Κεφάλαιο 2: Ρεβεγιόν


Είχε φτάσει η μέρα του ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς και η Ιφιγένεια δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται πώς ήταν τα πράγματα τέτοια μέρα, πριν από ένα χρόνο ακριβώς, καθώς ετοιμαζόταν μπροστά από τον καθρέφτη της καθισμένη στο έπιπλο- τουαλέτα του δωματίου της. Τότε, μπορεί να ένιωθε πως ο έρωτας της με τον Ιάσονα ήταν καταδικασμένος, όμως εκείνη την ημέρα πριν από ένα χρόνο ήταν χαρούμενη, γιατί τουλάχιστον ήταν μαζί, έστω και σαν φίλοι ακόμα. Ήταν χαρούμενη, και ας υπήρχε η σκιά της απειλής πάνω απ' τα κεφάλια της, καθώς εκείνη την εποχή την παρακολουθούσε ο Βαρόνος και δεν ήξεραν ακόμα τι ακριβώς ήταν και γιατί την παρακολουθούσε. Πολλά πράγματα συνέβησαν τη χρονιά που ακολούθησε, πράγματα που ούτε καν φανταζόταν. Και τώρα αποχαιρετούσαν εκείνη τη χρονιά. Ποιος ξέρει τι θα τους έφερνε άραγε η επόμενη; Θα επέστρεφε άραγε ο Ιάσονας κοντά τους; Θα συνέχιζε τα σατανικά του σχέδια ο Λόρδος Άνθιμος; Θα γινόταν πάλι πόλεμος; Για τίποτα δεν ήταν σίγουρη.

Αφού τελείωσε με το μακιγιάζ της, φόρεσε τα ασημένια, κρεμαστά σκουλαρίκια της και σηκώθηκε, έστρωσε λίγο το επίσης ασημένιο, μακρύ φόρεμα της και κατέβηκε κάτω, όπου και οι γονείς της ήταν έτοιμοι και περίμεναν τους καλεσμένους. Την κοίταξαν θαυμάζοντας την καθώς κατέβαινε τις σκάλες και της χαμογέλασαν μελαγχολικά. Η μητέρα της πλησίασε.

«Είσαι μια κούκλα. Όμως, δεν είμαστε μόνο για αυτό περήφανοι, αλλά και για όσα κατάφερες τη χρονιά που πέρασε. Χρόνια πολλά, γλυκιά μου.» της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο. Η νεαρή έσκυψε το κεφάλι.

«Κατάφερα και να μας εξορίσω από τη χώρα μας όμως... Αν δεν είχα αντιμιλήσει έτσι στους Ανώτερους Άρχοντες...»

«Έι. Τι έχουμε πει, κορίτσι μου;» αναφώνησε ο Ζαχαρίας και πλησίασε κι αυτός. «Έκανες πολύ καλά που τους εναντιώθηκες και υπερασπίστηκες όχι μόνο τον Ιάσονα, αλλά και όσους αδικήθηκαν από εκείνους. Μας εξόρισαν επειδή φοβήθηκαν ότι θα ξεσηκώναμε και τα υπόλοιπα Ξωτικά. Για αυτό μην ρίξεις ξανά το φταίξιμο στον εαυτό σου. Εξάλλου, έχουμε μια νέα ζωή εδώ, σωστά; Και είμαστε όλοι μαζί.» Η Ιφιγένεια ένευσε και τον αγκάλιασε συγκινημένη.

Μετά από λίγο, άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι: ο Φαίδωνας με την Ευτυχία, η οποία έλαμπε μέσα στο κόκκινο φόρεμα της και χαιρέτησε την οικογένεια εγκάρδια, δίνοντας τους στη συνέχεια ένα κουτί με μελομακάρονα και κουραμπιέδες, παραδοσιακά γιορτινά γλυκά που είχε φτιάξει η ίδια. Στη συνέχεια ήρθαν η Μύρνα με τον Άκη, τον Ηρακλή και τα αδέλφια του. Ο Ηρακλής χαιρέτησε την Ιφιγένεια και ευχήθηκαν χρόνια πολλά.

«Μίλησες με τον Γιάννη; Θα καταφέρει να έρθει;» τον ρώτησε εκείνη.

«Δεν νομίζω. Του έστειλα μήνυμα, αλλά δεν απάντησε. Λογικά θα βρίσκεται ήδη στο Παλάτι με τους γονείς του, και ξέρεις πόσο δύσκολο θα είναι να ξεφύγει από εκεί.» της απάντησε.

Ακολούθησαν οι φίλοι των παιδιών με τις οικογένειες τους, ο Δήμος, η Άσπα και η Γιώτα. Οι γονείς τους πρώτη φορά γνώριζαν τους γονείς της Ιφιγένειας και, αν και στην αρχή ήταν λίγο επιφυλακτικοί, τους συμπάθησαν αμέσως και άρχισαν να συζητούν μαζί τους σχηματίζοντας μια μεγάλη συντροφιά, καθώς η παρέα των νεότερων τους παρακολουθούσαν χαρούμενοι.

Χτύπησε για ακόμα μια φορά το κουδούνι.

«Περιμένουμε κανέναν άλλον;» απόρησε η Χρυσάνθη. Η Ιφιγένεια πήγε και άνοιξε.

«Ροζαλία!» αναφώνησε χαρούμενη καθώς αγκάλιαζε το Σκοτεινό Ξωτικό με τα ροζ- γκρι μαλλιά.

«Ιφιγένεια!» φώναξε κι εκείνη ενθουσιασμένη και όταν έσπασε η αγκαλιά τους απομακρύνθηκε λίγο και της είπε:

«Για να σε δω... Μια κούκλα είσαι! Ούτε εγώ δεν θα έφτιαχνα καλύτερο φόρεμα για εσένα.»

«Ευχαριστώ, Ροζαλία. Και εσύ πανέμορφη είσαι σήμερα.» Η φίλη της από τη Σκοτεινή Διάσταση είχε επιλέξει ένα μακρύ φόρεμα, με γοτθικά σχέδια μεν, αλλά στο χρώμα του ανοιχτού μοβ, καθώς δεν ήταν υποχρεωτικό πλέον οι κάτοικοι εκείνου του μέρους να φορούν σκούρα ρούχα, όπως μαύρο και κόκκινο. Η Λίντα πέταξε και εκείνη χαρούμενη γύρω από την Ιφιγένεια.

«Γεια σου, Ιφιγένεια! Τι ωραία που είστε εδώ...! Πόσο χαίρομαι που καταφέραμε να πείσουμε την Ελπινίκη να έρθουμε...!»

«Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Λίντα.» της είπε η Ιφιγένεια γελώντας. Το φτερωτό δαιμόνιο έπειτα πέταξε γύρω από τη Νάρα, που είχε σταθεί στο πλάι της Ιφιγένειας, τη χαιρέτησε και άρχισε να παίζει μαζί της.

Το βλέμμα της Θεραπεύτριας έπειτα στράφηκε στη γυναίκα που στεκόταν σιωπηλή πίσω από τη Ροζαλία.

«Γεια σου, Αρχόντισσα Ελπινίκη.»

«Γεια.» τη χαιρέτησε μονολεκτικά, σαν να μην ήξερε πώς να φερθεί.

«Είσαι και εσύ εξίσου όμορφη με τη Ροζαλία σήμερα. Πολύ ωραίο φόρεμα.» Όντως το φόρεμα της ήταν υπέροχο, μια μακριά βελούδινη τουαλέτα με δαντέλα στο στήθος και στα μανίκια στα χρώματα του μαύρου και του κόκκινου, καθώς εκείνη ήθελε να κρατήσει το αρχικό στυλ της Σκοτεινής Διάστασης. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα τα μισά επάνω σε έναν ιδιαίτερο κότσο και το βάψιμο της με μαύρη σκιά και κόκκινο κραγιόν ολοκλήρωνε το σύνολο και την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο όμορφη με ένα σκοτεινό τρόπο σε συνδυασμό και με τα κόκκινα μάτια της. Στον ώμο της καθόταν το δαιμόνιο- σαύρα της, η Λάμια.

«Ευχαριστώ. Εμ... Η Ροζαλία με ανάγκασε να φορέσω το φόρεμα. Το έφτιαξε για εμένα, και ξέρεις πόσο επίμονη μπορεί να γίνει, οπότε δεν μπόρεσα να της αρνηθώ.»

Η Ιφιγένεια γέλασε με αυτά τα λόγια και συμφώνησε, ενώ η Ροζαλία έκανε δήθεν πως πειράζεται.

«Ένα θα σου πω. Η Αρχόντισσα μου ήθελε να κάνουμε είσοδο ανοίγοντας πύλη ακριβώς στη μέση του σαλονιού, όμως εγώ της είπα ότι θα τρομάζαμε τον κόσμο έτσι και την έπεισα να ανοίξουμε πύλη έξω και να μπούμε κανονικά στο σπίτι όπως όλοι οι υπόλοιποι επισκέπτες.» είπε, κάνοντας πάλι το ξωτικό να γελάσει. Έπειτα τις παρότρυνε να την ακολουθήσουν μέσα στο σαλόνι. Έπεσε μια μικρή σιωπή όταν όλοι αντίκρισαν τα δυο γοητευτικά Σκοτεινά Ξωτικά με τα κόκκινα μάτια και τα εντυπωσιακά φορέματα. Αν και γνώριζαν σχετικά με τη συμμαχία της Ελπινίκης με τις Χώρες των Ξωτικών, των Μάγων και των Πέντε Βασιλείων, ορισμένοι Άνθρωποι ήταν ακόμα προκατειλημμένοι απέναντι στα Σκοτεινά Ξωτικά ως σύνολο, παρόλο που γνώριζαν ότι τα συγκεκριμένα δεν θα τους έβλαπταν.

Όμως ο Ζαχαρίας και η Χρυσάνθη πλησίασαν και καλωσόρισαν εγκάρδια τις νεοφερμένες, συστήνοντας τες έτσι και στους υπόλοιπους για τους τύπους, παρόλο που ήξεραν όλοι ποιες ήταν.

«Τις είχα καλέσει στην προηγούμενη συνάντηση μας, όμως εφόσον δεν υπάρχει τρόπος επικοινωνίας με τη Σκοτεινή Διάσταση δεν ήξερα αν θα καταφέρουν να έρθουν τελικά. Δεν σας πειράζει...;» ρώτησε διστακτικά η Ιφιγένεια.

«Καθόλου. Είσαστε ευπρόσδεκτες εδώ, Αρχόντισσα Ελπινίκη και Λοχαγέ Ροζαλία.» απάντησε ο Ζαχαρίας.

"Ευχαριστούμε. Και μην ανησυχείτε, έχουμε τραφεί προτού έρθουμε εδώ, οπότε δεν κινδυνεύετε...» είπε η Ελπινίκη, για να εισπράξει μια προειδοποιητική ματιά από τη Λοχαγό της.

«Μην τους τρομάζεις κι άλλο...» της είπε, έπειτα με το πιο γλυκό της χαμόγελο είπε: «Λυπούμαστε μόνο που δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε τίποτα από τα εδέσματα ή τα ποτά του μπουφέ, λόγω της φύσης μας, καταλαβαίνετε. Όμως είναι μεγάλη τιμή και χαρά μας που θα περάσουμε την Πρωτοχρονιά, την οποία έχουμε χρόνια να γιορτάσουμε, μαζί σας.»

«Ψυχούλες μου... Ούτε Πρωτοχρονιά δεν γιόρταζαν με εκείνο το κτήνος τον Άνθιμο.» ψιθύρισε με συμπόνια η Ευτυχία στον σύζυγο της.

«Σσσςς... Μη λες το όνομα του, γυναίκα.» την επέπληξε ο Φαίδωνας.

«Ναι, λες και αν δεν το αναφέρουμε θα αλλάξει κάτι...» είπε αυτή.

Η βραδιά συνεχίστηκε και όλοι άρχισαν να συνηθίζουν την παρουσία των δυο Σκοτεινών Ξωτικών εκεί.

«Πώς είσαι, γλυκιά μου;» ρώτησε η Ροζαλία κάποια στιγμή την Ιφιγένεια.

«Καλά είμαι. Όμως... μου λείπει πολύ ο Ιάσονας, όπως καταλαβαίνεις, και ειδικά αυτές τις μέρες η απουσία του είναι εντονότερη.»

«Γλυκούλα μου...» είπε το Σκοτεινό Ξωτικό και την αγκάλιασε απ' τους ώμους. Η Ελπινίκη την κοίταξε με ένα βλέμμα ανεξιχνίαστο.

«Τουλάχιστον ξέρεις ότι είναι ακόμα ζωντανός, πιθανών.» της είπε και κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. Την κοίταξε με συμπόνια και κατανόηση, όμως εκείνη έστρεψε το βλέμμα της αλλού, σαν να μην ήθελε τη συμπόνια της. Εκείνη την ώρα πλησίασαν και οι άλλοι φίλοι τους και άρχισαν να συζητούν όλοι μαζί. Η Ιφιγένεια σύστησε τον Δήμο, την Άσπα και τη Γιώτα με τις δύο Σκοτεινές καθώς μέχρι πρότινος δεν γνωρίζονταν από κοντά, ενώ ο Ηρακλής τις είχε δει σε μια άλλη επίσκεψη τους.

Ο Δήμος πλησίασε την Ελπινίκη φορώντας το πιο γοητευτικό ύφος του, εκείνο που έπαιρνε όταν ετοιμαζόταν να φλερτάρει.

«Ωχ... Δεν θα πάει καθόλου καλά αυτό...» είπε η Άσπα στον Ηρακλή.

«Γεια... Πολύ κουλ το δαιμόνιο σου. Μπορώ να το χαϊδέψω;» ρώτησε δείχνοντας τη Λάμια στον ώμο της, η οποία ύψωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε προειδοποιητικά.

«Όχι. Θα σε σκοτώσει.» του είπε ψυχρά η Ελπινίκη, ενώ η Άσπα μιμήθηκε ένα επιφώνημα πόνου και ο Ηρακλής έπνιξε ένα γέλιο με την αμήχανη αυτή κατάσταση.

«Ω, έλα τώρα, Ελπινίκη... Μην είσαι τόσο σκληρή. Ο άνθρωπος προσπαθεί απλά να σε γνωρίσει.» της είπε η Ροζαλία.

«Δεν έχω ανάγκη από νέες γνωριμίες και ειδικά με θνητούς.» είπε εκείνη με απαθές βλέμμα και απομακρύνθηκε για να βγει στη βεράντα.

Η Ιφιγένεια περίμενε λίγα λεπτά και έπειτα, φόρεσε ένα παλτό και την ακολούθησε έξω στο κρύο. Τη βρήκε καθισμένη κάτω στα πλακάκια της βεράντας, να κοιτάζει με το κεφάλι της σηκωμένο τα αστέρια μέσα από τα αραιά γκρίζα σύννεφα. Πλησίασε διστακτικά.

«Ο ουρανός εδώ είναι πολύ διαφορετικός από ότι στη Σκοτεινή Διάσταση, έτσι;» της είπε προσπαθώντας να ανοίξει μια συζήτηση. Η Ελπινίκη ύψωσε τα κόκκινα μάτια της, που αν δεν τη γνώριζε, θα φοβόταν έτσι όπως έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι, και συμφώνησε:

«Ναι, πράγματι. Εκεί δεν φαίνονται καθόλου τα αστέρια.» Η νεαρή κάθισε με αργές κινήσεις δίπλα της, προσέχοντας να μη λερώσει ή τσαλακώσει το φόρεμα της.

«Τι σου συνέβη μέσα;» τη ρώτησε. «Είσαι εντάξει;»

«Ναι. Καλά είμαι. Απλά νιώθω πως δεν μπορώ να ταιριάξω σε αυτόν τον Κόσμο, στον δικό σου Κόσμο. Ακόμα και όταν ήμουν Ξωτικό πάλευα μια ζωή να προσαρμοστώ.» Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής ανάμεσα τους, ώσπου η Σκοτεινή Αρχόντισσα έσπασε πάλι: «Ξέρεις, όταν σε έφεραν στο Κόκκινο Κάστρο, αναρωτιόμουν τι σου βρήκε ο Ωρίωνας. Έδειχνε ένα παράξενο ενδιαφέρον για εσένα, παρόλο που δεν το παραδεχόταν. Τώρα ξέρω. Δείχνεις μια... πρωτοφανή ενσυναίσθηση για όλα τα πλάσματα, ακόμα και για όσους σε έχουν βλάψει. Ακόμα και για εμένα, που δεν με γνωρίζεις καλά, έδειξες ενδιαφέρον μόλις τώρα και με ρώτησες αν είμαι εντάξει, και ας είμαι ένα πλάσμα δίχως καρδιά που δεν μπορεί να πληγωθεί ή να πονέσει.»

Έλεγε αυτά κοιτάζοντας κάπου απροσδιόριστα αντί για την ίδια, λες και η οπτική επαφή μαζί της, της προκαλούσε αμηχανία. Η Ιφιγένεια χαμογέλασε μελαγχολικά.

«Μπορεί να μην πονάς, όμως ξέρω ότι σε επηρέασε η απώλεια του Ωρίωνα, αλλά σε αφύπνισε συγχρόνως. Απλά ήθελα να ξέρεις... Ήσουν σημαντική για εκείνον. Σε είδα στις αναμνήσεις του, τις οποίες μου έδειξε μέσω του χαρίσματος του λίγο πριν πεθάνει. Μπορούσα να νιώσω μέχρι και τα συναισθήματα του... Σε αγαπούσε, Ελπινίκη.»

«Ώστε έτσι... Τότε, ίσως να μην είναι όλα μάταια, τελικά.» κατέληξε η Ελπινίκη και σηκώθηκε με μεγάλη ευκολία από το πάτωμα, έπειτα έτεινε το χέρι της προς την Ιφιγένεια για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. «Πάμε μέσα. Θα κρυώσεις.» της είπε προς έκπληξη της.

Η βραδιά συνεχίστηκε με φαγητό, ποτό και συζητήσεις μέχρι να έρθει η στιγμή να αλλάξει ο χρόνος. Ακόμα και η Ελπινίκη συμμετείχε πλέον στις συζητήσεις με τους θνητούς φίλους της Ιφιγένειας, ενώ η Ροζαλία κατενθουσιασμένη έλεγε συνεχώς πόσο υπέροχα ήταν όλα και πόσο θα ήθελε να είχε γεύση για να μπορέσει να δοκιμάσει τα φαγητά και τα γλυκά. Λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, χτύπησε ξανά το κουδούνι. Η Ιφιγένεια πήγε πάλι να ανοίξει με απορία. Ένιωσε μια ευχάριστη έκπληξη όταν στο κατώφλι αντίκρισε τον Γιάννη, ενώ η ώρα είχε περάσει και πίστευε πως δεν θα ερχόταν.

«Γιάννη;»

«Χρόνια πολλά, Ιφιγένεια.» της είπε εκείνος και της χαμογέλασε κοιτάζοντας την σαν μαγεμένος. Πήρε το χέρι της και το φίλησε σαν ιππότης παλαιότερης εποχής και για λίγο τα μπλε μάτια του έμειναν πάνω στα δικά της τα πράσινα.

«Είσαι πανέμορφη. Θέλω να πω... πάντα είσαι όμως τώρα... Απλά ουάου. Εμ... Συγνώμη, φιλικά το λέω. Να περάσω;» Η Ιφιγένεια γέλασε με την αμηχανία του που συνόδευσε την ιπποτική ευγένεια του.

«Ευχαριστώ. Και εσύ δεν πας πίσω... Επίσης φιλικά.» του απάντησε. «Εμ... Πέρασε, φυσικά. Δεν σε περιμέναμε...»

«Το ξέρω. Είμαι η ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς.» αστειεύτηκε καθώς περνούσε μέσα στο σαλόνι.

Δεν φορούσε παλτό, μόνο το κοστούμι του σε μπλε σκούρο χρώμα, λευκό πουκάμισο και μια κόκκινη γραβάτα, ενώ τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα με τζελ που τα έκανε να μοιάζουν βρεγμένα. Ο Ηρακλής και οι άλλοι φίλοι του τον υποδέχθηκαν επίσης έκπληκτοι, αγκαλιάστηκαν και ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον.

«Πώς και ήρθες;» τον ρώτησε ο Ηρακλής.

«Κατάφερα και ξέφυγα από το βλέμμα του πατέρα μου και είπα στην Βασίλισσα ότι θα προτιμούσα να βρίσκομαι κάπου αλλού τώρα. Εκείνη χωρίς να το παρεξηγήσει καθόλου με βοήθησε να αποδράσω βάζοντας έναν φρουρό να με συνοδεύσει και είπε πως θα με κάλυπτε στους γονείς μου.» εξήγησε και τα παιδιά γέλασαν.

«Καλά, θεά η Βασίλισσα. Δεν το περίμενα πως θα ήταν τόσο κουλ.» σχολίασε η Άσπα. Οι γονείς της Ιφιγένειας πλησίασαν και εκείνοι, τον καλωσόρισαν και ευχήθηκαν επίσης.

«Με συγχωρείτε που ήρθα με άδεια χέρια, όμως βλέπετε ήμουν στο Παλάτι και ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής.» τους είπε.

«Μην ανησυχείς για αυτό. Η παρουσία σου και μόνο μας τιμάει. Δεν χρειαζόταν δώρο ούτε γλυκό.» του είπε ο Ζαχαρίας.

«Εξάλλου έχουμε τόσα πολλά, που δεν ξέρουμε τι θα τα κάνουμε αν μείνουν μετά το πέρας της βραδιάς.» συμπλήρωσε η Χρυσάνθη μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Η στιγμή του αποχαιρετισμού του παλιού χρόνου και η υποδοχή του καινούργιου έφτασε. Τα φώτα έσβησαν κι άρχισαν όλοι να μετρούν αντίστροφα τα τελευταία δευτερόλεπτα. Ύστερα, άναψαν ξανά τα φώτα και ακολούθησαν ευχές από όλους προς όλους για τον καινούργιο χρόνο. Έπειτα όλοι βγήκαν έξω και θαύμασαν τα εορταστικά πυροτεχνήματα που έπεφταν τριγύρω και στη συνέχεια, επέστρεψαν στο σαλόνι για την κοπή της πίτας. Η Ευτυχία βοηθούσε τον Ζαχαρία και τη Χρυσάνθη δείχνοντας τους πώς γίνεται ενώ η Ιφιγένεια εξηγούσε στη Ροζαλία και την Ελπινίκη τι ακριβώς ήταν αυτό το έθιμο των Ανθρώπων.

«Έτσι, όποιος κερδίσει το φλουρί θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς.» είπε στο τέλος.

«Οι Άνθρωποι έχουν τόσο περίεργα έθιμα...» είπε η Ελπινίκη. «Ποιο το νόημα σε όλο αυτό;» απόρησε.

«Κι όμως, πολλές φορές αυτά βγαίνουν. Πέρυσι κέρδισα εγώ το φλουρί και ενώ ήμουν καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, τη χρονιά που πέρασε περπάτησα χάρη στην Ιφιγένεια και έκανα το όνειρο μου να γίνω χορεύτρια μπαλέτου πραγματικότητα.» είπε η Σοφία.

«Αχ, τι συγκινητικό...» είπε η Λίντα πεταρίζοντας, καθώς χτυπούσε τα μικροσκοπικά της φτερά.

«Είδες, Αρχόντισσα μου; Μέχρι και στον Κόσμο των Ανθρώπων υπάρχει μαγεία.» είπε η Ροζαλία, που η ιστορία της θεραπείας της νεαρής κοπέλας την είχε επίσης συγκινήσει.

Τα κομμάτια μοιράστηκαν. Έκοψαν ακόμα και για τις δύο επισκέπτριες από τη Σκοτεινή Διάσταση, παρόλο που δεν μπορούσαν να το φάνε. Η τυχερή στην οποία έτυχε το φλουρί ήταν η Ιφιγένεια και ακολούθησαν συγχαρητήρια από όλους και ευχές για να πραγματοποιηθούν οι ευχές της για τη χρονιά που έρχεται.

Μονάχα μία ευχή έχω και αυτή είναι να επιστρέψεις εσύ, Ιάσονα... είπε από μέσα της με ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Όλοι οι φίλοι της και οι γονείς της κατάλαβαν φυσικά τι ευχήθηκε. Ήταν και η δική τους ευχή άλλωστε.

Ακολούθησε πάρτι με χορό κυρίως από τη νεολαία, ενώ οι γονείς συζητούσαν μεταξύ τους πίνοντας αργά. Η Ιφιγένεια τους παρακολουθούσε σιωπηλή, πλάι στην επίσης ακίνητη Ελπινίκη, που αν και δεν χόρευε η ίδια φαινόταν να παρατηρεί τους θνητούς με ενδιαφέρον. Η νεαρή Θεραπεύτρια είδε με χαρά μα και έκπληξη συγχρόνως τον Ηρακλή να χορεύει με την Άσπα και να έχουν έρθει πιο κοντά, αν και με τους γονείς τους παρόντες δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι απόψε μεταξύ τους... Η Ροζαλία, από την άλλη μεριά, το διασκέδαζε με την ψυχή της καθώς χόρευε με τον Δήμο και τη Γιώτα και γελούσε με τις αστείες φιγούρες του θνητού αγοριού. Η Λίντα πετούσε κι εκείνη ανάμεσα τους κάνοντας χορευτικές φιγούρες στον αέρα.

«Η Ροζαλία και η Λίντα φαίνονται να το διασκεδάζουν απόψε.» είπε η Ιφιγένεια στη διπλανή της.

«Όντως, το χρειάζονταν αυτό, και μετανιώνω που ήμουν έτοιμη να τους αρνηθώ στην αρχή.» απάντησε η Αρχόντισσα της Σκοτεινής Διάστασης.

«Πώς είναι τα πράγματα στη Σκοτεινή Διάσταση;»

«Αρκετά καλά και ήσυχα, όπως ήταν. Έχει μετατραπεί σε ένα ειρηνικό μέρος, καμία σχέση με την τυραννία του Άνθιμου, ωστόσο ακόμα οι μέρες μοιάζουν να περνούν μονότονα. Για αυτό είπα ότι χρειαζόταν κάτι διαφορετικό για να ξεφύγει η Ροζαλία.» Η Ιφιγένεια ένευσε συμφωνώντας μαζί της. «Ξέρεις...» συνέχισε μετά από λίγο η Σκοτεινή γυναίκα. «Υπάρχει και στη Σκοτεινή Διάσταση Δάσος της Σύγχυσης. Ωστόσο, δεν γνωρίζω κατά πόσο ασφαλές θα ήταν να στείλω άτομα μέσα με σκοπό να σώσουν τον Μαγικό, ούτε ξέρουμε αν όντως θα καταφέρουμε να τον βρούμε. Θα το ερευνήσω η ίδια όμως και αν αποδειχθεί ότι θα μπορούσε να στεφθεί με επιτυχία μία τέτοια αποστολή, ίσως κάνω ενέργειες για να το πραγματοποιήσω.»

Η Ιφιγένεια την κοίταξε με έκπληξη.

«Αλήθεια; Θα το έκανες αυτό για εμένα; Εννοώ, για όλους εμάς που ελπίζουμε και ευχόμαστε την επιστροφή του;»

«Μην κολακεύεσαι. Δεν το κάνω για εσάς. Όμως, αν εμφανιστεί ξανά ο Άνθιμος, σίγουρα θα θελήσει να τελειώσει αυτό που άρχισε και μέσα στα σχέδια του θα είναι να συνεχίσει την προσπάθεια να πάρει τον γιο του με το μέρος του. Θα είναι προτιμότερο να τον βρούμε εμείς, αφού τα Ξωτικά δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα και οι Μάγοι ακόμα δεν έχουν βρει τρόπο. Ο Ιάσονας ίσως είναι ο μόνος που θα μπορέσει να τον σταματήσει για ακόμα μια φορά, αν είναι εναντίον του και όχι μαζί του, και έχω χρέος να προστατεύσω το λαό μου.» Το νεαρό ξωτικό χαμογέλασε με αυτά τα λόγια και με την αποφασιστικότητα της.

«Νοιάζεσαι πολύ για τους άλλους και ας μην το παραδέχεσαι, Ελπινίκη.» της είπε.

Η Ελπινίκη την κοίταξε και θα ορκιζόταν πως είδε μια υποψία χαμόγελου στα χείλη της, πράγμα που συνέβαινε σπάνια.

«Πήγαινε να διασκεδάσεις με τους φίλους σου. Δεν χρειάζεται να μου κρατάς συντροφιά... Εξάλλου έχω παρέα.» της είπε τότε δείχνοντας τη Λάμια στον ώμο της.

«Εντάξει.» είπε η Ιφιγένεια, σεβόμενη το γεγονός πως ήθελε να μείνει μόνη με το Δαιμόνιο της για λίγο.

Κατευθύνθηκε προς τους υπόλοιπους κι άρχισε να χορεύει μαζί τους και να διασκεδάζει. Λίγο μετά, την πλησίασε ο Γιάννης, ο οποίος είχε βγάλει το σακάκι του, είχε διπλώσει τα μανίκια του πουκαμίσου προς τα επάνω και χαλαρώσει τη γραβάτα του για να είναι πιο άνετος. Άρχισε να χορεύει μαζί της και για λίγο ξεχάστηκαν. Κάποια στιγμή, την έπιασε απαλά από τη μέση, την έκανε μια σβούρα και εκείνη γέλασε ξαφνιασμένη. Ξαφνικά, άρχισε να παίζει ένα μπλουζ και όλοι άρχισαν να περιστρέφονται αργά σε ζευγάρια: ο Ηρακλής με την Άσπα, ο Δήμος με τη Γιώτα, και επίσης πήραν θέση στην αυτοσχέδια πίστα και ο Ζαχαρίας με τη Χρυσάνθη, ο Φαίδωνας με την Ευτυχία και ο Άκης με τη Μύρνα. Η Ροζαλία στάθηκε δίπλα στην Ελπινίκη και τους παρακολουθούσε με ονειροπόλο βλέμμα, με τη Λίντα να έχει καθίσει πλέον στον ώμο της.

Ο Γιάννης και η Ιφιγένεια κοιτάχτηκαν για λίγο αμήχανα και έπειτα, εκείνη ανασήκωσε τους ώμους γελώντας.

Γιατί όχι; Δεν μπορούμε να χορέψουμε και μπλουζ σαν φίλοι; Είπε από μέσα της και αφέθηκε στην αγκαλιά του. Καθώς χόρευαν σε αργούς ρυθμούς, ένιωθε ένα περίεργο συναίσθημα. Σίγουρα όχι έρωτα, ήταν κάτι σαν σιγουριά, ασφάλεια και παρηγοριά. Σαν να μοιράζονταν για ακόμα μία φορά τον κοινό εκείνο πόνο, την απουσία του φίλου τους.

Ο Γιάννης από την άλλη, ένιωθε τόσα μπερδεμένα συναισθήματα εκείνη τη στιγμή. Καθώς την κρατούσε στα χέρια του και εκείνη είχε γείρει στο στήθος του, φανταζόταν ήδη τους δυο τους ζευγάρι.

Όχι, ανόητε! Όχι! Δεν πρέπει! Η καρδιά της ανήκει στον Ιάσονα! Θα γίνει χαμός αν επιστρέψει και έχει συμβεί το οτιδήποτε μεταξύ σας! Φώναζε η φωνή της λογικής μέσα στο κεφάλι του. Μια άλλη φωνή όμως, λίγο πιο εγωιστική, του έλεγε:

Και αν ο Ιάσονας δεν επιστρέψει ποτέ; Η Ιφιγένεια έχει ανάγκη από κάποιον να την προστατεύει, να την αγαπάει όσο εκείνος για να καλύπτει τα κενά. Έπειτα μια τρίτη φωνή, η φωνή εκείνη της αγάπης που έχουμε για έναν φίλο:

Όχι! Ο Ιάσονας είναι φίλος σου! Πώς μπορείς να σκέφτεσαι έτσι; Θα τον πρόδιδες με αυτόν τον τρόπο; Στο τέλος όμως, σίγασε όλες τις φωνές και απλά αφέθηκε στο ρυθμό, στην αγκαλιά της και στη μαγεία της στιγμής, χωρίς να σκέφτεται τι θα μπορούσε να συμβεί και αν θα μπορούσε. 

***************************

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Εμένα δεν με ικανοποίησε και τόσο. Μου θύμισε filler Πρωτοχρονιάτικο επεισόδιο από anime. Χαχα!! Τέλος πάντων, το σημαντικό είναι ότι βλέπουμε τα συναισθήματα του Γιάννη για την Ιφιγένεια να έχουν γίνει σχεδόν ανεξέλεγκτα. Πώς θα εξελιχθεί άραγε αυτό; Τι άλλο σας έκανε εντύπωση από το δεύτερο κεφάλαιο; Θα τα πούμε σύντομα στο επόμενο 🧝‍♂️🧝‍♀️😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top