Κεφάλαιο 11: Οι Μάγοι Είναι Αποφασισμένοι
Η άμαξα ανέβηκε το Λόφο του Παλατιού, ενώ γύρω τους ο Γιάννης και η μητέρα του θαύμαζαν τις ομορφιές της φύσης, η οποία, ακόμα και αυτή την εποχή του χειμώνα, ακόμα και με τα πυκνά σύννεφα να καλύπτουν τον ουρανό από πάνω τους, είχε τη χάρη της. Ο αέρας λίκνιζε απαλά τα δέντρα τα οποία χόρευαν στο δικό του ρυθμό. Το Παλάτι του Νότου ήταν το μοναδικό από τα Πέντε Βασίλεια που ήταν χτισμένο σε λόφο, προσφέροντας έτσι σε όσους έμεναν εκεί αλλά και στους επισκέπτες μια πανοραμική θέα.
Θα μας κάνει σίγουρα καλό αυτό το περιβάλλον, σκεφτόταν ο Γιάννης.
Έφτασαν στην κορυφή του λόφου, όπου φάνηκε το Παλάτι, με τους λευκούς τοίχους, τα μπλε κεραμίδια και τέσσερις επίσης μπλε κορυφές στους πύργους που υπήρχαν στις τέσσερις άκρες. Δυο φρουροί που φορούσαν μπλε, άνοιξαν αμέσως μια μαύρη πύλη με κάγκελα και η άμαξα πέρασε σε ένα μονοπάτι πλαισιωμένο από δέντρα. Αφού το διέσχισαν, έφτασαν στη μπροστινή αυλή, η οποία βρισκόταν επίσης ανάμεσα σε πολλά δέντρα που χόρευαν στον άνεμο. Κατέβηκαν απ' την άμαξα και ένας υπηρέτης έσπευσε αμέσως να πάρει τις βαλίτσες τους για να τις πάει στα δωμάτια τους, ενώ ένας φρουρός τους οδήγησε στη Βασίλισσα, η οποία είχε επιστρέψει ήδη στο Παλάτι για να ενημερώσει τον σύζυγο της σχετικά με την άφιξη των φιλοξενούμενων, αφού τον πληροφόρησε πρώτα σχετικά με τον Γιάννη και τη νέα δύναμη της φωτιάς που είχε αποκτήσει. Εκείνος, παρά τις επιφυλάξεις και το φόβο του, δέχτηκε τελικά την απόφαση της συζύγου του και κύριας βασίλισσας του τόπου, αφού πρώτα εκείνη του εξήγησε πως ο νεαρός θα βρισκόταν σε ένα ελεγχόμενο, ήρεμο περιβάλλον, ούτως ώστε να μην προκαλέσει κάτι την οργή του η οποία πυροδοτεί με τη σειρά της τη φωτιά.
Η Αλεξάνδρα και ο Δημοσθένης τους υποδέχθηκαν στην Αίθουσα του Θρόνου και τους καλωσόρισαν, έπειτα η Βασίλισσα ζήτησε από τον υπηρέτη που μετέφερε τις βαλίτσες τους να τους οδηγήσει στα δωμάτια τους. Πέρασαν κάποιους διαδρόμους, στους οποίους κυριαρχούσε το μπλε χρώμα και το ασήμι στη διακόσμηση και τα χαλιά. Είχαν έρθει κάμποσες φορές στο Παλάτι, τα μόνα που είχαν δει όμως ήταν η Αίθουσα Δεξιώσεων, η Αίθουσα του Θρόνου, η είσοδος και η πίσω αυλή, καθώς επίσης και η Αίθουσα Συμβουλίων τότε που έγινε το συμβούλιο εκείνο μετά τη μάχη στο Μεγάλο Ξέφωτο. Ήταν η πρώτη φορά που ανέβαιναν στα δωμάτια, και κυρίως η πρώτη φορά που έρχονταν εδώ χωρίς τον Ιάκωβο.
Τα δωμάτια τους ήταν διπλανά. Ο υπηρέτης άφησε τις βαλίτσες τους στο καθένα από αυτά και αφού τους είπε να βολευτούν αποχώρησε.
«Θα σε δω σε λίγο, γιε μου.» είπε η Αντιγόνη και μπήκε στο δωμάτιο της. Ο Γιάννης μπήκε και εκείνος στο δικό του. Δεν ήταν μεγάλο ούτε με υπερβολική πολυτέλεια, ήταν όμως άνετο και ζεστό. Στο βάθος υπήρχε ένα υπέρδιπλο κρεβάτι με μπλε σκεπάσματα, στον τοίχο στα αριστερά του μια μπαλκονόπορτα οδηγούσε στο μπαλκόνι ενώ στον απέναντι τοίχο βρισκόταν μια σκούρα ξύλινη ντουλάπα. Στη γωνία πλάι στην πόρτα υπήρχε μια επίσης μπλε, βελούδινη πολυθρόνα και ένα μικρό γυάλινο τραπεζάκι, και το παρκέ πάτωμα στόλιζε μια μεγάλη λευκή φλοκάτη.
Θα μπορούσα να συνηθίσω εδώ... σκέφτηκε ο Γιάννης και πλησίασε τη μπαλκονόπορτα. Τράβηξε τις γαλάζιες κουρτίνες και αφού άνοιξε βγήκε έξω στο μπαλκόνι. Ήταν μικρό, όμως πρόσφερε μια υπέροχη θέα στους κήπους του παλατιού, καθώς κοιτούσε στην πίσω μεριά, και στο βάθος φαινόταν από ψηλά ένα μεγάλο μέρος της Πόλης του Νότου, με σπίτια, ψηλά κτήρια αλλά και αρκετό πράσινο στα διάφορα πάρκα και άλση της πόλης. Ο Γιάννης εισέπνευσε τον καθαρό αέρα, που παρότι κρύος δεν τον επηρέαζε καθόλου πλέον. Ένιωθε πως βρισκόταν κάπου ασφαλής, χωρίς περιττές έγνοιες, παρόλο που ο κίνδυνος για τη φωτιά και τον ίδιο τον εαυτό του ελλόχευε κάπου μακριά.
Στο μεταξύ και λίγο πριν σερβιριστεί το μεσημεριανό, η Αλεξάνδρα κάλεσε όσους αξιωματικούς της ήταν διαθέσιμοι, καθώς και την κόρη της, την Πριγκίπισσα Ευτέρπη, που σε λίγες μέρες έκλεινε τα είκοσι τέσσερα, και ως διάδοχος όφειλε να γνωρίζει τα πάντα και να παρίσταται στα περισσότερα συμβούλια. Έτσι, σε ένα πρόχειρο συμβούλιο, τους αποκάλυψε τι συνέβη και τους ανακοίνωσε την απόφαση της να φιλοξενήσει τον νεαρό δαμαστή της φωτιάς στο παλάτι μέχρι να πραγματοποιηθεί συμβούλιο με τους Μάγους και τα Ξωτικά. Η δυσαρέσκεια τους ήταν εμφανής και ειδικά του Στρατηγού Χάρη, ο οποίος είπε με περίσσιο θράσος:
«Αυτό μας έλειπε, να φιλοξενήσετε ένα αγόρι που βγάζει φωτιά εδώ, να κάψει όλο το Παλάτι! Λες και δεν μας έφταναν όσα περάσαμε ήδη...»
«Κατανοώ το φόβο σου, Στρατηγέ και σε διαβεβαιώνω ότι θα είμαστε όλοι ασφαλείς.» του απάντησε ήρεμα η Βασίλισσα.
«Ασφαλείς;! Η φωτιά είναι ανεξέλεγκτη και εμείς πέρα από μερικούς πυροσβεστήρες δεν θα έχουμε τη δύναμη να την ελέγξουμε αν τυχόν συμβεί κάτι! Θυμάστε την ιστορία με τον Μάγο της Φωτιάς Λέανδρο, που παραλίγο να κάψει όλο το βασίλειο, σωστά;»
«Τη θυμάμαι. Όμως ο Γιάννης δεν είναι σαν αυτόν, και σας παρακαλώ πολύ να μην ξαναγίνει σύγκριση μαζί του. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι γιος του Αρχικατασκόπου Ιακώβου, ο οποίος μετά το πρώτο περιστατικό της φωτιάς είναι εξαφανισμένος. Σίγουρα κάτι άσχημο ετοιμάζει, θα μιλήσουμε όμως για αυτό στο συμβούλιο με τους άρχοντες των Μάγων και των Ξωτικών. Σας παρακαλώ πολύ να ειδοποιηθούν. Το συμβούλιο θα πραγματοποιηθεί το ερχόμενο Σάββατο, σε μία περίπου εβδομάδα.»
«Τέλεια, σαν να μη μας έφτανε ήδη ο Λόρδος Άνθιμος και ο κίνδυνος να επιστρέψει...» είπε ειρωνικά ο άλλος. «Και πρέπει να ορίσουμε και νέο Αρχηγό Κατασκόπων! Και αυτό από το χέρι μου περνάει!»
«Στρατηγέ, συμμορφώσου σε παρακαλώ!» ύψωσε τη φωνή ο Βασιλιάς Δημοσθένης, που δεν μπορούσε άλλο να μένει αδρανής, ούτε να ανέχεται τις ειρωνείες και τις αντιδράσεις του στρατηγού. «Αυτή είναι η απόφαση της συζύγου μου και οφείλουμε να τη σεβαστούμε!»
«Για την ώρα, λυπάμαι που το λέω αλλά δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε τους Κατασκόπους... Είναι πολύ πιθανόν, ο Ιάκωβος να τους έχει διαφθείρει και να έχουν πάρει το μέρος του. Οπότε είναι δώρων άδωρον να ορίσουμε νέο Αρχηγό. Θα πρέπει να το διερευνήσουμε αργότερα αυτό και να εξετάσουμε εξονυχιστικά το Σώμα.» είπε η Αλεξάνδρα και έπειτα έληξε το συμβούλιο για να εκτελέσουν όλοι τις εντολές της.
{...}
Χώρα των Μάγων
Η ώρα ήταν ήδη πέντε και πλησίαζε το χάραμα. Σε ένα από τα πολλά μπαρ της Χώρας των Μάγων που διατηρούσαν το παλιό στυλ, με τις ξύλινες ταπετσαρίες και τις μαγικές εικόνες στα κάδρα, σε ένα γωνιακό ξύλινο τραπέζι ένας άνδρας είχε πέσει με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και κοιμόταν ροχαλίζοντας, ύστερα από ένα ακόμα βαρύ μεθύσι, ενώ το υπόλοιπο μπαρ είχε αδειάσει και ο μπάρμαν ετοιμαζόταν να κλείσει, γυαλίζοντας τα τελευταία ποτήρια που έπλυνε.
Ένας άλλος άνδρας μπήκε στο μπαρ και πλησίασε.
«Χρονομάγε Αγησίλαε.» τον χαιρέτησε ο μπάρμαν με ένα νεύμα, αναγνωρίζοντας τον αμέσως. «Πώς και από εδώ τόσο αργά τη νύχτα, ή μάλλον τόσο νωρίς το πρωί;»
«Χαίρεται. Μου είπαν πως θα έβρισκα εδώ τον Μάγο Σωκράτη.» απάντησε ο Αρχηγός των Χρονομάγων. Ο άλλος άνδρας έδειξε με το κεφάλι του τον άνδρα που κοιμόταν στη γωνία.
«Κατάλαβα. Πάλι τα ίδια...»
«Ναι, κάθε νύχτα τα ίδια. Έρχεται, πίνει μέχρι να γίνει λιώμα και ύστερα τον παίρνει ο ύπνος και τον ξυπνάω όταν κλείνω το μπαρ, διαφορετικά δεν φεύγει.»
«Άφησε το σε εμένα αυτή τη φορά.» είπε ο Αγησίλαος και κατευθύνθηκε προς τον Σωκράτη.
Ο ξεπεσμένος Πρίγκιπας των Μάγων, ύστερα από την εξορία του Ιάσονα, του νεαρού προστατευόμενου του ο οποίος αποκαλύφθηκε πως ήταν ανιψιός του και συνεπώς εγγονός των Αρχόντων της Χώρας, είχε ξεπέσει ακόμα περισσότερο, είχε απομονωθεί από όλους, ακόμα και απ' τους γονείς του και το μόνο που έκανε ήταν να κοιμάται και να πίνει για να πνίξει τον πόνο του. Ο Αγησίλαος πραγματικά ανησυχούσε και στεναχωριόταν για αυτόν, καθώς τους συνέδεε μια φιλία αρκετών χρόνων. Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε με συμπόνια.
«Αχ, βρε παλιόφιλε... Πώς κατάντησες έτσι...» μονολόγησε σχεδόν και τον σκούντησε. «Ε, Σωκράτη... Ξύπνα, φίλε. Πρέπει να συνέλθεις.» Εκείνος κάτι μουρμούρισε μέσα στον ύπνο του και γύρισε το κεφάλι του από την άλλη μεριά. «Σωκράτη, πρέπει να φύγουμε! Ο πατέρας σου ζήτησε να σε δει, για αυτό έχω μερικές μονάχα ώρες για να σε συνεφέρω και να παρουσιαστείς μπροστά του ευπρεπώς.» Αφού είδε ότι και αυτή η προσπάθεια του έπεσε στο κενό, τελικά προσπάθησε ο ίδιος να τον σηκώσει και να τον μεταφέρει στους ώμους του έξω ακριβώς από το μπαρ μισοκοιμισμένο, καθώς εκείνος μουρμούριζε κάτι ακατάληπτα, τραγουδούσε και γελούσε μόνος του.
Ο Αγησίλαος άνοιξε με το ελεύθερο χέρι του μια πύλη η οποία τους οδήγησε μπροστά από το σπίτι του Σωκράτη, καθώς δεν έμενε στο παλάτι μαζί με τους γονείς του. Το σπίτι ήταν στην ουσία μία παλιά καλύβα με την κουζίνα στον ίδιο χώρο με το κρεβάτι, στη μέση ένα τραπέζι με βιβλία ξορκιών και μια χύτρα παρασκευής φίλτρων, ενώ μόνο το λουτρό ήταν ξεχωριστό δωμάτιο. Ο Αγησίλαος βρήκε το κλειδί στην τσέπη του Σωκράτη και άνοιξε με αυτό την πόρτα.
«Έλα, φίλε μου. Θα σε βάλω να ξαπλώσεις και θα σου φτιάξω έναν καφέ να συνέλθεις.» του είπε και τον οδήγησε στο κρεβάτι.
«Είμαι ένας άχρηστος! Ούτε τον ανιψιό μου δεν κατάφερα να προστατεύσω...» φώναξε τότε ο Σωκράτης και το γέλιο προς τον εαυτό του μετατράπηκε σε λυγμούς. «Συγνώμη, αδελφούλα μου... Τον άφησα στην εξορία ολομόναχο, και ούτε τρόπο να τον φέρω πίσω βρήκα. Συγνώμη...» Ο Αγησίλαος χωρίς να πει τίποτα, τον έβαλε να ξαπλώσει κι άρχισε να ψάχνει στα ντουλάπια της ακατάστατης κουζίνας τα υλικά για τον καφέ. Τότε ο Σωκράτης έγειρε στο πλάι του κρεβατιού και έκανε εμετό, κι έσπευσε αμέσως στο πλάι του για να τον βοηθήσει ώστε να μην πνιγεί με αυτόν.
Αφού τελείωσε τον σκούπισε με ένα μαντήλι, και τότε ο Σωκράτης έγειρε ξανά στο μαξιλάρι με τα δάκρυα να κοσμούν ακόμα τις πυκνές βλεφαρίδες του. Τότε φάνηκε να συνειδητοποιεί που βρισκόταν και με ποιον.
«Συγνώμη, παλιόφιλε...» είπε κοιτάζοντας τον Αγησίλαο. «Ξέρω ότι σε ταλαιπωρώ.»
«Δεν με πειράζει εμένα, Σωκράτη. Απλά στενοχωριέμαι που σε βλέπω έτσι εσένα, έναν τόσο ισχυρό μάγο... Πρέπει να συνέλθεις, γιατί ο πατέρας σου ζήτησε να σε δει.» επανέλαβε, γιατί ήταν σίγουρος πως δεν τον είχε ακούσει την πρώτη φορά που του το είπε. «Θέλεις να σε δει έτσι εκείνος και η μητέρα σου;»
«Τι με θέλει ο γέρος μου; Δεν θα έπρεπε να θέλει να με βλέπει ούτε ζωγραφιστό τώρα...»
«Μην το λες αυτό... Είμαι σίγουρος ότι σε αγαπάνε και οι δυο σου γονείς. Έχουν να σου μεταφέρουν ένα νέο από το Νότιο Βασίλειο, το οποίο ίσως σε αφυπνίσει.» Το μυαλό του Σωκράτη, αν και μεθυσμένο, πήγε αμέσως στους φίλους του Ιάσονα στον Νότο.
«Τα παιδιά... Είναι καλά;» ρώτησε.
«Είναι όλοι καλά στην υγεία τους, απλά συνέβη κάτι το οποίο πρέπει να μάθεις και να δείτε τι θα κάνετε. Για αυτό θα πιεις τον καφέ που θα σου φτιάξω και μόλις συνέλθεις και ξημερώσει λίγο ακόμα, θα πάμε μαζί στο παλάτι.»
Ο Σωκράτης συμφώνησε και ήπιε το βαρύ καφέ που του έφτιαξε ο Χρονομάγος, κουβεντιάζοντας μαζί του.
«Όσο για τον Ιάσονα, σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου. Έκανες ό,τι μπορούσες για να τον υπερασπιστείς, όμως από ότι είδες η γνώμη των Ανώτερων Ξωτικών μετράει περισσότερο.» του είπε εκείνος. «Και είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μας να τον φέρουμε πίσω. Ακόμα κι εγώ δεν έχω βρει τρόπο να ανοίξω άλλη πύλη για το Δάσος της Σύγχυσης.»
«Δεν αντέχω, Άγη... Όσο τον σκέφτομαι εκεί, ολομόναχο σε εκείνο το καταραμένο μέρος... Γιατί όλοι ξέχασαν; Γιατί ακόμα και ο πατέρας μου εγκατέλειψε την προσπάθεια; Πρέπει να περιμένουμε την επιστροφή του Άνθιμου για να τον φέρουν τα Ξωτικά πίσω;»
«Δεν είναι μόνος του. Έχει το δαιμόνιο του, τον Λόρδο Ντέριο. Μπορεί να πιστεύεις πως δεν είναι το ίδιο όσο το να είχε τους φίλους και την οικογένεια του, όμως για τα Ξωτικά είναι εξίσου σημαντική η συντροφιά των δαιμονίων τους. Τα κρατάει από το να μη χάσουν το μυαλό και την ψυχή τους, και μην ξεχνάς ότι ο Ιάσονας είναι μισός ξωτικό.» είπε ο Αγησίλαος.
«Έχεις δίκιο. Και ο Λόρδος Ντέριος, όσο κακός και άπληστος και αν ήταν όσο ζούσε, κατά κάποιον τρόπο η ψυχή του συνδέθηκε άρρηκτα με την ψυχή του Ιάσονα και το σπαθί του τον υπηρέτησε πιστά κάνοντας μόνο το καλό. Η Σκοτεινή του Φύση εξαιτίας του Άνθιμου έκανε όλη τη ζημιά, καταραμένος να 'ναι...»
Μετά από λίγο, αφού συνήλθε κάπως απ' το μεθύσι, ο Σωκράτης κατόπιν παρότρυνσης του Αγησίλαου έκανε μπάνιο κι έπειτα, ντύθηκε με όσο πιο καθαρά και ευπρεπή ρούχα βρήκε, χτένισε τα ατίθασα καστανά μαλλιά του και ψαλίδισε όσο μπορούσε το μούσι του. Στο μεταξύ ο ήλιος είχε ανατείλει, παρόλο που ήταν κρύο το πρωινό. Φόρεσε και τη λαδί κάπα του και ακολούθησε τον φίλο του Χρονομάγο έξω απ' το σπίτι και μέσω μιας πύλης που άνοιξε εκείνος βρέθηκαν έξω απ' το παλάτι.
Το Παλάτι των Μάγων ομολογουμένως ήταν ένα από τα πιο όμορφα του Κόσμου σύμφωνα με πολλούς ταξιδιώτες που το είχαν επισκεφθεί. Είχε σχήμα ορθογώνιο και ήταν λαξευμένο από σκούρα μπλε πέτρα, ενώ ένα ψηλό γκρίζο τείχος περιστοίχιζε εκείνο και τους κήπους του. Ο Αγησίλαος με τον Σωκράτη πέρασαν την κεντρική πύλη και οι φρουροί εκεί με τις σκούρες μπλε φορεσιές τους χαιρέτησαν, δείχνοντας ιδιαίτερη έκπληξη που έβλεπαν τον Σωκράτη:
«Υψηλότατε; Τι ευχάριστη έκπληξη...» είπε ο ένας. Είχε καιρό κάποιος να τον αποκαλέσει έτσι, μόνο οι άνθρωποι του παλατιού τον προσφωνούσαν με αυτόν τον τίτλο, οι υπόλοιποι τον ήξεραν απλώς ως Μάγο Σωκράτη, αφού είχε αρνηθεί τον τίτλο του πρίγκιπα όταν εξαφανίστηκε η αδελφή του και δεν τον διεκδίκησε ποτέ ξανά.
«Ο πατέρας μου ζήτησε να με δει. Μπορείτε να τον ειδοποιήσετε;» ρώτησε εκείνος.
«Αμέσως.» είπε ο άλλος φρουρός και κάλεσε μέσω του σκήπτρου του, που λειτουργούσε και σαν ασύρματος, το εσωτερικό του παλατιού για να ενημερώσει για την άφιξη του Πρίγκιπα- Μάγου Σωκράτη.
Ο Παύλος και η Μοργκάνα τον υποδέχθηκαν στην Αίθουσα του Θρόνου, που είχε τοίχους μπεζ, μπλε σκούρες σημαίες με το έμβλημα των Μάγων, το κίτρινο σκήπτρο με τα τρία αστέρια από πάνω του και εικόνες με πορτραίτα προηγούμενων σπουδαίων μάγων στους τοίχους, ανάμεσα τους και του Άρχοντα Γιλβέρτου. Ο Σωκράτης χαιρέτησε τυπικά με υπόκλιση τους γονείς του, όμως η μητέρα του έτρεξε και τον αγκάλιασε στοργικά.
«Σωκράτη μου... Πόσο μας έλειψες...» είπε.
«Καλώς ήλθες, Σωκράτη.» είπε και ο πατέρας του και πλησίασε λίγο πιο ψυχρά και τυπικά. Φυσικά και ήξερε τι έκανε ο γιος του όλους αυτούς τους μήνες που δεν τον είχαν δει και δεν είχε επικοινωνήσει μαζί τους. Από τη μια θλιβόταν για την κατάντια του, από την άλλη όμως θύμωνε που ο ίδιος είχε βυθίσει τον εαυτό του στην αυτολύπηση και δεν έκανε κάτι για να βγει από το βούρκο.
«Λοιπόν, όπως θα σου είπε φαντάζομαι και ο Χρονομάγος Αγησίλαος, ζήτησα να σε δω για ένα θέμα που σε αφορά και θεωρώ πως θα σου κάνει καλό να ασχοληθείς.» ξεκίνησε ο Άρχοντας Παύλος.
«Ναι, μου είπε ότι αφορά κάποιον από τους φίλους του Ιάσονα στον Νότο.»
«Ακριβώς.» Ο Παύλος πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να μην ήξερε πώς να ξεκινήσει. «Μόλις χθες, έλαβα μια ειδοποίηση από τη Βασίλισσα Αλεξάνδρα του Νότου. Πριν από λίγες μέρες, το σπίτι της οικογένειας Λιβανού, της οικογένειας του Γιάννη, του φίλου του Ιάσονα, κάηκε ολοσχερώς.»
«Τι;! Είναι καλά ο Γιάννης και οι γονείς του;!» αναφώνησε έντρομος ο Σωκράτης, μα ο πατέρας του, του έκανε ένα νόημα να περιμένει.
«Ο Γιάννης και η μητέρα του είναι καλά, όμως ο Ιάκωβος, ο πατέρας του και Αρχηγός των Κατασκόπων του Νότου, από τη νύχτα εκείνη της φωτιάς και μετά εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Χθες λοιπόν, συνέβη ένα περιστατικό στο σχολείο στο οποίο φοιτά ο νεαρός Γιάννης και οι φίλοι του. Πολλοί μαθητές και καθηγητές, έγιναν μάρτυρες του περιστατικού: είδαν τον Γιάννη να έχει στριμώξει έναν συμμαθητή του και να τον απειλεί με... φωτιά, την οποία έβγαζε από μέσα του. Υπερασπιζόταν μια συμμαθήτρια του, η οποία έπεσε θύμα ενός είδους εκφοβισμού, και η οργή οδήγησε τον νεαρό μαθητή να βγάλει προς τα έξω μια δύναμη την οποία κανείς μέχρι πρότινος δεν γνώριζε πως είχε.»
Έκανε μια παύση, και ο Σωκράτης προσπάθησε σοκαρισμένος να επεξεργαστεί αυτά που μόλις άκουσε.
«Τι εννοείς; Ότι ο νεαρός Γιάννης... διαθέτει τη μαγεία της... φωτιάς;»
«Ακριβώς.»
«Πώς γίνεται αυτό; Είναι θνητός... Δηλαδή... εκείνος ήταν υπεύθυνος και για τη φωτιά στο σπίτι τους;»
«Ναι.» απάντησε ο Παύλος. «Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες, όμως ο νεαρός αποκάλυψε στη βασίλισσα του ότι ο πατέρας του, του μετέδωσε κατά κάποιον τρόπο τεχνητά τη Μαγεία της Φωτιάς, μέσω μαγικών, μυστικών απαγορευμένων πειραμάτων, και ότι εξαφανίστηκε για να συνεχίσει το σκοτεινό του έργο.»
«Εγώ και ο πατέρας σου γνωρίζουμε ήδη πόσο καταστροφική είναι εκείνη η δύναμη...» συνέχισε η Μοργκάνα. «Καθώς ζήσαμε από πρώτο χέρι τον πόλεμο ενάντια στον Μάγο της Φωτιάς Λέανδρο, και μάλιστα εγώ από όσο ήδη ξέρεις πολέμησα και στο πλευρό του όταν ήμουν ακόμα με τη σκοτεινή πλευρά. Αν ένα μόνο άτομο μπορεί να προκαλέσει τέτοια καταστροφή, μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι μπορεί να κάνει ο Ιάκωβος αν δημιουργήσει στρατό από τέτοιους μάγους.»
«Έτσι είναι.» συμφώνησε ο Παύλος. «Εμείς αυτό που μπορούμε να κάνουμε τώρα, μέχρι να βρεθεί ο Ιάκωβος, είναι να βοηθήσουμε εκείνο το παιδί να ελέγξει τη δύναμη της φωτιάς. Προς το παρόν φιλοξενείται στο Παλάτι της Βασίλισσας Αλεξάνδρας, όμως δεν ξέρουμε πότε θα είναι η επόμενη φορά που θα ξεσπάσει και όπως ήδη γνωρίζουμε, η οργή πυροδοτεί αυτή τη δύναμη. Ωστόσο, η Νότια Βασίλισσα δεν ξέρει αν εμείς είμαστε πιο ικανοί να βοηθήσουμε τον νεαρό να δαμάσει τη φωτιά, ή τα Ξωτικά και συγκεκριμένα οι δαμαστές της φωτιάς. Έτσι, συγκάλεσε συμβούλιο σε μία εβδομάδα από τώρα, για να αποφασιστεί αν θα ακολουθήσει εμάς εδώ ή τον Άρχοντα Έλιο στη Χώρα των Ξωτικών. Ο Έλιος σίγουρα θα μας σταθεί εμπόδιο, και δεν τον εμπιστευόμαστε ύστερα από ότι έκανε στον Ιάσονα. Για αυτό, θέλω να μας συνοδεύσεις στο επερχόμενο συμβούλιο και να διεκδικήσουμε την προστασία και την εκπαίδευση του Γιάννη. Όμως, όποια απόφαση κι αν παρθεί εμείς οφείλουμε να τη σεβαστούμε.»
Ο Σωκράτης ήταν ακόμα σοκαρισμένος με αυτό που έμαθε. Ποιος να το περίμενε... Από την αρχή δεν του γέμιζε το μάτι εκείνος ο Ιάκωβος, όμως αυτό που έκανε στο παιδί του ήταν φριχτό και απαίσιο. Όμως, όπως και αν είχε, δεν επιτρεπόταν να γυρίσουν πίσω στο χρόνο ώστε να το αποτρέψουν να συμβεί, έτσι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν τώρα ήταν να στηρίξουν και να βοηθήσουν τον φίλο του ανιψιού του.
«Μάλιστα, πατέρα. Θα έρθω μαζί σας στο συμβούλιο, και αν όντως αποφασιστεί να έρθει στη χώρα μας ο Γιάννης, θα ήθελα να είμαι εγώ υπεύθυνος για την εκπαίδευση του.» είπε και ο Άρχοντας Παύλος χαμογέλασε, γιατί αυτό ακριβώς ήταν που ήθελε να ακούσει. Έτσι, ίσως ο γιος του σταματούσε να καταστρέφεται απ' το ποτό εφόσον θα είχε κάτι άλλο να ασχοληθεί. Και ο ίδιος με τη σύζυγο του όμως, θα ένιωθαν πως θα έκαναν κάτι καλό βοηθώντας τον φίλο του εγγονού τους, και θα μετρίασαν κάπως τον πόνο που έκρυβαν.
Το θέμα ήταν να κατάφερναν όντως να πάρουν εκείνοι τον Γιάννη και όχι τα Ξωτικά, που τον τελευταίο καιρό έδειχναν πως ήθελαν να γίνεται πάντα το δικό τους.
*************************
Αποφασισμένος ο Άρχοντας Παύλος να διεκδικήσει την προστασία και την εκπαίδευση του Γιάννη, όπως λέει και ο τίτλος. Δεν είχα ιδέα τι άλλο τίτλο έπρεπε να δώσω στο κεφάλαιο. Είμαι σίγουρη ότι σας έλειψαν οι Μάγοι και ειδικά ο Σωκράτης. Πώς νιώσατε που τον είδατε σ' αυτή την κατάσταση; Πιστεύετε θα τον βοηθήσει όντως το να εκπαιδεύσει τον Γιάννη και να τον μάθει να ελέγχει τη φωτιά;
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε και τα Ξωτικά και έναν ήρωα ο οποίος είμαι σίγουρη πως δεν σας έλειψε καθόλου, τον Έλιο. Πώς θα αντιδράσουν άραγε μόλις μάθουν για τη νέα δύναμη του Γιάννη; Θα είναι εξίσου αποφασισμένοι να τον διεκδικήσουν;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top