Κεφάλαιο 44: Ο Χορός της Αποφοίτησης


Έξω από το Γενικό Λύκειο Ωραιόπολης, αγόρια με σμόκιν και κορίτσια με εντυπωσιακά φορέματα είχαν αρχίσει να καταφθάνουν, και σε ζευγάρια οι περισσότεροι έμπαιναν στο εσωτερικό του σχολείου για να πάνε στη συνέχεια στη στολισμένη αίθουσα εκδηλώσεων. Είχε φτάσει και η παρέα των τριών αγοριών, οι οποίοι ντυμένοι και χτενισμένοι περίμεναν τις ντάμες τους. Ο Γιάννης είχε επιλέξει ένα σκούρο μπλε κοστούμι με λευκό πουκάμισο, κόκκινο παπιγιόν και μαντίλι στην τσέπη του στήθους, ο Δήμος ένα γκρι ανοιχτό με λαχανί παπιγιόν για να είναι σχεδόν ασορτί με το φόρεμα της Γιώτας.

«Σαν σερβιτόροι είμαστε. Τι τα θέλαμε τα παπιγιόν; Σχεδόν κανένας δεν φοράει.» διαμαρτυρήθηκε ο Γιάννης.

«Την καλύτερη δουλειά έκανα εγώ μου φαίνεται που επέλεξα γραβάτα.» είπε ο Ηρακλής, που φορούσε μαύρο κοστούμι με λευκό πουκάμισο και μαύρη γραβάτα.

«Καλά, εσύ σαν μαφιόζος είσαι.» τον πείραξε ο Δήμος. «Ησυχία τώρα, ήρθαν.»

Είδαν τις κοπέλες να καταφθάνουν σαν σταρ του σινεμά, όμορφες μα κυρίως γεμάτες αυτοπεποίθηση. Δεν ήταν όμως τρεις, άλλη μια κοπέλα ήταν μαζί τους καθώς και ένα άγνωστο σε αυτούς αγόρι. Η κοπέλα όμως ήταν γνώστη σε όλους μα κυρίως στον Γιάννη.

"Δεν μπορεί... Έλενα;" Είπε ο Γιάννης, μην πιστεύοντας στα μάτια του , θαμπωμένος από την ομορφιά της. Φορούσε ένα μακρύ, τούλινο, πριγκιπικό κόκκινο φόρεμα με ασημένια στρας στη μέση, λίγο ανοιχτό στο στήθος και με κοντά μανίκια. Τα μαλλιά της, κόκκινα στο φυσικό τους πλέον ήταν χτενισμένα σε κύματα στο πλάι. Έμοιαζε με πριγκίπισσα του Βορρά.

"Κι όμως, αυτή είναι , φίλε μου." Του είπε ο Ηρακλής καθώς τα κορίτσια και ο άγνωστος νεαρός πλησίαζαν.

"Είδες που ανησυχούσες;" Συμπλήρωσε ο Δήμος.

Όλη την ημέρα δεν είχαν μιλήσει καθόλου στο τηλέφωνο και ο Γιάννης νόμιζε πως του θύμωσε, επειδή της είπε ότι θα συνόδευε την Ιφιγένεια στο χορό. Όμως τελικά, από ότι φαινόταν του ετοίμαζε έκπληξη και είχε αποφασίσει ήδη να κατέβει στον Νότο ώστε να τον συνοδεύσει εκείνη.

Ο Ηρακλής και ο Δήμος πλησίασαν τις κοπέλες τους και ο Γιάννης την Έλενα. Αργά και διστακτικά, της πήρε το χέρι και το φίλησε, κι έπειτα εκείνη τον αγκάλιασε με συγκίνηση και κατάλαβε πόσο ανάγκη την είχε. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που την άγγιξε, που την είχε στα χέρια του. Είχαν γίνει τόσα πολλά αυτούς τους μήνες που ήταν χώρια... Την κοίταξε για λίγο στα μάτια και ένωσε τα χείλη τους απαλά προσέχοντας να μη χαλάσει το κραγιόν της, όμως εκείνη βάθυνε το φιλί της χωρίς να τη νοιάζει αυτό. Για λίγο ξέχασαν και οι δύο που βρίσκονταν, σαν να μεταφέρθηκαν σε ένα κόσμο δικό τους ,πιο μαγικό από τη Χώρα των Ξωτικών και τη Χώρα των Μάγων μαζί. Έπρεπε όμως κάποια στιγμή να χωριστούν, ενώ δεν είχαν ιδέα πόση ώρα είχε περάσει με τους δύο τους να φιλιούνται έτσι.

Ο Γιάννης διέκοψε και την κοίταξε χαμογελώντας ενώ εκείνη κοκκίνισε ελαφρώς.

"Πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ..." Της είπε.

"Κι εγώ είμαι χαρούμενη." Έπειτα η Έλενα χαιρέτησε και τα άλλα δύο αγόρια της ομάδας.

"Σου άρεσε η έκπληξη;" Ρώτησε η Άσπα τον Γιάννη. "Μαζί μου επικοινώνησε για να την κανονίσει. Όμως φρόντισα και για την Ιφιγένεια να μη μείνει ασυνόδευτη... από εδώ ο ξάδελφος μου ο Αντρέας. Είναι ένα χρόνο μεγαλύτερος μας, αποφοίτησε πέρυσι οπότε τα έχει ήδη ζήσει όλα αυτά μια φορά. Συμφώνησε να συνοδεύσει την Ιφιγένεια σαν φίλος ." Είπε και σύστησε τον νεαρό που είχε έρθει μαζί τους.

"Χάρηκα πολύ, παιδιά. Έχω ακούσει πολλά για εσάς από την Άσπα." Είπε εκείνος σε όλους.

"Μα επιτρέπονται εξωσχολικοί στον Χορό;" Απόρησε ο Δήμος .

"Δεν τα ελέγχουν αυτά." Απάντησε ο Αντρέας. "Αν είναι συνοδοί, οι ελεγκτές στην είσοδο κάνουν τα στραβά μάτια."

«Τέλεια. Πάμε;» είπε ο Γιάννης και χαμογελώντας κοίταξε πάλι την Έλενα η οποία του επέστρεψε ένα κάπως ντροπαλό χαμόγελο.

Της έτεινε το μπράτσο του το οποίο κράτησε, έπειτα και τα υπόλοιπα αγόρια ακολούθησαν το παράδειγμα του με τις συνοδούς τους. Η Ιφιγένεια έπιασε με μια ελαφρά αμηχανία το μπράτσο του Αντρέα, παρόλο που εκείνος της χαμογέλασε ευγενικά για να την κάνει να νιώσει άνετα και η Άσπα την είχε διαβεβαιώσει προηγουμένως ότι δεν επρόκειτο να τη δει ερωτικά ούτε να την κάνει να αισθανθεί άβολα.

Η παρέα διέσχισε το εξωτερικό προαύλιο, παρατηρώντας κάποιους οι οποίοι τους κοιτούσαν και ψιθύριζαν μεταξύ τους, άλλοι με θαυμασμό και άλλοι κοιτάζοντας τους υποτιμητικά, ακόμα και με μίσος.

«Γιατί μας κοιτάνε έτσι αυτοί; Φταίω να πάω να τσακωθώ εγώ τώρα;» είπε η Άσπα στον Ηρακλή.

«Ψυχραιμία.» της είπε ήρεμος εκείνος. «Οι περισσότεροι μας ζηλεύουν και άλλοι μας μισούν για ό,τι συνέβη με τον Ιάσονα. Απλά αγνόησε τους.»

Έφτασαν στην είσοδο και εκεί, όσα ζευγάρια ήθελαν μπορούσαν να φωτογραφηθούν, έτσι όλοι εκτός απ΄ τον Αντρέα και την Ιφιγένεια πόζαραν στο φακό και στη συνέχεια ο φωτογράφος τους είπε ότι θα έπαιρναν τις φωτογραφίες τους όταν να έφευγαν. Ακολούθησαν τους υπόλοιπους συμμαθητές τους μέχρι την αίθουσα εκδηλώσεων και διαλέξεων, η οποία ήταν αγνώριστη έχοντας διακοσμηθεί κατάλληλα για το χορό. Λευκές κουρτίνες κρέμονταν από τα ταβάνια, οι οποίες έπαιρναν όλα τα χρώματα του φωτισμού στις αποχρώσεις του μπλε, του γαλάζιου και του μοβ, ενώ κρέμονταν επίσης διάφορα διακοσμητικά. Στρογγυλά τραπέζια με λευκά τραπεζομάντηλα βρίσκονταν διάσπαρτα στην αίθουσα, ενώ στη μέση υπήρχε ένα κενό το οποίο χρησίμευε ως πίστα για χορό. Στο βάθος βρισκόταν η εξέδρα όπου θα γινόταν αργότερα η στέψη του βασιλιά και της βασίλισσας του χορού και θα έβγαζαν λόγο, ενώ στα αριστερά της αίθουσας ένας μεγάλος μπουφές με ποτά και κάθε λογής εδέσματα, αλμυρά και γλυκά.

«Εδώ είμαστε.» είπε ο Δήμος κοιτάζοντας βλέποντας τα και παίρνοντας τη Γιώτα από το χέρι κατευθύνθηκαν προς τα εκεί.

Η υπόλοιπη παρέα ακολούθησε και όταν έφτασαν στο μπουφέ σερβιρίστηκαν με διάφορα κοκτέιλ ενώ ο Δήμος άρχισε να τσακίζει κάτι καναπεδάκια.

«Τι κοιτάτε; Είμαι νηστικός από τις πέντε! Με τις ετοιμασίες κι όλα αυτά δεν πρόλαβα να φάω!» αναφώνησε στα βλέμματα που του έριχνε η κοπέλα του κι η παρέα του, οι οποίοι γέλασαν με την αστεία λαιμαργία του. Γύρω τους είδαν κάποια ακόμα αδιάκριτα βλέμματα.

«Τους είδατε τους παλιό κουτσομπόληδες; Δεν έχουν με τι να ασχοληθούν και κράζουν εμάς.» είπε εκνευρισμένη η Άσπα.

«Δείτε και τη θετική πλευρά. Είσαστε διάσημοι πλέον.» είπε ο Αντρέας. «Είτε με την καλή είτε με την κακή έννοια.» Όλοι απέφυγαν να συζητήσουν το λόγο που συνέβαινε αυτό, παρόλο που το γνώριζαν πολύ καλά. Μετά τα τελευταία γεγονότα, οι πολέμιοι του Ιάσονα στον Νότο έγιναν ακόμα περισσότεροι, ενώ υπήρχαν ελάχιστοι που πίστευαν ότι ακολούθησε τον Άνθιμο για να τον πολεμήσει εκ των έσω, ότι εξακολουθούσε να είναι ο εκλεκτός που θα τους έσωζε όμως αυτή τη φορά θα είχε το ρόλο του αντιήρωα. Οι θεωρίες γενικά έδιναν κι έπαιρναν και στη μέση όλων αυτών βρίσκονταν οι φίλοι του, που γίνονταν πολύ συχνά αντικείμενο συζητήσεων. Είτε πίστευαν ότι είχαν πάρει κι εκείνοι το μέρος του και υποστήριζαν την πράξη του να πάει στη σκοτεινή πλευρά, είτε ότι θα τον βοηθούσαν αν ο σκοπός του ήταν καλοπροαίρετος.

Ένας σύντομος λόγος που έβγαλε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, σήμανε την έναρξη του Χορού Αποφοίτησης και ένα γρήγορο ποπ τραγούδι άρχισε να παίζει. Η Άσπα τράβηξε αμέσως τον Ηρακλή στην πίστα, ο Δήμος οδήγησε τη Γιώτα και μαζί με άλλα ζευγάρια άρχισαν να χορεύουν.

Η Έλενα διέκρινε μερικά μέτρα πιο πέρα, κάτι που της χάλασε κάθε καλή διάθεση και επισκίασε κάθε όμορφο συναίσθημα που ένιωθε στο πλευρό του Γιάννη και ανάμεσα στους φίλους της. Η παλιά της παρέα στέκονταν σε μια γωνία και της έριχναν βλοσυρά βλέμματα, συζητώντας σίγουρα για εκείνη. Η Ρεβέκκα φορούσε ένα χρυσό φόρεμα το οποίο αγκάλιαζε το χυμώδες κορμί της και δεν άφηνε και πολλά στη φαντασία ενώ είχε κολλήσει σαν βδέλλα επάνω στον Πάνο. Η Ματίνα ήταν ντυμένη εξίσου προκλητικά και έδειχνε να συμμετέχει στη συζήτηση και να συμμερίζεται το μίσος των φίλων της για εκείνη, κατηγορώντας την σίγουρα ότι έφταιγε που παραλίγο να τους κάψει ο Γιάννης μερικούς μήνες πριν. Άσχημες αναμνήσεις επανήλθαν στο μυαλό της, αναμνήσεις από την ψυχολογική και σωματική κακοποίηση που είχε υποστεί από εκείνους.

«Τι έχεις, αγάπη μου;» άκουσε τη φωνή του να της λέει τρυφερά, όμως τα αυτιά της ήδη βούιζαν και δεν ένιωθε καλά. Το βλέμμα του Γιάννη ακολούθησε το δικό της και τους είδε, και τότε τους κοίταξε απειλητικά ανάβοντας διακριτικά μια φλόγα στο χέρι του.

Εκείνοι έστρεψαν αλλού τα μάτια τους φοβισμένοι.

«Με συγχωρείς... Δεν νιώθω καλά. Θα πάω έξω να πάρω λίγο αέρα.» κατάφερε να πει η Έλενα και έφυγε βαστώντας το φόρεμα της προς την έξοδο της αίθουσας. Ο Γιάννης ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει μόνη σε μια τέτοια στιγμή και την ακολούθησε.

Η Ιφιγένεια κατάλαβε τι συνέβη στη φίλη της, λυπήθηκε και θύμωσε ταυτόχρονα. Πώς τολμούσαν να την κοιτούν έτσι και να τη σχολιάζουν μετά από όσα της έκαναν; Είχαν πολύ θράσος τελικά, και ακόμα κι η ίδια που φημιζόταν για τη μεγάλη της καρδιά δεν θα τους συγχωρούσε ποτέ.

«Θα είναι εντάξει η φίλη σου;» τη ρώτησε ο Αντρέας και συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα στεκόταν δίπλα του και είχαν μείνει οι δυο τους.

«Ναι, μην ανησυχείς. Ο Γιάννης την προσέχει.» του απάντησε χαμογελώντας.

«Χαίρομαι. Ώστε... Εσύ είσαι το κορίτσι του Μαγικού, ε;» τη ρώτησε έπειτα ο νεαρός, πιάνοντας την απροετοίμαστη.

«Δεν... είμαι το κορίτσι του. Δηλαδή... Δεν πρόλαβα ποτέ να γίνω με όσα συνέβησαν.» είπε με τη θλίψη να χρωματίζει τη φωνή της.

«Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άσχημα...»

«Δεν πειράζει. Προσπαθώ να ξεχάσω και να προχωρήσω μπροστά, και αυτό που προέχει τώρα είναι να βοηθήσω το είδος μου πολεμώντας μαζί με τον πατέρα μου και τους υπόλοιπους Θεραπευτές, και να συμβάλλω στην προστασία του Κόσμου.»

«Πάντως, όσα έχουν ακουστεί για σένα είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα. Είσαι μια ηρωίδα, Ιφιγένεια.»

«Δεν είμαι ηρωίδα. Πολέμησα στο πλευρό του εχθρού στον προηγούμενο πόλεμο.» του απάντησε σκύβοντας το κεφάλι.

«Χωρίς τη θέληση σου όμως. Όλοι ξέρουν ότι ήσουν αιχμάλωτη του Άνθιμου και εκείνος σε ανάγκασε. Όμως σε θαυμάζω που κατάφερες να αντέξεις και να μη χάσεις την ψυχή σου, όπως συνέβη και με τα υπόλοιπα Ξωτικά που τον ακολούθησαν.»

«Ευχαριστώ.» είπε και κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια, χωρίς να βρίσκουν κάτι άλλο να πουν.

Ήταν όμορφος νεαρός, αδιαμφισβήτητα. Είχε μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια κι ένα χαμόγελο που την έκανε να νιώθει ζεστασιά και ασφάλεια. Όμως δεν ήταν ο Ιάσονας. Είτε το ήθελε είτε όχι, η Ιφιγένεια είχε δώσει την καρδιά της σε εκείνον και ακόμα κι αν εκείνος δεν επέστρεφε ποτέ, ακόμα κι αν σκότωνε εκατοντάδες στο πλευρό του Άνθιμου, δεν θα μπορούσε να τον μισήσει, ούτε να προχωρήσει μπροστά με κάποιον άλλον.

«Λοιπόν; Χορεύουμε, μπας και ξεχαστείς λίγο;» διέκοψε τις σκέψεις της ο Αντρέας και παίρνοντας το χέρι του ένευσε και τον άφησε να την οδηγήσει στην πίστα, όπου βρήκαν τους φίλους τους και άρχισαν να κινούνται και εκείνοι στο ρυθμό.

Εν τω μεταξύ ο Γιάννης βρήκε την Έλενα σε ένα παγκάκι στο προαύλιο να παλεύει να συγκρατήσει τα δάκρυα της για ακόμα μια φορά και η καρδιά του σφίχτηκε.

«Αγάπη μου;» Πλησίασε και αφού κάθισε διστακτικά δίπλα της, τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και εκείνη παραδόθηκε στην αγκαλιά του, στο μόνο μέρος που αισθανόταν ασφάλεια όταν όλες εκείνες οι σκέψεις και οι αναμνήσεις την έπνιγαν.

«Μη δίνεις σημασία σε εκείνα τα καθάρματα... Μην τους αφήνεις να χαλάσουν τη βραδιά μας γιατί αυτό είναι που θέλουν.» της είπε.

«Δεν είναι τόσο εύκολο.» είπε εκείνη ρουφώντας τη μύτη της. «Ακόμα και χωρίς να έρθουν να μου μιλήσουν προσωπικά, ένιωσα πως με ταπείνωσαν πάλι όπως τότε. Δεν μπορώ να ξεχάσω όσα έγιναν, Γιάννη, όχι όσο βρίσκονται εκείνοι μπροστά.» Και άλλα δάκρυα κύλησαν. «Και ξέρω ότι εκείνο το θέμα με τα βίντεο δεν έχει ξεχαστεί, ότι υπάρχουν κι άλλα άτομα απόψε που με σχολιάζουν και μιλούν υποτιμητικά ή πονηρά για εμένα.»

«Πες μου μια κουβέντα μόνο. Μια σου λέξη και θα φροντίσω ώστε να φύγουν όλα εκείνα τα άτομα με πρώτους εκείνους τους τρεις γελοίους και να μη σε πλησιάσουν ξανά στα εκατό μέτρα. Θέλεις, ναι ή όχι; Δεν θα τους πειράξω. Απλά θα τους φοβερίσω λίγο. Εξάλλου τώρα πια ελέγχω τον εαυτό μου.» της είπε με συγκρατημένη οργή.

Η Έλενα βγήκε από την αγκαλιά του και τον κοίταξε.

«Όχι.» του είπε. «Δεν θέλω να βρεις πάλι το μπελά σου... Έχεις δίκιο, δεν θα τους αφήσω να μας χαλάσουν τη βραδιά.» και σκούπισε προσεκτικά τα μάτια της για να μη χαλάσει το μακιγιάζ της.

«Εντάξει, πάντως ύστερα από το βλέμμα που του έριξα, δεν νομίζω να τολμήσουν ξανά να υψώσουν τα μάτια τους πάνω σου, απλά αγνόησε τους.»

«Έχεις δίκιο. Αυτό θα κάνω. Πάμε να χορέψουμε;»

«Εσύ ζητάς από εμένα να χορέψουμε κι όχι το αντίθετο; Με εκπλήσσεις...» της είπε κοιτάζοντας τη με νόημα και κάνοντας την να γελάσει κοκκινίζοντας. Σηκώθηκαν και πήγαν μέσα, όπου βρήκαν τους υπόλοιπους στην πίστα κι άρχισαν να χορεύουν.

«Όλα καλά;!» τους ρώτησε η Άσπα φωνάζοντας για να ακουστεί πάνω από τη μουσική. Ο Γιάννης της έκανε νόημα πως όλα ήταν μια χαρά.

Τα χέρια του την άγγιζαν στη μέση προκαλώντας της ρίγη, και τότε ένιωσε να ξεχνάει τα πάντα, ακόμα και την παρουσία εκείνων , ενώ θυμόταν την πρώτη φορά που ενώθηκαν αναψοκοκκινίζοντας και νιώθοντας μια έξαψη να την πλημμυρίζει. Άραγε πότε θα έκαναν έρωτα ξανά; Απόψε κιόλας; Και μόνο στη σκέψη η ηδονή που ένιωθε γινόταν εντονότερη, τόσο που φοβόταν ότι εκείνος θα το καταλάβαινε. Ο Γιάννης, από την πλευρά του, την κρατούσε και ανυπομονούσε για τη στιγμή που θα την έκανε πάλι δικιά του, και αναρωτιόταν κι εκείνος πότε θα τους δινόταν η ευκαιρία ενώ πάλευε μέσα του να δείξει αυτοσυγκράτηση.

Μετά από λίγο, ένα προς ένα τα ζευγάρια της παρέας κουράστηκαν και πήγαν να καθίσουν σε ένα τραπέζι, μαζί με ποτά και σνακ που πήραν απ' το μπουφέ.

«Ελάτε να φάμε για να ξαναχορέψουμε, γιατί άρχισα να πεινάω και ξέρετε τι λένε, νηστικό αρκούδι δεν χορεύει!» είπε ο Δήμος και άρχισε να γεμίζει ξανά το στόμα του με μίνι μπέργκερ.

«Ήθελα να ήξερα που το βάζεις τόσο φαί.» τον πείραξε η Γιώτα, γιατί πράγματι παρόλο που έτρωγε πάρα πολύ, το αγόρι της ήταν πολύ αδύνατο.

«Τα καίω γρήγορα, μωρό μου.» της απάντησε μπουκωμένος, προκαλώντας γέλια σε όλους, ακόμα και σε εκείνη που ήταν η πιο σοβαρή της παρέας. Τον αγαπούσε ακόμα και με εκείνη την εκνευριστική συνήθεια του να μιλάει με γεμάτο στόμα.

Τα μέλη της παρέας άρχισαν να συζητούν, να λένε αστεία και να γνωρίζονται καλύτερα με τον Αντρέα, ενώ έλεγαν επίσης ιστορίες από παλιά και νοσταλγούσαν όσα έζησαν σε αυτό το σχολείο. Στις περισσότερες ιστορίες ήταν μέσα και ο Ιάσονας και, όσο και αν το ήθελαν, δεν κατάφεραν να αποφύγουν την αναφορά στο όνομα του. Ο Αντρέας γέλασε ιδιαίτερα όταν του αφηγήθηκαν την ιστορία εκείνη που πήγαν να «σώσουν» τον Ηρακλή από τους παράνομους αγώνες και τους φυγάδευσε ο μεταλλάς Άκης ο οποίος στη συνέχεια έγινε και πατριός του, όχι επισήμως βέβαια γιατί δεν είχε ζητήσει ακόμα τη Μύρνα σε γάμο όμως ο Ηρακλής ήταν σίγουρος πως θα το έκανε, όταν τελείωνε ο πόλεμος και εφόσον ο ίδιος επέστρεφε ζωντανός. Ήλπιζε όντως να επιστρέψει και θα προσπαθούσε για αυτό, όπως είχε υποσχεθεί στην οικογένεια του. Η Άσπα, η Γιώτα και η Έλενα είχαν ακούσει ήδη αυτή την ιστορία εκατοντάδες φορές, όμως ακόμα γελούσαν όταν την άκουγαν από τα αγόρια και την Ιφιγένεια.

Λίγο αργότερα, η μουσική άλλαξε και άρχισαν να παίζουν αργά κομμάτια που χορεύονταν σαν μπλουζ, έτσι τα ζευγάρια της παρέας σηκώθηκαν ξανά για πιο ρομαντικούς χορούς αυτή τη φορά. Στο μεταξύ η Ιφιγένεια είχε γνωριστεί καλύτερα με τον Αντρέα κι ένιωθε ήδη πιο άνετα μαζί του σε φιλικό επίπεδο, έτσι χόρεψαν χωρίς να είναι αγκαλιασμένοι μεταξύ τους όπως οι άλλοι, αλλά με τα σώματα τους σε απόσταση. Εκείνος είχε τα χέρια του στα πλάγια της μέσης της ενώ εκείνη στους ώμους της. Έριξε μερικές σύντομες ματιές γύρω της και χάρηκε που έβλεπε τους φίλους της τόσο ερωτευμένους, την Άσπα με τον Ηρακλή, τον Δήμο με τη Γιώτα, και χαιρόταν ιδιαίτερα με τον Γιάννη και την Έλενα, που φαίνονταν σαν να ζούσαν σε ένα δικό τους κόσμο έχοντας ξεχάσει τα πάντα.

«Και για πες... Εσένα υπάρχει κάποια στη ζωή σου;» ρώτησε διστακτικά τον Αντρέα για να ανοίξει ένα θέμα συζήτησης καθώς χόρευαν. Εκείνος γέλασε ελαφρά και απάντησε:

«Όχι, όχι κάποια. Κάποιος.» Η Ιφιγένεια ξαφνιάστηκε, αλλά χάρηκε για εκείνον.

«Αλήθεια; Ελπίζω να είναι καλό παιδί. Θα είναι σίγουρα ευτυχισμένος μαζί σου.»

«Είναι πολύ καλός και ταιριάζουμε, θεωρώ. Τον λένε Δημήτρη και είμαστε τρία χρόνια μαζί. Και κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να τον κάνω ευτυχισμένο. Εγώ πάντως είμαι πολύ.»

«Χαίρομαι πολύ για εσάς.» είπε η Ιφιγένεια. Ώστε έτσι εξηγούνταν, για αυτό της είχε πει η Άσπα ότι ο Αντρέας δεν επρόκειτο να τη δει ποτέ ερωτικά.

Έτσι λοιπόν συνεχίστηκε η βραδιά, με χορούς και συζητήσεις. Ο πόλεμος και όλα όσα συνέβησαν πίσω στη Χώρα των Ξωτικών φαίνονταν πολύ μακρινά στην Ιφιγένεια, τον Γιάννη και τον Ηρακλή, που είχαν όντως ξεχαστεί όπως περίμεναν. Ο Χορός της Αποφοίτησης τελείωσε, με Βασίλισσα δυστυχώς να στέφεται η Ρεβέκκα και Βασιλιάς, ο Πάνος. Κάτι ακούστηκε ότι η Ρεβέκκα «λάδωσε» τους πάντες ώστε να ψηφίσουν εκείνη και το αγόρι της, οπότε δεν τους άξιζε πραγματικά ο τίτλος, όμως η Έλενα επέλεξε να μην ασχοληθεί. Κάποια άτομα τελικά δεν άλλαζαν. Ακόμα και μετά τα όσα μαθεύτηκαν για αυτούς τους δύο, εξακολουθούσαν να είναι το πιο δημοφιλές ζευγάρι του σχολείου, και ας ήταν στην πραγματικότητα δυο τραμπούκοι που είχαν σίγουρα εκφοβίσει κρυφά κι άλλα άτομα.

Όμως ο Γιάννης ήταν εκεί, δίπλα της και της έδωσε πολλή δύναμη απόψε. Μαζί του ένιωθε έτοιμη να αντιμετωπίσει το οτιδήποτε.

Η παρέα παρέλαβαν τις φωτογραφίες τους στην έξοδο και με γέλια βγήκαν έξω στον καθαρό αέρα του Μαΐου. Είχε λίγη ψύχρα και ο Γιάννης έβγαλε το σακάκι του και το πέρασε πάνω από τους ώμους της Έλενας.

«Ξέρεις πολύ καλά ότι εγώ δεν το χρειάζομαι, το φόρεσα μόνο για το στυλ.» της είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου.

«Ευχαριστώ.» είπε μόνο εκείνη, στην πραγματικότητα όμως ήθελε να του πει πολλά παραπάνω.

Η βραδιά έληξε υπέροχα για όλους. Η Άσπα έφυγε μαζί με τον Ηρακλή για να περάσει τη νύχτα στο σπίτι του, το ίδιο και η Γιώτα η οποία πήγε στο σπίτι του Δήμου. Ο Αντρέας συνόδευσε την Ιφιγένεια μέχρι το δικό της, όπου το Ξωτικό τον αποχαιρέτησε ευχαριστώντας τον για την παρέα και έπειτα κουβέντιασε λίγο με τη Νάρα προτού κοιμηθεί. Όσο για τον Γιάννη και την Έλενα, ήθελαν και οι δυο πολύ να περάσουν τη νύχτα μαζί, όμως δίσταζαν να το προτείνουν ο ένας στον άλλον. Θα ήταν αδύνατον να κοιμηθούν και εκείνοι στο σπίτι του Ηρακλή, ήδη ήταν πολλά τα άτομα και δεν ήθελαν να ενοχλήσουν ως δεύτερο ζευγάρι αφού θα έμενε και η Άσπα εκεί. Έτσι, ο Γιάννης έπρεπε να αποχαιρετίσει την αγαπημένη του για την ώρα. Μια άλλη λύση θα ήταν να της προτείνει να πάνε σε κάποιο ξενοδοχείο, όμως δεν ήξερε πως θα το πάρει εκείνη έτσι δεν το τόλμησε. Τελικά, το κορίτσι του πρότεινε διστακτικά να περάσουν τη νύχτα στο δικό της σπίτι. Οι γονείς της βρίσκονταν ακόμα στον Βορρά και είχε κατέβει μόνη της στον Νότο, έτσι θα είχαν όλο το σπίτι δικό τους.

Την ίδια στιγμή που το πρότεινε το μετάνιωσε, αναρωτιόταν αν ακούστηκε υπερβολικά τολμηρό ή προκλητικό κάτι τέτοιο, όμως τι στο καλό, αν δεν έπαιρνε και καμιά πρωτοβουλία δεν θα απολάμβανε ποτέ τη ζωή της. Ο Γιάννης θα έφευγε πάλι σύντομα και δεν ήξερε πότε θα τον ξανάβλεπε, και το ήθελαν πολύ και οι δύο αυτό που θα ακολουθούσε γιατί ποιος ξέρει πότε θα τους δινόταν ξανά η ευκαιρία.

«Σε ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Θα χαρώ πολύ να μείνω σπίτι σου απόψε.» της είπε ο Γιάννης και αφού ενημέρωσε τον Ηρακλή και τον αποχαιρέτησαν, ξεκίνησαν για το σπίτι της.

Οι καρδιές και των δύο χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό και τα σώματα τους έτρεμαν από την προσμονή.

********

Ένα ακόμα ανάλαφρο κεφάλαιο, πιο γλυκό και ρομαντικό θέλω να πιστεύω και με την έκπληξη της Έλενας!! Την περιμένατε; Ο Γιάννης γλυκός και περιποιητικός μαζί της όπως πάντα, ο Δήμος κλασικά έτρωγε σαν να μην υπάρχει αύριο, ο Ηρακλής με την Άσπα ερωτευμένοι όσο ποτέ ενώ η Ιφιγένεια προσπαθεί να ξεχάσει τον Ιάσονα όμως δεν θέλει να προχωρήσει μπροστά με κανέναν άλλον. Ευτυχώς, απέκτησε έναν καινούργιο φίλο, τον Αντρέα! Πώς σας φάνηκαν όλα αυτά; 

Στο επόμενο δεν σκοπεύω να περιγράψω αναλυτικά ερωτικές σκηνές. Θεωρώ ότι σε ένα βιβλίο ειδικά Φαντασίας είναι υπερβολή να υπάρχουν πάνω από δύο ή τρεις, και φυλάω τη δεύτερη για κάποιο ζευγάρι που δεν έχουμε προλάβει να δούμε ακόμα! Ποιο είναι αυτό; Αν δεν καταλάβατε ήδη θα δείτε σε μερικά κεφάλαια. 😉

Στο επόμενο κεφάλαιο λοιπόν, θα δούμε λίγο Γιάννη και Έλενα (όμως όχι με πικάντικες λεπτομέρειες όπως σας είπα), λίγο από την Τελετή Αποφοίτησης και στη συνέχεια την επιστροφή των φίλων μας στη Χώρα των Ξωτικών. Σε περίπτωση που σας διέφυγε, στο προηγούμενο κεφάλαιο γράφω πως είναι τέλος Μάϊου, και τι έχουνε στη Χώρα των Ξωτικών τέλος Μάϊου με αρχές Ιουνίου; Ναι, πολύ σωστά θυμόσαστε! Τη Γιορτή του Καλοκαιριού και το φεστιβάλ της Ανφάνης! Κι ύστερα έρχεται ο χαμός που σας έλεγα...!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top