Κεφάλαιο 25: Η Γιορτή της Άνοιξης (Μέρος ΄Β)

Προειδοποίηση: Αυτό το κεφάλαιο είναι λίγο spicy, ωστόσο δεν έβαλα τόσο αναλυτικές περιγραφές ερωτικών σκηνών. Επειδή ανήκει στο είδος της φαντασίας, δεν θεωρώ σωστό να περιγράψω την κάθε ερωτική σκηνή αναλυτικά. Όμως όφειλα ακόμα και τώρα να προειδοποιήσω!! 

************************************

Ο Σωκράτης κοιτούσε την Αντιγόνη να χορεύει με τον Νίμο, όταν επέστρεψε από την τουαλέτα, και ένιωθε να βράζει από θυμό και ζήλεια μέσα του.

Λες να επέλεξε αυτόν τελικά; Μα γιατί να επιλέξει το Ξωτικό; Θα τη βάλει σε μπελάδες... Μια σχέση μεταξύ τους είναι απαγορευμένη... σκεφτόταν. Και εκτός αυτού, ήταν φίλοι με τον Νίμο, είχαν δεθεί κατά τη διάρκεια του περσινού Καλοκαιρινού φεστιβάλ και της παραμονής του στην Ανφάνη, είχαν μοιραστεί και ένα μπουκάλι ρούμι. Πώς μπορούσε να του το κάνει αυτό τώρα, ο άθλιος; Όμως ο Σωκράτης όφειλε να κάνει υπομονή για χάρη του Γιάννη, και ας ήταν αναγκασμένος να συνεργάζεται με τον Αρχηγό του Νερού για την εκπαίδευση του.

Για λίγο σκέφτηκε να τρέξει στην πίστα και να την κλέψει από τον Νίμο, όμως ευτυχώς, η Αντιγόνη επέστρεψε από μόνη της στο τραπέζι τους.

«Θέλω να μιλήσουμε.» του είπε και τον τράβηξε μαζί της στην πίστα για να χορέψουν. Αυτή η κίνηση μπέρδεψε τον Μάγο. Καθώς χόρευαν της είπε:

«Λοιπόν; Βαρέθηκες το θαλασσινό ξωτικό και τις ιστορίες του για γοργόνες και τώρα θέλεις να χορέψεις μαζί μου; Πάντως πρόσεχε μ' αυτόν. Κυκλοφορούν φήμες ότι έχει για ερωμένη του μια γοργόνα, και κάθε χρόνο παραμονές της Γιορτής του Καλοκαιριού τη συναντάει.» Η Αντιγόνη γέλασε.

«Μα ποιος το σκέφτηκε αυτό; Ιστορίες για γοργόνες όντως μου έχει πει, όμως να έχει σχέση με κάποια από αυτές...» Γέλασε πάλι κουνώντας το κεφάλι της, έπειτα όμως σοβάρεψε. «Κοίτα... Δεν χρειάζεται να ζηλεύεις. Μόνο φίλοι είμαστε, όμως, Σωκράτη μου, θέλω να είμαι και μαζί σου μόνο φίλη, τουλάχιστον προς το παρόν. Να συνεχίσουμε να βγαίνουμε και να περνάμε καλά, όμως μέχρι εκεί. Ξέρεις πόσο δύσκολα πέρασα στο γάμο μου και θα μου είναι δύσκολο να δεσμευτώ από τώρα.»

Ο Σωκράτης απογοητεύτηκε με αυτά τα λόγια της. Ήλπιζε ειδικά απόψε, που υποτίθεται οι ερωτευμένοι εξομολογούνταν τα αισθήματα τους, ότι η Αντιγόνη θα επέλεγε τελικά εκείνον και θα του έλεγε πως νιώθει. Ή έστω ότι θα επέλεγε εκείνον τον σέρφερ της δεκάρας τέλος πάντων, θα πληγωνόταν μεν αλλά θα ήξερε πως όλα τελείωσαν. Ενώ τώρα τους άφησε και τους δύο κρεμασμένους να περιμένουν κι άλλο και να ελπίζουν σε κάτι που μπορεί και να μη συνέβαινε ποτέ.

Καλά ήμουν τόσα χρόνια μόνος μου... Δεν έμπλεξα με μάγισσα και ήρθε τώρα να με μαγέψει μια θνητή. Σκέφτηκε, όμως τελικά αποφάσισε να σεβαστεί την απόφαση της και είπε:

«Εντάξει. Αυτό μου φτάνει εμένα. Έτσι κι αλλιώς, προέχουν άλλα πράγματα τώρα, όπως η εκπαίδευση του γιου σου. Και ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί να επιστρέψει και ο πρώην γαμπρός μου ο Άνθιμος. Όμως, θέλω να ξέρεις ότι μου έχεις κάνει καλό όλον αυτόν τον καιρό. Έχω μειώσει το ποτό, ενώ ήμουν ένα ράκος μετά την εξορία του ανιψιού μου, είχα πιάσει πάτο.»

«Χαίρομαι που το ακούω αυτό, Σωκράτη. Και εσύ μου κάνεις καλό.» είπε η Αντιγόνη και τον αγκάλιασε. Ένιωθε όμορφα.

Στο μεταξύ, ο Ηρακλής με την Άσπα είχαν απομακρυνθεί οι δυο τους προς το δάσος, ενώ και η Ναυσικά ήταν κάπου εξαφανισμένη. Νωρίτερα, ο Τηλέμαχος είχε πάρει τη Φωτεινή να χορέψουν, και ο Γιάννης είδε το ξωτικό του νερού να τους κοιτάει απογοητευμένη. Ύστερα όμως, τις είδε να ανταλλάσσουν ένα βλέμμα όλο νόημα και έπειτα η Ναυσικά σηκώθηκε και πήγε προς το δάσος.

Όταν η Φωτεινή κατάφερε να ξεφύγει απ' τον Τηλέμαχο και το φλερτ του, έφυγε και εκείνη για το δάσος. Η Ηλέκτρα πήγε και κάθισε δίπλα στον Γιάννη.

«Γιατί πάνε όλοι στο δάσος;» τη ρώτησε εκείνος. Το υβρίδιο του έριξε ένα πονηρό βλέμμα και απάντησε:

«Δεν καταλαβαίνεις; Δίνουν ραντεβού. Λένε πως όποιο ζευγάρι ενωθεί μέσα στο δάσος τη νύχτα της Γιορτής της Άνοιξης θα έχει την ευλογία του Θεού Πευκαλίωνα και τίποτα δεν θα μπορεί να τους χωρίσει. Και δεν εννοούμε μόνο τη σωματική ένωση, αλλά έστω ένα φιλί ή απλά μια εξομολόγηση. Δεν είναι πολύ ρομαντικό;» τέλειωσε το λογύδριο της με βλέμμα ονειροπόλο.

«Άρα για αυτό έφυγαν ξεχωριστά η Ναυσικά και η Φωτεινή. Για να μην κινήσουν υποψίες.» συμπέρανε ο Γιάννης.

«Ναι οι γλυκούλες μου... Για πες όμως εσύ, σου λείπει καθόλου η κοπέλα σου πίσω στην πατρίδα;»

«Πάρα πολύ και ειδικά απόψε.» απάντησε ο Γιάννης, που συνειδητοποίησε πως δεν επιχείρησε καν να αρνηθεί πως ήταν η κοπέλα του η Έλενα. «Δεν μπορώ καν να φανταστώ πόσο δύσκολο θα είναι για την Ιφιγένεια.» είπε και κοίταξε προς το μέρος της νεαρής Θεραπεύτριας, η οποία είχε καθίσει στο τραπέζι των γονιών της και κοιτούσε μελαγχολικά τους ερωτευμένους να χορεύουν μεταξύ τους και κάποια άλλα ζευγάρια που είτε απομακρύνονταν προς το δάσος, είτε επέστρεφαν από αυτό.

«Αχ, η Ιφιγένεια με τον Ιάσονα... Πόσο όμορφο ζευγάρι και πόσο άτυχο συγχρόνως...» συμφώνησε η Ηλέκτρα.

«Εσένα; Σου λείπε ο Σεραφείμ;» τη ρώτησε το αυτονόητο.

«Φυσικά και μου λείπει. Όμως έχω αποδεχτεί το γεγονός ότι... έφυγε για πάντα και προχωράω μπροστά, έστω και χωρίς εκείνον. Όμως εσύ μπορείς να της μιλήσεις, έστω και από απόσταση. Μπορείς να την πάρεις τηλέφωνο και να της πει πώς νιώθεις, πόσο σου λείπει... Εγώ δεν θα έχω ποτέ ξανά αυτή την ευκαιρία.»

«Και αν κοιμάται και την ενοχλήσω;»

«Δικαιολογίες... Για κοίτα το κινητό σου...» είπε η Ηλέκτρα, η οποία είχε προσέξει άθελα της την οθόνη του κινητού του Γιάννη να φωτίζεται με ένα μήνυμα από εκείνη.

Ο Γιάννης κοίταξε και αυτός το κινητό του, είχε όντως έρθει ένα μήνυμα απ' την Έλενα:

Τι κάνεις; Πώς περνάς στη γιορτή; Η Ηλέκτρα χαμογέλασε όταν είδε το πρόσωπο του να λάμπει από χαρά.

«Ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο. Πάω να την καλέσω.» είπε στη φίλη του και με το κινητό του στο χέρι έφυγε και απομακρύνθηκε προς τα πρώτα δέντρα του δάσους.

Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή καθώς την καλούσε περπατώντας συγχρόνως ανάμεσα στα δέντρα. Ανυπομονούσε να ακούσει τη φωνή της. Στον τρίτο χτύπο το σήκωσε.

«Γιάννη;» άκουσε επιτέλους μετά από καιρό τη φωνή της. Ακουγόταν λίγο έκπληκτη, αλλά και χαρούμενη συγχρόνως που την πήρε τηλέφωνο.

«Έλενα... Συγνώμη που σε παίρνω τέτοια ώρα, όμως είδα ότι μου έστειλες μήνυμα και κατάλαβα πως δεν κοιμόσουν. Τι κάνεις, πώς είσαι;» τη ρώτησε.

«Καλά είμαι, εσύ; Πώς περνάτε εκεί;»

«Πολύ ωραία, όμως...» Αναστέναξε και συμπλήρωσε: «Μου λείπεις. Η Γιορτή της Άνοιξης είναι και γιορτή των ερωτευμένων και ήθελα πολύ να σε ακούσω, έστω απ' το τηλέφωνο.»

«Κι εγώ ήθελα να σε ακούσω, όμως δίσταζα να σε πάρω. Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω και να πιέσω καταστάσεις εφόσον είπαμε να το πάμε σιγά- σιγά... Όμως κι εμένα μου λείπεις πολύ.»

«Είναι τόσο όμορφα εδώ, στο Δάσος των Ανθέων... Θα σου άρεσε πάρα πολύ, ειδικά απόψε, στη γιορτή. Μακάρι να ήσουν εδώ μαζί μου.»

«Ναι... Μακάρι να κατάφερνα να έρθω... Μου άρεσαν πολύ οι φωτογραφίες που μου έστειλες από το δάσος. Η Άσπα μου έστειλε όταν ο κύριος Ζαχαρίας επικοινώνησε μαζί τους για να σας κάνουν έκπληξη και μου πρότεινε να έρθω κι εγώ, όμως αδυνατούσα να φύγω απ' τον Βορρά. Οι παππούδες δεν θα με άφηναν και οι γονείς μου θα ήταν έξαλλοι.»

«Δεν πειράζει.» της είπε ο Γιάννης, παρόλο που ενδόμυχα θα ήθελε να κάνει έστω μια προσπάθεια να πάει να τον βρει αφού είχε την ευκαιρία.

Η Άσπα πιθανόν δεν του είχε πει ότι της πρότεινε να πάει για να μην τον στενοχωρήσει με την άρνηση της. Δεν είχε ιδέα ότι ο Ζαχαρίας είχε συμπεριλάβει και την ίδια στους καλεσμένους.

«Για πες μου όμως... Περιέγραψε μου τη Γιορτή της Άνοιξης...» άκουσε τη φωνή της λίγο πιο ανάλαφρη από πριν. Και της περιέγραψε σχεδόν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, τους εορτασμούς, το στολισμό και το ρομαντικό κλίμα που επικρατούσε.

«Ακούγονται όλα τόσο όμορφα...» είπε η Έλενα. «Και σίγουρα θα έχει και πολλά όμορφα θηλυκά ξωτικά, έτσι; Δεν μπορεί να μη σου κέντρισε καμία το ενδιαφέρον, έστω για να χορέψεις...»

«Ζήλεια είναι αυτό που διακρίνω;» τη ρώτησε αστειευόμενος. Μπορούσε όμως να καταλάβει την ανασφάλεια της. Και ο ίδιος φοβόταν μήπως γνώριζε κάποιον άλλον, κάποιον Βόρειο συμπατριώτη της ίσως και έκλεβε τελικά εκείνος την καρδιά της. Και θα είχε κάθε δικαίωμα να θέλει να είναι με έναν φυσιολογικό θνητό...

«Όχι, δεν το εννοούσα έτσι όπως... Εννοώ...» έχασε τα λόγια της η κοπέλα.

«Μην ανησυχείς.» βιάστηκε να την καθησυχάσει ο Γιάννης. «Δεν χόρεψα με καμία και τα μόνα θηλυκά ξωτικά με τα οποία συναναστρέφομαι είναι η Ιφιγένεια και οι φίλες της. Της έχω μιλήσει για εσένα και θέλουν πολύ να σε γνωρίσουν.»

Με αυτά τα λόγια του, η Έλενα ένιωσε μεν ένα τσίμπημα ζήλειας, όμως η τελευταία του πρόταση την καθησύχασε. Το γεγονός ότι είχε μιλήσει ο ίδιος για εκείνη στις φίλες της Ιφιγένειας και το ότι ήθελαν εκείνες να τη γνωρίσουν, δεν προμήνυε τίποτα πονηρό. Ο Γιάννης κάθισε σε ένα πεσμένο κορμό δέντρου και συνέχισαν να κουβεντιάζουν και να απολαμβάνουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, έστω και από μακριά.

{...}

Στο μεταξύ, αρκετά πιο μέσα στο δάσος, ο Ηρακλής με την Άσπα είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Ήθελαν τόσα πολλά να πουν ο ένας στον άλλον, όμως το κρασί που τους είχε ζαλίσει ελαφρά σε συνδυασμό με το ερωτικό κλίμα της γιορτής, τους παρέσυρε αμέσως σε ένα παθιασμένο φιλί κι ύστερα τα κορμιά είπαν όσα τα στόματα δεν έλεγαν. Τα χέρια του ανέβασαν αργά το φόρεμα της, ώσπου το πέρασε τελικά από πάνω της και της το έβγαλε.

Έπειτα εκείνη τον βοήθησε να απομακρύνει και τα δικά του ρούχα ένα- ένα. Τα φιλιά και τα χάδια συνεχίστηκαν ώσπου βρέθηκαν οι δυο τους γυμνοί να κάνουν έρωτα πάνω στο γρασίδι, με μοναδικό μάρτυρα της ένωσης τους το δάσος και γενικά τη φύση που γιόρταζε την αναγέννηση της.

{...}

Η Φωτεινή βρήκε τη Ναυσικά σε μια απομονωμένη λίμνη μέσα στο δάσος. Την είδε να ξεπροβάλει σαν οπτασία μέσα από το νερό, το στοιχείο της, ενώ στην όχθη παρατήρησε πως ήταν παρατημένο το φόρεμα της, τα εσώρουχα και τα σανδάλια της, έτσι κατάλαβε πως ήταν γυμνή και ένιωσε μια φλόγα ηδονής να την κυριεύει. Όταν μάλιστα η Ναυσικά βγήκε τελείως απ' το νερό και φάνηκε το υπέροχο σώμα της, αυτή η φλόγα έγινε φωτιά. Την πλησίασε και στάζοντας νερά από παντού, στάθηκε απέναντι της σε απόσταση αναπνοής.

«Για κάποιο λόγο ήξερα πως θα σε βρω εδώ.» της είπε η Φωτεινή με κομμένη την ανάσα.

«Για λίγο πίστεψα πως δεν θα ερχόσουν, πως θα προτιμούσες να μείνεις με εκείνον τον Τηλέμαχο.» Η Ναυσικά την κοιτούσε αυστηρά, με θυμό και ηδονή ανάμεικτα.

«Μη λες ανοησίες... Μόνο εσένα θέλω.» είπε το ξωτικό της φωτιάς ψιθυρίζοντας σχεδόν.

«Τότε απέδειξε το μου.» της είπε η σύντροφος της και πλησίασε κι άλλο το πρόσωπο της στο δικό της. Η Φωτεινή δεν κατάφερε να αντισταθεί και τη φίλησε καθώς τα χέρια της άγγιξαν το δροσερό, βρεγμένο κορμί της ως κάτω. Έπειτα η Ναυσικά της έβγαλε το φόρεμα και τα εσώρουχα και πλέον μπορούσε και εκείνη να νιώσει το δικό της, καυτό κορμί.

Οι δυο ερωμένες κυλίστηκαν στην όχθη της λίμνης. Φωτιά και νερό έγιναν ένα για ακόμα μία φορά, επίσης με μάρτυρα τη μητέρα φύση, τη λίμνη και το δάσος. Μπορεί να θεωρούνταν λάθος αυτό που έκαναν από πολλούς του έθνους τους, όμως εκείνη τη στιγμή για αυτές τις δύο έμοιαζε σωστό.

{...}

Όταν ο Γιάννης έφυγε για να μιλήσει στην αγαπημένη του, η Ηλέκτρα έμεινε μόνη με το δαιμόνιο της, τη Φίλια, και κοιτούσε με βλέμμα ονειροπόλο τους υπόλοιπους που γιόρταζαν και τα ζευγάρια που χόρευαν. Κάποια στιγμή, κοίταξε προς το μέρος όπου καθόταν προηγουμένως η Ιφιγένεια, πλάι στους γονείς της, και δεν την είδε εκεί.

«Πού είναι η Ιφιγένεια, Φίλια; Την είδες;»

«Όχι, δεν την είδα, Ηλέκτρα μου... Όμως είμαι σίγουρη πως δεν θα πήγε μακριά.»

«Ίσως πρέπει να πάμε να τη βρούμε. Δεν πρέπει να μένει μόνη της τέτοιες ώρες...»

«Εντάξει, πάμε.» της είπε η Φίλια και σηκώθηκαν για να πάνε προς το δάσος.

Τη βρήκαν στην άκρη περίπου του ξέφωτου. Καθόταν σε ένα βράχο με τη Νάρα στην αγκαλιά της και έκλαιγε, χαϊδεύοντας απαλά τη γούνα του δαιμονίου-γάτας της.

«Κολλητούλα μου...» είπε θλιμμένη η Ηλέκτρα και πλησίασε. Η παρέα του δαιμονίου της ήταν αρκετή, όμως είχε και η ίδια την ανάγκη να παρηγορήσει τη φίλη της. Η Ιφιγένεια δεν μπήκε στον κόπο να σκουπίσει ή να κρύψει τα δάκρυα της. Η κολλητή της κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε.

«Για τον Ιάσονα, ε;» Κατάλαβε αμέσως την αιτία του πόνου της.

«Δεν έχω σταματήσει να τον σκέφτομαι στιγμή από την ημέρα που έφυγε, Ηλέκτρα...» μίλησε τελικά εκείνη ανάμεσα στους λυγμούς της. «Και ας προσπαθούσα στον Νότο να φαίνομαι δυνατή για τους γονείς του, για τους φίλους του, για όλους. Από την ημέρα που ήρθαμε εδώ μέχρι και σήμερα, τον σκέφτομαι εντονότερα, βλέπω παντού γύρω μου τους φίλους μου να ερωτεύονται και να κάνουν μια νέα αρχή και εγώ δεν μπορώ. Ειδικά σήμερα, σκεφτόμουν πόσο όμορφα θα ήταν αν βρισκόταν και εκείνος εδώ... προσευχόμουν από μέσα μου στους θεούς να φροντίσουν να επιστρέψει, όμως και εγώ η ίδια έχω αρχίσει να χάνω την ελπίδα μου... Κανείς ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από το Δάσος της Σύγχυσης. Και δεν μπορώ καν να τον φαντάζομαι πόσο δύσκολα θα περνάει εκεί, όπου κάθε μέρα θα είναι και ένας αγώνας επιβίωσης, την ίδια στιγμή που εμείς εδώ γιορτάζουμε σαν να μη συνέβη όλο αυτό.»

Η Ηλέκτρα δεν ήξερε τι να της πει. Ενώ πάντα έβρισκε λόγια για να παρηγορήσει ή να καθησυχάσει τους φίλους της, τώρα αδυνατούσε, γιατί ήξερε ότι η Ιφιγένεια είχε δίκιο. Όμως είπε να κάνει μια προσπάθεια και οι λέξεις τελικά βγήκαν αβίαστα καθώς μιλούσε, κατευθείαν μέσα από την ψυχή της:

«Μη χάνεις την ελπίδα σου... Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα τα φέρει η μοίρα και οι Θεοί. Και όσο για το αν είσαι δυνατή, θα σου πω το εξής: έμεινες έναν ολόκληρο μήνα στη Σκοτεινή Διάσταση, αντιμετώπισες τον Λόρδο Άνθιμο και δεν τον άφησες να σε λυγίσει και να σε πάρει με το μέρος του, όπως έκανε με τους Λοχαγούς του. Αναγκάστηκες να πολεμήσεις με το μέρος τους και θεράπευες Σκοτεινά Ξωτικά για να προστατεύσεις τον Ιάσονα, επειδή σε είχαν απειλήσει με τη ζωή του για να δεχθείς, και ακόμα κι όταν πολλοί δικοί μας σε θεώρησαν προδότρια, εσύ παρέμεινες στο ύψος σου και δεν έπαψες να ελπίζεις ότι θα έρθει ο Ιάσονας και θα σε σώσει. Και όντως ήρθε και σε έσωσε. Λοιπόν, για αυτό μη μου λες πως δεν είσαι δυνατή, γιατί είσαι. Μη μου λες πως δεν υπάρχει ελπίδα, γιατί είμαι σίγουρη πως ο Ιάσονας αργά ή γρήγορα θα βρει τον τρόπο να επιστρέψει. Δεν είναι ένα απλό ξωτικό ούτε ένας απλός μάγος, είναι ένας Μαγικός! Και είναι κι εκείνος ικανός, όπως και εσύ, να αντέξει τα πάντα.»

Η Ιφιγένεια ένιωσε καλύτερα με αυτά τα λόγια της φίλης της.

«Ίσως έχεις δίκιο. Θα κάνω υπομονή και θα συνεχίσω να ελπίζω.» της είπε και έγειρε στον ώμο της. Έμειναν έτσι ώσπου οι λυγμοί να καταλαγιάσουν και να νιώσει καλύτερα, ύστερα επέστρεψαν στη γιορτή, την ίδια στιγμή που επέστρεφε και ο Γιάννης από τη μεριά του δάσους με ένα χαμόγελο που φώτιζε ολόκληρο το πρόσωπο του.

«Μίλησα με την Έλενα.» της είπε.

«Αλήθεια; Επιτέλους! Χαίρομαι τόσο για εσάς...» είπε με ειλικρινή χαρά η Ιφιγένεια. Τότε πρόσεξε ο Γιάννης ότι τα μάτια της ήταν κλαμένα και η μύτη της κόκκινη και η ανησυχία πήρε για λίγο τη θέση της χαράς.

«Εσύ τι έπαθες;» τη ρώτησε.

«Στενοχωριόταν λίγο που ο Ιάσονας δεν είναι εδώ, η καημενούλα...» είπε η Ηλέκτρα αγκαλιάζοντας τη φίλη της από τον ώμο. «Όμως την παρηγόρησα και της είπα να μη χάνει την ελπίδα της. Τώρα είναι καλύτερα, ε, Ίφη μου;»

«Ναι, πολύ καλύτερα.» είπε η νεαρή Θεραπεύτρια και χαμογέλασε.

Μετά από αρκετή ώρα, επέστρεψε και ο Ηρακλής με την Άσπα από το δάσος με ενωμένα τα χέρια τους και πλησίασαν τους υπόλοιπους. Όλοι κατάλαβαν τι έκαναν τόση ώρα στο δάσος, φαινόταν όχι μόνο από τα φωτεινά τους χαμόγελα, αλλά και από τα τσαλακωμένα ρούχα τους και τα φύλλα που είχαν μπλεχτεί στα μαλλιά τους. Όμως δεν είπαν τίποτα για να μην τους φέρουν σε δύσκολη θέση.

Λίγη ώρα μετά, επέστρεψε και η Ναυσικά και έπειτα από λίγο, η Φωτεινή, χωριστά όπως ήταν φυσικό για να μην υποψιαστούν τίποτα, αφού καθαρίστηκαν και σουλουπώθηκαν όπως μπορούσαν.

Ήταν πολύ αργά τη νύχτα όταν η γιορτή τελείωσε, λίγο πριν το χάραμα. Η Αρχηγός Άντρια τους ευχαρίστησε όλους ξανά που παρευρέθηκαν, έτσι άρχισαν όλοι να αποχωρούν προς τα καταλύματα τους, κι όσοι έμεναν αλλού και θα επέστρεφαν στα μέρη τους, στις άμαξες τους.

«Στενοχωριέμαι που τελείωσε.» είπε η Άσπα καθώς εκείνη και οι άλλοι τρεις βάδιζαν προς το δεντρόσπιτο τους, νυσταγμένοι και ελαφρώς πιωμένοι, έχοντας χωριστεί από τους γονείς και τους φίλους τους.

«Από αύριο, επιστροφή στην κανονικότητα.» είπε ο Γιάννης.

«Πάντως ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα, συμφωνείτε;» είπε η Ιφιγένεια, που η θετική της διάθεση είχε επιστρέψει, όμως το κλάμα την έκανε να νυστάζει τώρα ακόμα περισσότερο.

Μπήκαν γελώντας στο σπίτι, επειδή ο Γιάννης δεν μπορούσε να βάλει το κλειδί στην κλειδαρότρυπα.

«Και μετά λέει ότι δεν τον πειράζει το ποτό...» τον πείραξε ο Ηρακλής όταν άναψε το κεντρικό φως του σπιτιού.

Πριν η Άσπα με τον Ηρακλή μπουν στην κρεβατοκάμαρα τους, ο Γιάννης τους κοίταξε και είπε:

«Φρόνιμα εσείς οι δύο, έτσι...; Μην κάνετε φασαρία, γιατί δεν είμαι σίγουρος αν έχουν ηχομόνωση αυτά τα ξύλα...»

«Άι χάσου, ρε!» του φώναξε η Άσπα και τον έσπρωξε, προκαλώντας ένα ακόμα κύμα γέλιου. Έπειτα ο Ηρακλής πλησίασε και την τράβηξε απαλά προς τα μέσα.

«Πάμε, αγάπη μου. Μην τον παρεξηγείς. Το ποτό μιλάει τώρα. Αν και να κάναμε τίποτα, έτσι κομμάτια όπως είναι αμφιβάλλω αν θα έπαιρνε χαμπάρι. Ό,τι στοίχημα θέλετε ότι θα κοιμηθεί κατευθείαν σαν κούτσουρο.»

«Κοίτα ποιος μιλάει!» συνέχισε το πείραγμα ο Γιάννης.

Η Ιφιγένεια γελούσε κι εκείνη. Ήταν χαρούμενη που οι φίλοι της ήταν τόσο ξέγνοιαστοι και είχαν διασκεδάσει πραγματικά. Όμως έπρεπε κάποιος να τους βάλει σε μια τάξη για να κοιμηθούν κάποια στιγμή.

«Θα πάμε για ύπνο, τι θα γίνει;» είπε τότε παριστάνοντας την αυστηρή. «Πρέπει να ξεκουραστούμε, γιατί αύριο επιστρέφουμε στην Έλφια.»

«Α, ναι... Είναι κι αυτό. Άντε, καληνύχτα.» είπε τελικά ο Γιάννης.

«Καληνύχτα, ρε.» είπε ο Ηρακλής.

«Και όπως είπαμε. Φρόνιμα.» τους πείραξε για μια ακόμα φορά ο Γιάννης, για να εισπράξει μια χειρονομία από την Άσπα καθώς έμπαιναν στο δωμάτιο τους.

Ο Γιάννης πήγε στο μπάνιο να αλλάξει, αφήνοντας το δωμάτιο στην Ιφιγένεια. Λίγο καιρό πριν, θα έκανε ρομαντικές, ακόμα και πονηρές σκέψεις και μόνο στην ιδέα να μοιραστεί το ίδιο δωμάτιο μαζί της. Όμως τώρα, η μόνη που σκεφτόταν ήταν η Έλενα και το πόσο θα ήθελε να έκαναν έρωτα και να κοιμούνταν αγκαλιά απόψε. Εξακολουθούσε να νοιάζεται την Ιφιγένεια, όμως μονάχα φιλικά μπορούσε να τη δει πλέον.

Η Ιφιγένεια, από την άλλη, άλλαξε και ξάπλωσε στο ένα απ' τα δύο κρεβάτια αμήχανα. Αν ο Γιάννης εξακολουθούσε να τη βλέπει ερωτικά και επιχειρούσε τίποτα απόψε; Την είχε ξεπεράσει όντως; Η πόρτα άνοιξε και εκείνος μπήκε, έχοντας φορέσει ρούχα ύπνου, ένα κοντομάνικο και φόρμα.

«Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε και του ένευσε. Εκείνος ξάπλωσε στο απέναντι κρεβάτι και έσβησε το φως από ένα διακόπτη δίπλα του. Μετά από λίγο, τον άκουσε να αναστενάζει κουρασμένος και να της λέει:

«Ξέρεις... Και εμένα μου έλειπε ο Ιάσονας απόψε. Δεν είσαι μόνη σου σ΄ αυτό, σε όλους λείπει και δεν είναι κακό να θες να το δείξεις, να κλάψεις και να ξεσπάσεις μερικές φορές.»

«Σε ευχαριστώ, Γιάννη. Έλεγα στην Ηλέκτρα ότι δεν νιώθω αρκετά δυνατή και μου είπε ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο, ότι άντεξα τόσα πολλά, την αιχμαλωσία μου από τον Άνθιμο, τον πόλεμο, τόσο θάνατο που είδα γύρω μου.»

«Έχει δίκιο. Πιστεύω πως είσαι η πιο δυνατή από όλους μας. Έχεις τεράστια ψυχική δύναμη και απέραντη αγάπη να δώσεις σε όλους. Είσαι μία υπέροχη φίλη, και λυπάμαι που θέλησα κάποτε να το αλλάξω αυτό, προδίδοντας πάνω απ' όλα τη φιλία μου με τον Ιάσονα.»

«Δεν πειράζει. Τα έχω αφήσει πίσω μου όλα αυτά.» είπε η Ιφιγένεια. «Και είμαι σίγουρη ότι και ο Ιάσονας θα μας συγχωρέσει αν του εξηγήσουμε, αν επιστρέψει και το μάθει. Θα θυμώσει, όμως μετά θα καταλάβει.»

«Μακάρι να γίνει όντως έτσι. Καληνύχτα, Ιφιγένεια.»

«Καληνύχτα.»

Ύστερα επικράτησε σιωπή, καθώς βυθίστηκαν και οι δυο απευθείας σε ύπνο. Η Γιορτή της Άνοιξης είχε τελειώσει. Μια νέα μέρα τους περίμενε με την επιστροφή τους στην Έλφια, δεν γνώριζαν όμως τι τους επιφύλασσε η μοίρα από εκεί και έπειτα.

*************************************************************************

Τελείωσε και η Γιορτή της Άνοιξης. Πώς σας φάνηκε;

Από το επόμενο κεφάλαιο και μετά, θα έχουμε μεγάλες εξελίξεις για αυτό ετοιμαστείτε. Τι πιστεύετε ότι θα γίνει; Τι επιφυλάσσει η μοίρα στους ήρωες μας; Η Άνοιξη υποτίθεται πως φέρνει μαζί της την αναγέννηση και την ελπίδα, όμως θα είναι η συγκεκριμένη Άνοιξη το ίδιο ελπιδοφόρα; 

Οι απαντήσεις στα επόμενα!! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top