Κεφάλαιο 8: Καυγάδες και Ατυχήματα



Το ίδιο βράδυ της σχεδόν επεισοδιακής επίσκεψης στο σπίτι των Λιβανών, ο Ιάσονας ήταν πολύ προβληματισμένος καθώς έτρωγε βραδινό με τους γονείς του. Τα λόγια του Γιάννη,

«Δεν είμαι ο μόνος που κρατάει μυστικά», επανέρχονταν συνεχώς στο μυαλό του.

Έχει δίκιο. Σκεφτόταν. Κι εγώ τους κρατάω μυστικούς τους εφιάλτες μου. Είχε δει μερικές φορές ακόμα εκείνο το τέρας, όμως το είχε συνηθίσει πλέον και δεν το φοβόταν. Όμως δεν είχε μιλήσει για αυτό στους φίλους του. Δεν ήταν βέβαια κάτι τόσο σοβαρό και δεν ήθελε να τους ανησυχήσει άδικα, όμως και πάλι ένιωθε άσχημα που κάτι δεν τον άφηνε να τους το εξομολογηθεί.

«Τι έχεις, γλυκέ μου; Πολύ σκεπτικό σε βλέπω.» τον ρώτησε η μητέρα του κάποια στιγμή.

«Δεν είναι τίποτα.» απάντησε, αλλά δεν ακούστηκε και πολύ πειστικός...

«Φταίει η επίσκεψη στο σπίτι των Λιβανών σήμερα;» ρώτησε ο πατέρας του κι εκείνος αναστέναξε σιγανά.

«Τους ξέρετε τώρα τους γονείς του Γιάννη. Πέρασαν την Ιφιγένεια από ανάκριση και την έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση. Και το πιάτο ήταν κρέας, ενώ ξέρουν ότι τα ξωτικά δεν το τρώνε. Ο πατέρας του γνωρίζει πολλά για αυτά.» εξήγησε, χωρίς να αποκαλύψει όμως το λόγο της άφιξης της Ιφιγένειας στον κόσμο τους.

«Ο Ιάκωβος Λιβανός είναι ένας πανίσχυρος άνδρας με άκρες παντού. Είναι λογικό να ξέρει πολλά. Σκέφτεται να αγοράσει μέχρι και τη ναυτιλιακή στην οποία δουλεύω.» είπε ο Φαίδωνας.

«Τι;! Αλήθεια;!» αναφώνησε με δυσάρεστη έκπληξη ο νεαρός. Αυτός ο άνθρωπος τα θέλει όλα δικά του! Είπε από μέσα του.

«Ναι. Αλλά ευτυχώς ο εφοπλιστής δεν την πουλάει, όσες πιέσεις κι αν δέχεται. Φοβόμαστε όμως, ότι ο Λιβανός θα προβεί σε άλλα μέτρα για να τον αναγκάσει. Τέλος πάντων...» Η Ευτυχία είχε σερβίρει λίγο απ' το φθηνό, λευκό κρασί που είχε περισσέψει με το δείπνο, και ο Φαίδωνας πήρε το ποτήρι του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά για να λήξει εκεί το θέμα συζήτησης. Ο Ιάσονας ήπιε κι εκείνος λίγο. Πάντα τον βοηθούσε το κρασί να κοιμηθεί καθώς του έφερνε νύστα, έτσι οι γονείς του τον άφηναν να πίνει μαζί τους, με μέτρο βέβαια γιατί ήταν ακόμα ανήλικος.


*****************************************************************************************

Την ίδια στιγμή, ο Γιάννης είχε να αντιμετωπίσει για ακόμα μια φορά την αυστηρότητα του πατέρα του, αυτή τη φορά παρουσία και της μητέρας του στο σαλόνι.

«Όσο πας μας απογοητεύεις όλο και πιο πολύ.» του είπε ο Ιάκωβος. «Σήμερα ξεπέρασες τα όρια, ύψωσες τον τόνο της φωνής σου και μας επιτέθηκες λεκτικά.»

«Τι; Εγώ απλά υπερασπιζόμουν τη φίλη μου!» αναφώνησε ο Γιάννης. «Την οποία εσύ έκανες να νιώσει άβολα και να αποκαλυφθεί κάτι που δεν ήθελε να μαθευτεί ακόμα!»

«Πάψε!» ούρλιαξε ξαφνικά ο Ιάκωβος, διακόπτοντας και τρομάζοντας και τους δύο. Η Αντιγόνη έπιασε τους κροτάφους της.

«Αχ, σας παρακαλώ... Μη φωνάζετε. Έχω πονοκέφαλο...» μουρμούρισε.

«Πάμε στο γραφείο μου, για να αφήσουμε τη μητέρα σου να ξεκουραστεί και να τα πούμε πιο ήσυχα.»

Ο Γιάννης τον ακολούθησε στον προθάλαμο, έπειτα ανέβηκαν τις σκάλες. Μέσα του έτρεμε, αυτή τη φορά όχι από φόβο αλλά από οργή. Φτάνει πια! Δεν θα τον άφηνε πλέον να ελέγχει τη ζωή του. Έπρεπε να του ανακοινώσει ότι είχε άλλα σχέδια για το μέλλον του. Αυτή τη μέρα είχε καταλάβει πολλά πράγματα, ότι δεν ήθελε να τον φοβάται πια και ότι μπορούσε να του αντισταθεί και να υψώσει ανάστημα, όπως έκανε το μεσημέρι στο τραπέζι. Τελικά όντως εκείνη η κοπέλα του έδινε δύναμη και θάρρος να τον αντιμετωπίσει.

Ο πατέρας του είχε φτάσει στο πλατύσκαλο του επάνω ορόφου, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο παρακάτω σκαλί. Έσφιξε τις γροθιές του και είπε:

«Δεν θέλω πια να είμαι ο διάδοχος σου.» Ο Ιάκωβος κοντοστάθηκε, σαν να πάγωσε για λίγο και έπειτα έστρεψε το κεφάλι του ελαφρά προς το μέρος του.

«Τι... είπες...;» ρώτησε με ανατριχιαστική ήρεμη φωνή. Ο Γιάννης ξεροκατάπιε. Δεν θα άφηνε όμως το φόβο να τον παραλύσει πάλι.

«Λέω... Δεν θέλω να ασχοληθώ με τις επιχειρήσεις μας. Θέλω να χαράξω δικιά μου πορεία, να μπω στο Σώμα των Τοξοτών ίσως και να δημιουργήσω κάτι δικό μου. Δεν θέλω πια να με ελέγχεις, δεν θέλω ούτε καν να λέγομαι Λιβανός.»

Ο οργή του πατέρα του ξεπέρασε κάθε προηγούμενη φορά. Κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα, όμως φάνηκε σαν ώρες ατελείωτες για τον Γιάννη.

«Τι;! Τι είπες, ρε παλιόπαιδο;!» ούρλιαξε. «Πώς τολμάς να προσβάλλεις το όνομα της οικογένειας;! Σου έβαλαν λόγια οι φίλοι σου;! Ε;! Αλήτη!» και τον έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Προτού καταλάβει τι συνέβη, ο Γιάννης έχασε την ισορροπία του και κουτρουβαλούσε ήδη στις σκάλες. Τα πάντα γύρω του έσβησαν για λίγο. Ύστερα από λίγο κατάλαβε ότι η πτώση του είχε φτάσει στο τέλος της.

«Γιάννη! Γιάννη! Ω Θεέ μου, το παιδί μου! Τι έκανες, Ιάκωβε;!» άκουγε την απελπισμένη φωνή της μητέρας του. Είχε χρόνια να την ακούσει να ανησυχεί έτσι για εκείνον...

Άνοιξε τα μάτια του και την είδε από πάνω του. Πήγε να κουνηθεί, όμως ένας ανυπόφορος πόνος στο δεξί του χέρι τον σούβλισε και τον έκανε να ουρλιάξει.

«Τι έγινε; Που πονάς, παιδί μου; Πού χτύπησες;!» φώναξε πάλι κλαίγοντας η Αντιγόνη. Ο Ιάκωβος κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.

«Συγνώμη. Συγνώμη, γιε μου. Δεν το ήθελα...» είπε και προσπάθησε να τον βοηθήσει να ανασηκωθεί.

«Το χέρι μου...» κατάφερε να ψελλίσει. «Νομίζω πως το έσπασα...»

«Πρέπει να τον πάμε στο νοσοκομείο...»

«Σταμάτα να κλαις, Αντιγόνη! Ιωάννη παιδί μου, χτύπησες πουθενά αλλού; Μπορείς να σηκωθείς;»

Ο Γιάννης σηκώθηκε με τη βοήθεια τους. Τα γυαλιά του είχαν πέσει λίγο παραπέρα κι είχαν σπάσει, οπότε έβλεπε θολά.

Γιατί; Ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ ήταν η μόνη σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό του.

Πήγαν στο νοσοκομείο, το οποίο ήταν επίσης ιδιοκτησία του Ιάκωβου. Εκεί, ένας γιατρός τον εξέτασε, διαπίστωσε ότι όντως το χέρι του ήταν σπασμένο και είχε χτυπήσει επίσης στο σαγόνι του το οποίο χρειάστηκε ράμματα. Ευτυχώς όμως, δεν είχε σπάσει τίποτα άλλο. Τύλιξαν το χέρι του με γύψο και γάζα, το κρέμασαν με νάρθηκα στον ώμο του και όλα αυτά με ιδιαίτερη προσοχή και προτεραιότητα από άλλους ασθενείς γιατί ήταν ο γιος του αφεντικού τους. Ο γιατρός είπε πως θα μπορούσε να παρακολουθήσει κανονικά τα μαθήματα στο σχολείο του, πράγμα το οποίο τον ανακούφισε. Όμως όπως ήταν φυσικό δεν θα μπορούσε να γράψει, ούτε τοξοβολία να κάνει, ούτε καν ιππασία.

Είχαν επιστρέψει στο σπίτι τώρα και ξεκουραζόταν στο δωμάτιο του. Δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα από τους πόνους και τα παυσίπονα δεν έκαναν τίποτα. Τα ξημερώματα, ο πατέρας του εισήλθε στο δωμάτιο. Φαινόταν κι εκείνος άυπνος.

«Ακόμα πονάς;» τον ρώτησε.

«Ναι...»

Ο Ιάκωβος με τα χέρια στις τσέπες πήγε στο παράθυρο, έκανε στην άκρη την κουρτίνα και κοίταξε απ' έξω λέγοντας:

«Έτσι και τολμήσεις να μιλήσεις στους φίλους σου ή σε οποιονδήποτε για αυτό, θα ακολουθήσουν πολύ χειρότερα. Αυτό έγινε κατά λάθος, σε έσπρωξα πάνω στα νεύρα μου. Όμως φαντάζεσαι πόσο πιο άσχημα μπορεί να χτυπήσεις αν το κάνω σκόπιμα και φροντίσω ώστε να φανεί σαν ατύχημα. Και εννοείται πως αυτά τα λόγια που σου λέω τώρα δεν θα τα πεις ούτε στη μητέρα σου. Σύμφωνοι;»

Ο Γιάννης είχε φτάσει σε απόγνωση. Θα έμενε για πάντα φυλακισμένος μαζί του, και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Ο πατέρας του τελικά ήταν αδίστακτος. Μπορούσε μόνο να φανταστεί για τι ήταν ικανός αν μπορούσε έτσι απλά να βλάψει το ίδιο του το παιδί. Για μια στιγμή μια σκοτεινή σκέψη πέρασε απ' το μυαλό του, ένα βέλος καρφωμένο στο μέτωπο του πατέρα του από τον ίδιο. Έπειτα ο ίδιος θα ελευθερωνόταν και θα έκανε ότι ήθελε. Όμως δεν μπορούσε να το κάνει. Ήταν καλός, δεν ήταν σαν εκείνον και τον αγαπούσε, δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο, κι αν το έκανε οι τύψεις θα τον βασάνιζαν για πάντα.

«Σύμφωνοι, Ιωάννη;!» τον έκανε να τιναχτεί από τρόμο η φωνή του πατέρα του που περίμενε απάντηση.

«Μάλιστα, πατέρα.» ψέλλισε. Ο πατέρας του πλησίασε με αργά βήματα το κρεβάτι στο οποίο βρισκόταν ο ίδιος.

«Δεν θέλω να σου κάνω κακό, γιε μου.» είπε και χάιδεψε τα μαλλιά του, εκείνος όμως δεν μπορούσε να νιώσει πλέον το παραμικρό ίχνος πατρικής στοργής. Μόνο απέχθεια και φόβο αισθανόταν.

«Μη με αναγκάσεις.» συνέχισε με μια δήθεν στοργική αλλά ανατριχιαστική φωνή. Έπειτα απομακρύνθηκε ένα βήμα και είπε:

«Λοιπόν, μην πας σχολείο αύριο, ή μάλλον σήμερα, την ημέρα που ξημερώνει. Πες στους φίλους σου πως γλίστρησες και έπεσες από τη σκάλα, φρόντισε όμως να μην τους ανησυχήσεις τόσο ώστε να θέλουν να έρθουν να σε δουν. Δεν έχω καθόλου όρεξη να κουβαληθούν πάλι εδώ όλοι μαζί. Έγινα κατανοητός;»

Ο Γιάννης απλά ένευσε. Δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει κι αλλιώς. Ανυπομονούσε μόνο να περάσει η μέρα που ξημέρωνε, ώστε να ξαναπάει στο σχολείο την επόμενη για να δει τους φίλους του και να ξεχαστεί από όλα αυτά.

Όντως, λίγο πριν την ώρα που ξεκινούσαν τα μαθήματα, ο Γιάννης έστειλε στην ομαδική συνομιλία ότι είχε ένα ατύχημα και δεν θα πήγαινε εκείνη την ημέρα για να μην τον περιμένουν άδικα. Ο Ιάσονας τον πήρε κατευθείαν τηλέφωνο μόλις είδε το μήνυμα, αφού πρώτα βρέθηκε με τον Ηρακλή και την Ιφιγένεια έξω από την πύλη του σχολικού κτηρίου.

«Έλα ρε, τι έγινε; Είσαι καλά;» ρώτησε γεμάτος αγωνία.

«Δεν είναι τίποτα σοβαρό. Χθες το βράδυ γλίστρησα και έπεσα από τις σκάλες. Έσπασα το χέρι μου και χτύπησα λίγο στο σαγόνι μου, όμως κατά τ' άλλα είμαι καλά, μην ανησυχείς.» Ο Γιάννης προσπαθούσε να ακούγεται πειστικός.

«Τι;!» αναφώνησε ο κολλητός του απ' την άλλη άκρη της γραμμής. «Σοβαρά μιλάς;! Θα έρθουμε να σε δούμε μόλις σχολάσουμε.»

«Όχι, όχι. Δεν χρειάζεται, ρε συ. Θα κοιμάμαι όλη μέρα, γιατί χθες δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι από τους πόνους. Όμως αύριο θα έρθω κανονικά, απλά δεν θα μπορώ να γράψω γιατί έσπασα το δεξί χέρι.»

«Πώπω, ρε φίλε... Περαστικά σου εύχομαι. Εντάξει, θα σε αφήσουμε να ξεκουραστείς και θα τα πούμε αύριο. Στείλε αργότερα αν δεν κοιμάσαι.»

«Τα λέμε, bye.» είπε ο Γιάννης και το έκλεισαν.

Ο Ιάσονας στράφηκε στον Ηρακλή, την Ιφιγένεια καθώς και την Έλενα που μόλις είχε καταφθάσει και τους μετέφερε τη συνομιλία σχετικά με το ατύχημα του φίλου τους, λέγοντας όμως ότι αυτός τον καθησύχασε.

«Τι έκανε λέει;!» αναφώνησε η Έλενα έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Θέλω να τον δω.»

«Χρειάζεται ξεκούραση. Θα τον δεις αύριο που θα είναι καλύτερα.» της είπε ο Ιάσονας.

«Ελπίζω να επιστρέψει αύριο και να είναι όντως καλύτερα, διαφορετικά θα πάμε με το ζόρι να τον δούμε.» είπε ο Ηρακλής. Η Ιφιγένεια δεν είχε βγάλει λέξη. Μια σκέψη πέρασε αμέσως απ' το μυαλό της, κι αν τον γιάτρευε; Όμως δεν έπρεπε να παρακούσει τις εντολές των γονιών της και του Άρχοντα της χώρας της. Δεν έπρεπε να γίνει αντιληπτή η δύναμη της εδώ.

Το κουδούνι χτύπησε και η παρέα πήγε στην τάξη τους, δεν μπορούσαν όμως να συγκεντρωθούν στο μάθημα γιατί το μυαλό ολονών γυρνούσε συνεχώς στον φίλο τους. Στο πρώτο διάλειμμα, η Ιφιγένεια είπε πως πήγαινε να πάρει κάτι που ξέχασε στο ντουλάπι της και ότι θα πήγαινε μετά να καθίσει με τα κορίτσια στο προαύλιο.

Καθώς πήγαινε μόνη της προς τα εκεί, βρήκε την ευκαιρία ο Τεό, ένας από τους «δήθεν μάγκες» όπως τον έλεγαν ο Ιάσονας κι η παρέα του, του σχολείου, με τους φίλους του και πλησίασαν.

«Κούκλα...!» της είπε περπατώντας δίπλα της, ενώ οι φίλοι του από πίσω χαζογελούσαν. Η Ιφιγένεια επιτάχυνε το βήμα της για να τον αποφύγει, καθώς γνώριζε ήδη από τον Ιάσονα και τους άλλους πόσο ενοχλητικός μπορούσε να γίνει, κι έκανε πως δεν τον άκουσε και δεν τον είδε.

«Ε! Σε εσένα μιλάω!» επέμεινε αυτός και την πρόφτασε. Η παρέα του εξακολουθούσε τα σιγανά, πονηρά γελάκια. Η Ιφιγένεια το πήρε απόφαση πως δεν θα ξέφευγε τόσο εύκολα και σταμάτησε για να τον αντικρύσει.

«Γεια σου, Τεό.» του είπε. «Έχω και όνομα και σε περίπτωση που δεν το θυμάσαι, είναι Ιφιγένεια.» είπε.

«Ωωωω, τι σου είπε...!» αναφώνησε ένας απ' την παρέα του.

«Σκασμός.» του είπε ο Τεό και στράφηκε ξανά στην κοπέλα: «Τέλος πάντων. Θέλω να μου κάνεις μια χάρη.»

«Τι χάρη;» ρώτησε η Ιφιγένεια, γνωρίζοντας ήδη ότι σίγουρα δεν θα ήταν κάτι σοβαρό.

«Υπάρχει ένα σημείο του σώματος μου που θέλω να θεραπεύσεις.»

«Τι εννοείς;» ρώτησε ακόμα πιο διστακτικά. Δεν της άρεσε καθόλου πού πήγαινε αυτή η συζήτηση (που οι Θεοί να την κάνουν συζήτηση...) Τα πονηρά γελάκια απ' την παρέα των ανώριμων αγοριών συνεχίστηκαν.

«Ε... Είναι λίγο... προσωπικό. Θα πρέπει να πάμε κάπου οι δυο μας για να στο δείξω.»

Ξάφνου, το νεαρό ξωτικό κατάλαβε τι εννοούσε ο θνητός συμμαθητής της και κοκκίνισε ολόκληρη, όχι μόνο από ντροπή αλλά και από θυμό.

«Ε... Άσ' το καλύτερα. Δεν μου επιτρέπεται να θεραπεύω εκτός της χώρας μου, όσο σοβαρό και αν είναι...» είπε και προσπάθησε να ξεφύγει συνεχίζοντας το βιαστικό της βάδισμα. Ο Τεό την ακολούθησε μανιωδώς. Την πρόφτασε, έβαλε το χέρι του στον καρπό της και την άρπαξε.

«Ω, έλα τώρα, μη μου κάνεις τη δύσκολη...» είπε και έφερε το πρόσωπο του κοντά στο δικό της. Η ανάσα του μύριζε άσχημα. Τώρα η Ιφιγένεια είχε πανικοβληθεί πραγματικά.

«Άσε με.» είπε κι άρχισε να παλεύει για να ξεφύγει, ενώ η παρέα του εξακολούθησε να γελάει τρανταχτά. Μα γιατί δεν έκανε κάποιος κάτι; Τόσα άτομα περνούσαν εκείνη τη στιγμή απ' το διάδρομο, δεν έβλεπαν ότι ένα αγόρι προσπαθούσε να φιλήσει ένα κορίτσι ενάντια στη θέληση της;

«Άφησε την, Τεό!» ακούστηκε μια πολύ γνώριμη φωνή.

Γύρισαν κι οι δυο, αλλά και η παρέα του ενοχλητικού, τα κεφάλια τους και είδαν τον Ιάσονα να στέκεται λίγα μέτρα παραπέρα, με τον Ηρακλή στο πλάι του ο οποίος είχε μείνει και κοιτούσε με δυσάρεστη έκπληξη αυτό που συνέβαινε.

Ο Ιάσονας τον κοιτούσε με το πιο θυμωμένο ύφος που είχε δει ποτέ η Ιφιγένεια και οι πράσινες φλόγες είχαν ανάψει στα χέρια του. Ο Τεό την άφησε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

«Έχεις πρόβλημα, φρικιό;!» αναφώνησε. «Τι είναι, η γκόμενα σου μήπως; Αφού είσαι φλώρος, σιγά μη σου κάτσει! Αμφιβάλλω αν της έχεις δώσει έστω ένα φιλάκι!» και τον έσπρωξε με όλη του τη δύναμη.

Ο Ιάσονας δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει μαγεία και με το ζόρι κρατιόταν. Ήξερε πως θα μπορούσε να τον τραυματίσει σοβαρά.

«Ε;! Τι είναι, ρε;! Γιατί δεν παλεύεις;! Γιατί δεν κάνεις τα μαγικά σου; Δεν τα φοβάμαι εγώ.» συνέχισε ο άλλος σπρώχνοντας τον όλο και πιο δυνατά. Εν τω μεταξύ ο Ηρακλής έσπευσε στο πλευρό της Ιφιγένειας για να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά.

Ένα ακόμα σπρώξιμο του Τεό κι ο Ιάσονας έπεσε πίσω και γκρεμίστηκε πάνω σε ένα θρανίο, ρίχνοντας το κι αυτό μαζί.

«Ιάσονα!» φώναξε η Ιφιγένεια με αγωνία, όμως ο Ηρακλής την κράτησε για να μην τραυματιστεί κατά λάθος, γιατί ήξερε τι θα ακολουθούσε.

«Άφησε τον. Αν χρειαστεί θα επέμβω εγώ.» της είπε.

Κι άλλα άτομα είχαν μαζευτεί για να δουν τον καυγά.

Αυτό ήταν! Είπε μέσα του. Αφού θέλει να δει το φρικιό που λέει πως είμαι, αυτό θα δει!

Όχι! Δεν θα του δώσεις αυτό που θέλει! Δεν θα χρησιμοποιήσεις μαγεία! Δεν υπάρχει λόγος!

«Μπορώ να παλέψω και χωρίς μαγεία.» του είπε καθώς σηκωνόταν αργά.

Τα γέλια κόπηκαν απότομα, όταν με όλη του τη δύναμη και μια κραυγή έπεσε πάνω στον Τεό σπρώχνοντας τον στη μέση και ρίχνοντας τον στον τοίχο στην άλλη μεριά του διαδρόμου. Μια γροθιά του όμως τον ζάλισε κι έπειτα ακολούθησε ένα ακόμα σπρώξιμο, ενώ ο Ιάσονας είχε κλείσει τις γροθιές του για να μην πεταχτεί κατά λάθος η Πράσινη Ενέργεια. Σφίγγοντας το δεξί του χέρι κι άλλο, το έφερε με δύναμη στο πρόσωπο του αντιπάλου του. Ο Τεό έπεσε κάτω, έβρισε μέσα από τα δόντια του και όταν τον ξανακοίταξε, αίμα έτρεχε απ' τη μύτη του. Όρμησε πάλι στον Ιάσονα, όμως εκείνος με αστραπιαία ταχύτητα έσκυψε και βρέθηκε πίσω του, τόσο γρήγορα μάλιστα που εκείνος δεν κατάλαβε τι συνέβη. Όλοι έμειναν έκπληκτοι, ακόμα και οι φίλοι του. Τι ταχύτητα ήταν αυτή; Ούτε ο ίδιος ο Ιάσονας δεν μπόρεσε να το πιστέψει και για λίγο κοίταξε τις σφιγμένες γροθιές του, η προσοχή του αποσπάστηκε όμως και μία ακόμα γροθιά του Τεό τον έριξε ξανά στο πάτωμα. Η Ιφιγένεια φώναξε ξανά, δεν άντεχε να τον βλέπει να πληγώνεται...

Ο Τεό έπεσε από επάνω του και τον ακινητοποίησε λέγοντας:

«Γιατί δεν πας σε κάνα τσίρκο να κάνεις τα μαγικά σου, φρικιό; Μόνο για εκεί είσαι.»

Ο Ιάσονας ένιωσε ξαφνικά την πράσινη φωτιά να καίει μέσα του και να εξαπλώνεται από τα χέρια του σε ολόκληρο το σώμα του.

«Έλα λοιπόν, φρικιό! Δείξε μας τις δυνάμεις σου!» φώναξε κάποιος απ' το πλήθος που παρακολουθούσε.

«Ναι! Γιατί δεν βγάζεις αυτές τις πράσινες φλόγες;»

«Έλα, ρε!» τον προκάλεσε και ο Τεό σφίγγοντας τα δόντια. «Τι έγινε, τρομοκρατήθηκες τόσο που σου τέλειωσε η μαγεία;» Τα χέρια του τον πίεζαν, δεν μπορούσε να πάρει αέρα.

«Η αλήθεια... είναι...» κατάφερε να ψελλίσει. «...ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιώ τη μαγεία για ασήμαντους λόγους. Όμως... όταν κάποιος πειράζει τους φίλους μου... ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΑΦΗΣΩ ΕΤΣΙ!» φώναξε στο τέλος και άφησε όλη τη συσσωρευμένη ενέργεια να βγει από το σώμα του.

Ο τραμπούκος πετάχτηκε στον απέναντι τοίχο και σωριάστηκε στο έδαφος αναίσθητος, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι θεατές έκαναν προς τα πίσω τρομοκρατημένοι. Ο Ιάσονας στεκόταν τώρα όρθιος και οι πράσινες φλόγες, που ήταν πιο σκούρες από ποτέ, τον πλαισίωναν ολόκληρο, ενώ φαινόταν πως έβγαινε μέχρι και μέσα από τα μάτια του. Ανάσανε βαριά και το μόνο που ένιωθε εκείνη τη στιγμή ήταν οργή και πως ήθελε να καταστρέψει εντελώς τον εχθρό του. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του...

«Ιάσονα, φτάνει.» ακούστηκε η φωνή της Ιφιγένειας. Έκανε δειλά βήματα προς το μέρος του. Το πρόσωπο του στράφηκε προς αυτήν.


«Όλα εντάξει. Είμαι ασφαλής. Είμαι εδώ.» του είπε και άπλωσε το χέρι της αργά προς το μέρος του. Και είδε μέσα από τις πράσινες φλόγες τα μάτια της να έχουν αλλάξει χρώμα και να είναι βιολετί. Τότε εκείνες αργά, άρχισαν να υποχωρούν καθώς ο Ιάσονας ηρεμούσε κοιτάζοντας τα μάτια της Ιφιγένειας. Ήταν σαν να του μετέδιδε εκείνη την ηρεμία της, σαν να γιάτρευε όχι σωματική πληγή, μα το θυμό και την αρνητική ενέργεια μέσα του.

Επανήλθε ολόκληρος στο φυσιολογικό εαυτό του και το βλέμμα του τότε επέστρεψε στον πεσμένο Τεό. Ήλπιζε να μην του είχε κάνει μεγάλο κακό. Πλησίασε αργά, καθώς οι φίλοι του Τεό που είχαν πάει κι εκείνοι να δουν πώς ήταν έκαναν στην άκρη με φόβο. Η Ιφιγένεια έσπευσε κι εκείνη και γονάτισε πάνω από τον τραυματία. Τον γύρισε ανάσκελα και τοποθέτησε τα χέρια της σε απόσταση μεταξύ τους πάνω από τον κορμό του. Τότε τα μάτια της ξαναπήραν το ανοιχτό μοβ εκείνο χρώμα και μια ίδια λάμψη βγήκε από τις παλάμες της, η οποία φαινόταν να μεταδίδεται στο σώμα του Τεό. Ο Ιάσονας γούρλωσε τα μάτια του έκπληκτος και με θαυμασμό. Πρώτη φορά έβλεπε το Ξωτικό- Θεραπεύτρια να θεραπεύει κάποιον. Το ίδιο και όλοι οι μαθητές τριγύρω, που άφηναν να τους ξεφύγουν επιφωνήματα θαυμασμού και να συζητούν εντυπωσιασμένοι μεταξύ τους.

Τότε ο Τεό άνοιξε τα μάτια του και με μια απότομη εκπνοή ανασηκώθηκε. Η Ιφιγένεια μάζεψε βιαστικά τα χέρια της και τα μάτια της επανήλθαν στο φυσιολογικό τους πράσινο χρώμα. Την ίδια στιγμή ο διευθυντής τους σχολείου, έχοντας πληροφορηθεί για την κατάσταση, κατέφθασε φουριόζος μαζί με μερικούς άλλους καθηγητές, και ο Ιάσονας ήξερε πως είχε μπλέξει χειρότερα από κάθε προηγούμενη φορά.

«Τι στο...;» έκανε ο Τεό, κοιτάζοντας πότε την Ιφιγένεια, πότε εκείνον. «Με... με γιάτρεψες; Γιατί;» αναρωτήθηκε. 


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top