Κεφάλαιο 29: Στο Δάσος της Σύγχυσης
Με τη λήξη του συμβουλίου και την οριστική απόφαση να γίνει προσπάθεια διάσωσης του Ιάσονα, άρχισαν όλοι να αποχωρούν για να ξεκουραστούν, όσο τους το επέτρεπε ο φόβος και η αγωνία για την επόμενη μέρα βέβαια. Ο Παύλος και η Μοργκάνα έφυγαν μαζί με τον Αγησίλαο μέσω της πύλης του ως συνήθως, δίνοντας ραντεβού την επόμενη μέρα το χάραμα με τον Σωκράτη και με όλους. Ο Νίμος και ο Ορέστης έφυγαν για να βρουν εθελοντές στρατιώτες που θα ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν μαζί τους, επισημαίνοντας τους κινδύνους φυσικά. Θα ήταν δύσκολο να συγκεντρώσουν αρκετούς μέσα σε λίγες μόνο ώρες, όμως θα μάζευαν όσους μπορούσαν. Κάθε βοήθεια ήταν χρήσιμη όπως τους είπε ο Άρχοντας τους.
Η οικογένεια του Ηρακλή θα έφευγε την επόμενη μέρα, σύμφωνα με διαταγή του Έλιου, λίγο μετά την εισβολή της ομάδας στο Δάσος της Σύγχυσης. Ο Ηρακλής κάθισε μαζί τους για να περάσουν όσο περισσότερο χρόνο μπορούσαν. Μπορεί να μην το παραδεχόταν κανένας από φόβο μήπως βγει αληθινό, όμως κάθε φορά που αποχωρίζονταν, το έκαναν με τη σκέψη ότι ίσως να μην ξαναέβλεπαν τον Ηρακλή. Η Μύρνα προσευχόταν συνεχώς να τελειώσουν όλα αυτά για να μη χρειάζεται να ζει ξανά και ξανά την ίδια αγωνία.
Ειδοποιήθηκαν και οι γονείς του Ιάσονα από την ίδια τη Βασίλισσα του Νότου, η οποία τους επισκέφθηκε και τους μίλησε ανοιχτά, λέγοντας τους όλη την αλήθεια. Το σοκ ήταν μεγάλο, όμως η αγωνία για το αν θα έβρισκαν όντως τον Ιάσονα κι αν θα ήταν καλά ακόμα μεγαλύτερη.
«Φαίδωνα... Λες να βρεθεί όντως το παιδί μας; Λες να επιστρέψει σε εμάς;» είπε αργότερα η Ευτυχία, όταν έφυγε η Βασίλισσα και άφησε μερικά δάκρυα συγκίνησης να κυλήσουν.
«Η Μεγαλειοτάτη είπε ότι ο Άρχοντας Έλιος και οι δικοί του θα κάνουν ό,τι μπορέσουν και θα έχουν και τους δυνατότερους μάγους μαζί τους, τους ίδιους τους Άρχοντες των Μάγων. Κι εγώ ελπίζω και εύχομαι, Ευτυχία, ότι όντως θα βρουν το παιδί μας και ότι θα είναι καλά.»
«Αυτό προέχει, όντως. Μακάρι Παναγία μου... Μακάρι να βρεθεί ο Ιάσονας μας και να είναι εντάξει, και ας μη γυρίσει σε εμάς. Φτάνει να είναι καλά και να έχει ακόμα τα λογικά του, το αγόρι μας... δεν θέλω να σκέφτομαι καν τα χειρότερα.» είπε η μητέρα του Ιάσονα και ο σύζυγος της την αγκάλιασε, μια αγκαλιά που σκοπό δεν είχε μόνο να καθησυχάσει την ίδια αλλά πολύ περισσότερο να δώσει κουράγιο και στους δύο.
{...}
Το απόγευμα πριν από την ημέρα αναχώρησης, η Αντιγόνη βρήκε τον Σωκράτη στους κήπους.
«Ώστε εδώ είσαι...» του είπε. Εκείνος στράφηκε προς το μέρος της.
«Α, με έψαχνες; Νόμιζα πως θα προτιμούσες να είσαι με τον Νίμο τώρα...» Η θνητή γυναίκα χαμογέλασε γλυκά και πλησίασε κι άλλο.
«Δεν μπορώ να σου θυμώσω όσο και αν ζηλεύεις.» είπε και ο Μάγος έσκυψε το κεφάλι.
«Συγνώμη. Δεν έχω καν δικαίωμα να ζηλεύω, τη στιγμή που δεν υπάρχει κάτι μεταξύ μας...» Η Αντιγόνη έκανε μερικά βήματα μπροστά, πλησίασε μια τριανταφυλλιά και χάιδεψε απαλά ένα από τα φούξια άνθη της.
«Ήθελα να ξεχαστώ λίγο, να μετριάσω λίγο το φόβο μου για την αποστολή σας.» άλλαξε θέμα. «Ανησυχώ για όλους σας, Σωκράτη. Για τον Γιάννη και τα υπόλοιπα παιδιά, για εσένα...»
«Για τον Νίμο...» τη συμπλήρωσε.
Έστρεψε το βλέμμα της επάνω του και για λίγο πίστεψε πως θα τον βρίσει, όμως και πάλι δεν θύμωσε.
«Ναι, φυσικά και για εκείνον. Τον νοιάζομαι όσο κι εσένα.» του είπε απλά.
«Σου υπόσχομαι να προσέχω όσο μπορώ τον Γιάννη, αν και με τη δύναμη που έχει, πιστεύω πως θα μπορεί να προσέχει και μόνος του τον εαυτό του. Όμως θα του ρίχνω μια ματιά.»
«Σε ευχαριστώ.»
«Εσύ τι θα κάνεις τώρα;»
«Ο Άρχοντας Έλιος είπε πως μπορώ είτε να φύγω αύριο μαζί με την οικογένεια του Ηρακλή, ή να μείνω εδώ και να περιμένω. Και η αλήθεια είναι πως δεν με περιμένει τίποτα πίσω στη χώρα μου. Ο γιος μου είναι εδώ, δεν έχω σπίτι ούτε δουλειά και δεν θέλω να φορτωθώ πάλι στην Ευτυχία και τον Φαίδωνα... Θα μείνω εδώ λοιπόν, να περιμένω την επιστροφή σας.»
Έπειτα τον πλησίασε.
«Ξέρεις, μπορεί να μην έχω καταφέρει ακόμα να επιλέξω ανάμεσα σε εσένα και τον Νίμο, ίσως να μην επιλέξω και κανέναν, όμως... ήθελα να είμαι μαζί σου αυτό το απόγευμα.»
«Κι εγώ ήθελα... Να σ' αποχαιρετίσω.» Πλησίασαν κι άλλο και έβαλε τα χέρια της στους ώμους του.
«Γιατί το λες σαν μην πρόκειται να με ξαναδείς...;»
«Δεν ξέρω. Ίσως θέλω να είμαι προετοιμασμένος για όλα.» είπε ο Σωκράτης. Ξαφνικά είχαν έρθει κοντά, υπερβολικά κοντά και κανένας δεν μπόρεσε να αντισταθεί σε αυτό που ακολούθησε. Τα χείλη τους ενώθηκαν κι άρχισαν να κινούνται απαλά μαζί, με μόνη συντροφιά την ομορφιά των κήπων γύρω τους, τους ήχους και τις μυρωδιές της άνοιξης. Για λίγο η Αντιγόνη ένιωσε ξανά ευτυχισμένη. Το φιλί του ήταν υπέροχο. Πόσον καιρό είχε να τη φιλήσει έτσι ο Ιάκωβος, πριν εξαφανιστεί; Χρόνια ίσως. Όμως έδιωξε αμέσως τις αναμνήσεις τις με εκείνον και απλά αφέθηκε στη στιγμή και στον Σωκράτη.
Το ίδιο βράδυ, ο Ηρακλής καληνύχτισε την οικογένεια του για να πάει για ύπνο νωρίς. Εκείνοι του είπαν πως θα ξυπνούσαν κι εκείνοι τα χαράματα, για να συνοδεύσουν εκείνον και τους άλλους έως τον Σύνδεσμο και να τους αποχαιρετήσουν. Μετά το βραδινό, το οποίο σερβιρίστηκε νωρίτερα από ότι συνήθως, ο Ηρακλής και η Άσπα πήγαν στο δωμάτιο του. Άρχισαν να φιλιούνται και να αφαιρούν τα ρούχα τους κατευθείαν, κι έπειτα έκαναν έρωτα σαν να ήταν η τελευταία τους φορά. Και πράγματι αυτό ήταν που φοβούνταν και οι δύο, όμως δεν άφησαν το φόβο να τους επηρεάσει εκείνη τη στιγμή.
Κοιμήθηκαν ελάχιστα, ίσως και καθόλου και το χάραμα τους βρήκε αγκαλιασμένους.
Όμως ο Ηρακλής με την Άσπα δεν ήταν το μόνο ζευγάρι που ξύπνησαν μαζί. Το χάραμα βρήκε επίσης και τον Σωκράτη μαζί με την Αντιγόνη, που ψάχνοντας και οι δυο από κάπου να πιαστούν για να πνίξουν τους φόβους τους, είχαν ενωθεί εκείνη τη νύχτα, έστω και αν δεν είχαν ξεκαθαρίσει τα πράγματα μεταξύ τους. Τους ξύπνησε το ξυπνητήρι του Σωκράτη, ο οποίος το έκλεισε και ανασηκώθηκε αμέσως, βλέποντας έπειτα δίπλα του την Αντιγόνη σκεπασμένη μόνο με ένα σεντόνι. Ένιωθε λες και ξύπνησε από ξενύχτι και μεθύσι, μόνο που αυτό που έγινε ήταν καλύτερο από κάθε ποτό που είχε πιει και από κάθε προηγούμενη γυναίκα που είχε πλαγιάσει, ακόμα και αν όλες οι προηγούμενες ήταν μάγισσες...
Η Αντιγόνη άνοιξε και εκείνη τα μάτια της, τον κοίταξε κι ένιωσαν κι οι δυο μια γλυκιά αμηχανία.
«Καλημέρα.» του είπε.
«Καλημέρα.» της είπε κι εκείνος.
«Πρέπει να σηκωθείς και να ετοιμαστείς...»
«Ναι... Αυτό θα κάνω.» Σηκώθηκαν κι οι αμέσως και άρχισαν να ντύνονται.
«Ω Θεέ μου...!» αναφώνησε η Αντιγόνη τότε, που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται. «Και αν μας κατάλαβαν; Αν κατάλαβε το παιδί μου τίποτα; Πώς θα τον αντικρύσω τώρα; Σωκράτη, σίγουρα θα μας κατάλαβαν. Δεν παρευρεθήκαμε ούτε στο δείπνο...»
Ο Σωκράτης, που πάνω στη βιασύνη του είχε κουμπώσει στραβά το πουκάμισο του, πλησίασε αμέσως και την έπιασε απαλά από τα μπράτσα. Εκείνη ήταν ακόμα με το σουτιέν ενώ είχε φορέσει το τζιν της.
«Συγνώμη αν έγιναν όλα βιαστικά ή σε έφερα σε δύσκολη θέση.» της είπε κοιτάζοντας τη με τα καστανά μάτια του μέσα στα μπλε δικά της. «Όμως, Αντιγόνη, δεν μετανιώνω για αυτό που έγινε, ακόμα και αν δεν έχουμε ξεκαθαρίσει ακόμα το μεταξύ μας και ακόμα κι αν έγινε κάτω από αυτές τις συνθήκες. Μου έδωσες κουράγιο και δύναμη για όσα έρχονται και ήταν η πρώτη νύχτα μετά από πολλά χρόνια που δεν θέλησα ούτε γουλιά ποτό να βάλω στο στόμα μου.»
«Ούτε εγώ μετάνιωσα.» του είπε την αλήθεια. «Και χαίρομαι που σε βοήθησα. Όμως τώρα προέχει να γυρίσετε όλοι πίσω ζωντανοί και να φέρετε μαζί σας τον Ιάσονα. Μετά βλέπουμε την κατάσταση μεταξύ μας.»
«Συμφωνώ.» της είπε και της έδωσε ένα σύντομο φιλί. Αφού ολοκλήρωσαν τα ντυσίματα τους της είπε:
«Ας μην κατέβουμε μαζί κάτω, αν δεν θέλεις να νιώσεις άβολα. Θα κατέβεις πρώτα εσύ και μετά από λίγο εγώ. Εξάλλου έχουν συνηθίσει να με βλέπουν αργοπορημένο.»
Η Αντιγόνη ήταν αρκετά μπερδεμένη. Είχε μόλις ζήσει την ωραιότερη νύχτα της ζωής της και σχεδόν ένιωθε ένοχη για αυτό, τη στιγμή που ο γιος της έφευγε για μια επικίνδυνη αποστολή στην οποία θα κινδύνευε. Και εκτός αυτού, μαζί θα πήγαινε και ο Σωκράτης, ένας άνδρας για τον οποίο είχε αρχίσει να έχει δυνατά συναισθήματα, ειδικά μετά τη χθεσινή νύχτα. Επιπλέον, οι πληγές που της είχε αφήσει ο Ιάκωβος ήταν νωπές ακόμα και φοβόταν για όσα ένιωθε. Σχεδόν τον έβλεπε να παραμονεύει στη γωνία, έτοιμος να ορμήσει και να την πάρει πίσω με το ζόρι, καταστρέφοντας ό,τι είχε ζήσει μακριά του τόσον καιρό και στερώντας της την ελευθερία της.
{...}
Η ώρα της αναχώρησης είχε φτάσει και ο μικρός στρατός που είχε συγκεντρώσει ο Έλιος, βρισκόταν τώρα μπροστά από τις Φυλακές Περιορισμού Μαγείας, στον λεγόμενο Σύνδεσμο, το μέρος όπου μπορούσε ένας Χρονομάγος να ανοίξει πύλη για το Δάσος της Σύγχυσης.
«Εδώ ήταν, Ιφιγένεια.» είπε ο Ηρακλής, που είχε στερεωμένο στην πλάτη το όπλο του και πολλά πακέτα με σφαίρες στη ζώνη του. «Εδώ πέρα είδαμε για τελευταία φορά τον Ιάσονα.»
«Ας ελπίσουμε να επιστρέψουμε στο ίδιο σημείο μαζί με εκείνον.» είπε ο Γιάννης, που είχε οπλιστεί με το τόξο του και τη φαρέτρα με τα βέλη, το ίδιο και η Φωτεινή.
Παρόλο που έμοιαζε με πόλεμο αυτή η αποστολή, κανένας δεν είχε φορέσει τα χρώματα του βασιλείου του. Είχαν ντυθεί όλοι με σκούρα χρώματα, για να μην τους εντοπίσουν εύκολα οι δαίμονες μέσα στο δάσος. Μαζί με τα γνωστά άτομα, είχαν συγκεντρωθεί επίσης αρκετά ξωτικά - πολεμιστές, οι οποίοι με τη θέληση τους δέχθηκαν να ακολουθήσουν τον άρχοντα τους, τόσο του πυροβολικού όσο και ξιφομάχοι και τοξότες. Αρκετά Σκοτεινά Ξωτικά είχαν επίσης έρθει μαζί με την Ελπινίκη και τη Ροζαλία, αλλά και μάγοι είχαν ακολουθήσει τον Παύλο, τη Μοργκάνα και τον Αγησίλαο. Αφού είχαν συγκεντρωθεί όλοι λοιπόν, ο Έλιος είπε πως είχαν λίγα λεπτά να αποχαιρετήσουν όσους δικούς τους είχαν πάει μαζί για να ξεκινήσουν. Ο Ηρακλής στράφηκε στους δικούς του και τους αποχαιρέτησε όλους όπως τότε που αναχωρούσε πρώτη φορά για τη Χώρα των Ξωτικών, που μαινόταν πάλι ο πόλεμος. Η Αντιγόνη αγκάλιασε πρώτα τον γιο της.
«Να προσέχεις.» του είπε. «Θα σε περιμένω.»
«Και εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου και να παραμείνεις δυνατή. Δεν ξέρουμε πόσο καιρό θα λείψουμε, μπορεί να είναι μόνο μερικές ώρες και να μην αργήσουμε.» της είπε προσπαθώντας να της δώσει θάρρος. Την αγκάλιασε ξανά, ακόμα πιο σφιχτά.
«Σ' αγαπάω, μαμά.» της είπε, κι ήταν ίσως η πρώτη φορά μετά από χρόνια που της το έλεγε, από τότε που ήταν μικρός. Μόνο που τότε δεν έβρισκε ανταπόκριση...
Η Αντιγόνη δάκρυσε.
«Και εγώ σ' αγαπάω, γιε μου... όσο τίποτα σ' αυτό τον Κόσμο.» Έπειτα, σκουπίζοντας τα μάτια της, στράφηκε στον Σωκράτη.
«Θα τον προσέχω, όπως σου υποσχέθηκα.» της είπε και την αγκάλιασε και εκείνος. Έπειτα έμειναν οι δυο τους με ενωμένα τα μέτωπα, σαν να μην ήθελαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον. Ο Νίμος τους κάρφωσε για λίγο με το βλέμμα του. Όταν χωρίστηκε η αγκαλιά τους, η Αντιγόνη αντιλήφθηκε αυτό το βλέμμα. Πλησίασε και τον αγκάλιασε και εκείνον.
«Να προσέχεις.» του είπε.
«Υπόσχομαι να προσέχω και να επιστρέψω για να σε ξαναδώ.» της είπε εκείνος. Την ίδια στιγμή, η Ροζαλία κοιτούσε τον Ορέστη, ο οποίος αποχαιρετούσε τον γιο του και έπειτα τη γυναίκα του, ένα πανέμορφο ξωτικό με σκούρα κόκκινα μαλλιά... Τη φίλησε απαλά στα χείλη και το Σκοτεινό Ξωτικό ένιωσε για λίγο το συναίσθημα της ζήλειας μέσα της... Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της. Ήταν η Ελπινίκη.
«Μακάρι να ήμουν σαν εσένα, Ελπινίκη...» της είπε. «Να μην ένιωθα τίποτα. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να με κάνεις Άκαρδη.»
«Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται.» απάντησε η αρχόντισσα της. «Και δεν θα το ήθελα κιόλας. Δεν θα ήσουν πια εσύ, η Ροζαλία που γνωρίζω.»
Η Ροζαλία ένιωσε καλύτερα με αυτά τα λόγια της, αν και δεν είχε πάψει να πονάει από την προηγούμενη μέρα που αντίκρισε τον Ορέστη. Όμως είχε την Αρχόντισσα και φίλη της δίπλα της και θα επικεντρωνόταν στη μάχη που είχαν να δώσουν και στις μάχες που θα ακολουθούσαν.
Ο Έλιος αποχαιρέτησε και εκείνος τη σύζυγο του, φιλώντας την, αγνοώντας τους κανόνες που θεωρούσαν ντροπιαστικό το αρχοντικό ζεύγος να φιλιέται δημόσια, και άγγιξε έπειτα την κοιλιά της.
«Να προσέχετε όσο θα λείπω.» είπε. «Και οι δύο.»
«Μακάρι να μπορούσα να έρθω και να πολεμούσαμε μαζί, όπως παλιά...» είπε η Αθηνά.
«Ξέρω πόσο θα το ήθελες. Όμως τώρα προέχει η ασφάλεια σου και η υγεία της κόρης μας. Θα προσπαθήσω να επιστρέψω σύντομα, στο υπόσχομαι.» της είπε ο Έλιος.
Θα μπορούσε να μείνει πίσω, στέλνοντας τον υπόλοιπο στρατό να κάνει όλη τη δουλειά. Όμως δεν ήταν τέτοιος άρχοντας. Ήταν από εκείνους που πολεμούσαν μαζί με το στρατό τους, πάντοτε στην πρώτη γραμμή, ρισκάροντας και τη δική τους ζωή μαζί με τους στρατιώτες τους.
Όλα ήταν έτοιμα. Ο Έλιος έδωσε το σύνθημα και ο Αγησίλαος με την Ελπινίκη πήραν θέση μπροστά από τους υπόλοιπους για να ανοίξουν μαζί την πύλη. Κοιτάχτηκαν για λίγο και ένευσαν ο ένας στον άλλον, επιβεβαιώνοντας πως ήταν έτοιμοι. Έπειτα, άρχισαν με τα χέρια τους να σχηματίζουν δύο ξεχωριστές πύλες. Του Χρονομάγου είχε χρυσό πλαίσιο ενώ της Ελπινίκης κόκκινο, και πίσω τους σύντομα φάνηκε το ζοφερό τοπίο του Δάσους της Σύγχυσης. Η Ιφιγένεια έπνιξε ένα επιφώνημα αγωνίας και άρπαξε το χέρι της μητέρας της, η οποία στεκόταν δίπλα της και την κοίταξε για να της δώσει κουράγιο. Παρά το φόβο της, η νεαρή Θεραπεύτρια ήταν αποφασισμένη και έτοιμη για οτιδήποτε αντιμετώπιζαν ώσπου να βρουν τον Ιάσονα. Σκεφτόταν εκείνον, ήλπιζε να αντάμωναν ξανά και να την έκλεινε στην αγκαλιά του όπως τότε.
Οι δυο πύλες ενώθηκαν, σχηματίζοντας μία μεγάλη, κι έπειτα όλος ο μικρός στρατός μπήκε μέσα. Όλοι κοιτούσαν φοβισμένοι και με δέος γύρω τους, τα ψηλά δέντρα με τα μαύρα ή κόκκινα, σαν καμένα φύλλα τους, το άγονο έδαφος με την ελάχιστη βλάστηση και τον κόκκινο ουρανό ο οποίος φαινόταν ελάχιστα από πάνω τους. Μπροστά τους, το δάσος φαινόταν αχανές, σαν να μην είχε τελειωμό, ενώ κάτι ανεπαίσθητοι ήχοι σαν ψίθυροι ακούγονταν γύρω τους.
«Βλέπεις, Έλιε; Εδώ στείλατε τον Ιάσονα.» είπε ο Παύλος με κατηγορηματικό βλέμμα στον Άρχοντα των Ξωτικών. Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Όταν μπήκαν όλοι, η Ελπινίκη και ο Αγησίλαος έκλεισαν την ενιαία πύλη, και το μικρό ξέφωτο με τους συγγενείς και τους φίλους όλων εξαφανίστηκε, δίνοντας τη θέση του στα άγρια δέντρα του δάσους.
«Τώρα καταλαβαίνω από πού εμπνεύστηκε ο Άνθιμος για να δημιουργήσει τη Σκοτεινή Διάσταση.» είπε ο Γιάννης κοιτάζοντας τριγύρω εξεταστικά.
«Να είμαστε όλοι σε επιφυλακή.» είπε τότε ο Έλιος. «Πιστεύω πως το καλύτερο είναι να χωριστούμε σε ομάδες για να ψάξουμε σε διάφορες κατευθύνσεις, και η κάθε ομάδα να αφήνει ένα σημάδι, οτιδήποτε, κατά μήκος του δρόμου ώστε να μπορέσουμε όλοι να επιστρέψουμε εδώ.»
«Και πώς θα ξέρουμε αν βρήκε κάποια ομάδα τον Ιάσονα, ώστε να επιστρέψουμε πίσω;» απόρησε ο Σωκράτης.
«Η κάθε ομάδα θα έχει τουλάχιστον από έναν μάγο και πάνω, ώστε να μπορέσει να εκτοξεύσει μία μάζα μαγικής ενέργειας στον ουρανό, σαν φωτοβολίδα, ελπίζοντας να τη δούμε και να την ακούσουμε όλοι. Αν παρόλα αυτά δεν επιστρέψουμε όλοι, δεν θα φύγουμε αν δεν βρεθούν όλα τα μέλη από όλες τις ομάδες, ζωντανά ή... γενικά θα πρέπει να βρεθούν όλοι.» εξήγησε ο Έλιος, διορθώνοντας τον εαυτό του στο τέλος.
«Θα πεθάνουμε όλοι.» είπε η Ελπινίκη χαμηλόφωνα και η Ροζαλία τη σκούντησε, κοιτάζοντας την προειδοποιητικά. «Η τουλάχιστον οι περισσότεροι.»
«Δεν το κάνεις πολύ καλύτερο...» είπε η Λοχαγός της στριφογυρίζοντας τα μάτια.
«Επίσης,» συνέχισε ο Έλιος, ο οποίος δεν την είχε ακούσει, «θα επικοινωνούμε μέσω των δαιμονίων μας, τα οποία μπορούμε να στέλνουμε στη διάσταση τους και να επικοινωνούν μεταξύ τους σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ομάδες.»
«Είναι μάταιο. Δεν μπορώ να καλέσω τη Φίλια.» είπε η Ηλέκτρα, προσπαθώντας χωρίς αποτέλεσμα να ανοίξει πύλη για τη Διάσταση των Δαιμονίων.
Ο Έλιος έκανε το ίδιο, επίσης χωρίς αποτέλεσμα. Ευτυχώς, εκείνος είχε προνοήσει από πριν να έχει στο πλάι του τον λύκο του, τον Λυκούργο.
«Έχει δίκιο, Άρχοντα Έλιε.» του είπε εκείνος. «Στο Δάσος της Σύγχυσης, ένα δαιμόνιο δεν μπορεί να περάσει στη Διάσταση των Δαιμονίων, ούτε το αντίθετο.»
«Έχεις δίκιο.» του είπε ο άρχοντας και στράφηκε σε όλους: «Οπότε, όσοι είχατε βγάλει τα δαιμόνια σας από πριν, δεν μπορείτε να τα στείλετε πίσω, κι όσοι δεν τα είχατε πλάι σας δεν μπορείτε τώρα να τα καλέσετε. Θα πρέπει να τα προσέξετε πάρα πολύ, γιατί αν τραυματιστούν δεν μπορούν να επιστρέψουν στη διάσταση τους ώστε να αναρρώσουν.»
Από τους γνωστούς, είχαν μαζί τους τα δαιμόνια τους μονάχα ο Ζαχαρίας, η Φωτεινή, η Ροζαλία και ο Νίμος, του οποίου το δαιμόνιο ήταν ένας γλάρος. Τα είχαν επίσης μερικοί από τους στρατιώτες των ξωτικών, οι οποίοι τα κοίταζαν ανήσυχοι και με φόβο μήπως τα χάσουν. Όμως τώρα, δεν μπορούσαν να πάνε πίσω. Ούτε ο Αγησίλαος ούτε η Ελπινίκη μπορούσαν να ανοίξουν τόσο σύντομα την πύλη για επιστροφή στην Έλφια, και δεν έπρεπε να χάσουν άλλο χρόνο.
Χωρίστηκαν οι ομάδες, οι οποίες ήταν ως εξής: στην πρώτη ομάδα, Έλιος πήρε μαζί του τον Γιάννη, την Ιφιγένεια, τον Ηρακλή και τον Σωκράτη. Στη δεύτερη ομάδα πήγαν ο Ζαχαρίας, η Χρυσάνθη, ο Νίμος και ο Παύλος. Στην τρίτη ήταν η Ελπινίκη, η Ηλέκτρα, η Μοργκάνα και ο Νικόδημος, ενώ στην τέταρτη ομάδα μεταξύ άλλων ήταν η Φωτεινή, η Ναυσικά, ο Αγησίλαος, η Ροζαλία και, προς δυσαρέσκεια της τελευταίας την οποία όμως δεν εξέφρασε, ο Ορέστης. Μαζί τους είχαν πολεμιστές από όλα τα είδη, τόσο μάγους, ξωτικά, όσο και ξωτικόλακες και φυσικά θεραπευτές υπήρχαν σε όλες τις ομάδες.
Έτσι, η πρώτη ομάδα με τον Έλιο κίνησε βόρεια, από την μεριά που υπέθεταν μάλλον πως ήταν ο βορράς, γιατί ούτε οι πυξίδες λειτουργούσαν μέσα σε αυτό το μαγεμένο μέρος. Η δεύτερη ομάδα πήγε υποθετικά προς τα δυτικά, η τρίτη προς τα ανατολικά και η τέταρτη νότια. Τα Ξωτικά της Γης μπορούσαν να αφήνουν πίσω τους κάτι χρυσά φύλλα, τα οποία φαίνονταν από μακριά και θα έβρισκαν μέσω αυτών το δρόμο της επιστροφής. Σύντομα, οι τέσσερις ομάδες απομακρύνθηκαν τόσο, ώστε αν κάποιος κοιτούσε προς τα πίσω δεν θα έβλεπε τα μέλη κάποιας άλλης ομάδας.
{...}
Η πρώτη ομάδα με επικεφαλή τον Έλιο, ο οποίος δεν ήθελε να χωρίσει την Ιφιγένεια με τους άλλους δύο κολλητούς του Ιάσονα έτσι τους πήρε και τους τρεις μαζί του, μαζί με τον Σωκράτη και καμιά δεκαριά στρατιώτες και απ' τα τρία είδη, προχωρούσαν σιωπηλοί μέσα στο δάσος, το οποίο φαινόταν παντού ίδιο, κι αν τα ξωτικά της γης δεν άφηναν παντού τα μαγικά τους φύλλα θα χάνονταν σίγουρα.
«Ότι και αν γίνει, να παραμείνουμε ενωμένοι. Ακόμα κι αν μας επιτεθούν και δημιουργηθεί σύγχυση, να μη χωριστεί η ομάδα μας, γιατί τότε εύκολα θα ξεφύγουμε απ' το δρόμο μας και θα χαθούμε.» είπε ο Έλιος.
«Άρχοντα Έλιε...» είπε η Ιφιγένεια και βάδισε δίπλα του. «Και αν δεν βρούμε εμείς τον Ιάσονα, αλλά κάποια άλλη ομάδα, και εκείνος βρίσκεται στη σκοτεινή μορφή του, δεν θα βρίσκομαι εκεί για να τον σταματήσω...»
«Τότε, εφόσον η ομάδα εκείνη μας στείλει σήμα, εμείς θα καταλάβουμε ότι τον έχουν βρει και θα σπεύσουμε αμέσως προς το μέρος τους, ελπίζοντας να καταφέρουν να τον κρατήσουν για λίγο υπό έλεγχο ή να τον αιχμαλωτίσουν.»
«Δηλαδή πάλι θα χρησιμοποιήσετε βία για να τον πιάστε λες κι είναι τέρας.» είπε με θυμό ο Σωκράτης.
«Δεν γίνεται αλλιώς, Μάγε Σωκράτη. Δεν ξέρουμε πώς θα είναι ο Ιάσονας ύστερα από τόσους μήνες εξορίας εδώ.»
Ο Γιάννης ήθελε πολύ κι εκείνος να μιλήσει, να πει πως εκείνοι ευθύνονταν για ό,τι κι αν είχε συμβεί στον Ιάσονα, όμως συγκρατήθηκε και το κατάπιε. Τότε, ξαφνικά, ο Έλιος έκανε σε όλους σήμα να σταματήσουν. Έμειναν όλοι ακίνητοι, να αφουγκράζονται τους ψιθύρους γύρω τους, οι οποίοι είχαν γίνει ακόμα πιο δυνατοί.
«Κάτι έρχεται...» ψιθύρισε κάποιος. Όντως, πολύ σύντομα ακούστηκαν παντού γύρω τους άναρθρες, τερατώδεις και απόκοσμες κραυγές. Όλοι πήραν τα όπλα στα χέρια τους και περίμεναν σε στάση άμυνας. Ο Σωκράτης άνοιξε το ραβδί του, το οποίο μάκρυνε και έγινε κοντάρι με δύο λόγχες, έπειτα το πότισε με την πράσινη μαγεία του. Ο Γιάννης έβγαλε το τόξο του και βάζοντας ένα βέλος στη φαρέτρα, το έκανε να πάρει φωτιά. Ο Ηρακλής είχε υψώσει το όπλο του, ενώ ο Έλιος το σπαθί του, βάζοντας την Ιφιγένεια πίσω του προστατευτικά. Εκείνη ήταν έτοιμη να θεραπεύσει όποιον τραυματιζόταν, μαζί με τους άλλους δύο θεραπευτές της ομάδας, μόνο που ήταν η μοναδική που δεν είχε κάποιο όπλο. Ξαφνικά, μια τερατώδης μορφή όρμησε πάνω σε ένα ξωτικό τελείως ξαφνικά. Εκείνος άρχισε να ουρλιάζει προσπαθώντας να ξεκολλήσει το δαίμονα από πάνω του, πράγμα το οποίο κατάφερε ο Ηρακλής με τα αντανακλαστικά του, πυροβολώντας και σκοτώνοντας αμέσως το πλάσμα.
Σύντομα κι άλλα παρόμοια πλάσματα μαζεύτηκαν γύρω τους, όλα μαύρα με μάτια που δεν είχαν κόρες, κοφτερά δόντια και γαμψά νύχια. Είχαν διαφορετικές μορφές, κάποια είχαν φτερά και πετούσαν, κάποια άλλα περπατούσαν και κάποια σέρνονταν στη γη. Κάποια είχαν ελάχιστα μαλλιά, τα οποία κρέμονταν βρώμικα και αδύναμα μπροστά από τα σκελετωμένα τους πρόσωπα ή στους ώμους τους. Αυτοί ήταν οι Δαίμονες, πλάσματα που κάποτε ήταν ξωτικά, άνθρωποι ή μάγοι, ή που απλά γεννήθηκαν έτσι μέσα στις φωτιές της Κολάσεως, ή μεταμορφώθηκαν ως τιμωρία για τις πολλές αμαρτίες που είχαν διαπράξει. Άρχισαν να επιτίθενται στην ομάδα, οι οποίοι πάλευαν με όσες δυνάμεις είχαν να τους σκοτώσουν ή να τους απωθήσουν, και μια σκληρή μάχη ξεκίνησε.
*********************************************
Ο στρατός μας μπήκε επιτέλους στο Δάσος της Σύγχυσης και τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καθόλου καλά, ειδικά για την ομάδα του Έλιου. Πώς σας φάνηκε; Θα καταφέρουν όλοι οι ήρωες μας να επιβιώσουν; Θα βρουν τον Ιάσονα;
Είχαμε και μια μικρή έκπληξη πριν την αναχώρηση τους. Ο Σωκράτης πέρασε τη νύχτα με την Αντιγόνη!! Ποιες οι σκέψεις σας πάνω σε αυτό;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top