Κεφάλαιο 34: Δείπνο με τον Άνθιμο


Δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση

Ο Άνθιμος ξεκίνησε να ξεναγεί τον Ιάσονα στο παλάτι μέχρι να ετοιμαστεί το μπάνιο του, τα ρούχα και το δωμάτιο του. Αφού του έδειξε όλους τους βασικούς χώρους του Μαύρου Κάστρου, βγήκαν σε ένα μπαλκόνι με υπερυψωμένο τοίχο, ο οποίος είχε χωρίσματα ανά μερικά μέτρα σαν πολεμίστρες. Από πάνω τους απλώθηκε πάλι ο κόκκινος ουρανός, ο οποίος όμως είχε αρχίσει να σκουραίνει καθώς έφτανε η νύχτα, και δάδες άρχισαν να ανάβουν μαγικά γύρω τους.

«Όπως σου είπα, Ιάσονα, η αρχή για έναν καλύτερο Κόσμο απαιτεί θυσίες. Ωστόσο, αυτή τη φορά θα προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε τους στρατιώτες μας ώστε να μη χαθούν τόσοι άμαχοι.» έλεγε ο Άνθιμος. Μιλούσε με ηρεμία και σοβαρότητα, σε αντίθεση με την αλαζονεία και το ειρωνικό ύφος που είχε στη μάχη μεταξύ τους.

«Θα μου δώσεις το λόγο σου ότι η οικογένεια και οι φίλοι μου δεν θα πάθουν τίποτα.» είπε ο Ιάσονας. «Και μέσα στην οικογένεια συμπεριλαμβάνω και τους γονείς που με υιοθέτησαν και με μεγάλωσαν.»

«ΧΑ! Ο κλασικός καλόκαρδος Ιάσονας. Ακόμα και αν σε πλήγωσαν οι φίλοι σου και η οικογένεια σου μια ζωή σου έλεγαν ψέματα, εξακολουθείς να νοιάζεσαι για εκείνους. Ας είναι όμως. Όσο περνάει από το χέρι μου, οι θετοί γονείς σου δεν θα πάθουν τίποτα καθότι άμαχοι. Ο γέρο- Παύλος, η Μοργκάνα και ο Σωκράτης είναι και δική μου οικογένεια, δεν θα ήθελα να τους βλάψω... Εκτός και αν επιτεθούν πρώτοι, φυσικά. Το ίδιο και οι φίλοι σου. Τότε δεν θα μπορώ να μην υπερασπιστώ τον εαυτό μου, ούτε και οι υπήκοοι μου.»

Ο Ιάσονας παρέμεινε σιωπηλός.

Ελπίζω τουλάχιστον να τα καταφέρουν να επιζήσουν απ' τον πόλεμο... σκέφτηκε, και δεν τον ένοιαζε καθόλου που άκουσε αυτή τη σκέψη του. Εκείνη τη στιγμή τους βρήκε η Θέκλα και τους πλησίασε.

«Όλα έχουν ετοιμαστεί όπως διατάξατε, Άρχοντα μου.» είπε.

«Ωραία. Ιάσονα, τώρα θα κάνεις ένα μπάνιο, θα ντυθείς ευπρεπώς επιτέλους και ύστερα θα σε οδηγήσουν στο δωμάτιο σου για να ξεκουραστείς λίγο ώσπου να στείλω πάλι κάποιον για να σε καλέσει να δειπνήσεις μαζί μου.» του είπε ο Άνθιμος. «Θέκλα, οδήγησε τον σε παρακαλώ.»

«Μάλιστα, Εξοχότατε. Έλα μαζί μου, Μαγικέ.» του είπε η γυναίκα με το μονίμως αυστηρό ύφος και περπάτησε μπροστά με τον Ιάσονα να ακολουθεί.

Τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο με μια μπανιέρα στη μέση, την οποία μερικές υπηρέτριες είχαν γεμίσει με νερό και αιθέρια έλαια. Φυσικά και οι υπηρέτριες ήταν όλες ξωτικόλακες, και αντάλλαξαν πονηρά βλέμματα και γελάκια μόλις τον είδαν σαν ερωτευμένες έφηβες. Η Τρίτη Λοχαγός τον άφησε και αφού έκλεισε την πόρτα απομακρύνθηκε. Το δωμάτιο είχε μερικά ντουλάπια, ράφια με πετσέτες και διάφορα μπουκαλάκια με έλαια και ίσως καλλυντικά, σαμπουάν και αφρόλουτρα και στον αριστερό τοίχο ένας ολόσωμος καθρέφτης. Δεν πρόλαβε να πλησιάσει όμως, γιατί οι υπηρέτριες τον πήραν από τα χέρια αμέσως και τον οδήγησαν στη μπανιέρα. Πρόλαβε μόνο να δει μια φορεσιά μεσαιωνικού τύπου με σκούρα χρώματα παρόμοια με τα ρούχα του Άνθιμου.

«Δεν το ξέραμε ότι ο Αφέντης μας έχει τόσο όμορφο γιο...» του είπε μία από τις υπηρέτριες πεταρίζοντας τα βλέφαρα της.

«Ελάτε, Υψηλότατε, μη ντρέπεστε...» είπε μια άλλη και του έβγαλε το κουρέλι που φορούσε αντί για παντελόνι, παίρνοντας πρώτα την αυτοσχέδια ζώνη με το σπαθί του Ντέριου. Βρέθηκε γυμνός μπροστά σε όλες, όμως το σώμα του καμία ανταπόκριση δεν είχε στα λάγνα βλέμματα τους και στα ακόμα πιο πονηρά γέλια.

Μπήκε στη μπανιέρα βιαστικά για να καλύψει έστω και για λίγο τη γύμνια του. Το νερό ήταν ικανοποιητικά ζεστό, και είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε κάνει τελευταία φορά ένα κανονικό μπάνιο. Στο Δάσος της Σύγχυσης πλενόταν μόνο στο ποτάμι, όμως εκεί το νερό ήταν πάντα κρύο και δεν είχε σαπούνι ή σαμπουάν ώστε να καθαριστεί καλά. Όμως του ήταν αδύνατο να χαλαρώσει με τόσες ξωτικόλακες να τον αγγίζουν και να τον πλένουν και παρέμεινε σφιγμένος καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Όταν τελείωσαν, τον βοήθησαν να σκουπιστεί και έπειτα τον έντυσαν με τα μεσαιωνικά ρούχα, που αποτελούνταν από μαύρο πουκάμισο και παντελόνι, μπορντό βελούδινο γιλέκο με χρυσά πλεχτά σχέδια και καφέ μπότες. Έπειτα χτένισαν τα μαλλιά του αφήνοντας τα όμως μακριά και ξύρισαν μόνο τα μούσια του. Όταν κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέφτη, ο Ιάσονας σχεδόν δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Τώρα έβλεπε το είδωλο του καθαρά, γιατί στα νερά του ποταμού που κοιταζόταν δεν φαινόταν καλά. Με τα μακριά μαλλιά, που τώρα ήταν βρεγμένα ακόμα και χτενισμένα προς τα πίσω, έμοιαζε πράγματι με ξωτικό, παρόλο που είχε στρογγυλά αυτιά, και αν είχε και κόκκινα μάτια θα έμοιαζε και με Σκοτεινό Ξωτικό με αυτό το ντύσιμο. Επίσης, είχε τόσον καιρό να ξυριστεί, που τώρα χωρίς τα μούσια ξεχώριζε η ηλικία του και συνειδητοποιούσε πόσο μικρός ήταν ακόμα για να χάσει την ψυχή του. Μονάχα η ουλή παρέμενε για να θυμίζει την εξορία του, εκείνη η αποκρουστική ουλή από τα νύχια του δαίμονα που του είχε προκαλέσει παραισθήσεις και οράματα. Άραγε η Ιφιγένεια θα μπορούσε να τη θεραπεύσει; Την έδιωξε αμέσως από τη σκέψη του. Η πληγή που του είχε ανοίξει η προδοσία της ήταν φρέσκια ακόμα και τον πονούσε. Όμως, τη δικαιολογούσε από μια άποψη. Εκείνος ήταν μακριά και σίγουρα τότε που έγινε αυτό δεν θα πίστευε καν πως θα επιστρέψει.

Μόνο τον Γιάννη δεν μπορούσε να δικαιολογήσει με τίποτα, ούτε θα συγχωρούσε ποτέ, που απ' την αρχή την ήθελε κρυφά και όταν εκείνος εξορίστηκε, βρήκε την ευκαιρία να την πλευρίσει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν. Έφταιγε και εκείνη όμως, γιατί θα μπορούσε να επιλέξει οποιονδήποτε άλλον για να κάνει μια νέα αρχή, όχι τον κολλητό του.

Τις σκέψεις του διέκοψε μια υπηρέτρια, η οποία του είπε πως έπρεπε να τον οδηγήσει στο δωμάτιο του. Την ακολούθησε και βγήκαν στο διάδρομο. Λίγες πόρτες πιο πέρα βρισκόταν το δωμάτιο του, ένας άνετος χώρος με διακόσμηση στα χρώματα του μαύρου και του κόκκινου φυσικά, με έναν πολυέλαιο να κρέμεται από το ταβάνι και μια μεγάλη, καφέ γοτθική ντουλάπα να κοσμεί τον δεξιό τοίχο. Στον τοίχο από τη μεριά της πόρτας δέσποζε ένα υπέρδιπλο κρεβάτι με μαύρα κάγκελα και κόκκινα σκεπάσματα το οποίο φαινόταν αρκετά άνετο.

Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν ένα μικρό τραπεζάκι με δυο κόκκινες βελούδινες πολυθρόνες, ενώ στον απέναντι τοίχο ένα παράθυρο με κόκκινες- μαύρες κουρτίνες και στον τοίχο στα αριστερά του μία πόρτα οδηγούσε στο λουτρό. Αφού η υπηρέτρια έφυγε και έμεινε επιτέλους μόνος, άφησε το σπαθί του σε μια γωνία και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Όντως ήταν πολύ άνετο και μαλακό, ειδικά τη στιγμή που είχε τόσον καιρό να κοιμηθεί σε κρεβάτι. Μόνο τότε μπόρεσε να χαλαρώσει.

Θα μπορούσα να το συνηθίσω αυτό... είπε μέσα του.

Η γνωστή φωνή μέσα από το σπαθί του ακούστηκε:

«Το λες αυτό μόνο για να παρηγορήσεις τον εαυτό σου για τη βλακεία που έκανες!» Με έναν αναστεναγμό τον εμφάνισε δίπλα του.

«Τι θες, Ντέριε;»

«Τι θέλω;! Να σε συμμορφώσω θέλω! Από την ώρα που περάσαμε στη Σκοτεινή Διάσταση σου φωνάζω ότι είναι τεράστιο λάθος αυτό που κάνεις και εσύ με αγνοείς! Πες μου μόνο πως έχεις μια καλή δικαιολογία για αυτό, κάποιο σχέδιο και απλά έλεγξες τη σκέψη σου μπροστά στον Άνθιμο ώστε να το ξεγελάσεις...»

«Διαβάζεις και εσύ τη σκέψη μου. Αν είχα κάποιο κρυφό σχέδιο, πρώτος εσύ από όλους θα το μάθαινες. Δεν υπάρχει σχέδιο. Η αλήθεια είναι αυτή που είπα στον Άνθιμο. Τα Ξωτικά με πούλησαν, οι Μάγοι με ξέχασαν, ακόμα και οι φίλοι μου με πρόδωσαν, και επίσης ξέρουμε ότι κανένας δεν θα είναι ασφαλής κοντά μου. Δεν μου έμεινε τίποτα το οποίο να με κρατάει στη φωτεινή πλευρά.»

«Και θα αφήσεις τους φίλους σου να κινδυνεύσουν; Τον θείο σου τον Σωκράτη και τους γέρους σου στον Νότο δεν τους σκέφτεσαι;»

«Θα είναι μια χαρά. Το ξέρω.» συνέχισε ο Ιάσονας με ανέκφραστο ύφος, σαν να μην τον ενδιέφερε πράγματι κανένας από αυτούς.

Ο Ντέριος ξεφύσησε.

«Δηλαδή... Είμαστε με τους κακούς τώρα, ε;» συμπέρανε με μια φανερή απογοήτευση.

«Πες το κι έτσι. Αν και τελικά, όπως συμπέρανα σύμφωνα με όσα έχω περάσει από τον πόλεμο και μετά στην εξορία, και σύμφωνα με όσα έμαθα για την υποκρισία των Ξωτικών, το καλό και το κακό είναι σχετικό.» είπε ο Ιάσονας και τελικά ο άνδρας- δαιμόνιο του αποφάσισε να υποχωρήσει:

«Εντάξει, μικρέ. Για να το λες εσύ, κάτι παραπάνω θα ξέρεις. Εξάλλου εγώ είμαι αναγκασμένος να είμαι πάντα μαζί σου, ακόμα και αν δεν συμφωνώ με το δρόμο που έχεις επιλέξει.»

{...}

Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί από την κούραση και την άνεση του μαλακού στρώματος ύστερα από τόσους μήνες που κοιμόταν στο σκληρό έδαφος, ώσπου τον ξύπνησαν χτυπήματα στην πόρτα του. Ήταν ένας υπηρέτης, ο οποίος του είπε ότι ο Λόρδος Άνθιμος τον περίμενε για να δειπνήσει μαζί του. Τον ακολούθησε, αφού ζώστηκε πρώτα με το σπαθί του. Δεν εμπιστευόταν ούτε στο ελάχιστο τα Σκοτεινά Ξωτικά σε αυτό το κάστρο και θα το κουβαλούσε παντού μαζί του.

Ο υπηρέτης τον οδήγησε σε μια μεγάλη τραπεζαρία, με γκρίζους τοίχους και πέτρινα πατώματα πάνω στα οποία ήταν στρωμένο ένα μακρόστενο μαύρο χαλί. Στο κέντρο βρισκόταν ένα γυάλινο τραπέζι με μαύρους κρυστάλλους στις άκρες του και επίσης μαύρες βελούδινες καρέκλες. Σε μία από αυτές στην κορυφή του τραπεζιού καθόταν ο Άνθιμος με ένα ποτήρι αίμα μπροστά του, ενώ στην απέναντι κορυφή βρισκόταν ένα πιάτο με αχνιστό φαγητό, ένα μεγάλο μπούτι ψητό κοτόπουλο και λαχταριστές στρογγυλές πατάτες.

«Επιτέλους, τώρα είσαι ευπαρουσίαστος σαν εμάς και δεν θυμίζεις πια αγρίμι, Ιάσονα. Παρακαλώ, κάθισε.» του είπε ο Άνθιμος. Ο Ιάσονας κάθισε μπροστά από το φαγητό του. Φαινόταν τόσο νόστιμα μαγειρεμένο, που όσο και αν του είχε κοπεί η όρεξη από την ώρα που πάτησε το πόδι του σε αυτό το μέρος, είχε τόσον καιρό να φάει κανονικό φαγητό, που δεν θα αντιστεκόταν.

«Πεινάς, ε;» συμπέρανε ο Άνθιμος διαβάζοντας τη σκέψη του. «Καημένε μου... Ποιος ξέρει με τι τρεφόσουν εκεί στην εξορία... Και η αλήθεια είναι πως έχεις αδυνατίσει πολύ. Τι θα έλεγε η μανούλα σου αν σε έβλεπε έτσι;»

«Η Ευτυχία θα στενοχωριόταν πολύ.» παραδέχτηκε ο Ιάσονας. «Και θα μου μαγείρευε τα καλύτερα φαγητά της για να πάρω ξανά κιλά.»

«Καταλαβαίνω πόσο σου λείπουν. Όμως, αν όλα πάνε καλά και κατακτήσουμε τον Κόσμο, θα τους ξαναδείς σύντομα, στο υπόσχομαι.» είπε ο Άνθιμος.

Ο υπηρέτης πλησίασε και γέμισε το ποτήρι του Ιάσονα με ένα έντονο κόκκινο υγρό.

«Μην ανησυχείς. Είναι απλά κρασί, αν και μπορείς να πιεις και αίμα εφόσον είσαι και Σκοτεινό Ξωτικό. Όμως δεν ήθελα να σε αναγκάσω...» του είπε ο Άνθιμος.

«Δεν πρόκειται να πιω ανθρώπινο αίμα.» είπε κοφτά ο Ιάσονας. «Στην εξορία, τρεφόμουν με αίμα ζώων στη σκοτεινή μορφή μου, κι έπειτα τα έψηνα κι έτρωγα το κρέας τους, αν ήμουν αρκετά τυχερός και έβρισκα κάποιο από αυτά.»

«Κατάλαβα. Όμως, υποθέτω δεν θα ήταν τόσο νόστιμα χωρίς αλάτι και μυρωδικά, και κυρίως χωρίς αυτές τις λαχταριστές πατάτες να το συνοδεύουν... Μακάρι να μπορούσα να δοκιμάσω κι εγώ, όμως όπως καταλαβαίνεις η φύση μου δεν μου το επιτρέπει οπότε θα αρκεστώ μόνο στο αίμα μου... Ας μην σε καθυστερώ άλλο όμως... Φάε.» του είπε και ήπιε μια γουλιά από το αίμα του. Ο Ιάσονας πήρε το πιρούνι διστακτικά και έφαγε μία πατάτα. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα μόλις κατάλαβε πόσο νόστιμη ήταν , κι έπειτα άρχισε να τρώει λαίμαργα και τις υπόλοιπες, ενώ κάποια στιγμή άφησε κάτω το πιρούνι και άρπαξε το κοτόπουλο με τα χέρια, καταβροχθίζοντας το. Ο Άνθιμος διασκέδαζε βλέποντας τον να τρώει με τόση όρεξη και ένα γέλιο του ξέφυγε. Πού και που, κατέβαζε μεγάλες γουλιές απ' το κρασί του, και όταν τελείωσε σκουπίστηκε με την πετσέτα και έγειρε χορτάτος πίσω στην καρέκλα του.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, τόσο εκείνος όσο και ο Άνθιμος. Κάποια στιγμή, ο Ιάσονας είπε:

«Από τότε που έμαθα την αλήθεια, αναρωτιόμουν και κάτι ακόμα μεταξύ άλλων. Πώς γίνεται να τρέφομαι με κρέας ως μισός ξωτικό, τη στιγμή που είναι απαγορευμένο για αυτά.»

«Καλέ μου γιε... Οι απαγορεύσεις αυτές δεν ισχύουν για τους Μαγικούς. Μπορείς να κάνεις οτιδήποτε θελήσεις και να μην αφήσεις κανέναν να σε υποτάξει. Κανονικά, τα Ξωτικά δεν θα έπρεπε να έχουν καμιά δικαιοδοσία πάνω σου, όπως ούτε και οι Μάγοι, γιατί δεν ανήκεις ολοκληρωτικά σε κανένα από τα δύο αυτά είδη. Για αυτό, θα έπρεπε να τους αφήσεις να τσακώνονται για την τύχη σου τη στιγμή που εσύ θα γελάς παρακολουθώντας τους ελεύθερος από ένα βάθρο στην κορυφή του Νέου Κόσμου, στο πλάι μου.» Με αυτά τα λόγια του, επανήλθαν στο μυαλό του Ιάσονα οι εικόνες από το όραμα του τρεις μήνες πριν, η κατάκτηση του Κόσμου, οι σκοτωμένοι Ανώτεροι Άρχοντες και ο Άρχοντας Έλιος και στη συνέχεια ο Άνθιμος να απλώνει παντού τη Σκοτεινή Διάσταση με εκείνον στο πλευρό του.

Ο Άνθιμος τον κοίταξε με ένα σατανικό χαμόγελο και έπειτα ήπιε μια ακόμα γουλιά από το αίμα του. Ο Ιάσονας ήπιε με τη σειρά του λίγο απ' το κρασί του.

«Όπως σου είπα και νωρίτερα, Ιάσονα, θέλω να αναπληρώσουμε το χαμένο μας χρόνο μαζί. Εντάξει, δεν περιμένω να με αποκαλέσεις πατέρα ούτε ελπίζω σε αυτό, όμως εγώ πραγματικά νοιάζομαι για εσένα και δεν πρόκειται να σε χρησιμοποιήσω κι ύστερα να σε πετάξω σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όπως θα έκαναν εκείνοι.» μίλησε έπειτα ο Άνθιμος.

Ο Ιάσονας τον κοίταξε σοβαρά, στριφογυρίζοντας το ποτήρι με το κόκκινο υγρό μέσα στο χέρι του.

«Θέλω κι άλλες απαντήσεις.» του είπε τότε. «Θέλω να μάθω από την αρχή όλη την ιστορία. Πώς γνωρίστηκες με τη μητέρα μου; Πώς κατάφερες να την κερδίσεις και τι ένιωσες στα αλήθεια για εκείνη; Αν υπήρξε έστω και λίγη αγάπη και λες αλήθεια για αυτό, τότε ίσως σου δώσω μια ευκαιρία. Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα για να μπορέσω να σε κρίνω. Όμως θέλω να μάθω και για τα πιο παλιά, τι ήταν αυτό που φύτεψε τόσο μίσος στην καρδιά σου ώστε να στραφείς απέναντι στο ίδιο σου το είδος, πέρα από όσα γνωρίζω ήδη; Πως σου φέρθηκαν ο Άρχοντας Αλβέρτος και οι Ανώτεροι και πώς πέθανε το δαιμόνιο σου;» Ο Άνθιμος του χαμογέλασε.

«Εντάξει. Όλα θα τα μάθεις με τον καιρό. Κάποια στιγμή, θα σου αφηγηθώ όσα ζήτησες και ακόμα παραπάνω, για να διαπιστώσεις και μόνος σου ότι τα Ξωτικά αξίζουν όντως όσα θα πάθουν.» είπε, και έπειτα από μια γουλιά ακόμη αίμα πρόσθεσε: «Με αυτά και με εκείνα όμως, ξέχασα να σου ανακοινώσω τον κύριο λόγο που θέλησα να δειπνήσεις μαζί μου. Ιάσονα, για εμένα είσαι ήδη ο Πρίγκιπας της Σκοτεινής Διάστασης, και σύντομα όλοι οι δικοί μας θα αναγνωρίσουν αυτόν τον τίτλο στο πρόσωπο σου. Όμως, οφείλω να κρατήσω και μια ιεραρχία για να είμαι δίκαιος. Ήδη ο Αρίσταρχος και ο Αντίνοος σε ζηλεύουν, για αυτό θα πρέπει να προσέχεις όταν βρίσκεσαι γύρω τους. Για αυτό, εκτός από πρίγκιπας και διάδοχος μου, θα σε ορίσω και ως Τέταρτο Λοχαγό. Συμβολικό θα έλεγα, εφόσον κέρδισες επάξια αυτή τη θέση σκοτώνοντας τον προηγούμενο Τέταρτο.»

«Όντως...» συνειδητοποίησε σοκαρισμένος ο Ιάσονας.

«Εκτός από τη Θέκλα, όλους τους προηγούμενους Λοχαγούς τους μεταμόρφωσα εγώ, όμως εσένα δεν χρειάστηκε να σε μεταμορφώσω αφού είχες ήδη το DNA μου μέσα σου από τη γέννηση. Οπότε, από πολλές απόψεις σου αξίζει αυτή η θέση.»

Ο Ιάσονας συμφώνησε σιωπηλά και δεν έφερε αντίρρηση.

«Αύριο θα κάνουμε συμβούλιο με τους υπόλοιπους τρεις Λοχαγούς, οι οποίοι γνωρίζουν ήδη για την απόφαση μου αυτή, και θα σας αποκαλύψω επίσης το σχέδιο μου για την κατάκτηση του Κόσμου. Αυτή τη φορά, θα κινηθούμε αργά και σταθερά.» ανακοίνωσε ο Άνθιμος, με το μειλίχιο χαμόγελο να απλώνεται ξανά στο πρόσωπο του.

{...}

Έλφια, Χώρα των Ξωτικών

Όταν βγήκαν ο Έλιος και όσοι επέζησαν από τη συνοδεία του από το Δάσος της Σύγχυσης, ήταν ακόμα θεοσκότεινα στο ξέφωτο στο οποίο βρισκόταν ο Σύνδεσμος. Ωστόσο τα ρολόγια που φορούσαν κάποιοι, άρχισαν να λειτουργούν ξανά και συνειδητοποίησαν πως δεν ήταν ακόμα ξημερώματα, αλλά δέκα το βράδυ της ίδιας μέρας. Βρίσκονταν στο Δάσος της Σύγχυσης για δεκαεπτά ολόκληρες ώρες και όλα αυτά για το τίποτα σύμφωνα με τον Έλιο.

Ο Παύλος, η Μοργκάνα, ο Αγησίλαος και όσοι μάγοι τους απέμειναν επέστρεψαν στη χώρα τους, ενώ η Ελπινίκη με τους δικούς της Σκοτεινούς στη διάσταση τους. Οι υπόλοιποι επέστρεψαν στα σπίτια τους ή στα δωμάτια τους στο Παλάτι για να κάνουν ένα μπάνιο και να ξεκουραστούν, όσο μπορούσαν φυσικά και αν μπορούσαν να κοιμηθούν. Είχαν όλοι βυθιστεί σε ένα σιωπηλό πένθος, τόσο για τους δικούς τους που χάθηκαν άδικα όσο και για την αποτυχία του σχεδίου να σώσουν τον Μαγικό.

Στο Παλάτι, η Αθηνά, η Ανδριάνα και η Αντιγόνη, που είχε μείνει μαζί τους, τους υποδέχθηκαν όλους με ανακούφιση που ήταν ζωντανοί, ενώ ο Ηρακλής κάλεσε και την οικογένεια του, που ήδη ταξίδευαν πίσω στον Νότο, για να τους ενημερώσει.

«Πού είναι ο Σωκράτης;» ρώτησε ύστερα η Αντιγόνη τον Γιάννη.

«Είναι καλά, μην ανησυχείς. Όμως δεν ξέρω που πήγε. Νόμιζα πως θα ερχόταν μαζί μας...» απάντησε εκείνος και έκαναν και οι δυο την ίδια ταραχώδη σκέψη, ότι πήγε να πιει για να πνίξει τον πόνο του. Η Αντιγόνη μάλιστα σκέφτηκε να τον αναζητήσει, όμως ήταν μάταιο, ήταν ήδη αργά, η ίδια δεν γνώριζε καθόλου την Έλφια ώστε να πάει μόνη της και ο γιος της χρειαζόταν ξεκούραση, οπότε δεν μπορούσε να του ζητήσει να τον ψάξουν μαζί.

«Μην ανησυχείς, μαμά. Είμαι σίγουρος πως θα γυρίσει, απλώς ήθελε να μείνει λίγο μόνος του.» προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Γιάννης.

{...}

Μια νέα ημέρα ξημέρωσε στην Έλφια και το νέο σχετικά με την αποτυχημένη αυτή αποστολή άρχισε να μαθεύεται. Όπως το περίμενε ο Έλιος, οι περισσότεροι τον κατηγόρησαν, είπαν πως εξαιτίας του ακολούθησε ο Ιάσονας τη Σκοτεινή πλευρά, ενώ οι πολέμιοι του Μαγικού είπαν πως ούτως η άλλως θα πήγαινε με το μέρος του βιολογικού του πατέρα. Οι συγγενείς όσων χάθηκαν πολεμώντας μέσα στο Δάσος της Σύγχυσης όμως, έριχναν επίσης όλες τις ευθύνες στον άρχοντα τους, λέγοντας πως θα μπορούσε έστω να φροντίσει ώστε να φέρουν πίσω τα σώματα τους για να τους κηδέψουν τουλάχιστον, και όχι να τους παρατήσουν εκεί.

«Πώς μπόρεσα να το επιτρέψω αυτό;! Μπορείς να μου πεις;! Πώς;!» φώναζε ο Έλιος ξεσπώντας εκείνο το πρωινό, με μοναδικές μάρτυρες του ξεσπάσματος του την Αθηνά και το αγέννητο παιδί τους, αφού βρίσκονταν στην κρεβατοκάμαρα τους.

«Σε παρακαλώ, προσπάθησε να ηρεμήσεις, γιατί με ταράζεις και εμένα!» του φώναξε η γυναίκα του προσπαθώντας να τον συνεφέρει. «Ότι έγινε, έγινε και δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα.» Ο Έλιος ξεφυσώντας την πλησίασε.

«Έχεις δίκιο. Συγνώμη που σε ταράζω στην κατάσταση σου.» της είπε αγγίζοντας την κοιλιά της. «Όμως η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη και τώρα που έγινε αυτό, τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα. Βαδίζουμε πάλι προς πόλεμο.»

Η Αθηνά πήρε τα χέρια του και τα κράτησε, προσπαθώντας να διώξει την ένταση.

«Τότε, φρόντισε να γίνεις πάλι ο άρχοντας εκείνος που οδήγησε το λαό μας στη μάχη και την προηγούμενη φορά.» του είπε ήρεμα και έπειτα εκείνος την φίλησε. 

*******************************************************************

Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο. Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Πιστεύετε ότι ο Ιάσονας θα αρχίσει να δένεται με τον Άνθιμο σαν πατέρας με γιο; Και ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις που θα κάνουν τα Ξωτικά, οι Μάγοι μα και οι Άνθρωποι για να υπερασπιστούν τις χώρες τους; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top