Κεφάλαιο 30: Η Μάχη με τους Δαίμονες

Η ομάδα του Έλιου μαχόταν για αρκετή ώρα. Όσο τρομακτικές και αν ήταν οι φιγούρες των δαιμόνων, το μόνο που ήθελαν οι φίλοι του Ιάσονα και ο Σωκράτης ήταν να επιβιώσουν για να τον ξαναδούν, έτσι μάχονταν στο πλάι του Ξωτικού Άρχοντα. Εκείνος πολεμούσε με το σπαθί στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο εκτόξευε κληματσίδες, ρίζες τις οποίες έβγαζε απ' το έδαφος και πέτρες τις οποίες σήκωνε και εκτόξευε επάνω στα πλάσματα, ενώ κινούσε και τα κλαδιά του δάσους και τους χτυπούσε με αυτά κάποιες φορές. Πάντοτε κοντά του πολεμούσε και ο Λυκούργος, ορμώντας και δαγκώνοντας όποιον δαίμονα επιχειρούσε να πειράξει τον αφέντη του, σώζοντας τον έτσι πολλές φορές.

Ο Σωκράτης τους πετσόκοβε χωρίς έλεος, σκεπτόμενος μόνο πόσο κακό μπορεί να είχαν κάνει στον ανιψιό του, ή αν δεν είχαν καταφέρει να τον βλάψουν, θα τον είχαν βάλει σίγουρα σε μεγάλη αγωνία και ένα συνεχόμενο αγώνα για επιβίωση. Η πράσινη ενέργεια του που έβγαινε απ' το κοντάρι του με τις δύο λόγχες, συγκρουόταν συνεχώς με τη μαύρη δική τους, και κάθε φορά που σκότωνε έναν εξ επαφής με κάποια αστραπιαία κίνηση, μαύρο αίμα πεταγόταν παντού. Την ίδια στιγμή είχε το νου του και στους νεαρούς της ομάδας και ιδιαίτερα στον Γιάννη, αφού είχε υποσχεθεί στην Αντιγόνη να τον προσέχει και τον έβλεπε ήδη σαν γιο του. Όμως εκείνος τα κατάφερνε περίφημα με το φλεγόμενο τόξο με τα βέλη του, εκτοξεύοντας τα στους δαίμονες σαν πύρινη φωτιά και καίγοντας τους έναν- έναν. Το ύφος του ήταν σοβαρό και απόλυτα συγκεντρωμένο στους στόχους του, χωρίς ίχνος φόβου πλέον.

Η Ιφιγένεια είχε το νου της κι έτρεχε συνεχώς τριγύρω θεραπεύοντας και τον παραμικρό τραυματισμό. Μπορούσε να θεραπεύσει γρατζουνιές από δαίμονες προτού αρχίσουν οι παραισθήσεις για τις οποίες είχε κάνει λόγο η Ελπινίκη, καθώς και τραυματισμούς από μαύρη ενέργεια, αλλά δεν μπορούσε να θεραπεύσει κάποιον που είχε δαγκωθεί. Ευτυχώς όμως, κανέναν δεν είχαν καταφέρει να δαγκώσουν ακόμα οι δαίμονες. Κάθε φορά που κάποιος πήγαινε να επιτεθεί στην ίδια, την έσωζε είτε ο Γιάννης με τα βέλη του, είτε ο Ηρακλής με τις σφαίρες του, είτε ο Σωκράτης επεμβαίνοντας με τις ξιφολόγχες του ή την πράσινη ενέργεια. Ένιωθε ευγνώμων, αλλά και αδύναμη συγχρόνως που έπρεπε να βασίζεται σε άλλους για τη δική της προστασία. Ωστόσο δεν τα σκεφτόταν αυτά και επικεντρωνόταν στο στόχο της.

{...}

Η δεύτερη ομάδα είχε προχωρήσει αρκετά χωρίς να συναντήσουν κάποιον εχθρό. Το μέρος αυτό του δάσους ήταν εξαιρετικά ήσυχο.

«Με ανησυχεί αυτή η ησυχία...» διέκοψε τη σιωπή ο Νίμος. «Να είναι άραγε η νηνεμία πριν την καταιγίδα;»

«Μην επαναπαύεστε. Δεν ξέρουμε από πού μπορεί να μας εμφανιστούν.» είπε ο Ζαχαρίας.

«Ζαχαρία... Πιστεύεις πως θα είναι εντάξει η Ιφιγένεια;» ρώτησε η Χρυσάνθη χαμηλόφωνα, αλλά με αγωνία.

«Θα την προσέχουν.» της απάντησε, ελπίζοντας το και ο ίδιος αυτό. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας ήχος σαν σύρσιμο στα δεξιά τους.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Παύλος και όλοι σταμάτησαν. Τότε, πίσω από ένα δέντρο, ξεπρόβαλε μια φρικιαστική μορφή, σκελετωμένη, με σάπια δόντια και σάρκες που ξεκολλούσαν από το σώμα του και κρέμονταν.

Ο Άρχοντας Μάγος πετάχτηκε αμέσως μπροστά και έβγαλε από τη ράβδο του με το λευκό πετράδι, ένα λευκό εκτυφλωτικό φως, το οποίο έκανε τον δαίμονα πρώτα να καλύψει τα μάτια του, έπειτα να ουρλιάξει από τρόμο κι ύστερα εξαϋλώθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων.

«Μα τη Θεά Ύδρα! Τι ήταν αυτό το ξόρκι, Άρχοντα Παύλο;» αναφώνησε με θαυμασμό ο Νίμος.

«Είναι το Ιερό Φως. Οι δαίμονες δεν το αντέχουν, διότι προέρχονται από την Κόλαση. Το είχα χρησιμοποιήσει και στον περσυνό πόλεμο εναντίον των Σκοτεινών, όμως εκείνους δεν τους σκότωνε αμέσως. Είχαν την ευκαιρία να σωθούν και να μετανοήσουν πρώτα, ενώ οι Δαίμονες είναι ήδη καταδικασμένες ψυχές χωρίς ελπίδα σωτηρίας.» εξήγησε, και θα έλεγε κανείς πως πενθούσε κιόλας για το αξιολύπητο πλάσμα που μόλις σκότωσε. «Δεν θέλω να σκέφτομαι το χειρότερο σενάριο ότι ο εγγονός μου μπορεί να έχει γίνει δαίμονας.»

«Ο Ιάσονας είναι δυνατός. Πιστεύω πως θα τα έχει καταφέρει έως τώρα.» είπε ο Ζαχαρίας.

«Και αν έχει γίνει δαίμονας, πώς θα τον αναγνωρίσουμε;»

«Δεν ξέρω. Θα το δούμε αυτό. Όμως για την ώρα πρέπει να ελπίζουμε πως θα τον βρούμε σώο.»

Τη συζήτηση τους διέκοψαν κι άλλοι ήχοι και κραυγές τριγύρω στα δέντρα.

«Βγάλτε τα όπλα σας! Δεχόμαστε επίθεση!» φώναξε δίχως να χάσει καιρό ο Νίμος και τότε άρχισαν να ορμούν από παντού δαίμονες, τρομάζοντας και φρικάροντας τους περισσότερους. Ο Παύλος συνέχισε να εξαϋλώνει τα πλάσματα χρησιμοποιώντας το ιερό φως όταν η ενέργεια του το επέτρεπε, και αν όχι, μαχόταν χτυπώντας τους με τη ράβδο του και λευκή ενέργεια από το ελεύθερο χέρι του. Όταν το Ιερό Φως ήταν έτοιμο, μπορούσε να σκοτώσει μέχρι και πολλούς δαίμονες μαζί, στέλνοντας τους πίσω στην Κόλαση όπου ανήκαν. Ο Νίμος, από την άλλη, εκτόξευε από το σπαθί του με πίεση νερό, ή πολεμούσε σώμα με σώμα μαζί τους χτυπώντας και σκοτώνοντας με το σπαθί του. Ο Ζαχαρίας και η Χρυσάνθη θεράπευαν όποιον τύχαινε να χτυπηθεί έστω και λίγο, ενώ ο Ζαχαρίας πολεμούσε ενεργά και με το σπαθί του, στο πλευρό κάποιου συμμάχου βοηθώντας τον.

{...}

Στην τρίτη ομάδα βάδιζαν μπροστά η Ελπινίκη με τη Μοργκάνα, ακολουθούσε ο Αρχιθεραπευτής Νικόδημος και όλοι οι υπόλοιποι στρατιώτες, ανάμεσα τους και η Ηλέκτρα.

«Πείτε, Αρχόντισσα Ελπινίκη.» είπε τότε η Μοργκάνα. «Πόσες πιθανότητες έχουμε να μας επιτεθούν οι Δαίμονες;»

«Πάρα πολλές.» απάντησε εκείνη. «Αυτή τη στιγμή είμαστε παρείσακτοι για αυτούς, έχουμε εισέλθει παράνομα στην περιοχή τους. Μπορεί να μην επιτίθενται τόσο συχνά στους εξόριστους, μόνο όταν πεινάνε για ψυχή, όμως εμάς δεν θα διστάσουν να μας εξολοθρεύσουν, ή να μας δαγκώσουν για να μας κάνουν σαν αυτούς. Όμως θα είμαστε εντάξει αν δεν τους αφήσουμε να μας πλησιάσουν.» Τότε, έφτασε και η δική τους η σειρά, καθώς μια ομάδα δαιμόνων τους αντιλήφθηκε. Η Ελπινίκη έβγαλε τα δύο σπαθιά της, όλοι πήραν θέσεις άμυνας και άλλη μια σκληρή μάχη ξεκίνησε.

{...}

Στο μονοπάτι που είχε πάρει η ομάδα με επικεφαλή τον Ορέστη, η μάχη είχε ξεκινήσει ήδη, και όσους περισσότερους σκότωναν και προχωρούσαν λίγο, άλλοι τόσοι εμφανίζονταν στο δρόμο τους. Ο Ορέστης πολεμούσε χρησιμοποιώντας το φλεγόμενο σπαθί του, ενώ δεν μπορούσε να μη θαυμάζει κρυφά και τη Ροζαλία, κοιτάζοντας την καθώς εκείνη με γρήγορες κινήσεις, το σπαθί της και με κόκκινη μαγεία εξολόθρευε τον ένα εχθρό μετά τον άλλον. Ο Αγησίλαος πολεμούσε και εκείνος με ξόρκια, με σφραγίδες οι οποίες έστελναν τους δαίμονες στην Κόλαση, είτε ανοίγοντας πύλες για να περάσει μέσα από αυτές σε κάποιο άλλο σημείο και να πεταχτεί επάνω στον εχθρό πισώπλατα. Και φυσικά χρησιμοποιούσε και εκείνος σπαθί το οποίο χειριζόταν άψογα. Η Φωτεινή εκτόξευε τα βέλη απ' το φλεγόμενο τόξο της, προσπαθώντας να μη χάνει από τα μάτια της τη Ναυσικά, η οποία πολεμούσε με σπαθί και χτυπώντας τα πλάσματα με την ισχύ του νερού. Τη βοηθούσε όποτε μπορούσε και η φωτιά της σε συνδυασμό με το νερό της άλλης τις έκαναν σχεδόν ανίκητες.

Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν για τον Ορέστη, ο οποίος είχε περικυκλωθεί από μια ομάδα δαιμόνων και ήταν μόνος του. Τυλίχθηκε ολόκληρος με φωτιά και με μια κραυγή την εξαπέλυσε γύρω του, όμως κάποιος δαίμονας γλίτωσε και πήγε να του επιτεθεί πέφτοντας πάνω από κάποιο δέντρο. Το χτύπημα του θα προβλεπόταν σοβαρό, αν δεν εμφανιζόταν από το πουθενά η Ροζαλία και δεν τον έσωζε, ορμώντας στον δαίμονα και σκοτώνοντας τον με το σπαθί της ποτισμένο από Κόκκινη Μαγεία. Ο Ορέστης την κοίταξε με περισσότερο θαυμασμό από ποτέ, όμως τότε τους επιτέθηκαν κι άλλοι. Πολέμησαν μαζί και κατατρόπωσαν και αυτούς. Ύστερα τα πράγματα ηρέμησαν. Η ομάδα είχε σκοτώσει όλους τους δαίμονες που υπήρχαν τριγύρω και μπορούσαν να συνεχίσουν.

Άρχισαν να περπατούν ξανά προς την κατεύθυνση που είχαν πάρει. Ο Ορέστης άρχισε να βαδίζει στο πλάι της Ροζαλίας.

«Σε ευχαριστώ που με έσωσες. Ήσουν απίστευτη εκεί πέρα.» της είπε.

«Μην το παίρνεις πάνω σου... Το ότι σε έσωσα δεν σημαίνει τίποτα. Το έκανα απλά από καθήκον, όπως θα έσωζα οποιονδήποτε άλλο σύμμαχο.» του απάντησε ψυχρά.

«Όχι, δεν το είπα με τον τρόπο που νομίζεις, απλώς... Κοίτα, Ροζαλία, το ξέρω ότι εμείς οι δύο έχουμε ένα παρελθόν, και συγνώμη αν σε πλήγωσα τότε, όμως δεν θέλω να είμαστε τόσο... ψυχροί ο ένας με τον άλλον. Μπορούμε να λέμε δυο κουβέντες τουλάχιστον τώρα που είμαστε σύμμαχοι.» Η Ροζαλία κοντοστάθηκε με αυτά τα λόγια του και τον κοίταξε άγρια. Σταμάτησε και εκείνος να περπατάει, ενώ η υπόλοιπη ομάδα άρχισε να προπορεύεται.

«Με πλήγωσες; Το ότι με πλήγωσες είναι πολύ μικρή φράση σε σχέση με αυτά που ένιωσα όταν με αρνήθηκες. Και δεν θέλω τη συγνώμη σου...» του είπε έντονα μεν, μα χαμηλόφωνα για να μην τους ακούνε. «Δεν θέλω καμιά σχέση μαζί σου. Αναγκαστικά σε ανέχομαι και θέλω να μιλάμε μόνο τυπικά και μόνο αν είναι απολύτως απαραίτητο αφού είχα την ατυχία να βρεθώ στην ίδια ομάδα μαζί σου. Πάμε τώρα, πρέπει να συνεχίσουμε αν θέλουμε να βρούμε τον Μαγικό και να βγούμε ζωντανοί από εδώ.»

Άρχισε να περπατάει ξανά, ενώ ο Ορέστης την ακολούθησε σιωπηλός. Ήθελε τόσα πολλά να της πει, όμως δεν έβρισκε άλλα λόγια. Είχε κάθε δίκιο να θυμώνει και να είναι ακόμα πληγωμένη μαζί του, και ας έλεγαν ότι οι Ξωτικόλακες δεν είχαν ψυχή. Εκείνος την είχε αγαπήσει στα αλήθεια, όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, να πει όχι στο προξενιό και να αντισταθεί στο θέλημα των Ανώτερων Αρχόντων. Έκανε ό,τι του είπαν σαν μαριονέτα, σαν δειλός. Και αυτή η επιλογή του ήταν  που τον έκανε να δυστυχήσει στο πλάι μιας γυναίκας που δεν κατάφερε να αγαπήσει ποτέ αληθινά, παρόλο που δεν μετάνιωνε για την απόκτηση του γιου τους. Τώρα που  είδε ξανά μετά από χρόνια τη Ροζαλία, έστω και αν εκείνη είχε μεταμορφωθεί σε Ξωτικόλακα, κατάλαβε πως δεν την είχε ξεπεράσει, πως ακόμα την αγαπούσε και μετάνιωνε πικρά που τότε δεν τόλμησε να παλέψει για αυτούς, για την αγάπη τους. Όμως τώρα ήταν πλέον αργά.

{...}

Στο σημείο όπου βρισκόταν ο Έλιος και η ομάδα του, η μάχη καλά κρατούσε. Όλοι πολεμούσαν και σκότωναν δαίμονες χωρίς σταματημό, ενώ υπήρξαν και τρία άτομα, δυο ξωτικά και ένας μάγος, τους οποίους οι θεραπευτές δεν κατάφεραν να σώσουν. Απομακρύνθηκαν από φόβο μέσα στο δάσος, έτσι οι δαίμονες τους έπιασαν τον καθένα μόνο του και τους κατατρόπωσαν.

Τα Σκοτεινά Ξωτικά που είχαν πάρει μαζί τους ήταν μια πολύτιμη βοήθεια καθώς οι δυνάμεις τους έφταναν κατά πολύ εκείνες των δαιμόνων, έχοντας και οι ίδιοι σκοτεινή μαγεία, και με τα αντανακλαστικά και τις γρήγορες κινήσεις τους πολλά τέρατα δεν προλάβαιναν καν να αντιδράσουν.

«Αν είναι δυνατόν! Έρχονται κι άλλοι!» φώναξε ο Σωκράτης έκπληκτος, μόλις είδε μια νέα ορδή δαιμόνων να έρχονται κατά πάνω τους. «Τι διάολο, όλοι σε εμάς έρχονται;!»

Η Ιφιγένεια είχε μια εξήγηση σχετικά με αυτό. Ίσως είχαν πλησιάσει τον Ιάσονα, ίσως βρισκόταν κάπου προς εκείνη την κατεύθυνση και οι δαίμονες δεν ήθελαν να τους αφήσουν να τον ελευθερώσουν, για αυτό έρχονταν τόσοι πολλοί μαζεμένοι κατά πάνω τους. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν, όμως αυτή η σκέψη της έδωσε ελπίδα. Παρά την αγωνία και την κούραση της, συνέχισε να θεραπεύει και να δίνει κουράγιο σε όσους σήκωνε.

Κάποια στιγμή, ο Γιάννης διέκρινε πολλούς δαίμονες να έρχονται κατά πάνω του και πάνω στον Σωκράτη, ο οποίος πολεμούσε πολύ κοντά του. Θα ήταν αδύνατον να τους έριχνε όλους με τα βέλη του, στη φαρέτρα του δεν είχαν απομείνει και πολλά ενώ δεν είχε προλάβει να μαζέψει τα προηγούμενα που είχε πετάξει.

«Ας τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα μ' αυτούς...» μονολόγησε, και αποφασισμένος έβαλε πάλι πίσω στην πλάτη του το τόξο, άναψε φωτιά στα χέρια του η οποία εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα του αμέσως.

Η Ιφιγένεια τον είδε και τον κοίταξε με αγωνία. Ο Γιάννης πλησίασε τους συγκεντρωμένους δαίμονες κι άρχισε να εκτοξεύει κύματα φωτιάς προς όλους, καίγοντας τους, όμως το αξιοθαύμαστο ήταν πως δεν πέτυχε κατά λάθος κανέναν σύμμαχο, σαν να έλεγχε ο ίδιος προς τα πού θα πήγαινε η φωτιά. Και όταν οι φλόγες τελείωναν το έργο τους, έσβηναν σαν να τις διέταζε εκείνος. Έτσι, με την πολύτιμη βοήθεια του κατάφεραν να κατατροπώσουν και το τελευταίο- προς το παρόν κύμα δαιμόνων. Όλοι τους ήταν εξαντλημένοι και κοιτάζονταν αναμεταξύ τους λαχανιασμένοι με αίμα δαιμόνων πάνω τους και στα ρούχα τους που μαζί με τον ιδρώτα κολλούσε. Κάποιοι κάθισαν ταλαιπωρημένοι στο έδαφος, κάποιοι άλλοι έβγαλαν νερό να πιουν και να δροσιστούν. Ο Γιάννης όταν έσβησε η φωτιά από το σώμα του έπεσε κι εκείνος στα γόνατα. Είχε χρησιμοποιήσει πολλή από την ενέργεια του και τώρα ήταν κάθιδρος κι ένιωθε αδύναμος. Οι φίλοι του τον πλησίασαν και κάθισαν δίπλα του.

«Γιάννη, είσαι καλά;» τον ρώτησε με έγνοια η Ιφιγένεια.

«Ναι. Είμαι εντάξει. Τελικά το δάμασμα της φωτιάς δεν έρχεται χωρίς τίμημα...» της απάντησε και ανάγκασε τον εαυτό του να χαμογελάσει.

«Ήσουν απίστευτος, κολλητέ. Ήσουν τέλειος έτσι όπως έλεγχες τις φλόγες και τους έκαιγες.» του είπε κι ο Ηρακλής εντυπωσιασμένος.

«Άσε με να σε βοηθήσω να νιώσεις καλύτερα...» είπε η Ιφιγένεια και αφού έβαλε ένα χέρι στην πλάτη του άφησε τη βιολετί ενέργεια της να ρέει αργά.

Πλησίασε και ο Σωκράτης από πάνω τους.

«Συγχαρητήρια, μικρέ. Υποσχέθηκα στη μητέρα σου να σε προσέχω, όμως τελικά εσύ στην ουσία μας έσωσες όλους.»

«Δεν έκανα τίποτα... Απλά βοήθησα με όσες δυνάμεις είχα για να τελειώσει αυτή η μάχη.» απάντησε εκείνος. «Πρέπει να βρούμε τον φίλο μου γρήγορα και αυτά τα απαίσια πλάσματα μας καθυστερούν.»

«Νεαρέ...» ακούστηκε η φωνή του Έλιου, επίσης από πάνω του. Ο Γιάννης χάρη στη θεραπεία της Ιφιγένειας ένιωθε ήδη πως είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του και σηκώθηκε μαζί με τους άλλους δυο φίλους του για να αντικρύσει τον Ξωτικό Άρχοντα.

«Ομολογώ πως σε αμφισβήτησα όταν είπα πως δεν ήσουν έτοιμος. Είσαι και με το παραπάνω. Έχεις μάθει να ελέγχεις πλήρως τη φωτιά, και είναι αξιοθαύμαστο που συνέβη αυτό σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.» Ο Γιάννης απλά ένευσε.

Κάθισαν μόνο για λίγα λεπτά να ξεκουραστούν. Κανένας δεν είχε ιδέα πόσες ώρες είχαν περάσει και τι ώρα θα ήταν άραγε στον έξω κόσμο, αφού όσοι φορούσαν ρολόγια παρατήρησαν ότι δεν λειτουργούσαν. Οι δείκτες τους είχαν σταματήσει στην ώρα την οποία μπήκαν στο Δάσος της Σύγχυσης.

{...}

Μετά από μερικές μάχες ακόμα, η ομάδα είχε προχωρήσει αρκετά μέσα στο δάσος, και όμως δεν είχαν βρει κανένα ίχνος του Ιάσονα ή των Σκοτεινών του Άνθιμου ακόμα. Έμοιαζαν λες και είχαν καταδικαστεί σε μια ατέλειωτη μάχη με τους δαίμονες, ενώ πολλοί είχαν αρχίσει να τρελαίνονται και να θέλουν να τα παρατήσουν. Κάποια στιγμή, διέκριναν κίνηση στα αριστερά τους. Οι τοξότες σημάδεψαν προς τα εκεί και πήραν όλοι θέσεις μάχης για ακόμα μια φορά, όμως ο Έλιος παρατήρησε καλύτερα και τους σταμάτησε:

«Όχι! Είναι ο Ζαχαρίας!» Όντως, σύντομα είδαν όλοι τον Ζαχαρία με μερικούς ακόμα από την ομάδα του, όμως κανέναν γνωστό τους και αυτό ανησύχησε πολλούς και ιδιαίτερα την Ιφιγένεια που δεν είδε τη μητέρα της ανάμεσα τους. Περίμενε να τους φθάσουν και τότε έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα της.

«Μπαμπά!» φώναξε και την αγκάλιασε κι εκείνος σφιχτά.

«Δόξα τους Θεούς, είσαι καλά.»

«Όλοι είμαστε σχεδόν. Όμως που είναι μαμά και οι υπόλοιποι;» ρώτησε με αγωνία η νεαρή θεραπεύτρια. Πλησίασε και ο Έλιος με τους άλλους.

«Ιδέα δεν έχω.» αναστέναξε ο Ζαχαρίας. «Μας επιτέθηκαν, δημιουργήθηκε μία σύγχυση και χωριστήκαμε. Εμείς χάσαμε το δρόμο μας και τον προσανατολισμό μας, όμως ευτυχώς βρήκαμε εσάς.

«Ας ελπίσουμε να είναι καλά και οι υπόλοιποι δικοί σας.» είπε ο Έλιος.

Δεν πρόλαβαν να ανταλλάξουν άλλες κουβέντες, καθώς την αμέσως επόμενη στιγμή άρχισαν να πετάγονται δαίμονες πίσω από τα δέντρα και πάνω από αυτά και ενωμένοι πλέον, η ομάδα του Έλιου μαζί με τους άλλους άρχισαν να τους πολεμούν. Όμως όσο πήγαιναν μαζεύονταν όλο και περισσότεροι και ούτε η φωτιά του Γιάννη μπορούσε να τους περιορίσει πλέον. Κάποια στιγμή, οι δαίμονες φάνηκαν σαν να χάνουν τον προσανατολισμό τους, σαν ζαλισμένοι ή σαν να έψαχναν κάτι ενώ σταμάτησαν να επιτίθενται. Τότε εμφανίστηκε η Ελπινίκη, η οποία με τα δυο σπαθιά της και με αστραπιαίες κινήσεις και κόκκινη μαγεία εξολόθρευσε αρκετούς στο πέρασμα της. Τότε οι δαίμονες άρχισαν να επιτίθενται ξανά.

«Είναι η Ελπινίκη! Τους είχε δημιουργήσει ψευδαίσθηση!» αναφώνησε η Ιφιγένεια, ενθουσιασμένη που έβλεπε στην πράξη την ειδική ικανότητα της Σκοτεινής Αρχόντισσας. Ακολούθησαν πολλά μέλη από την ομάδα της, οι οποίοι επίσης άρχισαν να σφάζουν και να χτυπούν με τις δυνάμεις τους εχθρούς. Η Μοργκάνα έσωσε τον γιο της Σωκράτη από ένα βέβαιο πισώπλατο χτύπημα, εκτοξεύοντας στον δαίμονα μια μάζα μαύρης μαγείας και εκείνος την κοίταξε χαρούμενος. Λίγο πιο πέρα, η Ηλέκτρα εκτόξευε κεραυνούς συνεχόμενα από τα χέρια της, ενώ ο Νικόδημος έσπευσε να βοηθήσει τον Ζαχαρία, την Ιφιγένεια και τους άλλους θεραπευτές στο δύσκολο έργο τους να θεραπεύσουν τους τραυματίες, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους εχθρούς με το σπαθί του.

Όμως, όσο καλά και αν τα πήγαιναν οι ενωμένες πλέον ομάδες, σε λίγη ώρα είχαν μαζευτεί τόσοι πολλοί δαίμονες, που ήταν πολύ περισσότεροι από κάθε άλλη φορά και τους είχαν περικυκλώσει από παντού.

«Τι θα κάνουμε;! Είναι ολόκληρος στρατός!» φώναξε ο Σωκράτης.

«Έχει κάποιος, κάποια ιδέα να προτείνει;! Ελπινίκη, δεν μπορείς να τους δημιουργήσεις ψευδαίσθηση;!» ρώτησε ο Έλιος με τρομερό άγχος. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της σαν να αυτοσυγκεντρώνεται, έπειτα τα άνοιξε και είπε:

«Δεν μπορώ να το κάνω τόσο σύντομα. Υπάρχει κάποιο χρονικό όριο. Μόνο αν είχα το δαιμόνιο μου και ενωνόμουν μαζί της ίσως μπορούσα.»

«Τότε δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Θα τους πολεμήσουμε με ό,τι έχουμε. Μείνετε όλοι κοντά!» διέταξε.

«Μείνε δίπλα μου, Ιφιγένεια.» είπε ο Ζαχαρίας στην κόρη του υψώνοντας το σπαθί του σε θέση άμυνας. Δίπλα βρισκόταν ο Γιάννης με το τόξο του ακόμα να φλέγεται. Όλα φαίνονταν μάταια και όλοι είχαν παγώσει, φαινόταν πως δεν είχαν καμία ελπίδα. Οι δαίμονες εξακολουθούσαν να ουρλιάζουν και να τους απειλούν. Τότε όμως, ανάμεσα τους ακούστηκε και ένα άλλο απόκοσμο ουρλιαχτό, που αν και τρομακτικό, στην Ιφιγένεια κάτι θύμιζε πολύ έντονα.

Ένα πλάσμα πετάχτηκε από το πουθενά και τότε ένας μετά τον άλλον, αρκετοί δαίμονες άρχισαν να πέφτουν νεκροί, ενώ μια κόκκινη λάμψη φαινόταν να τους διαπερνά.

«Μη μου πεις πως...» ψέλλισε ο Γιάννης.

«Είναι δυνατόν...;» αναρωτήθηκε και η Ιφιγένεια. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους έσωσε όμως, ο στρατός του Έλιου πήρε θάρρος και συνέχισαν να μάχονται ώσπου κέρδισαν έδαφος και οι εχθροί πλέον είχαν μειωθεί αισθητά. Η Ιφιγένεια παρατήρησε καλύτερα το πλάσμα που ξέσκιζε με μανία τους δαίμονες και η καρδιά της χτύπησε δυνατότερα από μία μίξη φόβου αλλά και ανείπωτης χαράς και ελπίδας.

Μπορεί να ήταν λίγο διαφορετικός από ότι τον θυμόταν, να είχε πιο μακριά, καστανόξανθα μαλλιά τα οποία φαίνονταν μπερδεμένα και μούσια, και να ήταν ντυμένος με ένα μαύρο κουρέλι γύρω από τη μέση του το οποίο κάποτε μπορεί και να ήταν παντελόνι, όμως δεν χωρούσε αμφιβολία, θα τον αναγνώριζε πάντοτε όσο και αν άλλαζε: ήταν ο Ιάσονας. Επιτέλους, τον είχαν βρει, ή μάλλον εκείνος τους βρήκε και στην ουσία τους έσωσε και τους ώθησε πίσω στη μάχη. Το κακό ήταν ότι βρισκόταν στη σκοτεινή του μορφή, μπορούσε να το καταλάβει αυτό από τα φτερά νυχτερίδας στην πλάτη του και από τον τρόπο που έσφαζε τους δαίμονες, σπάζοντας τα κρανία τους με τα χέρια του, δαγκώνοντας τους ή ξεσκίζοντας τους με τα νύχια του. Βλέποντας τον έτσι, η Ιφιγένεια αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να τον επαναφέρει στο φυσιολογικό εαυτό του, ή αν το Δάσος της Σύγχυσης τον είχε αλλάξει ανεπανόρθωτα, μετατρέποντας τον μόνιμα σε αυτή τη μορφή.

*****************

Τη μεγάλη ανατροπή σας τη φυλούσα για το τέλος του κεφαλαίου!! Πώς σας φάνηκε συνολικά το κεφάλαιο και η εμφάνιση του Ιάσονα στο τέλος; Δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Τα σχόλια δικά σας!! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top