Κεφάλαιο 41: Ρίζες

Η Ελεονόρα πράγματι έμεινε με τον Άνθιμο, αν και τώρα πια, από ότι μπορούσε να δει στις σκέψεις της αυτός, ο φόβος κυριαρχούσε και η αμφιβολία. Πολλές φορές την «έβλεπε» να σκέφτεται να φύγει, όμως έπειτα σκεφτόταν: τι θα έκανε η Πριγκίπισσα των Μάγων με ένα παιδί μόνη της, εκτός γάμου, και μάλιστα ένα υβρίδιο το οποίο δεν ήξεραν καν πώς θα ήταν; Πώς θα το αποδέχονταν οι γονείς της κι ο Σωκράτης; Κι αν εκείνοι τη στήριζαν, η πλειοψηφία της κοινωνίας των Μάγων θα την κατέκριναν, και ας θεωρούνταν προοδευτικοί σε πολλά θέματα σε σχέση με τα Ξωτικά. Όμως τον αγαπούσε ακόμα και αυτό δεν άλλαζε, αυτό αρκούσε για τον Άνθιμο. Και όσο έμενε μαζί του θα την κρατούσε ασφαλή.

Η εγκυμοσύνη της προχωρούσε και όσο το έμβρυο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε και η επίπλαστη ευτυχία τους. Ήταν γλυκόπικρο το συναίσθημα και για τους δύο. Ο Άνθιμος είχε επιστρατεύσει ένα μικρό υπηρετικό προσωπικό από τη Σκοτεινή Διάσταση, ούτως ώστε να φροντίζουν για το Αρχοντικό και να μη χρειάζεται να κάνει τίποτα η Ελεονόρα και να ξεκουράζεται, καθώς επίσης και έναν γιατρό που είχε φέρει από μια χώρα των Ανθρώπων για να παρακολουθεί την εγκυμοσύνη της και να την ξεγεννούσε όταν ερχόταν ο καιρός, αν και είχε και ο ίδιος ο Άνθιμος γνώσεις ιατρικής και συγκεκριμένα χειρουργικής. Φυσικά, όλοι αυτοί κρατούσαν επτασφράγιστο μυστικό την παραμονή του ζευγαριού εκεί. Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, γιατί αν σκόπευαν να το πουν ο Άνθιμος θα το έβλεπε στις σκέψεις τους.

Μια μέρα, η Ελεονόρα καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα στο δωμάτιο τους και κοιτούσε τη βροχή που έπεφτε απ' έξω σκεπτική, χαϊδεύοντας στοργικά την κοιλιά της. Πρόσφατα είχαν μάθει και το φύλο του μωρού- αγόρι. Ο Άνθιμος την πλησίασε κι έβαλε το κρύο χέρι του στον ώμο της.

«Αναρωτιέσαι τι θα είναι το παιδί μας.» συμπέρανε διαβάζοντας τη σκέψη της. «Αν θα είναι πιο πολύ σαν εσένα ή σαν... εμένα...» Η Ελεονόρα άγγιξε το χέρι του στον ώμο του και ανάγκασε ένα χαμόγελο. Η ενέργεια του μωρού μέσα της ήταν τόσο δυνατή, που της έτρωγε αρκετή από τη δική της με αποτέλεσμα να είναι συνεχώς κουρασμένη.

«Υποθέτω πως θα είναι αυτό που λένε Μαγικός, όμως δεν θα είναι ένας απλός Μαγικός.» εξέφρασε και εκείνη τη σκέψη της.

«Φοβάσαι ότι θα έχει πάρει και τη βαμπιρική μου φύση.» συμπλήρωσε ο Άνθιμος. Πέρασε μπροστά και γονάτισε κοιτάζοντας την στα μάτια.

«Έχει όμως σημασία αυτό για σένα, Ελεονόρα;»

«Όχι, δεν έχει σημασία. Θα τον αγαπώ όπως και αν είναι, όπως αγαπώ εσένα ακόμα και μετά τα όσα μου αποκάλυψες.»

Ένα μελαγχολικό χαμόγελο στόλισε τα χείλη του Άνθιμου κι έπειτα εστίασε το βλέμμα του στην κοιλιά της.

«Ξέρεις, εδώ και λίγες μέρες μπορώ να ακούσω και τις δικές του σκέψεις. Αμυδρά μεν, τα έμβρυα δεν σκέφτονται όπως τα γεννημένα όντα, αλλά μπορώ να νιώσω τα συναισθήματα του και να ακούσω κάποιο είδος σκέψεων.»

«Αλήθεια; Και τι σκέφτεται, τι νιώθει τώρα;» ρώτησε έκπληκτη η Ελεονόρα.

«Του αρέσει ο ήχος της φωνής σου, της καρδιάς σου και της αναπνοής σου. Τον ηρεμούν. Νιώθει ασφάλεια μέσα σου. Ακούει και τη δικιά μου τη φωνή και του αρέσει εξίσου. Ξέρει ότι είμαστε οι γονείς του και ότι τον αγαπάμε, Ελεονόρα.»

Η Ελεονόρα γέλασε και δυο δάκρυα συγκίνησης κύλησαν, έπειτα αγκάλιασε τρυφερά την κοιλιά της και έδωσε ένα φιλί στον πατέρα του παιδιού της. Κάτι τέτοιες στιγμές ξεχνούσε όλους τους φόβους και όσα την κρατούσαν δέσμια κοντά του.

Έτσι πέρασε ο καιρός κι ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, η Ελεονόρα γέννησε ένα πανέμορφο και υγιέστατο αγοράκι. Και πώς να μην ήταν υγιέστατο δηλαδή, αφού είχε κληρονομήσει τη μαγεία και από τους δυο γονείς του. Η Μάγισσα μητέρα του τον κρατούσε στην αγκαλιά της και δεν μπορούσε να το πιστέψει πως έφερε στον κόσμο ένα τόσο όμορφο πλασματάκι. Το ίδιο και ο Άνθιμος, αναρωτιόταν τι καλό είχε κάνει για να του αξίζει τέτοια ευτυχία. Και ευτυχώς, ο μικρός Μαγικός δεν φαινόταν να έχει κληρονομήσει τη σκοτεινή του πλευρά. Τα ματάκια του ήταν σκούρα βέβαια και δεν φαινόταν ακόμα καθαρά το χρώμα τους, όμως τα αυτιά του ήταν στρογγυλά και όχι πεταχτά. Έμοιαζε περισσότερο με τη μητέρα του, παρά με εκείνον. Για την ακρίβεια δεν έμοιαζε καν με ξωτικό.

«Κοίταξε τον, Άνθιμε. Δεν είναι πανέμορφος;»

«Ναι... Τόσο γλυκός και αθώος ακόμη...» σχολίασε με μια δόση μελαγχολίας εκείνος. «Πώς θέλεις να τον βαφτίσουμε;»

«Ιάσονα.» είπε με βεβαιότητα η Ελεονόρα. Ήταν ένα όνομα που σκεφτόταν καιρό και της άρεσε πάρα πολύ. Θύμιζε τόσο ξωτικό, όσο και μάγο.

«Ιάσονας... Είναι πολύ ωραίο όνομα.» συμφώνησε.

Οι μέρες περνούσαν και ο Ιάσονας μεγάλωνε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, κάνοντας τους γονείς τους πανευτυχείς παρόλο που μια σκιά τους σκέπαζε διαρκώς. Η Ελεονόρα συχνά αισθανόταν μελαγχολία, λίγο ο εγκλεισμός της στη γοτθική έπαυλη, λίγο η αποξένωση από την οικογένεια της... Πώς θα αντιδρούσαν άραγε οι γονείς της αν γνώριζαν τον εγγονό τους και ο Σωκράτης τον ανιψιό του; Όμως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Τι θα της έλεγαν αν την έβλεπαν με ένα μωρό στην αγκαλιά; Ίσως να μην τη δέχονταν καθόλου και ο πατέρας της να την αποκλήρωνε... Αυτές τις σκέψεις διάβαζε ο Άνθιμος και μετάνιωνε που την είχε πιέσει να μείνει μαζί του στην αρχή. Όμως ούτε να τη χάσει ήθελε.

Ο μικρούλης Ιάσονας μέχρι στιγμής δεν είχε δείξει σημάδια μαγείας. Αλλά ήταν νωρίς ακόμα, συνήθως οι νεαροί μάγοι εμφάνιζαν τις δυνάμεις τους μετά τον πρώτο χρόνο ζωής τους, αλλά για τους Μαγικούς ελάχιστα γνώριζαν οι δύο γονείς καθώς είχαν υπάρξει μονάχα άλλοι τρεις πριν τον Ιάσονα, ενώ και ο ίδιος ο Ιάσονας ήταν διαφορετικός ακόμα και από εκείνους, ένα τριυβρίδιο που δεν είχε ξανά υπάρξει. Κάθε μέρα που περνούσε, ο Άνθιμος ένιωθε τη μαγεία μέσα του να μεγαλώνει και μαζί της μεγάλωνε και το σκοτάδι, και αναρωτιόταν πώς θα εξελισσόταν στο μέλλον και πώς θα ήταν αν επέστρεφε τελικά στο σχέδιο του και κυβερνούσε τον Κόσμο με εκείνον στο πλάι του. Ναι, δεν χωρούσε αμφιβολία... Ο Ιάσονας θα μπορούσε σίγουρα να εμφανίσει δυνάμεις ξωτικόλακα κάποια στιγμή στο μέλλον αν είχε τα κατάλληλα ερεθίσματα.

Αυτές οι σκέψεις του έγιναν εμμονή και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ένιωθε και ο ίδιος εγκλωβισμένος σε εκείνο το μικρό κομμάτι του Κόσμου ενώ θα μπορούσαν να τον έχουν ολόκληρο. Παρόλο που έβγαιναν συχνά και πήγαιναν βόλτες στο δάσος τριγύρω μέχρι τη λίμνη που υπήρχε εκεί, ή ακόμα κι ως το πιο κοντινό χωριό για να αγοράσουν προμήθειες, εκεί όπου κανένας δεν τους ήξερε ούτε αναγνώριζαν την Ελεονόρα ως Πριγκίπισσα της χώρας τους, δεν του ήταν αρκετά όλα αυτά. Ήθελε τα πάντα και θα τα αποκτούσε, και θα δημιουργούσε έναν καλύτερο Κόσμο με εκείνον και την οικογένεια του στην κορυφή, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως θα κατέστρεφε πρώτα τον παλιό και θα τον βύθιζε στο σκοτάδι.

Μια μέρα, η Ελεονόρα τον βρήκε να κάθεται στο σαλόνι και πλησίασε, με τον τριών μηνών Ιάσονα στην αγκαλιά της. Κάτι σκοτεινό διέκρινε στο βλέμμα του το οποίο την ανησύχησε.

«Αγάπη μου;» απόρησε.

«Κάθισε, Ελεονόρα. Πήρα μια απόφαση για όλους μας.» της είπε και της έδειξε τον καναπέ δίπλα του. Εκείνη κάθισε μαζί με το μωρό.

«Δεν πάει άλλο, Ελεονόρα. Είναι μάταιο να προσποιούμαι κάποιον που δεν είμαι. Έχω ένα σκοπό και δεν πρέπει να τον εγκαταλείψω.» ανακοίνωσε τρομοκρατώντας την μεμιάς. Σηκώθηκε αμέσως και τον κοίταξε έντρομη, σφίγγοντας πάνω της προστατευτικά τον Ιάσονα.

«Τι λες;! Δεν εννοείς να...!»

«Αυτό ακριβώς που σκέφτεσαι εννοώ.» της απάντησε διαβάζοντας τη συνέχεια της πρότασης της στο μυαλό της. «Είμαστε εγκλωβισμένοι σε αυτό το σπίτι και σε αυτό το κομμάτι του Κόσμου, φυλακισμένοι. Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά από φόβο μη μας ανακαλύψουν. Η μόνη λύση είναι να πάμε να ζήσουμε οι τρεις μας στη Σκοτεινή Διάσταση και όταν έρθει η στιγμή, να δημιουργήσω έναν Κόσμο που δεν θα τολμήσει ποτέ ξανά να μας κατακρίνει και θα αναγκαστεί να μας αποδεχτεί αλλιώς η οργή μου θα πέσει πάνω σε όλους τους: στους Ανώτερους Άρχοντες, στο Συμβούλιο των Μάγων, ακόμα και στον πατέρα σου.»

«Όχι... Δεν μπορείς να το κάνεις! Τον γιο μας δεν τον σκέφτεσαι που θα μεγαλώσει ανάμεσα στα τέρατα;! Είχες πει πως θα τον προστατεύσεις ακόμα και από τον ίδιο σου τον εαυτό!» του φώναξε η Ελεονόρα και στα μάτια της άστραψε μια πράσινη λάμψη.

«Ο γιος μας...» είπε με ανατριχιαστικά χαμηλή φωνή ο Σκοτεινός και σηκώθηκε να πλησιάσει καθώς εκείνη έκανε πίσω βήματα. «Ο γιος μας έχει και αυτός σκοτάδι μέσα του, εδώ και καιρό το έχω διακρίνει, και αν μεγαλώσει μέσα στη Σκοτεινή Διάσταση το σκοτάδι αυτό θα βγει στην επιφάνεια και σε συνδυασμό με τη μαγεία του θα τον κάνουν ανίκητο όσο είμαι κι εγώ, έναν άξιο διάδοχο στο πλάι μου.» Η Ελεονόρα ξεροκατάπιε, ένιωθε οργή ανάμεικτη με φόβο.

«Θέλεις να τον χρησιμοποιήσεις για να καταστρέψεις τον Κόσμο! Τέρας! Δεν έπρεπε να σε εμπιστευθώ εξαρχής!» συνέχισε να φωνάζει και ο Ιάσονας άρχισε να κλαίει, ενώ η μητέρα του μάταια πάσχιζε να τον παρηγορήσει.

«Νομίζεις ότι θα τον αποδεχτούν αλλιώς αν μάθουν για την ύπαρξη του;! Και αυτόν σαν τέρας θα τον βλέπουν και θα τον καταδικάσουν μια μέρα, ενώ και ο ίδιος ο Ιάσονας θα νιώθει σαν να μην ανήκει πουθενά, σε κανένα από τα δύο είδη των Ξωτικών και των Μάγων!» φώναξε και ο Άνθιμος με τα μάτια του να αστράφτουν κόκκινα, όμως ακούγοντας το γοερό κλάμα του μωρού, κάτι ίσως μαλάκωσε πάλι μέσα του, όμως και πάλι δεν άλλαζε γνώμη: «Και η αλήθεια είναι πως όντως δεν θα ανήκει πουθενά. Πάρ' το απόφαση, Ελεονόρα. Ένα πλάσμα σαν τον Ιάσονα μόνο στη Σκοτεινή Διάσταση μπορεί να ανήκει. Μόνο εκεί θα νιώθει σαν το σπίτι του και αργότερα, ολόκληρος ο Κόσμος θα του ανήκει ως διάδοχος μου.» συνέχισε πιο χαμηλόφωνα.

Η Ελεονόρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της με τα δάκρυα να κυλούν. Απογοήτευση, φόβος μα κυρίως θυμός κυριαρχούσαν στις σκέψεις της.

«Είσαι απαίσιος. Το σκοτάδι σε έχει καταπιεί ολοκληρωτικά και δεν υπάρχει πλέον σωτηρία για εσένα.» του είπε και έφυγε τρέχοντας με το μωρό ακόμα στην αγκαλιά από την αίθουσα. Ο Άνθιμος έμεινε μόνος με τις σκέψεις του. Η Ελεονόρα είχε δίκιο, όμως τώρα πια είχε πάρει ένα δρόμο δίχως γυρισμό, είχε φτάσει στο σημείο δίχως επιστροφή και δεν θα έκανε πίσω. Τι είδους ζωή θα ζούσε ο γιος τους αν μεγάλωνε φυλακισμένος σε αυτή την έπαυλη, σε εκείνο το απομακρυσμένο χωριό στα βόρεια της Χώρας των Μάγων; Θα έπρεπε να τον κρύβουν για πάντα, όπως κρύβονταν τώρα και οι ίδιοι. Όχι, δεν θα άλλαζε γνώμη, και ας πλήγωνε αυτό την Ελεονόρα. Το ίδιο βράδυ κιόλας θα τους έπαιρνε με το ζόρι αν χρειαζόταν και θα άνοιγε πύλη για τη Σκοτεινή Διάσταση.

Μόνο που το ίδιο βράδυ δεν βρήκε ούτε την Ελεονόρα, ούτε τον Ιάσονα στο δωμάτιο τους. Έψαξε παντού, σε όλη την έπαυλη και γύρω από αυτήν, πήγε μέχρι και στο χωριό και τους αναζήτησε χωρίς αποτέλεσμα. Η συνειδητοποίηση τον χτύπησε σαν αστροπελέκι σε έναν καθαρό, ξάστερο ουρανό: η Ελεονόρα είχε πάρει το μωρό και το είχε σκάσει για να ξεφύγει από εκείνον και από τους σκοτεινούς σκοπούς του. Άρχισε να κραυγάζει δυνατά και να σπάει πράγματα από την οργή του. Όσοι υπηρέτες τον άκουσαν δεν τόλμησαν καν να πλησιάσουν. Ένιωθε τον πόνο της εγκατάλειψης να του καίει τα σωθικά, και ευχόταν να μπορούσε να ξεφορτωθεί τα συναισθήματα του, να βρισκόταν κάποιος να του ξερίζωνε την καρδιά όπως είχε κάνει ο ίδιος στον Ωρίωνα και την Ελπινίκη, για να μη νιώθει τίποτα.

Όταν ξέσπασε, κατάφερε να σκεφτεί πιο καθαρά. Δεν μπορεί να είχε πάει μακριά... Ίσως ακόμα προλάβαινε να την προφτάσει και να την ξαναπάρει κοντά του. Σίγουρα θα είχε επιστρέψει στη Ματζίκα και θα είχε ζητήσει βοήθεια από τον αδελφό της, με τον οποίο ήταν πιο κοντά και δεν ήταν το ίδιο αυστηρός με τους γονείς της.

Ανέβηκε στο άλογο λοιπόν και επέστρεψε και εκείνος στην πρωτεύουσα των Μάγων. Έστησε καρτέρι έξω απ' το Παλάτι και περίμενε με τις ώρες να βγει ο Σωκράτης, μάταια όμως. Ο ανόητος Μάγος δεν εμφανιζόταν ποτέ. Σίγουρα θα είχαν κρυφτεί κάπου οι τρεις τους, εκείνος, η Ελεονόρα και το μωρό, γιατί θα ήξεραν ότι ο Άνθιμος θα τους αναζητούσε.

Τον αναζήτησε για μέρες, ώσπου τον βρήκε τελικά ένα βράδυ να βγαίνει πιωμένος από ένα μπαρ και τον ακολούθησε. Ο Σωκράτης διέσχισε ένα έρημο στενό ως ένα αδιέξοδο, σαν να ήθελε επίτηδες να τον ακολουθήσει. Πράγματι, όταν έφτασαν εκεί γύρισε και τον κοίταξε. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον άλλοτε ευγενή Πρίγκιπα με τα ωραία ρούχα και τα περιποιημένα μαλλιά. Τώρα τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα, ήταν αξύριστος ενώ τα ρούχα του βρώμικα και τσαλακωμένα, ενώ το αλκοόλ στην ανάσα του θα μύριζε ακόμα και αν ο Άνθιμος δεν διέθετε την ισχυρή του όσφρηση.

«Το ήξερα πως θα ερχόσουν, Άνθιμε.» του είπε.

«Πού είναι η αδελφή σου, Σωκράτη; Που την έχεις κρύψει;» τον ρώτησε και ο Μάγος έπνιξε ένα ειρωνικό γέλιο πόνου.

«Έφυγε. Ήρθε και με βρήκε πριν από μερικές μέρες με ένα μωρό στην αγκαλιά. Ήταν απελπισμένη! Μου είπε τα πάντα για εσένα, για τη Σκοτεινή Διάσταση και το σκοπό σου να κατακτήσεις τον Κόσμο. Και δεν θα δίσταζες να χρησιμοποιήσεις και το ίδιο σου το παιδί για αυτό το σκοπό!» φώναξε εκτός εαυτού πλέον ο Σωκράτης.

«Τι εννοείς έφυγε, Σωκράτη;! Πού είναι η Ελεονόρα;!»

Μονάχα σ' αυτή την ανακοίνωση κόλλησε ο Άνθιμος και κοίταξε μέσα στο μυαλό του Σωκράτη, όμως μάταια, ο Μάγος δεν γνώριζε που πήγε η αγάπη του με το μωρό τους.

«Δεν ξέρω που πήγε!» ξέσπασε ο Σωκράτης. «Δεν ξέρω! Το έσκασε μαζί με το μωρό για να γλιτώσει από εσένα!»

«Τι;! Και την άφησες έτσι απλά να φύγει;! Ανόητε! Την αγαπούσα!» Σχεδόν συγχρόνως ο Ξωτικόλακας και ο Μάγος έβγαλαν τα όπλα τους, ο πρώτος το μακρύ σπαθί, ο δεύτερος το ραβδί το οποίο επεκτάθηκε στη ράβδο με τις δύο λόγχες, και άρχισαν να παλεύουν ρίχνοντας ευθύνες και κατάρες, ξόρκια και μαγικές ενέργειες, μαύρη και πράσινη, χτυπήματα εξ' επαφής, παλεύοντας χωρίς σκοπό για ένα άτομο που και οι δυο αγαπούσαν πολύ. Εν τέλει πουθενά δεν έβγαλε αυτή η διαμάχη και ο Άνθιμος, αν και θα μπορούσε να έχει το πάνω χέρι, δεν πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις. Έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον με μίσος, γεμάτοι πληγές και αίματα.

«Δεν τελειώσαμε ακόμα, Σωκράτη. Θα τα ξαναπούμε όταν θα κατακτήσω τον Κόσμο και ο ανόητος λαός σου βρεθεί ενώπιον μου γονατιστός! Μέχρι τότε, θα βρω τον ανιψιό σου και θα τον κάνω διάδοχο στο πλάι μου. Όπου και αν τον έχει κρύψει η Ελεονόρα εγώ θα τον βρω και θα τον πάρω κοντά μου, με τη θέληση του ή χωρίς.» είπε ο Άνθιμος και έφυγε με υπερφυσική ταχύτητα.

{...}

«Δηλαδή... Μας λέτε ότι τόσον καιρό που λείπατε, ερωτευθήκατε και ζούσατε μαζί με την ερωμένη σας σε μια έπαυλη που δημιουργήσατε στα βόρεια της Χώρας των Μάγων και ότι μάλιστα κάνατε και παιδί μαζί της;» είπε ο Αδάμ, με εκείνον, την Εύα και τον Αρίσταρχο να έχουν μείνει έκπληκτοι, αδυνατώντας να πιστέψουν την εξήγηση του Άρχοντα τους σχετικά με την απουσία του.

«Ακριβώς, αγαπητέ Πρώτε... και αυτό το παιδί, ο Ιάσονας, είναι πανίσχυρος, διότι είναι το πρώτο και μοναδικό υβρίδιο Μαγικού και Σκοτεινού. Οι δυνάμεις του θα μας είναι απαραίτητες όταν θα πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας, ο οποίος δεν αργεί πολύ... Ωστόσο θα ήθελα να παραμείνει μυστική η ύπαρξη του. Μονάχα εσείς οι τρεις θα το γνωρίζετε ώσπου να τον βρούμε.»

«Απίστευτο...» είπε η Εύα.

Μετά τη μονομαχία του με τον Σωκράτη και τη φυγή της Ελεονόρας, ο Άνθιμος επέστρεψε στη Σκοτεινή Διάσταση, όπου πληροφορήθηκε από τον Αδάμ για όλα όσα συνέβησαν όσο έλειπε: ορισμένοι από τον Έβδομο Λόχο είχαν ξεσηκωθεί και απείλησαν τη Σκοτεινή Διάσταση με επανάσταση, όμως ο Φοίβος ισχυρίστηκε πως δεν είχε καμιά σχέση με αυτό και φρόντισε, κατόπιν διαταγής του Αδάμ, ώστε να βρεθούν οι υπεύθυνοι και να τιμωρηθούν. Λίγο μετά, ο Νικηφόρος προκάλεσε σε μονομαχία την Ελπινίκη με σκοπό να της πάρει τη θέση ως Πέμπτος Λοχαγός, θεωρώντας πως ήταν πιο δυνατός από εκείνη, και ίσως την είχε σκοτώσει αν δε επενέβαινε ο Ωρίωνας για να τη σώσει και να βάλει τον Νικηφόρο στη θέση του. Εν ολίγοις, ένα χάος, το οποίο δεν θα είχε προκληθεί αν ο Άρχοντας τους βρισκόταν εκεί.

Και όλα αυτά για το τίποτα. Για να αρπάξει το παιδί μου εκείνη και να με εγκαταλείψει πληγώνοντας με. Δεν θα κάνω ποτέ ξανά όμως το ίδιο λάθος, δεν θα λυγίσω και δεν θα παρεκκλίνω ξανά από το σκοπό μου. Σκεφτόταν.

«Είχα δει τον ερχομό του γιου σας καθώς εσείς απουσιάζατε, Άρχοντα μου...» είπε ο Αρίσταρχος βγάζοντας τον από τις σκέψεις του. «Δεν το είπα όμως σε κανέναν. Περίμενα να επιστρέψετε εσείς για να σας το πω, γιατί ήξερα επίσης πως θα επιστρέψετε.» Ο Άνθιμος τον πλησίασε.

«Πες μου τι άλλο έχεις δει...»

«Πολλά πιθανά μέλλοντα. Σε ένα από αυτά, ο γιος σας γίνεται ένας πανίσχυρος Σκοτεινός. Κατά κάποιον τρόπο, μεταμορφώνεται σε κάτι σαν εμάς, όμως κάτι δυνατότερο. Δεν είδα καθαρά τι ακριβώς και με ποιο τρόπο. Όμως είδα ξεκάθαρα ότι παίρνει το μέρος μας και χάρη σε εκείνον γινόμαστε ανίκητοι.»

«Με καθησυχάζουν τα λόγια σου, Τρίτε. Αν όντως βγει αυτό το μέλλον αληθινό, τότε δεν πρέπει να εγκαταλείψω την προσπάθεια να βρω τον γιο μου. Και θα τον βρω, πιστά μου παιδιά. Διότι κανένας και τίποτα δεν μένει κρυφό από εμένα για πολύ.» κατέληξε με ένα σατανικό χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπο του.

{...}

Διάσταση της Νύχτας, παρόν

«Και τώρα σε βρήκα και όντως πήρες το μέρος μου, γιε μου. Το μέλλον για το οποίο μίλησε ο Αρίσταρχος δεν είναι μακριά. Ελπίζω όμως, να έμαθες όσα θα ήθελες και να με κατανόησες λίγο παραπάνω.» τελείωσε την αφήγηση του ο Άνθιμος, καθισμένος ακόμα στο πιάνο. Ο Ιάσονας γέλασε για λίγο ειρωνικά.

«Δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο η γνώμη μου για εσένα. Το μόνο που έμαθα, ήταν πως έστω και για λίγο, μπορεί και να ένιωσες κάτι για τη μητέρα μου. Όμως δεν ήταν αγάπη αυτό.»

«Πώς δεν ήταν αγάπη, αγόρι μου; Την αγάπησα πολύ, όπως αγάπησα και εσένα και ακόμα σ' αγαπάω. Αυτό δεν αλλάζει.»

«Την κράτησες κοντά σου με απειλές!» του φώναξε ο Ιάσονας.

«Ναι, όμως εν τέλει με τη θέληση της έμεινε μαζί μου. Μάλλον δεν πρόσεχες όταν σου αφηγούμουν την ιστορία μου... Όταν έμαθα πως ήταν έγκυος, της έδωσα την επιλογή να φύγει!»

Ο Ιάσονας σηκώθηκε και περπάτησε ως ένα μεγάλο παράθυρο χαμογελώντας πικρά. Τι περίμενε να ακούσει; Ήταν σίγουρος για το τέρας που ήταν ο Άνθιμος, και ακόμα και το γεγονός ότι ένιωσε τον έρωτα κάποια στιγμή δεν αναιρούσε αυτό που ήταν. Διότι ο έρωτας μπορούσε να γίνει πολύ εγωιστικό συναίσθημα, σε αντίθεση με την αληθινή αγάπη, που ήταν ανιδιοτελής.

«Κι όμως, δεν έμεινε κοντά σου από αγάπη, αλλά από φόβο και το ξέρεις πολύ καλά.» του είπε. «Φοβόταν πως αν έφευγε, θα έκανες πράξη την απειλή σου για κατάκτηση του Κόσμου, όπως και έγινε τελικά. Και εκτός αυτού, φοβόταν την κατακραυγή του κόσμου, ακόμα και αν η οικογένεια της τη στήριζε. Η Πριγκίπισσα των Μάγων να έχει ένα παιδί εκτός γάμου, και μάλιστα ένα παιδί που δεν ήξεραν καν τι ήταν και πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί... Τα ήξερες πολύ καλά όλα αυτά, Άνθιμε. Τα έβλεπες στις σκέψεις της, κι όμως προσπαθούσες να πείσεις τον εαυτό σου για το αντίθετο.»

Ο Άνθιμος τον κοίταξε εντυπωσιασμένος.

«Όντως, έτσι είναι.» είπε. «Και όντως ήμουν πολύ εγωιστής για να την αφήσω να φύγει. Την ήθελα για τον εαυτό μου, όπως και εσένα τώρα. Σε χρειάζομαι για να με βοηθήσεις να κατακτήσω τον Κόσμο. Ξέρω τι οράματα έχεις δει και ότι δεν μπορείς να τα αποφύγεις γιατί είσαι και Προφήτης εκτός των άλλων, ότι βλέπεις δεν μπορεί να αλλάξει. Όμως ξέρω ότι και εσύ με χρειάζεσαι, για να πάρεις εκδίκηση από αυτούς που σε καταδίκασαν.»

«Αυτό είναι αλήθεια.» συμφώνησε ο Ιάσονας. «Και επιτέλους έχω βρει ένα μέρος στο οποίο είμαι σίγουρος πως ανήκω. Όμως μην περιμένεις να σε δω σαν πατέρα μου.»

Είπε αυτά τα λόγια και απομακρύνθηκε από την αίθουσα. Ο Άνθιμος χαμογέλασε. Τελικά, σκέφτηκε, ο μικρός του έμοιαζε πολύ περισσότερο από όσο εκείνος πίστευε, και σύντομα θα τον αποδεχόταν και ως πατέρα του, ασχέτως με όσα του είχε μόλις πει. Θα τον αποδεχόταν, γιατί είτε του άρεσε είτε όχι, ήταν ένα κομμάτι του εαυτού του, και τώρα που ήξερε και την προϊστορία δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς παρά να αποδεχθεί τις ρίζες του.

{...}

Χαίρεται, αγαπημένα μου ξωτικά!! Σε αυτό το κεφάλαιο επιστρέψαμε στο παρόν, είδαμε το τέλος της ιστορίας του Άνθιμου και της Ελεονόρας και την άποψη του Ιάσονα ο οποίος δεν λύγισε ούτε στο ελάχιστο (ακόμα). Εσάς ποιες είναι οι σκέψεις σας; Πώς σας φάνηκε γενικά το κεφάλαιο; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top