Κεφάλαιο 16: Η Δεξίωση (Μέρος Β)

Η δεξίωση προχωρούσε με ευχάριστους ρυθμούς και αφού η Πριγκίπισσα Ευτέρπη έσβησε τα είκοσι τέσσερα κεράκια της τούρτας γενεθλίων της, ξεκίνησαν τα οι χοροί. Το πρώτο βαλς φυσικά, το χόρεψε η Ευτέρπη με τον σύντροφο της, και στη συνέχεια τους ακολούθησαν το βασιλικό ζεύγος και άλλα ζευγάρια. Ο Δήμος πήρε τη Γιώτα και πήγαν και εκείνοι να χορέψουν, παρόλο που δεν είχαν ιδέα τι έκαναν. Η Άσπα στράφηκε στον Ηρακλή:

«Θα μου χαρίσεις αυτό το χορό, αγαπημένε μου;» τον ρώτησε σε επίσημο ύφος.

«Ωω, τολμηρή σε βρίσκω.» της είπε ο Γιάννης.

«Γιατί; Επειδή του το ζητάω εγώ; Ισότητα δεν έχουμε; Έχει δικαίωμα και η γυναίκα να ζητήσει από το ταίρι της να χορέψουν. Ηρακλή, τι λες;» Ο Ηρακλής φάνηκε πως ντρεπόταν.

«Δεν είμαι καθόλου καλός χορευτής.» της απάντησε. «Δεν θέλω να σε ρεζιλέψω κι εσένα...»

«Ορίστε, βλέπεις; Για αυτό σου λέω ότι ήταν τολμηρό εκ μέρους σου να του το ζητήσεις. Δεν χορεύει εύκολα βαλς ο Ηρακλής...» είπε ο Γιάννης.

«Ω, έλα τώρα... Γιατί, αυτοί καλύτεροι είναι;» είπε η Άσπα, δείχνοντας τον Δήμο και τη Γιώτα οι οποίοι δεν συγχρονίζονταν καθόλου στο ρυθμό και τα βήματα, πράγμα το οποίο όμως τους έκανε να γελάνε και να διασκεδάζουν.

«Φίλε μου, δεν πρόκειται να σε αφήσει σε ησυχία αν δεν πας.» του είπε ο Γιάννης, έτσι ο κολλητός του αποφάσισε να υποχωρήσει και ακολούθησε την κοπέλα του στην πίστα.

Ο Γιάννης και η Ιφιγένεια έμειναν να τους παρακολουθούν διασκεδάζοντας, ενώ λίγο πιο πέρα, ο Γιάννης διέκρινε τη μητέρα του να γελάει με ένα αστείο που της έλεγε ο Σωκράτης, καθώς έπιναν οι δυο τους σαμπάνια.

«Η μαμά σου φαίνεται πραγματικά χαρούμενη απόψε.» σχολίασε η Ιφιγένεια.

«Όντως... Πρώτη φορά τη βλέπω έτσι, σαν να ξανάνιωσε. Ελπίζω μόνο να μην την παρασύρει ο Σωκράτης και μεθύσει και εκείνη...»

«Έλα τώρα, άφησε τη να διασκεδάσει...» είπε γελώντας η Ιφιγένεια. Ωστόσο, παρά τη χαρά για τη μητέρα του, υπήρχε και μια θλίψη στο βλέμμα του την οποία προσπαθούσε να κρύψει πίσω απ' το χαμόγελο και τα αστεία.

Σύντομα, τον πλησίασε μια φίλη της πριγκίπισσας, η Φένια, η οποία, παρότι μεγαλύτερη, τον είχε βάλει στο μάτι από τότε που άρχισαν να πηγαίνουν σε δεξιώσεις με τον πατέρα του, και ειδικά τώρα που έμαθε για τα κατορθώματα του στη μάχη και τη νέα δύναμη που είχε, κόλλησε ακόμα περισσότερο.

«Έλα να χορέψουμε!» του φώναξε και τον τράβηξε με το ζόρι σχεδόν στην πίστα.

Άρχισε να χορεύει μαζί της απρόθυμα και άψυχα σχεδόν, χαμογελώντας ψεύτικα και απαντώντας αναγκαστικά σε ό,τι του έλεγε. Παρόλο που ήξερε άψογα τα βήματα, οι κινήσεις του ήταν τελείως μηχανικές, ενώ κοιτούσε συνεχώς προς τη μεριά της εισόδου.

Και τότε, σαν από θαύμα, την είδε. Στην αρχή πίστεψε πως έβλεπε όνειρο. Η Έλενα, πιο όμορφη από ποτέ, είχε μόλις μπει στη Μεγάλη Αίθουσα. Φορούσε ένα μπλε, μακρύ φόρεμα χωρίς πολλά στολίδια, όμως το σχήμα του με το στενό πάνω μέρος και τη φούστα από τούλι που άνοιγε το έκαναν να μοιάζει παραμυθένιο. Επίσης, είχε κάνει μια προσπάθεια να επαναφέρει το φυσικό κόκκινο στα μαλλιά της, και παρόλο που δεν ήταν ακριβώς το ίδιο χρώμα παρά ένα χρυσοκίτρινο προς πορτοκαλί, την έκανε πολύ πιο όμορφη από πριν. Κοιτούσε τριγύρω στην αίθουσα σαν χαμένη, σαν να τον αναζητούσε και εκείνη. Ο Γιάννης παράτησε αμέσως τη Φένια και την πλησίασε. Το πρόσωπο της, που ήταν βαμμένο χωρίς υπερβολές, έλαμψε μόλις τον είδε και οι ματιές τους συναντήθηκαν.

Έφτασε μπροστά της.

«Γεια.» της είπε.

«Γεια.» του απάντησε και εκείνη χαμηλώνοντας για μια στιγμή μονάχα το βλέμμα, έπειτα τον κοίταξε ξανά στα μάτια.

«Είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν θα έρθεις...»

«Συγνώμη που άργησα. Απλά συνέβη κάτι κι ήθελα επίσης να σκεφτώ κάποια πράγματα.»

«Τι συνέβη; Είσαι καλά;» τη ρώτησε εναγωνίως.

«Τώρα είμαι.»

«Και... σκέφτηκες όσα ήθελες;» Δεν του απάντησε αμέσως.

«Θα τα πούμε αργότερα. Για την ώρα όμως, θέλω να αφεθούμε και οι δύο και να απολαύσουμε αυτές τις στιγμές μαζί. Αύριο φεύγεις.»

«Ναι, έχεις δίκιο.» είπε ο Γιάννης και εκείνη τη στιγμή το κομμάτι τελείωσε και άρχισε να παίζει ένα άλλο, μια πιο σύγχρονη μπαλάντα η οποία χορευόταν και σαν βαλς. «Θα μου χαρίσεις αυτό το χορό;» τη ρώτησε δίνοντας της το χέρι του. Εκείνη το πήρε διστακτικά και την οδήγησε στην πίστα. Το τι θα γινόταν μετά δεν τον ένοιαζε, μόνο το ότι αυτή τη στιγμή ήταν εδώ μαζί της.

«Απλά να ξέρεις, δεν έχω ιδέα από χορό και είμαι πολύ αδέξια στα βήματα.» του είπε κάπως αβέβαιη μόλις έφτασαν στην πίστα ανάμεσα σε άλλα ζευγάρια.

«Δεν πειράζει, απλά αφέσου σε εμένα.» της απάντησε και τοποθέτησε το ένα χέρι του στη μέση της ενώ με το άλλο κρατούσε το δικό της. Εκείνη έβαλε το ελεύθερο χέρι της πάνω στον ώμο του και προσπάθησε να χαλαρώσει και να ακολουθήσει τα βήματα του.

Οι υπόλοιποι της παρέας είχαν σταματήσει το χορό και τους είδαν, αλλά δεν πήγαν να υποδεχτούν την Έλενα όπως ήταν φυσικό για να μην τους διακόψουν.

«Κοιτάξτε τους μωρέ, τους γλυκούληδες...» είπε με γλυκιά φωνή η Άσπα και τους κοίταξαν όλοι χαρούμενοι καθώς χόρευαν.

«Χαίρομαι που τελικά ήρθε η Έλενα και από ότι φαίνεται, τα πράγματα μεταξύ τους είναι όπως πριν, ίσως και ακόμα καλύτερα.» είπε η Ιφιγένεια κι όλοι συμφώνησαν μαζί της.

«Αχ, είναι τόσο ρομαντικό...» έκανε η Γιώτα με βλέμμα ονειροπόλο.

«Ελάτε παιδιά, μην καρφώνεστε. Γινόμαστε αδιάκριτοι. Αφήστε τα παιδιά στην ησυχία τους...» είπε τότε ο Ηρακλής κι όλοι έστρεψαν τα βλέμματα αλλού, ενώ ο Δήμος έστρεψε τη συζήτηση για μία ακόμα φορά στο φαγητό.

Ο Γιάννης με την Έλενα εξακολουθούσαν να στροβιλίζονται στην πίστα μαζί, ενώ ακόμα και κάποια λάθη που έκανε εκείνη, τα κάλυψε ο Γιάννης με την εμπειρία του.

«Είσαι πολύ καλός χορευτής.» σχολίασε χαμογελώντας κάποια στιγμή.

«Ευχαριστώ. Τουλάχιστον δεν πήγαν τσάμπα τόσες ώρες που αναγκαζόμουν να ακολουθώ τον πατέρα μου σε γκαλά και επίσημες δεξιώσεις... Το μόνο καλό που προέκυψε ίσως.» είπε και για λίγο φάνηκε πως μελαγχόλησε με αυτές τις αναμνήσεις. Όμως έκανε μια σβούρα την Έλενα, την ξαναέφερε κοντά στο σώμα του και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, έτσι τα ξέχασε αμέσως όλα. Οι καρδιές και των δύο χόρευαν επίσης στον ίδιο ρυθμό, ενώ ένιωθαν και τα ρίγη του έρωτα στα κορμιά τους, ειδικά εκεί που αγγίζονταν.

«Είσαι υπέροχη απόψε, Έλενα.» της είπε κάποια στιγμή. «Η πιο όμορφη στην αίθουσα.»

Η Έλενα γέλασε ντροπαλά.

«Υπερβάλλεις.»

«Καθόλου. Χαίρομαι που έβαψες έτσι τα μαλλιά σου. Βέβαια και πριν μου άρεσες με το ξανθό, όμως ειδικά το κόκκινο σου πάει πάρα πολύ.»

«Δεν είναι καν το φυσικό μου κόκκινο που ήθελα να πετύχω. Είναι πορτοκαλί. Όμως χρειαζόμουν μια αλλαγή. Με τον καιρό ελπίζω να επαναφέρω αυτό το χρώμα.»

«Εμένα μου αρέσεις όπως και αν είσαι. Είσαι πανέμορφη, και μην αφήσεις ποτέ κανέναν να το αμφισβητήσει αυτό.» της είπε καθώς θυμόταν τα απαίσια σχόλια της Ρεβέκκας και του Πάνου για το σώμα της. Λίγο μετά, τελείωσε το τραγούδι και πλησίασαν την παρέα βαστώντας ακόμα ο ένας το χέρι του άλλου.

«Δείτε ποια ήρθε...!» τους είπε ο Γιάννης και το πρόσωπο του έλαμπε από χαρά.

«Ναι, εσένα περιμέναμε να μας το πεις... Δεν την έχουμε δει τόση ώρα...» αστειεύτηκε ο Δήμος. Τα κορίτσια αμέσως την αγκάλιασαν.

«Πού ήσουν; Ανησυχήσαμε.» της είπε η Άσπα.

«Νομίζαμε πως δεν θα ερχόσουν...» συμπλήρωσε η Ιφιγένεια.

«Ναι, και το παιδί από εδώ είχε πέσει σε κατάθλιψη.» είπε ο Δήμος δείχνοντας τον Γιάννη. Η Έλενα γέλασε και απάντησε:

«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Όπως είπα και στον Γιάννη, ήθελα να σκεφτώ κάποια πράγματα. Όμως τώρα είμαι εντάξει και φυσικά δεν θα έχανα την ευκαιρία για λίγη ακόμα παρέα μαζί σας...»

«Και ειδικά μαζί του, έτσι;» συνέχισε το πείραγμα ο Δήμος.

Έτσι συνεχίστηκε η βραδιά, αυτή τη φορά με την Έλενα παρούσα, ενώ από κάποια ώρα και μετά το ρεπερτόριο άλλαξε και έβαλε πιο σύγχρονα τραγούδια, αφού λόγω της Πριγκίπισσας οι περισσότεροι καλεσμένοι ήταν νεολαία, κυρίως χορευτικά ποπ κομμάτια τα οποία όλοι όσοι χόρευαν το διασκέδαζαν πραγματικά. Η παρέα έβαλε ξανά να πιει, τσούγκρισαν μεταξύ τους και ήπιαν όλοι από μια γουλιά. Μόνο η Έλενα κατέβασε μεμιάς όλο το ποτό της και ο Γιάννης την κοίταξε ανήσυχος, γιατί από ότι ήξερε δεν ήταν μαθημένη στο ποτό και θα την πείραζε.

«Ήρεμα με το ποτό. Θα σε πειράξει.» της είπε τη σκέψη του.

«Μην ανησυχείς. Μια χαρά θα είμαι. Πάμε να χορέψουμε;» πρότεινε και από μόνη της αυτή τη φορά τον έπιασε απ' το χέρι και τον οδήγησε στην πίστα ενώ ακολούθησαν σύντομα και οι υπόλοιποι.

Όλη η παρέα είχε πλέον σηκωθεί, ενώ ο Γιάννης διέκρινε κάπου στην άκρη της πίστας και τη μητέρα του με τον Σωκράτη να χορεύουν.

Δεν πειράζει, φαίνεται ότι την κάνει χαρούμενη, έστω κι αν είναι μόνο για απόψε. Είπε από μέσα του, αφήνοντας στην άκρη την αρχική του ανησυχία ότι υπήρχε φλερτ ανάμεσα τους και επικεντρώθηκε στην Έλενα. Την πλησίασε και συνέχισαν να χορεύουν μαζί, κολλητά σχεδόν, τα χέρια του όπου την άγγιζαν της προκαλούσαν ρίγη και σε εκείνον το ίδιο , όπως και τα συνεχώς ενωμένα βλέμματα τους. Ο Γιάννης θα ορκιζόταν πως θα της έδινε τα πάντα απόψε, αν τον άφηνε. Κάποια στιγμή ένωσε το μέτωπο του με το δικό της και της είπε:

«Δεν θέλω να σε χάσω, Έλενα... Δεν θέλω να τελειώσει αυτό που έχουμε.»

Αντί για απάντηση, εκείνη τον φίλησε, και για λίγο χάθηκε όλος ο κόσμος γύρω τους και ξέχασαν που βρίσκονταν, ούτε νοιάζονταν αν θα τους κοιτούσαν και ας ήταν σε επίσημο μέρος. Όταν διέκοψαν για να πάρουν ανάσα, κοιτάχτηκαν ξανά στα μάτια για λίγο, το βαθύ μπλε δικό του φαινόταν τώρα πιο σκούρο λόγω του φωτισμού, ενώ το καστανό δικό της σχεδόν μαύρο, όμως έλαμπε. Όμως τότε εκείνη απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του.

«Με συγχωρείς... Πρέπει να βγω λίγο έξω.» του είπε.

«Θα έρθω μαζί σου.»

«Όχι. Θέλω να μείνω λίγο μόνη. Θα είμαι εντάξει.» είπε η Έλενα και βγήκε τρέχοντας σχεδόν στη βεράντα της Μεγάλης Αίθουσας.

Ο Γιάννης σεβόταν την επιθυμία της , όμως φοβόταν να την αφήσει μόνη της και η συμπεριφορά της μόλις τώρα τον προβλημάτισε ακόμα περισσότερο. Εκτός αυτού, μπορεί όντως να την πείραξε το ποτό και να ζαλίστηκε. Τι θα έκανε αν λιποθυμούσε και δεν ήταν εκείνος εκεί; Και με αυτές τις σκέψεις, έφυγε και εκείνος και βγήκε έξω.

Η βεράντα ήταν αρκετά μεγάλη, με μαρμάρινο πάτωμα και κίονες στην κουπαστή της, ενώ μερικά σκαλιά οδηγούσαν στους κήπους. Ήταν σχετικά ήσυχη, καθώς με τέτοιο κρύο ελάχιστοι είχαν βγει έξω, κυρίως ζευγάρια και κάποια άτομα που ήθελαν να καπνίσουν με υσηχία. Διέκρινε την Έλενα στην άκρη του μπαλκονιού να κοιτάει προς τους κήπους και την πλησίασε. Εκείνη έκλαιγε, και με το που τον είδε βάλθηκε να σκουπίσει τα μάτια της και στράφηκε απ' την άλλη.

«Σου είπα να με αφήσεις μόνη μου. Δεν ήθελα να με δεις έτσι...» του είπε. Ο Γιάννης έβγαλε αμέσως το σακάκι του και της το φόρεσε.

«Θα παγώσεις.» είπε και την αγκάλιασε. Εκείνη έγειρε στο στήθος του και άφησε ξανά τα δάκρυα ελεύθερα, αφού δεν είχε νόημα να του κρύβεται πια. Μόλις ηρέμησε λίγο, την απομάκρυνε ίσα για να την κοιτάξει και την κράτησε απ' τους ώμους.

«Τώρα θα μου πεις τι έχεις και γιατί χαλάς τα όμορφα μάτια σου κλαίγοντας;»

Η Έλενα έπνιξε έναν ακόμα λυγμό και είπε:

«Οι γονείς μου... Έμαθαν για τα βίντεο... Τα έμαθαν όλα. Ο πατέρας μου τα είδε, έγινε έξαλλος και... θα με στείλουν στον Βορρά, να μείνω στους παππούδες μου μέχρι να ξεχαστεί το θέμα...» Στράφηκε ξανά προς τη μαρμάρινη κουπαστή και νέα δάκρυα έτρεξαν μουσκεύοντας τα μάγουλα της. Ο Γιάννης είχε σοκαριστεί.

«Πώς;» ρώτησε. «Πώς το έμαθαν; Που τα βρήκε ο πατέρας σου; Νόμιζα ότι τα κατέβασε εκείνο το κάθαρμα και ότι όλοι τα έσβησαν όταν τους απείλησα...» είπε τρέμοντας από θυμό.

«Όντως τα κατέβασε ο Πάνος. Όμως δεν τα έσβησαν όλοι οι μαθητές και ο πατέρας ενός από αυτού, που είναι φίλος με τον πατέρα μου τα ανακάλυψε στο κινητό του, με αναγνώρισε και του τα έστειλε... Ρεζίλι έγινα. Με ξεφτίλισε, με είπε πόρνη, τιποτένια και διάφορα άλλα... Φυσικά και δεν πίστεψε ότι ανέβηκαν εν αγνοία μου... Πρώτη φορά ασχολήθηκε εκείνος και η μητέρα μου τόσο πολύ μαζί μου, όμως τέτοιο ενδιαφέρον δεν το θέλω.»

«Τον παλιό...» Ο Γιάννης δεν συνέχισε τη βρισιά του καθώς κοπάνισε το χέρι του στο μάρμαρο.

«Για αυτό εξαφανίστηκα χθες, από εσένα και από όλους... Έγινε όλο αυτό το σκηνικό... Και σήμερα έφυγα κρυφά από το σπίτι για να έρθω εδώ. Ευτυχώς δεν μπαίνουν ποτέ στο δωμάτιο μου τη νύχτα και ελπίζω να το τηρήσουν και τώρα.» συμπλήρωσε η Έλενα.

Περνούσαν διάφορες σκέψεις από το μυαλό του Γιάννη εκείνη τη στιγμή, μέχρι και να πάει να βρει τον πατέρα της και να τον απειλήσει και εκείνον σκέφτηκε, όμως συγκράτησε τη φωτιά μέσα του. Δεν ήταν αυτό που θα ήθελε η Έλενα τώρα. Μόνο τη στήριξη του ήθελε, τη συντροφιά και το σεβασμό που τόσον καιρό της έδειχνε. Ήθελε την αγκαλιά του που ήταν το καταφύγιο της.

«Έλα, πάμε μια βόλτα να ηρεμήσεις.» της είπε και αγκαλιάζοντας την, περπάτησαν μαζί ως τα σκαλιά και κατέβηκαν στους κήπους.

«Γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα; Γιατί δεν με έπαιρνες τηλέφωνο ή δεν έστελνες ένα μήνυμα;» τη ρώτησε καθώς περπατούσαν.

«Ντρεπόμουν, όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ξέρω πόση αγωνία έχεις επειδή δεν ξέρεις τι θα αντιμετωπίσεις στην εκπαίδευση, πρέπει να αντιμετωπίσεις αυτή τη νέα φύση σου... Δεν ήθελα να σε επηρεάσω, και ειδικά μια μέρα πριν χωριστούμε. Ήθελα απλά να περάσουμε όμορφα απόψε και να ζήσουμε την κάθε στιγμή που μας απομένει, γιατί ίσως να είναι οι τελευταίες μας στιγμές μαζί.»
«Γιατί πρέπει να είναι οι τελευταίες;» ρώτησε ο Γιάννης έντονα και σταμάτησε για να την κοιτάξει. Και ξάφνου, μια ιδέα του ήρθε στο μυαλό, την οποία είχε σκεφτεί νωρίτερα όμως δεν τόλμησε να την ξεστομίσει:

«Έλενα, δεν χρειάζεται να τελειώσει αυτό που έχουμε. Έλα μαζί μου στη Χώρα των Ξωτικών...»

«Τι...; Μα ο Άρχοντας Έλιος σου απαγόρευσε να πάρεις άλλα άτομα, ειδικά όσους δεν έχουν κάποιο σκοπό εκεί. Η μητέρα σου θα έρθει για να είναι ασφαλής απ' τον πατέρα σου, η Ιφιγένεια θα μπορεί να σε θεραπεύσει, ο Ηρακλής είναι πολεμιστής και να συνεχίσει την εκπαίδευση του. Ενώ εγώ δεν είμαι τίποτα.»

«Κάνεις λάθος.» της είπε. «Είσαι πολύ σημαντική για εμένα, και αν του μιλήσω για τα αισθήματα μου ίσως και να δεχθεί. Και αν δώσει εντολή η Βασίλισσα μας, κανένας δεν θα μπορέσει να πει όχι, ούτε οι γονείς σου. Αντί να πας στον Βορρά, έλα μαζί μου. Και στη Χώρα των Ξωτικών θα ξεχαστεί το θέμα και το κλίμα της θα γιατρεύσει τις πληγές σου. Όμως, ακόμα και αν δεν δεχθεί ο Έλιος, είμαι ικανός να σε βάλω λαθραία στο καράβι και θα σε κρύβω στην καμπίνα μου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.» Αυτά τα τελευταία τα είπε αστειευόμενος για να της φτιάξει τη διάθεση, ωστόσο, αν εκείνη δεχόταν, ήταν πράγματι ικανός να φτάσει μέχρι εκεί.

Η Έλενα γέλασε.

«Μη λες βλακείες... Και στη Χώρα των Ξωτικών πού θα με κρύψεις, στο δωμάτιο σου; Θα τρελαθώ μόνη εκεί μέσα τις ώρες που θα λείπεις.» Ο Γιάννης χαμογέλασε και την αγκάλιασε απ' τη μέση, περνώντας τα χέρια του μέσα από το σακάκι του που της είχε φορέσει.

«Τότε, θα σου κλείσω δωμάτιο στο καλύτερο ξενοδοχείο της Έλφιας και θα έρχομαι κρυφά να σε βλέπω.»

«Δεν γίνονται αυτά που λες. Όσο ρομαντικά ακούγονται, άλλο τόσο τρελά είναι. Το καλύτερο θα είναι να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και απλά να ζήσουμε τη στιγμή χωρίς να σκεφτόμαστε το αύριο. Μπορούμε;»

Αντί για απάντηση τη φίλησε, ήξερε πως είχε δίκιο, όμως για όλα ήταν ικανός για χάρη της. Βάθυνε το φιλί τους κι άλλο και πλέον έγινε πιο παθιασμένο, ενώ το σώμα του που ακουμπούσε στο δικό της τη ζέσταινε κι άλλο.

Εν τω μεταξύ, οι φίλοι τους στην Αίθουσα Δεξιώσεων δεν είχαν πάρει είδηση τι συνέβη και κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι οι δύο ερωτευμένοι έλειπαν.

«Ρε σεις, που πήγαν ο Γιάννης και η Έλενα;» ρώτησε ο Ηρακλής.

«Μάλλον θα πήγαν κάπου ιδιαιτέρως για να της δείξει ο Γιάννης τη... φωτιά του, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ...» σχολίασε ο Δήμος, για να εισπράξει ένα βλέμμα αγανάκτησης από τη Γιώτα.

«Έλεος... Γιατί πηγαίνει συνέχεια το μυαλό σου στο πονηρό;» του είπε.

«Τα γλυκούλια μου... Δίκιο έχουν να θέλουν να μείνουν οι δυο τους. Αύριο φεύγετε και θα χωριστούν, οπότε ας τους αφήσουμε να το χαρούν...»

«Η Άσπα έχει δίκιο.» συμφώνησε η Ιφιγένεια. «Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για αυτούς. Θα είναι εντάξει εφόσον είναι μαζί.»

Λίγη ώρα μετά, ο Γιάννης με την Έλενα είχαν καθίσει σε ένα απ' τα παγκάκια ενός κήπου και φιλιούνταν με περισσότερο πάθος από ποτέ. Ο Γιάννης ένιωθε μέσα του εκείνο το ευχάριστο κύμα θερμότητας, όχι το άλλο που τον έκανε να θέλει να κάψει τα πάντα. Η Έλενα ένιωθε και εκείνη αυτή τη ζεστασιά να την πλημμυρίζει καθώς τα χέρια του την άγγιζαν σε σημεία που δεν είχαν τολμήσει πριν και εκείνη δεχόταν τα χάδια του με προθυμία. Τα χείλη του πότε κατέβαιναν από τα χείλη της στο λαιμό της και στο άνοιγμα του φορέματος, προκαλώντας της νέα ρίγη, πότε ανέβαιναν ξανά στα χείλη της και συνέχιζαν τα φιλιά. Κάποια στιγμή διέκοψε, γνωρίζοντας πως δεν θα άντεχε άλλο και αν δεν συνέχιζαν εκείνη τη νύχτα θα το μετάνιωνε. Διέκοψε το φιλί και τον κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν από λαχτάρα και πρωτόγνωρη ηδονή.

«Πάμε στο δωμάτιο σου...» του ζήτησε χωρίς να ντραπεί καθόλου, σαν να τον διέταζε σχεδόν.

Ο Γιάννης ξαφνιάστηκε, ένιωσε την καρδιά του να χάνει ένα χτύπο και το κορμί του να φλέγεται ακόμα περισσότερο. Όμως δεν έπρεπε να την εκμεταλλευτεί, όχι σε μια τέτοια στιγμή αδυναμίας. Ίσως εκείνη το μετάνιωνε μετά...

«Είσαι σίγουρη...; Έχεις πιει και είσαι σε μια στιγμή ευάλωτη. Δεν θα σε εκμεταλλευόμουν ποτέ έτσι.» της είπε συγκρατώντας τον εαυτό του από το να δεχθεί.

«Ποτέ δεν ήμουν πιο σίγουρη και δεν έχω πιει τόσο πολύ όσο λες, ούτε ευάλωτη νιώθω. Σε παρακαλώ... Και εσύ το θέλεις, το ξέρω. Δεν πρόκειται να μετανιώσω, ότι κι αν γίνει στη συνέχεια.» του είπε κι έτσι όπως τον κοίταξε δεν μπορούσε πια να της αρνηθεί. Την σήκωσε απαλά από το παγκάκι και, παίρνοντας την απ' το χέρι, την κοίταξε για μια ακόμα φορά στα μάτια και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο των κήπων. Υπήρχε μια εξωτερική σκάλα η οποία οδηγούσε στην πτέρυγα στην οποία βρισκόταν το δωμάτιο του, έτσι ανέβηκαν από εκεί για να μην περάσουν μέσα απ' το παλάτι και γίνουν στόχος. Η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά από αγωνία και αδημονία. 

************************

Αυτό το κεφάλαιο επικεντρωνόταν στον Γιάννη και την Έλενα. Το αξίζουν νομίζω ύστερα από όσα πέρασαν χώρια και όσο υπέφεραν και οι δυο. Όπως καταλάβατε, το ζευγάρι μας θα περάσουν τη νύχτα μαζί στο δωμάτιο του Γιάννη και δεν νομίζω να επιστρέψουν στη δεξίωση...😏

Πώς θα εξελιχθούν όμως τα πράγματα αργότερα; Θα το μετανιώσουν; Τι αποφάσεις έχει πάρει η Έλενα; 

Στο επόμενο κεφάλαιο σκέφτομαι να περιγράψω αναλυτικά την ένωση τους, όμως δεν ξέρω ακόμα αν θα μου βγει. Ίσως να μη βάλω πολλές λεπτομέρειες... Εσείς τι λέτε; Όπως και αν είναι, ελπίζω να σας αρέσει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top