Κεφάλαιο 18: Αναχώρηση
Όσο και αν τον πονούσε ο χωρισμός του από την Έλενα, εκείνη είχε δίκιο, προείχε ο σκοπός του τώρα και σε αυτόν έπρεπε να αφοσιωθεί. Για αυτό, σκούπισε τα δάκρυα του και επέστρεψε στο δωμάτιο του για να ετοιμάσει και τα τελευταία πράγματα του, έπειτα να κατέβει για πρωινό στην βασιλική τραπεζαρία. Είδε το μεγάλο κρεβάτι ξέστρωτο ακόμα και θυμήθηκε ξανά τον έρωτα που έκαναν σε αυτό την προηγούμενη νύχτα, ακόμα υπήρχε το αποτύπωμα της πάνω σε αυτό... Έδιωξε αμέσως αυτή την ανάμνηση και έλεγξε αν ήταν όλα τα πράγματα που θα χρειαζόταν μέσα στις βαλίτσες του. Έπειτα, ετοίμασε και ένα σάκο με όλα τα προσωπικά του αντικείμενα, ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες και λοιπά, τα οποία είχε αφήσει για τελευταία στιγμή, κι ύστερα ετοιμάστηκε και κατέβηκε στην τραπεζαρία.
Ήταν ο τελευταίος που έφτασε, καθώς όλοι οι άλλοι είχαν πάρει ήδη θέση. Το βασιλικό ζεύγος με την κόρη τους, ο Στρατηγός Χάρης, ο Σωκράτης, η μητέρα του (η οποία είχε καθίσει δίπλα στον Μάγο και το πρόσωπο της έλαμπε για κάποιο λόγο), καθώς και ο Άρχοντας Έλιος με τον Άρχοντα Ορέστη και τον Άρχοντα Νίμο.
«Καλημέρα.» είπε σε όλους και ακούστηκε μια καλημέρα σχεδόν ομόφωνη από όλους. Φαίνονταν ξενυχτισμένοι από τη χθεσινή γιορτή, αλλά αρκετά ευδιάθετοι. Κάθισε δίπλα στη μητέρα του και αφού σερβιρίστηκε με καφέ, άλειψε ανόρεχτα και μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα.
«Πώς είσαι, νεαρέ μου; Είσαι έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι;» του είπε η Βασίλισσα αρκετά εμψυχωτικά.
«Ναι, είμαι έτοιμος, Μεγαλειοτάτη. Οι υπόλοιποι που θα έρθουν μαζί;»
«Ο Ζαχαρίας με τη Χρυσάνθη και την Ιφιγένεια θα σας συναντήσουν στο Λιμάνι, το ίδιο και ο Ηρακλής. Θα πάνε να αποχαιρετήσουν τον κύριο και την κυρία Ιωαννίδη πρώτα.» του εξήγησε και ο Γιάννης ένιωσε άσχημα καθώς σκέφτηκε τους γονείς του Ιάσονα.
Είχαν βρει παρηγοριά τόσο σε εκείνον, όσο και στην Ιφιγένεια και τον Ηρακλή όλους αυτούς τους μήνες μετά την απώλεια του γιου τους, και τώρα θα έπρεπε να τους αποχωριστούν και αυτούς. Και εκείνος δεν θα προλάβαινε καν να πάει να τους πει ένα αντίο. Ήλπιζε τουλάχιστον να συνέχιζαν να τους κρατούν συντροφιά η κυρία Μύρνα και τα αδέλφια του Ηρακλή. Τις σκέψεις του και τη σιωπή που είχε απλωθεί έσπασε ξαφνικά ο Στρατηγός Χάρης:
«Δεν θα σχολιάσει κανένας το γεγονός ότι ο νεαρός κύριος Λιβανός εξαφανίστηκε χθες με εκείνη τη δεσποινίδα με τα κόκκινα μαλλιά και δεν ξαναφάνηκε στη δεξίωση;» Ο Γιάννης σταμάτησε αμέσως να τρώει και τον κοίταξε οργισμένος, αλλά δεν είπε τίποτα.
Δεν φτάνει που ανακατεύεται σε πράγματα που δεν τον αφορούν, έπρεπε να μου θυμίσει και τη χθεσινή νύχτα πάλι! Ωραίος στρατηγός...! Είπε από μέσα του.
«Συμφωνώ, αυτό δεν ήταν πρέπον και δεν τιμάει την εορταζόμενη Πριγκίπισσα.» συμφώνησε μαζί του ο Ορέστης.
«Εμένα δεν με πειράζει.» είπε χαμογελώντας όσο πιο ευγενικά μπορούσε η Ευτέρπη. «Δικά μου γενέθλια ήταν, όχι δικά του και είχε το δικαίωμα να φύγει όποτε ήθελε από τη δεξίωση και με όποια ήθελε. Έχουμε 2022 σε περίπτωση που δεν το θυμάστε, Στρατηγέ.» Η Αλεξάνδρα την κοίταξε περήφανη για την απάντηση της.
«Μα να μην σας καληνυχτίσει τουλάχιστον;» επέμεινε εκείνος.
«Στρατηγέ Χάρη, αρκετά. Δεν σας αφορά το ζήτημα.» είπε ήρεμα αλλά αυταρχικά ο Βασιλιάς και ο Στρατηγός τότε σώπασε.
«Ούτε εσένα σε τιμάει να ανακατεύεσαι σε αυτό, Αρχηγέ Ορέστη...» είπε ο Έλιος στον δικό του αξιωματικό, και το Ξωτικό της Φωτιάς επίσης δεν έδωσε έκταση στο ζήτημα.
Λίγη ώρα μετά, τελείωσαν το πρωινό τους και έφτασε η στιγμή της αναχώρησης. Ο Έλιος και οι δυο Αρχηγοί του συγκέντρωσαν τη φρουρά τους και οι υπηρέτες μετέφεραν τα πράγματα ολονών στις άμαξες που θα τους πήγαιναν ως το Λιμάνι. Έπειτα αποχαιρέτησαν τους βασιλιάδες.
«Να προσέχεις, Γιάννη.» είπε τότε η Βασίλισσα και τον αγκάλιασε σαν να ήταν παιδί της, έπειτα αγκάλιασε σαν αδελφή της την Αντιγόνη. «Και οι δυο να προσέχετε.»
«Μην ανησυχείτε, Βασίλισσα Αλεξάνδρα.» είπε ο Έλιος. «Μπορεί να πήρα κάποιες λανθασμένες αποφάσεις πρόσφατα, όμως το λόγο μου θα τον τηρήσω. Ο νεαρός Γιάννης Λιβανός θα εκπαιδευτεί κατάλληλα και θα προσέχω αυτόν και τη μητέρα του.»
«Έτσι είχε πει και για τον Ιάσονα...» σχολίασε πλάι στον Γιάννη ο Σωκράτης, όμως μόνο εκείνος τον άκουσε.
{...}
Καθώς οι άμαξες κατέβαιναν το Λόφο του Παλατιού και στη συνέχεια διέσχιζαν του δρόμους της Πόλης του Νότου, ο Γιάννης αναρωτιόταν πότε θα επέστρεφε ξανά στον τόπο του και πόσο πιο διαφορετικός θα ήταν. Γιατί και την προηγούμενη φορά που έφυγε επέστρεψε τελείως διαφορετικός, από πολλές απόψεις. Δεν ήξερε αν ήταν το ίδιο άτομο πια. Και ο Ιάκωβος; Που βρισκόταν κρυμμένος ο Ιάκωβος και τι σχεδίαζε; Όλα αυτά και άλλα πολλά σκεφτόταν ώσπου να φτάσουν στο Λιμάνι.
Η μέρα ήταν μια από τις ελάχιστες ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα, παρόλο που ο ήλιος δεν κατάφερνε να τους ζεσταίνει και ήταν ντυμένη όλοι με χοντρά παλτά ή μπουφάν, εκτός από τον Γιάννη ο οποίος λόγω της φύσης του δεν κρύωνε πια και φορούσε ένα λεπτό μπουφάν. Ειδικά στο Λιμάνι, σε συνδυασμό με την υγρασία της θάλασσας που έσκαγε με μικρά κυματάκια στην προβλήτα, το κρύο ήταν τσουχτερό. Μπροστά από το μεγάλο ιστιοφόρο του Έλιου, τους περίμεναν όχι μόνο ο Ζαχαρίας με την οικογένεια του, αλλά είχαν πάει επίσης η οικογένεια του Ηρακλή και όλοι οι φίλοι των παιδιών για να τους αποχαιρετήσουν. Όλοι εκτός από μία, σκεφτόταν με πίκρα ο Γιάννης, αν και εκείνη ήταν πλέον για αυτόν πολλά παραπάνω από φίλη. Κατέβηκαν από τις άμαξες και καθώς οι υπηρέτες έδιναν τις βαλίτσες των ταξιδιωτών στους ναύτες και ο Έλιος κανόνιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες με τον καπετάνιο του, ο Γιάννης πλησίασε την παρέα του, που μαζί με τον Ηρακλή και την Ιφιγένεια ήταν όλοι μαζεμένοι.
«Πού είσαι, ρε θηρίο;!» αναφώνησε ο Δήμος. «Πού ήσουν χθες; Εξαφανιστήκατε με την Έλενα... Για πες, πώς περάσατε τα δυο σας;» ρώτησε πονηρά.
«Γιώτα, μου επιτρέπεις;» είπε τότε η Άσπα στη φίλη τους. «Το ξέρω πως είναι αγόρι σου, αλλά δεν μπορώ, θέλω να τον βαρέσω.»
«Άσ' το σε εμένα αυτό.» είπε η κατά τα άλλα ντροπαλή κολλητή της και έδωσε μια σφαλιάρα στο σβέρκο του Δήμου.
«Άου! Έι, γιατί;! Τι είπα;»
«Γίνεσαι αδιάκριτος, για αυτό.»
«Αλήθεια, που είναι η Έλενα; Νομίζαμε πως θα ερχόταν και εκείνη να μας αποχαιρετήσει.» είπε η Ιφιγένεια με απορία.
«Δεν ήθελε. Είπε πως την πονάει ο αποχωρισμός.» απάντησε ο Γιάννης. Φυσικά, υπήρχε και μια δόση αλήθειας σε αυτό.
Η Ιφιγένεια διέκρινε τη θλίψη στα μάτια του φίλου της και κατάλαβε ότι κάτι ακόμα συνέβη μεταξύ τους, κάτι το οποίο έκανε την Έλενα να μη θέλει να τους αποχαιρετήσει όλους, και ειδικά τον Γιάννη, βλέποντας τους για μια τελευταία φορά. Φυσικά, όλοι είχαν καταλάβει ότι οι δυο τους πέρασαν τη νύχτα μαζί, γιατί δεν επέστρεψαν ποτέ στη δεξίωση, όμως το τι συνέβη στη συνέχεια μεταξύ τους ήταν άγνωστο.
Ο καπετάνιος έδωσε εντολή πως ήταν όλα έτοιμα για επιβίβαση και κατάλαβαν πως είχε έρθει η στιγμή του αποχαιρετισμού. Η Μύρνα, ο Άκης και τα αδέλφια του Ηρακλή πλησίασαν όλη την παρέα των νεαρών.
«Θέλω να προσέχετε όλοι τους εαυτούς σας και ο ένας τον άλλον.» είπε η Μύρνα σε όλους και αγκάλιασε πρώτα την Ιφιγένεια, ύστερα τον Γιάννη και ακολούθησαν ο Σοφία και ο Ηλίας. Η Μύρνα ύστερα πλησίασε τον γιο της.
«Θα μου λείψεις πολύ γιε μου...» του είπε με δάκρυα στα μάτια και τον αγκάλιασε.
«Κι εμένα, μαμά. Όμως θα προσπαθώ να σας παίρνω κάθε μέρα τηλέφωνο.»
«Είσαι ένας υπέροχος νέος, Ηρακλή μου και ένας πολύ πιστός φίλος. Βοήθησε τον Γιάννη να βρει τον εαυτό του και συνέχισε να μένεις δίπλα του όπως έκανες πάντα.»
«Εννοείται αυτό. Και εσείς θέλω επίσης να προσέχετε ο ένας τον άλλον και να ρίχνετε και να κάνετε και μια επίσκεψη όποτε μπορείτε στον κύριο Φαίδωνα και την κυρία Ευτυχία... Η απουσία μας θα τους κοστίσει γιατί ήμασταν η μόνη τους παρηγοριά.»
«Φυσικά, παιδί μου...» είπε η Μύρνα, και έπειτα τα αδέλφια του πλησίασαν και τον αγκάλιασαν.
«Θα προσπαθήσεις να μας πάρεις κι εμάς στη Χώρα των Ξωτικών, έτσι; Δεν το ξεχνάω...» του υπενθύμισε ο Ηλίας.
«Εννοείται, μικρέ. Μέχρι τότε όμως κανόνισε, την αδελφή μας και τα μάτια σου.»
«Ξέρω να υπερασπίζομαι και μόνη τον εαυτό μου!» αναφώνησε η Σοφία και γέλασαν όλοι μαζί, κάνοντας οι τρεις τους μία ακόμα αγκαλιά.
Στη συνέχεια ο Ηρακλής πλησίασε τον Άκη.
«Θέλω να τους προσέχεις όλους όσο θα λείπω, αν και ξέρω πως δεν χρειάζεται καν να στο πω γιατί το κάνεις ήδη.» του είπε πιάνοντας τον απ' τους ώμους.
«Εννοείται αυτό, Ηρακλή. Αφού είσαστε ήδη και δική μου οικογένεια, και είμαι ευγνώμων που γνώρισα πρώτα εσένα κι ύστερα τη Μύρνα και απέκτησα μια οικογένεια. Δεν θέλω να κλάψω, αλλά δεν μπορώ να μη σε κάνω μια αγκαλιά, φιλαράκι μου...!» είπε και αγκαλιάστηκαν σφιχτά, δακρύζοντας και οι δυο και χτυπώντας φιλικά ο ένας τον άλλον στην πλάτη.
Ύστερα, η παρέα μαζεύτηκε ξανά για να αποχαιρετιστούν.
«Ώστε αυτό ήταν λοιπόν, φίλοι μου... Χωριζόμαστε ξανά και επισήμως.» είπε ο Γιάννης απευθυνόμενος φυσικά στον Δήμο, την Άσπα και τη Γιώτα. «Σας ευχαριστώ που ήσασταν δίπλα μου όλον αυτό τον καιρό και με στηρίξατε, ακόμα και αν πολλές φορές σας έκρυβα πράγματα... Εσείς, ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια είσαστε η καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να... Δήμο, κλαις;» ρώτησε έκπληκτος, διακόπτοντας την εξομολόγηση του.
«Ναι...!» παραδέχτηκε εκείνος με ένα λυγμό. «Απλά είναι που... περάσαμε τόσα μαζί όλους αυτούς τους μήνες και ήρθαμε ακόμα πιο κοντά... Και φοβάμαι, φίλοι μου... Την προηγούμενη φορά που φύγατε, ένας από εσάς δεν επέστρεψε ποτέ και ο Γιάννης κινδύνευσε και ήταν σε κώμα. Δεν θέλω να συμβεί ξανά το ίδιο ή κάτι χειρότερο...» είπε κλαίγοντας πλέον σαν μωρό και η Γιώτα τον αγκάλιασε για να τον παρηγορήσει. «Δεν θέλω να φύγετε... Θα είμαστε μισοί χωρίς εσάς...»
«Έλα ηρέμησε... Εγώ τι να πω που αποχωρίζομαι το αγόρι μου;» έκανε και η Άσπα μια προσπάθεια να τον παρηγορήσει, μάταια όμως.
Ο Γιάννης τον πλησίασε και έβαλε τα χέρια του στους ώμους του για να τον κοιτάξει.
«Άκουσε με. Σου υπόσχομαι αυτή τη φορά, να επιστρέψουμε όλοι μαζί σώοι και αβλαβείς. Δεν μπορώ να υποσχεθώ το ακατόρθωτο που είναι να φέρουμε πίσω τον Ιάσονα...» Έριξε μια ματιά στην Ιφιγένεια σε αυτό το σημείο. Είχε και η ίδια δακρύσει και συγκινηθεί.
«Αλλά τουλάχιστον θα φροντίσω οι τρεις μας να επιστρέψουμε και να γίνουμε ξανά μια παρέα. Εντάξει; Καλύτερα τώρα;» Ο Δήμος τον αγκάλιασε και ξέσπασε περισσότερο.
«Δεν τον είχα για τόσο ευαίσθητο...» σχολίασε η Άσπα.
«Μην το λες, κατά βάθος είναι τόσο γλυκός όσο ένα ζαχαρωτό.» της είπε η Γιώτα. Ωστόσο ήξεραν όλοι καλά ότι ο Δήμος μέσα από το ξέσπασμα του, εξέφραζε τις ανησυχίες και τους φόβους όλων. Πράγματι όλοι φοβούνταν και η Ιφιγένεια είχε ένα άσχημο προαίσθημα ότι κάτι θα γινόταν στη Χώρα των Ξωτικών, κάτι άσχημο που θα ξυπνούσε ξανά σε όλους τις άσχημες αναμνήσεις του προηγούμενου πολέμου. Όμως τώρα δεν είχαν τον Ιάσονα εδώ για να επιβεβαιώσει, ίσως με κάποιο όνειρο που θα έβλεπε με τις προφητικές του ικανότητες, το προαίσθημα εκείνο...
Ωστόσο έγιναν όλοι μια μεγάλη αγκαλιά και έδωσαν νέους όρκους ότι θα αντάμωναν ξανά όλοι μαζί στον Νότο, ενώ όσοι παρακολουθούσαν, δηλαδή η οικογένεια του Ηρακλή, ο Ζαχαρίας, η Χρυσάνθη, η Αντιγόνη και ο Σωκράτης είχαν συγκινηθεί επίσης. Ο Έλιος με τη συνοδεία του είχαν επιβιβαστεί ήδη στο πλοίο και περίμεναν. Ο Ηρακλής τότε πήρε λίγο παράμερα την Άσπα για να την αποχαιρετήσει ιδιαιτέρως.
«Ισχύει και για εσένα αυτό που είπα στα αδέλφια μου. Θα κάνω αίτημα στον Άρχοντα Έλιο, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης να με επισκεφθείτε στη Χώρα των Ξωτικών. Θα έρθεις;» τη ρώτησε.
«Εννοείται, μωρό μου.» απάντησε εκείνη. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, ένα φιλί το οποίο θα του έλειπε πολύ όπως και όλα τα άλλα σχετικά με εκείνη, τα αστεία τους, τα ραντεβού τους αλλά και τα χάδια τους και η μία και μοναδική- προς το παρόν ένωση τους που συνέβη την προηγούμενη νύχτα, όταν μετά το τέλος της δεξίωσης εκείνη του πρότεινε να κοιμηθούν μαζί και πήγαν στο σπίτι της...
Θα μιλούσαν βέβαια καθημερινά στο τηλέφωνο και με βίντεο κλήση, όμως δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν άγγιζαν ο ένας τον άλλον. Με το ζόρι αποχωρίστηκε τα χείλη της και έπειτα την κοίταξε στα μάτια και της είπε:
«Να προσέχεις, εντάξει; Θα μιλάμε.»
«Θα μου λείψεις, Ηρακλή... Στενοχωριέμαι που θα πρέπει να αποχωριστώ την αγκαλιά σου, όμως έχεις ένα καθήκον στη Χώρα των Ξωτικών και απέναντι στον φίλο σου και αυτό προηγείται.» του είπε εκείνη και για μία ακόμα φορά τη θαύμασε για την ωριμότητα της.
«Κι εμένα θα μου λείψεις. Όμως τουλάχιστον θα μιλάμε, θα βλεπόμαστε έστω και μέσω κάμερας, για αυτό δεν θέλω να στενοχωριέσαι, εντάξει;»
«Εντάξει.» είπε εκείνη και τον αποχαιρέτησε με ένα τελευταίο φιλί.
Η ώρα της επιβίβασης έφτασε και για την παρέα των τριών. Οι γονείς της Ιφιγένειας, ο Σωκράτης και η Αντιγόνη είχαν επιβιβαστεί ήδη. Ο Γιάννης, η Ιφιγένεια και ο Ηρακλής ήταν έτοιμοι να ανέβουν κι εκείνοι στο πλοίο, όμως τότε μια κόρνα ακούστηκε και φάνηκε να πλησιάζει ένα ταξί. Όλοι κοίταξαν προς τα εκεί απορημένοι, και ξαφνιάστηκαν βλέποντας το άτομο που βγήκε από αυτό.
«Έλενα;» είπε έκπληκτος ο Γιάννης και η καρδιά του αυτομάτως αύξησε τους χτύπους της.
«Γιάννη!» φώναξε εκείνη κι έτρεξε προς το μέρος του. Έφτασε και λαχανιασμένη έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε πάνω της. Ο Γιάννης τύλιξε κι εκείνος τα χέρια του γύρω της, δεν πίστευε πως θα την έβλεπε ξανά πριν την αναχώρηση του. Μήπως είχε αλλάξει γνώμη και θα ερχόταν μαζί του; Όμως δεν είχε βαλίτσες...
«Συγνώμη... Δεν ήθελα να χωριστούμε έτσι...» ψιθύρισε η Έλενα κι έπειτα, μένοντας ακόμα στην αγκαλιά του τον κοίταξε στα μάτια. «Συγνώμη αν σε πλήγωσα με τα λόγια μου.» συμπλήρωσε και τον φίλησε με δάκρυα στα μάτια, χωρίς να νοιάζεται που τους έβλεπαν όλοι.
Ο Γιάννης δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό το φιλί. Ήταν άραγε αποχαιρετιστήριο, ή έκρυβε μια ελπίδα και μια υπόσχεση ότι θα ξανασμίξουν; Η αλήθεια ήταν πως είχε μέσα του μια μικρή ελπίδα ότι θα άλλαζε γνώμη και θα ερχόταν τελικά μαζί του, όμως ήταν κι αυτό μια αρχή. Διέκοψε το φιλί τους απαλά και ένωσε ξανά τα βλέμματα τους, τα καστανά της μάτια ήταν πάλι δακρυσμένα.
«Όταν σε βλέπω να κλαις πληγώνομαι περισσότερο.» της είπε. «Και αν με άφηνες, θα έκανα τα πάντα ώστε να το αποτρέψω αυτό, θα έκανα τα πάντα για να σε κάνω ευτυχισμένη. Σου ζητώ και εγώ συγνώμη αν ήμουν σκληρός μαζί σου, και όχι μόνο για χθες. Για όλες τις φορές που σε πλήγωσα, από τη στιγμή που κατάλαβα ότι είχες αισθήματα για μένα.»
«Θέλω να μιλάμε, έστω μια στο τόσο, όσο θα λείπεις... Κι ύστερα, όταν επιστρέψουμε κι οι δυο βλέπουμε. Σε εμπιστεύομαι.» του είπε, και η καρδιά του αναπήδησε στο στήθος από χαρά. Ένας λυγμός διέκοψε εκείνη την τρυφερή στιγμή μεταξύ τους και στράφηκαν όλοι προς το μέρος του Δήμου.
«Είναι τόσο ρομαντικό και συγκινητικό...!» αναφώνησε έχοντας ξεσπάσει σε ένα νέο κύμα δακρύων.
Ο Γιάννης και η Έλενα γέλασαν, έπειτα η κοκκινομάλλα στράφηκε προς την υπόλοιπη παρέα:
«Και φυσικά δεν θα μπορούσα να φύγω χωρίς να αποχαιρετήσω κι εσάς, παιδιά...»
«Να φύγεις; Τι εννοείς; Φεύγεις κι εσύ; Και που θα πας;» τη ρώτησε η Άσπα. Η Έλενα έσκυψε το κεφάλι.
«Συγνώμη που δεν σας το είπα χθες, όμως έγιναν όλα τόσο γρήγορα... Οι γονείς μου... έμαθαν για τα βίντεο και θα με στείλουν για λίγο καιρό στους παππούδες μου στον Βορρά, τουλάχιστον μέχρι να ξεχαστεί το θέμα. Μεθαύριο φεύγω.»
«Άρα η παρέα μας μικραίνει ακόμα περισσότερο...» είπε με παράπονο ο Δήμος, ο οποίος επιτέλους σταμάτησε να κλαίει. Η Ιφιγένεια πλησίασε και αγκάλιασε θερμά τη φίλη της.
«Λυπάμαι πάρα πολύ...» της είπε, έπειτα όμως χαμογέλασε και συμπλήρωσε πιο ελπιδοφόρα: «Όμως θα μιλάμε συχνά και θα μας λες τα νέα σου, έτσι δεν είναι;»
Η Έλενα συμφώνησε. Η Ιφιγένεια την αγκάλιασε ξανά και ψιθύρισε στο αυτί της:
«Χαίρομαι πολύ για εσένα και τον Γιάννη και δεν θέλω να ανησυχείς για τίποτα. Ότι και αν υπήρξε μεταξύ μας, έστω και για λίγο, έχει τελειώσει. Μόνο εσένα θέλει ο Γιάννης.» Κι η Έλενα την κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε με εκείνη την επιβεβαίωση. Έπειτα πλησίασε ξανά ο Γιάννης και την αγκάλιασε για να την αποχαιρετήσει αυτή τη φορά.
«Θα μου λείψεις πολύ...» του είπε.
«Και εμένα. Όμως θα σε σκέφτομαι και θα παίρνω δύναμη στην εκπαίδευση.» Φιλήθηκαν για μια ακόμα φορά και έπειτα, κοιτάχτηκαν στα μάτια και αποχωρίστηκαν αργά και απρόθυμα ο ένας την αγκαλιά του άλλου.
Αφού την αποχαιρέτησαν και η Ιφιγένεια με τον Ηρακλή, δίνοντας της κουράγιο και τις ευχές τους να πήγαιναν όλα καλά, ήρθε η ώρα και της δικής τους επιβίβασης στο πλοίο. Ένας ναύτης τους βοήθησε να ανέβουν καθώς η σκάλα κουνιόταν ελαφρώς από το κύμα και βρέθηκαν στο πλοίο μαζί με τους υπόλοιπους που είχαν ήδη ανέβει. Πήραν θέση στην κουπαστή και κοίταξαν προς τα κάτω, τους φίλους τους και την οικογένεια του Ηρακλή που τους χαιρετούσαν ακόμα πιο συγκινημένοι.
Ο καπετάνιος έδωσε διαταγή για αναχώρηση, έτσι σύντομα το πλοίο άρχισε να αφήνει την προβλήτα και έβλεπαν όλοι τους δικούς τους να απομακρύνονται. Ο Άκης είχε αγκαλιάσει τη Μύρνα η οποία με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούσε τον γιο της, τα αδέλφια του θλιμμένα παρακολουθούσαν επίσης το καράβι και τον αδελφό τους να απομακρύνεται, ενώ οι φίλοι των παιδιών χαιρετούσαν φωνάζοντας καλή τύχη στους φίλους τους και δίνοντας υποσχέσεις να ξανανταμώσουν. Ο Δήμος έβγαλε ένα μαντίλι και άρχισε να το κουνάει υψώνοντας το και οι τρεις νεαροί γέλασαν με αυτή την κίνηση. Το βλέμμα του Γιάννη σταμάτησε ξανά στην Έλενα, η οποία δεν έκλαιγε πια αλλά τον κοιτούσε με ελπίδα. Η Άσπα την αγκάλιασε για παρηγοριά καθώς και το δικό της βλέμμα ενώθηκε με εκείνο του Ηρακλή. Έπειτα το πλοίο γύρισε και άρχισαν να αφήνουν πίσω τους το Λιμάνι του Νότου για μία ακόμα φορά.
Είχαν ανοιχτεί αρκετά και βγήκαν απ' το Λιμάνι πλέον, οπότε και οι δικοί τους που ακόμα τους αποχαιρετούσαν είτε με νοήματα είτε με τα βλέμματα, χάθηκαν σιγά- σιγά από τα μάτια τους. Η θάλασσα είχε μερικά μικρά κυματάκια, όμως αυτό δεν τους πτοούσε, το ίδιο και το κρύο και η υγρασία εξαιτίας αυτής. Η Ιφιγένεια στεκόταν ακόμα στην κουπαστή μαζί με τον Γιάννη και τον Ηρακλή, ενώ οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν στο εσωτερικό του πλοίο για να τακτοποιηθούν στις καμπίνες τους και να ζεσταθούν.
«Πίσω στη Χώρα των Ξωτικών λοιπόν...» είπε ο Γιάννης.
«Ναι... Αυτή τη φορά χωρίς τον Ιάσονα.» συμπλήρωσε η Ιφιγένεια με θλίψη και οι δύο φίλοι της συμφώνησαν.
«Πώς νιώθεις που επιστρέφεις ξανά στην πατρίδα σου;» τη ρώτησε έπειτα ο Ηρακλής.
«Περίεργα.» απάντησε, κι έπειτα από έναν ελαφρύ αναστεναγμό συμπλήρωσε: «Μπορεί να ακούγεται παράξενο όμως... Δεν τη νιώθω πατρίδα μου πια, όχι μετά από όσα έγιναν. Φυσικά και μου λείπουν τα τοπία της και οι κάτοικοι της, ειδικά οι φίλες μου, όμως νιώθω σαν πραγματικό μου σπίτι την Ωραιόπολη του Νότου. Ξέρω πως ο Άρχοντας Έλιος μετάνιωσε για όσα έγιναν και μέσα μου τον έχω συγχωρέσει για την άδικη απόφαση του να συμφωνήσει με τους Ανώτερους Άρχοντες να εξορίσουν τον Ιάσονα, όμως ξέρω πως τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο εκεί. Παρόλα αυτά, αν όντως επιστρέψει ο Άνθιμος και γίνει πόλεμος, θα υπερασπιστώ αυτόν τον τόπο όπως μπορώ και θα πολεμήσω σαν Θεραπεύτρια στο πλευρό των Ξωτικών αυτή τη φορά.»
Τα δύο αγόρια συμφώνησαν μαζί της σιωπηλά. Δεν ήξεραν τι τους περίμενε αυτή τη φορά στη Χώρα των Ξωτικών και τι εκπλήξεις τους επιφύλασσε η μοίρα, ευχάριστες ή δυσάρεστες. Ένα πράγμα ήξεραν σίγουρα: πως αν παρέμεναν ενωμένοι, θα ξεπερνούσαν για ακόμα μια φορά τα πάντα.
********
Πολλοί δακρύβρεχτοι αποχαιρετισμοί σε αυτό το κεφάλαιο και συγκινήθηκα λίγο κι εγώ όταν το έγραφα, αν και γέλασα συγχρόνως με το υπερβολικά drama queen ύφος του Δήμου!! Εσάς τι συναισθήματα σας προκάλεσε; Επικεντρωθήκαμε κυρίως στη γνωστή παρέα που παρακολουθούσαμε τόσον καιρό στον Νότο, η οποία για μια ακόμα φορά πρέπει να χωριστεί και οι κεντρικοί μας ήρωες, ο Γιάννης, η Ιφιγένεια και ο Ηρακλής να επιστρέψουν στη Χώρα των Ξωτικών, για διαφορετικό σκοπό και χωρίς τον Ιάσονα αυτή τη φορά... Τι τους περιμένει άραγε εκεί μετά την εκπαίδευση;
Είχαμε και την απρόσμενη έκπληξη της Έλενας, η οποία πήγε τελικά στο Λιμάνι να αποχαιρετήσει τον Γιάννη, ζήτησαν συγνώμη ο ένας απ' τον άλλον και αποφάσισαν να μη διακόψουν κάθε επαφή, να μιλάνε έστω και λίγο και ύστερα όπου τους βγάλει. Πώς σας φάνηκε;
Εμείς ανανεώνουμε το ραντεβού μας για το επόμενο κεφάλαιο, όπου θα δούμε κάποιες στιγμές απ' το ταξίδι των ηρώων μας, εξομολογήσεις ανάμεσα σε φίλους και ίσως την άφιξη τους στη Χώρα των Ξωτικών!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top