Κεφάλαιο 35: Ελπίδα και Απόγνωση


Ο Σωκράτης τελικά είχε πάει μόνος του σε ένα μπαρ στο κέντρο της Έλφιας και μέθυσε πάλι μετά από καιρό. Έφυγε μόνο όταν το μαγαζί έκλεισε στις τέσσερις. Επέστρεψε τρεκλίζοντας στο Παλάτι της Έλφιας, μάζεψε τα πράγματα του και έστειλε ένα μήνυμα στον φίλο του Αγησίλαο να πάει να τον πάρει μέσω χρονοπύλης. Πριν φύγει, άφησε ένα γράμμα στην Αντιγόνη, το οποίο έριξε κάτω από την πόρτα του δωματίου της.

Αυτό το γράμμα διάβαζε τώρα η Αντιγόνη με δάκρυα στα μάτια:

Αγαπημένη μου Αντιγόνη,

Όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, εγώ σίγουρα θα βρίσκομαι ήδη πίσω στη χώρα μου. Συγνώμη που έφυγα τόσο ξαφνικά, και δεν ήρθα καν να σε δω μετά την επιστροφή μας από το Δάσος της Σύγχυσης, όμως ελπίζω να με καταλάβεις. Δεν με χωράει ο τόπος εκεί στη Χώρα των Ξωτικών, όχι ύστερα από ότι συνέβη με τον Ιάσονα. Θα σου έχουν εξηγήσει ήδη οι υπόλοιποι πιστεύω... Χθες βράδυ ήπια ως αργά και δεν ήθελα να με δεις σε αυτή την κατάσταση. Ακόμα και τώρα δεν ξέρω αν βγάζουν νόημα αυτά που γράφω. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να τα βρω με τον εαυτό μου προτού προχωρήσουμε σε κάτι σοβαρό εμείς οι δύο, γιατί αυτά που νιώθω για εσένα είναι πολύ δυνατά και δεν θέλω να σε πληγώσω. Όμως δεν είναι καιροί για έρωτες και αγάπες αυτοί, πιστεύω πως συμφωνείς. Θα ανταμώσουμε ξανά κάποια στιγμή, όμως αν δεν μπορείς να με περιμένεις η αν επιλέξεις τελικά τον σέρφερ της συμφοράς θα το δεχτώ χωρίς να δείξω θυμό ή ζήλεια. Εξήγησε και στον Γιάννη και στα άλλα παιδιά γιατί δεν μπορούσα να μείνω, σε παρακαλώ και ελπίζω και εκείνοι να καταλάβουν.

Μάγος Σωκράτης

Η Αντιγόνη συμφωνούσε πάνω- κάτω με όσα έλεγε. Ούτε εκείνη ήταν έτοιμη για κάτι σοβαρό ακόμα. Όμως, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ένιωσε να πληγώνεται. Θα της έλειπε σίγουρα η συντροφιά του Σωκράτη, τα αστεία του και όλα όσα έζησαν μαζί τόσον καιρό, με τελευταία ανάμνηση την ερωτική τους ένωση την οποία θα κρατούσε για πάντα στην καρδιά της.

{...}

Κανένας από τους φιλοξενούμενους δεν κατέβηκε για πρωινό εκείνο το πρωί. Ο Γιάννης και ο Ηρακλής ζήτησαν να τους φέρουν το πρωινό τους στο δωμάτιο του πρώτου, όμως και πάλι δεν είχαν όρεξη να φάνε πολύ.

Η Ιφιγένεια έφαγε όσο μπορούσε με τους γονείς της και έπειτα πήγε κι εκείνη στο παλάτι για να καθίσει με τους φίλους της.

«Το σπίτι δεν με χωρούσε και ήθελα να έρθω να σας δω.» τους είπε και κάθισαν όλοι μαζί στο δωμάτιο του Γιάννη. Είχαν βυθιστεί για λίγο στη σιωπή, μουδιασμένοι ακόμα ύστερα από όσα συνέβησαν στο Δάσος της Σύγχυσης.

«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ τη νύχτα.» είπε η Ιφιγένεια.

«Ούτε εγώ. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, έβλεπα μπροστά μου δαίμονες, και ύστερα τον Ιάσονα να μας εγκαταλείπει.» συμφώνησε ο Ηρακλής. Ο Γιάννης ξεφύσησε.

«Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω ότι το έκανε αυτό. Εμείς φταίμε; Εμείς τον οδηγήσαμε εκεί;» προσπάθησε να βγάλει μια άκρη. «Δεν ξέρω, κάτι δεν μου κολλάει σε αυτή την ιστορία.

«Τι εννοείς;» απόρησε ο Ηρακλής.

«Δεν σας φαίνεται περίεργο; Τον είχαμε σχεδόν πείσει, ήθελε να έρθει να πολεμήσει για εμάς. Αυτό είπε στον Άνθιμο. Κι ύστερα ξαφνικά άλλαξε γνώμη επειδή έμαθε για εμένα και την Ιφιγένεια.»

«Πιστεύω πως πληγώθηκε και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά εκείνη την ώρα. Είδατε πόση ψυχολογική πίεση του άσκησε ο Άνθιμος...» είπε η Ιφιγένεια. «Θέλω να πιστεύω πως θα το μετανιώσει και θα βρει κάποιο τρόπο να έρθει σε εμάς.»

«Η πολύ απλά, έχει κάποιο σχέδιο.» επέμεινε ο Γιάννης, θέλοντας να ελπίζει ότι ο φίλος του τον οποίο γνώριζε από μικρό, δεν είχε ολισθήσει προς τη σκοτεινή πλευρά. «Ίσως θέλει να χρησιμοποιήσει τον Άνθιμο, ώστε να τον μάθει να ελέγχει τη σκοτεινή του φύση και ύστερα να τον κερδίσει χτυπώντας τον εκ των έσω, σαν κατάσκοπος δηλαδή.» είπε, προσπαθώντας να διώξει απ' το μυαλό του την εικόνα του πατέρα του με τη λέξη κατάσκοπος.

«Αυτό είναι αδύνατον, Γιάννη.» είπε απογοητευμένη η Ιφιγένεια. «Μακάρι να ήταν έτσι, όμως ας μην ξεχνάμε την ικανότητα του Άνθιμου να διαβάζει τις σκέψεις. Έχω ζήσει για λίγο μαζί του και ξέρω, και το είδατε και εσείς με τα ίδια σας τα μάτια. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από εκείνον. Δεν πιστεύω ο Ιάσονας να έχει καταφέρει να τον ξεγελάσει κρύβοντας τόσο εύκολα τις σκέψεις του, και αν το έκανε για μια στιγμή, ο Άνθιμος σίγουρα θα το ανακαλύψει αργά ή γρήγορα.»

Τα δύο αγόρια απογοητεύτηκαν και εκείνα με αυτά τα λόγια.

«Οπότε δεν υπάρχει ελπίδα, έτσι; Ο Ιάσονας είναι... με τους Σκοτεινούς;» ρώτησε ο Ηρακλής.

«Όχι! Δεν το δέχομαι αυτό!» αναφώνησε ο Γιάννης. «Δεν θα σταματήσω να ελπίζω κι εγώ ότι θα αλλάξει γνώμη σύντομα και θα γυρίσει σε εμάς.»

«Μακάρι να γίνει όντως έτσι.» είπε η Ιφιγένεια.

«Οπότε, τι γίνεται τώρα; Εμείς τι κάνουμε από εδώ και στο εξής; Μένουμε εδώ και ετοιμαζόμαστε μαζί με τα Ξωτικά για πόλεμο, ή επιστρέφουμε στον Νότο και περιμένουμε πότε θα έρθει ο πόλεμος και στην πατρίδα μας;» ρώτησε ο Ηρακλής.

«Εγώ πάντως δεν πρόκειται να κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια πίσω στον Νότο και να περιμένω πότε και αν θα χτυπήσει ο πόλεμος εκεί.» είπε ο Γιάννης. «Η αρχή για την υπεράσπιση του Κόσμου μας αρχίζει εδώ, και αν υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να καταφέρουμε να πείσουμε τον Ιάσονα ότι ο δρόμος που επέλεξε είναι λάθος, προτιμώ να πολεμήσω με τα Ξωτικά. Εξάλλου ίσως στείλουν και τα Πέντε Βασίλεια στρατό εδώ, οπότε εμείς σαν πολεμιστές ούτως ή άλλως θα ξανάρθουμε.» Έκανε μια παύση και ξεφύσησε δυνατά προσπαθώντας να διώξει την ένταση. «Η αλήθεια όμως είναι, ότι θέλω να επιστρέψω στη χώρα μας έστω και για λίγο για να δω την Έλενα, και αν δεν καταφέρει να έρθει στον Νότο, θα πάω εγώ στον Βορρά να τη βρω. Δεν ξέρουμε τι θα φέρει αυτός ο πόλεμος και αν θα... καταφέρω να την ξαναδώ.»

«Μην το λες αυτό...» του είπε η Ιφιγένεια, που έτρεμε στη σκέψη ότι θα έχανε κάποιον απ' τους φίλους της για πάντα.

«Γιατί, η αλήθεια δεν είναι; Θυμάστε ότι λίγο έλειψε να πεθάνω στον προηγούμενο πόλεμο.»

Όντως, όσο και αν δεν ήθελαν να το παραδεχτούν, αυτή ήταν η σκληρή αλήθεια. Στην ηλικία που βρίσκονταν, κανονικά θα έπρεπε να κάνουν όνειρα για το μέλλον τους, αντιθέτως όμως το μόνο που εύχονταν ήταν να καταφέρουν να επιβιώσουν για να ξαναδούν τους αγαπημένους τους.

{...}

Πρώτη Σκοτεινή Διάσταση

Η Φωτεινή δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Θα έπαιρνε ίσως και ένα εικοσιτετράωρο μέχρι να καταφέρει το δηλητήριο της Ελπινίκης να νικήσει εκείνο του δαίμονα, κι ύστερα θα ξεκινούσε η μεταμόρφωση της. Η Ροζαλία θυμόταν πόσο επώδυνη διαδικασία ήταν για εκείνη και για τους υπόλοιπους Κατώτερους Λοχαγούς και όσα μέλη των Λόχων τους μεταμόρφωναν εκεί. Δεν ήταν το ίδιο τυχεροί όσο οι Ανώτεροι Πέντε, τους οποίους ο Άνθιμος είχε ναρκώσει καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Ένιωθε αφόρητους πόνους σε όλο της το σώμα και να καίγεται μέσα της λες κι έβραζε το αίμα της. Τρεις ημέρες χρειαζόταν συνολικά για να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση και να τελειώσουν όλα αυτά. Τώρα, που έβλεπε το νεαρό ξωτικό της φωτιάς να κοιμάται γαλήνια, σκεφτόταν πως θα άντεχε να τη δει να υποφέρει τις ημέρες που ακολουθούσαν. Είχε ενημερώσει ήδη και το δαιμόνιο της, την Πέρσα, που επίσης δεν είχε φύγει λεπτό απ' το πλευρό της.

«Η Πέρσα λέει ότι μπορείς να φύγεις για λίγο, Ροζαλία μου, για να ξεκουραστείς και να τραφείς, και θα προσέχουμε εμείς τη Φωτεινή.» της είπε η Λίντα, μεταφέροντας τα λόγια του φοίνικα τα οποία η ίδια δεν μπορούσε να ακούσει.

«Εντάξει. Δεν θα αργήσω.» είπε τελικά. Η αλήθεια ήταν πως χρειαζόταν λίγη ψυχική ξεκούραση και είχε αρχίσει να διψάει.

«Αν ξυπνήσει θα έρθω να σε ειδοποιήσω.» της είπε το δαιμόνιο της καθώς πετούσε πάνω από τον ώμο της και κάθισε στη θέση της όταν εκείνη σηκώθηκε.

Πήγε σε ένα απ' τα σαλόνια του κάστρου και πλησίασε στο μπαρ. Μπορεί να διψούσε για αίμα, όμως ήθελε και κάτι πιο δυνατό. Όλα τα τελευταία γεγονότα ήταν έντονα και ο πόλεμος ερχόταν ξανά με την επανεμφάνιση του Άνθιμου, όμως εκείνη την πονούσε περισσότερο η παρουσία του Ορέστη και ένιωθε απαίσια για αυτό.

Οι ξωτικόλακες, όπως και οι βρικόλακες, μπορούσαν εκτός από το αίμα, να νιώθουν και τη γεύση του αλκοόλ συνδυασμένου με αίμα, το οποίο τους επηρέαζε και μπορούσε να τους μεθύσει. Γέμισε λοιπόν ένα ποτήρι με ουίσκι και έσταξε μέσα μερικές σταγόνες αίμα από ένα μπουκαλάκι. Το κατέβασε μεμιάς και έφτιαξε ένα ακόμα. Βρισκόταν στο τρίτο ποτήρι και το έπινε αργά αυτή τη φορά, καθισμένη στο σκαμπό, όταν την πλησίασε η Ελπινίκη.

«Τι σε κάνει να πίνεις τέτοια ώρα αντί να προσέχεις το κορίτσι;» τη ρώτησε.

«Με συγχωρείς, Αρχόντισσα μου. Άφησα τη Λίντα και το δαιμόνιο της μικρής στο πλάι της γιατί είχα ανάγκη να πιω, και όχι μόνο αίμα από ότι βλέπεις...» Η Ελπινίκη πήγε από την άλλη μεριά της μπάρας και έφτιαξε και εκείνη ένα ίδιο ποτό, έπειτα με ήρεμα βήματα πήγε και κάθισε δίπλα της.

«Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Καταλαβαίνω.» της είπε. «Σκέφτεσαι ακόμα εκείνον, έτσι;»

«Ναι.» Η Ροζαλία αναστέναξε. «Ο Κόσμος κινδυνεύει να χαθεί πάλι και εγώ σκέφτομαι τον παλιό μου έρωτα και νιώθω απαίσια για αυτό. Πώς γίνεται, Ελπινίκη; Πώς είναι δυνατόν να αγαπάς ακόμα κάποιον και να μην τον θέλεις συγχρόνως γιατί η παρουσία του και μόνο σου προκαλεί πόνο;»

Η Ελπινίκη άκουσε την εξομολόγηση της Λοχαγού και φίλης της κοιτάζοντας για λίγο το κενό.

«Δεν είμαι και το πιο κατάλληλο άτομο για τέτοιου είδους συμβουλές.» είπε τελικά. «Η δική μου ιστορία με τον Ωρίωνα δεν ήταν λιγότερο μπερδεμένη... Υπήρξε κάποια στιγμή που κατάλαβα ότι τον αγαπούσα, και ότι αυτή η αγάπη ήταν κάτι παραπάνω από φιλική, όμως πονούσα συγχρόνως, γιατί ήξερα ότι ακόμα κι αν ο ίδιος με ήθελε με τον ίδιο τρόπο, μια σχέση ανάμεσα μας ήταν καταδικασμένη.»

«Εκείνος δεν σε αρνήθηκε τουλάχιστον. Δεν έδωσε την καρδιά του σε άλλη.»
«Αρνήθηκε τον εαυτό του όμως, αυτόν που ήταν κάποτε, κι ύστερα η καρδιά έφυγε και το μόνο που έμεινε ήταν απομεινάρια συναισθημάτων σαν φαντάσματα από το παρελθόν, όπως υποστήριζε ο ίδιος. Ίσως αυτό να είναι χειρότερο.» είπε η Αρχόντισσα, και ύστερα από μια σύντομη παύση συνέχισε: «Μη νιώθεις άσχημα για όσα νιώθεις. Αγκάλιασε τον πόνο και αποδέξου τον. Θέλω μονάχα να μου υποσχεθείς ότι αυτός ο πόνος δεν θα σε επηρεάσει στα καθήκοντα σου όσον αφορά τον επερχόμενο πόλεμο. Σε χρειάζομαι στο πλάι μου.»

«Εννοείται αυτό, Αρχόντισσα μου. Προηγείται το καθήκον μας για τη σωτηρία του Κόσμου και ξέρεις πως θα είμαι πάντα δίπλα σου.»

Ένα πετάρισμα ακούστηκε από την είσοδο του σαλονιού. Ήταν η Λίντα, η οποία πλησίασε στο πλάι της Ροζαλίας.

«Ροζαλία, Αρχόντισσα μου... Το κορίτσι ξύπνησε.» είπε και στις δύο οι οποίες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Πάμε.» είπε η Ελπινίκη και κίνησαν τρέχοντας για το δωμάτιο της νεαρής με το φτερωτό δαιμόνιο να πετάει στο κατόπι τους.

Η Φωτεινή είχε ξυπνήσει και ανασηκωθεί στο κρεβάτι της. Ήταν λίγο χλωμή, όμως φαινόταν καλά και σίγουρα είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο να γίνει δαίμονας.

«Αρχόντισσα Ελπινίκη... Ροζαλία... Τι συνέβη; Η Πέρσα μου είπε πως... με δάγκωσε δαίμονας και ύστερα, εσείς με σώσατε, Αρχόντισσα... και τώρα βρισκόμαστε... στο κάστρο σας στη Σκοτεινή Διάσταση;» ρώτησε μπερδεμένη.

«Ακριβώς.» της είπε η Ελπινίκη και πλησίασε. «Για να σε σώσω, ωστόσο, μονάχα ένας τρόπος υπήρχε. Σε δάγκωσα και εγώ και σου μετέφερα το δηλητήριο μου, ελπίζοντας να εξολοθρεύσει το δηλητήριο του δαίμονα.» Η Φωτεινή άγγιξε το πλάι του λαιμού της, όπου ένιωθε κάτι να τη φαγουρίζει.

«Τι θα συμβεί τώρα; Θα μεταμορφωθώ;» ρώτησε φοβισμένη.

«Ναι. Έχεις θεραπευτεί πλήρως από το δάγκωμα του δαίμονα. Αυτό που έχεις στο λαιμό σου τώρα είναι το δικό μου. Θα γίνεις μία από εμάς τώρα. Λυπάμαι, όμως ήταν ο μόνος τρόπος να σε σώσω και να μη γίνεις δαίμονας.» Το νεαρό ξωτικό έδειξε να τρομοκρατείται περισσότερο και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

«Και οι φίλοι μου; Η Ναυσικά; Οι γονείς μου;» ρώτησε. Η Ροζαλία κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και της έπιασε απαλά το χέρι.

«Θα τους ξαναδείς σύντομα, καλή μου. Εμείς θα σε φροντίσουμε και θα σε εκπαιδεύσουμε για να μάθεις να ελέγχεις τη δίψα σου και ύστερα θα μπορούν να σε επισκέπτονται.» της εξήγησε.

«Θα πρέπει να τους αποχωριστώ όμως, έτσι; Δεν θα τους βλέπω τόσο συχνά...» είπε με παράπονο.

«Λυπάμαι.» είπε η Ελπινίκη.

«Ευχαριστώ που με σώσατε, όμως. Καταλαβαίνω πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος... Θα ήταν χειρότερο για όλους αν πέθαινα και θα πληγώνονταν.» είπε η Φωτεινή, ενθυμούμενη πόσο την είχε πονέσει και εκείνη η απώλεια του Σεραφείμ.

«Έτσι είναι.» συμφώνησε η Ροζαλία.

«Λοιπόν. Τώρα που συνήλθες, οφείλω να σε ενημερώσω για αυτά που σε περιμένουν μέχρι να μεταμορφωθείς.» είπε η Ελπινίκη. «Μπορεί να αισθάνεσαι καλύτερα τώρα, όμως τις επόμενες τρεις μέρες θα χειροτερεύσεις. Θα έχεις πόνους σε όλο σου το σώμα και θα νιώθεις σαν να καίγεσαι, ενώ πολύ πιθανόν να εύχεσαι να είχες πεθάνει.»

«Δεν ήταν ανάγκη να της τα πεις τόσο απότομα!» αναφώνησε η Ροζαλία.

«Όχι, Ροζαλία, οφείλει να ξέρει τι την περιμένει χωρίς να της χαϊδέψουμε τα αυτιά. Την τρίτη μέρα η μεταμόρφωση σου θα ολοκληρωθεί. Θα γίνεις χλωμή σαν εμάς και τα μάτια σου κόκκινα, θα νιώθεις πολύ πιο δυνατή και υγιής αλλά θα έχεις και μια ανεξέλεγκτη δίψα για αίμα. Για αυτό, δεν θέλουμε να ρισκάρουμε, έτσι δεν θα έρθει κανένας δικός σου τόσο σύντομα. Θα σου δίνουμε έτοιμο αίμα που παίρνουμε από τους Προμηθευτές μέχρι να πάψεις να θέλεις να δαγκώσεις οποιοδήποτε πλάσμα κινείται, εκτός από εμάς, φυσικά. Επίσης, μαζί με εσένα, θα μεταμορφωθεί και το δαιμόνιο σου, και στο εξής θα μπαίνει σε μια άλλη Διάσταση Δαιμονίων, ειδικά για Δαιμόνια των Σκοτεινών.»

Η Φωτεινή ένιωθε ήδη παγωμένη, ένιωθε ήδη τη ζεστασιά της φωτιάς της να την εγκαταλείπει. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ακόμα πως θα γινόταν ξωτικόλακας και θα έπρεπε να ζήσει για πάντα στη Σκοτεινή Διάσταση. Και η Ναυσικά; Θα εξακολουθούσε να την αγαπάει; Θα την αποδεχόταν ακόμα και έτσι; Η σχέση τους θα συνεχιζόταν η θα έπρεπε αναγκαστικά να χωρίσουν.

«Όλα καλά θα πάνε, κυρά μου. Μη φοβάσαι. Θα είμαστε μαζί και σε αυτό.» της είπε η Πέρσα διαβάζοντας τις σκέψεις της. Η Φωτεινή αναρωτήθηκε, εφόσον η Πέρσα ήταν φοίνικας, το θρυλικό πουλί της φωτιάς, πώς θα γινόταν μετά τη μεταμόρφωση; Θα άλλαζε και εκείνη ή θα κρατούσε τη δύναμη της φωτιάς;

«Έτσι έχουν τα πράγματα, λοιπόν...» συνέχισε η Ελπινίκη. «Όμως εμείς θα είμαστε πάντα δίπλα σου. Εγώ όχι συνέχεια, έχω πολλά να διευθετήσω ειδικά τώρα με τον επερχόμενο πόλεμο, όμως θα βρίσκεται συνέχεια κοντά σου η Ροζαλία για να σε φροντίζει.» Στο άκουσμα της λέξης πόλεμος, το νεαρό ξωτικό ξαφνικά τινάχτηκε με αγωνία.

«Τι συνέβη στο Δάσος της Σύγχυσης από τη στιγμή που οι ομάδες μας χωρίστηκαν; Συναντήσατε τον Λόρδο Άνθιμο; Και ο Ιάσονας; Τον βρήκατε;»

Τα δυο Σκοτεινά Ξωτικά έσκυψαν τα κεφάλια.

«Εγώ πρέπει να πηγαίνω. Η Ροζαλία θα σου τα εξηγήσει όλα.» είπε η Ελπινίκη και βγήκε απ' το δωμάτιο, αφήνοντας την κοπέλα με την Λοχαγό της και τα δύο δαιμόνια τους. Η Ροζαλία της αφηγήθηκε όλα όσα έχασε. Δεν ήταν μπροστά στη συνάντηση των υπολοίπων με τον Ιάσονα και τον Άνθιμο, όμως της τα είπε όπως της τα διηγήθηκαν οι άλλοι. Η Φωτεινή από τη μια χάρηκε που ο Ιάσονας ήταν καλά, από την άλλη όμως λυπήθηκε που ακολούθησε τον Άνθιμο.

«Δηλαδή... Βαδίζουμε πάλι προς πόλεμο, έτσι; Είναι αναπόφευκτο.» συμπέρανε με θλίψη.

«Ναι.» απάντησε εξίσου θλιμμένη η Ροζαλία.

«Θέλω να πολεμήσω κι εγώ, ως Σκοτεινό Ξωτικό αυτή τη φορά και με τις νέες μου δυνάμεις να καταταγώ στο στρατό σας.» είπε τότε αποφασισμένη.

«Δεν ξέρουμε αν θα είσαι έτοιμη ακόμα, γλυκιά μου. Το αίμα τριγύρω θα είναι πάρα πολύ και ίσως... καταλαβαίνεις τι μπορεί να συμβεί.» της είπε η Λοχαγός. «Όμως θα σε εκπαιδεύσουμε και θα δούμε πώς θα πάει.»

Η Φωτεινή δεν έχασε τις ελπίδες της. Ήξερε πως θα ήταν πιο δυνατή μετά τη μεταμόρφωση της και θα χρησιμοποιούσε αυτή τη δύναμη για να παλέψει στο πλάι της Ελπινίκης και της Ροζαλίας και να προστατεύσει τα άτομα που αγαπούσε, ειδικά τους φίλους της και τη Ναυσικά. Δεν σκόπευε να κάνει ποτέ κακό σε κανέναν, όσο και αν διψούσε.

{...}

Βασίλειο του Νότου

Η Βασίλισσα Αλεξάνδρα έμαθε και εκείνη τα νέα σχετικά με ό,τι συνέβη στο Δάσος της Σύγχυσης και ανέλαβε να ενημερώσει η ίδια, για ακόμα μία φορά, τους γονείς του Ιάσονα. Εκείνοι δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Ο γιος τους, ο καλός τους ο Ιάσονας να πήγε με το μέρος του κακού; Πόσο είχε αλλάξει άραγε μέσα σε εκείνο το καταραμένο μέρος και πήρε αυτή την απόφαση; Πόσο παράπονο κουβαλούσε στην ψυχή του για τα ξωτικά και για τον κόσμο που του γύρισε την πλάτη;

«Τουλάχιστον... είναι ζωντανό το παιδί μας, έτσι Φαίδωνα;» είπε με δακρυσμένα μάτια η Ευτυχία, ψάχνοντας έστω μια μικρή κλωστή ελπίδας να πιαστεί.

«Ναι, έτσι είναι. Και όσο είναι ζωντανός, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μετανιώσει και να γυρίσει.» της είπε εκείνος προσπαθώντας να παρηγορήσει και τους δυο τους.

«Ακόμα και αν δεν γυρίσει όμως, ότι κι αν κάνει, εμάς θα παραμένει ακόμα το παιδί μας. Ακόμα και αν σκοτώσει εκατοντάδες στο πλευρό του Άνθιμου, εγώ δεν θα τον μισήσω.» είπε εκείνη δακρύζοντας περισσότερο.

«Ούτε και εγώ, αγάπη μου. Πάντα θα παραμένει το παιδί μας και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.»

{...}

Έλφια, Χώρα των Ξωτικών

Την ίδια ημέρα το απόγευμα, ο Νίμος επισκέφθηκε ξανά το Παλάτι και συζήτησε λίγο με τον Έλιο και την Αθηνά. Ο Άρχοντας τον ενημέρωσε σχετικά με το συμβούλιο που θα γινόταν την επόμενη μέρα για να εξετάσουν εκείνοι και οι σύμμαχοι τις προοπτικές του επερχόμενου πολέμου.

Μετά το Ξωτικό του Νερού πήγε και βρήκε την Αντιγόνη στο δωμάτιο της, χωρίς να νοιάζεται μήπως τους έβλεπε κάποιος.

«Ήθελα να σε δω έστω και για λίγο, ειδικά μετά από όσα συνέβησαν στο Δάσος της Σύγχυσης.» της είπε. Εκείνη κοίταξε με αγωνία δεξιά κι αριστερά.

«Όχι εδώ. Συνάντησε με στους κήπους σε δέκα λεπτά, στο κρυφό σιντριβάνι.» του είπε γιατί δεν ήθελε να κινήσουν υποψίες και να μπλέξει άθελα του ο Νίμος εξαιτίας της.

Εκείνο το σκαλιστό, όμορφο σιντριβάνι ήταν κρυμμένο κάπου ανάμεσα στα δέντρα, περίπου στο κέντρο των κήπων, με αποτέλεσμα να κρύβεται από αδιάκριτα μάτια. Η Αντιγόνη δεν πίστευε ότι κάποιος, και ειδικά ο Άρχοντας Έλιος, θα είχε διάθεση να βολτάρει εκεί με τόσες έγνοιες που είχε εξαιτίας όσων έγιναν, έτσι θεώρησε σωστό να συναντηθεί εκεί με τον Νίμο.

Η απώλεια του Σωκράτη την πονούσε ακόμα, όμως είχε ανάγκη και τη συντροφιά του ξωτικού. Συναντήθηκαν και ξεκίνησαν να περπατούν κατά μήκος ενός πιο απομονωμένου κήπου με δέντρα. Μίλησαν απλά σαν δύο καλοί φίλοι, περπατώντας πλάι- πλάι, εκείνος της μίλησε για την αγωνία του σχετικά με όσα έρχονταν και το καθήκον του να πολεμήσει για μία ακόμα φορά για τη χώρα του αλλά και τον Κόσμο ολόκληρο, ενώ εκείνη του είπε για τη φυγή του Σωκράτη και το φόβο της για τον γιο της, ο οποίος ήταν επίσης αποφασισμένος να πολεμήσει και να θυσιαστεί για όσα θεωρούσε ιδανικά. Όσο για εκείνη, θα παρέμενε εκεί, όσο επικίνδυνα και αν έμοιαζαν τα πράγματα, ακόμα μέσα και στο Παλάτι της Έλφιας. 

***************************************************

Ζητώ συγνώμη που το τελείωσα κάπως απότομα, όμως δεν έχω τόση έμπνευση τον τελευταίο καιρό και το συγκεκριμένο κεφάλαιο το πάλευα τρεις μέρες, ενώ υπήρχαν στιγμές που απλά κοιτούσα για ώρα την οθόνη και σκεφτόμουν πώς να το συνεχίσω. Ξέρω τι θα συμβεί στη συνέχεια, τα ενδιάμεσα με προβληματίζουν. Ελπίζω να καταλαβαίνετε και να σας άρεσε.

Ποιες πιστεύετε πως θα είναι οι επόμενες κινήσεις του Άνθιμου; Θα επιτεθεί σύντομα ή θα περιμένει λίγο ακόμα, για να προπονήσει το στρατό του και τον Ιάσονα καταλλήλως, αλλά και για να παρατείνει την αγωνία των ξωτικών τώρα που τους ανακοίνωσε ότι θα επιτεθεί στη χώρα τους; 

Στα επόμενα κεφάλαια, και τα δύο στρατόπεδα κάνουν συμβούλιο, και οι αποφάσεις που θα παρθούν και από τις δύο πλευρές θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top