Κεφάλαιο 43: Επιστροφή στον Νότο
Χώρα των Ξωτικών
Πέρασε αρκετός καιρός. Είχε έρθει ο Μάιος πλέον και δεν είχε γίνει ακόμα καμία επίθεση, ούτε είχε φανεί κανένα σημάδι των εχθρών. Ο Έλιος υπενθύμιζε συνεχώς στα Ξωτικά να μην επαναπαύονται, γιατί αυτό ακριβώς θα ήταν που περίμενε ο Άνθιμος. Οι προπονήσεις συνεχίζονταν πυρετωδώς, ωστόσο πολλοί από τα Πέντε Βασίλεια δεν άντεχαν άλλο και ήθελαν να γυρίσουν σπίτια τους. Πέρα από την κούραση, τους τρέλαινε η αναμονή.
Μέσα σ' όλα αυτά, ο Γιάννης και ο Ηρακλής εξακολουθούσαν να προπονούνται, ο πρώτος με τα Ξωτικά της Φωτιάς και τους Τοξότες και ο δεύτερος με το πυροβολικό του Νότου, το ίδιο και η Ιφιγένεια με τους Θεραπευτές. Η απουσία του Ιάσονα, ειδικά τώρα που ήξεραν πως βρισκόταν με το μέρος του εχθρού και το είχαν πάρει απόφαση, αφού ακόμα δεν είχε επιστρέψει, πονούσε ακόμα περισσότερο και η αγωνία τους για εκείνον ήταν μεγαλύτερη από ποτέ. Η αναμονή του επερχόμενου πολέμου δεν έκανε καθόλου ευκολότερα τα πράγματα.
Τέλη Μάιου, ήρθε ένα νέο το οποίο μπορεί και να τους έκανε να ξεχαστούν και να ξεφύγουν λίγο από όλα αυτά. Η Βασίλισσα Αλεξάνδρα ενημέρωσε τον Άρχοντα Έλιο, ότι οι τρεις μαθητές, οι οποίοι παρακολουθούσαν τα μαθήματα τους διαδικτυακά τόσο καιρό και πέρασαν όλες τις ενδοσχολικές εξετάσεις, είχαν την επιλογή αν το ήθελαν, να παρευρεθούν στο σχολείο τους στον Νότο για τον Χορό Αποφοίτησης και την τελετή αποφοίτησης για να πάρουν τα απολυτήρια τους. Αν οι τρεις νέοι δεν ήθελαν να φύγουν και επέλεγαν να παραμείνουν στη Χώρα των Ξωτικών, τότε τα απολυτήρια θα τους αποστέλλονταν από την ίδια. Όσο για τις Παν- Νότιες εξετάσεις, εκείνες αναβλήθηκαν μέχρι να φύγει η απειλή.
«Τι θα κάνουμε; Θα πάμε;» ρώτησε η Ιφιγένεια.
«Δεν ξέρω. Απ' τη μια πιστεύω πως δεν πρέπει να επαναπαυθούμε, να μείνουμε εδώ και να συνεχίσουμε να είμαστε σε ετοιμότητα για κάποια επίθεση του Άνθιμου, από την άλλη όμως... ένα διάλειμμα από όλα αυτά θα μας κάνει καλό και θα ξεχαστούμε.» απάντησε ο Γιάννης κι έπειτα από μια σύντομη παύση συμπλήρωσε: «Εξάλλου, θέλω να ξαναδώ και την Έλενα, κι αν τα καταφέρω θα ανέβω στον Βορρά για να τη συναντήσω.»
«Εσύ τι λες, Ηρακλή;» ρώτησε το κορίτσι.
«Και εγώ θέλω να ξαναδώ την οικογένεια μου και την Άσπα. Θα μου δώσουν δύναμη, και συμφωνώ ότι θα ξεχαστούμε λίγο. Ας ελπίσουμε μόνο να μη συμβεί τίποτα εδώ όσο θα λείπουμε...»
«Ακόμα και αν συμβεί όμως, ο Άρχοντας Παύλος θα στείλει τον Χρονομάγο Αγησίλαο να μας φέρει γρήγορα πίσω, έτσι δεν είναι;» ρώτησε το Ξωτικό.
«Ας το ελπίσουμε.» είπε ο Γιάννης. «Άρα θα πάμε;»
«Ας πάμε.» είπε ο Ηρακλής και όλοι συμφώνησαν. «Και Γιάννη, είσαι ευπρόσδεκτος να μείνεις στο σπίτι μου για όσες μέρες περάσουμε εκεί.»
«Ευχαριστώ.» συμφώνησε ο Γιάννης, που δεν είχε και άλλη επιλογή.
Σπίτι δεν είχε πλέον, ούτε λεφτά για ξενοδοχείο. Στην Ιφιγένεια δεν θα έμενε ακόμα και αν εκείνη του το πρότεινε, παρόλο που είχαν παραμείνει φίλοι θα ήταν άβολο και για τους δύο, ειδικά αν εκείνη πήγαινε στον Νότο χωρίς τους γονείς της. Έπειτα σκέφτηκε το ζεύγος Ιωαννίδη, όμως δεν μπορούσε να τους κοιτάξει στα μάτια, όχι ύστερα από αυτό που συνέβη, σίγουρα θα το είχαν μάθει γιατί τα κουτσομπολιά διαδίδονταν γρήγορα αυτές τις μέρες... και σίγουρα δεν θα μπορούσε να μείνει στο δωμάτιο του Ιάσονα μετά την προδοσία του, να θυμάται ότι κάποτε ήταν ο κολλητός του και ένας αθώος έφηβος με αφίσες ποδοσφαίρου και ταπετσαρία από άνιμε στην αρχική οθόνη του υπολογιστή του, προτού γίνει Νυχτερινός.
{...}
Νότιο Βασίλειο, λίγες ημέρες μετά
Έτσι, οι τρεις πολεμιστές θυμήθηκαν για ακόμα μια φορά ότι κάποτε υπήρξαν μαθητές και σε τέσσερις μέρες κιόλας βρίσκονταν πίσω στην Ωραιόπολη του Νότου. Ήταν Πέμπτη, το Σάββατο θα γινόταν ο χορός και την ερχόμενη Δευτέρα, η Τελετή Αποφοίτησης. Συνεπώς, είχαν ήδη δύο μέρες ώστε να προετοιμαστούν για τον χορό και να βρουν τι θα φορέσουν.
Ο Άκης και η Μύρνα ήρθαν και τους πήραν από το Λιμάνι, καθώς τους είχαν το τραπέζι για να τους υποδεχθούν στο σπίτι τους. Η Μύρνα έσφιξε με λαχτάρα στην αγκαλιά της τον Ηρακλή, χαρούμενη που τον έβλεπε από κοντά ξανά και ακολούθησε άλλη μια πατρική αγκαλιά από τον Άκη.
«Η Αντιγόνη;» ρώτησε έπειτα η Μύρνα τον Γιάννη, τον οποίο επίσης υποδέχθηκε αγκαλιάζοντας τον.
«Προτίμησε να μείνει πίσω στη Χώρα των Ξωτικών.» είπε εκείνος. «Φοβήθηκε πως αν ερχόταν, θα επανέρχονταν στο μυαλό της μνήμες από παλιά.» Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση και θλίψη.
«Εσύ πώς είσαι, αγόρι μου; Είσαι καλά; Εννοώ... Μετά από όσα έγιναν...;»
«Είμαι μια χαρά τώρα, μην ανησυχείτε. Ό,τι έγινε, έγινε. Έχουμε ακόμα ο ένας τον άλλον και σαν μια γροθιά θα αντιμετωπίσουμε αυτά που θα έρθουν. Έστω και χωρίς τον Ιάσονα.» είπε χαμηλόφωνα για να μην τον ακούσει η Ιφιγένεια και της χαλάσει τη διάθεση τώρα που φαινόταν να έχει ξεχαστεί κάπως.
Η αλήθεια όμως ήταν, πως η Ιφιγένεια δεν είχε ξεχαστεί ούτε λίγο. Πώς θα μπορούσε άραγε, τη στιγμή που βρισκόταν στο μέρος όπου γνωρίστηκαν με τον Ιάσονα, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα; Πώς θα αντίκριζε τους γονείς του και θα τους έλεγε πως έφταιγε και εκείνη εν μέρει που εκείνος ακολούθησε τη σκοτεινή πλευρά;
Στο σπίτι του Ηρακλή τους υποδέχθηκαν ενθουσιασμένα τα αδέλφια του, τα οποία δεν είχαν πάει στο Λιμάνι γιατί δεν χωρούσαν όλοι στο αυτοκίνητο. Η Σοφία αγκάλιασε την Ιφιγένεια σαν να ήταν αδελφή της ενώ ο Ηλίας άρχισε να λέει στον Γιάννη για το καινούργιο video game που του πήρε ο Άκης και του ζητούσε να του κάνει κόλπα με τη φωτιά.
«Όχι εδώ μέσα... Η μαμά σου θα μας κυνηγάει αν βάλουμε καμιά φωτιά. Κάποια άλλη στιγμή, όταν θα είμαστε έξω.» του είπε κλείνοντας του το μάτι, έβγαλε όμως διακριτικά μια μικρή φλογίτσα στο χέρι του.
«Ωωω...!» έκανε ο μικρός εντυπωσιασμένος. Στη συνέχεια, κάθισαν να παίξουν μαζί το βιντεοπαιχνίδι, ενώ η Σοφία σε μια γωνία μιλούσε συνωμοτικά στην Ιφιγένεια για ένα αγόρι με τον οποίο είχαν αρχίσει να βγαίνουν. Η Μύρνα ετοίμαζε το τραπέζι με τη βοήθεια του Ηρακλή και του Άκη και όταν ήταν έτοιμο κάθισαν όλοι μαζί να φάνε. Το κλίμα ήταν πολύ ευχάριστο, αν και προσπαθούσαν όλοι να αποφύγουν συζητήσεις σχετικά με όσα έγιναν.
«Τι κάνουν οι γονείς σου, Ιφιγένεια;» ρώτησε κάποια στιγμή η Μύρνα το νεαρό ξωτικό.
«Καλά είναι. Έμειναν και εκείνοι πίσω στη Χώρα να συνεχίσουν τις προπονήσεις με τους Θεραπευτές. Παρόλο που ο μπαμπάς μου δεν είναι πια Αρχιθεραπευτής, παραμένει ένα σημαντικό μέλος του σώματος και ο τωρινός Αρχηγός, ο Νικόδημος, πολλές φορές τον συμβουλεύεται.»
«Πάντως, το σπίτι μας είναι ανοιχτό και για εσένα. Μπορείς να μείνεις κι εσύ εδώ για να είστε όλοι μαζί.» της πρότεινε ο Άκης.
«Ναι, κορίτσι μου. Να μη μείνεις μόνη σου αυτές τις μέρες.» της είπε και η Μύρνα.
«Μπορούμε να μοιραστούμε το δωμάτιο μου!» αναφώνησε η Σοφία.
«Ευχαριστώ μα... νομίζω θα τη χρειαστώ τη μοναξιά για λίγο. Εξάλλου, θα έχω τη Νάρα για παρέα μου.» απάντησε το κορίτσι αρνούμενη ευγενικά.
Λίγο μετά το φαγητό, η Ιφιγένεια έφυγε για να πάει να ετοιμάσει το σπίτι και να το ανοίξει να αεριστεί λίγο, αν και τόσον καιρό που έλειπαν, οι γονείς της είχα φροντίσει ώστε να πηγαίνουν άτομα και να το καθαρίζουν για να διατηρείται. Ο Γιάννης τακτοποιήθηκε στο δωμάτιο του Ηρακλή και όλο το υπόλοιπο του μεσημεριού χαλάρωσαν, ενώ το απόγευμα μαζεύτηκαν στο σπίτι της Ιφιγένειας, μαζί με τον Δήμο, την Άσπα και τη Γιώτα που κατέφθασαν για να τους υποδεχθούν. Η Άσπα όρμησε στην αγκαλιά του Ηρακλή και τον φίλησε με πάθος.
«Έλεος... Βρείτε κανένα δωμάτιο εσείς οι δύο!» αναφώνησε για να τους πειράξει ο Δήμος. Ο Ηρακλής έπειτα στράφηκε σε εκείνον.
«Έλα εδώ βρε ζηλιάρη.» είπε και τον έσφιξε κι αυτόν στην αγκαλιά του, τόσο που ο πολύ λιγότερο μυώδης φίλος του κόντεψε να σκάσει! Η Άσπα στη συνέχεια αγκάλιασε ενθουσιασμένη την Ιφιγένεια και τον Γιάννη και η Γιώτα το ίδιο.
Αφού ολοκληρώθηκε η επανασύνδεση της παρέας, κάθισαν όλοι μαζί στο καθιστικό τρώγοντας «ανθυγιεινά» σνακ και πίνοντας μπύρες και αναψυκτικά, συζητώντας όπως παλιά, με τα πειράγματα, τα αστεία και τα γέλια τους. Σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Λες και ο Ιάσονας δεν υπήρξε ποτέ μέλος της παρέας, λες και δεν τον είχαν βρει και τον έχασαν την ίδια στιγμή. Η Ιφιγένεια τους κοιτούσε και θυμόταν τα λόγια του Άνθιμου εκείνη την καταραμένη μέρα στο Δάσος της Σύγχυσης:
«Οι φίλοι σου σε είχαν διαγράψει τελείως όσον καιρό βρισκόσουν εδώ μέσα! Διασκέδαζαν και περνούσαν καλά, έκαναν πάρτι και ήταν μια χαρά χωρίς εσένα! Δεν σε χρειάζονται, Ιάσονα!» Άραγε έτσι ήταν και τώρα; Όντως τον είχαν ξεγραμμένο, και έχοντας πάψει να ελπίζουν στην επιστροφή του προχωρούσαν μπροστά; Μονάχα εκείνη δεν μπορούσε να προχωρήσει. Από εκείνη την ημέρα και εκείνα τα λόγια του Νυχτερινού Άρχοντα, η Ιφιγένεια δεν μπορούσε να χαρεί τίποτα. Ένιωθε ένοχη κάθε φορά που γελούσε και ξεχνιόταν λίγο. Και τώρα για μία ακόμα φορά θα πήγαινε σε ένα πάρτι και θα διασκέδαζε, πάλι χωρίς εκείνον.
«Ιφιγένεια; Τι έχεις, κορίτσι μου;» Η φωνή της Άσπας την επανέφερε στην πραγματικότητα. Τους κοίταξε όλους έναν- έναν και είπε:
«Τον έχουμε διαγράψει όντως;» Ο Γιάννης και ο Ηρακλής κατάλαβαν αμέσως τι εννοούσε και έσκυψαν τα κεφάλια τους με θλίψη.
«Τι εννοείς;» απόρησε ο Δήμος.
«Στο Δάσος της Σύγχυσης, όταν είχαμε βρει τον Ιάσονα, ο Λόρδος Άνθιμος του είχε πει ότι τον είχαμε διαγράψει, και πως όσο καιρό εκείνος παρέμεινε στην εξορία εμείς διασκεδάζαμε και κάναμε πάρτι. Και αυτό συνέβαινε τότε που δεν ήμασταν καν αν ήταν ζωντανός, πόσο μάλλον τώρα που, αν και καλά, ξέρουμε όλοι που βρίσκεται και ποιο δρόμο ακολούθησε. Λυπάμαι, αλλά εγώ δεν μπορώ να διασκεδάσω έτσι. Δεν θα έρθω στο Χορό Αποφοίτησης.»
Επικράτησαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής στην παρέα, έπειτα η Άσπα σηκώθηκε από τη θέση της στην αγκαλιά του Ηρακλή και πήγε και κάθισε δίπλα της, κάτω στο χαλί όπου καθόταν και την αγκάλιασε.
«Γλυκιά μου...» της είπε τρυφερά. «Μην αφήνεις τα λόγια ενός καθάρματος να σε επηρεάζουν. Ο Ιάσονας δεν θα ήθελε να ζούμε στη μιζέρια, να κλαίμε και να αγωνιούμε για το μέλλον του... Δεν ξέρουμε τι στο καλό σκεφτόταν και γιατί πήγε με τον Άνθιμο, πάντως σίγουρα όχι επειδή εμείς κάναμε κανένα παρτάκι εδώ κι εκεί για να ξεχάσουμε πόσο μας έλειπε.»
«Μιλάς για τον παλιό Ιάσονα. Ο καινούργιος...»
«Ο Ιάσονας είναι αυτός ακριβώς που θυμόμαστε, έστω και κάπου βαθιά μέσα του. Και είμαι σίγουρη ότι αργά ή γρήγορα θα συνέλθει το ξερό του το κεφάλι και θα κάνει το σωστό. Απλά είναι πληγωμένος ακόμα.»
«Έχει δίκιο.» είπε η Γιώτα. «Ο Ιάσονας δεν θα έβλαπτε ποτέ κανέναν αθώο. Αποκλείεται να ακολουθήσει τον Άνθιμο σε έναν πόλεμο στον οποίο ξέρει ότι θα πάθουν κακό ή θα πεθάνουν, αθώα πλάσματα και άμαχοι από το βασίλειο που μεγάλωσε.»
«Δεν την αδικώ που σκέφτεται έτσι.» πήρε το λόγο ο Γιάννης. «Και εγώ σκέφτομαι συνεχώς τα λόγια εκείνου του σκουληκιού. Τόσον καιρό, δεν έχω σταματήσει να τα σκέφτομαι και να νιώθω ενοχές που η δική μου προδοσία οδήγησε τελικά στη δική του. Αλλά δεν θα του περάσει του μπάσταρδου του Άνθιμου... Είδατε πως χρησιμοποιεί το λέγειν για να πείσει τους πάντες για το οτιδήποτε, και πώς χειραγώγησε τον Ιάσονα για να τον πάρει με το μέρος του. Δεν θα αφήσω μερικές μαλακίες που είπε να με επηρεάσουν.»
«Το γεγονός ότι διασκεδάζουμε δεν σημαίνει ότι τον έχουμε ξεχάσει.» είπε ο Ηρακλής. «Και όντως δεν θα του περάσει του Άνθιμου... Θα περάσουμε καλά αυτές τις μέρες, θα ξεχαστούμε λίγο κι ύστερα θα επιστρέψουμε στη Χώρα των Ξωτικών και στο καθήκον μας. Η Άσπα έχει δίκιο, αυτό θα ήθελε ο Ιάσονας για εμάς, ακόμα κι αν τον πληγώσαμε, ακόμα κι αν βρίσκεται με το μέρος του εχθρού, αν σκέφτεται ακόμα λογικά. Και στην πρώτη μάχη, αν πάρει μέρος, εμείς οι τρεις θα τον βρούμε και θα προσπαθήσουμε ξανά να τον συνεφέρουμε.»
Όλοι συμφώνησαν και η ελπίδα επανήλθε στην καρδιά της Ιφιγένειας. Τότε άρχισαν να συζητούν για τον επερχόμενο χορό.
«Για πείτε... Τι οδηγίες έχουμε σχετικά με εκείνον το Χορό Αποφοίτων;» ρώτησε τους τρεις φίλους που είχαν παραμείνει στον Νότο ο Γιάννης. Η Άσπα σηκώθηκε και με ύφος «δασκαλίστικο» άρχισε να εξηγεί τους «κανόνες»:
«Επίσημο ένδυμα παρακαλώ και όποιος θέλει να πάει, είπαν πως καλό θα είναι να βρει ντάμα ή καβαλιέρο. Δεν είναι απαραίτητο βέβαια, αλλά υπάρχουν και καλοθελητές οι οποίοι κοροϊδεύουν όποιον πάει μόνος του. Φυσικά, το κορίτσι ή το αγόρι θα πρέπει να ζητήσει επίσημα στο χορό το ταίρι του, ή εκείνον ή εκείνη που τους αρέσει και θέλει να τους συνοδεύσει. Ο Δήμος ζήτησε ήδη τη Γιώτα, παρόλο που έχουν σχέση...» και κοίταξε με νόημα τον Ηρακλή. Εκείνος ήπιε μια γερή γουλιά μπύρας για να πάρει κουράγιο την ίδια στιγμή που ο Γιάννης με τον Δήμο χαμογέλασαν πονηρά.
Πλησίασε την Άσπα και με ύφος επίσημο, της κράτησε τα χέρια και γονάτισε λες και επρόκειτο να της έκανε πρόταση γάμου.
«Άσπα Λίνδου.» είπε. «Το ξέρω πως είμαστε μαζί εδώ και αρκετό καιρό και παρόλο που είναι αυτονόητο ότι θα πάμε μαζί, οφείλω να σε ρωτήσω και επισήμως: δέχεσαι να είσαι η συνοδός μου στο Χορό Αποφοίτησης;» Οι υπόλοιποι πάλευαν να μη γελάσουν, γιατί δεν είχαν συνηθίσει τον Ηρακλή σε τέτοιες εκδηλώσεις ρομαντισμού. Η Άσπα γέλασε και εκείνη και είπε:
«Δέχομαι.»
«Ωραία. Είχα ένα άγχος ότι θα έλεγες όχι.» αστειεύτηκε ο Ηρακλής διατηρώντας το σοβαρό του ύφος, κάνοντας τους άλλους να γελάσουν ξανά.
«Οπότε εσείς οι δύο...;» ρώτησε διστακτικά η Άσπα δείχνοντας τον Γιάννη και την Ιφιγένεια.
«Αν ζητήσω από την Έλενα και την έχω με βίντεο κλήση μαζί μου πιάνεται;» ρώτησε ο πρώτος.
«Πολύ έξυπνο, αλλά όχι.»
«Τότε θα έρθουμε μαζί εγώ και η Ιφιγένεια.» ανακοίνωσε, έπειτα συμπλήρωσε απότομα: «Εννοώ, μαζί και χωριστά. Δηλαδή τυπικά θα είμαστε μαζί αλλά ο καθένας θα είναι μόνος του. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα έτσι...» Η Ιφιγένεια γέλασε και απάντησε:
«Καθόλου. Αλλά δέχομαι να πάμε μαζί σαν φίλοι.»
«Πολύ καλά... Απλά να ξέρετε, τα ζευγάρια θα πρέπει να χορέψουν μαζί και στο τέλος της βραδιάς θα ανακοινωθούν ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα της Αποφοίτησης. Αυτοί δεν θα είναι απαραίτητο να είναι από το ίδιο ζευγάρι... Δηλαδή για παράδειγμα μπορεί να βγει βασιλιάς ο Γιάννης και βασίλισσα εγώ.»
Όταν βράδιασε, η παρέα αποφάσισαν να το διαλύσουν. Την επόμενη μέρα, ο Γιάννης, η Ιφιγένεια και ο Ηρακλής επισκέφθηκαν τον Φαίδωνα και την Ευτυχία. Τους φαινόταν παράξενη η αύρα του σπιτιού, πιο βαριά ακόμα και απ' έξω που στάθηκαν.
«Δεν σας πονάει περισσότερο τώρα που εκείνος... είναι εκεί;» ρώτησε η Ιφιγένεια. Τα δύο αγόρια συμφώνησαν σιωπηλά, αφού ένιωθαν το ίδιο.
Η Ευτυχία τους υποδέχθηκε χαρούμενη, αν και φαινόταν πολύ κουρασμένη ψυχολογικά. Ο Φαίδωνας ήταν πιο συγκρατημένος, ακόμα περισσότερο από όσο ήταν παλιότερα. Κάθισαν στο καθιστικό να πιουν καφέ.
«Πόσο χαίρομαι που ήρθατε, παιδιά μου... Γέμισε το σπίτι μας ξανά.» είπε η μητέρα του Ιάσονα.
«Πώς είστε, κυρία Ευτυχία;» τη ρώτησε με έγνοια η Ιφιγένεια.
«Πώς να είμαστε, κορίτσι μου; Τα καταφέρνουμε. Λέω συνεχώς ότι το αγόρι μας είναι ζωντανό και ότι αυτό αρκεί, ο Άνθιμος τον χρειάζεται και δεν πρόκειται να τον βλάψει... Όμως τι γίνεται με την ψυχική του υγεία; Θα στραφεί εναντίον όλων, ακόμα και εμάς;» απάντησε η γυναίκα τελειώνοντας με έναν αναστεναγμό τα λόγια της.
«Η μόνη σκέψη που μας παρηγορεί, είναι η ελπίδα ότι ο Ιάσονας θα σκεφτεί λογικά και θα επιστρέψει σε εμάς, στο σπίτι του. Τον ξέρω καλά τον γιο μου. Θα προλάβει να αλλάξει γνώμη προτού κάνει οτιδήποτε πραγματικά κακό.» είπε ο Φαίδωνας.
«Απλά νομίζει ότι ανήκει εκεί, στη Σκοτεινή Διάσταση.» πήρε το λόγο ο Γιάννης. «Ο Άνθιμος τον έπεισε για αυτό... Δεν ξέρω αν μάθατε για το τελευταίο δόλιο μέσο που χρησιμοποίησε για να τον πείσει... Για εμένα και την Ιφιγένεια...»
«Ναι, το μάθαμε.» είπε η Ευτυχία. «Όμως εσείς δεν έχετε να απολογηθείτε για τίποτα, παιδιά μου. Είσαστε νέοι και είναι λογικό να κάνετε λάθη μερικές φορές. Σίγουρα δεν ήταν αυτό το οποίο ώθησε τον Ιάσονα σε αυτή του την απόφαση, ήταν απλά η αφορμή αλλά δεν φταίγατε εσείς.»
Δεν τόλμησαν καν να ανέβουν στο δωμάτιο του Ιάσονα, ήταν όμως σίγουροι ότι η Ευτυχία ακόμα το καθάριζε και καθόταν σ' αυτό, για να νιώθει έστω κι έτσι κοντά στον γιο της.
Μετά, συναντήθηκαν ξανά με την υπόλοιπη παρέα στο κέντρο της Ωραιόπολης. Η Ιφιγένεια πήγε με τα κορίτσια να βρουν φορέματα για το χορό και ο Γιάννης με τον Ηρακλή και τον Δήμο, σμόκιν. Ύστερα έφαγαν μεσημεριανό σε ένα εστιατόριο φαστ φουντ και μετά επέστρεψαν σπίτια τους για ξεκούραση.
«Αύριο είναι η μεγάλη νύχτα!» τσίριξε ενθουσιασμένη και ανυπόμονη η Άσπα, που περίμενε πώς και πως το χορό.
Πέρασε έτσι η Παρασκευή και έφτασε το Σάββατο. Η «μεγάλη νύχτα» πλησίαζε και οι ετοιμασίες είχαν ξεκινήσει από νωρίς. Η Ιφιγένεια κοιτάχτηκε μελαγχολικά στον καθρέφτη του δωματίου της, καθώς είχε μόλις ντυθεί με τη Νάρα να κάθεται στο κρεβάτι και να της κάνει παρέα. Το φόρεμα της ήταν μια σωμών μακριά τουαλέτα, με πέρλες κεντημένες στη διαφάνεια των ώμων και της πλάτης, πτυχώσεις στο στενό μπούστο και πλισέ φούστα, την οποία είχε συνδυάσει με λευκές γόβες.
«Είσαι πανέμορφη, κυρά μου.» της είπε το Δαιμόνιο της.
«Ευχαριστώ, Νάρα.» απάντησε και αναστέναξε.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι.»
«Ναι... Δεν υπάρχει κανένας που θα ήθελα να με συνοδεύσει απόψε εκτός από εκείνον.»
«Ο Ιάσονας θα επιστρέψει, Ιφιγένεια. Όχι μόνο σε εσένα αλλά και στη φωτεινή πλευρά. Το γνωρίζεις βαθιά μέσα σου.»
«Όμως θα έχει χάσει τόσα πολλά, Νάρα... Ακόμα και κάτι τόσο απλό και συνηθισμένο, κι όμως τόσο σημαντικό για κάθε μαθητή που τελειώνει το σχολείο.»
Λίγη ώρα μετά χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η Άσπα και η Γιώτα, οι οποίες είχαν έρθει επίσης ντυμένες με τα επίσημα φορέματα τους για να βαφτούν εκεί και να χτενίσουν η μία την άλλη. Για την ακρίβεια η Άσπα θα χτένιζε τις φίλες και τον εαυτό της, αφού της άρεσε πολύ η κομμωτική και αυτό ήθελε να σπουδάσει. Εκείνη είχε επιλέξει μια μαύρη τουαλέτα, επίσης μακριά με πλισέ φούστα και στενό αμάνικο μπούστο κλειστό στο λαιμό με κεντητά ανάγλυφα λουλούδια και όλη την πλάτη έξω, ενώ η Γιώτα μια τουαλέτα στο πράσινο της μέντας, αμάνικο και με ασύμμετρο τούλι στη φούστα.
Η Άσπα χτένισε τα ξανθά μαλλιά της Ιφιγένειας σε ένα απλό σινιών και ολοκλήρωσε το ντύσιμο της με μοναδικό αξεσουάρ ένα ζευγάρι ασημένια κρεμαστά σκουλαρίκια. Την έβαψε εντυπωσιακά αλλά χωρίς υπερβολές. Μετά από περίπου δύο ώρες και μερικά σνακ για να μην είναι τελείως νηστικές, χτύπησε το κουδούνι.
«Ποιος είναι; Τα αγόρια θα μας περιμένουν στο σχολείο, δεν θα έρθουν καθόλου από εδώ.» απόρησε η Γιώτα που έβαζε κραγιόν μπροστά στον καθρέφτη εκείνη την ώρα.
«Η έκπληξη της βραδιάς.» απάντησε η Άσπα κλείνοντας το μάτι. «Ιφιγένεια, ελπίζω να μην έχεις πρόβλημα, αν και δεν θέλω να αγχωθείς γιατί σε τακτοποίησα και εσένα.»
«Τι εννοείς;» αναρωτήθηκε το Ξωτικό.
«Θα δεις.» απάντησε η φίλη της και κατέβηκε κάτω να ανοίξει και να υποδεχθεί το μυστηριώδες άτομο που μόλις έφτασε.
****************************
Ένα ακόμα ξέγνοιαστο κεφάλαιο μετά τα σκοτεινά που προηγήθηκαν και τα ακόμα πιο σκοτεινά που θα ακολουθήσουν. Πώς σας φάνηκε η επανασύνδεση της παρέας με τους παλιούς τους φίλους; Ποιος ή ποια πιστεύετε πως είναι το άτομο- έκπληξη της βραδιάς; Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε φυσικά το Χορό των Αποφοίτων, πώς θα πάει άραγε;
Από κάτω με τη σειρά είναι τα φορέματα της Ιφιγένειας, της Άσπας και της Γιώτας αντίστοιχα!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top