Κεφάλαιο 4: Αναμνήσεις


Ο Γιάννης είχε σχεδόν αποκοιμηθεί μέσα στο αναζωογονητικά κρύο νερό της μπανιέρας, όταν άκουσε θορύβους από τον κάτω όροφο, που σήμαινε πως ένας από τους δύο, ή και οι δύο γονείς του είχαν έρθει. Μόνο τότε αποφάσισε να βγει. Ήταν αρκετά πιο ήρεμος από πριν και έτσι σκόπευε να ζητήσει εξηγήσεις απ' τον πατέρα του, γιατί ήξερε πως η οργή που ένιωθε προηγουμένως δεν θα τον έβγαζε πουθενά. Έτσι, πάτησε γυμνός όπως ήταν στα πλακάκια του μπάνιου και με τα νερά να στάζουν κάτω, μπήκε στο δωμάτιο, πήρε μια πετσέτα απ' την ντουλάπα και αφού σκουπίστηκε ελάχιστα, με τα μαλλιά του ακόμα να στάζουν δροσίζοντας τον , ντύθηκε με καλοκαιρινά ρούχα, βερμούδα και ένα λευκό μπλουζάκι.

Κατέβηκε κάτω αποφασισμένος, για να βρει και τους δύο γονείς του να έχουν επιστρέψει και να συζητούν στο σαλόνι πίνοντας καφέ.

«Α, ώστε γύρισες νωρίς σήμερα.» είπε ο πατέρας του.

«Θέλω να μιλήσουμε.» του είπε ο Γιάννης κοφτά.

«Έκανες μπάνιο; Δεν κρυώνεις ντυμένος έτσι;» τον ρώτησε η μητέρα του βλέποντας τα μαύρα μαλλιά του βρεγμένα, πιο πολύ από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον.

«Όχι. Δεν κρυώνω καθόλου, το αντίθετο μάλιστα. Στο σχολείο είχα ιδρώσει Γενάρη μήνα και ήλπιζα εσύ, πατέρα, να μου εξηγήσεις το λόγο.» Ο Ιάκωβος ήπιε μια γουλιά απ' τον καφέ του ατάραχος και απάντησε:

«Και που να ξέρω εγώ, Ιωάννη; Μπορεί να είναι εξάψεις λόγω της ηλικίας, καταλαβαίνεις.»

«Πατέρα...» Ο Γιάννης ήξερε πως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να παραμείνει ήρεμος, όμως αυτό όλο και πιο αδύνατον φαινόταν.

Πλησίασε και στάθηκε από πάνω του σχεδόν.

«Δεν είμαι πια στην εφηβεία... Αυτό που παθαίνω δεν είναι φυσιολογικό. Νιώθω... σαν μια φωτιά να βρίσκεται μέσα μου, και ξέρω ότι σχετίζεται με τη θεραπεία που χρησιμοποίησαν οι γιατροί σου για να με σώσουν.»

«Και το θυμήθηκες τώρα, δύο μήνες μετά;»

«Ναι, γιατί τώρα άρχισα να νιώθω έτσι! Πες μου λοιπόν, τι ακριβώς μου έκανες;! Γιατί όταν ξύπνησα ήμουν πιο γυμνασμένος χωρίς λόγο και η μυωπία μου θεραπεύτηκε;! Γιατί τώρα νιώθω λες και βράζω μέσα μου;! Απαιτώ να μου πεις τώρα!» φώναξε χάνοντας τελικά την ψυχραιμία του.

«Καταρχάς, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου. Νομίζεις ότι επειδή σε έχω αφήσει πιο χαλαρό τώρα, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις και να μου μιλάς όπως θέλεις;» είπε παραμένοντας ατάραχος ο Ιάκωβος, εκνευρίζοντας τον ακόμα περισσότερο. Σηκώθηκε αργά και στάθηκε μπροστά του. Ο Γιάννης δεν χαμήλωσε το κεφάλι, όπως θα έκανε παλιότερα, αλλά τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

«Νομίζω πως είσαι αχάριστος, Ιωάννη. Θα πέθαινες αν δεν βρισκόμουν εγώ και οι κατάσκοποι μου εκείνη την ημέρα στο στενό. Δεν σε έσωσα μόνο, σου χάρισα πολλά περισσότερα: δύναμη, υγεία και ευεξία. Έτσι με ευχαριστείς;»

«Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό. Ξέρω πως και κάτι άλλο μου έκανες. Έβαλες μαγεία μέσα μου.» του είπε σε πιο ήρεμο τόνο, αλλά με τις γροθιές του να σφίγγονται νευρικά.

«Η μαγεία που χρησιμοποιήσαμε είναι πολύ μικρή, σαν ένας ιός σε ανενεργό στάδιο και δεν χρειάζεται να ανησυχείς ότι θα σου προκαλέσει περισσότερες αλλαγές. Όσο για τη ζέστη που λες ότι νιώθεις, αυτή είναι μια πολύ μικρή παρενέργεια η οποία δεν θα κρατήσει για πάντα. Κάνε κρύα μπάνια και θα νιώθεις καλύτερα.»

Ο Γιάννης χωρίς να βρίσκει τελικά κάποια άκρη, έφυγε βιαστικά και πήγε να κλειστεί στο δωμάτιο του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πιστέψει τον πατέρα του. Δεν ήταν και τόσο ειλικρινής όλα αυτά τα χρόνια μαζί του, έκρυβε πράγματα. Πρώτα ότι ήταν ο Αρχηγός των Κατασκόπων και τώρα αυτή η περίεργη, τεχνητή μαγεία που χρησιμοποίησε για να τον σώσει. Άραγε εκείνη η μαγεία ήταν αποτέλεσμα πειραμάτων; Τι άλλο έκαναν οι άνθρωποι του στις κλινικές που δεν γνώριζε; Μυστικά πειράματα; Για όλα τον είχε ικανό.

Το κινητό του χτυπούσε συνεχώς με μηνύματα και κλήσεις, όμως το άφησε στο αθόρυβο. Ήξερε πως οι φίλοι του είχαν σχολάσει και τον έψαχναν, ανησυχούσαν αν ήταν καλά, όμως τώρα δεν είχε όρεξη να μιλήσει με κανέναν. Έστειλε ένα απλό μήνυμα στην ομαδική:

Είμαι εντάξει τώρα, μην ανησυχείτε, απλά μια αδιαθεσία ένιωσα... Και κάθισε στον υπολογιστή του με σκοπό να αναζητήσει πληροφορίες για την ύπαρξη της Τεχνητής Μαγείας και τι επιπτώσεις είχε, όμως δεν βρήκε κανένα λήμμα. Λίγη ώρα μετά, χτύπησε η πόρτα του δωματίου του. Έκλεισε βιαστικά όλες τις σελίδες και σηκώθηκε να ανοίξει. Ήταν η μητέρα του.

«Έχεις επισκέψεις...» είπε σε έναν σχεδόν υποτιμητικό τόνο. Πίσω της φάνηκαν ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια. Η μητέρα του έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

«Δεν μας έπεισε το μήνυμα σου και είπαμε να έρθουμε από κοντά να βεβαιωθούμε πως είσαι καλά.» του είπε ο Ηρακλής.

«Δεν χρειαζόταν... Έκανα ένα κρύο μπάνιο και συνήλθα. Ελάτε, καθίστε.» τους είπε, αφού δεν μπορούσε να τους διώξει και ας είχε ανάγκη να μείνει μόνος του.

«Φίλε, μας τρόμαξες πάρα πολύ στο σχολείο.» συνέχισε ο κολλητός του αφού κάθισαν.

«Όταν έφυγες, αδυνατούσαμε να συγκεντρωθούμε στο μάθημα και όλες τις ώρες αναρωτιόμασταν τι σου συνέβη και πώς να ήσουν.» συμπλήρωσε η Ιφιγένεια.

Τον συγκινούσε το ενδιαφέρον τους, όφειλε να το παραδεχτεί. Όμως σε αυτό ήθελε να βρει μόνος του την άκρη, και ας είχαν υποσχεθεί να μην κρατάνε μυστικά και να βασίζονται ο ένας στον άλλον. Ήδη τους είχε στοιχίσει πολύ η απουσία του Ιάσονα και όλα όσα πέρασαν κατά τη διάρκεια του πολέμου...

«Είναι απλά ότι... Με επηρέασαν όλα αυτά που συνέβησαν το χρόνο που μας πέρασε. Ο πόλεμος, το κώμα, ο μυστήριος τρόπος με τον οποίο με έσωσε ο πατέρας μου, η εξορία του Ιάσονα...» τους είπε τελικά τη μισή αλήθεια. «Ίσως είναι και παρενέργειες της θεραπείας που χρησιμοποίησαν για να με σώσουν, μα ο πατέρας μου με διαβεβαίωσε πως θα περάσουν. Όμως πιο πολύ είναι το ψυχολογικό κομμάτι.» Οι φίλοι του τον κοίταξαν με συμπόνια και κατανόηση. Και εκείνοι έτσι ένιωθαν, όμως ο καθένας τους το διαχειριζόταν διαφορετικά. Όμως ο Ηρακλής εξακολουθούσε να ανησυχεί και να φοβάται μήπως καταρρεύσει ο φίλος του, γνωρίζοντας επιπλέον και τον κρυφό έρωτα του για την Ιφιγένεια. Φοβόταν ότι θα ξεσπούσε με το χειρότερο τρόπο. Όσο για τον Ιάκωβο, θα συνέχιζε να τον έχει στο μάτι μέχρι να βεβαιωθεί ότι ο φίλος του θα ένιωθε καλύτερα.

«Λοιπόν ξέρεις τι πιστεύω πως θα σε ανεβάσει;» είπε έπειτα το ξωτικό με ένα χαμόγελο που έδωσε αμέσως ελπίδα στην καρδιά του Γιάννη. «Μια ταινία. Έχουμε πολύ καιρό να πάμε στον κινηματογράφο σαν παρέα. Τι λέτε για την ερχόμενη Παρασκευή;» πρότεινε.

«Εγώ είμαι μέσα. Να πούμε και στους άλλους. Τι λες, Γιάννη;» ρώτησε ο Ηρακλής.

«Εντάξει, κι εγώ μέσα.» απάντησε εκείνος.

Πίστευε ότι όντως θα του έκανε καλό μια έξοδος με την παρέα. Ήλπιζε μόνο να μην πάθαινε το ίδιο που έπαθε το πρωί στο σχολείο...

{...}

Οι μέρες μέχρι την Παρασκευή επιτέλους πέρασαν. Ευτυχώς για τον Γιάννη, δεν είχε άλλο περιστατικό έξαψης ή ξεσπάσματος, αν και ακόμα δεν ένιωθε το κρύο του Χειμώνα όπως οι υπόλοιποι και ντυνόταν πολύ ελαφριά για την εποχή. Ωστόσο ακόμα φοβόταν πως εκείνη η αίσθηση θα επέστρεφε σύντομα και θα ήταν ακόμα δυνατότερη...

Η ταινία που είχαν επιλέξει τα παιδιά να δουν ήταν μια περιπέτεια, με κάτι ήρωες που είχαν υπερφυσικές δυνάμεις, που είχε μόλις βγει στον κινηματογράφο και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, ειδικά στη νεολαία. Βρέθηκαν στην είσοδο του σινεμά. Ο Γιάννης είχε ντυθεί ελαφριά ως συνήθως, με μία μαύρη ζακέτα φούτερ, λευκή μπλούζα από μέσα και μαύρο τζιν, ενώ είχε μαζέψει τα μαλλιά του πίσω σε ένα μικρό κότσο. Οι φίλοι του δεν του είπαν τίποτα, παρόλο που είχε κρύο τον είχαν συνηθίσει τόσες μέρες ντυμένο έτσι. Αφού χαιρετήθηκαν, περπάτησαν μαζί με άλλο κόσμο ως το γκισέ των εισιτηρίων και ύστερα από μια μικρή αναμονή στην ουρά, αγόρασαν εισιτήρια για την ταινία, καθώς επίσης και σνακ, ποπ- κορν, πατατάκια και αναψυκτικά. Στην αίθουσα, ο Γιάννης κάθισε δίπλα στην Ιφιγένεια, δίπλα της από την άλλη μεριά η Άσπα και δίπλα σε αυτήν ο Ηρακλής, ενώ από την άλλη μεριά του Γιάννη κάθισε ο Δήμος και στη συνέχεια η Γιώτα.

«Θέλω να τα φτιάξω στη Γιώτα και στον Δήμο, για αυτό κάθισα δίπλα σου ώστε να καθίσουν δίπλα- δίπλα εκείνοι, δεν σε πειράζει...;» ρώτησε συνωμοτικά η Άσπα τον Ηρακλή.

«Όχι, καθόλου.» απάντησε εκείνος.

Για το μόνο που φοβόταν ήταν ότι ο Γιάννης καθόταν δίπλα στην Ιφιγένεια, όμως ύστερα σκέφτηκε πως δεν χρειαζόταν να ανησυχεί εφόσον ο κολλητός του είχε επιβεβαιώσει πως θα κρατούσε μόνο φιλική στάση ανάμεσα τους. Έτσι, επικεντρώθηκε στο δικό του φλερτ με την Άσπα μέχρι να αρχίσει η ταινία, ή τουλάχιστον προσπαθούσε.

«Γιατί είσαι πάντα τόσο σοβαρός; Χαμογέλα και λίγο, σου πάει.» του είπε η κοπέλα. Ο Ηρακλής χαμογέλασε και την τάισε στο στόμα ένα ποπ- κορν. Ήταν πολύ όμορφη έτσι όπως την έλουζε ο χαμηλός φωτισμός της αίθουσας, τα μαύρα, κοντά μαλλιά της ήταν ίσια και λαμπερά. Δεν φορούσε μακιγιάζ, εκτός από λίγη μάσκαρα και ένα φούξια κραγιόν στα χείλη το οποίο της πήγαινε και τα τόνιζε. Τα έβαζε με τον εαυτό του βέβαια, γιατί δίπλα της πολλές φορές τα έχανε και δεν ήξερε πώς να φερθεί. Ήθελε πολύ να τη ζητήσει σε ραντεβού, όμως πάντα δίσταζε για κάποιο λόγο.

Σε λίγη ώρα, τα φώτα έσβησαν και η ταινία ξεκίνησε, έτσι η προσοχή του στράφηκε στη μεγάλη οθόνη. Δεν έπαυε να νιώθει την παρουσία της έντονη δίπλα του όμως και να εισπνέει το άρωμα της σαν να ήταν το οξυγόνο του.

Κάποια στιγμή, σε κάποιο σημείο της ταινίες που είχε αγωνία, ο Γιάννης δεν αντιστάθηκε στην παρόρμηση και τελείως αυθόρμητα, έπιασε το χέρι της Ιφιγένειας. Εκείνη ξαφνιάστηκε, αλλά δεν το έδειξε ούτε έδιωξε το χέρι του. Ήταν πολύ ζεστό. Κάποια στιγμή, το ένιωσε να ζεσταίνεται ακόμα περισσότερο. Γύρισε και τον κοίταξε, για να δει ότι πάλι είχε ιδρώσει και έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει.

«Γιάννη;» του είπε μόνο ανήσυχη.

Ο Γιάννης φοβόταν πως θα συνέβαινε αυτό. Το απαλό χέρι της Ιφιγένειας σε συνδυασμό με το όνομα του που βγήκε από τα χείλη της, έκαναν τα πράγματα χειρότερα, ένιωθε πάλι να βράζει μέσα του.

«Δεν νιώθω καλά.» παραδέχθηκε. «Θέλω να βγω λίγο έξω.» Σηκώθηκε βιαστικά και αφού πέρασε γρήγορα από τα διπλανά καθίσματα, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια κάποιων τους οποίους πάτησε κατά λάθος ή σκόνταψε πάνω τους στην προσπάθεια, βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα. Η Ιφιγένεια σηκώθηκε και τον ακολούθησε αμέσως, το ίδιο και ο Ηρακλής αμέσως μετά μόλις αντιλήφθηκε τι συνέβη.

«Τι έγινε πάλι; Να πάω κι εγώ;» αναρωτήθηκε η Άσπα.

«Εσύ να κάτσεις εκεί που κάθεσαι. Χειρότερα θα είναι αν είμαστε όλοι πάνω απ' το κεφάλι του.» της είπε ο Δήμος, έτσι τα τρία παιδιά που απέμειναν απ' την παρέα, παρέμειναν στις θέσεις τους και προσπαθούσαν να παρακολουθήσουν την ταινία, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο εξαιτίας της ανησυχίας για τον φίλο τους.

Ο Γιάννης βγήκε έξω, μήπως και ο βραδινός, κρύος αέρας τον συνεφέρει. Ελάχιστα τον δρόσισε όμως.

«Πάλι το ίδιο... Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Τι μου συμβαίνει;» Ο Ηρακλής τον πλησίασε αλαφιασμένος.

«Αδερφέ... Τι έπαθες πάλι;» τον ρώτησε πιάνοντας τον απ' τον ώμο για να τον αναγκάσει να τον κοιτάξει. «Τι σου συμβαίνει; Μας κρύβεις κάτι;» Εκείνη τη στιγμή πλησίασε και η Ιφιγένεια με ένα μπουκάλι κρύο νερό που είχε μόλις αγοράσει από το κυλικείο.

«Πιες λίγο μήπως σε βοηθήσει...» του είπε δίνοντας του το. Εκείνος το άρπαξε, το άνοιξε και το άδειασε όλο, όμως και πάλι δεν κατάφερε να σβήσει τη φωτιά μέσα του.

«Δεν... ξέρω τι μου συμβαίνει.» παραδέχτηκε τελικά, ανασαίνοντας κοφτά. «Νιώθω σχεδόν σαν... να καίγομαι μέσα μου... Ο πατέρας μου είπε ότι μπορεί να είναι παρενέργειες της θεραπείας που χρησιμοποίησε για να με σώσει.»

«Τι είδους θεραπεία ήταν αυτή, γιατί δεν σου λέει;!» αναφώνησε ο Ηρακλής. Ως που μπορεί να φτάσει αυτό το κάθαρμα; Τι του έχει κάνει; Συμπλήρωσε από μέσα του.

«Δεν πρόκειται να μου πει. Το μόνο που μου λέει είναι πως... ήταν κάποιο είδος μαγείας, αλλά σε ανενεργό στάδιο. Όσο κι αν απαιτήσω δεν θα καταφέρω τίποτα.»

Την ίδια στιγμή έφτασε και η Άσπα, η οποία δεν άντεξε και βγήκε τελικά για να δει πώς ήταν ο φίλος τους.

«Έχεις πυρετό; Για να δω...» είπε και έπιασε το μέτωπο του. «Εσύ καις!» αναφώνησε έντρομη. «Πήγαινε σπίτι αμέσως και ξεκουράσου.» Ωστόσο ο Γιάννης και οι δύο κολλητοί του ήξεραν πως δεν ήταν ένας απλός πυρετός.

«Ναι, αυτό θα κάνω. Συγνώμη που χάλασα τη βραδιά.»

«Μην το ξαναπείς. Δεν χάλασες τίποτα. Εσύ κοίτα να γίνεις καλά.» είπε η μαυρομάλλα. «Έχεις σκεφτεί μήπως περνάς μετατραυματικό στρες, εξαιτίας του πολέμου και όλα αυτά που περάσατε; Μήπως πρέπει να δεις έναν ειδικό;» συμπλήρωσε έπειτα από μια σύντομη σκέψη.

«Δεν ξέρω.» απάντησε. Ήξερε πως δεν ήταν αυτό. Ήταν κάτι άλλο, κάτι πέρα από κάθε λογική. Μόνο που δεν γνώριζε τι ακριβώς κι αν θα έφευγε ποτέ.

«Έλα. Θα σε συνοδεύσουμε ως το σπίτι. Κάλεσα ήδη ταξί μέσω της εφαρμογής.» του είπε ο Ηρακλής.

«Όχι, δεν χρειάζεται. Θα πάω μόνος μου, θα κάνω ένα κρύο μπάνιο και θα ξαπλώσω.»

«Έχεις δει πως είσαι;! Χάλια είσαι! Πώς να σε αφήσουμε να πας μόνος σου;!»

«Θα είμαι εντάξει. Μία που θα μπω στο ταξί και μία που θα βγω στο σπίτι μου.» επέμεινε.

Τα παιδιά τελικά τον έβαλαν στο ταξί και τον άφησαν να φύγει μόνος του, κοιτάζοντας το καθώς απομακρυνόταν ανήσυχοι. Ήλπιζαν όντως να ένιωθε καλύτερα.

Ο Γιάννης έφτασε σπίτι και χωρίς να αναζητήσει καν τους γονείς του, ανέβηκε πάνω και βυθίστηκε ξανά στο κρύο νερό για αρκετή ώρα, ώσπου η θερμοκρασία του να πέσει. Ύστερα, ξάπλωσε όπως ήταν, βρεγμένος και χωρίς ρούχα, και αφού έστειλε ένα μήνυμα στην ομαδική συνομιλία πως ήταν καλύτερα προσπάθησε να κοιμηθεί. Πέρασε αρκετή ώρα προτού να νιώσε τα βλέφαρα του να κλείνουν. Δεν ήταν όμως ακριβώς ύπνος αυτό που έκανε, αλλά ένα ταξίδι στις αναμνήσεις του κοντινού παρελθόντος.

{...}

Μερικούς μήνες πριν...

Βρισκόταν κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, χωρίς όμως να έχει επιλογή τι θα ακολουθήσει. Από πάνω του έβλεπε φώτα, έβλεπε ανθρώπους με μάσκες και καλυμμένα κεφάλια να τον εξετάζουν. Ένιωθε να κρυώνει, να παγώνει, και στη συνέχεια ένιωσε μια ζεστασιά να τον τυλίγει ανακουφίζοντας τον. Μετά όμως, ένιωσε αυτή τη ζεστασιά να γίνεται φωτιά και να καίει κάθε εκατοστό του μέσα και έξω. Ήθελε να φωνάξει, να ουρλιάξει από τον πόνο, όμως δεν μπορούσε. Δεν έβγαινε η φωνή του ούτε να κουνηθεί είχε τη δυνατότητα.

«Γιατρέ, τον χάνουμε!» άκουσε μια γυναικεία αγωνιώδη φωνή.

«Όχι, δεν θα τον χάσουμε! Δεν θα πεθάνει άλλος Λιβανός στα χέρια μας! Εμπρός! Συγκεντρωθείτε όλοι να τον σώσουμε! Πρέπει να πετύχει πάση θυσία!» άκουσε κάποιον να φωνάζει, επίσης με αγωνία αλλά αποφασιστικότητα συγχρόνως. Είδε από πάνω του ένα κεφάλι επίσης καλυμμένο και ένα πρόσωπο με μάσκα και γυαλιά οράσεως. Έπειτα ένιωσε ξανά να βυθίζεται σε λήθαργο και δεν ένιωθε τίποτα πια.

Τρεις μήνες πριν...

Ο Γιάννης ξύπνησε σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Έμοιαζε με δωμάτιο νοσοκομείου, όμως μπόρεσε να διακρίνει πολύ πιο σύγχρονα μηχανήματα. Ανασηκώθηκε με δυσκολία και κοίταξε προς τα κάτω. Βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, σκεπασμένος με ένα ελαφρύ σεντόνι και φορούσε μια λευκή ρόμπα ασθενούς. Στο δεξί χέρι του υπήρχαν καρφωμένοι οροί, ενώ στο πρόσωπο του κάτι του έφραζε τον αέρα, ενώ συγχρόνως του έδινε τεχνητό οξυγόνο. Με μία κίνηση το έβγαλε και ανέπνευσε ξανά το φυσικό αέρα. Δεν μπορούσε άλλο να παραμείνει ξαπλωμένος... Με αργές κινήσεις σηκώθηκε και πάτησε στο κρύο πάτωμα της αίθουσας. Περπάτησε όπως ήταν, ξυπόλητος, αδύναμα στην αρχή, μεταφέροντας μαζί του το στύλο με τις ρόδες στο οποίο ήταν στερεωμένοι οι οροί. Ένιωθε έντονη την ανάγκη για τουαλέτα, όπως ύστερα από έναν μακρύ ύπνο όπου κρατούσε την κύστη του για ώρες. Βγήκε σε ένα διάδρομο, ψυχρό όπως ήταν άλλωστε και το δωμάτιο, ο οποίος προς έκπληξη του ήταν άδειος. Άρχισε να περπατάει αναζητώντας κάποια τουαλέτα. Λίγα μέτρα παραπέρα, μια νοσοκόμα έστριψε από τη γωνία του διαδρόμου και τον κοίταξε έκπληκτη.

«Κύριε Λιβανέ; Ξυπνήσατε; Γιατί είστε όρθιος; Δεν πρέπει να σηκώνεστε ακόμα...» είπε και τον πλησίασε για να τον στηρίξει.

«Θέλω... Θέλω απλά να πάω στο μπάνιο...» της μίλησε αδύναμα τελικά.

«Ελάτε, θα σας συνοδεύσω εγώ μέχρι εκεί. Όμως μετά θα ξαπλώσετε αμέσως.»

Η νεαρή νοσοκόμα τον συνόδευσε ως το μπάνιο και ευτυχώς τον άφησε μόνο του μέσα στο θάλαμο τουαλέτας. Όταν βγήκε, αντίκρισε το είδωλο του στον καθρέφτη απέναντι. Η νοσοκόμα τον άφησε να πλησιάσει. Ήταν ίδιος, όμως την ίδια στιγμή έμοιαζε τόσο διαφορετικός... Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει, είχαν φτάσει μέχρι τους ώμους, και μπορούσε να διακρίνει μέσα από τη ρόμπα το σώμα του πιο μυώδες. Κοίταξε μέσα από αυτήν, όντως το σώμα του φαινόταν άψογα σμιλεμένο λες και είχε περάσει αρκετές ώρες στο γυμναστήριο. Το τελευταίο που συνειδητοποίησε, όμως, ήταν πως έβλεπε πεντακάθαρα χωρίς τα γυαλιά του.

«Τι μου συνέβη;» ρώτησε. Η νοσοκόμα του χαμογέλασε καθησυχαστικά μέσα απ' τον καθρέφτη.

«Τίποτα το ανησυχητικό, αντιθέτως κάτι πολύ καλό. Είχατε δεχθεί θανατηφόρα επίθεση από ένα Ξωτικό του Πάγου, το οποίο σας προκάλεσε το λεγόμενο Μαγικό Πάγωμα. Θα πεθαίνατε αν δεν σας σώζαμε με τον τρόπο που σας σώσαμε. Κατόπιν εντολής του πατέρα σας, εισάγαμε στο σώμα σας ένα είδος μαγικής θεραπείας, το οποίο σας προκάλεσε ορισμένες... αλλαγές. Θα σας τα εξηγήσει και ο υπεύθυνος γιατρός καλύτερα.»

Τότε θυμήθηκε ο Γιάννης τι είχε γίνει, καθώς οι αναμνήσεις του από τα πρόσφατα γεγονότα επανέρχονταν: η επίθεση του Σεραφείμ, ο οποίος μαγεμένος από τον Πρώτο Λοχαγό του Άνθιμου δεν έλεγχε τον εαυτό του και στη συνέχεια, ο θάνατος του από εκείνον, οι μάταιες προσπάθειες του Ηρακλή και της Φωτεινής να τον ζεστάνουν...

«Ο Σεραφείμ... Ο πόλεμος...» ψέλλισε και ζαλισμένος κρατήθηκε από τον πάγκο του νιπτήρα. Η νοσοκόμα αμέσως έσπευσε στο πλάι του.

«Μην ανησυχείτε... Μη φοβάστε... Ελάτε, πάμε στο δωμάτιο σας πάλι... Πρέπει να ξαπλώσετε.»

Την άφησε να τον οδηγήσει στο δωμάτιο του και ξάπλωσε ξανά, όμως με το κεφάλι του ανασηκωμένο στα μαξιλάρια.

«Πόσος καιρός πέρασε από... τότε που με έφεραν εδώ;» τη ρώτησε, καθώς εκείνη έλεγχε το σφυγμό και την πίεση του.

«Τρεις μήνες.» του απάντησε. «Τρεις μήνες βρίσκεστε σε κώμα, από τότε που σας εισάγαμε τη θεραπεία. Το σώμα σας έπρεπε να κοιμηθεί για τόσον καιρό ώστε να μπορέσει να αντέξει τις αλλαγές και να θεραπευθεί πλήρως από το πάγωμα και τις επιδράσεις του.»

«Τρεις μήνες...» επανέλαβε με θλίψη. Άραγε που να βρίσκονταν οι φίλοι του τώρα; Τι απέγιναν; Είχαν επιβιώσει; Ο Ιάσονας, κατάφερε να σώσει την Ιφιγένεια; Κατάφερε ο στρατός τους να νικήσει τον Λόρδο Άνθιμο.»

«Ποια ήταν η εξέλιξη του πολέμου;» ρώτησε.

Η νοσοκόμα του αφηγήθηκε περιληπτικά όσα συνέβησαν, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Είπε μόνο ότι νίκησαν τον Λόρδο Άνθιμο και ότι τα υπόλοιπα θα του τα μετέφερε ο πατέρας του.

Έπρεπε να μείνει ένα μήνα ακόμα στο νοσοκομείο για παρακολούθηση και διάφορα τεστ, για να σιγουρευτούν ότι ο οργανισμός του λειτουργούσε κανονικά. Ο γιατρός δεν του είπε τίποτα περισσότερο από όσα του είπε εκείνη η νοσοκόμα, απλώς του τα εξήγησε λίγο πιο επιστημονικά. Οι γονείς του επισκέφθηκαν σύντομα και δυστυχώς, ήταν οι μόνοι που επιτρέπονταν να τον επισκεφθούν.

Η μητέρα του, αν και χάρηκε που είχε επιτέλους ξυπνήσει, ήταν και πάλι ψυχρή, όπως ήταν πριν προηγηθεί το περιστατικό στο Μεγάλο Ξέφωτο. Ο πατέρας του ήταν... ο πατέρας του, όπως ακριβώς τον γνώριζε. Του μετέφερε με περισσότερες λεπτομέρειες τα γεγονότα του πολέμου και τα επακόλουθα του, για τη μεταμόρφωση του Ιάσονα σε εκείνο το τέρας, τη νίκη του ενάντια στον Λόρδο Άνθιμο κι έπειτα την εξορία του επειδή τα Ξωτικά τον θεωρούσαν επικίνδυνο, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να πάρει θέση. Ο Γιάννης λυπήθηκε αφάνταστα για όλα αυτά. Δηλαδή τώρα ο Ιάσονας δεν θα επέστρεφε; Κάποιοι έλεγαν ότι θα ερχόταν εκείνη η στιγμή όταν επέστρεφε και ο Λόρδος Άνθιμος για να συνεχίσει αυτό που άρχισε. Η μόνη του παρηγοριά, ήταν πως έμαθε ότι όλοι οι φίλοι του ήταν ασφαλείς, τόσο στο Νότιο Βασίλειο όσο και στη Χώρα των Ξωτικών, εκτός από τον Αδριανό που επίσης από ότι έμαθε με θλίψη, έπεσε στη μάχη. Και η Ιφιγένεια ζούσε και εκείνη πάλι στην Ωραιόπολη, αυτή τη φορά μαζί με τους γονείς της, καθώς ο Άρχοντας Έλιος τους εξόρισε από τη χώρα τους επειδή υποστήριξαν τον Ιάσονα και εναντιώθηκαν στους Ανώτερους Άρχοντες.

Τουλάχιστον θα την είχε κοντά του, όταν επανερχόταν. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο, απλά ανυπομονούσε να περάσουν οι μέρες για να επιστρέψει στο σχολείο και να ξαναδεί τους φίλους του. 

********

Οι "κρίσεις" του Γιάννη (αν μπορούμε να αποκαλέσουμε έτσι αυτό που παθαίνει) συνεχίζονται και είχαμε και μια αναδρομή στο παρελθόν όπου είδαμε τον τρόπο που ξύπνησε, καθώς και μία ανάμνηση που είχε διαγραφεί από τη μνήμη του (τα πλάγια γράμματα), όπου είχε ξυπνήσει κάποια στιγμή από το λήθαργο την ώρα που του εισήγαγαν εκείνη τη μυστηριώδη θεραπεία. Και για να σας προλάβω και να μη μπερδευτείτε, όχι, δεν έχει καμία σχέση με τη Θεραπεία (με κεφαλαίο Θ) της Ιφιγένειας και γενικά των Ξωτικών- Θεραπευτών. Είναι κάτι άλλο το οποίο θα μάθουμε σύντομα. Μέχρι τότε, θα χαρώ πολύ να διαβάσω σχόλια σας με εντυπώσεις και θεωρίες.

Ερώτηση: Τι πιστεύετε ότι σημαίνουν τα λόγια του γιατρού που θυμήθηκε ο Γιάννης: "Δεν θα πεθάνει άλλος Λιβανός στα χέρια μας"; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top