Κεφάλαιο 33: Δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση
Δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση
Ο Ιάσονας είχε κάνει την επιλογή του. Είχε ακολουθήσει τον Άνθιμο, τον βιολογικό του πατέρα, είχε ακολουθήσει το κακό. Ήξερε πως ήταν λάθος, όμως ήταν ο μόνος δρόμος που μπορούσε να πάρει και τώρα δεν υπήρχε γυρισμός. Ο Άνθιμος είχε δίκιο σε πολλά, παρόλο που τα μέσα που θα χρησιμοποιούσε ήταν βίαια. Όμως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, έτσι δεν λένε;
Κοίταξε γύρω του, το άγονο, νοσηρό τοπίο. Ήταν ακριβώς πανομοιότυπο με το τοπίο στο οποίο είχε πολεμήσει την προηγούμενη φορά. Η Δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση δεν είχε σχεδόν καμία διαφορά από την πρώτη. Το κάστρο το οποίο δέσποζε στην ευθεία έμοιαζε πολύ με το Κόκκινο Κάστρο.
«Καλώς ήλθες στη Δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση, Ιάσονα.» του είπε ο Άνθιμος με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης που είχε καταφέρει τελικά να τον πάρει μαζί του. Ο μικρός στρατός που είχε επιστρέψει μαζί τους χειροκρότησε καλωσορίζοντας τον.
«Για αρχή και εφόσον θα συνεργαστείς μαζί τους, πρέπει να σου συστήσω και επισήμως τους Τρεις Λοχαγούς μου. Ο Αρίσταρχος, που ήταν ο Τρίτος Λοχαγός, τώρα πλέον είναι ο Πρώτος.» Έκαναν μια ψυχρή χειραψία μεταξύ τους.
«Καλώς ήλθες.» είπε άχρωμα ο Αρίσταρχος.
«Τον Αντίνοο είχες την τιμή να τον γνωρίσεις και να παλέψεις κιόλας μαζί του, όμως τώρα πιστεύω πως θα γίνετε πολύ καλοί φίλοι οι δυο σας. Ήταν ο Ένατος και τώρα είναι ο Δεύτερος Λοχαγός.»
«Δεν ήρθα εδώ για να κάνω φιλίες, Άνθιμε, ειδικά με ένα άτομο που σκότωσε έναν φίλο μου.» είπε ο Ιάσονας ψυχρά και κοίταξε τον Αντίνοο με ανέκφραστο ύφος.
«Άουτς, αυτό ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση.» είπε εκείνος. «Μάλλον θα εννοείς εκείνο το κακομαθημένο, τον Θεραπευτή με το λευκό άλογο. Δεν έπιανε μία μπροστά μου, φυσικά και θα έχανε!»
Ο Ιάσονας όρμησε και τον έπιασε απ' το γιακά της στολής του. Ο Αρίσταρχος πήγε να επέμβει, μα ο Άνθιμος τον σταμάτησε με ένα νόημα.
«Αδριανό τον έλεγαν. Και ήταν ένας ήρωας.» γρύλισε ο Ιάσονας μπροστά στο πρόσωπο του Αντίνοου. Εκείνος έδειξε για λίγο τους κυνόδοντες του μουγκρίζοντας με δυσαρέσκεια, έπειτα έσπρωξε τον Ιάσονα από πάνω του και είπε:
«Καλά, πώς κάνεις έτσι; Και εσύ σκότωσες τον φίλο μου τον Ωρίωνα, αλλά δεν σου κρατάω κακία...»
«Αγαπητά μου παιδιά, ας μη μαλώνουμε μεταξύ μας...! Πρέπει να είμαστε μονιασμένοι αν θέλουμε να κατακτήσουμε τον Κόσμο.» είπε τότε ο Άνθιμος. «Αν και θα έχετε αρκετό χρόνο να λύσετε τις μεταξύ σας διαφορές μέχρι τότε.» Έπειτα στράφηκε στη γυναίκα της ομάδας, αυτήν με το εκκεντρικό στυλ και το υπερμέγεθες σπαθί με τη μεγάλη λαβή στερεωμένο στην πλάτη της, που αν δεν ήταν Σκοτεινό Ξωτικό, ο Ιάσονας θα αναρωτιόταν πώς έβρισκε τη δύναμη να το σηκώνει. «Από εδώ η Θέκλα, η νέα Τρίτη Λοχαγός. Ανήκε στο Τρίτο Λόχο όταν ήταν Λοχαγός ο Αρίσταρχος. Για την ακρίβεια ήταν το πρώτο Ξωτικό το οποίο μεταμόρφωσε και εφόσον ήταν η δεύτερη καλύτερη μετά από αυτόν στο λόχο του δεν θα μπορούσα να βρω πιο κατάλληλη για αυτή τη θέση...» Η Θέκλα τον χαιρέτισε απλά με ένα νεύμα του κεφαλιού της σιωπηλή. «Λοιπόν, ας προχωρήσουμε τώρα στο καινούργιο παλάτι μου, το λεγόμενο Μαύρο Κάστρο. Είναι πανομοιότυπο με το πρώτο, όμως από μέσα έχει υποστεί αρκετές αλλαγές και ανακαινίσεις, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Θα κάνεις ένα μπάνιο και θα σουλουπωθείς λίγο, Ιάσονα, και ύστερα θα σε ξεναγήσω στο νέο σου σπίτι. Οι Τρεις Λοχαγοί μαζί μας. Οι υπόλοιποι μπορείτε να επιστρέψετε στα καθήκοντα ή τη διασκέδαση σας.» είπε ο Άνθιμος και άρχισε να περπατά προς το κάστρο, με τους Τρεις Λοχαγούς και τον Ιάσονα να ακολουθούν.
Κάποιοι πήγαν μαζί τους, ενώ κάποιοι άλλοι κίνησαν προς διάφορες άλλες κατευθύνσεις. Καθώς περπατούσαν προς αυτό, ο Ιάσονας παρατηρούσε κι άλλο την ξερή πεδιάδα με τα ελάχιστα δέντρα και θάμνους που έμοιαζαν σαν καμένα. Θα του ήταν δύσκολο να συνηθίσει ένα τόσο ανοιχτό τοπίο, να μη βλέπει πια παντού δέντρα γύρω του, και παράλληλα να μένει σε ένα κλειστό χώρο, προστατευμένος, όσο θα μπορούσε να είναι δηλαδή με τόσα Σκοτεινά Ξωτικά γύρω του και χωρίς την απειλή των δαιμόνων και το άγχος της καθημερινής αναζήτησης τροφής.
Πέρασαν τη μαύρη καγκελόπορτα και την αυλή με τα επίσης ξερά φυτά και μπήκαν στο κάστρο. Εσωτερικά ήταν όντως διαφορετικό από το Κόκκινο της Πρώτης Σκοτεινής Διάστασης, από όσο μπορούσε να θυμηθεί ο Ιάσονας τότε που είχε εισβάλλει κρυφά σε αυτό με σκοπό να σώσει την Ιφιγένεια. Η διακόσμηση ήταν και εδώ γοτθική, με βιτρό παράθυρα, νεκροκεφαλές και άλλα ιδιαίτερα διακοσμητικά, κόκκινα χαλιά και μαύροι τοίχοι ως επί το πλείστον, όμως άλλαζε η διαρρύθμιση και η επίπλωση κάποιων χώρων που πέρασαν. Έφτασαν σε μια επιβλητική αίθουσα, με ένα μακρόστενο, παχύ κόκκινο χαλί που οδηγούσε σε μερικά μαρμάρινα σκαλοπάτια, στην κορυφή των οποίων δέσποζε ένας θρόνος από κόκκινο βελούδο και μαύρο ξύλο.
«Αυτή, όπως σίγουρα κατάλαβες είναι η Αίθουσα του Θρόνου.» είπε ο Άνθιμος. «Θέκλα, ειδοποίησε σε παρακαλώ μερικές υπηρέτριες να ετοιμάσουν ένα ζεστό μπάνιο και καινούργια ρούχα για τον Ιάσονα. Πες τους να ετοιμάσουν τα πάντα ώστε να τον περιποιηθούν με φροντίδα που αρμόζει σε έναν πρίγκιπα, και ύστερα να τον οδηγήσουν στο δωμάτιο του.»
«Μάλιστα, Άρχοντα μου.» είπε η Τρίτη Λοχαγός και αφού έκανε μια σύντομη υπόκλιση απομακρύνθηκε.
«Δεν χρειάζομαι βοήθεια για να κάνω ένα μπάνιο, ξέρεις...» είπε ο Ιάσονας.
«Ω, μα σε παρακαλώ... Είσαι κουρασμένος μετά από όλα αυτά, σωματικά μα και ψυχολογικά. Χαλάρωσε και απόλαυσε το, θα σου αρέσει.» του είπε ο Άνθιμος με το συνηθισμένο μειλίχιο τόνο του.
Στράφηκε στον Αρίσταρχο και τον Αντίνοο:
«Αφήστε μας λίγο μόνους με τον γιο μου.» Εκείνοι υπάκουσαν και βγήκαν από την αίθουσα. Τότε ο Άνθιμος έβαλε και τα δυο του χέρια στους ώμους του Ιάσονα, δήθεν με πατρική στοργή, ή μήπως ήταν αληθινή; Μήπως πράγματι νοιαζόταν για αυτόν;
«Βλέπω μέσα στις σκέψεις σου πως είσαι πολύ μπερδεμένος και είναι λογικό.» του είπε. «Όσα πέρασες δεν ξεπερνιούνται εύκολα, και ειδικά ύστερα από αυτό που έμαθες είναι λογικό να δυσκολεύεσαι να εμπιστευθείς ξανά. Όλοι μας σχεδόν οι Σκοτεινοί έχουμε βρεθεί εκεί και ξέρουμε πως είναι. Όμως θα είμαστε όλοι εδώ για σένα, Ιάσονα. Εγώ ειδικά θα είμαι εδώ και θα σου σταθώ σαν πατέρας, θα σε βοηθήσω να δαμάσεις τη σκοτεινή σου φύση και θα αναπληρώσουμε τα δεκαοχτώ χρόνια που χάσαμε. Όμως, θέλω να ξέρω ότι με ακολούθησες επειδή στα αλήθεια το ήθελες, και πως δεν είναι απλά ένα πείσμα εξαιτίας της ερωτικής σου απογοήτευσης το οποίο αργότερα θα σου περάσει και θα μετανιώσεις. Πες μου λοιπόν, θέλεις στα αλήθεια να είσαι δίπλα μου;»
Ο Ιάσονας τον κοίταξε για λίγο στα μάτια έντονα, έπειτα απάντησε:
«Ναι, θέλω στα αλήθεια να σε βοηθήσω στα σχέδια σου και να πολεμήσω στο πλάι σου. Το ξέρω πως δεν είναι ο σωστός τρόπος, ο τρόπος που θα επέλεγα έναν σχεδόν χρόνο πριν, όμως έχω αλλάξει από τότε. Είχες δίκιο απ' την αρχή. Ανήκω στη Σκοτεινή Διάσταση, και δεν υπάρχει πλέον λόγος να το αρνούμαι. Θέλω να πάρω εκδίκηση από τα Ξωτικά και να συμβάλλω στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου για όσους μας ακολουθήσουν.» Ο Άνθιμος τον κοίταξε στενεύοντας τα μάτια του, προσπαθώντας να καταλάβει αν όλα αυτά που έλεγε ήταν αλήθεια, ή αν είχε καταφέρει να τον ξεγελάσει. Τελικά όμως, πείστηκε και τον άφησε εκπνέοντας απότομα.
«Λες την αλήθεια...» είπε έκπληκτος σχεδόν.
{...}
Δάσος της Σύγχυσης
Μετά την αποχώρηση του Ιάσονα με τον Άνθιμο και τους δικούς του, η συνοδεία του Έλιου βάδιζαν όλοι σε μια αμήχανη, σχεδόν πένθιμη σιωπή, έχοντας πάρει το δρόμο του γυρισμού. Ο Άρχοντας των Ξωτικών είχε πει ότι τώρα προείχε να βρουν και τους υπόλοιπους επιζώντες και να γυρίσουν πίσω στην ασφάλεια της χώρας τους. Παράλληλα η Μοργκάνα είχε στείλει μάγους με ξόρκια ανίχνευσης τριγύρω, ενόσω οι άλλοι βάδιζαν από το κεντρικό μονοπάτι. Όσο για τους νεκρούς, ο Έλιος με βαριά καρδιά διέταξε να τους αφήσουν πίσω, λέγοντας πως θα τους καθυστερούσαν αν τους έπαιρναν μαζί. Το καλό ήταν, πως με τους περισσότερους δαίμονες να έχουν πεθάνει η διαδρομή τους ήταν πολύ πιο εύκολη.
Η Ιφιγένεια βάδιζε πλάι στον πατέρα της, έχοντας γίνει ένα ράκος ψυχολογικά. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι βρήκαν τον Ιάσονα και την αμέσως επόμενη στιγμή τον έχασαν μέσα από τα χέρια τους, ότι τους είχε προδώσει έτσι. Όμως έφταιγαν και εκείνοι, αν δεν είχε φιληθεί με τον Γιάννη και δεν το έβλεπε ο Άνθιμος στις σκέψεις τους, ίσως ο Ιάσονας όντως να πήγαινε μαζί τους, όμως αυτή η αποκάλυψη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και έκανε τον Ιάσονα να ξεχάσει όσα λόγια του είχαν πει για να τον πείσουν. Ο Ζαχαρίας την αγκάλιαζε από τους ώμους και της έδινε κουράγιο, έχοντας απογοητευθεί και ο ίδιος με αυτή την κατάσταση και με όσα έμαθε. Ο Γιάννης και ο Ηρακλής περπατούσαν και εκείνοι αμίλητοι, μη μπορώντας ακόμα να το πιστέψουν ότι ο Ιάσονας ακολούθησε τη σκοτεινή πλευρά. Το μόνο που τους παρηγορούσε όλους, όπως και τον Σωκράτη και τη Μοργκάνα φυσικά, ήταν πως ήταν ζωντανός και πως έχοντας δραπετεύσει από το Δάσος της Σύγχυσης θα ήταν ασφαλής. Ο Άνθιμος δεν θα τον έβλαπτε, αφού τον ακολούθησε με τη θέληση του και του ήταν χρήσιμος, έτσι υπήρχε ακόμα η ελπίδα ότι θα άλλαζε γνώμη και θα κατάφερνε να επιστρέψει στους δικούς του.
Κάποια στιγμή, διέκριναν κίνηση κάπου στα αριστερά τους. Όλοι πήραν αμέσως θέσεις μάχης πιστεύοντας πως θα ήταν κι άλλοι δαίμονες, όμως ευτυχώς είδαν τη Ροζαλία, μαζί με τον Ορέστη και με αρκετούς δικούς τους που είχαν επιζήσει. Η Ξωτικόλακας με τα γκριζορόζ μαλλιά έτρεξε ως αυτούς χαρούμενη, με τον Αρχηγό της Φωτιάς να ακολουθεί. Η Ελπινίκη πλησίασε τη Λοχαγό της και προς μεγάλη έκπληξη της δεύτερης, την αγκάλιασε, φανερά ανακουφισμένη που την έβλεπε.
«Χαίρομαι που σε βλέπω και είσαι ζωντανή και όχι σε στάχτες.» της είπε. «Είσαστε όλοι καλά;»
«Εντάξει είμαστε, όμως... Όμως χάσαμε τον Χρονομάγο Αγησίλαο και τα κορίτσια, τη Ναυσικά και τη Φωτεινή. Χωριστήκαμε... Φοβάμαι πως χάθηκαν κάπου μέσα στο δάσος. Εγώ και ο Ορέστης ψάξαμε παντού τριγύρω και φωνάζαμε τα ονόματα τους χωρίς αποτέλεσμα.» Η Ιφιγένεια και η Ηλέκτρα πλησίασαν με αγωνία.
«Μην ανησυχείτε, ίσως τις βρούμε παρακάτω στο δρόμο μας, ή ίσως τους βρουν οι Μάγοι- Ανιχνευτές της Αρχόντισσας Μοργκάνας.» είπε ο Έλιος.
«Τι συνέβη όμως με τον Μαγικό, Άρχοντα μου; Τον βρήκατε;» ρώτησε ο Ορέστης.
Ο Έλιος έσκυψε το κεφάλι με απογοήτευση.
«Τον βρήκαμε, αλλά τον χάσαμε ξανά. Είναι ζωντανός, όμως...» Έκανε μια παύση και αναστέναξε. «Ας συνεχίσουμε και θα σου εξηγήσω στο δρόμο, Αρχηγέ Ορέστη.» Η Ροζαλία πλησίασε την Ιφιγένεια και διέκρινε τον πόνο στα μάτια της. Εκείνη αγκάλιασε τη φίλη της και δάκρυσε.
«Ροζαλία... Έφυγε. Ακολούθησε τον Λόρδο Άνθιμο...»
«Πώς;!» ξαφνιάστηκε εκείνη, όμως έπρεπε να συνεχίσουν το δρόμο τους, έτσι περπάτησε κοντά στον Άρχοντα Έλιο και τον Ορέστη για να ακούσει και εκείνη τι ακριβώς συνέβη.
Μετά από λίγη ακόμα ώρα περπάτημα και ελάχιστους δαίμονες στο δρόμο τους οι οποίοι απομακρύνθηκαν χωρίς να τους πειράξουν, γνωρίζοντας ότι η μάχη θα ήταν χαμένη αφού τώρα οι εισβολείς είχαν αρχίσει να μαζεύονται, τους βρήκαν και η Χρυσάνθη με τον Νίμο και τον Παύλο, τους οποίους είχαν βρει ορισμένοι ανιχνευτές και τους οδήγησαν στο κεντρικό μονοπάτι. Τότε ο Έλιος αποφάσισε να κάνουν μια στάση για να ξεκουραστούν, αφού οι δαίμονες από ότι φαινόταν τους είχαν αφήσει στην ησυχία τους, για να πληροφορηθούν και οι τρεις προσθήκες σχετικά με το τι συνέβη. Η Ιφιγένεια έτρεξε αμέσως και αγκάλιασε τη Χρυσάνθη με τον Ζαχαρία να ακολουθεί και να κάνει το ίδιο. Η νεαρή θεραπεύτρια ξέσπασε σε κλάματα, αφενός συγκίνησης που η μητέρα της ήταν ζωντανή, αφετέρου θλίψης για ό,τι συνέβη με τον Ιάσονα.
«Μαμά... Ο Ιάσονας... Τον βρήκαμε και τον χάσαμε... Τον πήρε ο Λόρδος Άνθιμος με το μέρος του...» Η Χρυσάνθη σοκαρισμένη κοίταξε τον άνδρα της, ο οποίος με ένα νεύμα γεμάτο θλίψη και απογοήτευση επιβεβαίωσε τα λεγόμενα της κόρης τους.
«Ησύχασε, κορίτσι μου... Ησύχασε. Όλα καλά θα πάνε. Θα δούμε τι θα κάνουμε.» της είπε μόνο χαϊδεύοντας τα μαλλιά και την πλάτη της.
«Τι εννοείτε έφυγε μαζί του;! Πώς γίνετε να επιτρέψατε κάτι τέτοιο;! Γιατί δεν τον σταμάτησε κανένας;!» φώναζε ο Παύλος την ίδια στιγμή, όταν πληροφορήθηκε από τον Έλιο σχετικά με το τι ακριβώς συνέβη.
«Έγιναν όλα τόσο γρήγορα... Κανένας δεν το περίμενε. Ο Ιάσονας είχε αρχίσει ήδη να σκέφτεται να έρθει με το μέρος μας, και μέσα σε μια στιγμή ο Άνθιμος κατάφερε να του αλλάξει γνώμη.» είπε η Μοργκάνα.
«Και εκτός αυτού, έκανε την επιλογή του. Δεν θα άφηνε κανέναν να πλησιάσει, και δεν θα μπορούσαμε να τον πάρουμε μαζί μας διά της βίας. Ο Ιάσονας είναι εχθρός μας και πρέπει να το παραδεχθείτε αυτό και ας είναι εγγονός σας.» είπε ο Έλιος.
«Όχι!» φώναξε η Μοργκάνα και τα μάτια της άστραψαν για λίγο. «Δεν το δεχόμαστε! Όσο είναι ζωντανός και είναι καλά, υπάρχει πάντα η ελπίδα να μετανιώσει και να επιστρέψει! Εγώ είμαι η ζωντανή απόδειξη ότι μπορεί κάποιος να περάσει από το σκοτάδι στο φως, το ίδιο και αυτά τα πλάσματα!» είπε και έδειξε προς το μέρος της Ελπινίκης και της Ροζαλίας, καθώς και τους άλλους ξωτικόλακες που τους συνόδευσαν.
«Θα συζητήσουμε εκτενέστερα για όλα αυτά μόλις επιστρέψουμε στην Έλφια. Τώρα προέχει να βρούμε τους υπόλοιπους και να επιστρέψουμε πίσω ασφαλείς.» Ο Παύλος έσφιξε το σκήπτρο του με δύναμη στο χέρι που το κρατούσε, όμως αποφάσισε να μη συνεχίσει το διαπληκτισμό τους. Ο Έλιος είχε δίκιο, έλειπαν και δικοί τους ακόμα και ειδικά ο Αγησίλαος, που χωρίς τη βοήθεια του, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την Ελπινίκη να ανοίξει μόνη της πύλη και άλλοι χρονομάγοι δεν υπήρχαν στην ομάδα.
{...}
Περπάτησαν για αρκετά μέτρα στο μονοπάτι, οι περισσότεροι ακόμα βυθισμένοι στη σιωπή. Κάποια στιγμή, διέκριναν κάποιες φιγούρες ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν ο Αγησίλαος, ο οποίος στεκόταν όρθιος πάνω από δυο άλλες φιγούρες στο έδαφος. Ο Έλιος, ο Σωκράτης και ο Νίμος πλησίασαν.
«Είναι η Ναυσικά και η Φωτεινή!» φώναξε ο Νίμος. Με το που το άκουσαν αυτό, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια έτρεξαν αμέσως προς τα εκεί, μαζί με μερικά ακόμα άτομα που ακολούθησαν. Η Φωτεινή ήταν πεσμένη στο έδαφος, τα μάτια της είχαν μαυρίσει ολόκληρα και είχε σπασμούς σαν να πάσχιζε να αναπνεύσει.
«Φωτεινή! Μείνε λίγο ακόμα μαζί μου, σε παρακαλώ! Ήρθε βοήθεια! Λίγη υπομονή κάνε...» της έλεγε κλαίγοντας η Ναυσικά που ήταν γονατισμένη από πάνω της.
«Φωτεινή;!» κραύγασε και η Ηλέκτρα και μαζί με την Ιφιγένεια γονάτισαν επίσης από πάνω της. Η Ιφιγένεια χωρίς να χάσει χρόνο, έβαλε τα χέρια της επάνω στο στήθος της προσπαθώντας να τη θεραπεύσει. Ο Γιάννης και ο Ηρακλής βρέθηκαν επίσης από πάνω τους να παρακολουθούν με αγωνία.
«Τι συνέβη, Αγησίλαε;» ρώτησε ο Παύλος.
«Άρχοντα μου... Χωριστήκαμε και όλοι οι υπόλοιποι από την ομάδα μας... Λυπάμαι, δεν τα κατάφεραν. Εγώ προσπάθησα να οδηγήσω τα κορίτσια στην ασφάλεια, όμως όταν απομακρυνθήκαμε αρκετά, η Φωτεινή έπεσε στο έδαφος και συνειδητοποιήσαμε πως έχει δαγκωθεί από δαίμονα.»
«Τι...;» ψέλλισε η Ιφιγένεια, που έβλεπε πως η θεραπεία της δεν είχε αποτέλεσμα.
Η Ελπινίκη βρέθηκε σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου εκεί, ακολουθούμενη από τη Ροζαλία.
«Κάντε στην άκρη.» είπε και απομάκρυνε τους υπόλοιπους που είχαν μαζευτεί.
«Τι συμβαίνει; Γιατί δεν λειτουργεί η θεραπεία της Ιφιγένειας; Γιατί δεν την κάνει καλά;» τη ρώτησε με απόγνωση και κλαίγοντας η Ναυσικά.
«Το είπα και στο συμβούλιο, το δάγκωμα του δαίμονα δεν θεραπεύεται. Σήκω, Ιφιγένεια. Θέλω να δω πόσο σοβαρή είναι η ζημιά και αν προλαβαίνουμε να τη σώσουμε.» είπε η Ελπινίκη και έπιασε απαλά την Ιφιγένεια, η οποία επίσης έκλαιγε και αγωνιούσε για τη φίλη της, για να τη σηκώσει.
Η Ελπινίκη γονάτισε στη θέση της και κοίταξε το κορίτσι εξεταστικά. Μαύρες φλέβες είχαν σχηματιστεί γύρω από τα μάτια της, οι σπασμοί συνεχίζονταν και δεν φαινόταν να έχει επαφή με το περιβάλλον. Άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο της στολής της.
«Τι κάνετε...;» απόρησε η Ναυσικά.
«Θέλω να δω μέχρι που έχει φτάσει το δηλητήριο. Αν έχει φτάσει στην καρδιά της, τότε δεν έχουμε ελπίδες. Η φίλη σου θα γίνει δαίμονας.» της εξήγησε.
«Τι;!» αναφώνησε η Ηλέκτρα.
«Όχι...! Σας παρακαλώ κάντε κάτι...!» αναφώνησε η Ναυσικά. Η Ελπινίκη άνοιξε τα κουμπιά μέχρι το στήθος της κοπέλας, ενώ όλοι περίμεναν με αγωνία.
«Ευτυχώς, οι μαύρες φλέβες σταματούν μόλις λίγο πριν την καρδιά.» είπε και η Ναυσικά έβγαλε ένα επιφώνημα ανακούφισης.
«Μπορείς να τη σώσεις;» ρώτησε η Ιφιγένεια.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει, αλλά θα χρειαστεί να αλλάξει οριστικά.»
«Ποιος είναι αυτός, Αρχόντισσα Ελπινίκη;» ρώτησε με την αγωνία να κορυφώνεται η Ναυσικά.
«Όπως σας είπα, μονάχα εμείς οι ξωτικόλακες και οι βρικόλακες έχουμε ανοσία στο δηλητήριο των δαιμόνων. Θα πρέπει να μεταμορφώσω το κορίτσι και να της περάσω το δηλητήριο μου, το οποίο θα εξοντώσει εκείνο του δαίμονα. Το κακό είναι πως όταν ξυπνήσει και αν τα καταφέρει να ανταπεξέλθει το σώμα της, θα είναι σαν εμάς. Δεν υπάρχει άλλη λύση... Η φίλη σας θα πρέπει να γίνει ξωτικόλακας για να σωθεί. Και πρέπει να το κάνω εγώ ως η πιο παλιά και αυτή με την περισσότερη αυτοσυγκράτηση.» είπε κοιτάζοντας τους όλους, περιμένοντας την επιβεβαίωση τους.
«Όχι... όχι, δεν το θέλω αυτό. Θα πρέπει να χωριστούμε, εκείνη θα πρέπει να έρθει μαζί σας στη Σκοτεινή Διάσταση, έτσι δεν είναι...;» είπε η Ναυσικά με τα δάκρυα να τρέχουν σαν ποτάμι. Η Ελπινίκη απλά ένευσε.
Η Ηλέκτρα κινήθηκε προς το μέρος της και την αγκάλιασε.
«Άκουσε με. Είναι ή αυτό, είτε να πεθάνει αν την αφήσουμε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος και τα περιθώρια στενεύουν.» της είπε.
«Εξάλλου, όταν μάθει να ελέγχει τη δίψα της θα μπορείτε να βρισκόσαστε. Δεν θα τη χάσεις τελείως...» της είπε η Ροζαλία.
«Περιμένω μια απάντηση γρήγορα, προτού το δηλητήριο φτάσει στην καρδιά.» είπε η Ελπινίκη.
«Για όνομα του Θεού Πύρρου!» αναφώνησε ο Ορέστης, μην αντέχοντας άλλο την αγωνία και πέρασε μπροστά. «Αρχόντισσα Ελπινίκη, σαν Αρχηγός όλων των Ξωτικών της Φωτιάς και συνεπώς της Φωτεινής, παίρνω εγώ όλη την ευθύνη και σας δίνω την άδεια να το κάνετε.»
«Καλώς.» είπε η Ελπινίκη και κοίταξε ξανά το κορίτσι.
«Θα είσαι εντάξει, Αρχόντισσα μου; Έχεις ώρες να τραφείς...» της είπε η Ροζαλία.
«Μην ανησυχείς. Μπορώ να το κάνω.» είπε εκείνη και, γέρνοντας πάνω από το λαιμό της κοπέλας, της έκανε στην άκρη τα μαλλιά και αντίκρισε τις δύο απαίσιες τρύπες απ' το δάγκωμα του δαίμονα, από τις οποίες επίσης έβγαιναν μαύρες φλέβες. Έκανε στην άκρη τα μαλλιά της και έμπηξε τους κυνόδοντες της στη σάρκα της, δημιουργώντας ένα νέο δάγκωμα το οποίο θα έμενε για πάντα στο λαιμό της, και περνώντας μέσα σε αυτό το δικό της δηλητήριο.
Όλοι παρακολουθούσαν με μεγάλη αγωνία, ενώ η Ναυσικά κρατούσε το χέρι της αγαπημένης της. Τέλος, όταν η Ελπινίκη απομακρύνθηκε από το λαιμό της σκουπίζοντας τα χείλη της, οι σπασμοί σιγά- σιγά χαλάρωσαν, τα μάτια της Φωτεινής έκλεισαν και οι μαύρες φλέβες άρχισαν να εξαφανίζονται.
«Θα είναι εντάξει και με την κατάλληλη φροντίδα θα τα καταφέρει.» είπε η Ελπινίκη. Όλοι έβγαλαν επιφωνήματα ανακούφισης με πρώτη τη Ναυσικά, που δεν είχε αφήσει ακόμα το χέρι της. Η Σκοτεινή Αρχόντισσα σηκώθηκε και στράφηκε στη Ροζαλία:
«Θα σου ανοίξω πύλη για τη διάσταση μας, ώστε να την οδηγήσεις στο παλάτι και να την προσέχεις. Είμαστε αρκετά κοντά στο Σύνδεσμο, οπότε με λίγη προσπάθεια θα μπορώ να το κάνω.»
«Εντάξει.» συμφώνησε η Λοχαγός της.
«Ευχαριστούμε, Αρχόντισσα Ελπινίκη.» της είπε ο Έλιος. «Όμως τώρα θα πρέπει να ειδοποιηθούν οι γονείς της και να ενημερωθούν για την κατάσταση της και για ό,τι συνέβη.»
«Θα το φροντίσω εγώ αυτό, Άρχοντα μου. Όπως προείπα, έχω ευθύνη απέναντι της.» είπε ο Ορέστης.
Η Ναυσικά άρπαξε το χέρι της Ελπινίκης και την κοίταξε ικετευτικά.
«Σας παρακαλώ... Πάρτε με κι εμένα μαζί! Δεν θέλω να την αφήσω μόνη της...!»
«Θα είναι επικίνδυνο. Όταν ξυπνήσει, δεν θα μπορεί να ελέγξει τη δίψα της, δεν θα σε βλέπει πια σαν φίλη αλλά σαν γεύμα. Μπορεί να σου κάνει κακό.» της εξήγησε εκείνη με το ψύχραιμο ύφος που είχε διατηρήσει έως τώρα, χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι δεν νοιαζόταν. Αν δεν νοιαζόταν, δεν θα είχε προτείνει καν να τη σώσει.
«Δεν θα είναι μόνη της, γλυκιά μου.» της είπε η Ροζαλία. «Θα τη φροντίσω εγώ και η Ελπινίκη, όταν επιστρέψει. Και όταν είναι καλύτερα θα έρθεις να τη δεις. Έτσι, Αρχόντισσα μου;» ρώτησε και η Ελπινίκη συμφώνησε. Τελικά, το νεαρό Ξωτικό του Νερού έδειξε εμπιστοσύνη στη Ροζαλία και στην Αρχόντισσα της και συμφώνησε ότι το καλύτερο ήταν να επιστρέψει μαζί με τους υπόλοιπους στην Έλφια και να κάνει υπομονή. Έτσι, η Ροζαλία σήκωσε με ευκολία στα χέρια της την αναίσθητη ακόμα Φωτεινή, που τώρα όμως έμοιαζε πως απλά κοιμόταν και δεν υπέφερε. Η Ελπινίκη δυσκολεύτηκε να ανοίξει την πύλη, όμως ο Αγησίλαος βρέθηκε αμέσως δίπλα της και τη βοήθησε, μοιράζοντας έτσι τις δυνάμεις τους. Καθώς η Ναυσικά κοιτούσε το Σκοτεινό Ξωτικό να μεταφέρει την αγαπημένη της μέσα στο Σκοτεινή Διάσταση, είχε ακόμα δάκρυα στα μάτια, όμως όλοι οι φίλοι της βρέθηκαν δίπλα της και την αγκάλιασαν, λέγοντας της να κάνει υπομονή.
Θα είμαστε ξανά μαζί σύντομα, αγάπη μου... Όταν ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση σου, θα ζητήσω κι εγώ να γίνω ξωτικόλακας, και στη Σκοτεινή Διάσταση κανένας δεν θα μπορεί να μας εμποδίσει να είμαστε μαζί.
******
Είχαμε μια μεγάλη ανατροπή σε αυτό το κεφάλαιο. Πριν από αυτό όμως, είδαμε τον Ιάσονα στη Σκοτεινή Διάσταση, αποφασισμένο να πολεμήσει με τον Άνθιμο και τη σκοτεινή πλευρά.
Η Φωτεινή τελικά, ως ο μόνος τρόπος να σωθεί, θα μεταμορφωθεί αναπόφευκτα σε Ξωτικόλακα, αποχαιρετώντας μια για πάντα τη δύναμη της φωτιάς που είχε. Ποιες είναι οι σκέψεις σας; Θα τα καταφέρει;
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Τι θα δούμε άραγε στη συνέχεια;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top