Κεφάλαιο 23: Το Δάσος των Ανθέων


Η μέρα της Γιορτής της Άνοιξης πλησίαζε. Δύο μέρες πριν, ο Ηρακλής έλαβε μία ευχάριστη έκπληξη. Τον ειδοποίησαν να κατέβει στη σάλα. Βρισκόταν με τον Γιάννη και την Ιφιγένεια στο δωμάτιο του, έτσι κατέβηκαν και οι τρεις μαζί. Είδαν τον Ζαχαρία, ο οποίος είχε μόλις καταφθάσει μαζί με τη μητέρα του Ηρακλή, τα αδέλφια του, τον Άκη και φυσικά την Άσπα. Ο Ηρακλής τα έχασε στην αρχή, δεν μπορούσε να το πιστέψει πως βρίσκονταν όλοι εκεί.

«Μαμά; Άκη; Παιδιά; Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ενθουσιασμένος με ένα χαμόγελο να κοσμεί τα χείλη του.

«Έκπληξη!» αναφώνησε η Σοφία κι έτρεξαν όλοι να τον αγκαλιάσουν.

«Πόσο μας έλειψες, γιε μου... Θέλαμε πολύ να σε δούμε από κοντά.» του είπε η Μύρνα καθώς τον αγκάλιαζε χαρούμενη.

«Και εγώ μεσολάβησα και ζήτησα από τον Άρχοντα Έλιο να έρθουν ως καλεσμένοι μου. Είχα ακούσει που έλεγες πόσο ήθελες να τους φέρεις εδώ, έτσι θα μείνουν για μερικές ημέρες μαζί μας και φυσικά θα συμμετάσχουν και στη Γιορτή της Άνοιξης.» είπε ο Ζαχαρίας.

«Ευχαριστώ.» του είπε ο Ηρακλής, έπειτα έφτασε μπροστά από την Άσπα και αφού κοιτάχτηκαν για λίγο μέσα στα μάτια, αγκαλιάστηκαν σφιχτά.

«Μου έλειψες...» της είπε εισπνέοντας βαθιά το άρωμα της.

«Κι εμένα. Όσο και αν μιλούσαμε στο τηλέφωνο, δεν μου αρκούσε.» του απάντησε εκείνη.

Στο μεταξύ ο Γιάννης κοιτούσε ανάμεσα τους, ψάχνοντας να βρει την Έλενα. Για λίγο ήλπιζε να είχε έρθει κι εκείνη μαζί τους, να είχε καταφέρει ο Ζαχαρίας με κάποιο τρόπο να τη φέρει και εκείνη απ' τον Βορρά, και απογοητεύτηκε περισσότερο από όσο θα περίμενε όταν κατάλαβε πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η Ιφιγένεια κατάλαβε τι σκεφτόταν, ίσως από το θλιμμένο ύφος του, και έβαλε το χέρι της στην πλάτη του χαϊδεύοντας τον παρηγορητικά.

«Υπομονή.» του είπε. «Κάποια στιγμή, θα τη δεις και εκείνη.» Έπειτα πήγαν και αυτοί να καλωσορίσουν και να υποδεχτούν τους νεοφερμένους.

Μετά από λίγο κατέβηκε και ο Έλιος με την Αθηνά.

«Καλώς ήλθατε στη Χώρα των Ξωτικών.» είπε σε όλους ο Άρχοντας. «Είναι μεγάλη μας χαρά να φιλοξενούμε την οικογένεια του Ηρακλή, ενός τόσο γενναίου νεαρού ήρωα.»

«Ελπίζουμε να απολαύσετε τη φιλοξενία μας και τη Γιορτή της Άνοιξης που έρχεται.» συμπλήρωσε η Αθηνά με ένα ζεστό χαμόγελο.

Ύστερα, εκείνοι και ο Ζαχαρίας έφυγαν, αφήνοντας τον Ηρακλή να τα πει με την οικογένεια του και την κοπέλα του. Ο Γιάννης και η Ιφιγένεια κάθισαν μαζί τους στο σαλόνι. Η οικογένεια από τον Νότο κοιτούσαν εντυπωσιασμένοι γύρω τους τη γήινη διακόσμηση του σαλονιού, τα δρύινα έπιπλα και τα αναρριχητικά φυτά στους τοίχους.

«Για πείτε, πώς σας φαίνεται η Χώρα των Ξωτικών;» ρώτησε η Ιφιγένεια.

«Υπέροχη, ακόμα πιο όμορφη από ότι στις φωτογραφίες.» απάντησε η Μύρνα κι όλοι συμφώνησαν.

«Περάσαμε τόσα όμορφα τοπία καθώς ερχόμασταν εδώ... Μου φαινόταν σαν να ήμασταν σε όνειρο ή σε κάποιο παραμύθι.» είπε η Σοφία.

«Και που να δείτε και τη Γιορτή της Άνοιξης. Ούτε εμείς την έχουμε δει από κοντά, όμως, αν είναι σαν τη Γιορτή του Καλοκαιριού στην οποία συμμετείχαμε πέρυσι, θα περάσουμε όλοι υπέροχα.» είπε ο Ηρακλής.

«Εγώ προσωπικά ανυπομονώ.» είπε η Άσπα και οι υπόλοιποι συμφώνησαν πως επίσης ανυπομονούσαν.

«Πρέπει να σας γνωρίσω και τις φίλες μου! Είμαι σίγουρη ότι θα τις λατρέψετε.» είπε η Ιφιγένεια έπειτα.

Πράγματι, μετά από λίγο η Ιφιγένεια κάλεσε τις ξωτικές φίλες της, πήγαν στο Παλάτι και τους σύστησε την οικογένεια του Ηρακλή και την Άσπα.

«Α, ώστε εσείς είσαστε οι περιβόητες φίλες της Ιφιγένειας...» είπε η Άσπα. «Χάρηκα πάρα πολύ.»

«Και εμείς το ίδιο, Άσπα. Έχουμε ακούσει πολλά για εσένα, ειδικά από τον Ηρακλή.» είπε η Ηλέκτρα και ο Ηρακλής έσκυψε το κεφάλι χαμογελώντας ντροπαλά.

«Είστε και οι τρεις πανέμορφες!» είπε εντυπωσιασμένη η Σοφία.

«Ευχαριστούμε. Και εσύ είσαι πολύ γλυκιά.» της είπε η Φωτεινή. Ο Ηρακλής ήταν χαρούμενος, γιατί φαινόταν ότι τα τρία κορίτσια είχαν συμπαθήσει την οικογένεια του και ειδικά την αδελφή του και την κοπέλα του. Έπειτα, ο αδελφός του άρχισε να κάνει διάφορες ερωτήσεις για τα ξωτικά και τη χώρα τους, δείχνοντας μια ιδιαίτερη αδυναμία στην Ηλέκτρα. Η κοπέλα διασκέδασε με το αθώο, παιδικό σχεδόν φλερτ του και του απαντούσε ευγενικά, ενώ ο Ηρακλής του έλεγε συνεχώς να «μαζευτεί».

Στη συνέχεια, ένας υπηρέτης ήρθε και ανήγγειλε στους καλεσμένους ότι τα δωμάτια τους ήταν έτοιμα, έτσι εκείνοι τον ακολούθησαν σε αυτά για να ξεκουραστούν λιγάκι απ' το ταξίδι τους. Τα δωμάτια άρεσαν πολύ σε όλους. Ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι μοιράζονταν ο Άκης και η Μύρνα, ενώ η Σοφία και ο Ηλίας ένα άλλο με δύο μονά κρεβάτια, πάνω στο οποίο ο μικρός αδελφός ανέβηκε πηδώντας και ξάπλωσε άνετα, χαλαρώνοντας αμέσως. Όσο για την Άσπα, σε εκείνη είχε δοθεί επίσης ένα δικό της δωμάτιο, όμως αργότερα που κατέβηκαν ξανά στην τραπεζαρία για το μεσημεριανό, ο Ηρακλής την πλησίασε και της είπε, κάπως διστακτικά:

«Λοιπόν... Τα Ξωτικά σου έδωσαν δικό σου δωμάτιο για διακριτικότητα, επειδή δεν ξέρουν ακόμα πόσο προχωρημένη είναι η σχέση μας και δεν ήθελαν να σε φέρουν σε δύσκολη θέση. Όμως, θα ήθελα να σου προτείνω, αν αισθάνεσαι άνετα με αυτό δηλαδή, να μείνεις στο δικό μου δωμάτιο, τώρα που εμείς οι δύο... ξέρεις. Προχωρήσαμε...» και περίμενε την απάντηση της, ελπίζοντας να μην ακούστηκε πολύ αμήχανος.

«Φυσικά και θέλω, αγάπη μου!» είπε με μεγάλη της χαρά εκείνη. «Θα είναι τέλειο να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε μαζί.»

Κάθισαν και έφαγαν όλοι μαζί με την αρχοντική οικογένεια και γνώρισαν επίσης και τη Λαίδη Ανδριάνα. Αργότερα, το απόγευμα, οι ξωτικές φίλες της παρέας μας πήραν την οικογένεια για να τους ξεναγήσουν στους κήπους του παλατιού. Όλοι κοιτούσαν σαν μαγεμένοι γύρω τους και θαύμαζαν τα ξωτικά δέντρα και φυτά, καθώς και τα πρώτα λουλούδια που άνθιζαν, έτοιμα και εκείνα να υποδεχθούν την Άνοιξη. Ειδικά η Σοφία ήθελε να παρατηρήσει από κοντά το παραμικρό, καθώς από τη φύση της ήταν ενθουσιώδης. Όταν η βόλτα τους τελείωσε, είχε βραδιάσει, έτσι επέστρεψαν στο Παλάτι και η πρώτη μέρα της επίσκεψης τελείωσε.

{...}

Ο Ηρακλής ξύπνησε την επόμενη μέρα με την Άσπα στο πλάι του, η οποία ακόμα κοιμόταν. Είχαν κάνει ξανά έρωτα την προηγούμενη νύχτα και ήταν εξίσου υπέροχο με την πρώτη φορά, ίσως ακόμα καλύτερο λόγω της μαγείας της Χώρας των Ξωτικών, που τους είχε επηρεάσει και τους δύο. Άρχισε να χαϊδεύει τα μαύρα μαλλιά της, κάνοντας τα στην άκρη για να μπορέσει να δει το όμορφο πρόσωπο της. Εκείνη ένιωσε το χάδι του, ξύπνησε και τον κοίταξε στα μάτια.

«Καλημέρα.» του είπε χαμογελώντας νυσταγμένα ακόμα.

«Καλημέρα, αγάπη μου.» της είπε κι εκείνος. «Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενος νιώθω που σε έχω εδώ μαζί μου.»

«Κι εγώ χαίρομαι που είμαι εδώ. Και γενικά είμαι ευτυχισμένη που είμαστε μαζί, Ηρακλή.» είπε εκείνη και τον φίλησε. Το φιλί τους γινόταν ολοένα και πιο παθιασμένο, ώσπου τους οδήγησε σε ένα ακόμα ερωτικό ταξίδι.

Η Άσπα μέχρι πρότινος, προτού ερωτευθεί τον Ηρακλή, έκανε σχέσεις μόνο με μεγαλύτερους άντρες, για να καλύψει ίσως το κενό που άφησε η εγκατάλειψη του πατέρα της, όπως πίστευε. Έψαχνε δηλαδή προστασία και ασφάλεια, σε κάθε εραστή της αναζητούσε την πατρική φιγούρα. Στο σχολείο πολλοί την έκριναν για αυτή την επιλογή της, άκουγε συνεχώς κουτσομπολιά ότι έμπλεκε με μεγαλύτερους και πλούσιους άνδρες δήθεν για να τους «τρώει τα λεφτά», όμως δεν την ένοιαζε καθόλου τι έλεγαν οι άλλοι τη στιγμή που η ίδια περνούσε καλά. Η αλήθεια ήταν πως της άρεσε ο άντρας να έχει εμπειρία για να μπορεί να ικανοποιεί την ίδια, όπως είχε γίνει με τον πρώτο της και με τους επόμενους... Όταν όμως ερωτεύθηκε τον Ηρακλή, όλα αυτά άλλαξαν. Είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία (ο Ηρακλής την περνούσε μονάχα μερικούς μήνες), κι όμως μαζί του ένιωσε όση ασφάλεια δεν είχε νιώσει με κανέναν μεγαλύτερο. Και όταν ενώθηκαν για πρώτη φορά σωματικά, παρόλο που ο Ηρακλής ήταν άπειρος σε αυτό τον τομέα, ακολούθησε το ένστικτο και σε συνδυασμό με τη δικιά της εμπειρία, όλα όσα ένιωσε ήταν υπέροχα και πολύ πιο δυνατά από όσα είχε νιώσει με τους προηγούμενους. Ίσως επειδή τον είχε ερωτευθεί πραγματικά- και πρώτη φορά ένιωθε έτσι, πως ήταν μαζί του όχι απλά για να καλύψει το κενό, αλλά επειδή της άρεσε ο τρόπος που φιλούσε, η ηρεμία του που σε συνδυασμό με τη δική της τρέλα, έμοιαζαν πως συμπλήρωναν άψογα ο ένας τον άλλον, η αφοσίωση του στους φίλους και η αγάπη που έδειχνε στην ίδια, μα κυρίως την κέρδισε το γεγονός ότι δεν την έκρινε για το παρελθόν της παρόλο που γνώριζε τα πάντα. Όταν βγήκαν για πρώτη φορά ραντεβού, της είπε πως δεν τον ένοιαζε τίποτα από όλα αυτά. Και τώρα βρισκόταν εδώ μαζί του στη μαγευτική Χώρα των Ξωτικών, έτοιμη να του εξομολογηθεί όλα όσα ένιωθε.

Κατέβηκαν μαζί στο πρωινό, καθυστερώντας λίγο παραπάνω απ' τους υπόλοιπους όπως ήταν φυσικό και επόμενο... Το τραπέζι ήταν πιο γεμάτο από ότι συνήθως και ο Ηρακλής χαιρόταν που είχε τόσα αγαπημένα του άτομα μαζεμένα. Όλοι τους έμειναν άφωνοι από την ποικιλία που υπήρχε σε κρουασάν, αλείμματα και δημητριακά και ο Ηλίας ήθελε να δοκιμάσει από όλα, όμως ο Άκης τον σταμάτησε λέγοντας του για πλάκα ότι θα έσκαγε στο τέλος.

«Που να ήταν κι ο Δήμος εδώ. Εκείνος πράγματι θα έσκαγε από τα πολλά κρουασάν.» αστειεύτηκε η Άσπα και γέλασε μαζί με τον Ηρακλή, τον Γιάννη και την Ιφιγένεια.

«Αλήθεια, εκείνος και η Γιώτα τι είπαν που έφυγες και εσύ; Δεν στενοχωρήθηκαν;» ρώτησε έπειτα ο Γιάννης.

«Ναι, φυσικά και στενοχωρήθηκαν και τον Δήμο τον έπιασαν πάλι οι ευαισθησίες του... το ίδιο και τη Γιώτα που έπρεπε να με αποχωριστεί. Κολλητές είμαστε όσο να 'ναι... Όμως τους καθησύχασα και τους υποσχέθηκα ότι σε λίγες μέρες θα γυρίσω.»

Όλη η υπόλοιπη μέρα κύλησε εξίσου ευχάριστα με την πρώτη. Το ίδιο απόγευμα, η οικογένεια του Ηρακλή και οι φίλοι των παιδιών κατέβηκαν στο κέντρο της Έλφιας, για να τους ξεναγήσουν και εκεί, και ύστερα από μερικές βόλτες κάθισαν σε ένα μαγαζί και έφαγαν κάτι παραμυθένια γλυκά τα οποία λάτρεψαν όλοι. Το βράδυ μετά το δείπνο, έπεσαν για ύπνο μετά από μια μεγάλη και απολαυστική μέρα, ανυπομονώντας για την επόμενη που θα ήταν η αναχώρηση τους για το Δάσος των Ανθέων.

{...}

Έφτασε η μέρα της αναχώρησης και όλοι όσοι πήγαν μαζί ξεκίνησαν με την αρχοντική συνοδεία το πρωί. Ο Έλιος ήθελε να φτάσουν νωρίς, για να προλάβουν να περιηγηθούν στο χωριό και το δάσος, και να βοηθήσει εκείνος και οι άλλοι Αρχηγοί την Άντρια στις προετοιμασίες. Μαζί με τη γνωστή συνοδεία, δηλαδή τον Έλιο με την οικογένεια του, τους φιλοξενούμενος και την οικογένεια του Ηρακλή, τον Αρχηγό Νίμο και τον Ορέστη με την οικογένεια του και τον Ζαχαρία με την οικογένεια του, πήγε μαζί και ο Αρχιθεραπευτής Νικόδημος, καθώς και ο Αρχηγός των Ξωτικών του Αέρα, ο Εμίλιος με την οικογένεια του. Όλοι αυτοί συγκεντρώθηκαν γύρω στις δέκα το πρωί στην αυλή του παλατιού, ενώ η μέρα προβλεπόταν ήδη Ανοιξιάτικη.

«Πώπω, μεγάλη παρέα.» σχολίασε ο Ηρακλής όταν μαζεύτηκαν.

«Και όλοι εμείς θα φιλοξενηθούμε στο αρχοντικό της Αρχηγού της Γης;» ρώτησε ο Γιάννης.

«Όχι. Άκουσα τον Άρχοντα Έλιο να λέει ότι θα μοιραστούμε σε καλύβες και σπιτάκια τριγύρω, πάνω στα δέντρα ή και μέσα σε αυτά. Δεν είναι υπέροχο;» απάντησε ενθουσιασμένη η Ιφιγένεια.

Είχε επισκεφθεί και παλιότερα αυτό το μέρος με τους γονείς της και τους Άρχοντες, όμως τώρα η χαρά και ο ενθουσιασμός της ήταν ακόμα μεγαλύτεροι που θα ήταν και όλοι οι φίλοι της μαζί. Τόσο πολύ, ώστε σχεδόν επισκίαζαν το γεγονός ότι θα έλειπε μονάχα ένα άτομο που θα ήθελε να ήταν. Σχεδόν...

Ο Έλιος έδωσε το σύνθημα για να επιβιβαστούν όλοι στις άμαξες και ξεκίνησαν. Η απόσταση δεν ήταν μακρινή. Το Χωριό των Ανθέων απείχε μόλις μία ώρα από την Έλφια, αφού βρισκόταν στα προάστια της, όμως η διαδρομή έως εκεί ήταν τόσο μαγευτική, που όλοι θα εύχονταν να διαρκούσε παραπάνω για να θαύμαζαν το τοπίο του δάσους που περνούσαν μόλις βγήκαν από το κέντρο της πρωτεύουσας. Οι αχτίνες του ήλιου έπεφταν απαλά ανάμεσα απ' τα δέντρα και έλουζαν το καταπράσινο γρασίδι και τα λουλούδια που είχαν ανθίσει, ενώ πουλιά κελαηδούσαν παντού γύρω τους. Η φύση ολάκερη γιόρταζε και περίμενε τον ερχομό της Άνοιξης.

Σύντομα φάνηκαν μπροστά τους τα πρώτα χοντρά δέντρα του χωριού. Στο εσωτερικό των περισσότερων από αυτά ήταν χτισμένα τα σπίτια των κατοίκων και λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος υψώνονταν κυκλικά των κορμών μπαλκόνια σε διάφορα επίπεδα, πολλά από τα οποία ενώνονταν μεταξύ τους με κρεμαστές, ξύλινες γέφυρες. Οι άμαξες βγήκαν από τον κεντρικό δρόμο και ακολούθησαν ένα μικρότερο, επαρχιακό χωματόδρομο, περνώντας ανάμεσα από τα Σπιτίσια Δέντρα, όπως λέγονταν, δίνοντας μια κοντινότερη θέα τους στους επισκέπτες οι οποίοι κοιτούσαν εντυπωσιασμένοι γύρω τους και από πάνω τους.

Ορισμένα δέντρα είχαν το ύψος εξαώροφων πολυκατοικιών, ενώ τα πιο ψηλά έφταναν μέχρι και πενήντα μέτρα ύψος, είκοσι μέτρα πλάτος ή διάμετρο κορμού και είχαν ηλικία πεντακοσίων ετών. Όσοι δεν γνώριζαν αυτές τις πληροφορίες, ειδικά οι θνητοί επισκέπτες, είχαν μείνει άφωνοι.

«Θα άρεσε πολύ στην Έλενα εδώ...» είπε ο Γιάννης με τη μελαγχολία να συνοδεύει τον ενθουσιασμό του.

«Μη στενοχωριέσαι. Ίσως κάποια άλλη φορά να καταφέρει να έρθει. Του χρόνου ας πούμε, αν είσαστε μαζί- που μακάρι να είσαστε, μπορεί να γιορτάσετε τη Γιορτή της Άνοιξης και του Έρωτα εδώ.» του είπε η Άσπα.

«Μακάρι να είναι και ο Ιάσονας εδώ μαζί μας του χρόνου...» ευχήθηκε ο Ηρακλής και ήλπιζε ο Θεός Πευκαλίων να τον άκουσε παρόλο που δεν πίστευε στη θρησκεία των Ξωτικών.

Η Ιφιγένεια δεν είπε τίποτα. Φοβόταν να κάνει σχέδια πλέον, ούτε να προσευχηθεί τολμούσε.

Από όπου περνούσαν, οι κάτοικοι καλωσόριζαν τον Άρχοντα τους και τη συνοδεία του, έχοντας αφήσει στην άκρη τα γεγονότα που έκαναν πολλούς από αυτούς να τον μισήσουν. Στη Γιορτή της Άνοιξης δεν χωρούσε ούτε το μίσος, ούτε κανένα αρνητικό συναίσθημα. Όλοι έμοιαζαν χαρούμενοι και τα θηλυκά ξωτικά είχαν πλεγμένα στα μαλλιά τους λουλούδια ή στεφάνια φτιαγμένα από αυτά.

Οι άμαξες σταμάτησαν σε έναν κενό χώρο ανάμεσα στα δέντρα, όπου βρίσκονταν και άλλες άμαξες σταθμευμένες. Οι επισκέπτες κατάλαβαν πως η διαδρομή έφτασε στο τέλος της και κατέβηκαν σιγά – σιγά. Στο βάθος, ανάμεσα στα ψηλά δέντρα, φαινόταν στερεωμένο ένα παραμυθένιο λευκό κτήριο, το οποίο στήριζαν αρκετά χαμηλότερα δέντρα από κάτω, ενώ γέφυρες συνέδεαν διαφορετικά τμήματα που έμοιαζαν με το κυρίως κτήριο τα οποία ήταν χτισμένα επίσης πάνω σε δέντρα. Μία σκάλα οδηγούσε στο κυρίως κτήριο από το έδαφος.

«Ουάου...» έκανε η Άσπα ξέπνοη.

«Φαίνεται σαν ένα μικρό παλατάκι.» είπε η Σοφία.

«Και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό, νεαρές θνητές, αφού αυτό είναι το Αρχοντικό της Αρχηγού της Γης Άντριας.» εξήγησε ο Νίμος ο οποίος τις άκουσε. Κάποια ξωτικά ήρθαν να τους υποδεχθούν. Καλωσόριζαν με χαμόγελο τους πάντες, ακόμα και τους θνητούς και τον μοναδικό μάγο της συντροφιάς, τον Σωκράτη, και τους περνούσαν στο λαιμό κολιέ από πολύχρωμα λουλούδια, ενώ στις κοπέλες και γυναίκες της συντροφιάς έβαζαν στεφάνια στα μαλλιά. Ανάμεσα τους ξεπρόβαλε και μια ξωτικιά γυναίκα πολύ εντυπωσιακή, ψηλή, με καστανά μαλλιά και μάτια, η οποία φορούσε ένα λευκό, μακρύ αέρινο φόρεμα με ροζ λεπτομέρειες και λουλούδια κεντημένα επάνω του. Συνοδευόταν από μερικές γυναίκες ντυμένες επίσης στα λευκά, καθώς και από μια λέαινα η οποία ήταν το δαιμόνιο της.

Αυτή ήταν η Αρχηγός της Γης, η Άντρια, την οποία οι περισσότεροι θυμούνταν από συμβούλια στα οποία είχε παραστεί ή από τις μάχες, όμως τώρα έμοιαζε εντελώς διαφορετική, πολύ πιο χαρούμενη και απελευθερωμένη. Εκτός από Αρχηγός όλων των Ξωτικών της Γης, η Άντρια ήταν επίσης και Αρχόντισσα του συγκεκριμένου χωριού, έτσι εξηγούνταν το αρχοντικό της που έμοιαζε με παλάτι και η συνοδεία της από υπηρέτριες.

«Καλώς ήλθατε στο Δάσος των Ανθέων.» είπε σε όλους, έπειτα πλησίασε και χαιρέτησε πρώτους από όλους τον Έλιο, την Αθηνά, ευχόμενη τα καλύτερα για το μωρό της που όλο και μεγάλωνε στην κοιλιά της, και στη συνέχεια αγκάλιασε τη Λαίδη Ανδριάνα.

«Πόσο καιρό έχω να σε δω, καλή μου φίλη...» της είπε. «Πώς είσαι τώρα;»

«Είμαι πολύ καλύτερα, φίλη μου Άντρια.» αποκρίθηκε εκείνη. «Πόσο μάλλον τώρα που ήρθαμε εδώ στο υπέροχο χωριό σου.»

Μια χρόνια φιλία συνέδεε την Ανδριάνα και την Άντρια, καθώς είχαν σχεδόν μεγαλώσει μαζί και είχαν την ίδια ηλικία. Η Άντρια ήταν, μαζί με τον Εμίλιο και τον Ζαχαρία από τους πιο παλιούς αρχηγούς των στοιχείων της φύσης, εκείνους δηλαδή που πολέμησαν ενάντια στους Βάρβαρους και κατείχαν αρκετά χρόνια τους τίτλους τους, έτσι έζησαν όλα εκείνα τα δύσκολα και σκοτεινά γεγονότα που έχουν αναφερθεί, υπηρετώντας στο πλευρό του Άρχοντα Αλβέρτου.

Η Άντρια στη συνέχεια καλωσόρισε και τους υπόλοιπους της συντροφιάς, τους άλλους Αρχηγούς, τον Μάγο Σωκράτη τον οποίο επίσης γνώριζε αλλά και τους νεαρούς της συντροφιάς με πρώτους την Ιφιγένεια, τον Γιάννη και τον Ηρακλή. Στον Γιάννη μάλιστα είπε:

«Χαίρομαι που μαθαίνω ότι η εκπαίδευση σου εξελίσσεται θετικά και έχεις βελτιώσει τις δυνάμεις σου, νεαρέ. Είμαι σίγουρη ότι ο Αρχηγός της Φωτιάς Ορέστης κάνει εξαιρετική δουλειά, όπως και όλοι όσοι βοηθούν.»

«Ευχαριστώ, Αρχόντισσα Άντρια. Είναι πολύ καλός δάσκαλος, όπως και ο Άρχοντας Νίμος και ο Μάγος Σωκράτης.» είπε εκείνος, ανακουφισμένος που επιτέλους είχαν πάψει να τον φοβούνται. Τα ξωτικά του χωριού δεν τον κοιτούσαν λες και επρόκειτο να κάψει ολόκληρο το δάσος τους, όπως θα συνέβαινε λίγες εβδομάδες πριν.

«Λοιπόν, οι υπηρέτριες μου θα σας οδηγήσουν τώρα στα δωμάτια και τα σπίτια που θα περάσετε τη σημερινή ημέρα και την αποψινή νύχτα μετά τη γιορτή. Θα τακτοποιηθείτε και ύστερα θα σας ξεναγήσω στο χωριό μας, καθώς και στο χώρο που θα γίνει η γιορτή.» είπε η Άντρια, αυτή τη φορά απευθυνόμενη σε όλους.

Μοιράστηκαν σε ομάδες σύμφωνα με τον τρόπο που είχε κανονίσει ο Έλιος να μείνουν. Ο ίδιος με τη γυναίκα του, τη μητέρα του, ο Νίμος και ο Νικόδημος θα φιλοξενούνταν στο αρχοντικό, ενώ όλοι οι υπόλοιποι με τις οικογένειες τους ή σε ομάδες τεσσάρων η πέντε ατόμων στα σπίτια. Ο Γιάννης, ο Ηρακλής, η Ιφιγένεια και η Άσπα θα έμεναν οι τέσσερις τους σε ένα σπίτι, σε ένα άλλο η οικογένεια του Ηρακλή, ο Ζαχαρίας με τη Χρυσάνθη, την Αντιγόνη και τον Σωκράτη θα μοιράζονταν ένα άλλο σπιτάκι ενώ η Ηλέκτρα, η Φωτεινή και η Ναυσικά αντίστοιχα με τους γονείς τους μοιράστηκαν σε άλλα σπίτια.

Ο Γιάννης και οι άλλοι τρεις της παρέας έφτασαν ακολουθώντας μία από τις υπηρέτριες, στο σπίτι που θα τους παρείχαν, το οποίο ήταν από εκείνα τα ψηλά με τα μπαλκόνια, αν και όχι πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος.

«Αχ, τι ωραία...! Όλη η παρέα μαζί! Όπως στα παλιά καλά sleepover που κάναμε, θυμάστε;» αναφώνησε η Άσπα καθώς πλησίαζαν σε αυτό.

«Μόνο που τώρα θα είναι ακόμα πιο μαγικό, και ας λείπουν μερικά άτομα απ' την παρέα μας...» συμπλήρωσε η Ιφιγένεια.

«Ευτυχώς, δεν είναι πολύ ψηλά για να ζαλιστώ.» είπε ο Ηρακλής, που ώς γνωστόν είχε μια μικρή υψοφοβία, μόλις αντίκρισαν το υπερυψωμένο σπίτι στο δέντρο.

«Καλού κακού όμως μη σταθείς στην άκρη του μπαλκονιού για να θαυμάσεις το τοπίο και πέσεις...» αστειεύτηκε ο Γιάννης.

«Έλα μωρέ, μη μου τον πειράζεις!» αναφώνησε η Άσπα. «Αλλά μη φοβάσαι, μωρό μου. Και να πέσεις, θα σε θεραπεύσει η Ιφιγένεια.» αστειεύτηκε εκείνη αυτή τη φορά.

Σώπασαν αμέσως μόλις η υπηρέτρια τους έκανε νόημα ανοίγοντας μία ξύλινη πόρτα στη βάση του κορμού του δέντρου.

«Καλή διαμονή.» τους ευχήθηκε αφήνοντας τους να περάσουν και έδωσε το κλειδί στον Γιάννη ο οποίος ήταν ο πρώτος που μπήκε μέσα. Βρέθηκαν σε μία στριφογυριστή σκάλα, χτισμένη από τον ίδιο τον κορμό εσωτερικά, τον οποίο είχαν σίγουρα σκαλίσει ή φτιάξει με τις δυνάμεις τους τα Ξωτικά της Γης. Μικρές τρυπούλες ανά σημεία χρησίμευαν σαν παραθυράκια τα οποία φώτιζαν τη σκάλα με το φυσικό φως από έξω. Στην κορυφή της, έφτασαν σε ένα πλατύσκαλο, ο Γιάννης ξεκλείδωσε και άνοιξε μία άλλη πόρτα και μπήκαν όλοι μέσα στο ξύλινο σπίτι άφωνοι. Ήταν πανέμορφο, έμοιαζε με δεντρόσπιτο αλλά πολύ πιο μεγάλο και είχε σχεδόν τα πάντα μέσα, από έπιπλα μέχρι σύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές. Η κουζίνα, η τραπεζαρία και το σαλόνι με έναν καναπέ και δυο πολυθρόνες με πλεκτά ριχτάρια ανήκαν στο κυρίως δωμάτιο. Υπήρχε επίσης ένα μπάνιο και δύο υπνοδωμάτια, ένα με δύο μονά κρεβάτια και άλλο ένα με ένα διπλό. Το σπίτι είχε πολυγωνικό σχήμα και μπαλκονόπορτες από παντού οδηγούσαν έξω στο κυκλικό μπαλκόνι. Βγήκαν έξω για να δουν για λίγο τη θέα. Από πάνω τους υψώνονταν τα κλαδιά του δέντρου με τα πυκνά φυλλώματα τους παρέχοντας σκιά και δροσιά. Από κάτω δεν φαίνονταν και πολλά, γιατί υπήρχαν πολύ ψηλότερα δέντρα από το δικό τους, φαίνονταν όμως πολλά από τα άλλα δεντρόσπιτα και στο βάθος δέσποζε το Αρχοντικό.

Φυσικά, δεν χωρούσε αμφιβολία ποιοι θα έπαιρναν ποιο δωμάτιο... Έτσι, ο Ηρακλής και η Άσπα άφησαν τους σάκους με τα πράγματα τους στο δωμάτιο εκείνο με το διπλό κρεβάτι ενώ ο Γιάννης και η Ιφιγένεια στο άλλο με τα δύο μονά. Ύστερα μαζεύτηκαν όλοι στο σαλόνι για να πουν τις εντυπώσεις τους.

«Θα μπορούσα να ζήσω για πάντα εδώ! Είναι υπέροχα!» είπε εντυπωσιασμένη η Άσπα.

«Ναι... Κρίμα που θα πρέπει να μείνουμε εδώ μονάχα μία νύχτα.» είπε ο Ηρακλής.

Πράγματι, την επομένη του φεστιβάλ θα έπρεπε να αναχωρήσουν ξανά για την Έλφια, για να συνεχίσει ο Γιάννης την εκπαίδευση του καθώς δεν χωρούσαν άλλες διακοπές και καθυστερήσεις σύμφωνα με τον Έλιο. Όμως όλοι στην παρέα ήταν αποφασισμένοι να περάσουν όσο καλύτερα μπορούσαν σε αυτή τη γιορτή και στη διαμονή τους σε αυτό το γαλήνιο δάσος. 

****************************************************************************************

Φτάσαμε και στο Δάσος των Ανθέων, αγαπημένα μου Ξωτικά 🧝‍♂️🧝‍♀️💖

Πώς σας φάνηκε; Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε σίγουρα τη Γιορτή της Άνοιξης. Πώς περιμένετε να είναι; Οι ερωτευμένοι θα καταφέρουν να ζήσουν τον έρωτα τους; 

Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο, τα σχόλια δικά σας!! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top