Κεφάλαιο 22: Στον Ναό της Φωτιάς
Όταν έφτασαν στην κορυφή του βουνού είχε μεσημεριάσει, όμως δεν φαινόταν η ακριβής θέση του ήλιου γιατί είχε συννεφιάσει τελείως, ωστόσο ευτυχώς τίποτα δεν προμήνυε βροχή. Είχαν κουραστεί όλοι από την ανάβαση, όμως η εκπληκτική θέα που απόλαυσαν από εκεί τους αποζημίωσε. Ο Γιάννης στάθηκε στην άκρη και κοίταξε το εκπληκτικό καταπράσινο τοπίο που απλωνόταν μπροστά του, μέχρι τους πρόποδες του βουνού, και στη συνέχεια είδε τα χωράφια που πέρασαν, τα δάση και κάποια σκόρπια χωριά εδώ κι εκεί, και στο βάθος δέσποζαν τα ψηλά κτήρια της Έλφιας.
«Φοβερή θέα, έτσι;» είπε ο Ηρακλής, ο οποίος μαζί με την Ιφιγένεια πήγαν και στάθηκαν δίπλα του.
«Υπέροχη.» συμφώνησε η Ιφιγένεια. «Νιώθεις ήδη πιο ήρεμος, έτσι Γιάννη;»
«Ναι, με έχει γαληνέψει ήδη αυτή η ομορφιά της φύσης.» είπε ο Γιάννης.
«Και εκεί είναι ο ναός του Θεού Πύρρου, χτισμένος μέσα στο βράχο σχεδόν.» είπε ο Ορέστης και έδειξε σε όλους προς τα πού να κοιτάξουν.
Σε μια μεριά της κορυφής, υπήρχε ένας δρόμος πλάι στο γκρεμό ο οποίος στένευε, και πάνω στα βράχια δέσποζε λαξευμένος ο ναός του Θεού Πύρρου, που δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό πέρα από κάποιες ανάγλυφες φλόγες στην επιφάνεια του κι όμως έπιανε τους πάντες δέος όταν τον κοιτούσαν. Φαινόταν μια πύλη και μερικά παράθυρα, σαν τρύπες επάνω στο βράχο.
Έπειτα κάθισαν όλοι στα ξύλινα τραπέζια με τους πάγκους που βρίσκονταν εκεί και έφαγαν για μεσημεριανό. Ύστερα, ο Ορέστης με τον Γιάννη και τη Φωτεινή κίνησαν προς το ναό. Ο Ορέστης είπε πως δεν μπορούσαν άλλα άτομα να ακολουθήσουν, γιατί έπρεπε να υπάρχει ησυχία ώστε να συγκεντρωθεί απόλυτα ο Γιάννης. Περπάτησαν οι τρεις τους κατά μήκος του μονοπατιού που οδηγούσε εκεί. Ήταν αρκετά στενό, και το μόνο προστατευτικό για να μην πέσει κάποιος στο γκρεμό ήταν ένα σχοινί δεμένο σε μερικά κάθετα δοκάρια.
«Ο ναός αυτός, όπως σας είπα, χτίστηκε την περίοδο του εμφυλίου των Ξωτικών, τότε που οι πρόγονοι μας ήταν χωρισμένοι σε τέσσερα διαφορετικά έθνη και πολεμούσαν μεταξύ τους. Παρόλο όμως που είναι αρκετά παλιός, συντηρείται μέχρι και σήμερα.» εξήγησε ο Ορέστης.
Έφτασαν στην είσοδο, δεξιά κι αριστερά της οποίας άναβαν φλόγες επάνω σε δάδες.
«Αυτή είναι η ιερή φλόγα του Θεού Πύρρου. Κανένας δεν επιτρέπεται να την αγγίξει, ούτε καν ξωτικό της φωτιάς.» είπε ο Ορέστης και προχώρησαν στο εσωτερικό του ναού. Δεν ήταν πολύ μεγάλος σε έκταση, ήταν όμως πολύ πιο εντυπωσιακός. Έμοιαζε με σπηλιά. Μια σειρά από φλόγες, μεγαλύτερες από εκείνες έξω στην είσοδο, φώτιζαν τους πέτρινους τοίχους, το ταβάνι καθώς και το άγαλμα στο βάθος, ένα άγαλμα τριών μέτρων περίπου που απεικόνιζε τον Θεό Πύρρο στη μορφή στην οποία τον φαντάζονταν τα περισσότερα ξωτικά, έναν άντρα φτιαγμένο ολόκληρο από φωτιά, που κρατούσε επίσης ένα φλεγόμενο σπαθί.
«Και αυτός, όπως καταλάβατε είναι ο Θεός Πύρρος, ο προστάτης όλων των ξωτικών της φωτιάς.» είπε ο Ορέστης. Ο Γιάννης και η Φωτεινή, που πρώτη φορά τον έβλεπαν, στάθηκαν μπροστά του με δέος. Μπροστά στα πόδια του αγάλματος, υπήρχε ένα χαμηλό και μακρόστενο δοχείο με άμμο, που στον Γιάννη θύμιζε το σημείο εκείνο που άναβαν οι πιστοί κεριά στις εκκλησίες της θρησκείας του. Και όντως, κάτι αντίστοιχο ήταν αυτό, καθώς ο Ορέστης εξήγησε:
«Στο ειδικό αυτό δοχείο μπορεί ο κάθε πιστός να ανάψει από μια μικρή φλόγα για να τιμήσει τον Θεό ή να προσευχηθεί σε εκείνον.»
Η Φωτεινή γονάτισε μπροστά απ' το αμμοδοχείο και άναψε μέσα στην άμμο μια μικρή φλογίτσα, προσευχόμενη από μέσα της:
Θεέ Πύρρο... Είμαι σίγουρη ότι εσύ δεν θεωρείς τη σχέση μου με τη Ναυσικά βρώμικη. Οι Ανώτεροι είναι αυτοί που έχουν ορίσει αυτούς τους νόμους... Σε παρακαλώ προστάτευσε μας από τη μανία τους, αν έρθει κάποια στιγμή η ώρα να έρθουμε αντιμέτωπες μαζί τους, και οδήγησε μας στο σωστό δρόμο. Σηκώθηκε και κοίταξε τον Γιάννη, και εκείνος αμέσως κατάλαβε σχετικά με τι προσευχήθηκε η φίλη του. Έπειτα, έγειρε και ο Ορέστης πάνω από το δοχείο και αφού άναψε φλογίτσα προσευχήθηκε και εκείνος και έμεινε για αρκετά λεπτά σε απόλυτη περισυλλογή, έπειτα σηκώθηκε και είπε:
«Γιάννη, το ξέρω πως δεν είσαι ξωτικό της φωτιάς, όμως είσαι και εσύ ευπρόσδεκτος να προσευχηθείς στον Θεό της Φωτιάς, ώστε να σου δώσει τη δύναμη να μάθεις να ελέγχεις τη φωτιά. Αν προσευχηθείς με την καρδιά σου θα σε ακούσει, και ας μην είσαι πιστός της θρησκείας μας. Δεν χρειάζεται να ανάψεις φλόγα όπως εμείς, αν φοβάσαι ακόμα. Μετά θα περάσουμε στο επόμενο στάδιο της εκπαίδευσης.»
Ο Γιάννης πλησίασε διστακτικά το άγαλμα και γονάτισε μπροστά του.
Θεέ Πύρρο... ξεκίνησε να λέει από μέσα του. Το ξέρω πως δεν ανήκω στη θρησκεία σας, ούτε στο είδος των Ξωτικών, και ότι η δύναμη της φωτιάς μου δόθηκε με τρόπο ανθρώπινο και δόλια μέσα. Όμως θέλω να χρησιμοποιήσω αυτή τη φωτιά για καλό, όχι για καταστροφή. Θέλω να μάθω να τη δαμάζω όπως τα Ξωτικά της Φωτιάς. Για αυτό σε παρακαλώ, βοήθησε με να συμφιλιωθώ μαζί της και να μάθω να την ελέγχω ώστε να μην παίρνει εκείνη τον έλεγχο, αλλά εγώ. Σε ευχαριστώ που με άκουσες, αν με άκουσες, φυσικά. Και σηκώθηκε κοιτάζοντας τους άλλους δύο.
«Νιώθω ήδη καλύτερα, λίγο πιο σίγουρος για τη δύναμη μου.» παραδέχτηκε.
«Αυτό είναι καλό σημάδι.» είπε ο Ορέστης. «Τώρα, ας περάσουμε στο επόμενο σκέλος της εκπαίδευσης, εδώ μέσα στον ναό.»
«Εδώ...;» απόρησε ο Γιάννης.
«Ακριβώς. Θα καθίσουμε και οι τρεις κάτω ώστε να έχεις ηρεμία και εσύ θα διαλογιστείς για να συμφιλιωθείς με τη φλόγα μέσα σου. Ας καθίσουμε.»
Ο Γιάννης ακόμα απορημένος, ακολούθησε το παράδειγμα του Ορέστη ο οποίος κάθισε οκλαδόν κάτω, κάθισε κι εκείνος και δίπλα του η Φωτεινή, σχηματίζοντας οι τρεις τους έναν κύκλο.
«Πώς το κάνω αυτό;» ρώτησε ο νεαρός.
«Απλά κλείσε τα μάτια και συγκεντρώσου στην αναπνοή σου, έπειτα, μόλις χαλαρώσεις αρκετά, αναζήτησε την εσωτερική φλόγα μέσα σου. Μετά θα ξέρεις τι να κάνεις.» του είπε το μεγαλύτερο ξωτικό. Ο Γιάννης έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να αναπνέει όσο πιο αργά μπορούσε. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία τριγύρω, καθώς κανένας απ' τους άλλους δύο δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο για να μην του αποσπάσει την προσοχή, ενώ ακουγόταν μόνο ένα ελαφρύ χαρακτηριστικό τρίξιμο από τη φωτιά το οποίο τον ηρεμούσε ακόμα περισσότερο.
Σύντομα, ένιωσε να χαλαρώνει τόσο πολύ, έδιωξε κάθε αρνητική σκέψη, και ήταν σχεδόν σαν να αποκοιμήθηκε. Ένιωσε σαν να βρέθηκε μέσα σε κάποιο όνειρο ή όραμα, κι όμως είχε πλήρη επίγνωση πως δεν ήταν αληθινό. Βρισκόταν στο σπίτι που ζούσε μέχρι πρότινος, στη βίλα, μόνο που ήταν κάπως διαφορετική και δεν είχε καεί ακόμα, σαν να ταξίδεψε στο παρελθόν.
Μπροστά του εμφανίστηκε μια φλεγόμενη μορφή καλυμμένη με φωτιά από πάνω ως κάτω και τον πλησίασε. Ο Γιάννης τρόμαξε, γιατί για λίγο νόμισε πως ήταν ο πατέρας του. Ηρέμησε αμέσως όμως, μόλις παρατήρησε ότι ο φλεγόμενος άνθρωπος ήταν ο εαυτός του, εκείνος στον οποίο μεταμορφωνόταν όταν καλυπτόταν ολόκληρος με φωτιά.
Ώστε έτσι μοιάζω, λοιπόν, όταν κυριεύομαι από τη φωτιά... είπε καθώς παρατηρούσε το είδωλο του σαν να κοιτούσε σε καθρέπτη. Ο άλλος Γιάννης τον κοιτούσε ανέκφραστος. Τα μάτια του δεν είχαν κόρες, μέχρι και από αυτά φλόγες έβγαιναν, κι όμως ένιωθε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω του. Έπειτα, άπλωσε το φλεγόμενο χέρι του προς το μέρος του με το δείχτη να δείχνει προς αυτόν. Ο Γιάννης κατάλαβε πως ήθελε να τον αγγίξει, έτσι άπλωσε και εκείνος το χέρι του κι όταν ο δείκτης του ενώθηκε με τον δικό του, έγινε κάτι το οποίο τον εξέπληξε, αλλά δεν τον τρόμαξε. Είδε τη φωτιά να εξαπλώνεται και στο δικό του χέρι, την ένιωσε μέσα του αλλά αυτή τη φορά δεν ένιωσε οργή. Κι όταν εκείνη εξαπλώθηκε σε όλο του το σώμα κι έγινε κι εκείνος φλεγόμενος, ένιωσε πως τον αγκάλιαζε στοργικά, πως τώρα πλέον ήταν ένα κομμάτι του εαυτού του και όχι μια τρομακτική δύναμη η οποία τον εξουσίαζε.
Ξύπνησε και πάλι στο ναό του Θεού Πύρρου. Από τις παλάμες του έβγαιναν φλόγες, τις οποίες όμως αυτή τη φορά συγκρατούσε με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση χωρίς να ξεφεύγουν από τα χέρια του.
«Συγχαρητήρια, Γιάννη! Τα κατάφερες!» αναφώνησε ο Ορέστης ενώ η Φωτεινή χαμογελούσε χαρούμενη. «Τώρα, σφίξε τα χέρια σου γροθιές ώστε να σβήσεις τη φωτιά.» Ο Γιάννης έκανε όπως του είπε κι έτσι η φωτιά έσβησε. Ένιωθε κι εκείνος χαρούμενος και ακόμα πιο γαλήνιος που είχε καταφέρει να ελέγξει τη φωτιά.
«Τώρα μπορούμε να επιστρέψουμε στους άλλους και να τους ενημερώσουμε για αυτή την ευχάριστη εξέλιξη.» ανακοίνωσε ο Ορέστης και σηκώθηκαν για να φύγουν.
Επέστρεψαν στα τραπέζια όπου περίμεναν οι υπόλοιποι της παρέας και τους ανακοίνωσαν τα νέα.
«Αλήθεια; Μπράβο!» αναφώνησε η Ιφιγένεια και τον πλησίασε μαζί με τον Ηρακλή.
«Συγχαρητήρια, κολλητέ. Ήξερα πως θα τα κατάφερνες.» είπε ο Ηρακλής. Η Αντιγόνη πλησίασε κι εκείνη και τον αγκάλιασε.
«Είμαι περήφανη για εσένα γιε μου.» του είπε. Έπειτα του έδωσαν και οι υπόλοιποι ένας – ένας συγχαρητήρια.
«Δηλαδή... Τώρα τα κατάφερα; Από εδώ και στο εξής θα ελέγχω τη φωτιά;» ρώτησε ο Γιάννης τον Ορέστη για να επιβεβαιωθεί.
«Έκανες το πρώτο βήμα. Όμως έχεις πολύ δρόμο ακόμα μπροστά σου για να καταφέρεις να δαμάζεις τη φωτιά σαν ξωτικό. Μέσα στον ναό τα κατάφερες επειδή ήσουν ήρεμος, δεν μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι ότι θα συμβεί το ίδιο αν οργιστείς. Πρέπει να εκπαιδευτείς εντατικά και να μάθεις να μην αφήνεις τα συναισθήματα να επηρεάζουν τη φωτιά σου. Όμως αυτό ήταν μια καλή αρχή.» του είπε ο δάσκαλος του και του χαμογέλασε.
{...}
Πέρασαν αρκετές μέρες καθώς η εκπαίδευση συνεχιζόταν. Ο Γιάννης είχε κάνει σημαντική πρόοδο. Πλέον είχε καταφέρει να ελέγχει πλήρως τη φωτιά του χωρίς να ξεφεύγει απ' τον έλεγχο, να ανάβει το τόξο του με αυτήν και να πολεμάει εκτοξεύοντας φλεγόμενα βέλη, αλλά και εκτοξεύοντας φωτιά από τα χέρια του σε φιλικές προπονήσεις. Από εκείνη την ημέρα που συμφιλιώθηκε με τον άλλο του εαυτό, με τη φωτιά μέσα του, όλα ήταν πιο εύκολα, παρόλο που χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια. Όμως, ήταν εντυπωσιακό το πώς είχε καταφέρει να σημειώσει τέτοια πρόοδο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Σωκράτης βοηθούσε όπως μπορούσε και επενέβαινε όπου χρειαζόταν, ενώ ο Ορέστης και ο Νίμος αποδείχθηκαν εξαιρετικοί και έμπιστοι δάσκαλοι.
Αν όλα συνεχίζονταν με τέτοιους ρυθμούς, ο Γιάννης σύντομα θα μπορούσε να συνεχίσει την εκπαίδευση του με τα υπόλοιπα ξωτικά της φωτιάς. Παράλληλα, ο Ηρακλής άρχισε να προπονείται με το πυροβολικό και επανασυνδέθηκε με τον αξιωματικό και τα ξωτικά συντρόφους του από τότε, όσους είχαν επιζήσει από τον πόλεμο δηλαδή. Δεν μπορούσε να είναι σε όλες τις προπονήσεις του φίλου του λόγω του αυστηρού προγράμματος, όμως συνέχισε να τον στηρίζει και να στέκεται δίπλα του, όπως και η Ιφιγένεια και τα υπόλοιπα ξωτικά φίλοι του.
Όταν δεν είχαν προπονήσεις και μαθήματα, η παρέα χαλάρωνε και περνούσαν χρόνο μεταξύ τους είτε μέσα στους χώρους του παλατιού, είτε εκτός αυτού τώρα που ο Φεβρουάριος τελείωνε και ο καιρός ήταν ήδη σχεδόν ανοιξιάτικος. Εφόσον ο Γιάννης είχε μάθει να ελέγχει τη φωτιά, ο Έλιος του έδειξε εμπιστοσύνη επιτέλους και του έδωσε περισσότερη ελευθερία, έτσι μπορούσαν να πηγαίνουν και βόλτες στο κέντρο της Έλφιας μερικές φορές.
Με την Έλενα δεν είχε μιλήσει τηλεφωνικά, μονάχα μηνύματα έστελναν κάθε μέρα σχεδόν ο ένας στον άλλον. Ήταν καλά στον Βορρά, από ότι του έλεγε, οι παππούδες της την δέχτηκαν με στοργή, παρά τα όσα έμαθαν απ' τους γονείς της, επανασυνδέθηκε με τις παλιές της φίλες ενώ το σκάνδαλο δεν φαινόταν να έχει φτάσει ως εκεί. Χαιρόταν πολύ που μάθαινε για την εξέλιξη του Γιάννη και τη βελτίωση των ικανοτήτων του. Ωστόσο, δίσταζαν και οι δυο να πάρουν τηλέφωνο ο ένας τον άλλον, έχοντας τις ίδιες σκέψεις, μην πιέσουν τα πράγματα και χαλάσει αυτό που είχαν, ειδικά τη στιγμή που δεν είχαν ξεκαθαρίσει τη μεταξύ τους σχέση.
Όσο για τον Ηρακλή, μιλούσε καθημερινά με την Άσπα, έστελναν συνέχεια μηνύματα και έκαναν κλήσεις ή και βίντεο κλήσεις ο ένας στον άλλον, ενώ ο Ηρακλής της έδειχνε τα τοπία της Έλφιας μέσα από την κάμερα του κινητού του. Μιλούσε και με την οικογένεια του συχνά και χαιρόταν που ζούσαν πιο χαρούμενοι από ποτέ στο καινούργιο σπίτι, παρόλο που τους έλειπε εκείνος. Επίσης, εκείνος, ο Γιάννης και η Ιφιγένεια επικοινωνούσαν και με τον Φαίδωνα και την Ευτυχία, δείχνοντας τους έτσι πως η σκέψη τους ήταν μαζί τους παρόλο που βρίσκονταν μακριά. Ειδικά η Ιφιγένεια τους είχε μεγάλη έγνοια. Όμως χαιρόταν που μάθαινε πως έκαναν παρέα με τη Μύρνα και τον Άκη και πολλές φορές πήγαιναν επισκέψεις στο σπίτι τους.
Η Αντιγόνη κάθε μέρα που περνούσε ένιωθε όλο και πιο χαρούμενη και γαλήνια, και αν την έβλεπε κάποιος που γνώριζε για το παρελθόν της και για όλα τα δύσκολα χρόνια που πέρασε στη σκιά του Ιάκωβου Λιβανού, θα έλεγε πως επρόκειτο για ένα τελείως διαφορετικό άτομο. Και σε αυτό την είχε βοηθήσει όχι μόνο το κλίμα της Χώρας των Ξωτικών, όχι μόνο η σχέση της με τον γιο της, με τον οποίο φαινόταν να αναπλήρωναν το χαμένο χρόνο τους και επανόρθωνε για όλες εκείνες τις στιγμές που δεν ήταν η μητέρα που θα ήθελε για εκείνον, αλλά επίσης την είχε βοηθήσει η συντροφιά τόσο του Σωκράτη, όσο και του Νίμου, οι οποίοι την πολιορκούσαν εξίσου. Πήγαινε συνεχώς βόλτες πότε με τον έναν, πότε με τον άλλον. Ο Σωκράτης την είχε βγάλει για φαγητό και ποτό στην Έλφια, χωρίς ο ίδιος να ξεφύγει από τα όρια, ενώ της έκανε διάφορα μαγικά κόλπα προσπαθώντας να την εντυπωσιάσει. Ο Νίμος προτιμούσε να περπατάει μαζί της στο δάσος και κατά μήκος της λίμνης, να της περιγράφει τις ομορφιές του τόπου καταγωγής του, της Ανφάνης, και να της αφηγείται θαλασσινές ιστορίες από ταξίδια που είχε πάει και για σπάνια πλάσματα που είχε δει, όπως για παράδειγμα γοργόνες.
Στις προπονήσεις το κλίμα ανάμεσα στον μάγο και το ξωτικό ήταν αρκετά ανταγωνιστικό, διαφωνούσαν επίτηδες σε ό,τι έλεγε ο καθένας ενώ δεν έλειπαν και τα επιθετικά υπονοούμενα, και οι δύο όμως έκαναν πίσω για χάρη του Γιάννη ο οποίος είχε αγανακτήσει μαζί τους. Η μητέρα του έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση σύντομα και να επιλέξει μονάχα έναν, όχι να «παίζει» και με τους δύο, και θα της μιλούσε κάποια στιγμή για αυτό το θέμα. Ωστόσο, ήξερε ότι με τον Σωκράτη είχε περισσότερες πιθανότητες, γιατί με τον Νίμο θα είχε να αντιμετωπίσει τη σίγουρη απαγόρευση της σχέσης τους εξαιτίας του αυστηρού και άδικου νόμου που δεν ήθελε τα Ξωτικά να ζευγαρώνουν με άλλα πλάσματα, πόσο μάλλον με θνητούς, και ειδικά για τον ίδιο τον Αρχηγό των Ξωτικών του Νερού κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Ο ίδιος θα έπρεπε να το γνωρίζει αυτό, ωστόσο δεν φαινόταν πως τον ένοιαζε.
Ο Φεβρουάριος είχε σχεδόν τελειώσει λοιπόν, βρισκόταν στην τελευταία εβδομάδα του και ήδη μύριζε Άνοιξη στην Έλφια, τα πρώτα λουλούδια είχαν ανθίσει ενώ και τα τελευταία κρύα του Χειμώνα είχαν υποχωρήσει. Μια μέρα, ο Έλιος κάλεσε σε γεύμα, εκτός των φιλοξενούμενων του, που ούτως ή άλλως πάντα δειπνούσαν μαζί του, επίσης τον Ζαχαρία και την οικογένεια του, τους αρχηγούς του Νερού και της Φωτιάς καθώς επίσης και τις τρεις φίλες της Ιφιγένειας με τους γονείς τους, γιατί είχε να τους ανακοινώσει κάτι. Όλοι τους ήξεραν τι περίπου θα ήταν αυτό. Εφόσον ο Χειμώνας πλησίαζε στο τέλος του και θα παρέδιδε σύντομα το θρόνο του στην Άνοιξη, ο Άρχοντας θα ήθελε σίγουρα να συζητήσουν πώς θα περάσουν τη Γιορτή της Άνοιξης. Ο Γιάννης κι ο Ηρακλής ήταν ενθουσιασμένοι, αναρωτιούνταν συνεχώς πώς θα ήταν και τι θα έβλεπαν, ήταν όμως σίγουροι πως θα περνούσαν εξίσου όμορφα όσο και στην προηγούμενη Γιορτή του Καλοκαιριού. Όταν τελείωσαν το γεύμα και σερβιρίστηκε το επιδόρπιο, ο Έλιος ξεκίνησε να λέει:
«Λοιπόν, αγαπητοί επισκέπτες, όπως ήδη γνωρίζετε, πλησιάζει εκείνη η μέρα που ο Χειμώνας θα δώσει τη θέση του στην Άνοιξη: η Γιορτή της Άνοιξης. Για τους αγαπητούς επισκέπτες από τον Νότο που πιθανόν να μην το γνωρίζουν, η συγκεκριμένη γιορτή είναι μια από τις πιο σημαντικές και όμορφες του έτους για τη Χώρα των Ξωτικών, γιατί συμβολίζει την αναγέννηση, την ένωση όλων των ξωτικών με τη φύση και τον έρωτα.»
Κοίταξε τη Λαίδη Αθηνά σε εκείνο το σημείο και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.
«Αυτή η γιορτή είναι μια μεγάλη ευκαιρία για οποιοδήποτε ξωτικό να πει στον εκλεκτό, ή εκλεκτή της καρδιάς του πώς νιώθει και ίσως, γιατί όχι να ενωθεί και μαζί του. Το ίδιο ισχύει όχι μόνο για τα ξωτικά, αλλά και για όλα τα πλάσματα που τυχαίνει να βρίσκονται στη χώρα μας εκείνη τη μέρα.»
Ο Ηρακλής και ο Γιάννης έσκυψαν τα κεφάλια ντροπαλά σχεδόν γιατί θυμήθηκαν τα κορίτσια με τα οποία ήταν ερωτευμένοι, η Ιφιγένεια σκέφτηκε με νοσταλγία τον Ιάσονα ενώ η Φωτεινή και η Ναυσικά κοιτάχτηκαν πολύ διακριτικά για να μην κινήσουν υποψίες.
Όσο για την Αντιγόνη, την κοίταξαν ο Σωκράτης από δίπλα της και ο Νίμος από απέναντι συγχρόνως, κάνοντας την να χαμηλώσει το βλέμμα της αντί να κοιτάξει κάποιον από τους δύο. Ο Έλιος συνέχισε:
«Επίσης, εμείς τα Ξωτικά της Γης έχουμε την τιμητική μας εκείνη τη μέρα, καθώς συνδεόμαστε περισσότερο από όλους με τη μητέρα φύση και τον Θεό προστάτη της, τον Θεό Πευκαλίωνα. Πράγμα που φέρνει την ανακοίνωση στο κυρίως θέμα: φέτος, η Αρχηγός των Ξωτικών της Γης Άντρια, μας κάλεσε όλους στο Αρχοντικό της στην καρδιά του Δάσους των Ανθέων, όπου είναι χτισμένο το ομώνυμο Χωριό των Ανθέων, στα προάστια της Έλφιας, για να γιορτάσουμε μαζί της και με τους κατοίκους των Ανθέων αυτή την όμορφη γιορτή και να υποδεχτούμε την Άνοιξη.» Όλοι ενθουσιάστηκαν με αυτή την ιδέα, τόσο όσοι είχαν παραστεί ξανά στη συγκεκριμένη γιορτή στο Χωριό των Ανθέων όσο και εκείνοι που θα πήγαιναν για πρώτη φορά. Το Δάσος των Ανθέων το περνούσαν στο δρόμο τους προς την Έλφια, αν έρχονταν από το Λιμάνι. Ήταν εκείνο το δάσος με τα μεγάλα δέντρα πάνω και μέσα στα οποία ήταν χτισμένα ολόκληρα σπίτια στα οποία ζούσαν κυρίως Ξωτικά της Γης. Από εκείνα τα σπίτια και τα κτήρια αποτελείτο το Χωριό των Ανθέων.
Η Ιφιγένεια θυμήθηκε με θλίψη την προηγούμενη χρονιά τέτοια εποχή, που βρισκόταν στο Νότιο Βασίλειο με τους νέους τότε φίλους της και φυσικά τον Ιάσονα. Αν και περνούσε υπέροχα με τη νέα της παρέα, νοσταλγούσε τις στιγμές στη Χώρα των Ξωτικών και ιδιαίτερα τη Γιορτή της Άνοιξης που πλησίαζε, και λυπόταν που δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί. Τότε, ο μόνος φόβος που είχε ήταν ο Βαρόνος το κοράκι και ο άγνωστος λόγος για τον οποίο την ακολουθούσε... τότε που ακόμα δεν είχε ιδέα τι θα συνέβαινε στην πορεία.
«Μακάρι να ηρεμήσουν τα πράγματα και να βρεθεί μια λύση, και του χρόνου θα πω στους γονείς μου να έρθετε να γιορτάσετε μαζί μας. Θα περάσουμε όλοι υπέροχα.» θυμόταν τα λόγια που είχε πει στους φίλους της. Και ο Ιάσονας της είχε πει:
«Του χρόνου τέτοια εποχή, όλα θα έχουν τελειώσει και θα έρθουμε. Στο υποσχόμαστε, ε παιδιά;»
Αχ, Ιάσονα... σκεφτόταν τώρα η Ιφιγένεια. Μπορεί να είσαι Προφήτης, όμως σε αυτή την πρόβλεψη έπεσες έξω. Γιατί μπορεί να βρίσκονται όλα τα υπόλοιπα άτομα που αγαπώ εδώ μαζί μου, και πράγματι να ήρθαν ο Γιάννης και ο Ηρακλής, όμως εσύ δεν κατάφερες να κρατήσεις την υπόσχεση σου και να έρθεις εδώ. Όμως δεν έφταιγες εσύ. Πού να ήξερες τότε τι θα ερχόταν; Πού να ήξερες ότι η μοίρα και ο πόλεμος θα μας χώριζαν έτσι...; Άραγε θυμάσαι εκείνα τα λόγια σου εκεί που είσαι, στο Δάσος της Σύγχυσης; Ξέρεις πως πλησιάζει η Γιορτή της Άνοιξης, ή έχεις πλέον χάσει την έννοια του χρόνου;
**********************************
Επιτέλους ολοκλήρωσα ένα ακόμα κεφάλαιο!! Ο Γιάννης έκανε το πρώτο βήμα και συμφιλιώθηκε με τη φωτιά μέσα του, η οποία απεικονιζόταν ως ένας άλλος, φλεγόμενος εαυτός του. Πώς σας φάνηκε ο ναός και ο Θεός Πύρρος, έστω και αν τον γνωρίσαμε μόνο σαν άγαλμα;
Ύστερα έκανα ένα λίγο βιαστικό time skip και απλά περιέγραψα περιληπτικά τη συνέχεια της εκπαίδευσης, αφενός για να μη σας κουράσω και αφετέρου γιατί ανυπομονώ να φτάσω στις μεγάλες ανατροπές που έρχονται. Θεωρείτε πως πέρασα κάποια γεγονότα υπερβολικά βιαστικά;
Η Γιορτή της Άνοιξης πλησιάζει και τα επόμενα δύο (λογικά τόσο θα μου πάρει) κεφάλαια θα είναι αρκετά ανάλαφρα όπως τα κεφάλαια του Φεστιβάλ της Ανφάνης στο πρώτο βιβλίο.
Μετά θα ακολουθήσουν οι ανατροπές που σας έλεγα και για τις οποίες ελπίζω να μη με βρίσετε πολύ 😇
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top