Κεφάλαιο 42: Σκοτεινή Εκπαίδευση

«Μπράβο, Ιάσονα, αυτό είναι! Χτύπα πιο δυνατά! Πιο γρήγορα!» φώναζε ο Άνθιμος σε ρόλο προπονητή καθώς ο Ιάσονας μονομαχούσε με τη Θέκλα. Βρίσκονταν σε μία από τις ειδικά διαμορφωμένες προπονητικές αυλές του Μαύρου Κάστρου. Δίπλα στον Σκοτεινό Άρχοντα στέκονταν ο Αρίσταρχος και ο Αντίνοος, περιμένοντας τη δική τους σειρά για μονομαχία, την ίδια στιγμή που ο νεαρός Μαγικός συγκρουόταν ξανά και ξανά με την Τρίτη Λοχαγό.

 «Έχει γίνει πολύ δυνατός.» σχολίασε ο Αρίσταρχος. «Ωστόσο δεν ξέρω αν θα μπορέσει να νικήσει εμένα.»

«Εμένα πάντως, δεν με έχει με τίποτα.» είπε ο Αντίνοος.

«Πώς είσαι τόσο σίγουρος; Κέρδισε τον Ωρίωνα, ο οποίος τότε ήταν ο Τέταρτος ενώ εσύ ακόμα ο Ένατος, και παραλίγο να σκοτώσει και τον ίδιο τον Άρχοντα μας στη συνέχεια.»

«Έκλεψε όμως! Δεν ήταν σε αυτή τη μορφή!» αναφώνησε ενοχλημένος ο Δεύτερος Λοχαγός.

«Συμφωνώ ότι το επίπεδο της δύναμης των Λοχαγών έχει πέσει, αγαπητοί μου...» είπε ο Άνθιμος. «Όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο γιος μου όντως δυνάμωσε. Μην ξεχνάτε, τυπικά μονάχα κατέχει τον τίτλο του Τέταρτου Λοχαγού καθώς είναι πολλά παραπάνω.» Και είδε την ενόχληση και τη ζήλεια στις σκέψεις και των δύο, όμως δεν έδωσε σημασία.

Ο Δούκας, το δαιμόνιο- μικρός δράκος του Αρίσταρχου, επέστρεψε από τη μικρή του βόλτα που είχε κάνει πετώντας πάνω απ' την αυλή και κάθισε ξανά στον ώμο του αφέντη του.

«Πάντως θα έχει ενδιαφέρον να πολεμήσουμε εναντίον του και στη Σκοτεινή Μορφή του.» είπε εκείνος.

«Τρελάθηκες;! Θα φάμε το ξύλο της χρονιάς μας!» φώναξε ο Αντίνοος, για να προκαλέσει ένα μειδίαμα στα χείλη του Πρώτου Λοχαγού και ανώτερου του.

«Θα γίνει και αυτό, κύριοι, σήμερα κιόλας.» είπε ο Άνθιμος με τον Δεύτερο να παίρνει μια τρομοκρατημένη έκφραση.

«Φοβάσαι, Αντίνοε;» τον ρώτησε ο Αρίσταρχος με ένα κοροϊδευτικό ύφος.

«Εγώ να φοβάμαι αυτό το τερατάκι; Χα! Θα αστειεύεσαι! Εξάλλου τι μπορεί να πάει στραβά; Δεν θα πολεμήσουμε σε συνθήκες κανονικής μάχης, έτσι αφέντη; Άρχοντα μου;» θέλησε να βεβαιωθεί ο Αντίνοος όμως απάντηση δεν πήρε. Ο Λόρδος Άνθιμος απλά χαμογέλασε πονηρά και ο Δεύτερος Λοχαγός χλόμιασε ακόμα περισσότερο από όσο ήδη ήταν.

Στο μεταξύ, η μονομαχία του Ιάσονα με τη Θέκλα συνεχιζόταν και το θέαμα ήταν κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον. Το τεράστιο σπαθί της, που σίγουρα ζύγιζε τουλάχιστον το διπλάσιο από το δικό του, δεν πτοούσε καν ούτε εκείνον ούτε τον Ντέριο, ούτε φυσικά και οι μάζες Κόκκινης Ενέργειας που του εκτόξευε και που συγκρούονταν συνεχώς με την Πράσινη δική του. Πολεμούσε απόλυτα συγκεντρωμένος και αφοσιωμένος σε αυτό, το ίδιο και εκείνη. Μετά από μερικά χτυπήματα, η Τρίτη Λοχαγός προσπάθησε να τερματίσει τη μάχη τους συγκεντρώνοντας μια μεγάλη μάζα Κόκκινης Ενέργειας στο σπαθί της, μα ο Ιάσονας κινήθηκε πιο γρήγορα και με αστραπιαία ταχύτητα την απέφυγε, βρέθηκε μπροστά της και προτού προλάβει εκείνη να αντιδράσει άρπαξε το ένα χέρι της με το ελεύθερο δικό του. Το σπαθί της έπεσε και εκείνη βρέθηκε ξαπλωμένη στο έδαφος με το σπαθί του Ιάσονα να απέχει μερικά μόλις εκατοστά από το στήθος της. Την είχε κερδίσει.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το χειροκρότημα του Άνθιμου ο οποίος πλησίασε.

«Μπράβο, παιδιά μου! Εξαιρετική μάχη! Συγχαρητήρια, Ιάσονα. Όσο για εσένα Θέκλα, χρειάζεσαι βελτίωση.»

Η Θέκλα σηκώθηκε εκνευρισμένη και αφού μάζεψε το σπαθί της, κινήθηκε προς τα μέσα για να σουλουπωθεί και να καθαριστεί από τα χώματα και τα ελάχιστα αίματα της μάχης.

«Αντίνοε, είσαι ο επόμενος!» είπε ο Άνθιμος γνέφοντας του να πλησιάσει.

Η μονομαχία με τον Αντίνοο ήταν ελαφρώς πιο δύσκολη. Η Θέκλα αφού άλλαξε ρούχα και ανασυντάχθηκε, πλησίασε ξανά και στάθηκε δίπλα στον Αρίσταρχο για να παρακολουθήσει τη συνέχεια. Οι δυο αντίπαλοι μάχονταν σαν να μισούσαν ο ένας τον άλλον, ενώ και τα δαιμόνια τους πάλευαν λίγα μέτρα πιο πέρα. Σύντομα ο Ιάσονας βρέθηκε να έχει και με αυτόν τον αντίπαλο το πάνω χέρι, καθώς ακόμα και στην κανονική μορφή του είχε πράγματι δυναμώσει πολύ από την τελευταία φορά που πάλεψε με τον ίδιο αντίπαλο, έναν περίπου χρόνο πριν, την ίδια στιγμή που ο Ντέριος πάλευε ενάντια στον Φανούρη. Μπορεί με τη Θέκλα να μην είχε καμία προσωπική νέμεση, όμως ο Αντίνοος είχε σκοτώσει τον Αδριανό και αυτό δεν το ξεχνούσε, έτσι τώρα πολεμούσε με περισσότερο πάθος και οργή από ότι πριν. Παρόλα αυτά, προσπαθούσε να μην αφήνει τα συναισθήματα του να τον κυριεύουν.

Εκείνος ολοένα και εκνευριζόταν βλέποντας ότι ο γιος του άρχοντα τους τον είχε φτάσει, ίσως και ξεπεράσει σε δύναμη αφού τον είχε χτυπήσει αρκετές φορές. Τον είχε γεμίσει πληγές και τα κόκκινα μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπο του έχοντας ξεφύγει απ' την κοτσίδα του, και τον κοιτούσε άγρια πριν από κάθε επίθεση. Κραύγασε και όρμησε ξανά σε μία ακόμα επίθεση, τα σπαθιά τους συγκρούστηκαν μαζί με τις ενέργειες τους. Η οργή τον κατέλαβε όμως και ο Ιάσονας με ένα χτύπημα στα πόδια του τον έριξε αιμόφυρτο στο έδαφος φωνάζοντας δυνατά απ' τον πόνο, προκαλώντας για ακόμα μια φορά τις επευφημίες του Σκοτεινού Άρχοντα.

Έφτασε η σειρά του Αρίσταρχου, ενώ ο Αντίνοος που χρειαζόταν αρκετή ώρα για να συνέλθει αποχώρησε στα ενδότερα του κάστρου, κουτσαίνοντας και βρίζοντας τον γιο του Άρχοντα μέσα από τα δόντια του.

«Θα έχει ενδιαφέρον αυτή η μάχη.» είπε η Θέκλα.

«Πράγματι.» συμφώνησε ο Λόρδος Άνθιμος.

Οι δυο αντίπαλοι στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον.

«Επιτέλους, Ιάσονα. Από την πρώτη στιγμή που έμαθα για εσένα, από τότε που σε είδα στα οράματα μου, ήξερα πως θα ερχόταν η στιγμή για να μονομαχήσουμε και περίμενα με ανυπομονησία. Ωστόσο δεν περίμενα ότι αυτή η μονομαχία μας θα ήταν στα πλαίσια της εκπαίδευσης σου. Ας είναι όμως. Έστω και έτσι, να ξέρεις πως δεν θα δείξω κανένα έλεος.»

«Αυτό περίμενα να ακούσω από εσένα, Αρίσταρχε. Γιατί ούτε κι εγώ σκοπεύω να δείξω έλεος, και ας μην έχω κάτι προσωπικό μαζί σου.»

Η μάχη ξεκίνησε. Ο Ιάσονας, παρόλο που ήταν ήδη καταπονημένος από τις δυο προηγούμενες μάχες, αντιστεκόταν σθεναρά στον αντίπαλο του, ο οποίος ήταν πολύ πιο γρήγορος και δυνατός από ότι ήταν ο Ωρίωνας, αν και λιγότερο δυνατός από τον Άνθιμο. Ο Αρίσταρχος επιτίθονταν με πολύ γρήγορες κινήσεις και το μεγάλο σπαθί του τον έβρισκε σε αρκετά σημεία, ενώ και η Κόκκινη Ενέργεια δεν έκανε τα πράγματα καθόλου εύκολα ακόμα και αν η Πράσινη του Ιάσονα ήταν εξίσου δυνατή. Τον έριξε κάτω αρκετές φορές, όμως πάντοτε εκείνος ξανά σηκωνόταν. Ο Αντίνοος είχε επιστρέψει και παρακολουθούσε κι εκείνος φωνάζοντας και πανηγυρίζοντας υπέρ του Αρίσταρχου.

Τελικά, ο Άνθιμος αποφάσισε να λήξει αυτή τη μονομαχία προτού πληγωθεί σοβαρά κάποιος. Τους συγκέντρωσε τότε όλους κοντά του και είπε:

«Τώρα θα παλέψετε και οι τρεις ενάντια στη Σκοτεινή Μορφή του Ιάσονα.» Όλοι έμειναν έκπληκτοι.

«Τώρα;» απόρησε η Θέκλα.

«Μας κάνετε πλάκα, Άρχοντα μας;» είπε ο Αντίνοος.

«Δεν πρόκειται να πάρω τη Σκοτεινή Μορφή μου κατά βούληση.» είπε ο Ιάσονας κοφτά.

«Ω, μα γιατί; Αφού είδα στις σκέψεις και τις αναμνήσεις σου από το Δάσος της Σύγχυσης ότι τα έχεις καταφέρει.» του είπε ο Άνθιμος.

«Είναι αλήθεια. Όμως μόνο όταν μυρίσω αίμα ανθρώπου ή ζώου σε απόσταση μερικών μέτρων. Και εδώ δεν υπάρχει τίποτα από αυτά τα δύο. Εκτός αυτού, ακόμα δεν έχω μάθει να ελέγχω πλήρως αυτή τη δύναμη, και δεν θα ήθελα να βλάψω κανέναν σας σοβαρά.»

«Μην ανησυχείς για αυτό. Πιστεύω ότι οι τρεις Λοχαγοί μαζί θα καταφέρουν να σε περιορίσουν. Όσο για τον τρόπο μεταμόρφωσης, έχω φροντίσει και για αυτό. Φέρτε τον κρατούμενο!» διέταξε έναν φρουρό ο οποίος στεκόταν στην άκρη της αυλής.

Ο Ιάσονας παρακολούθησε με αγωνία και απορία καθώς εκείνος μετέφερε την εντολή προς το εσωτερικό του κάστρου, και τότε είδε με τρόμο και φρίκη δύο φρουρούς να μεταφέρουν έναν αλυσοδεμένο άνδρα γύρω στα πενήντα πέντε.

«Μη! Όχι! Αφήστε με, τι θα μου κάνετε;!» φώναζε απελπισμένος εκείνος.

«Σιωπή!» του φώναξε ένας απ' τους δύο δεσμοφύλακες του ρίχνοντας του μια γροθιά. Αίμα έτρεξε από τη μύτη του το οποίο έφτασε στα ρουθούνια του Ιάσονα, το οποίο όμως δεν τον επηρέασε καθόλου.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε τον Άνθιμο, έχοντας ήδη υποπτευθεί όμως τι ήταν. Εκείνος χαμογέλασε σατανικά και απάντησε:

«Αυτό, αγαπητέ μου, είναι ένα ακόμα κάθαρμα από εκείνα που μου στέλνουν οι Προμηθευτές ως γεύμα για εμένα και τους Λοχαγούς μου, τον συγκεκριμένο τον φέραμε για να σε βοηθήσουμε να μεταμορφωθείς.»

«Πάρτε τον από εδώ. Θα του κάνω κακό αν πάρω τη σκοτεινή μορφή μου.» είπε ο Ιάσονας. Ο άνδρας στο μεταξύ μην έχοντας ιδέα για τι μιλούσαν, κοιτούσε τρομοκρατημένος τα σκοτεινά πλάσματα και τον νεαρό άνδρα που έμοιαζε με άνθρωπο, ξεκάθαρα όμως δεν ήταν.

Ο Άνθιμος γέλασε με τα τελευταία λόγια του γιου του.

«Κακό; Αυτό το ανθρωπάριο έχει κάνει μεγαλύτερο κακό. Ξέρεις γιατί ήταν μέσα; Για παιδική πορνογραφία. Δεν του αξίζει να ζει.»

«Λέει ψέματα! Σε παρακαλώ, μην τον πιστεύεις!» φώναξε ο άνδρας, κοιτάζοντας τον Μαγικό ικετευτικά και προσπαθώντας να πλησιάσει, όμως οι φρουροί έσφιξαν κι άλλο τις αλυσίδες του και τον έριξαν στα γόνατα.

«Εγώ λέω να του πιούμε εμείς το αίμα αφού δεν τον θέλει ο Ιάσονας.» γρύλισε ο Αντίνοος.

«Όχι. Θα το κάνει.» τον συγκράτησε ο Αρίσταρχος. «Το έχω δει.»

Ο Άνθιμος στράφηκε στον Ιάσονα. Στις σκέψεις του μπορούσε να δει ότι αμφιταλαντευόταν, από τη μια σκεφτόταν ότι σίγουρα θα άξιζε ο θάνατος σε εκείνο το κάθαρμα, όμως ποιος ήταν αυτός για να το αποφασίσει αυτό;

Κι αν ο Άνθιμος δεν έλεγε την αλήθεια; Έστελναν πράγματι εγκληματίες οι Προμηθευτές στη Σκοτεινή Διάσταση; Όπως κι αν είχε όμως, ακόμα κι αν είχε διαπράξει αυτό που του καταλόγιζε, αν τον σκότωνε, θα επιβεβαίωνε τα λεγόμενα όσων τον είχαν αποκαλέσει τέρας.

«Ω, έλα τώρα, γιε μου...» του είπε μειλίχια βάζοντας ένα χέρι στον ώμο του. «Ξέρεις ποιο είναι το σωστό. Θυμήσου, εδώ ανήκεις και είσαι ένας από εμάς. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος. Πίνοντας ανθρώπινο αίμα, θα γίνεις πιο δυνατός και θα μάθεις να ελέγχεις πλήρως τη Σκοτεινή σου φύση χωρίς να κάνεις κακό στα άτομα που αγαπάς. Αυτό δεν θέλεις;»

Πράγματι αυτό ήθελε ο Ιάσονας. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα ότι ίσως κατά τη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν μπροστά του η Ιφιγένεια και δεν κατάφερνε να συγκρατήσει τη δίψα του. Όμως όχι έτσι. Όχι με αυτόν τον τρόπο. Δεν θα σκότωνε εν ψυχρώ και εκτός πολέμου έναν άνθρωπο για να μη σκοτώσει την ίδια ή κάποιον άλλον δικό του αργότερα.

«Δεν πρόκειται να πιω ανθρώπινο αίμα.» δήλωσε για εκατοστή φορά όσες μέρες βρισκόταν εκεί.

«Είναι ο μόνος τρόπος για να γίνεις πιο δυνατός, Ιάσονα.» επανέλαβε ο Άνθιμος. «Εξάλλου, αυτός ο άνδρας είναι ήδη τελειωμένος. Αν δεν πιεις εσύ το αίμα του, θα το κάνουμε εμείς. Και ξέρεις πόσο τυφλή είναι η δικαιοσύνη. Καταδικάστηκε μόνο σε δέκα χρόνια φυλάκισης ενώ είχε κακοποιήσει σεξουαλικά τόσα ανήλικα κορίτσια. Θα μπορούσε κάποια από αυτές να είναι η αδελφή του φίλου σου του Ηρακλή!»

«Πάψε!» φώναξε ο Ιάσονας, την ίδια στιγμή που ο κακοποιός έκλαιγε και εκλιπαρούσε να δείξουν έλεος.

«Μην το κάνεις, Ιάσονα! Μη γίνεις ένα τέρας σαν τον ίδιο και σαν τον Άνθιμο! Θα το μετανιώσεις!» άκουσε και τη φωνή του Ντέριου μέσα απ' το σπαθί.

Ένιωθε πως τρελαινόταν. Από τη μια η φωνή του Άνθιμου τον παρακινούσε να το κάνει, από την άλλη η φωνή του Ντέριου, η φωνή της λογικής, του φώναζε να αντισταθεί στον πειρασμό που ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει. Σίγουρα άξιζε αυτή την τιμωρία το κάθαρμα και ο ίδιος θα γινόταν πιο δυνατός, δύο σε ένα.

«Ω, ναι, Ιάσονα! Έτσι μπράβο! Μην τον αφήσεις να ζήσει! Μην αφήσεις αυτή την ευκαιρία να μείνει ανεκμετάλλευτη!» φώναξε για μία ακόμα φορά ο Άνθιμος και η φωνή του μπερδεύτηκε με εκείνη του Ντέριου και με τις φωνές και τα κλάματα του εγκληματία. Τελικά, η σκοτεινή του πλευρά ήταν εκείνη που επικράτησε. Είχε αποδυναμωθεί από τις μονομαχίες που προηγήθηκαν και πεινούσε, και επίσης ήξερε ότι τον εαυτό του τον είχε χάσει εδώ και καιρό. Ήταν μάταιο να αντιστέκεται... Πλάι στον Άνθιμο, εξάλλου, θα σκότωνε σίγουρα πολλούς αθώους, κι αν δεν το έκανε θα συνέβαλλε σίγουρα στη δολοφονία τους. Και αυτή εδώ θα ήταν η αρχή για να γίνει δυνατότερος.

Έτσι, παραδόθηκε στο σκοτάδι του για ακόμα μια φορά, ξεχνώντας κάθε αξία που διδάχθηκε, κάθε τι καλό που έζησε. Όλα έγιναν σε δευτερόλεπτα. Έφερε τον καρπό του στο στόμα του και δάγκωσε τον εαυτό του, και τότε μία κόκκινη λάμψη απλώθηκε πετάγοντας τους όλους μακριά και τα μαύρα φτερά βγήκαν από την πλάτη του. Όρμησε απευθείας στον εγκληματία, ο οποίος πρόλαβε να αφήσει μια τελευταία κραυγή προτού βυθίσει τους μυτερούς του κυνόδοντες στη φλέβα του λαιμού του και αρχίσει να πίνει λαίμαργα το αίμα του αφήνοντας πλέον τη δίψα και την οργή να τον οδηγήσουν, χάνοντας κάθε λογική.

Ο Άνθιμος σηκώθηκε αναμαλλιασμένος και άρχισε να γελάει υστερικά μόλις είδε τον Ιάσονα να έχει ρίξει τον Άνθρωπο εκείνον κάτω και να του πίνει το αίμα, ενώ οι Τρεις Λοχαγοί τράβηξαν αμέσως τα σπαθιά τους. Ο Σκοτεινός Ιάσονας, αφού τελείωσε το γεύμα του, κοίταξε γρυλίζοντας για λίγο το άψυχο σώμα και έπειτα στράφηκε πρώτα στον Αντίνοο. Εκείνος με το φόβο να διαγράφεται στο βλέμμα του τέντωσε το σπαθί του σε θέση άμυνας προτού ο Ιάσονας πετάξει προς το μέρος του και έπιασε το σπαθί του με το γυμνό του χέρι. Τον κοίταξε με τα απόκοσμα μάτια του και γρύλισε δυνατά, έπειτα όμως του επιτέθηκαν συγχρόνως ο Αρίσταρχος με τη Θέκλα και δέχθηκε πάνω του δύο μπάλες Κόκκινης Ενέργειας οι οποίες όμως δεν του έκαναν μεγάλη ζημιά. Τραυματίστηκε ελαφρά, όμως δεν πτοήθηκε καθόλου και με τηλεκίνηση έφερε το σπαθί του στο χέρι του. Άρχισε να μονομαχεί περνώντας από τον έναν αντίπαλο στον άλλον και χτυπώντας τους αρκετές φορές ουρλιάζοντας και βρυχώντας. Τους είχε αποδυναμώσει όλους φανερά και με το ζόρι τον συγκρατούσαν πλέον, την ίδια στιγμή που ο Άνθιμος παρακολουθούσε μόνο από μακριά. Ο Ιάσονας με δύο κινήσεις τραυμάτισε τον Αρίσταρχο και στη συνέχεια όρμησε στη Θέκλα και την έριξε επίσης στο έδαφος πέφτοντας από πάνω της.

Εκείνη πάλευε με νύχια και με δόντια να τον συγκρατήσει ώστε να μην την ξεσκίσει.

«Αρίσταρχε! Πρέπει να μεταμορφωθείς! Είσαι ο μόνος που μπορεί να το κάνει!» φώναξε. Ο Αρίσταρχος σηκώθηκε μόλις και μετά βίας και κάλεσε κοντά του τον Δούκα λέγοντας τη φράση του γνωστού ξορκιού:

«Η ισχύς εν τη ενώσει.» Ο μικρός δράκος άρχισε να πετάει γύρω του, ανανεώνοντας τις δυνάμεις του. Ο Ιάσονας πήγε να ορμήσει και να διακόψει τη μεταμόρφωση του, όμως ο Αντίνοος και η Θέκλα του επιτέθηκαν ξανά για να του αποσπάσουν την προσοχή. Όταν η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε, ο Αρίσταρχος είχε αποκτήσει δύο πελώρια μαύρα φτερά δράκου με κόκκινες άκρες στην πλάτη του και τα μάτια του έγιναν όμοια με του Ιάσονα, μαύρα με κόκκινες κόρες. Μόνο που σε αντίθεση με εκείνον, αυτός είχε ακόμα τη συνείδηση του. Πέταξε τότε προς το μέρος του και ξεκίνησε ανάμεσα τους μία μάχη δίχως αύριο, πότε στον αέρα, πότε κάτω στη γη, με πολλαπλά χτυπήματα και από τις δύο μεριές. Κάποια στιγμή πέταξαν μέχρι και πάνω από τις στέγες του Μαύρου Κάστρου, παλεύοντας στον αέρα, και όταν επέστρεψαν έπεσαν ξανά στο πεδίο της μάχης φανερά τραυματισμένοι και οι δύο. Χρειάστηκε ξανά η επέμβαση του Αντίνοου και της Θέκλας, οι οποίοι κατάφεραν τελικά να τον ρίξουν με πολλά χτυπήματα από Κόκκινη Ενέργεια και ενώ ο Αρίσταρχος τον είχε αποδυναμώσει ήδη αρκετά.

Ο Πρώτος Λοχαγός έδωσε τελικά το τελειωτικό χτύπημα, ρίχνοντας μια μεγάλη μάζα Κόκκινης Ενέργειας μέσα απ' το σπαθί του η οποία βρήκε στο στήθος τον Σκοτεινό Ιάσονα και τον εκτόξευσε αρκετά μέτρα μακριά. Επικράτησε ησυχία για λίγο. Ο Ιάσονας παρέμεινε αναίσθητος καθώς οι Τρεις Λοχαγοί άρχισαν να τον πλησιάζουν διστακτικά. Τότε, τα φτερά του άρχισαν να μπαίνουν ξανά πίσω στην πλάτη του και το χρώμα του να επανέρχεται. Ανακουφισμένοι όλοι που κατάφεραν να τον επαναφέρουν στην κανονική του μορφή, πήγαν από πάνω του για να τον δουν να συνέρχεται. Ο Αρίσταρχος επανήλθε και εκείνος στην αρχική του μορφή, γονάτισε και τον γύρισε ανάσκελα.

Ο Ιάσονας άνοιξε αδύναμα τα μάτια του. Είδε τρία ζευγάρια κόκκινα μάτια να τον κοιτούν και θυμήθηκε τα πάντα, θυμήθηκε πώς άφησε την οργή και τη δίψα να τον κυριεύσουν και ήπιε το αίμα εκείνου του Ανθρώπου, και ας ήταν εγκληματίας, και τον τρόπο με τον οποίο πάλεψε στη συνέχεια συγχρόνως ενάντια στους Τρεις Λοχαγούς, ανεξέλεγκτος και πιο δυνατός από ποτέ εξαιτίας του ανθρώπινου αίματος που είχε μόλις γευτεί.

«Είσαι εντάξει;» Τον ρώτησε η Θέκλα και απόρησε ενδόμυχα με το ενδιαφέρον όλων, καθώς αν έκρινε από την εμφάνιση που είχαν δεν τους έδειξε κανένα έλεος. Ωστόσο έστεκαν και οι τρεις ακμαίοι παρά τα χτυπήματα τους.

«Θυμάσαι τι συνέβη;» Ρώτησε με τη σειρά του ο Αρίσταρχος. Ο Ιάσονας ανασηκώθηκε.

«Καλά είμαι. Θυμάμαι τα πάντα.» Απάντησε μόνο.

Πλησίασε και ο Άνθιμος χειροκροτώντας ενθουσιασμένος.

«Λαμπρά, παιδιά μου! Υπέροχη μάχη! Την απόλαυσα στο έπακρο! Ιάσονα, συγχαρητήρια. «Είσαι ακόμα λίγο ανεξέλεγκτος βέβαια όταν μεταμορφώνεσαι, αλλά θα το δουλέψουμε και αυτό.» Όμως ο Ιάσονας δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό του. Γιατί για εκείνον τώρα πια δεν υπήρχε γυρισμός. Είχε ήδη χάσει την ψυχή του και δεν ήξερε αν θα την έβρισκε ποτέ ξανά.

{...}

Λίγη ώρα μετά, βρισκόταν στο δωμάτιο του, έχοντας καθαριστεί και ανάρρωνε από τα σημάδια της μάχης. Ο Ντέριος στεκόταν στον τοίχο δίπλα του με σταυρωμένα τα χέρια.

«Είσαι σίγουρος για αυτό, Ιάσονα; Είσαι σίγουρος για το δρόμο που επέλεξες;» τον ρώτησε ήρεμα.

«Δεν έχει σημασία τώρα πια, Ντέριε. Δεν υπάρχει επιστροφή, ούτε άλλη επιλογή είχα εδώ που έφτασα. Αλλά γιατί εσύ νοιάζεσαι τόσο; Και εσύ είχες δολοφονήσει άμαχους και μάλιστα αθώους τον καιρό της βασιλείας σου.»

«Θα μου το χτυπάς για πάντα αυτό, έτσι; Ακόμα και αν σου επαναλαμβάνω συνεχώς ότι άλλαξα.» είπε το Δαιμόνιο του ελαφρώς ενοχλημένος. «Ναι, είχα κάνει φριχτά πράγματα και για αυτό ακριβώς δεν θέλω να ακολουθήσεις τον ίδιο δρόμο, γιατί ξέρω πως είναι. Επειδή νοιάζομαι για εσένα και δεν θέλω να γίνεις σαν εμένα και χειρότερος. Υποτίθεται ότι σε επέλεξα για να σωθεί η ψυχή μου και να εξιλεωθώ μετά την τιμωρία μου, όμως μάλλον αυτή είναι η συνέχεια της. Να μείνω για πάντα σκλάβος σου, ακολουθώντας σε ακόμα και στη σκοτεινή πλευρά, και να θυμάμαι τα δικά μου λάθη και τις αμαρτίες.» Ο Ιάσονας δεν είπε τίποτα άλλο, μόνο έβαλε με μια κίνηση ξανά τον Ντέριο στο σπαθί του ώστε να ξεκουραστούν και οι δύο. 

**********************************************************************

Να 'μαι πάλι με νέο κεφάλαιο μετά από... Πόσες μέρες πέρασαν, αλήθεια; Έχω χάσει το μέτρημα. 

Ο Ιάσονας έχει αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα και εκεί που πιστεύει πως δεν πάει πιο κάτω, βυθίζεται όλο και περισσότερο στο σκοτάδι. Τώρα ήπιε και ανθρώπινο αίμα, ενώ είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην το κάνει. Εσείς τι λέτε; Υπάρχει άραγε επιστροφή; Υπάρχει έστω και η παραμικρή ελπίδα να σωθεί;

Στο επόμενο κεφάλαιο θα επιστρέψουμε στη Χώρα των Ξωτικών για λίγο. Έχει περάσει αρκετός καιρός κι όμως ο εχθρός δεν έχει δώσει σημεία ζωής και συνεπώς, ούτε και ο Ιάσονας... Οι φίλοι του συνεχίζουν να ετοιμάζονται για τον πόλεμο, όμως μια ανακοίνωση της Βασίλισσας Αλεξάνδρας θα τους γυρίσει στον Νότο για λίγες ευχάριστες στιγμές πριν την πρώτη μεγάλη μάχη.
(Θυμάστε πότε και πού είχε πει ο Άνθιμος ότι θα γίνει η πρώτη επίθεση;)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top