Κεφάλαιο 1: Χωρίς τον Ιάσονα
Ωραιόπολη, Νότιο Βασίλειο, Δεκέμβριος 2021
Το κουδούνι για το σχόλασμα χτύπησε και οι διάδρομοι του Γενικού Λυκείου Ωραιόπολης γέμισαν από μαθητές και μαθήτριες που ξεχύθηκαν σε αυτούς, κάποιοι βιαστικοί να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή να πάνε για καφέ με φίλους και κάποιοι άλλοι κουβεντιάζοντας σε ομαδούλες χωρίς να βιάζονται, ή πειράζοντας σε φιλικά πάντα πλαίσια τους φίλους τους. Κανένας δεν θα μπορούσε να μαντέψει ότι εκείνα τα παιδιά είχαν βιώσει τον πόλεμο από σκοτεινά, υπερφυσικά πλάσματα, τα λεγόμενα Σκοτεινά Ξωτικά ή αλλιώς Ξωτικόλακες, τα οποία επιτέθηκαν στο βασίλειο στο οποίο ζούσαν, σκότωσαν, ήπιαν αίμα και ρήμαξαν σχεδόν τα πάντα στο πέρασμα τους.
Ο Γιάννης, ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια δεν είχαν βιώσει μονάχα ως μάρτυρες τον πόλεμο εκείνον, ο οποίος ανεπίσημα είχε ονομαστεί Σκοτεινός Πόλεμος, αλλά είχαν πάρει επίσης μέρος σε αυτόν, οι δύο πρώτοι με τα χρώματα του Νότου και η Ιφιγένεια, το ξωτικό, παρά τη θέληση της με τα χρώματα των Σκοτεινών, αφού εκείνοι την είχαν απαγάγει και την είχαν αναγκάσει να θεραπεύει τους εχθρούς, πολεμώντας έτσι στην ουσία με το μέρος τους και για λογαριασμό του Λόρδου Άνθιμου. Εκείνοι οι τρεις νεαροί είχαν ωριμάσει απότομα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ωστόσο ακόμα είχαν την ανεμελιά της νιότης τους, έκαναν αστεία και πειράζονταν μαζί με τους άλλους φίλους τους, τον Δήμο, την Άσπα και τη Γιώτα, με τους οποίους είχαν γίνει πλέον μια παρέα. Και πάλι, ελάχιστοι θα τους έβλεπαν χωρίς να τους γνωρίζουν και θα πίστευαν ότι αυτοί οι τρεις μαθητές ήταν πολεμιστές πριν από έξι μήνες.
Κατά βάθος όμως, οι τρεις τους ακόμα πονούσαν. Ακόμα προσπαθούσαν να γιατρεύσουν τις πληγές τους απ' τον πόλεμο. Μία όμως πληγή παρέμενε ανοιχτή. Η πληγή εκείνη που άκουγε στο όνομα Ιάσονας. Ακόμα τους έλειπε, ακόμα ένιωθαν την αδικία να τους πνίγει κάθε φορά που θυμούνταν την εξορία του, ακόμα ένιωθαν ανίκανοι να τον φέρουν πίσω. Αλλά και πάλι, τι θα μπορούσαν να κάνουν δύο θνητοί μαθητές χωρίς μαγικές δυνάμεις και ένα ξωτικό που το μόνο που διέθετε ήταν η Θεραπεία της; Είχαν ο ένας τον άλλον όμως, καθώς και τους άλλους φίλους τους, αλληλοϋποστηρίζονταν και έτσι απάλυναν τον πόνο έστω και για λίγο.
Καθώς βάδιζαν προς την έξοδο του σχολείου οι έξι τους, το βλέμμα του Γιάννη, καθώς και το βάδισμα του, σταμάτησε σε κάτι που είδε ξαφνικά λίγα μέτρα πιο πέρα, κάνοντας τους όλους να σταματήσουν απότομα και να κοιτάξουν και εκείνοι. Ο Δήμος με την Άσπα μάλιστα δεν κοίταξαν καθόλου διακριτικά! Ήταν η Έλενα με τον Πάνο, το αγόρι της, ο οποίος κάτι της έλεγε δήθεν για να την πειράξει κι έπειτα εκείνη γελώντας, έκανε δήθεν πως πειράζεται και τον χτύπησε στον ώμο. Έπειτα εκείνος την άρπαξε και τη φίλησε, σαν να ήθελε να δείξει ότι του ανήκε. Ο Ηρακλής θα ορκιζόταν ότι είδε τις γροθιές στα χέρια του φίλου του να σφίγγονται, παρόλο που δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα οργής ή δυσαρέσκειας στο πρόσωπο του.
«Ουπς... Λυπάμαι που έπρεπε να το δεις αυτό, φίλε μου...» είπε ο Δήμος, για να εισπράξει μια προειδοποιητική σφαλιάρα από την Άσπα.
«Λίγη διακριτικότητα δεν βλάπτει, βλαμμένο...» του είπε.
«Ναι, γιατί εσύ τους κοιτούσες πολύ διακριτικά...» της απάντησε ειρωνικά.
«Δεν πειράζει, Άσπα. Και Δήμο, μη λυπάσαι για το θέαμα που όλοι είδαμε. Δεν με πειράζει καθόλου. Το μόνο που με ενοχλεί είναι που σαλιαρίζουν μπροστά στην είσοδο του σχολείου, χωρίς κανένα σεβασμό για τους καθηγητές και τους γονείς που πηγαινοέρχονται.» είπε ο Γιάννης και συνέχισε να περπατάει προς την έξοδο.
Ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια αντάλλαξαν μια ανήσυχη ματιά.
«Ήταν που την είχες ξεπεράσει...» συνέχισε ο Δήμος καθώς περνούσαν την σιδερένια πύλη με τα κάγκελα όλοι μαζί. Ο Γιάννης σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μέρος του, με αποτέλεσμα ο φίλος του να προσγειωθεί με φόρα πάνω στο στήθος του.
«Την έχω ξεπεράσει.» είπε κοιτάζοντας τον Δήμο άγρια. «Μην ξεχνάς τι πέρασα. Τι περάσαμε όλοι μας μερικούς μήνες πριν. Η Έλενα μου φαίνεται αδιάφορη μπροστά σε όλα αυτά.» Ο Δήμος τελικά αποφάσισε να μην το συνεχίσει και ύψωσε τα χέρια του επάνω σε ένδειξη παράδοσης.
«Καλά, καλά, ότι πεις...» είπε. «Τέλος πάντων... Πάμε για καφέ, τι λέτε; Βαριέμαι να πάω σπίτι από τώρα.»
Η Ιφιγένεια κοιτάχτηκε με τον Γιάννη και τον Ηρακλή και απάντησε:
«Εμείς έχουμε κανονίσει. Θα μας κάνει το τραπέζι η κυρία Ευτυχία.»
«Α... Οκ...» είπε ο Δήμος, σκύβοντας το κεφάλι καθώς θυμήθηκε κι εκείνος τον Ιάσονα ακούγοντας το όνομα της μητέρας του. «Εντάξει τότε. Πάμε εμείς, κορίτσια;»
«Ελάτε κι εσείς μαζί. Δεν νομίζω να έχει πρόβλημα ούτε η κυρία Ευτυχία ούτε ο κύριος Φαίδωνας.» πρότεινε έπειτα το ξωτικό.
«Μπα, κάποια άλλη φορά. Ακάλεστοι θα έρθουμε; Εξάλλου εγώ δεν πεινάω, εσείς παιδιά;» ρώτησε η Άσπα.
«Ούτε εγώ.» απάντησε η Γιώτα.
«Εγώ τσάκισα δύο τυρόπιτες στο διάλειμμα και είμαι φουλ. Λίγο ακόμα να φάω θα σκάσω. Ένα καφεδάκι όμως θα το έπινα.» είπε ο Δήμος.
Ωστόσο οι άλλοι τρεις γνώριζαν πως αυτά ήταν δικαιολογίες, πως δεν ήθελαν να έρθουν γιατί δεν άντεχαν την απώλεια του Ιάσονα μέσα σε εκείνο το σπίτι. Όμως η Ιφιγένεια, ο Γιάννης και ο Ηρακλής δεν τους κρατούσαν κακία. Έτσι λοιπόν, αποχαιρετίστηκαν, δίνοντας ραντεβού την επομένη το πρωί στο σχολείο και χωρίστηκαν.
Το κρύο ήταν τσουχτερό καθώς η Ιφιγένεια και τα δύο αγόρια βάδιζαν προς τη γνωστή γειτονιά. Ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια έσφιξαν κι άλλο τα γκρι παλτά τους πάνω τους, ενώ ο Γιάννης δεν είχε κουμπώσει καν το δικό του, σαν να μην τον πείραζε καθόλου το κρύο.
Ήταν αρχές Δεκέμβρη και ήδη κάποια μαγαζιά και σπίτια είχαν αρχίσει να στολίζουν για τα Χριστούγεννα. Η Ιφιγένεια τα κοιτούσε με θλίψη καθώς θυμόταν τα προηγούμενα Χριστούγεννα τα οποία είχαν περάσει με τον Ιάσονα. Ήταν τα πρώτα της Χριστούγεννα και τα είχε λατρέψει σαν γιορτή.
«Θυμάστε πόσο όμορφα είχαμε περάσει πέρυσι;» είπε στους άλλους δύο.
«Ναι. Ήταν ωραία Χριστούγεννα, αν και κάπως επεισοδιακά.» απάντησε ο Γιάννης. «Δεν ήταν και λίγο... Ολόκληρη επιχείρηση διάσωσης είχαμε οργανώσει για να σώσουμε τον Ηρακλή από τους παράνομους εκείνους αγώνες, τους οποίους ανακάλυψε από ένα φυλλάδιο που του έδωσε εκείνος ο μαφιόζος που ήταν απομίμηση του Βαγγέλα*.» Οι άλλοι δύο γέλασαν.
«Μεγάλη βλακεία.» πήρε το λόγο ο Ηρακλής. «Πίστευα πως θα τα κατάφερνα και θα εξασφάλιζα τουλάχιστον τα απαραίτητα για να περάσουμε άνετα τις γιορτές εγώ και η οικογένεια μου...»
«Ήταν φοβερή περιπέτεια όμως. Πάλι καλά που πέσαμε στον θεούλη τον Άκη και μας βοήθησε να δραπετεύσαμε, αλλιώς θα τρώγαμε κι εμείς το ξύλο της χρονιάς μας.» είπε ο Γιάννης, κάνοντας τους πάλι να γελάσουν μελαγχολικά.
«Κι ύστερα πήγατε και ψωνίσατε για εμάς. Δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.» είπε συγκινημένος έπειτα ο Ηρακλής.
«Έλα τώρα, δεν κάναμε και τίποτα...» είπε ο Γιάννης, έπειτα άλλαξε θέμα για να μη δακρύσουν: «Αλήθεια, τι κάνει ο Άκης; Έχω καιρό να τον δω. Πώς τα πάνε με τη μητέρα σου;»
«Μια χαρά. Την προσέχει πολύ και τον εκτιμώ για αυτό. Έχει αλλάξει και το στυλ του πρόσφατα, είπε ότι το έκανε για εκείνη, για να τον δει πιο σοβαρά, όμως η μάνα μου γέλασε και του είπε πως της άρεσε όπως ήταν. Το κυριότερο όμως, είναι ότι τον συμπαθούν τα αδέλφια μου και ειδικά ο μικρός, ο οποίος μετά τον πατέρα μας δεν ήθελε κανέναν άλλον στο πλάι της.»
Ο Άκης, που το πραγματικό του όνομα ήταν Υάκινθος, είχε συναντηθεί τυχαία με τον Ηρακλή, τη μητέρα και τα αδέλφια του, σε κάποιο πανηγύρι το Καλοκαίρι που πέρασε. Αναγνώρισε αμέσως τον νεαρό και χαιρετήθηκαν εγκάρδια, έπειτα ο Ηρακλής σύστησε την οικογένεια του και αμέσως μια σπίθα γεννήθηκε ανάμεσα στον Άκη και τη Μύρνα, παρόλο που έδειχναν τελείως αταίριαστο ζευγάρι, εξωτερικά τουλάχιστον. Εκείνος φαινόταν ένας σκληρός μεταλλάς ενώ εκείνη μια απλή, ήσυχη οικογενειάρχης. Έτσι, βγήκαν μερικά ραντεβού και σύντομα ανακοίνωσαν τη σχέση τους στα παιδιά της Μύρνας. Στην αρχή του φαινόταν περίεργο του Ηρακλή, όμως τελικά το δέχθηκε, έβλεπε τη μητέρα του ευτυχισμένη και ήλπιζε κάποια στιγμή ο Άκης να γινόταν και επισήμως πατριός του!
«Χαίρομαι πολύ για εκείνους.» είπε η Ιφιγένεια. «Η μαμά σου είναι πολύ καλός άνθρωπος και της αξίζουν τα καλύτερα.»
Περπάτησαν λίγο ακόμα σιωπηλοί αυτή τη φορά. Σχεδόν είχαν φτάσει στη γειτονιά του Ιάσονα. Τη σιωπή έσπασε τότε η Ιφιγένεια:
«Τους καταλαβαίνω ξέρετε, τον Δήμο, την Άσπα και τη Γιώτα που δεν θέλουν να έρχονται εδώ. Η απουσία του είναι αισθητή και ακόμα πονάει.»
«Ναι, κι εγώ έτσι νιώθω.» είπε ο Γιάννης συμφωνώντας μαζί της.
«Κι εγώ.» συμφώνησε και ο τρίτος της παρέας.
«Όμως εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε να στεκόμαστε πλάι στην κυρία Ευτυχία και τον κύριο Φαίδωνα, όπως κάναμε από τη στιγμή που επιστρέψαμε από τη Χώρα των Ξωτικών χωρίς εκείνον.» είπε η κοπέλα και τα αγόρια συμφώνησαν μαζί της.
Έφτασαν στο σπίτι των Ιωαννίδη, όπου η Ευτυχία τους υποδέχθηκε με αγκαλιές και φιλιά ως συνήθως.
«Καλώς τα! Καλώς τα παιδιά μου!» έλεγε ενθουσιασμένη, καθώς και τους τρεις σαν παιδιά της τους έβλεπε. Έβγαλαν τα παλτά τους, τα κρέμασαν στην είσοδο και προχώρησαν μαζί της στην τραπεζαρία. Μπήκε και ο Φαίδωνας, ο οποίος τους χαιρέτησε πιο συγκρατημένα, χαιρόταν όμως και εκείνος που τους έβλεπε.
«Πώς πήγε στο σχολείο;» τους ρώτησε.
«Μια χαρά, κύριε Φαίδωνα. Τώρα πλέον τα μαθήματα δεν είναι τόσο βαρετά, τουλάχιστον όχι όλα.» απάντησε ο Ηρακλής.
«Ακριβώς. Ευτυχώς που μαθαίνουμε και για τις χώρες των Ξωτικών και των Μάγων, για τις δυνάμεις και την ιστορία τους και έτσι γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον.» συμφώνησε και ο Γιάννης.
Η Ευτυχία δεν είχε στολίσει το σπίτι. Δεν της πήγαινε η καρδιά χωρίς τον Ιάσονα. Λάτρευε όμως τις στιγμές που έρχονταν οι φίλοι του γιου της, ένιωθε πως το σπίτι γέμιζε και ζέσταινε ξανά. Σέρβιρε το φαγητό μαζί με τη βοήθεια της Ιφιγένειας, που ήταν σπανακόρυζο, μαζί με χωριάτικη σαλάτα και ψωμί.
«Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο βέβαια, όμως ελπίζω να σας αρέσει.» είπε η Ευτυχία μόλις κάθισε.
«Η παρέα έχει σημασία.» είπε ο Ηρακλής. Μόλις ο Γιάννης δοκίμασε την πρώτη μπουκιά είπε:
«Μμμ... Πεντανόστιμο! Δεν θυμάμαι να έχω ξαναφάει καλύτερο σπανακόρυζο...»
«Ό,τι και να μαγειρέψει η κυρία Ευτυχία, όσο απλό και αν είναι κάνει θαύματα στην κουζίνα.» συμφώνησε και η Ιφιγένεια.
«Ελάτε τώρα... Υπερβολές.» είπε κοκκινίζοντας εκείνη. «Σίγουρα η Χρυσάνθη μαγειρεύει καλύτερα. Έχει ζήσει τρεις αιώνες και βάλε, λογικό να έχει περισσότερη εμπειρία.»
«Και οι δύο είστε καταπληκτικές μαγείρισσες. Τόσο η μαμά μου όσο και εσείς.» της είπε το νεαρό ξωτικό.
«Είδες, γλυκιά μου, που αμφέβαλλες; Είδες πώς σε παινεύουν όλοι;» της είπε ο Φαίδωνας και η σύζυγος του γέλασε για μία ακόμα φορά ντροπαλά.
Όσο η ώρα περνούσε, μιλούσαν πότε- πότε καθώς έτρωγαν, γελούσαν, έκαναν σχέδια για τις γιορτές και για λίγο ξεχνούσαν όλοι το γεγονός ότι ο Ιάσονας έλειπε. Όταν όμως αργότερα τα παιδιά έφυγαν, ο Φαίδωνας και η Ευτυχία ένιωσαν το κενό να επιστρέφει. Εκείνη η πληγή, ήξεραν ότι δεν θα έκλεινε με κανέναν τρόπο, παρά μόνο με την επιστροφή του γιου τους από την εξορία.
Ήταν ευτυχισμένοι από τότε που βρήκαν τον Ιάσονα στην πόρτα τους και τον υιοθέτησαν με όλες τις νόμιμες διαδικασίες. Ένιωθαν πως τους δόθηκε το ομορφότερο δώρο απ' τον Θεό. Τώρα όμως, ένιωθαν πως εκείνο το δώρο τους το πήραν πίσω, και το μυαλό της Ευτυχίας γυρνούσε χρόνια πριν, στην άδεια κούνια που αντίκριζε κάθε φορά που έχανε ένα μωρό και η κοιλιά της παρέμενε επίσης άδεια.
{...}
Τα παιδιά χωρίστηκαν και κίνησε ο καθένας για το σπίτι του. Η Ιφιγένεια μπήκε στο δικό της. Οι γονείς της έλειπαν στη δουλειά ακόμα. Πήγε στο δωμάτιο της και άλλαξε, κι έπειτα κατέβηκε στο σαλόνι και άναψε το τζάκι ώστε να το βρουν ζεστό. Ύστερα από λίγο επέστρεψαν από το Παλάτι όπου δούλευαν. Τη χαιρέτησαν και αφού άλλαξαν και εκείνοι κάθισαν όλοι μαζί στο σαλόνι.
«Πώς πήγε το σχολείο, γλυκιά μου;» τη ρώτησε η Χρυσάνθη.
«Πολύ καλά, όπως κάθε μέρα, μαμά. Οι δουλειές σας;»
«Μια χαρά. Είχαμε αρκετά θέματα να διευθετήσουμε με τη Βασίλισσα τώρα που έρχονται οι γιορτές, οπότε πέρασε γρήγορα η ώρα.» απάντησε ο Ζαχαρίας.
«Στην κουζίνα ήταν πιο ήσυχα τα πράγματα. Όμως στις γιορτές θα έχουμε και εμείς πολλή δουλειά για τα ρεβεγιόν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Είναι πολλά τα εδέσματα και τα πιάτα που θα πρέπει να ετοιμάσουμε.» είπε η Χρυσάνθη. «Εσύ πώς πέρασες μετά το σχολείο; Πήγες στους γονείς του Ιάσονα με τα παιδιά;»
«Ναι. Έχετε πολλά χαιρετίσματα.»
«Θα κανονίσουμε να επισκεφθούμε κι εμείς κάποια στιγμή. Έχουμε καιρό να πάμε.» είπε ο Ζαχαρίας.
«Ξέρετε... Σκεφτόμουν... Γιατί να μην τους καλέσουμε εδώ τα Χριστούγεννα για φαγητό και ύστερα να κάνουμε ένα ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς; Να ξεφύγουν λίγο από το σπίτι τους αυτές τις μέρες.»
Ο Ζαχαρίας και η Χρυσάνθη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αναποφάσιστοι.
«Για Χριστούγεννα φυσικά και θα κάνουμε τραπέζι και θα τους καλέσουμε, ακόμα και αν δεν τα γιορτάζουμε εμείς. Πες και στα παιδιά, εννοείται.» απάντησε η μητέρα της. «Όμως, να κάνουμε ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς...; Δεν ξέρω... Θα έρθει κανένας; Ακόμα και αν έχουμε προσαρμοστεί στον Κόσμο των Ανθρώπων και μας έχουν αποδεχτεί ως επί το πλείστον, ακόμα υπάρχουν κάποιοι που μας βλέπουν επιφυλακτικά.»
«Θα έρθουν.» είπε με σιγουριά η Ιφιγένεια. «Οι φίλοι μου θα έρθουν σίγουρα, όπως και η οικογένεια του Ηρακλή. Μπορούμε να καλέσουμε και τις οικογένειες των άλλων φίλων μας... Ας μην είμαστε πολλά άτομα. Λίγοι και καλοί.»
«Εντάξει, γλυκιά μου. Θα δούμε τι θα κάνουμε.» της είπε ο πατέρας της.
Τώρα που η Ιφιγένεια ήταν ασφαλής κοντά τους, υποτίθεται πως θα έπρεπε να ήταν ευτυχισμένοι και να μη ζητούσαν τίποτα άλλο. Και όντως ήταν, αν και ένιωθαν ότι κάτι τους έλειπε. Ο ξεριζωμός τους απ' τον τόπο τους τόσο άδικα και η προδοσία από τον ίδιο τον Έλιο, ο οποίος ήταν για αυτούς κάτι παραπάνω από άρχοντας τους, ακόμα τους πονούσε. Τους είχε επιτραπεί η είσοδος στη χώρα τους για μερικές ημέρες στις γιορτές, και όμως εκείνοι δεν είχαν πάει ούτε στη Γιορτή του Φθινοπώρου, ούτε του Χειμώνα και το καράβι τους ακόμα παρέμενε δεμένο στο Λιμάνι του Νότου. Τους πονούσε το γεγονός ότι θα πήγαιναν ως απλοί επισκέπτες στην ίδια τους τη χώρα.
{...}
Οι μέρες πέρασαν και έφτασαν τα Χριστούγεννα. Την Παραμονή, η αδελφή του Ηρακλή έδωσε παράσταση μπαλέτου, την πρώτη της μεγάλη παράσταση, και εκτός από τη μητέρα της, τον Άκη και τα αδέλφια της, είχαν πάει επίσης να τη δουν και να τη χειροκροτήσουν όλες οι νέες φίλες που είχε κάνει και φυσικά η Ιφιγένεια με τους γονείς της, αλλά και οι γονείς του Ιάσονα τους οποίους κάλεσε η Μύρνα. Ο Γιάννης δεν μπόρεσε να παρευρεθεί, παρόλο που τον είχαν επίσης καλέσει, γιατί έπρεπε να βρίσκεται σε ένα ρεβεγιόν κάποιου βαρετού πλούσιου μαζί με τους γονείς του, όπως συνήθιζαν τις γιορτές.
Ο Ηρακλής κοιτούσε περήφανος τη Σοφία καθώς στριφογυρνούσε κι έκανε πιρουέτες με χάρη στην πίστα, κι ένιωθε ακόμα ευγνωμοσύνη για την Ιφιγένεια που είχε θεραπεύσει την αναπηρία της. Χάρη σε εκείνη, η αδελφή του έκανε τώρα αυτό που αγαπούσε και ήταν πραγματικά ευτυχισμένη, και ορκιζόταν πως θα πολεμούσε ξανά για εκείνη και για όλη του την οικογένεια αν γινόταν ξανά πόλεμος και θα περνούσε τα ίδια ξανά απ' την αρχή. Όταν η παράσταση τελείωσε, όλοι οι γνωστοί και οι φίλοι πλησίασαν τη δεκαεξάχρονη χορεύτρια και της έδωσαν συγχαρητήρια. Εκείνη αγκάλιασε θερμά πρώτα απ' όλους την Ιφιγένεια, μην ξεχνώντας ακόμα αυτό που είχε κάνει για εκείνη και την ευχαρίστησε ακόμα μία φορά.
«Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα είχα φτάσει εδώ που έφτασα τώρα.» της είπε.
Την επόμενη μέρα, ανήμερα των Χριστουγέννων, ο Ζαχαρίας και η Χρυσάνθη έκαναν το τραπέζι στην Ευτυχία και τον Φαίδωνα, όπως είχαν κανονίσει. Αν και χωρίς κρέας, τα πιάτα ήταν υπέροχα καθώς η Χρυσάνθη είχε βάλει όλη της την τέχνη και η Ευτυχία την επαίνεσε για άλλη μια φορά για τις μαγειρικές της ικανότητες. Η Ιφιγένεια παρατήρησε χαρούμενη ότι οι γονείς του Ιάσονα είχαν όντως ξεχαστεί, καθώς αυτές τις μέρες όπως ήταν φυσικό ήταν λίγο παραπάνω μελαγχολικοί από όσο συνήθως. Το καλύτερο όμως, ήταν όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε ότι θα έκαναν τελικά ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς στο σπίτι τους και το ζεύγος Ιωαννίδη δέχθηκαν με μεγάλη τους χαρά να έρθουν.
Αργότερα, η Ιφιγένεια μπήκε στην εφαρμογή όπου είχαν την ομαδική συνομιλία με τα παιδιά και τους κάλεσε. Απάντησαν όλοι ότι θα έρχονταν, εκτός από τον Γιάννη. Εκείνος ήταν υποχρεωμένος να παρευρεθεί στο ρεβεγιόν στο Παλάτι μαζί με τους γονείς του όπως κάθε χρόνο. Υποσχέθηκε όμως να προσπαθήσει.
{...}
Πρώτη Σκοτεινή Διάσταση
Η Ελπινίκη καθόταν αναπαυτικά επάνω στον κόκκινο βελούδινο θρόνο της, με τον περίεργο τρόπο που καθόταν συνήθως, το ένα της πόδι ανεβασμένο επάνω στο μπράτσο του θρόνου, και απολάμβανε ένα ποτήρι αίμα. Μερικοί υπηρέτες πηγαινοέρχονταν και καθάριζαν, ενώ δύο φρουροί στέκονταν δεξιά κι αριστερά του θρόνου. Οι τελευταίοι μήνες πέρασαν ήσυχα, χωρίς κανένα ίχνος του Άνθιμου ακόμα. Η ίδια είχε καταφέρει να μετατρέψει τη Σκοτεινή Διάσταση σε ένα μέρος φιλόξενο για όλα τα Σκοτεινά πλάσματα, παρά τον κόκκινο ουρανό την ημέρα και το άγονο έδαφος του. Τα πήγαινε αρκετά καλά στη διακυβέρνηση, μπορούσε να παραδεχτεί, και η Ροζαλία τη βοηθούσε πολύ σε αυτό. Σε αντίθεση με το παρελθόν και τις μέρες που κυβερνούσε ο Άνθιμος, τώρα πλέον δεν υπήρχε ιεραρχία. Ήταν όλοι ίσοι, παρόλο που είχαν διαφορετικούς ρόλους. Υπήρχε μονάχα εκείνη, η Αρχόντισσα της Σκοτεινής Διάστασης, η Λοχαγός Ροζαλία και ύστερα όλοι οι υπόλοιποι οι οποίοι είχαν ίση μεταχείριση.
Κάποιες φορές ωστόσο, ένιωθε ακόμα το κενό που άφησε η απουσία του Ωρίωνα. Και πριν το θάνατο του ένιωθε κενή, όμως τώρα ένιωθε εκείνο το κενό να μεγαλώνει. Θυμόταν τις συζητήσεις τους, πόσο διαφωνούσαν σχετικά με το νόημα της ζωής τους εκεί. Όμως τώρα, η Ελπινίκη συνειδητοποιούσε ότι τελικά η ζωή της είχε νόημα όσο υπήρχε εκείνος. Και εκείνο το νόημα το οποίο τότε δεν είχε εκτιμήσει, τώρα είχε χαθεί. Μερικές φορές, έπιανε τον εαυτό της να εύχεται να επιστρέψει ο Άνθιμος και να γίνει πόλεμος, για να της δοθεί ξανά η ευκαιρία να πεθάνει και να πάει να τον βρει, αν όντως υπήρχε ζωή μετά. Μέχρι τότε όμως, θα πολεμούσε για όσα θεωρούσε ιδανικά και θα προστάτευε τους δικούς της. Ίσως αυτός να ήταν και ο μοναδικός σκοπός της.
Τις σκέψεις της διέκοψε η Ροζαλία, η οποία μπήκε στην αίθουσα, πλησίασε και έκανε μια ελαφριά υπόκλιση.
«Αρχόντισσα μου...» τη χαιρέτησε τυπικά.
«Σε ακούω.» της είπε.
«Έχω μία πρόταση να σου κάνω.» την είδε να διστάζει λίγο και απόρησε. «Αύριο είναι Παραμονή Πρωτοχρονιάς στον Κόσμο των Ανθρώπων και η Ιφιγένεια έχει ρεβεγιόν στο σπίτι της. Θέλω να σου προτείνω... αν θέλεις φυσικά... να πάμε μαζί. Για να βεβαιωθούμε πως είναι καλά η νεαρή και να ξεφύγουμε λίγο από τη Σκοτεινή Διάσταση.»
«Πάλι;» της είπε η Ελπινίκη με έναν αναστεναγμό. «Και γιατί να πρέπει να γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά με Ξωτικά και Ανθρώπους; Δεν καταλαβαίνω καν γιατί υποδέχονται τον νέο χρόνο που έρχεται.»
Αρκετά συχνά επισκεπτόταν η Ροζαλία τη νεαρή της φίλη στον Κόσμο των Ανθρώπων, για να βεβαιώνεται για την ασφάλεια της και να κάνουν παρέα. Η Ελπινίκη την ακολουθούσε αναγκαστικά, γιατί μόνο εκείνη μπορούσε να ανοίξει πύλη από τη Σκοτεινή Διάσταση και πάλι πίσω. Η Ροζαλία άφησε πίσω της κάθε ίχνος τυπικότητας και πήρε ύφος μικρού παιδιού:
«Ω, έλα, σε παρακαλώ... Να δούμε και κάτι διαφορετικό. Ο νέος χρόνος που έρχεται είναι πολύ σημαντικός για όλα τα πλάσματα. Συμβολίζει μια νέα αρχή. Εδώ δεν τον γιορτάζαμε ποτέ με τον Λόρδο Άνθιμο, όμως ακόμα και στη Χώρα των Ξωτικών το γιορτάζαμε διαφορετικά.»
«Η αλήθεια είναι ότι στο Νότιο Χωριό δεν το γιορτάζαμε καθόλου.» είπε σκεπτική η Ελπινίκη. «Ήμασταν αφοσιωμένοι σε... άλλα πράγματα.» Ήταν αλήθεια ότι τώρα πια μιλούσε λίγο πιο ελεύθερα για το παρελθόν της και αυτό ήταν πρόοδος, σύμφωνα με τη Ροζαλία. Πίστευε πως είχε αρχίσει να ανοίγεται.
Πίσω απ' τον ώμο της Ροζαλίας ξεπρόβαλλε και η Λίντα.
«Μπορούμε να πάμε, Αρχόντισσα Ελπινίκη; Ε, σε παρακαλώ...!» αναφώνησε με τη λεπτή φωνούλα της κάνοντας τα ματάκια της, που έμοιαζαν σαν κόκκινες χάντρες, να γίνουν πιο γλυκά από ποτέ. Η Ελπινίκη δεν επηρεαζόταν από τις γλύκες και τα παρακάλια τους, όμως αυτές οι δύο ήταν πολύ επίμονες και ήξερε πως δεν επρόκειτο να την αφήσουν σε υσηχία αν δεν τους έκανε τη χάρη.
«Εντάξει, θα πάμε.» απάντησε τελικά με έναν αναστεναγμό παραίτησης.
Η Λοχαγός και το δαιμόνιο της πανηγύρισαν.
«Τέλεια, έχω ήδη φτιάξει και για εσένα φόρεμα!» αναφώνησε η Ροζαλία ενθουσιασμένη.
"Οι Θεοί με τιμωρούν ακόμα για όσα έπραξα..." μονολόγησε η Ελπινίκη.
*********************************************************************
*Βαγγέλας: Διάσημος Αρχηγός Μαφίας ο οποίος άφησε εποχή στο Βασίλειο του Νότου. Είχε συνεργαστεί με τον Βασιλιά Αλέξανδρο και τελικά έγιναν φίλοι, και χάρη σε εκείνη τη φιλία η Μαφία του Νότου τότε ήταν ελεγχόμενη και οι Μαφιόζοι δεν έβλαπταν αθώους. Ο Βαγγέλας πολέμησε στο πλάι του Αλέξανδρου στον Πόλεμο του Κεντρικού Βασιλείου και στον πόλεμο με τους Πειρατές.
***************
Μπήκαμε και επίσημα στην ιστορία, αγαπημένα μου ξωτικά, αν και δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο κυρίως θέμα. Έχω τεράστιες αμφιβολίες σχετικά με το πρώτο κεφάλαιο. Για πρώτο, θεωρώ πως ήταν λίγο μεγάλο και χωρίς αγωνία για τη συνέχεια, όπως ήταν το πρώτο του πρώτου βιβλίου που είχε τελειώσει με τον εφιάλτη του Ιάσονα, αφήνοντας σας σε αγωνία. Οπότε, ζητώ συγνώμη αν σας κούρασε ή σας έκανε να βαρεθείτε; Πώς σας φάνηκε; Θέλω την ειλικρινή άποψη σας.
Όπως είπα όμως, δεν έχουμε μπει ακόμα στη δράση. Τα πρώτα κεφάλαια πρέπει να είναι κάπως έτσι, να δούμε πρώτα την καθημερινότητα των ηρώων προτού μπούμε στη δράση, για να προετοιμάσω το έδαφος. Οι ανατροπές που σας υποσχέθηκα δεν αργούν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top