Κεφάλαιο 73: Νέα Αρχή

Ο Ηρακλής στάθηκε αποφασισμένος έξω από το σπίτι των Ζαχαραίους και χτύπησε το κουδούνι. Αυτή η υπόθεση δεν μπορούσε να περιμένει... Ο Γιάννης ήταν ακόμα εξαφανισμένος, οι φίλοι του και ειδικά εκείνος αγωνιούσαν για αυτόν, κάτι σοβαρό του είχε συμβεί, κάτι το οποίο ο Ιάκωβος έκρυβε. Διαφορετικά γιατί εκείνο το κάθαρμα είχε αποφύγει τις προσπάθειες επικοινωνίας που έγιναν από μεριάς του Ηρακλή, τόσον καιρό; Σήμερα λοιπόν θα το τελείωνε. Σήμερα θα μάθαινε. Και χρειαζόταν την Ιφιγένεια στο πλευρό του.

Του άνοιξε ο Ζαχαρίας, ο οποίος φορούσε βερμούδα, ένα κοντομάνικο σκούρο μπλε μπλουζάκι και είχε τα μαλλιά του μαζεμένα πίσω με μερικές τούφες να εξέχουν μπροστά. Δεν είχε συνηθίσει να βλέπει τον πρώην Αρχιθεραπευτή τόσο απλά και ανθρώπινα ντυμένο...

«Καλημέρα, Ηρακλή.» του είπε εκείνος και χαμογέλασε βεβιασμένα. Φαινόταν κουρασμένος. Και πώς να μην ήταν, αφού τόσον καιρό εκείνος και η σύζυγος του έψαχναν για δουλειά στον Νότο, είχαν πάει σε αρκετές συνεντεύξεις και κανένας δεν τους ειδοποιούσε. Μάλλον οι «ανθρώπινες» δουλειές δεν τους ταίριαζαν, όπως είχαν αρχίσει να πιστεύουν. Ή πολύ απλά, οι Άνθρωποι ήταν επιφυλακτικοί απέναντι τους, ένιωθαν για κάποιο λόγο φόβο ή απειλή, παρά τα όσα κατάφεραν μεταξύ τους οι στρατοί στον πόλεμο με τους Σκοτεινούς.

«Καλημέρα.» του είπε ο νεαρός. «Είναι εδώ η Ιφιγένεια;»

«Ναι, είναι στο δωμάτιο της. Μισό λεπτό να τη φωνάξω.»

«Θα ήθελα να της μιλήσω ιδιαιτέρως, αν δεν σας πειράζει. Πρέπει να με ακολουθήσει σε μία πολύ σημαντική δουλειά που έχουμε.»

Ο Ζαχαρίας τον κοίταξε για λίγο με απορία, όμως έπειτα είπε:

«Εντάξει, πέρασε.» και παραμέρισε για να περάσει. Διέσχισε το σαλόνι που ήταν ενωμένο με την κουζίνα. Ήταν φανερό ότι ο Ζαχαρίας έκανε δουλειές εκείνη την ώρα, διότι είχε αφήσει τη σφουγγαρίστρα και ένα σωρό καθαριστικά στη μέση του σαλονιού, ενώ στην κουζίνα η Χρυσάνθη μαγείρευε. Ήταν και εκείνη ντυμένη με πρόχειρα ρούχα και φορούσε ποδιά.

«Καλημέρα, Ηρακλή.» του είπε μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του. «Ήρθες για την Ιφιγένεια; Θα μείνεις να γευματίσεις μαζί μας;» τον ρώτησε, παρόλο που ήταν νωρίς ακόμα για μεσημεριανό.

«Καλημέρα. Όχι, ευχαριστώ, θα πάρω την Ιφιγένεια και θα φύγουμε. Έχουμε μια δουλειά να τακτοποιήσουμε.» είπε και μόλις ανέβηκε τις σκάλες προς τον επάνω όροφο, η Χρυσάνθη και ο Ζαχαρίας αντάλλαξαν ένα ανήσυχο βλέμμα.

Ο Ηρακλής χτύπησε την πόρτα του δωματίου της Ιφιγένειας και μόλις εκείνη του άνοιξε, αφού χαιρετήθηκαν, μπήκε στο κυρίως θέμα χωρίς εισαγωγές:

«Πρέπει να μάθουμε που βρίσκεται ο Γιάννης, Ιφιγένεια. Σήμερα κιόλας. Θα πάω στο σπίτι τους και θα απαιτήσω απ' τον Ιάκωβο να μου πει. Αν θες με ακολουθάς.»

«Εντάξει. Θα έρθω μαζί σου.» του είπε εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη. «Δώσε μου μόνο μερικά λεπτά να ετοιμαστώ.»

Ο νεαρός κατέβηκε πάλι κάτω και περίμενε κουβεντιάζοντας χαλαρά με τους γονείς της καθώς εκείνοι συνέχιζαν τις δουλειές τους. Σε λίγα λεπτά κατέβηκε η Ιφιγένεια. Είχε φορέσει τζιν, ένα ροζ μπλουζάκι και τα αθλητικά της.

«Φεύγουμε.» είπε η Ιφιγένεια.

«Εντάξει, κορίτσι μου. Θα βγείτε με τα παιδιά;» τους ρώτησε η μητέρα της.

«Ναι.» απάντησε εκείνη με ύφος που δεν έπειθε. Λίγο πριν περάσουν την εξώπορτα, η φωνή του Ζαχαρία τους σταμάτησε:

«Ιφιγένεια...» Η κόρη του γύρισε και τον κοίταξε. «Να προσέχετε.» της είπε με έγνοια.

Η νεαρή ένευσε καθησυχαστικά και έφυγαν από το σπίτι. Μέσα σε λίγα λεπτά και αφού περπάτησαν σιωπηλοί την περισσότερη ώρα, έφτασαν στην πλούσια μεριά της γειτονιάς και στη βίλλα των Λιβανών. Ο Ηρακλής χτύπησε κουδούνι ενώ η Ιφιγένεια περίμενε δίπλα του με μεγάλη αγωνία.

«Ηρακλή...» του είπε τότε. «Το ξέρω πως ανησυχείς για τον φίλο μας και εγώ το ίδιο, όμως... μην κάνεις καμιά τρέλα... Τον ξέρεις τον Ιάκωβο, και τώρα πλέον ξέρεις τι είναι ικανός να κάνει.»

«Μην ανησυχείς. Θα το χειριστώ ήρεμα.» της είπε. Τότε η πόρτα άνοιξε και φάνηκε πίσω της η Αντιγόνη. Φαινόταν κουρασμένη, με μάτια πλαισιωμένα από μαύρους κύκλους, και τους κοίταξε με έκπληξη. Ήταν όμως δυσάρεστη έκπληξη.

«Τι θέλετε εδώ;» τους ρώτησε, σαν να ανάγκαζε τον εαυτό της να ακούγεται εχθρική.

«Ήρθαμε να μιλήσουμε στον σύζυγο σας. Είναι εδώ;» τη ρώτησε ο Ηρακλής, σφίγγοντας γροθιές τα χέρια του και προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμος.

Προτού προλάβει να απαντήσει η Αντιγόνη, μια φωνή ακούστηκε και ο Ιάκωβος ξεπρόβαλλε από το σαλόνι πίσω της:

«Εδώ είμαι.» Μόλις τον αντίκρισε, ο Ηρακλής δεν κατάφερε να συγκρατήσει την οργή του, όχι όσο επανέρχονταν στο μυαλό του οι σκηνές στο σοκάκι εκείνο κατά τη διάρκεια του πολέμου, που οι άνδρες του άρπαξαν με διαταγή του τον Γιάννη και χτύπησαν τον ίδιο. Όρμησε μέσα, σπρώχνοντας την Αντιγόνη στην άκρη και άρπαξε τον Ιάκωβο απ' το γιακά του πουκαμίσου του, κολλώντας τον στον τοίχο.

«Κάθαρμα! Λέγε που έχεις τον Γιάννη! Πού τον κρύβεις;! Ε;! Γιατί τόσες μέρες που προσπαθώ να επικοινωνήσω δεν σηκώνεις το τηλέφωνο του σπιτιού και το δικό του είναι κλειστό;! Λέγε!» φώναξε με τη γροθιά του να αιωρείται απειλητικά πάνω απ' το πρόσωπο του. Στο μεταξύ η Ιφιγένεια προσπαθούσε να τον τραβήξει και να τον ηρεμήσει, μάταια όμως. Ήταν μικροσκοπική μπροστά του και δεν τον κουνούσε ούτε στο ελάχιστο.

«Ηρακλή! Σταμάτα! Είπαμε ήρεμα!» του φώναξε όμως δεν την άκουσε. Η Αντιγόνη δεν αντιδρούσε. Είχε παραμείνει στη θέση της μαγκωμένη.

Η ανάσα του Ηρακλή έβγαινε βαριά και του Ιάκωβου το ίδιο, όμως το πρόσωπο του παρέμεινε σφιγμένο. Τα χέρια του κρατούσαν εκείνο του Ηρακλή το οποίο του είχε αρπάξει το λαιμό και θα έλεγε κανείς ότι ίσως και να τον φοβήθηκε λίγο.

«Δεν έχεις τα τσιράκια σου τώρα μαζί, ε; Και μόνος σου δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα. Για αυτό μίλα! Λέγε που κρύβεις τον φίλο μου και τι του έκανες!» φώναξε ξανά και απείλησε να προσγειώσει τη γροθιά του στο πρόσωπο του.

«Ηρέμησε! Θα σου πω!» φώναξε τότε εκείνος σταματώντας τον. Ο Ηρακλής τον άφησε και εκείνος έκανε δήθεν πως ξεσκονίζεται και ίσιωσε το πουκάμισο του.

«Λέγε.» γρύλισε ο Ηρακλής.

«Ο Γιάννης είναι καλά, όμως βρίσκεται σε κώμα.»

«Τι;!» αναφώνησε η Ιφιγένεια, ενώ και ο Ηρακλής σάστισε αμέσως και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. «Μπορούμε να τον δούμε;»

«Όχι, δεν μπορείτε, γιατί βρίσκεται σε ειδικές εγκαταστάσεις θεραπείας μαγείας. Έχω... κάτι γνωστούς που ασχολούνται με τη χρήση μαγείας για θεραπεία σε θνητούς. Το χτύπημα που δέχθηκε ο Ιωάννης ήταν πολύ σοβαρό, και για να αντέξει τη θεραπεία ο οργανισμός του έπρεπε να τον βάλουμε σε κώμα. Όμως θα ζήσει. Βλέπετε, θέλω το καλό του. Παιδί μου είναι, στο κάτω- κάτω. Σου το είχα πει ότι θα τον έκανα καλά.» είπε κοιτάζοντας εχθρικά τον Ηρακλή.

«Τι καλά, ρε σκουλήκι! Ο φίλος μας βρίσκεται σε κώμα τόσον καιρό και εμείς δεν ξέρουμε τίποτα! Γιατί το έκρυβες;!» φώναξε εκείνος και πήγε να τον αρπάξει ξανά, όμως η Ιφιγένεια τον σταμάτησε:

«Αρκετά, Ηρακλή! Μάθαμε που βρίσκεται και αυτό μας αρκεί!» φώναξε και αυτή τη φορά την άκουσε.

Η νεαρή Θεραπεύτρια στράφηκε στον Ιάκωβο:

«Κύριε Λιβανέ, μήπως γνωρίζετε πότε θα ξυπνήσει;»

«Αυτό δυστυχώς δεν το ξέρουμε. Μπορεί να πάρει αρκετό καιρό, ίσως και μήνες. Πάντως όταν επιστρέψει, θα είσαστε οι πρώτοι που θα το μάθετε, σας δίνω το λόγο μου. Οπότε, σταμάτα να με ενοχλείς και μην ξαναέρθεις στο σπίτι μου με απειλές αγροίκε, γιατί τότε δεν θα διστάσω να βάλω τα τσιράκια μου, όπως τους είπες, να σε ξυλοφορτώσουν, για να μιλήσω και τη γλώσσα σου!» είπε απευθυνόμενος πάλι στον Ηρακλή. Ο Ηρακλής λίγο έλειψε να του ορμήσει ξανά, όμως η Ιφιγένεια έπιασε το χέρι του και έβγαλε από αυτό λίγη από τη μοβ ενέργεια της.

«Φτάνει, Ηρακλή. Δεν είμαστε πια σε πόλεμο και μάθαμε όσα χρειαζόμασταν.» του είπε με απαλή φωνή και τελικά τον ηρέμησε. Πώς δεν είχε σκεφτεί νωρίτερα να το κάνει αυτό;

«Καλώς. Έχεις δίκιο. Πάμε να φύγουμε.» της είπε εκείνος και έφυγαν από το σπίτι χωρίς να αποχαιρετήσουν το ζεύγος Λιβανού.

Βγήκαν στο δρόμο. Ο Ηρακλής ακόμα έτρεμε από τα νεύρα του, παρά τη χρήση της θεραπείας πάνω του.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» απόρησε με αγωνία η Ιφιγένεια. «Χάσαμε τον Ιάσονα, δεν θα αντέξω αν χάσουμε και τον Γιάννη...» Τα μάτια της ήταν έτοιμα να δακρύσουν.

«Αν με άφηνες να απειλήσω λίγο ακόμα εκείνο το πλούσιο σκουλήκι, θα μαθαίναμε περισσότερα και ίσως να μας άφηνε να πάμε να τον δούμε.» της απάντησε σκληρά.

«Είσαι σοβαρός;! Δεν άκουσες τι είπε; Είδες και μόνος σου ότι δεν αστειεύεται, Ηρακλή. Σε απείλησε και εκείνος ευθέως. Έχεις ιδέα τι θα μπορούσε να σου κάνει αν τον χτυπούσες;»

«Έχεις δίκιο.» είπε τελικά, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. «Δεν σκέφτομαι εμένα, αλλά την οικογένεια μου. Δεν θα ήθελα να την πληρώσει η μάνα μου και τα αδέλφια μου αν του γυρνούσε το μάτι του Λιβανού... Ήταν βλακεία μου που τον προκάλεσα, το παραδέχομαι. Όμως τουλάχιστον μάθαμε που βρίσκεται ο Γιάννης. Οπότε, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι να ελπίζουμε, όπως ελπίζουμε και για τον Ιάσονα.»

Η Ιφιγένεια συμφώνησε μαζί του. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για τον Γιάννη, τουλάχιστον όχι ακόμα. Ήλπιζε μόνο ο Ιάκωβος να τηρούσε το λόγο του και να τους ειδοποιούσε όταν ξυπνούσε ο φίλος τους.

{...}

Τον Σεπτέμβριο, τα μαθήματα στα σχολεία και τις σχολές ξεκίνησαν κανονικά χωρίς προβλήματα στο Νότιο Βασίλειο και γενικά στη Χώρα των Πέντε Βασιλείων. Η Ιφιγένεια και ο Ηρακλής πήγαν στο σχολείο όπου πήγαιναν και την προηγούμενη χρονιά, εκεί που γνωρίστηκε το νεαρό Ξωτικό με τον Ιάσονα και τους υπόλοιπους και ξεκίνησαν όλα. Συνολικά, είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από τότε. Ένας χρόνος γεμάτος αναμνήσεις, όμορφες μα και δύσκολες, κυρίως μαζί του. Η Ιφιγένεια ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι δεν ήταν πια εκεί ο Ιάσονας. Εκείνη και ο Ηρακλής απέφευγαν να συζητούν για αυτό, γιατί τους πλήγωνε. Όσο για τον Γιάννη, είχαν περάσει δυόμισι μήνες από τότε που έμαθαν πως βρισκόταν σε κώμα και απλά έκαναν υπομονή η οποία όμως είχε αρχίσει να εξαντλείται.

Το υπόλοιπο του Καλοκαιριού το πέρασαν μονότονα, δεν έκαναν κανένα μπάνιο στη θάλασσα και όταν είχε καύσωνες έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους με τα κλιματιστικά αναμμένα. Η υπόλοιπη παρέα πήγαιναν στην παραλία πολύ συχνά και πολλές φορές παρακαλούσαν και εκείνους τους δύο να πάνε μαζί τους, θα τους έκανε καλό έλεγαν, όμως εκείνοι πάντα αρνούνταν. Δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τον Ιάσονα και τον Γιάννη.

Ένα καλό νέο, ήταν ότι οι γονείς της Ιφιγένεια βρήκαν δουλειά, και αυτό χάρης στη μεγαλοψυχία της Βασίλισσας Αλεξάνδρας. Ο Ζαχαρίας πήρε τη θέση γραμματέα και συμβούλου της και η Χρυσάνθη έπιασε δουλειά στην κουζίνα ως μαγείρισσα, αφού η μαγειρική ήταν κάτι που λάτρευε και πολλές φορές αντάλλασσε συνταγές με την Ευτυχία. Η Βασίλισσα προσέφερε επίσης δουλειά στο Παλάτι στη Μύρνα και συγκεκριμένα στο υπηρετικό προσωπικό. Η πληρωμή ήταν πολύ καλή, αν και έπρεπε να μένει μέσα στο Παλάτι, είχε όμως δύο ημέρες ρεπό κατά τις οποίες μπορούσε να βγαίνει και να περνάει χρόνο με την οικογένεια της, καθώς και άδειες στις γιορτές και κάποιες μέρες το καλοκαίρι. Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά για όλους. Όσο για τον Φαίδωνα και την Ευτυχία, εκείνοι φαίνονταν να έχουν συνέλθει, αν και ακόμα τους πονούσε η απώλεια του γιου τους και η αγωνία για την τύχη του.

Οι μήνες πέρασαν κι έφτασε ο Νοέμβριος, με τις πρώτες ψύχρες του κυρίως το πρωί και το βράδυ, όμως καθ' όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ημέρας ο καιρός ήταν πολύ καλός τον περισσότερο καιρό. Έτσι ένα τέτοιο ηλιόλουστο πρωινό, η Ιφιγένεια με τον Ηρακλή βάδιζαν προς το σχολείο. Λίγο πριν φτάσουν όμως, κοντοστάθηκαν και οι δύο συγχρόνως με αυτό που είδαν: ήταν μία αφίσα με το πρόσωπο του Ιάσονα και από κάτω ήταν γραμμένη η λέξη ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ. Τον τελευταίο καιρό, είχαν δημιουργηθεί δύο αντίπαλα κινήματα στον Νότο κυρίως ανάμεσα στους νέους. Το ένα υποστήριζε τον Ιάσονα, τον έβλεπαν σαν ήρωα και ήλπιζαν στην επιστροφή του, είχαν βγει μάλιστα και κάποιες θεωρίες που έλεγαν ότι ο Μαγικός είχε επιστρέψει και κρυβόταν κάπου ανάμεσα τους μέχρι να έρθει η στιγμή να εμφανιστεί για να πολεμήσει ξανά τον Σκοτεινό Άρχοντα. Το αντίπαλο κίνημα δεν ήθελε την επιστροφή του, τον θεωρούσαν επικίνδυνο και σκοτεινό, πίστευαν ότι όντως ήταν ο διάδοχος του Άνθιμου κι ότι θα επέστρεφε και θα τον βοηθούσε να κατακτήσει τον Κόσμο. Κάποιοι από αυτούς είχαν τοιχοκολλήσει αυτή την αφίσα σίγουρα.

«Όχι... Γιατί να λένε κάτι τέτοιο για τον Ιάσονα;» είπε η Ιφιγένεια με παράπονο. «Ο Ιάσονας είναι ήρωας, μακάρι να ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι πόσα καλά έκανε για τους φίλους του και τον Κόσμο μας...»

«Πώς τολμάνε, και μάλιστα έξω απ' το σχολείο που φοιτούσε... Σίγουρα είναι εκείνα τα σκουλήκια που τον μάχονται.» γρύλισε ο Ηρακλής σφίγγοντας τις γροθιές του. «Έτσι και τους πιάσω στα χέρια μου...»

Εκείνη τη στιγμή ένα χέρι έπιασε την αφίσα, την ξεκόλλησε από τον τοίχο και την έσκισε. Γύρισαν και οι δυο και είδαν κάποιον να τσαλακώνει τα σχισμένα κομμάτια της αφίσας και να τα πετάει πίσω του. Τότε συνειδητοποίησαν ποιος ήταν: ήταν ο Γιάννης, λίγο αλλαγμένος βέβαια αλλά φαινόταν καλά στην υγεία του. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και πλέον έφταναν μέχρι τους ώμους, ενώ δεν φορούσε γυαλιά, και σαν να τους φάνηκε πως ήταν κάπως πιο γυμνασμένος... Φορούσε επίσης τη σχολική στολή και είχε ένα σακίδιο στον ώμο του, πράγμα που σήμαινε ότι θα επέστρεφε στο σχολείο μαζί τους. Τους χαμογέλασε και για λίγο εκείνοι τον κοιτούσαν ανήμποροι να αντιδράσουν.

«Γιάννη!» φώναξε τελικά η Ιφιγένεια και τον αγκάλιασε, και ακολούθησε ο Ηρακλής αμέσως μετά με δάκρυα συγκίνησης.

«Επιτέλους... Είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε πως δεν θα επιστρέψεις... Πώς σε χάσαμε και εσένα.» είπε.

«Κι όμως, είμαι ακόμα εδώ.» είπε εκείνος λίγο προτού η αγκαλιά τους σπάσει για να κοιταχτούν ξανά. «Όπως λέει και το τραγούδι.» αστειεύτηκε. «Μόνο που έχασα το Καλοκαίρι, αλλά δεν πειράζει. Του χρόνου θα το περάσουμε όλοι μαζί.»

«Πώς είσαι; Ο πατέρας σου μας είχε πει ότι βρισκόσουν σε κώμα ύστερα από... το χτύπημα σου.» είπε η Ιφιγένεια.

«Θυμάσαι τι έγινε;» τον ρώτησε ο Ηρακλής.

«Θυμάμαι τα πάντα όσα συνέβησαν προτού πέσω σε λήθαργο. Το χτύπημα από τον Σεραφείμ και το θάνατο του στη συνέχεια, την προσπάθεια σου μαζί με τη Φωτεινή να με ζεστάνετε... Μέχρι εκεί. Μετά θυμάμαι να ξυπνάω σε μια από τις κλινικές του πατέρα μου. Οι άνθρωποι του μου είπαν ότι με έσωσε, κι ότι με θεράπευσαν με τη χρήση τεχνητής μαγείας, κάπως έτσι την είπαν. Δεν μου εξήγησαν όμως τίποτα άλλο, είπαν μόνο πως θα είμαι καλά. Κάτι παραπάνω από καλά, για την ακρίβεια...»

«Και που είναι τα γυαλιά σου; Βλέπεις χωρίς αυτά;» τον ρώτησε η Ιφιγένεια.

«Ναι. Κατά έναν περίεργο τρόπο, μαζί με τη μαγική υποθερμία, θεραπεύτηκε και η όραση μου. Τώρα πια δεν τα χρειάζομαι.»

Ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ανήσυχοι. Κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του, μπορούσαν να το δουν αυτό. Ή μάλλον, κάτι πήγαινε υπερβολικά καλά για να είναι αληθινό.

«Παιδιά, είμαι μια χαρά, αλήθεια σας λέω. Αισθάνομαι πιο υγιής από ποτέ.» τους είπε ο Γιάννης διακρίνοντας την αβεβαιότητα τους. «Ο πατέρας μου... μπορεί να είναι ότι είναι, όμως δεν θα ήθελε να με χάσει... Με έσωσε.»

«Καλά... Για να το λες εσύ...» είπε ο Ηρακλής, που αναρωτιόταν αν θυμόταν την ομολογία σχετικά με τον πατέρα του λίγο πριν βυθιστεί στο μακρύ του ύπνο στα χέρια του.

«Έμαθα και... για τον Ιάσονα και λυπάμαι πάρα πολύ για αυτό που του συνέβη. Αυτό που αποφάσισαν οι Ανώτεροι Άρχοντες ήταν πολύ άδικο.» είπε έπειτα. «Όπως και η προπαγάνδα που κάνουν εκείνοι οι άνθρωποι για αυτόν. Όμως τώρα που γύρισα, θα περιμένουμε όλοι μαζί και θα ελπίζουμε στην επιστροφή του, έτσι δεν είναι;»

«Ναι.» είπε η Ιφιγένεια. «Ο Ιάσονας θα επιστρέψει, το νιώθω. Θα επιστρέψει και θα αποδείξει σε όλους όσους τον αμφισβητούν την αθωότητα, την καλοσύνη και τον ηρωισμό του.»

«Κι εγώ το πιστεύω.» είπε ο Ηρακλής και έπειτα χτύπησε κουδούνι.

«Πάμε μέσα. Πρώτη μου μέρα σήμερα, ας μη χάσω την πρώτη ώρα... Και εκτός αυτού θέλω πολύ να δω τις φάτσες του Δήμου και των υπολοίπων όταν με δουν.» είπε ο Γιάννης με το γνωστό πλέον ανέμελο ύφος του, και μπαίνοντας ανάμεσα στους φίλους του, τους αγκάλιασε από τους ώμους και άρχισαν να περπατούν προς το εσωτερικό του σχολείου. 

**************************************************************************

Δεν γράφω ακόμα το τέλος, γιατί υπάρχει ακόμα και ο Επίλογος. Όμως σε αυτό το κεφάλαιο αποχαιρετήσαμε τον Γιάννη και την υπόλοιπη παρέα. Πώς σας φάνηκε η επιστροφή του; Σας δημιούργησε και εσάς ερωτήματα; Αν ναι, τότε κάντε λίγη υπομονή, γιατί θα απαντηθούν όλα στο δεύτερο βιβλίο, που ελπίζω να σας δω και εκεί.

Στον Επίλογο θα δούμε ξανά έναν παλιό (και όχι τόσο αγαπημένο) γνώριμο, τον Λόρδο Άνθιμο, που επίσης κάνει μια νέα αρχή στη Δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση. Του έχουν απομείνει δύο Λοχαγοί, όπως δύο είναι και εκείνες που τάχθηκαν εναντίον του. (Ο λόγος φυσικά για τις αγαπημένες Ελπινίκη και Ροζαλία, τις οποίες επίσης θα ξαναδούμε στο δεύτερο). Ποια είναι όμως τα σχέδια του Άνθιμου σχετικά με την κατάκτηση του Κόσμου; Που θα επιτεθεί την επόμενη φορά και τι σχεδιάζει να κάνει με τον Ιάσονα; Όλα αυτά θα τα δούμε στον Επίλογο. Θα σας δω εκεί Ξωτικά μου!! 🧝‍♀️🧝‍♂️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top