Κεφάλαιο 37: Η Στέψη

Διάσταση της Νύχτας

Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί εκείνη τη νύχτα στην Αίθουσα του Θρόνου στο Μαύρο Κάστρο, Σκοτεινά Ξωτικά, ή μάλλον Νυχτερινοί όπως θα αυτοαποκαλούνταν από εδώ και στο εξής, για να γίνουν μάρτυρες της στέψης του Ιάσονα και να γιορτάσουν τη νέα εποχή που ερχόταν για αυτούς. Άντρες με σκούρα μεσαιωνικά ρούχα και γυναίκες με γοτθικά φορέματα συνέθεταν ένα σκηνικό σκοτεινής δεξίωσης όπου αντί για ποτό σερβιριζόταν αίμα.

Ο Ιάσονας στεκόταν πλάι στον Άνθιμο, ντυμένος και εκείνος με ένα επίσημο κοστούμι στα χρώματα του μαύρου και του καφέ που είχε ραφτεί αποκλειστικά για εκείνον, με ένα μακρύ μαύρο σακάκι, πουκάμισο με φαρδιά μανίκια και καφέ γιλέκο, ενώ υπήρχε και μια κόκκινη γραβάτα που φαινόταν μέσα απ' το γιλέκο. Τα σπαστά μαλλιά του ήταν άψογα χτενισμένα και μαζεμένα τα μισά πίσω σε μια χαμηλή πλεξούδα, θυμίζοντας και ο ίδιος Νυχτερινό. Ωστόσο δεν δέχτηκε ούτε σε αυτή την περίπτωση να βάλει αίμα στο στόμα του. Μπορεί να μην είχαν σκοτωθεί άνθρωποι για να φτάσει αυτό το αίμα εδώ, ο Άνθιμος του είχε εξηγήσει ήδη πώς λειτουργούσε το σύστημα με τους Προμηθευτές, όμως και μόνο στην ιδέα ότι εκείνο το αίμα ήταν ανθρώπινο αηδίαζε, έτσι ο Άνθιμος διέταξε να φέρουν για εκείνον αποκλειστικά κρασί.

Η σκέψη του πήγε λίγες μέρες πίσω, σε μια σοκαριστική αποκάλυψη που του είχε κάνει ο Άνθιμος καθώς περπατούσαν κατά μήκος των διαδρόμων και του περιέγραφε το σύστημα των Προμηθευτών.

«Οι Προμηθευτές είναι θνητοί, συνήθως άτομα με εξουσία, που μας υπηρετούν κρυφά από διάφορες γωνιές του πλανήτη και μας στέλνουν συσκευασμένο αίμα και, κάποιες φορές, ανθρώπους για να τρεφόμαστε, όμως μόνο εγώ και οι Λοχαγοί μου έχουμε αυτό το προνόμιο.» του εξήγησε περιληπτικά. «Φυσικά θα σου είναι γνωστό το όνομα Ιάκωβος Λιβανός, έτσι; Είναι ο πατέρας εκείνου τον οποίο θεωρούσες φίλο σου και σε πρόδωσε.»

«Ο πατέρας του Γιάννη;» ρώτησε έκπληκτος ο Ιάσονας. «Πώς συνδέεται με όλα αυτά; Μη μου πεις πως...»

«Δούλευε για εμένα. Ακριβώς. Ήταν ένας από τους Προμηθευτές μας.» συμπλήρωσε τη σκέψη του. Ο Ιάσονας σταμάτησε το βάδισμα τους και τον κοίταξε με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη και σοκ.

Έπρεπε να το περιμένω... Έτσι εξηγούνται πολλά. Σκέφτηκε.

«Εκτός από αυτό, λειτουργούσε και κατάσκοπος μας για τον έξω Κόσμο, μεταφέροντας πληροφορίες για τα βασίλεια των θνητών. Τον συνάντησα πριν από τριάντα περίπου χρόνια και του πρόσφερα αυτή τη δουλειά, και με αντάλλαγμα εκείνος και οι δικοί του θα απολάμβαναν ειδικά προνόμια όταν κατακτούσαμε τον Κόσμο. Ως ένας ισχυρός επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης πολλών ιατρικών κλινικών μας έστελνε αίμα, ως Αρχικατάσκοπος της Βασίλισσας του Νότου μας έστελνε εγκληματίες κάθε τόσο ως γεύματα και μας μετέφερε συγχρόνως πληροφορίες, λειτουργώντας ως διπλός πράκτορας. Όμως μας πρόδωσε τελικά, το κάθαρμα. Όταν ανακάλυψε εσένα, δεν μου ανέφερε τίποτα και με κάποιο τρόπο κατάφερε να κρύψει τις σκέψεις του, ώστε εγώ να μη μάθω ότι ζούσες στον Κόσμο των Θνητών και ότι μάλιστα βρισκόσουν τόσο κοντά στον Ιάκωβο λόγω της φιλίας σου με τον γιο του, παρά μερικά χρόνια αργότερα, οπότε φτάνουμε στο σήμερα. Ο Ιάκωβος τόσα χρόνια δούλευε για τον εαυτό του. Ούτε για εμάς, ούτε για τους βασιλιάδες του Νότου. Έχοντας εμπνευστεί αφενός από εσένα, αφετέρου από τα δικά μου μαγικά πειράματα, έκανε και εκείνος παρόμοια πειράματα στα υπόγεια των κλινικών του. Έτσι έχασε τον πρωτότοκο του, προσπαθώντας μετά από ένα ατύχημα να τον σώσει, βάζοντας του την απαγορευμένη Μαγεία της Φωτιάς μέσα του... πράγμα το οποίο πέτυχε λίγα χρόνια αργότερα με τον δεύτερο γιο του, τον φίλο σου τον Γιάννη.» είπε στο τέλος, με την ειρωνεία να χρωματίζει τη φωνή του στη λέξη φίλος.

Ο Ιάσονας δεν ένιωθε καλά ύστερα από αυτά που έμαθε. Είχαν βγει σε ένα απ' τα μπαλκόνια του κάστρου και κάθισε σε ένα πεζούλι για να συνέλθει.

«Δεν το πιστεύω... Ο αδελφός του Γιάννη...» μονολόγησε. Θυμήθηκε τα λόγια του στη συνάντηση τους στο Δάσος της Σύγχυσης, τότε που είχαν πάει να τον σώσουν:

«Ο πατέρας μου... μου έδωσε μια πολύ καταστροφική δύναμη, όμως έμαθα να την ελέγχω για καλό.»

Άραγε είχε μάθει την αλήθεια σχετικά με το θάνατο του αδελφού του;

«Και που βρίσκεται τώρα εκείνος ο μπάσταρδος;» ρώτησε τον Άνθιμο που πλέον καθόταν δίπλα του.

«Κανείς δεν ξέρει. Προς το παρόν, είναι εξαφανισμένος μετά τη φωτιά που έβαλε ο γιος του στο σπίτι τους, και πιστεύουμε ότι θα δημιουργήσει στρατιά Μάγων της Φωτιάς ή όπως αλλιώς λέγονται με σκοπό να κάψει τα πάντα και να κατακτήσει αυτός τον Κόσμο αντί για εμένα. Όμως, αν καταφέρουμε να κατακτήσουμε τον Κόσμο, αυτός δεν θα αποτελεί πια πρόβλημα και με τέτοια δύναμη που θα έχουμε θα μπορέσουμε να τον καταστρέψουμε.»

«Ο Γιάννης... έκαψε το σπίτι...;» Σε εκείνη την πρόταση κόλλησε το μυαλό του Ιάσονα. Ώστε για αυτό τον είχα δει τυλιγμένο με φωτιά στο όραμα μου... Πόσο άσχημα πέρασε και εγώ δεν ήμουν εκεί...

«Μη στενοχωριέσαι πια για αυτούς. Δεν το αξίζουν. Μην ξεχνάς, δεν είναι πια φίλοι σου.» του είπε ο Άνθιμος.

{...}

Το μυαλό του Ιάσονα επέστρεψε στο σήμερα καθώς μια φωνή διέκοψε το λογισμό του:

«Όλα είναι έτοιμα για τη στέψη, Εξοχότατε.» είπε ο Αρίσταρχος στον Άνθιμο ο οποίος χαμογέλασε ικανοποιημένος.

«Λαμπρά. Είσαι έτοιμος, γιε μου;»

«Έτοιμος.» είπε ο Ιάσονας και ακολούθησε τον «πατέρα» του στα σκαλιά του θρόνου. Όταν όλοι είδαν τον Άρχοντα τους και τον υιό του να στέκονται επάνω στο βάθρο, οι ομιλίες και τα γέλια διακόπηκαν μεμιάς. Ο Αρίσταρχος στάθηκε μαζί με τους άλλους δύο Λοχαγούς μπροστά ακριβώς από το βάθρο.

«Αγαπητοί μου υπήκοοι!» ξεκίνησε ο Άνθιμος. «Λοχαγοί, προσωπικό του παλατιού και λοιπά Σκοτεινά Ξωτικά. Σας ευχαριστώ που ήρθατε σήμερα εδώ για να τιμήσετε με την παρουσία σας τη στέψη και τον ερχομό του χαμένου μου υιού εδώ που πραγματικά ανήκει. Ο ερχομός του σηματοδοτεί και μια νέα εποχή για εμάς, διότι θα επιχειρήσουμε ξανά να κατακτήσουμε τον Κόσμο και αυτή τη φορά, με τον Ιάσονα στο πλευρό μας θα τα καταφέρουμε!» Το πλήθος χειροκρότησε και πανηγύρισε. «Και για αυτό, από σήμερα και στο εξής μετονομάζω τη Δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση σε Διάσταση της Νύχτας και όλους εμάς από Σκοτεινά Ξωτικά σε Νυχτερινούς, και σας συστήνω τον γιο μου ως Πρίγκιπα Ιάσονα των Νυχτερινών και συγχρόνως Τέταρτο Λοχαγό!» Κι άλλα χειροκροτήματα συνόδευσαν αυτά του τα λόγια. «Να ξεκινήσει η διαδικασία της στέψης, παρακαλώ.»

Ένας υπηρέτης έφερε ένα βελούδινο μαξιλάρι με ένα μαύρο διάδημα πάνω σε αυτό. Ήταν σκέτο, χωρίς στολίδια, πολύ πιο απλό από το πιο περίτεχνο που φορούσε ο Άνθιμος σε επίσημες περιστάσεις σαν αυτήν. Ο Αρίσταρχος το πήρε και ανέβηκε στο βάθρο μπροστά από τον Ιάσονα, ο οποίος ζούσε αυτή την τελετή σαν απλός παρατηρητής, ένιωθε σαν να συνέβαιναν σε κάποιον άλλον όλα αυτά και όχι στον ίδιο.

«Γονάτισε, Ιάσονα, υιέ του Λόρδου Άνθιμου.» του είπε ο Αρίσταρχος και ο Ιάσονας έκανε όπως του είπε.

Τι στο καλό κάνω; Σκέφτηκε καθώς έβαζε το στέμμα στο κεφάλι του.

«Εγώ στο είπα, Ιάσονα, όμως δεν με άκουσες και τώρα δεν υπάρχει γυρισμός, ειδικά τη στιγμή που απέκτησες και τίτλο ή μάλλον δύο τίτλους να λέμε καλύτερα, Υψηλότατε παύλα Τέταρτε!» άκουσε τη φωνή του Ντέριου εξαγριωμένη κι ειρωνική συγχρόνως μέσα από το σπαθί που κρεμόταν όπως πάντα απ' τη ζώνη του. «Όμως, όπως σου είπα και τις προάλλες, θα μείνω δίπλα σου, θα σε ακολουθήσω και θα παλέψω μαζί σου, έστω και αν δεν συμφωνώ με αυτή την επιλογή σου. Είμαι το Δαιμόνιο σου στο κάτω- κάτω.» Ο Άνθιμος έπειτα προχώρησε εκείνος πάνω απ' τον Ιάσονα, έβγαλε το σπαθί του και είπε, τοποθετώντας το πάνω απ' το σκυμμένο κεφάλι του:

«Σε χρίζω Πρίγκιπα και Τέταρτο Λοχαγό της Διάστασης της Νύχτας! Μπορείς να εγερθείς τώρα, γιε μου.»

Μόλις σηκώθηκε, κοίταξε το πλήθος των κόκκινων ματιών που τον κοιτούσαν και χειροκροτούσαν, πανηγυρίζοντας και επευφημώντας τον.

«Βλέπεις, Ιάσονα; Έχουν αρχίσει ήδη να σε αποδέχονται και να σε θαυμάζουν σαν θεό τους, όπως και εμένα. Πιστεύεις ότι θα λάμβανες ποτέ τέτοια δόξα από τα Ξωτικά ή τους Μάγους;» του ο Άνθιμος, βάζοντας τον σε σκέψεις. Βέβαια ποτέ δεν ήταν η δόξα κάτι που αποζητούσε ο Ιάσονας, ήθελε απλά να κάνει το καλό, έστω και μέσα απ' τις σκιές. Όμως τώρα ήταν πλέον αργά και τελικά, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν ήρωας.

Στη συνέχεια, κατέβηκαν τα σκαλιά του θρόνου και οι τρεις Λοχαγοί του έδωσαν συγχαρητήρια και τον καλωσόρισαν. Ακολούθησε δεξίωση με χορούς και μουσική, από γοτθική και σκοτεινή έως μέταλ μπαλάντες τις οποίες χόρευαν ζευγάρια στην πίστα, ενώ ο Ιάσονας συνέχισε να πίνει το ένα ποτήρι κρασί μετά το άλλο κάνοντας βόλτες τριγύρω στην αίθουσα. Μετά από μερικά ποτήρια η διάθεση του άρχισε να ανεβαίνει και να ξεχνάει σχεδόν τους λόγους για τους οποίους βρισκόταν εκεί. Ως το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς, πολλοί ξωτικόλακες ήταν εκείνοι που τον πλησίασαν και του μίλησαν και έκανε μέχρι και αστεία μαζί τους ενώ πολλές από τις καλλονές που ήταν πόρνες του παλατιού τον γλυκοκοιτούσαν. Ο Άνθιμος τον πλησίασε ξανά, βαστώντας απ' το χέρι μία μαυρομάλλα ξωτικόλακα, η οποία φορούσε ένα μακρύ μαύρο φόρεμα πολύ αποκαλυπτικό στο στήθος.

«Ιάσονα, να σου συστήσω τη Λίλιαν, μια από τις καλύτερες και αγαπημένες μου ιερόδουλες. Απόψε σου την προσφέρω σαν δώρο ώστε να χορέψετε και να κάνεις ό,τι άλλο θέλεις μαζί της.»

Για κάποιο λόγο, το όνομα της κάτι του θύμιζε, αλλά δεν έδωσε βάση σε αυτό. Ίσως κάποια συμμαθήτρια του η κάποια παλιά κατάκτηση του να την έλεγαν Λίλιαν, από τότε που ζούσε ανάμεσα στους Θνητούς στο Βασίλειο του Νότου. 

«Συγχαρητήρια για τη στέψη, Υψηλότατε.» του είπε εκείνη και υποκλίθηκε προσφέροντας του μια καλύτερη θέα του στήθους της και κοιτάζοντας τον προκλητικά, με τα σαρκώδη χείλη της να σχηματίζουν ένα πονηρό μειδίαμα. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφη, αλλά δεν ήταν η Ιφιγένεια. Δεν έφτανε ούτε στο ελάχιστον την αθώα και ανεπιτήδευτη ομορφιά της. 

«Ευχαριστώ, Άρχοντα Άνθιμε... Όμως νομίζω πως θα αρκεστώ απλά στο χορό.» απάντησε και έτεινε το χέρι του προς εκείνη. Η Λίλιαν το έπιασε και τα κόκκινα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη.

«Ουάου... Πόσα χρόνια έχω να πιάσω ένα τόσο ζεστό χέρι...» είπε ξέπνοα.

Ο Άνθιμος και η συντροφιά του γέλασαν καθώς ο Ιάσονας την οδηγούσε στην πίστα. Δεν ήξερε πολλά από χορό, έτσι προσπαθούσε απλά να ακολουθεί τα βήματα της και τους γύρω τους.

«Ώστε εσύ είσαι ο περίφημος Μαγικός, ο γιος του Άρχοντας μας. Χαίρομαι πραγματικά που σε γνωρίζω.» του είπε κάποια στιγμή κοιτάζοντας τον στα μάτια.

«Ναι... Ευχαριστώ.» της απάντησε κάνοντας την μια σβούρα και φέρνοντας την ξανά κοντά του. «Εσύ; Πόσα χρόνια υπηρετείς τον Λόρδο Άνθιμο;»

«Έχω χάσει το μέτρημα. Τριάντα, μπορεί και τριάντα πέντε χρόνια.»

«Και τι ήταν αυτό που σε ώθησε να τον ακολουθήσεις και να πουλήσεις τον εαυτό σου σε αυτόν;»

«Ξέρω εγώ...; Πόρνη ήμουν και στην προηγούμενη ζωή μου ως ξωτικό, και δεν ήταν πολύ καλύτερα... Μας απήγαγε μαζί με την αδελφή μου, τη Βίβιαν. Είχαμε χάσει τους γονείς μας από μικρή ηλικία, έτσι η πορνεία ήταν για εμάς μονόδρομος.» είπε δείχνοντας προς μια ξανθιά καλλονή που καθόταν στην αγκαλιά του Αντίνοου σε έναν καναπέ και φιλιούνταν προκλητικά. «Μας μεταμόρφωσε και μας ανάγκασε να τον υπηρετούμε και να τον ικανοποιούμε, όπως και όσους άλλους από τους άνδρες του παλατιού μας επέλεγαν... Με τον καιρό όμως, ανέπτυξα αισθήματα για τον Λόρδο Άνθιμο και εκείνος μου είπε πως είμαι η αγαπημένη του από όλες τις πόρνες. Μια μέρα, θα καταλάβει πως με αγαπάει και εκείνος και θα με κάνει γυναίκα του και Αρχόντισσα της Σκοτεινής Διάστασης, οπότε μπορείς να με θεωρείς ήδη μητριά σου.» του είπε με ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο. 

«Η γυναίκα είναι τελείως τρελή!» άκουσε τον Ντέριο να του λέει και έπνιξε ένα γέλιο.

Όμως λυπόταν συγχρόνως αυτό το δύστυχο πλάσμα, που δεν είχε άλλη επιλογή και κατέληξε να ερωτευθεί άθελα της τον Σκοτεινό Άρχοντα και να ελπίζει μάταια ότι εκείνος θα ανταποκρινόταν, ενώ ήξερε καλά ότι το μόνο άτομο το οποίο αγαπούσε πραγματικά ο Άνθιμος ήταν ο εαυτός του. Ή μήπως η αγάπη του για τη βιολογική του μητέρα, την Ελεονόρα, ήταν αληθινή; Για αυτό ήθελε να ακούσει την ιστορία και από τη δική του πλευρά, για να διαπιστώσει αν είχε όντως νιώσει οτιδήποτε για εκείνη και συνεπώς, για τον ίδιο σαν γιο του.

Η σκοτεινή δεξίωση συνεχίστηκε με ποτά και χορούς, ενώ ο Ιάσονας ένιωθε πλέον, θέλοντας και μη, ότι είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του τόπου αυτού. 

{...}

Χώρα των Ξωτικών

Λίγες ημέρες είχαν περάσει από το συμβούλιο και τα στρατεύματα τόσο των Ξωτικών, όσο και των Μάγων προπονούνταν εντατικά και οι φρουροί σε κάθε μέρος ήταν πάντα σε ετοιμότητα ώστε να σημάνουν συναγερμό. Ένα σημαντικό ποσοστό των στρατών από τα Πέντε Βασίλεια κατέφθασε και άρχισαν να προπονούνται και εκείνοι μαζί με τα Ξωτικά. Ο Ηρακλής κατατάχθηκε στο πυροβολικό του Νότου για μία ακόμα φορά, ενώ ο Γιάννης επειδή είχε τη δύναμη της φωτιάς, θα πολεμούσε στα χρώματα των Ξωτικών, με τη γαλάζια στολή και το έμβλημα της φωτιάς στο στήθος. Η Ιφιγένεια και οι γονείς της είχαν ξεκινήσει και εκείνοι ειδική εκπαίδευση θεραπευτών.

Η παρέα προσπαθούσαν να μη σκέφτονται τον Ιάσονα και να είναι αφοσιωμένοι στην εκπαίδευση τους, όσο αυτό ήταν δυνατόν. Η Φωτεινή έλειπε σε όλους, ειδικά στη Ναυσικά αλλά και στον Γιάννη, που είχε ένα άτομο να μιλάει κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων στην εκπαίδευση με τους τοξότες των Ξωτικών. Αναρωτιούνταν και αγωνιούσαν όλοι για εκείνη. Είχε άραγε ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση της; Πώς ήταν και κυρίως πώς ένιωθε για αυτό; Όμως είχαν εμπιστοσύνη στην Ελπινίκη και τη Ροζαλία, είχαν πει πως θα την πρόσεχαν και θα τους κρατούσαν ενήμερους. Και πράγματι, ένα βράδυ εισήλθαν μέσω πύλης στην Έλφια και ανακοίνωσαν στον Αρχηγό Ορέστη και στους φίλους της Φωτεινής ότι η μεταμόρφωση της είχε ολοκληρωθεί και πλέον ήταν ξωτικόλακας.

«Μπορούμε να τη δούμε;» ρώτησε με αγωνία η Ναυσικά.

«Όχι όλοι μαζί.» απάντησε η Ελπινίκη. «Είναι συναισθηματικά φορτισμένη και μπορεί ακόμα να γίνει... ανεξέλεγκτη. Ζήτησε όμως οπωσδήποτε να δει εσένα.» είπε στο ξωτικό του νερού.

Η Ναυσικά κοίταξε την υπόλοιπη παρέα.

«Πήγαινε, Ναυσικά.» την ενθάρρυνε η Ηλέκτρα. «Θα μας πεις όταν γυρίσεις πώς είναι. Θα τη δούμε άλλη φορά εμείς.»

«Επίσης, θεωρήσαμε σωστό να την επισκεφθούν και οι γονείς της για να μην αγωνιούν.» συμπλήρωσε η Ελπινίκη. Ο Ορέστης καθάρισε νευρικά το λαιμό του και έκανε ένα βήμα μπροστά.

«Όσο για αυτό... Μίλησα με τους γονείς της και μου είπαν πως δεν θέλουν να τη δουν.»

«Τι;!» αναφώνησε εξοργισμένη η Ναυσικά.

«Αυτό είναι άδικο!» συμπλήρωσε ο Γιάννης.

«Χαίρονται που είναι καλά» συνέχισε ο Ορέστης, «αλλά δεν μπορούν να δεχθούν το γεγονός ότι έγινε Σκοτεινό Ξωτικό και φοβούνται πως θα τους κάνει κακό. Λυπάμαι. Ίσως καταφέρουμε να τους πείσουμε αργότερα.»

«Δεν χρειάζεται... μας απέδειξαν ήδη τι  γονείς είναι.» είπε με πίκρα στη φωνή της η Ναυσικά.

«Γλυκιά μου, προσπάθησε να τους καταλάβεις... Είναι νωρίς ακόμα για να το χωνέψουν όλο αυτό και σίγουρα θα τους ήρθε ξαφνικό. Ίσως με τον καιρό καταλάβουν πως την αγαπούν όπως και αν είναι.» της είπε η Ροζαλία προσπαθώντας να την καθησυχάσει.

«Σε αυτή την περίπτωση, αιτούμαι να έρθω εγώ στη θέση τους, ως πρώην αρχηγός της.» πρότεινε ο Ορέστης, και η Ροζαλία μέσα της ευχήθηκε να αρνηθεί η Ελπινίκη και να προτείνει κάποιον από τους φίλους της να πάει.

«Δεκτό το αίτημα σας, Αρχηγέ Ορέστη, καθώς θα μπορέσετε και εσείς με τη δύναμη σας να τη σταματήσετε αν την επηρεάσει η μυρωδιά του αίματος σας.» είπε όμως εκείνη και η Λοχαγός παραδέχτηκε ενδόμυχα πως είχε δίκιο, ανεξαρτήτου τι ένιωθε η ίδια για τον Ορέστη.

Κάτι μέσα της όμως της έλεγε ότι ο Αρχηγός της Φωτιάς και πρώην αγαπημένος της έψαχνε αφορμή για να περάσει χρόνο μαζί της.

«Εμείς πότε θα τη δούμε;» ρώτησε η Ηλέκτρα.

«Σύντομα.» της απάντησε λακωνικά η Ελπινίκη καθώς άνοιγε πύλη για τη Σκοτεινή Διάσταση.

«Δώσε της χαιρετίσματα και την αγάπη μας, Ναυσικά. Είμαστε όλοι μαζί της.» είπε η Ιφιγένεια, και η φίλη τους ένευσε και ακολούθησε τον Αρχηγό Ορέστη και τις δύο Σκοτεινές μέσα στην πύλη.

Έχοντας πολεμήσει και οι δύο αποκλειστικά στον Νότο στον προηγούμενο πόλεμο, τόσο ο Ορέστης όσο και η Ναυσικά, κοιτούσαν με δέος και ίσως λίγο τρόμο, τα πάντα γύρω τους και ειδικά το Κόκκινο Κάστρο στο βάθος, πράγματα τα οποία μόνο από περιγραφές άλλων είχαν ακούσει και έβλεπαν για πρώτη φορά.

«Το ξέρω πως φαίνεται ανατριχιαστικό.» είπε η Ροζαλία. «Και λογικό εφόσον το δημιούργησε ο Λόρδος Άνθιμος. Όμως, τώρα που το κυβερνάει η Αρχόντισσα Ελπινίκη πλέον, είναι ένα μέρος φιλόξενο για όλα τα πλάσματα που είχαν την τύχη, ή την ατυχία, να μεταμορφωθούν σε βρικόλακες. Η Φωτεινή θα συνηθίσει και θα είναι ασφαλής εδώ.»

Πέρασαν την αυλή, η οποία ήταν κάπως πιο περιποιημένη από τον καιρό της βασιλείας του Άνθιμου, ωστόσο δεν μπορούσαν να φυτέψουν τίποτα γιατί χωρίς το φως του ήλιου δεν θα ευδοκιμούσαν. Μπήκαν στο παλάτι και αφού διέσχισαν πολλούς διαδρόμους και αίθουσες με ιδιαίτερη γοτθική διακόσμηση, συναντώντας και άλλους ξωτικόλακες, μαγοκόλακες* ή ακόμα και βρικόλακες που κάποτε ήταν άνθρωποι, όλοι εκ των οποίων χαιρετούσαν με σεβασμό την αρχόντισσα και τη λοχαγό της, έφτασαν στο δωμάτιο της Φωτεινής και η Ροζαλία άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα στεκόταν μπροστά απ' το παράθυρο και κοιτούσε έξω από αυτό με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος τους. Από πίσω δεν φαινόταν πολύ διαφορετική, μονάχα τα μαλλιά της πρόσεξε η Ναυσικά ότι έλαμπαν περισσότερο και πως ήταν υπερβολικά στητή, σαν άγαλμα.

«Ήρθαν οι επισκέψεις σου, Φωτεινή μου.» της είπε η Ροζαλία. Φυσικά ήταν περιττό να ανακοινώσει την άφιξη τους, αφού οι μυρωδιές από δύο διαφορετικά είδη αίματος έφτασαν αμέσως στη μύτη της.

Ήταν λαχταριστές αυτές οι οσμές ομολογουμένως, μόλις όμως γύρισε και είδε ότι η μία από τους επισκέπτες ήταν η Ναυσικά, η αγαπημένη της, δεν σκέφτηκε ούτε δευτερόλεπτο ότι θα μπορούσε να της πιει το αίμα.

Ο Ορέστης και η Ναυσικά σάστισαν για λίγο μόλις είδαν τα κόκκινα μάτια της και το χλωμό δέρμα της. Ίσως και να φοβήθηκαν λίγο, γιατί για μερικά δευτερόλεπτα κανένας τους δεν κουνήθηκε.

«Ναυσικά;» είπε τότε η Φωτεινή συγκινημένη, παρόλο που δεν μπορούσε να δακρύσει πια.

«Φωτεινή...» είπε και το ξωτικό του νερού και χύνοντας δάκρυα που έφταναν και για τις δυο τους, βρέθηκε με τρία βήματα μπροστά της και την αγκάλιασε χωρίς να φοβάται καθόλου. Η Φωτεινή δίστασε στην αρχή, όμως τελικά τύλιξε και εκείνη τα χέρια της γύρω της. Ήταν κρύα, και παρόλο που η Ναυσικά είχε συνηθίσει την αγκαλιά της ζεστή όντας κάποτε ξωτικό της φωτιάς, δεν την πείραζε καθόλου αυτή η αλλαγή. Η Ροζαλία παρακολουθούσε και εκείνη με συγκίνηση την αγκαλιά τους. Την προηγούμενη μέρα, η νεαρή είχε εκμυστηρευτεί στην ίδια και στην Ελπινίκη πως ήταν κάτι παραπάνω από φίλες με τη Ναυσικά, ότι ήταν πολύ σημαντική για εκείνη και πως για αυτό ήθελε να τη δει τόσο πολύ, και φυσικά εκείνες όχι μόνο δεν την έκριναν, όπως φοβόταν, αλλά της υποσχέθηκαν να φέρουν την αγαπημένη της να τη δει έστω και για λίγο.

Η Φωτεινή κοίταξε στα μάτια τη Ναυσικά. Ήθελε πολύ να τη φιλήσει, δεν τολμούσε όμως μπροστά στον Ορέστη. Πλησίασε και εκείνος και τότε οι δυο τους χωρίστηκαν.

«Αρχηγέ Ορέστη...»

«Χαίρομαι που είσαι καλά, Φωτεινή.» της είπε με ένα φιλικό και ίσως πατρικό χάδι στον ώμο της. Δεν ήξερε αν κατάλαβε τίποτα για εκείνη και τη Ναυσικά ή όχι, πάντως αν κατάλαβε, σίγουρα δεν άφησε να φανεί.

«Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησε η Ναυσικά έπειτα.

«Καλύτερα από ποτέ, αν εξαιρέσουμε τη διαρκή μου δίψα για αίμα. Όμως τώρα έχω τραφεί, μην ανησυχείτε. Επίσης, μου είναι τρομερά δύσκολο να σκέφτομαι ότι έχω αποχωριστεί τη δύναμη της φωτιάς και έχει πάρει τη θέση της η Κόκκινη Μαγεία.»

«Θα το συνηθίσεις με τον καιρό.» τη διαβεβαίωσε η Ελπινίκη, που είχε σταθεί στηριζόμενη στην πόρτα.

«Οι γονείς μου; Πού είναι; Δεν ήθελαν να με δουν;» ρώτησε έπειτα η κοπέλα. Ο Ορέστης ανέλαβε να εξηγήσει:

«Κοίταξε... Δεν ήθελα να πληγωθείς, όμως οφείλεις να ξέρεις την αλήθεια. Οι γονείς σου δυστυχώς δεν έχουν δεχθεί ακόμα το γεγονός της μεταμόρφωσης σου, ακόμα και αν τους εξήγησα ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να σωθείς. Μη στεναχωριέσαι όμως, είναι αρχή ακόμα και είμαι σίγουρος πως δεν έχουν πάψει να σε αγαπάνε και να νοιάζονται για σένα.»

Το ύφος της Φωτεινής φάνηκε πληγωμένο, όμως χαμογέλασε και είπε:

«Δεν πειράζει... Κάποια στιγμή θα το δεχτούν, έτσι; Μέχρι τότε όμως, έχω εσάς και τους φίλους μας.»

Μετά από λίγο, η Ελπινίκη με τη Ροζαλία και τον Ορέστη άφησαν για λίγο μόνα τους τα δύο κορίτσια να τα πουν. Η Ελπινίκη παρέμεινε έξω από την πόρτα για ασφάλεια, ούτως ώστε αν ακούσει οτιδήποτε να επέμβει, ενώ η Ροζαλία πήγε να ξεναγήσει τον Ορέστη στο κάστρο. Αν και δεν το ήθελε, ήταν ο μόνος τρόπος ώστε να περάσουν λίγο χρόνο μαζί οι δύο αγαπημένες, έτσι αποφάσισε να κάνει αυτή τη θυσία, έχοντας όμως μαζί της και τη Λίντα. 

*Μαγοκόλακας: Μάγος μεταμορφωμένος σε βρικόλακα. Ο πρώτος ήταν ο Μάγος εκείνος ο οποίος είχε αρχικά συνεργαστεί με τον Άνθιμο και με τον Βρικόλακα Κλέαρχο για την κατάκτηση του Κόσμου, όμως τους πρόδωσε, τον σκότωσαν και δεν εμφανίστηκε ξανά αυτό το είδος παρά εκατό χρόνια αργότερα, στην εποχή που βρίσκεται η ιστορία μας, όταν κάποιοι μάγοι δαγκώθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου πολέμου από ξωτικόλακες, μεταμορφώθηκαν και έκτοτε φιλοξενούνται στη Σκοτεινή Διάσταση της Λαίδης Ελπινίκης. Αντί για τα χρώματα μαγείας που είχαν διαθέτουν τώρα Κόκκινη Μαγεία και τις γνωστές ιδιότητες του βρικόλακα. Όσοι είχαν Κόκκινη ή Μαύρη Μαγεία αυτή παρέμεινε.

**********************************

Σιγά- σιγά, γράφοντας κάθε μέρα και από λίγο (όσο αντέχω) αυτές τις μέρες, κατάφερα να ολοκληρώσω ένα ακόμα κεφάλαιο. Είχαμε μια μεγάλη αποκάλυψη για τον Ιάκωβο. Εν συντομία, αρχικά δούλευε για τον Άνθιμο, όμως τελικά τον πρόδωσε και πλέον προσπαθεί να φτιάξει ένα δικό του είδος ανθρώπων με τη δύναμη της φωτιάς. Το περιμένατε αυτό; Το είχατε υποψιαστεί; Ωστόσο δεν θα μας απασχολήσει σε αυτό το βιβλίο, γιατί και αυτό μέχρι το τέλος θα έχει να κάνει με τον Άνθιμο, οπότε ο Ιάκωβος θα επιστρέψει στο τρίτο βιβλίο απλώς προετοιμάζω το έδαφος από τώρα.

Είχαμε επίσης τη στέψη του Ιάσονα και τη γνωριμία με τη "μητριά" του (μόνο στη φαντασία της μητριά του στο μεταξύ, αν και αυτό δεν την εμπόδισε να τον φλερτάρει...) Σημειώστε ότι ο Ιάσονας δεν έχει μάθει ότι η Λίλιαν είχε ξυλοκοπήσει την Ιφιγένεια όταν εκείνη ήταν αιχμάλωτη στο πρώτο βιβλίο... 

Τέλος, είδαμε και την επίσκεψη της Ναυσικάς και του Ορέστη στη Σκοτεινή Διάσταση για να δουν τη Φωτεινή, η οποία ευτυχώς είναι καλά και πλέον είναι και επισήμως ξωτικόλακας. 

Πώς σας φάνηκαν όλα αυτά; Σχολιάστε όπου θέλετε και θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο 

😘🧝‍♀️🧝‍♂️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top