Κεφάλαιο 19: Το Ταξίδι και η Άφιξη

Είχαν αφήσει πλέον πίσω τους τις ακτές του Νότου, ο οποίος φαινόταν ολοένα να ξεμακραίνει και σύντομα το μόνο που θα έβλεπαν γύρω τους θα ήταν η ελαφρώς κυματιστή θάλασσα. Λίγο μετά το μεσημεριανό το οποίο έφαγαν όλοι μαζί στην τραπεζαρία του πλοίου, οι τρεις φίλοι μαζεύτηκαν στην καμπίνα του Γιάννη να ξαποστάσουν και να συζητήσουν λίγο.

«Όπως καταλάβατε, χθες πέρασα τη νύχτα με την Έλενα.» είπε τότε ο Γιάννης. «Εφόσον δεν υπάρχουν πια μυστικά μεταξύ μας και αφού σας εμπιστεύομαι απόλυτα, ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας.»

«Πώς ήταν;» ρώτησε κάπως διστακτικά η Ιφιγένεια.

«Υπέροχο. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, τόσο για εμένα όσο και για εκείνη, και ας μην ήταν η πρώτη  φορά κανενός από τους δυο μας.» απάντησε και το Ξωτικό ξαφνιάστηκε. Δεν είχε ιδέα ότι ο φίλος της είχε ολοκληρωμένες επαφές και στο παρελθόν. Ο Ηρακλής το ήξερε, όμως χωρίς λεπτομέρειες, δεν γνώριζε τίποτα σχετικά με τον οίκο ανοχής στον οποίο τον πήγαινε ο πατέρας του.

«Όμως σήμερα το πρωί, μου είπε πως δεν ήθελε να συνεχίσουμε και είχαμε κάτι σαν καυγά.» συνέχισε ο Γιάννης. «Φοβόταν ότι... Ότι θα συμβεί κάτι με την Ιφιγένεια στη Χώρα των Ξωτικών, και ήθελε να μου δώσει το ελεύθερο ώστε να μην πληγωθεί τόσο και συγχρόνως να αφοσιωθώ στο σκοπό μου. Δεν περίμενα με τίποτα να έρθει λίγο πριν την αναχώρηση και να μου πει ότι τελικά θέλει να προσπαθήσουμε. Όμως δεν έχω ιδέα πώς θα πρέπει να φερθώ από εδώ και πέρα. Να την παίρνω τηλέφωνο; Να της στέλνω μηνύματα ή θα την πρήζω; Δεν θέλω να αισθανθεί ότι πιέζεται...»

«Δηλαδή... τώρα δεν έχετε ξεκαθαρίσει ακόμα αν έχετε σχέση ή όχι.» συμπέρανε ο Ηρακλής.

«Έτσι νομίζω.»

«Τότε, φίλε μου, ίσως έχεις δίκιο. Μην πιέσεις την κατάσταση... Στέλνε της ένα μήνυμα μια φορά την ημέρα για αρχή και ύστερα βλέπετε πώς θα εξελιχθεί.»

«Εγώ πιστεύω πως πρέπει να ακολουθήσεις την καρδιά σου και να πράξεις όπως νιώθεις.» είπε η Ιφιγένεια. «Αν σου λείπει, στείλε της. Αν θες να ακούσεις τη φωνή της, πάρ' την τηλέφωνο. Δεν θα νιώσει ότι πιέζεται αν είναι πραγματικά ερωτευμένη μαζί σου... Και είμαι σίγουρη πως είναι.» συνέχισε και τον κοίταξε με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.

«Και μιας και το έφερε η κουβέντα, έχω κι εγώ να ανακοινώσω κάτι. Χθες βράδυ, από ότι θυμάσαι Ιφιγένεια, έφυγα μαζί με την Άσπα. Πήγαμε σπίτι της, γιατί μου είπε πως η μητέρα της έλειπε για Σαββατοκύριακο.» Οι γονείς της Άσπας είχαν χωρίσει εδώ και χρόνια, ζούσε μόνο με τη μητέρα της και δεν είχε καθόλου επαφές με τον πατέρα της. «Και... έγινε αυτό που φαντάζεστε.» παραδέχτηκε, και οι δυο κολλητοί του θα ορκίζονταν πως τον είδαν να κοκκινίζει.

«Αλήθεια; Μπράβο! Και πώς σου φάνηκε;» τον ρώτησε ο Γιάννης.

«Ένας σωστός άντρας δεν περιγράφει ποτέ με λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίο κάνει έρωτα με τη γυναίκα του. Θα σας πω μόνο πως ήταν τέλειο, πολύ καλύτερο από ότι φανταζόμουν. Ένιωσα πως ήρθαμε ακόμα πιο κοντά. Το κακό είναι ότι τώρα θα μου λείψει περισσότερο.» είπε και ο Γιάννης κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση, γιατί ένιωθε ακριβώς το ίδιο για την Έλενα.

Η Ιφιγένεια συνειδητοποίησε πόσο είχαν ωριμάσει όλοι τους και ότι πλέον όλοι της σχεδόν οι φίλοι εξερευνούσαν και το σωματικό έρωτα. Εκείνη δεν το είχε ζήσει ακόμα. Πώς θα ήταν άραγε; Τα μάγουλα της φλογίστηκαν κι ένιωσε ένα ευχάριστο κάψιμο χαμηλά, στη σκέψη πως έκανε έρωτα με τον Ιάσονα, και η αλήθεια ήταν πως μόνο εκείνον μπορούσε να φανταστεί να την αγγίζει, αν επέστρεφε κάποια στιγμή και κατάφερναν να είναι μαζί. Τις σκέψεις της αυτές συνόδευσε η γνωστή μελαγχολία για την απουσία του. Γιατί να μην ήταν αλλιώς τα πράγματα και να ήταν τώρα οι δυο τους ένα φυσιολογικό ζευγάρι της ηλικίας τους, όπως όλη η υπόλοιπη παρέα τους οι οποίοι είχαν γίνει ζευγάρια μεταξύ τους;

{...}

Λίγο αργότερα, ο Γιάννης βρήκε τη μητέρα του στο κατάστρωμα. Είχε τραβήξει μια καρέκλα και καθόταν μπροστά στην κουπαστή για να χαζεύει τα κύματα, ενώ είχε τυλιγμένη μια πλεχτή ζακέτα γύρω της. Ο ήλιος, που βάδιζε ήδη προς τη δύση του, ξεπρόβαλλε πίσω από μερικά σύννεφα. Η Αντιγόνη χαμογέλασε στον γιο της μόλις τον είδε. Δίπλα της υπήρχε άλλη μια άδεια καρέκλα στην οποία κάθισε εκείνος.

«Πώς είσαι, γιε μου;» τον ρώτησε.

«Καλά, αν εξαιρέσουμε τη γνωστή αγωνία που έχω για την εκπαίδευση. Όμως δεν αφήνω να με επηρεάζει...» της απάντησε ειλικρινά. Δυσκολευόταν ακόμα να πιστέψει πως είχαν κάνει μια νέα αρχή οι δυο τους χωρίς εκείνον να τους εξουσιάζει, τον καθένα με τον τρόπο του.

«Ώστε... Εκείνο το κορίτσι που υπερασπίστηκες στο σχολείο, η Έλενα... Δεν είστε μόνο φίλοι, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα.

«Όχι, δεν είμαστε. Ήταν δύσκολο μετά από όσα περάσαμε κι οι δυο μας, όμως αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε και όπου μας βγει.»

«Χαίρομαι για εσάς. Φαίνεται καλή κοπέλα.» είπε η Αντιγόνη, και του φαινόταν τόσο περίεργο και όμορφο συγχρόνως που είχε μία τέτοια συζήτηση με τη μητέρα του.

«Και... εσύ; Πώς πέρασες χθες στη δεξίωση με τον Σωκράτη;» τη ρώτησε έπειτα, στρέφοντας την κουβέντα σε εκείνη.

Η Αντιγόνη έστρεψε αλλού το βλέμμα της ντροπαλά.

«Ήταν πολύ καλή παρέα. Είναι καλός, ευγενικός και αστείος, με έκανε να γελάω όλο το βράδυ και σιγουρευόταν πως ήμουν εντάξει. Και δεν πίνει και τόσο όσο λένε οι φήμες, για να πω την αλήθεια...»

«Περίεργο...» σχολίασε σκεπτικός ο Γιάννης. «Μάλλον η παρέα σου του έκανε καλό και σε εσένα το ίδιο. Χαίρομαι πολύ, μαμά.»

«Μην προτρέχεις... Φίλοι είμαστε, δεν υπάρχει κάτι άλλο μεταξύ μας προς το παρόν... Το ξέρεις ότι τυπικά είμαι ακόμα παντρεμένη με τον πατέρα σου.»

«Ακριβώς, τυπικά μόνο. Ο πατέρας είναι εξαφανισμένος και εσύ είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι θέλεις με τη ζωή σου. Μπορεί να μην τρέχει προς το παρόν κάτι με τον Σωκράτη όπως είπες και εσύ, όμως ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Πιστεύω πως θα κάνετε καλό ο ένας στον άλλον.» είπε ο Γιάννης και χαμογέλασαν και οι δυο. Έπειτα ακούστηκαν βήματα στο ξύλινο κατάστρωμα πίσω τους και πλησίασε ο Σωκράτης.

«Επ! Τι λένε εδώ πέρα μάνα και γιος; Δεν πιστεύω να με κουτσομπολεύατε...» είπε με το συνηθισμένο ανέμελο ύφος του.

«Κάθε άλλο, Σωκράτη. Τα καλύτερα της έλεγα για σένα.»

«Γιάννη!» αναφώνησε η Αντιγόνη που ήρθε σε αμηχανία.

«Ώστε έτσι, ε;» είπε ο Σωκράτης.

«Ναι. Λοιπόν, πάω να βρω τα παιδιά, να παίξουμε εκείνο το παιχνίδι με τις κάρτες που έδωσε ο αδελφός του στον Ηρακλή. Τα λέμε αργότερα.» και απομακρύνθηκε βιαστικά για να τους αφήσει μόνους.

{...}

Το ταξίδι τους συνεχιζόταν με ήρεμους ρυθμούς. Το βράδυ δείπνησαν όλοι μαζί στην τραπεζαρία. Προς έκπληξη του Γιάννη, ο Νίμος πήρε θέση δίπλα στη μητέρα του από τη μια μεριά, ενώ από την άλλη καθόταν ως συνήθως ο Σωκράτης. Ο Αρχηγός του Νερού τη ρωτούσε συνεχώς αν ήταν εντάξει και της σέρβιρε από διάφορα πιάτα τα οποία εκείνη δεν έφτανε να πιάσει, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Σωκράτη η οποία φαινόταν ξεκάθαρα στο πρόσωπο του. Ο Γιάννης, που καθόταν απέναντι τους, απόρησε με αυτό το ενδιαφέρον. Κοίτα κατακτήσεις η μάνα μου... Μα φυσικά, μόνο ένας Μάγος και ένα Ξωτικό θα μπορούσαν να τη φλερτάρουν, αφού οι περισσότεροι Άνθρωποι θα φοβούνταν τον πατέρα μου, ακόμα και εν απουσία του. σκέφτηκε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Ωστόσο ευχόταν μέσα του να μη γινόταν μπέρδεμα. Μια κόντρα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο δεν θα ήταν κι ότι καλύτερο, ειδικά τη στιγμή που θα έπρεπε να συνεργαστούν για την εκπαίδευση του. 

Όταν τελείωσε το δείπνο, αποσύρθηκαν όλοι ήσυχα στις καμπίνες τους για ύπνο.

Την επόμενη μέρα, έπεσαν πάνω σε κακοκαιρία και στη θάλασσα ξέσπασε τρικυμία. Όλοι οι επιβάτες και ειδικά οι Νότιοι φοβήθηκαν πάρα πολύ, όμως ο καπετάνιος τους διαβεβαίωσε πως όλα θα πήγαιναν καλά, και στη συνέχεια διέταξε το πλήρωμα του να δαμάσει τα κύματα. Ήταν εντυπωσιακός ο τρόπος που το έκαναν αυτό και όλοι τους παρακολούθησαν με θαυμασμό. Βοήθησε και ο Νίμος φυσικά ως Αρχηγός του Νερού και κάνοντας κινήσεις με τα χέρια τους ηρέμησαν τα νερά γύρω τους και ήταν σαν να ίσιωσαν τα κύματα στο σημείο όπου έπλεαν, ενώ τα Ξωτικά του Αέρα δάμασαν τον άνεμο ώστε να φυσήξει ξανά προς το μέρος τους. Όλη αυτή την ώρα, οι απλοί ναύτες έτρεχαν μανιωδώς πάνω- κάτω στο κατάστρωμα τραβώντας σχοινιά για να ρυθμίσουν τα πανιά σύμφωνα με τις εντολές του αξιωματικού ώστε να διευκολύνουν τους δαμαστές του Αέρα. Έτσι, σύντομα η θάλασσα κι ο άνεμος ηρέμησαν και πλέον ήταν και τα δυο με το μέρος τους.

«Σας το είπα πως δεν έπρεπε να φοβάστε!» είπε σε όλους ο καπετάνιος.

«Ναι, Κάπτεν Ιγνάτιε, όμως μέχρι να ισιώσει η θάλασσα και να ηρεμήσει ο αέρας, εγώ κόντεψα να βγάλω τα σωθικά μου!» είπε ο Σωκράτης, που εξαιτίας του ποτού είχε αποκτήσει ευαίσθητο στομάχι.

{...}

Έτσι, μετά από δύο ημέρες συνολικά ταξίδι, έφτασαν στη Χώρα των Ξωτικών την επόμενη μέρα το πρωί. Αυτή τη φορά το ταξίδι τους ήταν πολύ διαφορετικό από την πρώτη που πήγαν όλοι μαζί, όπως παραδέχτηκαν οι τρεις φίλοι μεταξύ τους. Κανένα γλέντι δεν έγινε, αντιθέτως η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και ακόμα και οι ναυτικοί φαίνονταν σαν μια βαριά σκιά να είχε πέσει πάνω τους... Ίσως όλα αυτά να ήταν τα αποτελέσματα του πολέμου, των απωλειών αλλά και της ανασφάλειας που είχε αφήσει πίσω του, παρόλο που όπως υποστήριζε ο Νίμος, «η θάλασσα σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα προβλήματα». Δεν ήταν για όλα τα ξωτικά τόσο εύκολο, όπως δεν ήταν και για τους ανθρώπους.

Το πρωινό εκείνης της μέρας ήταν συννεφιασμένο, έτσι το τοπίο της Χώρας των Ξωτικών φαινόταν διαφορετικό από την προηγούμενη φορά, πιο σκοτεινό θα έλεγε κανείς. Η βλάστηση ήταν πιο σκούρα και τα νερά γκρίζα, αντιγράφοντας το χρώμα του ουρανού. Ωστόσο το κρύο ήταν κάπως ελαφρύτερο και πιο υποφερτό από εκείνο του Νότου.

«Ανυπομονώ να δω τις φίλες μου.» είπε η Ιφιγένεια, και αυτές ήταν ίσως οι μόνες που ήθελε να δει, ίσως και τη Λαίδη Αθηνά η οποία της είχε λείψει. «Μου έστειλε η Ηλέκτρα μήνυμα. Θα έρθουν να μας υποδεχτούν στο Λιμάνι.»

Σύντομα το καράβι εισήλθε στον όρμο του λιμανιού και φάνηκαν τα κτήρια του. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε τόσος κόσμος όσος το καλοκαίρι και υπήρχε λιγότερη κίνηση από αυτοκίνητα και άμαξες. Οι ναύτες κατέβασαν πολύ γρήγορα τα πανιά και άναψαν οι μηχανές για να γίνει η πρόσδεση. Καθώς πλησίαζαν στη γνωστή ξύλινη προβλήτα, είδαν μερικά ξωτικά να τους περιμένουν, πολύ λιγότερα από την προηγούμενη φορά, φρουροί του Έλιου κυρίως, η Λαίδη Αθηνά με τη Λαίδη Ανδριάνα καθώς και οι φίλες της Ιφιγένειας, η Ηλέκτρα, η Φωτεινή και η Ναυσικά.

Η Ιφιγένεια θυμήθηκε την προηγούμενη φορά που επέστρεφε από τον Νότο, τότε που ήταν και ο Αδριανός με τον Σεραφείμ μαζί τους και την κατέλαβε ξανά η θλίψη, κι αυτή η θλίψη ίσως να ήταν και μεγαλύτερη από εκείνη που της προκαλούσε η απουσία του Ιάσονα, διότι εκείνοι οι δύο φίλοι της δεν είχαν πιθανότητες να επιστρέψουν ποτέ. Δεν ήταν απίθανο να δραπετεύσει κάποιος από το Δάσος της Σύγχυσης, όμως από τον Κόσμο των Νεκρών δεν επέστρεφε ποτέ κανένας.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι.» της είπε ο Γιάννης δίπλα της. «Ήταν τεράστιες απώλειες. Ειδικά ο θάνατος του Σεραφείμ ήταν πολύ άδικος και εμένα ακόμα με στοιχειώνει.»

«Να σκέφτεστε ότι ο Σεραφείμ, όπως και ο Αδριανός, έφυγαν ηρωικά, πολεμώντας για την πατρίδα τους αλλά και για την ελευθερία ολόκληρου του Κόσμου. Αν έπρεπε να επιλέξω πώς θα πεθάνω, έναν τέτοιο θάνατο θα ήθελα κι εγώ.» είπε ο Ηρακλής.

«Πάψε, ανόητε.» του είπε ενοχλημένος ο Γιάννης. «Θα πεθάνεις γέρος στο σπίτι σου, περιτριγυρισμένος από τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου, μη σου πω και δισέγγονα. Αυτόν τον θάνατο θα έπρεπε να αποζητάς.»

«Αυτό, φίλε μου, δυστυχώς δεν μπορεί να το ξέρει κανένας, και εκείνος που ίσως το έβλεπε να συμβαίνει στο μέλλον δεν είναι εδώ...» είπε ο Ηρακλής, όμως σταμάτησε αμέσως μόλις κατάλαβε ότι για ακόμα μια φορά θύμισε στην Ιφιγένεια τον Ιάσονα.

Το πλοίο σύντομα έδεσε και πήραν όλοι θέση μπροστά από τη μπάρα για να κατέβουν με τη βοήθεια των ναυτών. Η Ιφιγένεια στάθηκε πλάι στους γονείς της και ο Ζαχαρίας την κοίταξε καθησυχαστικά.

«Είσαι έτοιμη, κόρη μου;» τη ρώτησε και κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. Αν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει το κοντινό παρελθόν και να πατήσει το πόδι της σε εκείνη τη χώρα ως επισκέπτρια πλέον κι όχι ως κάτοικος.

«Δεν ξέρω. Πάντως χαίρομαι που θα δω ξανά από κοντά τις φίλες μου.» απάντησε με ειλικρίνεια η νεαρή.

«Όλα θα πάνε καλά, αγάπη μου.» της είπε η μητέρα της.

Κατέβηκαν ένας- ένας και οι φρουροί τους καλωσόριζαν με ελαφριές υποκλίσεις και νεύματα του κεφαλιού τους. Όταν κατέβηκε ο Ζαχαρίας και η οικογένεια του από το πλοίο, τους κοίταξαν για λίγο όλοι σαν να μην ήξεραν τι να πουν, πώς να φερθούν. Ο Ζαχαρίας θα ορκιζόταν ότι ντρέπονταν για λογαριασμό του άρχοντα τους που τους έδιωξε.

«Καλώς ήρθατε πίσω, Αρχιθεραπευτή Ζαχαρία και οικογένεια.» είπε ένας φρουρός και έπειτα οι υπόλοιποι που ήταν παρόντες έσκυψαν με σεβασμό τα κεφάλια. Ο Ζαχαρίας κοιτάχτηκε με τη Χρυσάνθη κι ήταν κι οι δυο συγκινημένοι. Από ότι φαίνεται, εκείνον θεωρούσαν ακόμα Αρχιθεραπευτή και ας μην έφερε πια αυτό τον τίτλο. Δεν ένιωθαν και τόσο ανεπιθύμητοι όσο περίμεναν, τελικά.

Πλησίασαν το μικρό πλήθος που είχε σχηματιστεί, πρώτος ο Έλιος με τον Ορέστη και τον Νίμο, ακολουθούσαν ο Ζαχαρίας με την οικογένεια του και στη συνέχεια ο Γιάννης, ο Ηρακλής, η Αντιγόνη και ο Σωκράτης. Η Αθηνά και η Ανδριάνα πλησίασαν τον Έλιο και εκείνος χαιρέτησε πρώτα τη σύζυγο του με τη χαρακτηριστική κίνηση όπου ένωναν τα χέρια τους και ασπάζονταν την ένωση.

Έπειτα ο Έλιος άγγιξε απαλά τη φουσκωμένη κοιλιά της Αθηνάς.

«Πώς είναι η μικρή μας πριγκίπισσα;» ρώτησε τρυφερά.

«Πολύ καλά. Περίμενε και εκείνη την επιστροφή σου.» του απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο. Έπειτα, καθώς ο Έλιος χαιρετούσε και τη μητέρα του, πλησίασαν και ο Ζαχαρίας με τη Χρυσάνθη να χαιρετήσουν την Αρχόντισσα. Εκείνη τους καλωσόρισε εξίσου θερμά με τους φρουρούς.

«Λαίδη Αθηνά!» αναφώνησε έπειτα η Ιφιγένεια, που ήταν λίγο πιο πίσω και πλησίασε και την αγκάλιασε ένθερμα αλλά με προσοχή να μην πιέσει την κοιλιά της.

«Πώς είναι η νεαρή μας Θεραπεύτρια;» τη ρώτησε εκείνη εξίσου χαρούμενη.

«Καλά.» απάντησε η Ιφιγένεια κι έπειτα κοίταξε ενθουσιασμένη την κοιλιά της. «Πόσο χαίρομαι για εσάς... Μπορώ;» είπε, δείχνοντας ερωτηματικά το σημείο εκείνο στο οποίο φιλοξενούνταν μια νέα ζωή.

«Φυσικά.» απάντησε η Αθηνά και η Ιφιγένεια άγγιξε απαλά την κοιλιά της, χαϊδεύοντας την και θαυμάζοντας εκείνο το θαύμα της μητρότητας και της δημιουργίας, που ήταν το πιο ιερό δώρο για κάθε πλάσμα της φύσης.

Έπειτα, πλησίασαν και οι υπόλοιποι και χαιρέτησαν τις δύο αρχόντισσες.

«Νεαρέ Γιάννη. Χαιρόμαστε που σε έχουμε ξανά στη χώρα μας.» του είπε η Λαίδη Αθηνά όταν του έσφιξε το χέρι. «Άλλαξες πάρα πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα.»

«Είναι τιμή μου που επισκέπτομαι ξανά τη χώρα σας παρά τα όσα συνέβησαν, Λαίδη Αθηνά.» είπε με σεβασμό εκείνος. «Να σας συστήσω τη μητέρα μου, Αντιγόνη Λιβανού.» Η μητέρα του πλησίασε μπροστά κάπως αβέβαια κι αμήχανα θα έλεγε κανείς, όμως η σύζυγος του Έλιου της έσφιξε θερμά τα χέρια και χαμογέλασε φιλικά.

«Καλώς ήλθατε στη χώρα μας, κυρία Λιβανού. Ελπίζω η φιλοξενία μας να σας κάνει να αισθανθείτε ασφάλεια και γαλήνη.»

«Χαίρομαι που σας γνωρίζω, Λαίδη Αθηνά. Έχω ακούσει τα καλύτερα για εσάς.» είπε η άλλη γυναίκα. Το βλέμμα της Αθηνάς έπειτα σκοτείνιασε με τα επόμενα λόγια που είπε:

«Λυπάμαι πραγματικά για όσα περάσατε και οι δύο. Μπορεί τη δύναμη που απέκτησες, Γιάννη, να την απέκτησες με απαίσιο τρόπο, όμως εφόσον αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί, ο σύζυγος μου και οι άνθρωποι του θα κάνουν τα πάντα ώστε να εκπαιδευτείς σωστά και να μάθεις να την ελέγχεις. Και εσείς, κυρία Λιβανού, θέλω να ξέρετε ότι τώρα βρίσκεστε σε ένα ασφαλές μέρος.»

Έπειτα πλησίασαν και ο Ηρακλής με τον Σωκράτη. Η Λαίδη τους καλωσόρισε και τους δύο.
«Μάγε Σωκράτη, καλώς ήλθατε και πάλι στη χώρα μας. Και φυσικά ο γενναίος πολεμιστής Ηρακλής, που για μία ακόμα φορά αποδεικνύει πόσο σημαντική είναι η φιλία.»
«Θα είμαι στο πλευρό του Γιάννη όπως ήμουν και στο πλευρό του Ιάσονα, Λαίδη μου.» αποκρίθηκε εκείνος.

Στο μεταξύ, η Ιφιγένεια πλησίασε τελευταίες και καλύτερες της φίλες της.

«Κολλητούλα μου!» αναφώνησε η Ηλέκτρα και την έσφιξε στην αγκαλιά της, συγκινημένη που επέστρεφε ξανά και την έβλεπε από κοντά. Έπειτα πλησίασαν και τα άλλα δύο κορίτσια και την αγκάλιασαν.

«Πόσο χαιρόμαστε που επέστρεψες...» είπε κι η Φωτεινή δακρυσμένη. «Παρόλο που η παρέα μας είναι πλέον μισή.»

«Είμαι σίγουρη ότι ο Αδριανός και ο Σεραφείμ θα μας βλέπουν από εκεί που είναι και θα νιώθουν περήφανοι για εμάς.» είπε η Ιφιγένεια. «Εσείς για πείτε μου, πώς είστε;»

Άρχισαν να λένε τα νέα τους, ώσπου πλησίασαν και ο Γιάννης με τον Ηρακλή.

«Ο Γιάννης είναι αυτός; Ουάου! Παραλίγο να μη σε γνωρίσω...» είπε η Ηλέκτρα.

«Είπα να αλλάξω λίγο το στυλ μου.» αποκρίθηκε ο Γιάννης και αγκαλιάστηκαν γελώντας. Η Φωτεινή τον αγκάλιασε ακόμα πιο θερμά, καθώς όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και της περιπέτειας που πέρασαν μετά το θάνατο του Σεραφείμ και τον παραλίγο θάνατο του ίδιου, τους είχαν φέρει ακόμα πιο κοντά, και ας μην είχαν επαφές στη συνέχεια.

«Δεν μου έστειλες ούτε ένα μήνυμα όλον αυτόν τον καιρό... Νόμιζα πως ήμασταν φίλοι...» του είπε μετά την αγκαλιά τους με παράπονο.

«Συγνώμη.» της είπε. «Όμως έγιναν πολλά που έπρεπε να διαχειριστώ, με πρώτο και κύριο τη... δύναμη μου...» και κοίταξε τα χέρια του λες και θα έβγαινε φωτιά από αυτά. «Ωστόσο συνέβησαν και ευχάριστα πράγματα. Θα σου τα πω με λεπτομέρειες κάποια στιγμή.»

«Ωω... Νομίζω πως κατάλαβα. Και εγώ έχω να σου πω πολλά.» είπε το Ξωτικό της Φωτιάς, έπειτα στράφηκε από την άλλη για να χαιρετήσει και τον Ηρακλή, τον οποίο επίσης θεωρούσε φίλο. Είχαν πολλά να πουν όλοι τους και θα είχαν αρκετό χρόνο κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί.

«Δηλαδή... Τώρα εσείς οι δυο είσαστε όμοιοι;» σχολίασε η Ναυσικά, δείχνοντας ανάμεσα στον Γιάννη και τη Φωτεινή. «Ο Γιάννης είναι πλέον κάτι σαν ξωτικό της φωτιάς, σωστά;»

«Πιο πολύ θα έλεγα μάγος ή δαμαστής της φωτιάς, καθώς κατά τα άλλα παραμένω θνητός.» απάντησε ο Γιάννης.

«Όμως έχει δίκιο, μοιάζεις πολύ με εμάς τα ξωτικά της φωτιάς!» αναφώνησε η Φωτεινή. «Για αυτό ο Άρχοντας Έλιος αποφάσισε να εκπαιδευτείς μαζί μας. Και θα είμαι κι εγώ στο πλευρό σου να σε βοηθάω.»

«Και εγώ το ίδιο. Μπορεί να χρειαστεί να σβήσω καμιά φωτιά που θα βάλεις. » είπε η Ναυσικά αστειευόμενη αλλά με το σοβαρό ύφος που είχε πάντα.

Η Ηλέκτρα την κοίταξε με ένα θανατηφόρο βλέμμα, όμως ο Γιάννης γέλασε, δείχνοντας έτσι ότι δεν παρεξηγήθηκε καθόλου. Έπειτα το ξωτικό του ηλεκτρισμού τους συγκέντρωσε όλους κοντά της.

«Φίλοι μου από τον Νότο, μας λείψατε όλοι πάρα πολύ. Μπορεί η παρέα μας να είναι μισή, γιατί λείπουν υπέροχα άτομα, ο Ιάσονας, που δεν γνωρίζουμε πότε κι αν θα επιστρέψει...» κοίταξε με συμπόνια την Ιφιγένεια, «... μα κυρίως ο Αδριανός και ο Σεραφείμ, οι οποίοι σίγουρα δεν θα επιστρέψουν ποτέ...» έκανε μια παύση και κοίταξε τη Φωτεινή, η οποία έσκυψε με θλίψη το κεφάλι, «Όμως τώρα ο Γιάννης χρειάζεται τη βοήθεια και τη στήριξη όλων μας, και ας υποσχεθούμε να παραμείνουμε στο πλευρό του όπως ακριβώς είχαμε στηρίξει και τον Ιάσονα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης του. Όμως, όπως τότε, έτσι και τώρα, δεν μας εμποδίζει τίποτα να περάσουμε χρόνο σαν παρέα εκτός της εκπαίδευσης και να ζήσουμε ξανά όμορφες στιγμές, παρά τα όσα περάσαμε εξαιτίας του πολέμου και όσων ακολούθησαν. Είμαι σίγουρη ότι οι φίλοι μας που λείπουν αυτό θα ήθελαν για εμάς.» είπε και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας, ξωτικά και θνητοί, συμφώνησαν και υποσχέθηκαν ότι όντως θα στήριζαν τον Γιάννη.

Ο Γιάννης ήταν συγκινημένος που είχε τέτοια άτομα δίπλα του, που παρά το δικό τους πόνο ο καθένας, θα παρέμεναν στο πλευρό του ώστε να τον κάνουν να νιώσει όσο το δυνατόν καλύτερα. Το ηθικό του αναπτερώθηκε και είχε πλέον λιγότερο άγχος για την εκπαίδευση.

*****************************************************************************************

Για ακόμα μια φορά, οι φίλοι μας φτάνουν στη Χώρα των Ξωτικών, η οποία όπως καταλάβατε τον Χειμώνα είναι αρκετά διαφορετική. Μέχρι στιγμής ακολουθούμε το μοτίβο του πρώτου βιβλίου, δηλαδή από τις περιπέτειες της παρέας στον Νότο, σε μια μεγάλη ανατροπή η οποία οδηγεί σε ένα συμβούλιο και, στη συνέχεια, στη Χώρα των Ξωτικών, αλλά με μερικές παραλλαγές και διαφορετικό ήρωα αυτή τη φορά. Αν συνεχιστεί το ίδιο μοτίβο και σε αυτό το βιβλίο, τότε τι θα συμβεί στη συνέχεια άραγε; Τι περιπέτειες περιμένουν τους φίλους μας; Κι αν είναι ο Γιάννης ο ήρωας της ιστορίας πλέον, τότε αυτό τι κάνει τον Ιάσονα; Πότε και πώς θα εμφανιστεί ξανά; Και ο Λόρδος Άνθιμος, κρυμμένος σε μια νέα Σκοτεινή Διάσταση, τι σατανικό σχέδιο ετοιμάζει πάλι; 

Ένα είναι το σίγουρο, όπως είπα και στην αγαπητή αναγνώστρια Μαρία: Θα ζήσουμε ξανά μεγάλες στιγμές, για αυτό μείνετε συντονισμένοι!! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top