Κεφάλαιο 39: Άνθιμος και Ελεονόρα (Μέρος Α)

Οι ώρες πέρασαν βασανιστικά αργά στη Σκοτεινή Διάσταση, όπου ο Άνθιμος εκτελούσε τα καθήκοντα του μηχανικά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η Ελεονόρα και ανυπομονούσε να φτάσει το επόμενο βράδυ ώστε να την ξαναδεί. Δεν μίλησε σε κανέναν για εκείνη, ούτε καν στους Ανώτερους Λοχαγούς του, που τους εμπιστευόταν περισσότερο από οποιονδήποτε είχε εμπιστευθεί ποτέ του έως τότε. Αν παραδεχόταν ότι είχε ερωτευθεί μία μάγισσα με την πρώτη ματιά και μαθευόταν το νέο στην επικράτεια του, οι υπήκοοι του θα τον θεωρούσαν αδύναμο, και χαιρόταν που δεν είχε δώσει το προνόμιο του διαβάσματος σκέψης σε κανέναν άλλον.

Το βράδυ έφτασε και ο Άνθιμος, αφού είπε στους Λοχαγούς του ότι θα αποσυρόταν στα ιδιαίτερα του στο παλάτι, ντύθηκε κατάλληλα και άνοιξε έπειτα πύλη για τη Χώρα των Μάγων. Βρέθηκε στο άλσος στο οποίο είχε περπατήσει μαζί της την προηγούμενη μέρα και περπάτησε ως το σιντριβάνι όπου είχαν δώσει ραντεβού. Η Ελεονόρα βρισκόταν ήδη εκεί και τον περίμενε. Δεν είχε καλύψει τα μαλλιά της εκείνη τη φορά και ήταν ακόμα πιο όμορφη στο φως του φθινοπωρινού φεγγαριού.

«Ήρθες...» του είπε, και στις σκέψεις της διέκρινε μια ευχάριστη έκπληξη.

«Φυσικά και ήρθα, Πριγκίπισσα.» της απάντησε και σαν μαγεμένος την πλησίασε. «Στο φως του φεγγαριού είσαι ακόμα ομορφότερη.» της εξομολογήθηκε τη σκέψη του. Εκείνη του χαμογέλασε ντροπαλά, κολακευμένη, και στη σκέψη της διάβασε ότι θα ήθελε να γίνουν κάτι παραπάνω από φίλοι οι δυο τους. Δεν θεωρούσε σωστό το γεγονός έμπαινε αδιάκριτα στο μυαλό της, ένιωθε πως εκμεταλλευόταν την ικανότητα του προς όφελος του, όμως δεν μπορούσε και να το ελέγξει.

Περπάτησαν κουβεντιάζοντας οι δυο τους κατά μήκος του άλσους, κι έπειτα η Ελεονόρα τον οδήγησε έξω από εκεί. Αφού διέσχισαν μερικούς δρόμους και δρομάκια της Ματζίκας, βγήκαν από την πόλη και έφτασαν σε ένα άλλο δασάκι και στη συνέχεια σε μια ρεματιά, όπου και κάθισαν να ξεκουραστούν.

«Είναι πανέμορφη η Χώρα των Μάγων τελικά.» είπε ο Άνθιμος.

Κρίμα που θα πρέπει να την καταστρέψω και αυτήν κάποια στιγμή... συμπλήρωσε από μέσα του. Όμως εσένα, δεν πρόκειται να σε πειράξω, αγαπημένη μου Ελεονόρα... Την κοίταξε στα μάτια και για μία ακόμα φορά ένιωσε ευγνώμων που δεν μπορούσε εκείνη να διαβάσει τις σκέψεις του. Το μυαλό του πήγε μερικές δεκαετίες πίσω, όταν είχε πρώτο- φτιάξει τη Σκοτεινή Διάσταση και επιστράτευσε τον Αδάμ, ο οποίος επέμενε πως αγαπούσε την Εύα και ήθελε να την πάρουν με το μέρος τους κάνοντας την σαν αυτούς. Ο Άνθιμος τον είχε κοροϊδέψει τότε, τον θεωρούσε ανόητο και αδύναμο που είχε παρασυρθεί έτσι από συναισθήματα και λίγο έλειψε να ξεφύγει απ' το σκοπό τους. Τώρα μπορούσε να τον καταλάβει, γιατί τώρα συνειδητοποιούσε ότι βρισκόταν στη θέση του.

Συζήτησαν και εκεί με φόντο τα νερά του ρυακιού τα οποία τόσο μαγικά φώτιζε το φως της Σελήνης. Η Ελεονόρα του μίλησε σχετικά με μύθους και δοξασίες του λαού της για τον Ήλιο, τη Φύση και το Φεγγάρι. Διέφεραν τόσο πολύ από εκείνα του δικού του λαού, δηλαδή του πρώην λαού του, των Ξωτικών, κι όμως ήταν συγχρόνως τόσο όμοια, όπως ακριβώς διέφεραν και ομοίαζαν οι δυο τους. Είχε περάσει αρκετή ώρα όταν πήραν το δρόμο του γυρισμού. Τότε, η Ελεονόρα έκανε μια αυθόρμητη κίνηση και του έπιασε το χέρι, το τράβηξε όμως απότομα και κοντοστάθηκε. Ο Άνθιμος είχε ξεχάσει να φορέσει τα γάντια του, έτσι η διαφορά θερμοκρασίας τους έγινε αισθητή από τη Μάγισσα.

«Γιατί είσαι τόσο κρύος;» τον ρώτησε αυτό ακριβώς που σκεφτόταν.

«Ε... Είμαι... Έτσι είναι γενικά η θερμοκρασία μου.» της απάντησε μην ξέροντας πως αλλιώς να της εξηγήσει. Δεν ήθελε να της πει την αλήθεια. Απολάμβανε τη συντροφιά της και ήξερε ότι η σκοτεινή αλήθεια θα την τρόμαζε και θα την έδιωχνε μακριά.

«Υπερβολικά κρύος για ξωτικό της γης. Και φαίνεσαι επίσης χλωμός και γενικά ασυνήθιστος.» είπε προβληματισμένη εκείνη.

«Δεν σου έχω πει όλη την αλήθεια σχετικά με εμένα. Δεν είμαι ένα απλό ξωτικό της γης. Η περίπτωση μου είναι ξεχωριστή, για αυτό άλλωστε ένιωσα πως δεν ταίριαξα ποτέ με τους ομοίους μου.»

Εκείνη τον κοίταξε και επικεντρώθηκε στις σκέψεις της. Από την αρχή της είχε εμπνεύσει την εμπιστοσύνη, όμως τώρα δεν ήξερε αν έπρεπε να τον πιστέψει.

«Σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, όχι ακόμα τουλάχιστον.» Τώρα διέκρινε κάτι ακόμα στις σκέψεις και στο πρόσωπο της, κάτι που έμοιαζε με απογοήτευση.

Γιατί δεν με εμπιστεύεται; Σκεφτόταν. Ίσως είναι νωρίς ακόμα. Ποιος ξέρει τι έχει περάσει, με τους άδικους νόμους των Ξωτικών που δεν αποδέχονται τους διαφορετικούς...; Ας μην τον πιέσω. Ίσως, αν συνεχίσουμε να βλεπόμαστε, κάποια στιγμή να μου ανοιχτεί από μόνος του.

«Εντάξει.» είπε τελικά η Ελεονόρα και του χαμογέλασε ειλικρινά. «Δεν σε πιέζω να μου μιλήσεις... Δώσε μου το χέρι σου και ας είναι παγωμένο.» Της έδωσε το χέρι του κι ένιωσε αμέσως τη ζεστασιά του δικού της να τον τυλίγει. Οι σκέψεις της τον έκαναν να νιώθει απαίσια για τον εαυτό του, για όσα είχε κάνει κι όσα σκόπευε να κάνει ακόμα. Μήπως τελικά έπρεπε να αναβάλλει τα σχέδια του για καταστροφή και κατάκτηση του Κόσμου; Και οι Λοχαγοί του, τι θα έκαναν χωρίς εκείνον; Τι θα απογίνονταν όλα εκείνα τα Σκοτεινά Ξωτικά τα οποία είχαν βασιστεί πάνω του εναποθέτοντας τις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή όπως τους είχε υποσχεθεί;

Μπήκαν ξανά μέσα στην πόλη, στο άλσος και στη συνέχεια, έφτασαν πίσω στο σιντριβάνι.

«Εδώ θα πρέπει να χωριστούμε. Η ώρα έχει περάσει και έχω αργήσει. Θα ανησυχούν στο Παλάτι.» είπε η Ελεονόρα και τον κοίταξε με λαχτάρα και προσμονή.

«Θα ήθελες... Να σε συνοδεύσω μέχρι εκεί;» της πρότεινε.

«Όχι... Καλύτερα όχι. Ίσως με δει κάποιος φρουρός και το πει στον πατέρα μου. Δεν θέλω να με δουν να συνοδεύομαι από έναν άγνωστο άνδρα...» αρνήθηκε ευγενικά εκείνη. «Θα ήθελες να βρεθούμε και αύριο, Άνθιμε» τον ρώτησε και έτσι όπως τον κοίταξε με εκείνα τα γαλαζοπράσινα μάτια της του ήταν αδύνατον να της αρνηθεί.

«Φυσικά.»

Έμειναν να κοιτάζονται όμως, χωρίς κάποιος να κάνει την κίνηση να αποχαιρετήσει τον άλλον. Το μυαλό του άθελα του μπήκε πάλι στη σκέψη της:

Πόσο θα ήθελα να με φιλήσει τώρα... Όμως, μήπως είναι πολύ νωρίς; Και τι σημασία έχει; Η έλξη που νιώθω για αυτόν είναι τόσο δυνατή και ανεξήγητη, τα συναισθήματα τόσο πρωτόγνωρα, που δεν θα αντιστεκόμουν αν έκανε την κίνηση. Μήπως πρέπει να την κάνω εγώ; Ίσως εκείνος διστάζει επειδή με σέβεται...

Παρασυρμένος από αυτές τις σκέψεις και τα συναισθήματα που και ο ίδιος ένιωθε, έγειρε προς το μέρος της. Άγγιξε απαλά το πρόσωπο της και εκείνη άφησε μια ανάσα να βγει κοφτά. Παρόλη τη χαμηλή θερμοκρασία του δεν έκανε πίσω. Τα χείλη τους απείχαν πλέον ελάχιστα εκατοστά μεταξύ τους. Ένιωθε την ανάσα της καυτή, μπορούσε να ακούσει τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς της με την υπερφυσική ακοή του. Αν η δική του δεν ήταν σταματημένη εδώ και ογδόντα χρόνια, θα χτυπούσε τώρα και εκείνη σε ξέφρενους ρυθμούς.

Τα χείλη του ίσα που χάιδεψαν τα δικά της, όμως ύστερα επανήλθε η λογική και τον σταμάτησε από το να προχωρήσει το φιλί τους.

Τι πάω να κάνω; Σκέφτηκε. Γιατί σταμάτησε; Σκέφτηκε εκείνη, ανοίγοντας τα μάτια της και κοιτάζοντας μέσα στα δικά του με το ψεύτικο χρώμα. Αυτό ακριβώς... ψεύτικα... Όσο ψεύτικος είμαι και εγώ απέναντι της. Είμαι ένα τέρας, όταν μάθει την αλήθεια θα με μισήσει. Και αν πάνω στο φιλί, την τραυματίσω κατά λάθος με τους κυνόδοντες μου ή τους αντιληφθεί, θα τρομάξει και θα καταλάβει. Όμως δεν μπορώ και μακριά της. Δεν μπορώ να της πω έτσι απλά πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε.

«Ίδια ώρα αύριο το βράδυ.» της είπε κάνοντας στην άκρη μια ξανθιά τούφα απ' τα μαλλιά της.

«Καληνύχτα, Άνθιμε.» Αν και ελαφρώς απογοητευμένη που δεν συνεχίστηκε το φιλί τους, ήταν χαρούμενη έστω και με αυτό το λίγο. Κατάλαβε ότι για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να της δώσει παραπάνω, όχι ακόμα τουλάχιστον.

«Καληνύχτα.» της απάντησε.

Συνέχισαν να βγαίνουν κάθε μέρα σχεδόν, πότε μέρα για μόνο μία ώρα λόγω του ειδικού αντηλιακού ξορκιού, πότε βράδυ όπου ο Άνθιμος είχε την πολυτέλεια του χρόνου. Στην Ελεονόρα είχε πει πως προσωρινά έμενε σε ένα πανδοχείο εκεί κοντά, για να εξηγήσει το πώς κατάφερνε να βρίσκεται σχεδόν καθημερινά μαζί της χωρίς να χρειάζεται να κάνει ολόκληρο ταξίδι από τα βόρεια της χώρας. Όσο όμως εκείνη του φερόταν με καλοσύνη κι έδειχνε να πιστεύει ό,τι κι αν της έλεγε, τόσες περισσότερες τύψεις ένιωθε εκείνος που την κορόιδευε. Δεν είχαν ανταλλάξει άλλα φιλιά, πέρα από εκείνο το μισό φιλί στο δεύτερο ραντεβού της, και η Ελεονόρα αναρωτιόταν συνεχώς γιατί απέφευγε να προχωρήσει παραπάνω μαζί της, όμως το απέδιδε αυτό στο φόβο της απόρριψης της σχέσεις τους εξαιτίας της διαφοράς ανάμεσα στα είδη τους. Μέχρι και το Συμβούλιο των Μάγων, που αποτελούνταν από τον πατέρα της Άρχοντα Παύλο και από μερικούς ακόμα ισχυρούς και σοφούς μάγους, ήταν πιο αυστηρό σε τέτοια θέματα και οι ερωτικές σχέσεις που είχαν προκύψει ανά τους αιώνες ανάμεσα σε μάγους και ξωτικά ήταν ελάχιστες.

Μία νύχτα όμως, του δόθηκε άθελα του η ευκαιρία να της αποκαλύψει την αλήθεια, ή τουλάχιστον μία άλλη εκδοχή της αλήθειας που δεν θα την τρόμαζε ή θα την πλήγωνε τόσο. Περπατούσαν σε ένα από τα πέτρινα, γραφικά στενά της Ματζίκας, όταν ξαφνικά άκουσαν φωνές. Η Ελεονόρα κινήθηκε αμέσως προς τα εκεί τρέχοντας και ο Άνθιμος την ακολούθησε. Ήταν μια ομάδα ανδρών που με σκοτεινές μαγικές ενέργειες, μαύρη και κόκκινη, κυνηγούσαν μια άλλη νεαρή μάγισσα και την απειλούσαν με βίαιες διαθέσεις. Εκείνη προσπαθούσε μάταια να τους απωθήσει με διάφορα ξόρκια και αμυνόταν με τη ροζ μαγεία που ήταν κυρίως αμυντική και από τις πιο αδύναμες για επίθεση. Οι άνδρες Η Ελεονόρα δεν σκόπευε να το αφήσει έτσι αυτό.

Επιτέθηκε αμέσως και ανάβοντας πράσινες φωτιές στα χέρια της, άρχισε να χτυπάει έναν προς έναν τους σκοτεινούς εκείνους μάγους. Κάποιοι από αυτούς αμύνθηκαν και ξέφυγαν, ενώ ένας πήγε από πίσω της.

Ο Άνθιμος τόση ώρα την παρακολουθούσε να μάχεται χωρίς σπαθί, μόνο εξαπολύοντας πράσινη ενέργεια ή ξόρκια από τα χέρια της ενώ ήταν τυλιγμένη ολόκληρη με μια πράσινη αύρα. Είδε όμως ότι η μάχη ήταν άνιση και σύντομα δεν θα μπορούσε να τους νικήσει μόνη της. Η κοπέλα που έσωσε είχε πέσει αδύναμη στο έδαφος.

Τι να κάνω; Πρέπει να βοηθήσω! Αν αρχίσω να επιτίθεμαι όμως με τη Μαύρη Μαγεία, θα καταλάβει σίγουρα ότι δεν είμαι ξωτικό της γης και ότι κάτι πάει στραβά μαζί μου! Έλεγε μέσα του έχοντας παγώσει. Όταν όμως είδε εκείνον τον τύπο να επιχειρεί να τη χτυπήσει πισώπλατα, έδρασε ενστικτωδώς και χωρίς να το σκεφτεί περαιτέρω, χρησιμοποιήσει τη μαύρη του ενέργεια για πρώτη φορά για καλό. Έβγαλε το σπαθί του και εμποτίζοντας το με αυτήν, που έμοιαζε με σκιά ή καπνό φωτιάς, επιτέθηκε στον άνανδρο εκείνο μάγο και με μία κίνηση τον έριξε αιμόφυρτο στο έδαφος. Εκείνος ανασηκώθηκε και τον κοίταξε έντρομος.

«Μαύρη μαγεία...; Μα δεν μπορείς... Είσαι ξωτικό!» αναφώνησε έχοντας παρατηρήσει τα μυτερά αυτιά του. Ο Άνθιμος γέλασε σατανικά και απάντησε:

«Όχι, καλέ μου...! Είμαι κάτι παραπάνω.» και με μία ακόμα κίνηση κάρφωσε το σπαθί του στο στήθος του και τον αποτέλειωσε. Η Ελεονόρα γύρισε καθώς συνέχισε να μάχεται και είδε εκείνη τη σκηνή έκπληκτη, όμως επικεντρώθηκε στη μάχη γιατί αυτό προείχε τώρα. Έχοντας αποκαλυφθεί, ο Άνθιμος τη βοήθησε και αποτελείωσαν μαζί και τους υπόλοιπους.

Η Ελεονόρα δεν ήθελε να τους σκοτώσει, παρόλο που θα τους άξιζε, αλλά να τους αιχμαλωτίσει και να τους φέρει ενώπιον του πατέρα της ώστε να δικαστούν, όμως ο Άνθιμος πέρασε μπροστά και τους σκότωσε όλους, ακόμα και κάποιους που εκείνη είχε αφήσει ανήμπορους τραυματίες. Αν δεν ήταν εκείνη μπροστά, πολύ ευχαρίστως θα έγερνε στο λαρύγγι έστω ενός από αυτούς και θα του έπινε το αίμα, όμως ευτυχώς για χάρη της συγκράτησε τη δίψα του για το μαγικό αίμα που έρεε παντού από τις πληγές τους και στράφηκε σε εκείνη. Τον κοιτούσε φοβισμένη και απορούσε τι ήταν και γιατί είχε Μαύρη Μαγεία αφού της είχε πει πως ήταν Ξωτικό. Όμως στη συνέχεια γύρισε από την άλλη και έτρεξε προς τη νεαρή μάγισσα που μόλις έσωσαν.

«Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε βοηθώντας τη να σηκωθεί

«Ναι... Σας ευχαριστώ πολύ.» είπε εκείνη, έπειτα κοίταξε τον Άνθιμο και συμπλήρωσε: «Και τους δύο.»

«Θα σε συνοδεύσουμε σπίτι σου. Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη τέτοια ώρα.» είπε η Ελεονόρα και τη συνόδευσαν σπίτι της σιωπηλή, με μόνο την κοπέλα να τους καθοδηγεί. Όταν την άφησαν και έμειναν πάλι οι δυο τους, η Πριγκίπισσα – Μάγισσα κοίταξε ξανά τον Άνθιμο.

«Τι είσαι;» τον ρώτησε.

«Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να μάθεις την αλήθεια για εμένα.»

Ο Άνθιμος πισωπάτησε και διστακτικά, αφαίρεσε έναν- έναν τους φακούς επαφής του, αποκαλύπτοντας τα κόκκινα μάτια του. Η Ελεονόρα πισωπάτησε φοβισμένη.

«Όχι... Δεν μπορεί... Μοιάζεις με...»

«Βρικόλακα.» τη συμπλήρωσε. «Και η αλήθεια είναι, Ελεονόρα, πως είμαι κατά κάποιον τρόπο βρικόλακας.»

«Έτσι εξηγείται το χλωμό και κρύο δέρμα σου, ο λόγος που δεν ήθελες να με φιλήσεις... Δηλαδή τόσον καιρό μου έλεγες ψέματα; Δεν είσαι ξωτικό; Όμως μοιάζεις και με ξωτικό. Και πώς εξηγείται η Μαύρη μαγεία σου;» Η Ελεονόρα μιλούσε περισσότερο πληγωμένη, παρά φοβισμένη τώρα.

«Είναι μεγάλη ιστορία. Ήμουν όντως ξωτικό της γης κάποτε, όμως ένας βρικόλακας με μεταμόρφωσε και έτσι απέκτησα όλες τις υπερφυσικές ικανότητες του και η Μαγεία της Γης έγινε Μαύρη Μαγεία. Για αυτό έφυγα από τη Χώρα των Ξωτικών και ζω κρυμμένος. Επίσης, απέκτησα και μία άλλη μαγική ικανότητα, να διαβάζω σκέψεις. Δεν ήθελα να σου τα κρύψω όλα αυτά τόσον καιρό. Όμως άρχισα να έχω αισθήματα για εσένα και δεν ήθελα να φοβηθείς και να τρέξεις μακριά.» της είπε μόνο όσα χρειαζόταν να ξέρει, χωρίς να αναφέρει τους σκοτεινούς σκοπούς και τις άλλες αποτρόπαιες πράξεις του.

Τον άκουσε σοκαρισμένη. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα της ήταν μπερδεμένα, μπορούσε να διακρίνει την αμφιβολία, το φόβο και την απογοήτευση συγχρόνως.

«Και τρέφεσαι με αίμα, όπως οι κοινοί βρικόλακες;» ρώτησε έπειτα, ελπίζοντας να απαντούσε αρνητικά. «Έχεις σκοτώσει για να τραφείς;» Ο Άνθιμος έσκυψε το κεφάλι.

«Ναι. Και ακόμα σκοτώνω αν χρειαστεί χωρίς να διστάσω καθόλου. Θνητούς, Μάγους... Έχω επίσης την ικανότητα να ανοίγω πύλες σε οποιοδήποτε μέρος θελήσω, κάτι σαν τους δικούς σας Χρονομάγους. Όμως, έχεις αρχίσει να με αλλάζεις, Ελεονόρα. Θέλω να σταματήσω να σκοτώνω άλλα πλάσματα, έτσι τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να πίνω συσκευασμένο αίμα από νοσοκομεία.» Φυσικά, αυτό δεν ήταν ψέματα. Είχε όντως αρχίσει να αλλάζει και τον τελευταίο καιρό έπινε μόνο το αίμα που έστελναν οι Προμηθευτές στη Σκοτεινή Διάσταση. Παρόλα αυτά, δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σκοπό του για το μέλλον. Όμως η Ελεονόρα δεν χρειαζόταν να το μάθει αυτό ακόμα...

«Ακόμα δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω.» είπε η Ελεονόρα. «Τόσον καιρό μου έκρυβες όλα αυτά... και επιπλέον διάβαζες και τις σκέψεις μου...; Πες μου, πόσες φορές χρησιμοποίησες αυτή την ικανότητα για να φέρεις τη συζήτηση εκεί που ήθελες και να με κάνεις να σε ερωτευθώ;»

«Καμία. Μπορεί να διάβαζα τις σκέψεις σου και να έβλεπα τι αισθάνεσαι, όμως ποτέ δεν το χρησιμοποίησα αυτό προς όφελος μου. Όσα σου έλεγα ήταν αλήθεια και όχι αυτά που ήθελες να ακούσεις.»

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Την ένιωθε να αμφιταλαντεύεται, αν έπρεπε να τον συγχωρήσει ή όχι, ένιωθε τα δυνατά της συναισθήματα για εκείνον να έρχονται σε σύγκρουση με το φόβο ότι μπορούσε να κινδύνευε κοντά του.

«Δεν το πιστεύω...» είπε τελικά κοιτάζοντας τον δακρυσμένη. «Ακόμα και τώρα ξέρω ότι βλέπεις τι σκέφτομαι, δεν μπορώ να σου κρυφτώ... Οπότε ξέρεις ότι δεν σε μισώ για αυτό που είσαι, δεν μπορώ να σε μισήσω. Δεν γνωρίζω άλλωστε όλη την ιστορία... Μπορεί να συνέβη χωρίς τη θέληση σου, να μην είχες άλλη επιλογή... και ούτε θέλω να ξέρω πώς ακριβώς συνέβη και τι έχεις κάνει ακόμα. Γιατί βλέπω επίσης το καλό μέσα σου, βλέπω ότι δεν έχεις χάσει εντελώς την ψυχή σου.» Πλησίασε και ακούμπησε το σημείο της καρδιάς του, χωρίς να τη νοιάζει που δεν είχε χτύπο. «Και εγώ θα σε βοηθήσω για να μην τη χάσεις και να επικρατήσει το καλό μέσα σου.» Και χωρίς να προλάβει να διαβάσει άλλη σκέψη της, εκείνη ένωσε τα χείλη τους και αυτή τη φορά, το φιλί τους ήταν αληθινό, με περισσότερο πάθος, ενώ τα συναισθήματα της έλιωναν τον πάγο μέσα του. Ο Άνθιμος ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι εκείνο το καλόκαρδο πλάσμα τον συγχώρεσε και είδε μια καλή πλευρά που ούτε ο ίδιος πίστευε πως είχε.

{...}

Η σχέση τους συνεχιζόταν και ο έρωτας τους γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και δυνατότερος. Ο Άνθιμος ένιωθε πως γινόταν κάποιος άλλος όταν επισκεπτόταν τη Χώρα των Μάγων, όταν φιλούσε την Ελεονόρα και όταν την κοιτούσε στα μάτια. Στη Σκοτεινή Διάσταση όμως, παρέμενε ο αδίστακτος άρχοντας που όλοι φοβούνταν και σέβονταν. Όμως έβλεπε στις σκέψεις κάποιων, και ειδικά των τριών ανώτερων Λοχαγών, ότι είχαν αρχίσει να τον υποπτεύονται, διότι εξαφανιζόταν για αρκετές ώρες αποσυρόμενος δήθεν στο δωμάτιο του. Όμως δεν θα τους αποκάλυπτε ποτέ την αλήθεια, δεν θα εξέθετε ποτέ την Ελεονόρα του σε εκείνον τον κόσμο και στα πλάσματα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει και οι Λοχαγοί του ακόμα δημιουργούσαν και στρατολογούσαν. Ούτε θα αποκάλυπτε την τρυφερή πλευρά του σε εκείνους, από την άλλη μεριά. Έτσι φρόντιζε να διώχνει πάντα τις υποψίες αν τυχόν ο Αδάμ, η Εύα ή ο Αρίσταρχος τον ρωτούσαν αν του συνέβαινε κάτι ή τον έβλεπαν αφηρημένο.

Ακόμα και τις πόρνες του τις είχε παραμελήσει, δεν ένιωθε πια την ανάγκη να πλαγιάσει μαζί τους. Από τη στιγμή που φίλησε για πρώτη φορά τα χείλη της Ελεονόρας, μονάχα το δικό της κορμί ήθελε να αγγίξει, και κάθε φορά που τη φιλούσε η ανάγκη αυτή γινόταν εντονότερη.

Ωστόσο η μόνη που έδειχνε να ενοχλείται και να υποψιάζεται πως κάτι συνέβη ήταν η Λίλιαν, έτσι μια μέρα την κάλεσε στο δωμάτιο του για να διώξει τις υποψίες της. Άρχισαν τα φιλιά και τα προκλητικά χάδια, όμως μόλις έφτασαν στο κρίσιμο σημείο, το σώμα του δεν ανταποκρινόταν πια. Ένιωθε πως πρόδιδε την αγαπημένη του, έτσι έδιωξε την ξωτικόλακα πόρνη από πάνω του, σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται βιαστικά.

«Τι σας συνέβη, Άρχοντα μου; Δεν με θέλετε πια;» τον ρώτησε με παράπονο εκείνη.

«Δεν έχω όρεξη.» της απάντησε κοφτά.

«Μα... Πάντα έχετε όρεξη, ποτέ δεν έχετε διακόψει έτσι.» συνέχισε η πόρνη.

«Αυτή τη φορά δεν έχω! Και τώρα σήκω, ντύσου και δίνε του!» της φώναξε ξαφνικά και εκείνη πήρε μια πληγωμένη έκφραση. Όμως φοβήθηκε και δεν επέμεινε... Σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται με φανερή την απογοήτευση στις σκέψεις της.

Δεν με θέλει πια... Γιατί δεν με θέλει; Μήπως άλλη του έκλεψε την καρδιά; Ποια όμως; Κάποια από τις άλλες πόρνες ή μήπως τις Λοχαγούς; Ή μήπως δεν είναι από τη διάσταση μας;

«Και φρόντισε να κρατήσεις αυτές τις σκέψεις για τον εαυτό σου αν δεν θέλεις να τιμωρηθείς.» της είπε κοιτάζοντας την υποτιμητικά.

Η κοπέλα έφυγε βιαστικά έχοντας ολοκληρώσει το ντύσιμο της. Ο Άρχοντας ήξερε φυσικά για την εμμονή που είχε μαζί του, την οποία μπέρδευε με έρωτα, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Την ήθελε μονάχα για το κρεβάτι του, όμως τώρα πια ούτε καν για αυτό, όσο καλή και αν ήταν στη... δουλειά της. Μονάχα μία ήθελε τόσο η καρδιά όσο και το σώμα του, και σύντομα θα την έκανε δικιά του και ας ξέφευγε για λίγο απ' το σκοπό του. 

Συνεχίζεται...

************************************************************

Πώς σας φαίνεται η ιστορία του Άνθιμου και της Ελεονόρας μέχρι στιγμής; Προσωπικά νιώθω ότι γράφω για έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα από τον Άνθιμο που γνωρίσατε και δεν ξέρω αν είναι πολύ "απότομη" αυτή η αλλαγή. Επίσης, θεωρείτε ότι η ιστορία τους εξελίσσεται πολύ αργά; 

Στο επόμενο κεφάλαιο θα συνεχιστεί πάντως γιατί δεν θέλω να σας αφήσω με κενά και απορίες. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top