα η πόλη μας, η φιλήσυχη Ωραιόπολη μαζί με την Πόλη του Νότου χτυπήθηκε αλύπητα από αιμοδιψή υπερφυσικά πλάσματα, και ακόμα και τώρα τη στιγμή που μιλάμε πολλοί συμπολίτες μας στρατιώτες βρίσκονται στη Χώρα των Ξωτικών και ετοιμάζονται να υπερασπιστούν για ακόμα μια φορά, όχι μόνο το βασίλειο μας αλλά και τον Κόσμο ολόκληρο. Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά, είμαι χαρούμενος και συγκινημένος που οι μαθητές μας, το μέλλον του τόπου μας, κατάφεραν να αφιερώσουν λίγες στιγμές στο πολύτιμο αγαθό της μάθησης και να περάσουν, οι περισσότεροι από αυτούς, όλες τις εξετάσεις. Είμαι ιδιαίτερα περήφανος για τους τελειόφοιτους που φέτος παρά τις αντιξοότητες, παρά τις άσχημες αναμνήσεις του πολέμου και της καθυστέρησης αποφοίτησης τους, τελικά κατάφεραν να φτάσουν μέχρι εδώ και να πάρουν το απολυτήριο τους, αποχαιρετώντας το σχολείο μας και δίνοντας στις καρδιές όλων μας ελπίδα για το μέλλον ενός ειρηνικού κόσμου, εάν το καλό τελικά επικρατήσει. Ας ξεκινήσει η απονομή των απολυτηρίων."

Η Υποδιευθύντρια καλούσε τους μαθητές αλφαβητικά έναν προς έναν και παραλάμβαναν τα απολυτήρια τους μέσα σε ένα πλήθος χειροκροτημάτων και, στη συνέχεια, επαίνων από τους δικούς τους. Έφτασε και η σειρά των έξι φίλων κάποια στιγμή. Οι δικοί τους ήταν πολύ συγκινημένοι, χαρούμενοι και περήφανοι για εκείνους. Στο τέλος, όλοι οι απόφοιτοι έβγαλαν μια ομαδική αναμνηστική φωτογραφία και πέταξαν στον αέρα τα καπέλα τους.

«Λοιπόν, τελείωσε και αυτό. Πώς νιώθετε;» ρώτησε ο Γιάννης τους φίλους του, όταν συγκεντρώθηκαν ξανά όλοι μαζί.

«Παράξενα. Είναι το τέλος μίας εποχής και η αρχή μιας άλλης.» σχολίασε μελαγχολικά ο Ηρακλής. «Μόνο που για εμάς τους τρεις, ήταν απλά μια εκκρεμότητα με την οποία έπρεπε να τελειώσουμε για να επιστρέψουμε στο καθήκον μας ως πολεμιστές.» ολοκλήρωσε, εννοώντας φυσικά τον ίδιο, την Ιφιγένεια και τον Γιάννη. Όλοι συμφώνησαν με θλίψη. Όλοι έκαναν την ίδια σκέψη, ότι οι απόφοιτοι της φετινής χρονιάς δεν τολμούσαν να κάνουν όνειρα και σχέδια για το μέλλον και τις σπουδές τους, όχι όσο το μέλλον ολόκληρου του Κόσμου ήταν αβέβαιο και θα κρινόταν από έναν πόλεμο που από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε στη Χώρα των Ξωτικών.

Πλησίασαν και οι δικοί τους, η οικογένεια του Ηρακλή, ο Φαίδωνας με την Ευτυχία, η Έλενα και ακολούθησαν οι γονείς του Δήμου και της Άσπας, που είχαν γνωριστεί καλύτερα εφόσον τα παιδιά τους είχαν σχέση μεταξύ τους, καθώς και η μητέρα της Άσπας.

«Λοιπόν, μιας και που γίναμε μια μεγάλη παρέα, τι θα λέγατε να πάμε όλοι μαζί για καφέ κάπου εδώ κοντά;» πρότεινε η Ευτυχία κι όλοι συμφώνησαν. Λίγες ακόμα στιγμές ξεγνοιασιάς απέμεναν για τον Γιάννη, την Ιφιγένεια και τον Ηρακλή, προτού επιστρέψουν στη Χώρα των Ξωτικών και στο γνωστό καθήκον τους.

{...}

Νυχτερινή Διάσταση

Ο Ιάσονας είχε βελτιώσει κατά πολύ τις ικανότητες του, πράγμα αξιοσημείωτο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα κι είχε κερδίσει έτσι ακόμα περισσότερο το σεβασμό των υπόλοιπων τριών Λοχαγών, ο Αρίσταρχος έπαψε να νιώθει απειλή και ο Αντίνοος τον θεωρούσε φίλο του, παρόλο που ο ίδιος δεν συμφώνησε ποτέ σε αυτό. Ο Ιάσονας μπορούσε πλέον να διαχωρίζει οικειοθελώς τη μαγική με τη βαμπιρική του φύση, αλλά και να τις συνδέει επίσης καθώς το σκοτάδι έβγαινε στην επιφάνεια όλο και περισσότερο. Αντί όμως αυτό το σκοτάδι να τον ελέγχει, το αγκάλιασε και το δέχτηκε, μαθαίνοντας έτσι να το ελέγχει εκείνος. Είχε καταφέρει να δαμάζει το κτήνος μέσα του, έως ένα βαθμό. Μπορούσε να βγάζει μόνο τα φτερά από εκείνη τη μορφή όποτε ήθελε, ή μονάχα τα κόκκινα μάτια και τα μυτερά δόντια όταν επρόκειτο να πιει αίμα. Επίσης, κατείχε και έλεγχε πλήρως την Κόκκινη Μαγεία εξίσου με την Πράσινη και τη Γαλάζια, χωρίς να χρειάζεται να είναι στη Σκοτεινή μορφή του.

Μπορούσε όμως να παίρνει και τη Σκοτεινή μορφή του πλήρως, και τότε ήταν σχεδόν ανίκητος, άτρωτος. Η συνεχής εκπαίδευση με τον Άνθιμο και παράλληλα το σκοτάδι που επικρατούσε στη Νυχτερινή Διάσταση είχαν συμβάλλει σε όλα αυτά, καθώς ξύπνησαν τον Βρικόλακα μέσα του, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Αρίσταρχος λίγο μετά τη γέννηση του. Ο Πρώτος Λοχαγός του είχε εκμυστηρευτεί πως τον είχε δει να έρχεται, είχε δει ένα παιδί ανάμεσα στον Άρχοντα τους και σε μια πολύ δυνατή μάγισσα, όταν ο Λόρδος Άνθιμος έλειψε για εκείνο το διάστημα που ήταν μαζί της, και οι πιθανότητες σχετικά με το μέλλον του ήταν αμέτρητες.

Παράλληλα, ο Ιάσονας είχε μάθει και όλη την ιστορία του βιολογικού του πατέρα. Ήταν μία ημέρα μετά την καθιερωμένη προπόνηση του με μερικούς άλλους Νυχτερινούς, τους οποίους έβγαλε πανεύκολα εκτός. Ο Άνθιμος είχε ζητήσει να του μιλήσει στο αγαπημένο του σαλόνι όπου συνήθιζαν να κάθονται και να κουβεντιάζουν σχεδόν σαν πατέρας με γιο, έτσι ο Ιάσονας πλύθηκε, ντύθηκε και πήγε και τον βρήκε.

«Κάθισε, Ιάσονα.» του έδειξε τον καναπέ απέναντι από τον δικό του. Το αχνό φως του κόκκινου ουρανού και των κεριών τον φώτιζαν και στο τραπεζάκι ανάμεσα στους δύο καναπέδες βρίσκονταν δύο ποτήρια με αίμα, καθώς ο Ιάσονας το είχε προσθέσει στη διατροφή του από εκείνη την ημέρα που το γεύτηκε για πρώτη φορά. Βολεύτηκε στον καναπέ και ήπιε μια γουλιά.

«Ήρθε η ώρα να μάθεις όλη την αλήθεια, όλη την ιστορία από την αρχή για εμένα.» του είπε και τον κοίταξε με ενδιαφέρον χωρίς να απαντήσει. «Και ύστερα, είναι στο χέρι σου αν θα με κατανοήσεις, θα με δικαιολογήσεις ή θα με μισήσεις ακόμα περισσότερο.»

Ο Ιάσονας έπνιξε ένα ειρωνικό γέλιο.

«Τα ίδια μου είχες πει και προτού μου αφηγηθείς την ιστορία με τη μητέρα μου, και δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο η άποψη μου για εσένα. Όμως το μίσος μου για τα Ξωτικά υπερισχύει, για αυτό παραμένω εδώ.»

«Παραδέξου όμως ότι αποδέχθηκες τουλάχιστον το ποιος πραγματικά είσαι.» του είπε ο Άνθιμος γερνώντας μπροστά και κοιτάζοντας τον έντονα με τα κόκκινα του μάτια. Ο Ιάσονας ένευσε. Δεν είχε νόημα να του λέει ψέματα αφού έβλεπε ήδη τις απαντήσεις στο μυαλό του.

«Πολύ καλά λοιπόν...» είπε και στήριξε την πλάτη του στη ράχη του καναπέ. «Μου αρέσουν οι αναδρομές έτσι κι αλλιώς. Ας ακούσω και αυτή την ιστορία σου.»

{...}

Χώρα των Ξωτικών, τετρακόσια περίπου χρόνια πριν...

Ο Άνθιμος από μικρή ηλικία είχε διαφορετικές απόψεις από τους γύρω του. Έβλεπε τον Κόσμο με διαφορετικό μάτι και σκεφτόταν διαφορετικά και πολύ μπροστά για την εποχή του, ήδη από παιδί.

Γεννήθηκε σε μια πλούσια οικογένεια και οι γονείς του, Ξωτικά της Γης και οι δύο φυσικά, ήταν ευγενείς. Μετά από χρόνια ικεσιών στους Ανώτερους Άρχοντες, τους επιτράπηκε τελικά να αποκτήσουν παιδί. Τον βάφτισαν Άνθιμο, γιατί για αυτούς ήταν το άνθος της ζωής τους, που τους έφερε τεράστια ευτυχία η οποία ολοένα και αυξανόταν καθώς ο Άνθιμος μεγάλωνε. Μια αντίπαλη οικογένεια Ξωτικών της Φωτιάς όμως, ως εκδίκηση για μια παλιά βεντέτα, έκαψαν μία μέρα συθέμελα το αρχοντικό και ο μόνος που επέζησε ήταν ο δέκα ετών τότε Άνθιμος, που έφτιαξε γύρω του ένα προστατευτικό κουκούλι από κλαδιά, φύλλα και από πάνω άμμο, η οποία δεν επέτρεψε στη φωτιά να τον κάψει. Οι φρουροί του τότε Άρχοντα της χώρας, του Ευγένιου, τον βρήκαν και τον οδήγησαν στο Παλάτι της Έλφιας, όπου και μεγάλωσε.

Ήταν ιδιαίτερα μοναχικός και αντικοινωνικός, όχι από συστολή ή ντροπαλοσύνη, αλλά επειδή πολύ απλά περιφρονούσε τους πάντες γύρω του. Το μυαλό του έκανε σε όλους εντύπωση, γιατί είχε ήδη πολλές γνώσεις, μελετούσε βιβλία που άλλα παιδιά στην ηλικία του δυσκολεύονταν ακόμα και να κατανοήσουν, για διάφορα θέματα, για το διάστημα, τις παράλληλες διαστάσεις, τη μετά θάνατον ζωή και τον ενδιέφεραν επίσης η μαγεία των Μάγων και η ιατρική των Ανθρώπων. Είχε μεγάλη κλίση στη Φυσική, τη Χημεία και τα Μαθηματικά, είχε τρέλα με τους αριθμούς, ήταν όμως επίσης ψυχαναγκαστικός και τελειομανής, όλα έπρεπε να είναι πάντα στην εντέλεια και ενοχλούνταν όταν κάτι άλλαζε.

Σιχαινόταν την αδικία και αναρωτιόταν γιατί τα Ξωτικά δεν αντιστέκονταν και δεν ξεσηκώνονταν ενάντια στην τυραννία των Ανώτερων Αρχόντων.

Ένιωθε ότι κανένας δεν τον καταλάβαινε, κανένας δεν είχε το μυαλό για να μπορέσει να συζητήσει μαζί του, παρά μόνο ο Λουδοβίκος, το δαιμόνιο- μαϊμού του.

«Τα Ξωτικά έχουμε τόση δύναμη, Λουδοβίκε, που θα μπορούσαμε άνετα να κατακτήσουμε ολόκληρο τον Κόσμο, και όμως βρισκόμαστε σε αυτό το μικρό νησάκι και μας απαγορεύεται να αναπαραγόμαστε ελεύθερα, περιορισμένοι και καταπιεσμένοι από τους νόμους μας.» του έλεγε.

«Όλα γίνονται για κάποιο λόγο, Αφέντη μου.» του απαντούσε η μαϊμού. «Πρέπει να διατηρείται μια τάξη στον Κόσμο. Αν αναπαραγόσαστε ελεύθερα, ο Κόσμος θα κατέρρεε, δεν θα μπορούσε να μας αντέξει όλα τα είδη μαζί, Θνητούς, Μάγους, Ξωτικά και άλλους.»

«Τότε ίσως καλύτερα θα ήταν να μην υπήρχαν τα άλλα είδη, ειδικά οι Θνητοί, που αναπαράγονται ανεξέλεγκτα, δεν σέβονται τη φύση και τρώνε ζώα. Θα αρχίσουν να καταστρέφουν σταδιακά τον πλανήτη σε μερικούς αιώνες από τώρα, να το θυμηθείς, και τότε ο πλανήτης δεν θα μπορεί να αντέξει κανέναν από εμάς.»

Παρόλο που είχαν διαφορετικές απόψεις και πολύ συχνά το Δαιμόνιο του προσπαθούσε να τον συνετίσει, λάτρευε τις συζητήσεις τους. Ήταν η μόνη του συντροφιά άλλωστε.

Τα χρόνια περνούσαν και η ευφυΐα του νεαρού Άνθιμου δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Άρχοντα Ευγένιο, ο οποίος τον θεώρησε απειλή. Χάρη στο δαιμόνιο του το οποίο παρακολουθούσε κρυφά εκείνες τις συζητήσεις του με τον Λουδοβίκο, γνώριζε σχετικά με τις απόψεις του. Έπρεπε να κάνει κάτι ώστε να τον κρατάει περιορισμένο, να μην έχει πολλές δυνατότητες ούτε πιθανότητες να εξελιχθεί και να ξεφύγει. Θα μπορούσε άνετα να ανατρέψει τον ίδιο, ακόμα και τους Ανώτερους Άρχοντες με αυτές τις απόψεις, αν τις μοιραζόταν κάποια στιγμή με άλλα Ξωτικά και προκαλούσε ξεσηκωμό. Έτσι, διέταξε να οριστεί ο Άνθιμος ως ο επόμενος βασιλικός σύμβουλος, όταν έπαιρνε το θρόνο ο γιος του, ο Αλβέρτος. Και έτσι έγινε λοιπόν, μετά το θάνατο του Ευγένιου, ο Αλβέρτος έγινε ο επόμενος Άρχοντας και ο Άνθιμος ορίστηκε ως σύμβουλος στο πλευρό του, μην έχοντας άλλη επιλογή. Ήξερε πως αν δεν υπάκουγε στο θέλημα του προηγούμενου άρχοντα, θάνατος θα τον περίμενε ως τιμωρία.

Ωστόσο το είδε και σαν μια μεγάλη ευκαιρία να ακουστούν επιτέλους οι απόψεις του. Αν κέρδιζε την εμπιστοσύνη του νέου άρχοντα, τότε ίσως κατάφερνε να τον πείσει ότι το όλο σύστημα διακυβέρνησης ήταν λάθος. Ο Λουδοβίκος συνεχώς του φώναζε να μην το κάνει, αλλά δεν τον άκουγε. Όμως δυστυχώς, ο ρόλος του βασιλικού συμβούλου περιοριζόταν στη διοργάνωση συμβουλίων και σε καθήκοντα που μόνο ένας υπηρέτης έκανε και τυπικά δεν θα έπρεπε να είναι αρμοδιότητα του. Αντιθέτως, κάθε φορά που τολμούσε να εκφέρει άποψη, ο Αλβέρτος γελούσε και του μιλούσε υποτιμητικά μειώνοντας το ηθικό του, έτσι ο Άνθιμος κατέληξε να είναι απλά μια μαριονέτα του, να του λέει μόνο όσα ήθελε να ακούσει, να δέχεται τις διακριτικές αλλά ξεκάθαρες προσβολές του Αλβέρτου και να μην τολμάει να αντιδράσει.

Τα χρόνια πέρασαν, ο Αλβέρτος παντρεύτηκε τη Λαίδη Ανδριάνα και απέκτησαν έναν γιο, τον διάδοχο της Χώρας τον οποίο ονόμασαν Έλιο, που στην αρχαία γλώσσα των Ξωτικών σημαίνει Ήλιος. Ο Άνθιμος ήταν απλός παρατηρητής όλων αυτών. Έβλεπε τις εποχές γύρω του να αλλάζουν, όμως η αδικία και η βλακεία των Ξωτικών  παρέμεναν ίδιες κατά τη γνώμη του. Είχε βαρεθεί τα πάντα και έψαχνε συνεχώς τρόπους να ξεφύγει. Μια μέρα, σε μια βόλτα του στο Παλάτι της Έλφιας, βρήκε ένα μυστικό πέρασμα και μια πόρτα που τον οδήγησε σε ένα υπόγειο κενό, αχρησιμοποίητο. Περπάτησε μέσα σ' αυτό κοιτάζοντας γύρω του διερευνητικά, με τον Λουδοβίκο να τον ακολουθεί. Ήταν μια μεγάλη αίθουσα με πέτρινες κολώνες δεξιά κι αριστερά, ανάμεσα στις οποίες ήταν χτισμένα σε εσοχές αρκετά παρατημένα, άδεια κελιά. Στην ουσία επρόκειτο για ένα φαρδύ διάδρομο.

«Από ότι ξέρω, εδώ βρίσκονταν παλιά τα μπουντρούμια που κρατούσαν τους αιχμαλώτους, προτού χτιστεί η Φυλακή Περιορισμού Μαγείας.» είπε στο Δαιμόνιο του σαν να μονολογούσε όμως ο ίδιος. «Είναι αχρησιμοποίητα εδώ και αιώνες. Χμμ... Θα μπορούσα άραγε...;»

Μια ιδέα καρφώθηκε αμέσως στο μυαλό του, μια πολύ τρελή και επικίνδυνη ιδέα την οποία μόλις ο Λουδοβίκος διάβασε στη σκέψη του, θορυβήθηκε αμέσως:

«Όχι, όχι και χίλιες φορές όχι! Είναι επικίνδυνο, Αφέντη! Έτσι και σε ανακαλύψουν δεν τη γλιτώνεις την κρεμάλα!» του είπε, όμως ο Άνθιμος είχε πάρει ήδη την απόφαση του και ένα χαμόγελο ενθουσιασμού χαράχτηκε στα χείλη του.

****************************************************

Δεν ξέρω πως κατάφερα από μια Τελετή Αποφοίτησης Λυκείου, να σας μεταφέρω πάλι στη Νυχτερινή Διάσταση και έπειτα, να σας γυρίσω 400 χρόνια πίσω στο χρόνο και όλα αυτά στο ίδιο κεφάλαιο!! Βέβαια στο σημείο όπου διέκοψα το κεφάλαιο, έχουν περάσει μερικά χρονάκια ακόμη μέχρι να γίνουν όλα όσα αναφέρθηκαν, οπότε βρισκόμαστε 200 χρόνια πριν.

Στο επόμενο κεφάλαιο από ότι καταλάβατε η αναδρομή μας θα συνεχιστεί. Τι έχει στο μυαλό του άραγε ο Άνθιμος; Πώς σχεδιάζει να αξιοποιήσει το άδειο υπόγειο και που θα τον οδηγήσει αυτό; Πώς ξεκίνησε η κάτω βόλτα και η στροφή του προς το κακό; Προς το παρόν (δεν ξέρω αν σας το πέρασα αυτό πάντως), φαίνεται σαν ένα έξυπνο και ήρεμο άτομο με πολλές διαφορετικές απόψεις που νιώθει να πνίγεται από την αδικία και δεν τολμάει να αντιδράσει γιατί δεν του το επιτρέπει η θέση του, όμως προς το παρόν δεν έχει κάνει σκέψεις να βλάψει κάποιον, παρόλο που θα είχε τη δύναμη να το κάνει. Για να δούμε πώς ξεκίνησε η κάτω βόλτα...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top