Κεφάλαιο 12: Και τα Ξωτικά Αποφασίζουν...
Έλφια, Χώρα των Ξωτικών
Ο Άρχοντας Έλιος μπήκε στην Αίθουσα Συμβουλίων, φορώντας τον επίσημο γαλάζιο μανδύα του, και στάθηκε στο κέντρο του τραπεζιού μπροστά ακριβώς από την καρέκλα του. Είχε μόλις πληροφορηθεί για κάτι ανήκουστο, κάτι που είχαν αιώνες να ακούσουν από μια από τις χώρες των Ανθρώπων, και κάλεσε κοντά του όλους τους αξιωματικούς, καθώς και τους Αρχηγούς των Τεσσάρων Στοιχείων, ανάμεσα τους και τον καινούργιο Αρχιθεραπευτή που πήρε τη θέση του Ζαχαρία, τον Νικόδημο.
Η Λαίδη Αθηνά στάθηκε δίπλα του. Η ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά της μόλις που φαινόταν μέσα από τον επίσης γαλάζιο μανδύα της, καθώς διένυε τον πέμπτο μήνα εγκυμοσύνης της. Έμεινε έγκυος σαν από θαύμα, λίγο μετά το τέλος του πολέμου και όλα όσα ακολούθησαν, μετά από αρκετά χρόνια προσπαθειών και πιέσεων από τους Ανώτερους Άρχοντες, διότι έπρεπε να εξασφαλίσουν αρσενικό διάδοχο για τη Χώρα των Ξωτικών. Ωστόσο, ούτε αυτή η εξέλιξη φάνηκε να ικανοποιεί τους Ανώτερους, καθώς το παιδί που περίμεναν η Αθηνά κι ο Έλιος ήταν κορίτσι, συνεπώς δεν μπορούσε να γίνει Αρχόντισσα των Ξωτικών σύμφωνα με το νόμο οπότε έπρεπε να ξαναπροσπαθήσουν όταν γεννιόταν. Ωστόσο, η Μάντισσα Ορτανσία είχε προβλέψει ένα λαμπρό μέλλον για τη μικρή πριγκίπισσα, χωρίς όμως να μπει σε λεπτομέρειες, μιλώντας μόνο με γρίφους όπως έκανε πάντα.
Όλοι στην αίθουσα σώπασαν και περίμεναν από τον Άρχοντα τους να ξεκινήσει να μιλάει.
«Αγαπητοί Αξιωματικοί, Αρχηγοί των Τεσσάρων Στοιχείων και Αρχιθεραπευτή.» ξεκίνησε. «Σας κάλεσα σήμερα εδώ για να σας ανακοινώσω ένα πολύ σημαντικό και αγωνιώδες νέο που μας ήρθε από το Νότιο Βασίλειο και τη Βασίλισσα Αλεξάνδρα, με μια εξέλιξη την οποία αν δεν χειριστούμε σύντομα, μπορεί να μας βάλει σε μπελάδες όλους.» Κάποιοι ψίθυροι αγωνίας ακούστηκαν:
«Πάλι οι Νότιοι;»
«Όλοι οι μπελάδες ξεκινούν απ' τους Ανθρώπους, τελικά.»
«Τι συνέβη πάλι;»
«Σίγουρα θα έχει σχέση με εκείνον τον εξόριστο, τον Μαγικό.» Μόνο ο Νίμος δεν συμμετείχε.
«Ησυχία παρακαλώ!» επέβαλλε ξανά την τάξη ο Έλιος. «Θέλω να παραμείνετε ψύχραιμοι σε αυτό που θα πω. Στο Νότιο Βασίλειο, ένα θνητό αγόρι, χωρίς μαγικές δυνάμεις αυτή τη φορά, εμφάνισε ξαφνικά την απαγορευμένη Δύναμη της Φωτιάς.» ανακοίνωσε μια κι έξω, χωρίς άλλες περιττές εισαγωγές.
Κι άλλοι ψίθυροι και επιφωνήματα γέμισαν την αίθουσα, αυτή τη φορά ξαφνιασμού και δυσάρεστης έκπληξης.
«Αυτό το αγόρι είχε εκπαιδευτεί πέρυσι, λίγο πριν ξεκινήσει ο πόλεμος με τους Σκοτεινούς, ως τοξότης στη χώρα μας, καθώς ήταν ένας από τους φίλους του Μαγικού Ιάσονα που ήρθαν μαζί του εδώ.» είπε και δυσάρεστα συναισθήματα τον πλησίασαν ξανά, ενθυμούμενος την άδικη εξορία στην οποία αναγκάστηκε να καταδικάσει τον νεαρό εκείνον ο οποίος τον εμπιστεύθηκε.
«Φυσικά και θα ήταν φίλος του και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι από όλους τους ανθρώπους, εμφανίστηκε σε αυτόν η Δύναμη της Φωτιάς!» αναφώνησε κάποιος απ΄ τους αξιωματικούς.
«Δεν τελείωσα.» ξαναμίλησε ο Έλιος. «Είναι επίσης ο γιος του Αρχικατασκόπου Ιάκωβου του Νότου, ο οποίος όπως αποδείχθηκε έκανε τόσον καιρό μυστικά πειράματα πίσω από την πλάτη της βασίλισσας του. Σε ένα από αυτά τα πειράματα, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος στον γιο του, του έδωσε τη Δύναμη της Φωτιάς. Τώρα ο Ιάκωβος είναι εξαφανισμένος, και πολύ φοβόμαστε ότι θα δημιουργήσει στρατό με Πύρινους Ανθρώπους, όπως ανεπίσημα ονομάστηκαν.»
«Και που ξέρουμε ότι οι Νότιοι δεν το έκαναν σκόπιμα αυτό, για να χρησιμοποιήσουν αυτή τη δύναμη εναντίον μας;!» αναφώνησε ο Αρχηγός της Φωτιάς, ο Ορέστης, επίσης καινούργιος καθώς ο προηγούμενος είχε πέσει στη μάχη της Σκοτεινής Διάστασης.
«Αυτό είναι αδύνατον, Αρχηγέ Ορέστη. Ξεχνάς μάλλον πως πολέμησαν αρκετοί Άνθρωποι και ειδικά Νότιοι στο πλευρό μας στον πρόσφατο πόλεμο.» του είπε ο Νίμος.
«Ο Αρχηγός Νίμος έχει δίκιο.» είπε ο Έλιος. «Οι Άνθρωποι δεν λογαριάζονται για εχθροί μας, καθώς πάντα πολεμούσαν ως σύμμαχοι μας. Τώρα προέχει να δούμε τι θα κάνουμε με το αγόρι, τον Γιάννη Λιβανό. Διότι αν και τυπικά θεωρείται μάγος, η δύναμη του είναι ίδια με τα δικά μας Ξωτικά της Φωτιάς. Και για αυτό, είτε εμείς είτε οι Μάγοι, θα διεκδικήσουμε την εκπαίδευση του ώστε να τον μάθουμε να δαμάζει και να ελέγχει τη φωτιά, χωρίς να καταστρέφει τα πάντα γύρω του. Το ερχόμενο Σάββατο λοιπόν, που η Βασίλισσα Αλεξάνδρα του Νότου συγκάλεσε συμβούλιο μεταξύ εμάς, των Νοτίων καθώς και των Μάγων, θα παρευρεθώ μαζί με τη σύζυγο μου, τον Αρχηγό του Νερού Νίμο και τον Αρχηγό της Φωτιάς Ορέστη, καθώς και με μερικά ξωτικά του νερού και της φωτιάς για φρουρούς. Καταλαβαίνετε πιστεύω, πως είναι απαραίτητη και η παρουσία ξωτικών του νερού εκεί για ασφάλεια, καθώς δεν ξέρουμε ακόμα πόσο επικίνδυνος μπορεί να έχει γίνει εκείνος ο νεαρός.»
{...}
Όταν το συμβούλιο τελείωσε, ο Έλιος και η Αθηνά πήγαν στην κάμαρη τους. Η Αρχόντισσα βγήκε στο μπαλκόνι και κάθισε στην πολυθρόνα της εκεί, ενώ το βλέμμα της περιπλανήθηκε στους κήπους. Ο Έλιος στάθηκε δίπλα της.
«Δεν κρυώνεις;» τη ρώτησε. Ήταν πολύ ελαφριά ντυμένη και τους ώμους της κάλυπτε μόνο μια εσάρπα.
«Ώστε όντως θεωρείς επικίνδυνο εκείνο το αγόρι;» τον ρώτησε εκείνη χωρίς να απαντήσει στη δικιά του ερώτηση.
«Το αν είναι επικίνδυνος ή όχι δεν μπορώ να το ξέρω.» Ο Έλιος αναστέναξε βαριά. Στηρίχθηκε στα κάγκελα και το βλέμμα του περιπλανήθηκε επίσης στους κήπους.
«Όμως, αυτή τη φορά θέλω να το διερευνήσω καλύτερα, να μην κάνω το ίδιο λάθος που έκανα με τον Ιάσονα. Ωστόσο, ξέρεις πως πρέπει να ενημερωθούν και οι Ανώτεροι Άρχοντες οι οποίοι, ειδικά μετά από όσα συνέβησαν, είναι ακόμα πιο επιφυλακτικοί και αυστηροί.»
«Αυτό ισχύει, όμως ήδη αρκετοί από το λαό μας είναι αρκετά εξαγριωμένοι, ειδικά μετά την αποκάλυψη ότι η Μάντισσα κατόπιν εντολής του πατέρα σου διέγραψε τη μνήμη ολονών για να ξεχάσουμε τη γενοκτονία των Ορκ.»
Αυτό ήταν αλήθεια. Σε πολλές περιοχές της Χώρας των Ξωτικών εξακολουθούσαν να γίνονται πορείες διαμαρτυρίας και επεισόδια με τους φρουρούς, τόσο από τους οπαδούς ή τους πολέμιους του Ιάσονα όσο και από όσους εναντιώνονταν σε εκείνη την απάτη του Άρχοντα Αλβέρτου. Από την άλλη, ο φόβος για επιστροφή του Λόρδου Άνθιμου και για επίθεση του στην ίδια τη Χώρα των Ξωτικών αυτή τη φορά, σύμφωνα με θεωρίες, δεν έκανε τα πράγματα καθόλου εύκολα. Ο Έλιος δεν ήξερε πώς να τα χειριστεί όλα αυτά και ένιωθε άχρηστος. Άλλη μια λανθασμένη απόφαση, όπως το να καταδικάσει εκείνο το αγόρι που δάμαζε τη φωτιά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμα θερμότερα επεισόδια στη χώρα του.
Τον πρώτο καιρό ύστερα από το τέλος του πολέμου και τις αποκαλύψεις για τον πατέρα του, η μητέρα του, η Λαίδη Ανδριάνα, ήταν ένα ράκος, είχε κλειστεί στο δωμάτιο της και αρνιόταν να μιλήσει ή να δει οποιονδήποτε, εκτός από το υπηρετικό προσωπικό που της έφερνε το φαγητό της. Ήξερε ότι ο Αλβέρτος έκανε τραγικά λάθη στο παρελθόν επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, όμως κάτι τόσο φριχτό, να σπρώξει τον τότε Άρχοντα του Νοτίου Χωριού, τον Ωρίωνα, να εξοντώσει τα Ορκ κι ύστερα να διαγράψει τη μνήμη όλων των ξωτικών, συμπεριλαμβανομένης της δικής της και του γιου τους, ήταν ασυγχώρητο. Τι είδους άνδρας ήταν τελικά το ξωτικό που παντρεύτηκε και πόσα ακόμα της έκρυβε; Και τώρα ο Έλιος κινδύνευε να βαδίσει στα χνάρια του.
Ο ίδιος ο Έλιος ένιωθε πως δεχόταν πόλεμο από παντού, αφού ακόμα και η Αθηνά τον κατηγορούσε για τα λάθη του να εξορίσει τον Ιάσονα στο Δάσος της Σύγχυσης και τον Ζαχαρία με την οικογένεια του στον Κόσμο των Ανθρώπων. Δεν είχε στήριξη από πουθενά, μονάχα η Ορτανσία τον συμβούλευε μέσω γραμμάτων που αντάλλασσαν και τα οποία μετέφερε το λευκό περιστέρι της που είχε για δαιμόνιο. Τελικά, όταν έμαθαν πως η Αθηνά ήταν έγκυος, τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Η Λαίδη Ανδριάνα χάρηκε τόσο με τον ερχομό της εγγονής της, που άφησε όλα τα άλλα στην άκρη, ενώ ακόμα και κάποιοι απ' τους πολίτες απέκτησαν ελπίδα, παρόλο που ως κορίτσι, το παιδί αυτό δεν ήταν προορισμένο να τους κυβερνήσει. Και ο Έλιος ήταν αποφασισμένος να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη, ούτε τα δικά του μα ούτε και του πατέρα του, για να γίνει ο ίδιος ένας πατέρας για τον οποίο η κόρη του θα ήταν περήφανη.
Η Αθηνά άνοιξε την πύλη των δαιμονίων, μέσα απ' την οποία βγήκε η πεταλούδα της, η Λήδα. Η Λαίδη τέντωσε το χέρι της και το μικρό, πολύχρωμο έντομο κάθισε πάνω σε αυτό. Ήταν μια πολύ όμορφη εικόνα αυτή, μια πεταλούδα μέσα σε εκείνο το συννεφιασμένο, χειμωνιάτικο τοπίο, και ο Έλιος χαμογέλασε. Ναι, τελικά ίσως και να υπήρχε ελπίδα για τη χώρα τους.
Θυμόταν ακόμα τη νύχτα εκείνη που έμεινε έγκυος η Αθηνά, το ένιωσε όταν συνέβη, σαν κάτι μαγικό. Και κατάλαβε πως έγινε τότε, γιατί είχαν πολύ καιρό να κάνουν έρωτα με όλα αυτά που είχαν γίνει.
«Με αγάπησες ποτέ στα αλήθεια, Έλιε, η με παντρεύτηκες μόνο επειδή ήταν διαταγή των Ανώτερων Αρχόντων;» τον είχε ρωτήσει τότε πικραμένη, επηρεασμένη από όλα τα γεγονότα και τους περιορισμούς των νόμων τους.
«Τι είναι αυτά που λες; Πώς είναι δυνατόν να αμφιβάλεις για την αγάπη μου ύστερα από τόσα χρόνια;» την είχε ρωτήσει ενοχλημένος. Η Αθηνά απέφυγε το βλέμμα του.
«Δεν ξέρω. Είναι απλά επειδή... Γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε με προξενιό, ακολουθώντας τους νόμους, όπως τόσα άλλα ξωτικά που δεν αγαπήθηκαν ποτέ... Όμως εγώ σε ερωτεύθηκα στα αλήθεια, με την πρώτη ματιά.» Ο Έλιος πλησίασε και έβαλε το χέρι του πίσω απ' το κεφάλι της, χαϊδεύοντας τα βυσσινί μαλλιά της.
«Τότε, γιατί πιστεύεις ότι δεν συνέβη το ίδιο και με εμένα;» τη ρώτησε και οι ματιές τους ενώθηκαν. «Κι εγώ σε ερωτεύθηκα με την πρώτη ματιά, Αθηνά, και δεν θα ήθελα καμία άλλη στο πλευρό μου. Σε αγάπησα και σ' αγαπώ κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Μάλλον όμως έχω καιρό να σου το δείξω...» είπε και τα χείλη τους ενώθηκαν, ένα φιλί το οποίο οδήγησε σε σφιχταγκάλιασμα, σε χάδια και σύντομα, τα ρούχα τους έγιναν όλα ένα σωρό στο πάτωμα και τα κορμιά τους ενώθηκαν.
Το μυαλό του Έλιου επανήλθε στο παρόν και πλησίασε τη σύζυγο του χαμογελώντας τρυφερά.
«Όλα θα πάνε καλά.» της είπε μόνο με το χέρι του στον ώμο της. Η Αθηνά ένευσε συμφωνώντας, επιστρέφοντας το χαμόγελο του και έγειρε για να απολαύσει το χάδι του, ενώ η Λήδα φτερούγισε χαρούμενη γύρω τους.
{...}
Παλάτι του Νότου, Νότιο Βασίλειο
Ο Γιάννης περνούσε τόσο ωραία στο Παλάτι, που είχε σχεδόν ξεχάσει το λόγο για τον οποίο βρισκόταν εκεί. Η ψυχή του σαν να είχε γαληνεύσει, παρόλο που δεν του επιτρεπόταν η έξοδος και στην ουσία ήταν σαν φυλακισμένος. Όμως δεν ένιωθε πλέον τη φωτιά, τον άλλο του εαυτό να τον απειλεί.
Την αμέσως επόμενη μέρα της άφιξης του εκεί, η ίδια η Βασίλισσα Αλεξάνδρα τον επισκέφθηκε στο δωμάτιο του και του παρέδωσε ένα λάπτοπ, για να περνάει πιο ευχάριστα η ώρα του από ότι του είπε, γιατί θα μπορούσε να μπαίνει στο ίντερνετ ή να βλέπει ταινίες. Ήταν ένα δώρο από την ίδια, το οποίο ντράπηκε να δεχθεί στην αρχή, όμως τελικά το πήρε ευχαριστώντας την.
Την ίδια μέρα το απόγευμα, ήρθαν όλοι οι φίλοι του για να τον δουν και κάθισαν μαζί του για αρκετή ώρα. Εκτός από τους πέντε γνωστούς της παρέας, την Ιφιγένεια, τον Ηρακλή, τον Δήμο, την Άσπα και τη Γιώτα, χάρηκε ιδιαίτερα που είχε πάει και η Έλενα μαζί τους. Κάθισαν στο δωμάτιο του και είπαν τα νέα της ημέρας. Στο σχολείο όλα ήταν ήρεμα μετά το περιστατικό με τη φωτιά, αν και ακόμα κάποιοι το συζητούσαν, ενώ κάποιοι μαθητές φοβήθηκαν και δεν πήγαν καθόλου. Η Ρεβέκκα ήταν επίσης εξαφανισμένη, και λογικό ύστερα από το σοκ που υπέστη. Ο Γιάννης δεν μπορούσε να πει πως τη λυπόταν, όχι όσο σκεφτόταν το χυδαίο τρόπο με τον οποίο φέρθηκε στην Έλενα, καθώς και τα λόγια που έλεγε για εκείνη.
Η Έλενα δεν ήθελε να πάει στο σχολείο εκείνη την ημέρα, όμως αναγκάστηκε, για να μην υποψιαστούν οι γονείς της τίποτα. Το μετάνιωσε αμέσως μόλις πέρασε τις πύλες του σχολείου. Με τον Γιάννη απών, αφού μαθεύτηκε ότι «φυλακίστηκε» στο Παλάτι, ο φόβος τους άρχισε να υποχωρεί, παρόλο που τα περισσότερα βίντεο είχαν διαγραφεί, έτσι τα κορίτσια εξακολουθούσαν να την κοιτάζουν υποτιμητικά και η πλειοψηφία των αγοριών πονηρά. Πήγε και κάθισε μόνη της σε ένα παγκάκι, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Πότε θα το ξεχνούσαν επιτέλους; Μετά από μερικά λεπτά όμως, την πλησίασε η Ιφιγένεια με τον Ηρακλή και τους υπόλοιπους.
«Έλα μαζί μας, Έλενα. Μην κάθεσαι μόνη σου.» της είπε καλοσυνάτα το Ξωτικό, έτσι η Έλενα την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και τους ακολούθησε, κάθισε μαζί της στην αίθουσα και πέρασε όλα τα διαλείμματα με την παρέα. Το ίδιο συνέβη και τις μέρες που ακολούθησαν.
Εκτός από τους φίλους του που επισκέπτονταν, στο Παλάτι τον είχαν το νου τους και ο Ζαχαρίας με τη Χρυσάνθη οι οποίοι δούλευαν σε αυτό, το ίδιο και η Μύρνα με την οποία μιλούσαν συχνά. Είχαν ξεκινήσει ήδη οι προετοιμασίες για τη μετακόμιση στο νέο σπίτι και ο Γιάννης χαιρόταν που η οικογένεια του Ηρακλή έκανε μια νέα αρχή.
Όσο για τα γεύματα, η Αλεξάνδρα επέμενε να τα παίρνουν όλοι μαζί, έτσι ο Γιάννης και η μητέρα του έτρωγαν πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό με τη βασιλική οικογένεια, οι οποίοι ήταν όλοι πολύ ζεστοί και φιλικοί μαζί τους, σαν να ήταν και δική τους οικογένεια. Πολλές φορές μάλιστα, η Αλεξάνδρα προσκαλούσε την Αντιγόνη για τσάι και συζητούσαν.
Ωστόσο, παρόλο που το συμβούλιο είχε προγραμματιστεί για το επόμενο Σάββατο, όταν εκείνη η μέρα έφτασε, η Βασίλισσα τους ανακοίνωσε ότι τα Ξωτικά τους καθυστερούσαν, καθώς αυτό ήταν κάτι το οποίο οι Ανώτεροι Άρχοντες ήθελαν χρόνο να σκεφτούν και να αποφασίσουν, έτσι θα έπρεπε να περάσουν μερικές μέρες ακόμα. Η αγωνία του Γιάννη επέστρεψε, ξεχνιόταν όμως χάρη στη φιλοξενία της βασιλικής οικογένειας και στη συντροφιά των φίλων του, με τους οποίους έβλεπαν ταινία στο λάπτοπ ή έπαιζαν επιτραπέζια που έφερναν.
Μια μέρα που ο καιρός το επέτρεπε, τους πήγε στους κήπους για να τους ξεναγήσει. Όταν βρισκόταν μόνος του, του άρεσε πολλές φορές να περιπλανιέται σε αυτούς και να συλλογίζεται, έτσι τους είχε μάθει σχεδόν απέξω και γνώριζε τα μονοπάτια και όλα τα ωραία σημεία. Κάθισαν κάτω από ένα δέντρο. Ήταν ντυμένοι όλοι με μπουφάν και ζεστά ρούχα, αν και το κρύο ήταν κάπως πιο ήπιο εκείνη τη μέρα. Αφού κουβέντιασαν λίγο αναμεταξύ τους, ο Γιάννης είπε στην Έλενα ότι ήθελε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Εκείνη τον κοίταξε για λίγο κοκκινίζοντας, έπειτα τον ακολούθησε και χάθηκαν οι δυο τους ανάμεσα στα δέντρα. Ήθελε κι η ίδια πολύ να του μιλήσει προσωπικά εδώ και τόσες μέρες, πέρα από τις γενικές κουβέντες που αντάλλασσαν με την υπόλοιπη παρέα, όμως δίσταζε να κάνει την πρώτη κίνηση και ευχόταν μέσα της να το έκανε εκείνος.
«Ρε παιδιά... Λέτε να γίνει το θαύμα και να τα φτιάξουν επιτέλους αυτοί οι δύο; Τους βλέπετε πώς κοιτάζονται εδώ και πόσες μέρες που ερχόμαστε...» είπε η Άσπα με ελπιδοφόρο βλέμμα.
«Αχ, μακάρι...» συμφώνησε η Γιώτα, και η Ιφιγένεια με τη σειρά της χάρηκε πολύ για αυτούς. Ήθελε πολύ να αγαπήσει ο Γιάννης την Έλενα και να ξεπεράσει την ίδια... και πίστευε πως άξιζαν ο ένας στον άλλον,
Είχαν απομακρυνθεί αρκετά από την υπόλοιπη παρέα και περπατούσαν ήσυχα ο ένας πλάι στον άλλον. Ο Γιάννης τους οδήγησε στα όρια σχεδόν των κήπων, σε ένα σημείο όπου βρισκόταν ένα παγκάκι μπροστά στο γκρεμό, όμως σε αρκετά ασφαλή απόσταση συγχρόνως, ενώ τα κάγκελα απέτρεπαν τους παρατηρητές από μια πιθανή πτώση. Η Έλενα έμεινε άφωνη από τη μαγευτική θέα της Πόλης του Νότου. Στο βάθος, ο ήλιος βάδιζε προς τη δύση του, βάφοντας τα σύννεφα πορτοκαλί και μοβ.
«Σου αρέσει εδώ;» τη ρώτησε ο Γιάννης.
«Είναι υπέροχα...» απάντησε εκείνη.
«Και εμένα μου αρέσει πολύ να κάθομαι εδώ και να σκέφτομαι διάφορα, έπειτα να αφήνω τις σκέψεις μου να τις πάρει ο άνεμος. Έτσι καθαρίζει το μυαλό μου, ειδικά μετά από όσα έγιναν τις προηγούμενες μέρες. Έλα να καθίσουμε.» της είπε και βάζοντας ένα χέρι στην πλάτη της απαλά, την οδήγησε στο παγκάκι και κάθισαν.
Χάζεψαν για λίγο τη θέα σιωπηλοί. Η Έλενα ένιωθε ήδη πιο άνετα μαζί του και η αμηχανία είχε υποχωρήσει.
«Πώς είσαι γενικά, Έλενα;» έσπασε κάποια στιγμή τη σιωπή ο Γιάννης.
«Καλύτερα.» του απάντησε. «Με βοηθούν πολύ τα παιδιά σε αυτό, και χαίρομαι που κάνω ξανά παρέα μαζί τους. Νιώθω και πάλι ο εαυτός μου, ενώ η Ρεβέκκα και ο Πάνος πάντα με καταπίεζαν. Και... με βοηθάς και εσύ πολύ...» είπε και χαμήλωσε το βλέμμα της ντροπαλά. Ο Γιάννης χαμογέλασε με αυτά τα λόγια, έπειτα όμως το πρόσωπο του αμέσως σοβάρεψε.
«Εκείνη την ημέρα... στο σχολείο... τους άκουσα να λένε απαίσια πράγματα για εσένα, και σε συνδυασμό με αυτό που σου είχε κάνει ο Πάνος, δεν μπόρεσα να αντέξω.»
«Δεν θέλω να μου πεις τι ακριβώς έλεγαν. Μου φτάνει που έμαθα την αλήθεια.» τον διέκοψε.
«Εκείνη την ώρα...» συνέχισε ο Γιάννης με ακόμα πιο σκοτεινό βλέμμα. «Ένιωθα πως ήθελα να τους κάψω και τους δύο, κι αν δεν ήσουν εσύ εκεί μπορεί όντως να το έκανα. Δεν ήθελα όμως να με δεις σαν δολοφόνο και αυτό με συγκράτησε. Αρκετά με βλέπουν σχεδόν όλοι σαν τέρας.» Η Έλενα άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του. Ήταν πολύ ζεστό.
«Εγώ όχι.» του είπε. «Στην αρχή τρόμαξα, με φόβισε εκείνη η δύναμη την οποία αγνοούσα πως είχες. Όμως έμαθα πώς την απέκτησες και δεν έφταιγες εσύ. Και σε ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες.»
Εκείνη τη στιγμή, τα βλέμμα τους ενώθηκαν, το μπλε δικό του με το καστανό δικό της, και όλα έμοιαζαν σωστά και στους δύο, πως τίποτα άλλο δεν θα ήθελαν παρά ο ένας τον άλλον. Ο Γιάννης δεν ήξερε τι σκεφτόταν, το μόνο που ήθελε ήταν εκείνη και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά ξαφνικά. Ένιωθε μια ζέστη, όχι σαν εκείνη της φωτιάς που τον έπνιγε, αλλά μια άλλη ζεστασιά η οποία τον έκανε να νιώθει ασφαλής, καθώς τα χείλη του πλησίαζαν αργά τα δικά της. Προτού να το καταλάβει, εκείνα ενώθηκαν μεταξύ τους κι άρχισαν να κινούνται μαζί. Ένιωθε πρωτόγνωρα συναισθήματα, που δεν είχε νιώσει ούτε όταν φιλούσε την Ιφιγένεια. Ήταν κάτι πολύ πιο δυνατό και βαθύ.
Τα χέρια του μπήκαν μέσα από το βυσσινί μπουφάν της και κινήθηκαν πίσω, στην πλάτη της, ενώ τα δικά της αγκάλιασαν το σβέρκο του. Εκείνα τα λίγα λεπτά η Έλενα ένιωθε ευτυχισμένη, ένιωθε μια απίστευτη ζεστασιά την οποία ανέδυε το σώμα του και το κρύο του Χειμώνα δεν την άγγιζε πια. Σύντομα όμως, ο Γιάννης προσγειώθηκε πάλι στην πραγματικότητα. Δεν ήθελε να την κοροϊδεύει, κι όσο και αν ήθελε να συνεχίσει το φιλί τους, το διέκοψε απρόθυμα και απομακρύνθηκε απ' την αγκαλιά της. Εκείνη έμεινε να κοιτάει ευθεία μπροστά, ξέπνοη και ξαφνιασμένη με αυτό που έγινε και με όσα την έκανε να νιώσει.
«Δεν θέλω να σε κοροϊδεύω, Έλενα.» της είπε τότε. «Λίγες ημέρες πριν το πρώτο συμβάν με τη φωτιά... φίλησα την Ιφιγένεια.» Η Έλενα δεν ήξερε τι να πει. Άγγιξε τα χείλη της, ήταν δυνατόν να την έκανε να νιώθει έτσι και ύστερα να τη γειώνει με αυτό τον τρόπο;
«Τι λες...;» απόρησε μόνο. «Τότε γιατί με φίλησες; Νόμιζα... Από πέρυσι που μου είχες αποκαλύψει πως ήσουν ερωτευμένος μαζί της, νόμιζα ότι την είχες ξεπεράσει έως τώρα, αφού συνέβη και κάτι με τον Ιάσονα όπως μου είπε η ίδια. Δεν μου είπε όμως για εσάς...»
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις.» της είπε, βρίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό του από μέσα του: Ηλίθιε, πιο κλισέ ατάκα δεν βρήκες να πεις; «Ήταν ένα λάθος για το οποίο μετανιώσαμε κι οι δύο, και είπαμε να το ξεχάσουμε. Εκείνης η καρδιά θα ανήκει πάντα στον Ιάσονα, ακόμα κι αν εκείνος δεν είναι εδώ... Θέλω να την ξεπεράσω, στα αλήθεια το θέλω... Αλλά συγχρόνως δεν θέλω να υποφέρεις κι εσύ μαζί μου αν δεν το καταφέρω αυτό ποτέ. Και μπορεί να είμαι ερωτευμένος μαζί της, όμως νιώθω και για εσένα κάτι δυνατό. Απλά έπρεπε να ξέρεις, δεν θέλω πια να κρατάω μυστικά από άτομα για τα οποία νοιάζομαι.»
Η Έλενα συγκράτησε τα δάκρυα που απειλούσαν να βγουν.
«Δεν με πειράζει... Θέλω να σε βοηθήσω. Ας το πάμε σιγά- σιγά και όπου βγει.» είπε, παρόλο που στην πραγματικότητα είχε πληγωθεί τόσο από εκείνον, όσο και από την Ιφιγένεια που δεν της είχε πει τίποτα τόσες μέρες. Όμως, εφόσον ήταν ένα λάθος για το οποίο μετάνιωσαν και το άφησαν πίσω, δεν θα άφηνε να παρασυρθεί ξανά από συναισθήματα ζήλειας για εκείνη. Είχε περάσει τόσο δύσκολες καταστάσεις εξαιτίας του Πάνου, και η Ιφιγένεια ήταν το άτομο που τη στήριζε περισσότερο από όλους εκείνη την περίοδο. Θα έδειχνε ανωτερότητα λοιπόν, ή τουλάχιστον θα προσπαθούσε για ακόμα μια φορά. Εξάλλου και ο Γιάννης χρειαζόταν στήριξη με όσα είχε περάσει τον τελευταίο καιρό.
****************************************************
Είχα αρκετές μέρες να ανεβάσω, καθώς δεν είμαι και τόσο καλά ψυχολογικά. Το γεγονός ότι μπήκε ο Σεπτέμβριος και δεν έκανα ούτε ένα μπάνιο το Καλοκαίρι (και ούτε πρόκειται, έτσι όπως είναι το πρόγραμμα στη δουλειά), δεν διευκολύνει και πολύ τα πράγματα... Να απολαμβάνετε την κάθε στιγμή, παιδιά, να μη γκρινιάζετε όσοι επιστρέφετε από διακοπές στην πόλη. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν καν αυτή τη δυνατότητα να πάνε έστω δύο μέρες διακοπές...
Στο κεφάλαιο μας τώρα: Πώς σας φάνηκε; Είδαμε ξανά τον Έλιο, ο οποίος φαίνεται να έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με την εξορία του Ιάσονα, είχαμε ένα μικρό, ρομαντικό flashback του με την Αθηνά και τέλος, επιστρέψαμε στον Νότο και είδαμε πώς περνάει ο Γιάννης, ο οποίος ήρθε ακόμα πιο κοντά με την Έλενα και είχαν μια τρυφερή προσωπική στιγμή, όμως αμέσως μετά το φιλί τους , τον έπιασε η ειλικρίνεια και της μίλησε σχετικά με το φιλί τους με την Ιφιγένεια. Πιστεύετε πως ήταν σωστό που της το είπε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top