Κεφάλαιο 72: Εξορία
Δεν το χωρούσε κανενός ο νους. Κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει την αδικία της οποίας είχαν γίνει μόλις μάρτυρες. Ο Ιάσονας είχε εξοριστεί στο Δάσος της Σύγχυσης και το μέλλον του παρέμενε άγνωστο. Φυλακίστηκε ξανά στο κελί του, όπου θα μπορούσε να δεχθεί επισκέψεις μέχρι το βράδυ. Την επόμενη μέρα, θα τον οδηγούσαν μέσω πύλης στο Δάσος με την υποχρεωτική βοήθεια του Χρονομάγου Αγησίλαου.
«Γιατί να εξορίσουν το παιδί μας, Φαίδωνα;» έλεγε χωρίς να μπορεί να σταματήσει τα δάκρυα της η Ευτυχία αργότερα, παρουσία επίσης των βιολογικών παππούδων και του θείου του γιου τους, όταν βγήκαν από την αίθουσα. «Γιατί σε εκείνο το μέρος; Πώς θα αντέξει ο Ιάσονας μας στο Δάσος της Σύγχυσης; Και αν γίνει κι ο ίδιος δαίμονας; Και πώς θα επιβιώσει; Τι θα τρώει;» Ο Φαίδωνας δεν ήξερε τι να πει για να την καθησυχάσει, ούτε και τον εαυτό του όμως.
«Ο Ιάσονας είναι δυνατός και θα επιβιώσει.» τους είπε ο Σωκράτης. «Θα έχει και τον Ντέριο μαζί του, οπότε δεν θα είναι μόνος. Και εκτός αυτού, υπάρχουν αρκετοί καρποί και ζώα στο δάσος από τα οποία θα μπορεί να τραφεί.»
"Χριστέ μου! Το παιδί μου θα πρέπει να αναζητάει τροφή και να κυνηγάει σαν άγριο ζώο!" αναφώνησε πνίγοντας ένα λυγμό η μητέρα του Ιάσονα.
«Πονάμε το ίδιο και εμείς για εκείνον. Όμως, όσο περνάει από το χέρι μας θα κάνουμε προσπάθειες να τον φέρουμε πίσω, έστω και...» Ο Άρχοντας Παύλος χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και συμπλήρωσε: «... έστω και παράνομα.»
«Σας ευχαριστούμε για όλα και κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο τον υπερασπιστήκατε στη δίκη.» είπε ο Φαίδωνας.
«Μη μας ευχαριστείτε τη στιγμή που δεν καταφέραμε τίποτα. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον στηρίξουμε... Εγγονός μας είναι.»
«Και εμείς σας ευχαριστούμε με τη σειρά μας που τον μεγαλώσατε με τόσο ήθος και τέτοιες αξίες.» συμπλήρωσε η Μοργκάνα.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας τον επισκέφθηκαν πάλι όλοι, αυτή τη φορά για να τον αποχαιρετήσουν. Οι φίλοι του δεν ήξεραν τι να πουν, τα λόγια ήταν περιττά. Ειδικά ο Ηρακλής.
«Υποσχέσου μου να βρεις τον Γιάννη και να τον γλιτώσεις αν μπορείς απ' τον πατέρα του.» του είπε ο Ιάσονας. «Όσο για εμένα, μη φοβάστε. Θα είμαι εντάξει.»
«Εννοείται πως θα κάνω τα πάντα για να τον βρω αν δεν επιστρέψει ή δεν δώσει σημεία ζωής.» είπε ο Ηρακλής. «Και όλη μαζί η παρέα σου εκεί, μαζί με την Ιφιγένεια, θα ελπίζουμε και θα περιμένουμε την επιστροφή σου.»
«Ίσως οι Ανώτεροι Άρχοντες αλλάξουν γνώμη, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Φωτεινή, όμως δεν πήρε απάντηση. Όλοι χαμήλωσαν τα κεφάλια απογοητευμένοι.
Μετά από λίγο έμεινε ξανά μόνος με την Ιφιγένεια. Εκείνη τον κοίταξε για λίγο και έπειτα δάκρυσε ξανά.
«Λυπάμαι που πρέπει να αποχωριστείς τον τόπο σου εξαιτίας μου.» της είπε. «Συγνώμη.»
«Μη ζητάς συγνώμη για αυτό, αλλά για το γεγονός ότι δεν υπερασπίστηκες τον εαυτό σου όσο θα έπρεπε. Γιατί, Ιάσονα; Εμάς δεν μας σκέφτηκες; Εμένα, που θα πρέπει τώρα να σε αποχωριστώ;»
«Δεν είχε νόημα.» της απάντησε χαμηλώνοντας το βλέμμα. «Άκουσες τι λόγο έβγαλε ο Σωκράτης και πάλι δεν κατάφερε να τους πείσει. Όμως δεν θέλω να φοβάσαι ούτε να λυπάσαι για εμένα, Ιφιγένεια. Θα είμαι εντάξει.» της είπε. Η Ιφιγένεια τότε πλησίασε στα κάγκελα, πλησίασε και εκείνος και αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν έπειτα με περισσότερο πάθος από κάθε άλλη φορά με τα δάκρυα τους να γίνονται ένα.
Ύστερα τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:
«Είναι πολύ αργά να σου πω ότι σ' αγαπώ;» Ο Ιάσονας πισωπάτησε, η καρδιά του έχασε ένα χτύπο με αυτές τις λέξεις.
Ένιωθε και εκείνος το ίδιο, όμως δεν έπρεπε να της το πει...
«Όχι, Ιφιγένεια, δεν πρέπει να μ' αγαπάς. Πρέπει να με ξεχάσεις. Θέλω να με ξεχάσεις και να κάνεις μια νέα αρχή στον Νότο.»
«Αυτό είναι αδύνατον...»
«Δεν είναι. Είσαι δυνατή και θα τα καταφέρεις, με τον ίδιο τρόπο που βρήκες τη δύναμη να αντιμετωπίσεις τους Ανώτερους Άρχοντες, αποκαλύπτοντας σε όλους την αλήθεια. Χάρη σε εσένα, σύντομα θα μάθουν όλοι πόσο άδικοι είναι εκείνοι και οι νόμοι τους.» Αυτά τα λόγια άναψαν μια μικρή φλόγα ελπίδας στην καρδιά της Ιφιγένειας. Αν καταλάβαινε ο κόσμος τι ήταν στην πραγματικότητα οι Ανώτεροι Άρχοντες, αν τα πραγματικά τους πρόσωπα έβγαιναν στο φως, τότε ίσως υπήρχε ελπίδα να ελευθερωθεί ο Ιάσονας. Θα έκανε υπομονή λοιπόν και θα στήριζε τους κολλητούς του στον Νότο.
«Θα σε δω αύριο για μια τελευταία φορά, ελπίζοντας να μην είναι η τελευταία...» του είπε στο τέλος και τον αποχαιρέτησε με ένα ακόμα φιλί μέσα από κάγκελα.
Ο Παύλος και η Μοργκάνα ήταν και οι επόμενοι που τον επισκέφθηκαν.
«Μπορεί να μην ήμασταν πάντα στο πλευρό σου, Ιάσονα, όμως θέλουμε να ξέρεις ότι σε αγαπάμε.» του είπε ο Παύλος. «Και δεν θα σε εγκαταλείψουμε. Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να σε φέρουμε πίσω.»
«Στο μεταξύ εσύ, θέλουμε να κάνεις υπομονή και να παραμείνεις δυνατός στο Δάσος της Σύγχυσης.» του είπε η Μοργκάνα. «Δεν θα είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις τους δαίμονες. Αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις σκοτάδι για να πολεμήσεις ξανά το σκοτάδι, τότε κάνε το, φτάνει να μην αφήσεις και το δικό σου σκοτάδι να σε καταπιεί.» Ο Ιάσονας παρέμεινε σιωπηλός για λίγο, τελικά είπε:
«Ήταν πολλές οι αποκαλύψεις σχετικά με το παρελθόν μου και τις ρίζες μου και με όλα όσα συνέβησαν, τη δίκη και την επερχόμενη εξορία μου, δεν πρόλαβα να τα επεξεργαστώ, ούτε έχω συνειδητοποιήσει ακόμα το γεγονός ότι είστε παππούς και γιαγιά μου και ότι ο Γιλβέρτος ήταν προπάππους μου. Όμως θα έχω αρκετό χρόνο στην εξορία για να τα δεχθώ. Όπως και να έχει σας ευχαριστώ για όλα.»
Τέλος τον επισκέφθηκαν οι γονείς του. Η Ευτυχία πάλευε να μην κλάψει ξανά, δεν ήθελε να τον φορτώσει με το δικό της φόβο και θλίψη... Δεν τα κατάφερε όμως. Τον αγκάλιασε δυνατά, όσο μπορούσε μέσα από τα κάγκελα και άφησε πάλι τα δάκρυα να κυλήσουν.
«Παιδί μου...» ψέλλισε ανάμεσα στους λυγμούς της.
«Σε παρακαλώ, μαμά, μην κλαις. Θα είμαι εντάξει... Μπορεί να με παίρνουν μακριά σας όμως θα είμαι ζωντανός και θα παραμείνω, στο υπόσχομαι.» της είπε.
«Σε παρακαλώ, Ιάσονα... Πες μου ότι θα βρεις έναν τρόπο να επιστρέψεις σε εμάς...»
«Σου υπόσχομαι να προσπαθήσω, μαμά.» της είπε, αν και δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε... Ακολούθησε μία ακόμα αγκαλιά από τον πατέρα του.
«Κουράγιο, γιε μου.» του είπε μόνο και έπειτα ξέσπασε σε δάκρυα και εκείνος, ενώ σπάνια τον είχε δει ο Ιάσονας να κλαίει.
«Μαμά, μπαμπά...» τους είπε έπειτα. «Υποσχεθείτε μου να προσέχετε ο ένας τον άλλον και να στηρίξετε τους φίλους μου στον Νότο, ειδικά την Ιφιγένεια...»
«Εννοείται αυτό, παιδί μου. Αφού ξέρεις ότι την Ιφιγένεια τη βλέπουμε ήδη σαν κόρη μας.» του είπε ο πατέρας του.
Ακολούθησε ένας ακόμα πιο δακρύβρεχτος αποχαιρετισμός και από τους τρεις, ύστερα έφυγαν και ακολούθησαν ο Σωκράτης και, στη συνέχεια, ο Ζαχαρίας με τη σύζυγο του. Του είπαν όλοι λόγια παρηγοριάς και του έδωσαν κουράγιο, τους ευχαρίστησε με τη σειρά του για την αμέριστη στήριξη τους ενώ ο Σωκράτης μοιράστηκε μαζί του ένα ακόμα ποτό.
«Να προσέχεις και να προσπαθήσεις να κόψεις το ποτό, θείε.» του είπε προτού αποχαιρετιστούν, για να δει τη συγκίνηση στα μάτια του Μάγου καθώς ήταν η πρώτη φορά που τον αποκάλεσε θείε.
«Θα προσπαθήσω, αν και δεν υπόσχομαι τίποτα, ειδικά τώρα που χάνω και εσένα, ανιψιέ μου... Όπως ακριβώς έχασα την αδελφή μου...» είπε.
{...}
Το ίδιο βράδυ, ο Έλιος ετοιμαζόταν για ύπνο, ενώ η Αθηνά είχε ήδη ξαπλώσει με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν. Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Όλα ήταν ήσυχα στους κήπους, τα φαναράκια έλαμπαν όπως και κάθε άλλη νύχτα, σαν να ήταν όλα φυσιολογικά. Δεν ήταν όμως.
«Γιατί έφυγες σήμερα από τη δίκη;» τη ρώτησε. «Σε ήθελα δίπλα μου, να με στηρίξεις σε όποια απόφαση και αν έπαιρνα και εσύ με εγκατέλειψες ενώπιον των Ανώτερων Αρχόντων.» Η Αθηνά άργησε να απαντήσει:
«Αν έμενα, ίσως να άκουγες πράγματα που να μη σου άρεσαν από το στόμα μου... Κατάφερες να καταδικάσεις έναν αθώο, όπως είχε κάνει ο πατέρας σου αμέτρητες φορές στο παρελθόν... και επίσης εξόρισες ένα υπέροχο ξωτικό, τον Αρχιθεραπευτή Ζαχαρία και την οικογένεια του, που ήταν σαν δική μας οικογένεια και η Ιφιγένεια σαν κόρη μας. Τελικά, το να θέλεις να μοιάσεις στον πατέρα σου ίσως να μην ήταν και τόσο καλή σκέψη...» Τα λόγια της έσκισαν σαν μαχαίρια την καρδιά του.
«Και τι ήθελες να κάνω;» τη ρώτησε όχι σκληρά μα ικετευτικά, σαν να την παρακαλούσε να διορθώσει τα ανεπανόρθωτα. «Ήταν το θέλημα των Ανώτερων Αρχόντων... Με πίεσαν, το είδες. Και μόνο η παρουσία τους εκεί με πίεζε... Έχεις ιδέα τι συνέπειες θα είχε αν αρνιόμουν το θέλημα τους;»
«Η αρχή για έναν καλύτερο Κόσμο, Έλιε, ίσως να προέρχεται από μια μικρή πρώτη αντίσταση, όπως ο τρόπος που αντιστάθηκε η νεαρή Ιφιγένεια. Έχεις σκεφτεί ότι ίσως η Χώρα μας να μην είναι μια ουτοπία όπως φαίνεται;»
Ο Έλιος δεν κατάφερε να πει τίποτα άλλο. Ήξερε πως είχε δίκιο. Εκείνο που τον πονούσε περισσότερο όμως, ήταν πως η εικόνα που είχε πλάσει για τον πατέρα του, βασιζόταν τελικά σε ένα ψέμα. Ο Άρχοντας Αλβέρτος είχε κάνει πολλά σπουδαία πράγματα, είχε διαπράξει όμως και πολλές αδικίες, πιεζόμενος, όπως και ο ίδιος, από τους Ανώτερους Άρχοντες. Και συνειδητοποίησε τελικά πως δεν ήθελε να του μοιάσει. Όμως τώρα ήταν πια αργά για να αλλάξει το οτιδήποτε.
{...}
Η μέρα έφτασε. Δυο φρουροί μπήκαν πάλι στο δωμάτιο του Ιάσονα και του έδωσαν να φορέσει μαύρα: μία μαύρη, φαρδιά και μακριά παντελόνα και ένα πανωφόρι με κουμπιά επίσης μαύρο. Αυτά θα ήταν και τα μόνα ρούχα που θα είχε μαζί του, ακόμα και αν γίνονταν κουρέλια δεν θα είχε άλλα να αλλάξει.
Έπειτα, του πέρασαν πάλι τις μαγικές χειροπέδες και τον οδήγησαν έξω στο φως. Είδε κόσμο πολύ απ' έξω, αγνώστους μα και όλα τα δικά του άτομα να έχουν σχηματίσει ένα διάδρομο πίσω από βαριά φρουρά για να μην πλησιάσει κανένας. Είχαν έρθει να του πουν το τελευταίο αντίο πριν την εξορία του, παρόλο που δεν θα ήθελε να τον δουν να περνάει την πύλη για το Δάσος της Σύγχυσης.
Το ταξίδι μέχρι εκεί θα ήταν πολύ μεγάλο, έτσι ο Άρχοντας Έλιος προτίμησε να τον στείλουν μέσω χρονοπύλης. Και καθώς βάδιζε προς το μέρος όπου θα άνοιγε αυτή, ένιωθε λες και τον έστελναν στην εκτέλεση του. Φοβόταν πολύ σχετικά με το τι θα αντιμετώπιζε σε εκείνο το καταραμένο δάσος, όμως δεν το έδειχνε. Προσπαθούσε να φαίνεται γενναίος μπροστά στα άτομα που τον έβλεπαν. Στους γονείς του, που έκλαιγαν πλέον αγκαλιασμένοι. Στην Ιφιγένεια, η οποία επίσης έκλαιγε στην αγκαλιά των γονιών της, στους φίλους του, τον Ηρακλή, την Ηλέκτρα, τη Φωτεινή... Μέχρι και η Ναυσικά είχε έρθει, που ποτέ δεν ήταν τόσο κοντά. Λίγο πιο πέρα, στέκονταν ο Παύλος και η Μοργκάνα. Οι παππούδες του... Μακάρι να είχε λίγο παραπάνω χρόνο μαζί τους για να το συνειδητοποιήσει. Στο τέλος της διαδρομής, στεκόταν ο Άρχοντας Έλιος, χωρίς τη σύζυγο του στο πλάι του. Πλησίασε και ο Σωκράτης, ο οποίος βαστούσε το σπαθί του Ντέριου στα χέρια του και συνοδευόταν επίσης από δύο φρουρούς, μην τυχόν και δραπετεύσει το σπαθί από μόνο του. Φαινόταν καταβεβλημένος, η όψη του ήταν σαν άρρωστος, σίγουρα θα είχε πιει ως αργά την προηγούμενη νύχτα ύστερα απ' τον αποχωρισμό τους.
Είχε προσφερθεί ο ίδιος να του δώσει το σπαθί του και ο Έλιος συμφώνησε. Και ο ξωτικός Άρχοντας όμως έμοιαζε λυπημένος, σαν να μην ήθελε την κατάληξη αυτήν για τον Ιάσονα. Όταν έφτασε μπροστά του, πλησίασε ο Σωκράτης και τότε μια ομάδα ξωτικών φρουρών σημάδευσαν τον Ιάσονα με δόρατα καθώς ένας από αυτούς του έβγαλε τις χειροπέδες.
Μα γιατί τόση φρούρηση; Δεν πρόκειται να αντισταθώ... Έχω δεχτεί την τιμωρία μου και το μόνο που μου μένει είναι να επιβιώσω σε εκείνο το δάσος. Είπε από μέσα του. Όταν τα χέρια του λύθηκαν, ο Σωκράτης πλησίασε και του παρέδωσε το σπαθί στα χέρια του.
«Πρόσεχε τον, Λόρδε Ντέριε...» ψιθύρισε, κι έπειτα κοίταξε τον Ιάσονα στα μάτια: «Μην αφήσεις το σκοτάδι να σε καταπιεί, Ιάσονα. Μην τους κάνεις τη χάρη. Να έχεις υπομονή, θάρρος και ελπίδα.» Ο Ιάσονας απλά του ένευσε. Δεν είχε απομείνει κάτι άλλο να πουν. Πήρε το σπαθί και άκουσε τη φωνή του Ντέριου από μέσα:
«Μη φοβάσαι, μικρέ. Θα είμαι πάντα στο πλευρό σου. Εσύ κι εγώ, θα τα καταφέρουμε ακόμα και σε εκείνο το καταραμένο Δάσος της Σύγχυσης.»
Ο Χρονομάγος Αγησίλαος πλησίασε με ένα νόημα του Έλιου, στάθηκε μπροστά του και άρχισε να ανοίγει μια χρονοπύλη ψελλίζοντας τα λόγια ενός ξορκιού, ενώ φαινόταν πως αυτό το έκανε μηχανικά, αναγκαστικά, ενώ ούτε ο ίδιος συμφωνούσε με όλο αυτό. Οι φρουροί με τα κοντάρια δεν έπαυαν ούτε λίγο να τον σημαδεύουν στενά. Ο Ιάσονας στράφηκε μια τελευταία φορά προς το πλήθος, την οικογένεια του, τους φίλους του. Η Ιφιγένεια έκλαιγε ακόμα στην αγκαλιά του πατέρα της, το ίδιο και οι γονείς του. Ο Ηρακλής προσπαθούσε να φαίνεται δυνατός, όμως διέκρινε δάκρυα να τρέχουν και απ' τα δικά του μάτια. Τους αποχαιρέτησε άλλη μια φορά όλους νοερά, με το βλέμμα, κι ύστερα στράφηκε ξανά προς την έτοιμη ανοιχτή πύλη. Μέσα της φαινόταν ένα δάσος σκοτεινό και απόκοσμο, με μαραμένα κλαδιά δέντρων να κρέμονται παντού. Κοιτάζοντας το και αποδεχόμενος τελικά ότι αυτό θα ήταν από εδώ και στο εξής το σπίτι του, έκανε ένα σύντομο απολογισμό της ζωής του μέσα του, σαν να διηγιόταν τα γεγονότα στους αναγνώστες κάποιου βιβλίου:
Στέκομαι λοιπόν εδώ, αβοήθητος και χωρίς ελπίδα, με μόνη συντροφιά τον Ντέριο, το δαιμόνιο μου μέσα στο σπαθί. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Ιφιγένεια. Η μοίρα την οδήγησε σε εμένα, έτσι με ανακάλυψε ο Λόρδος Άνθιμος, έγιναν όλα τα υπόλοιπα και το σκοτάδι ξύπνησε μέσα μου. Τι θα συνέβαινε άραγε αν δεν τη γνώριζα; Κανείς δεν ξέρει. Όμως, αν με ρωτήσετε αν θα άλλαζα κάτι αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, η απάντηση θα ήταν πως δεν θα άλλαζα τίποτα από τις στιγμές που ζήσαμε μαζί. Γιατί αυτές οι στιγμές είναι πολύτιμες για εμένα και για εκείνη, και είμαι σίγουρος πως θα της δώσουν δύναμη να αντέξει ακόμα και χωρίς εμένα, ακόμα και μακριά από τον τόπο της.
Αυτό ήταν λοιπόν. Οι φρουροί οδήγησαν τον Ιάσονα στην πύλη, αναγκάζοντας τον να εισέλθει σε αυτήν και όταν εκείνος μπήκε, δεν πρόλαβε να γυρίσει και να κοιτάξει ξανά πίσω, γιατί ο Αγησίλαος την έκλεισε ξανά πίσω του. Ο Ιάσονας, ο Μαγικός της γενιάς του, είχε μόλις εξοριστεί στο Δάσος της Σύγχυσης, και όλα τα άτομα που τον αγαπούσαν δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα πια για αυτό.
{...}
Ο Φαίδωνας και η Ευτυχία ήθελαν να φύγουν αμέσως από τη Χώρα των Ξωτικών. Δεν τους χωρούσε πια ο τόπος εκεί, όμως από την άλλη πώς θα επέστρεφαν στο σπίτι τους στον Νότο, που χωρίς τον Ιάσονα θα φαινόταν άδειο; Πώς θα ζούσαν εκεί μη γνωρίζοντας την τύχη του και αν θα επέστρεφε ποτέ; Η μόνη τους παρηγοριά θα ήταν η Ιφιγένεια και οι γονείς της, οι οποίοι κατάφεραν να τους πείσουν να περιμένουν λίγες ημέρες ακόμα για να ετοιμάσουν τα πράγματα τους και τις υποθέσεις τους και να φύγουν με το καράβι τους όλοι μαζί. Ο Ηρακλής συμφώνησε να περιμένει κι εκείνος και να επιστρέψει μαζί τους. Έτσι, τους φιλοξένησαν όλους στο σπίτι τους, ένα σπίτι το οποίο σύντομα θα αποχωρίζονταν, για να μη μένουν στο Παλάτι της Έλφιας και να είναι αναγκασμένοι να βλέπουν τον Έλιο, τον άνδρα που συμφώνησε σε εκείνη την άδικη καταδίκη του γιου τους.
{...}
Νότιο Βασίλειο, λίγες ημέρες μετά
Η οικογένεια του Ζαχαρία είχαν τακτοποιηθεί πλέον στο σπίτι τους στον Νότο και προσπαθούσαν να κάνουν μια νέα αρχή. Ο Ζαχαρίας και η Χρυσάνθη έψαχναν ήδη για δουλειά, ενώ η Ιφιγένεια θα ξεκινούσε στο σχολείο όπου είχε γνωριστεί με τον Ιάσονα και τους άλλους, τον Σεπτέμβριο με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, που θα ήταν στην ουσία η προηγούμενη χρονιά που διακόπηκε αλλά τα μαθήματα θα ήταν λιγότερα.
Ο Φαίδωνας και η Ευτυχία προσπαθούσαν να γιατρεύσουν τις πληγές που τους άφησε η απουσία του Ιάσονα. Ο Φαίδωνας επέστρεψε στη δουλειά του, όμως τα έκανε όλα μηχανικά, σαν ρομπότ. Η Ευτυχία πολλές φορές πήγαινε στο άδειο δωμάτιο του Ιάσονα, καθόταν στο κρεβάτι του κι έκλαιγε, προσευχόμενη στον Θεό να τον έχει καλά εκεί που ήταν και να φρόντιζε ώστε να επιστρέψει.
Το Νότιο Βασίλειο ακόμα πάλευε να συνέλθει από τις καταστροφές και το πένθος που άφησε πίσω του ο πόλεμος, και δεν εννοούμε μόνο τις υλικές ζημιές μα κυρίως τις ψυχικές όσων έχασαν δικά τους πρόσωπα. Η Ευτυχία στήριζε όσο μπορούσε εκείνους τους ανθρώπους και αυτό έδινε κάποιο νόημα στη ζωή της. Σκεφτόταν ότι εκείνοι οι άνθρωποι βρίσκονταν σε χειρότερη θέση από την ίδια, ειδικά οι μητέρες που έχασαν κάποιο παιδί τους στον πόλεμο, ενώ ο δικός της γιος ήταν τουλάχιστον ζωντανός, οπότε χρειάζονταν την αγάπη και τη στήριξη της στις δύσκολες αυτές ώρες. Υπήρχαν ωστόσο και ορισμένοι γείτονες, οι οποίοι έβλεπαν στραβά το ζεύγος Ιωαννίδη μετά τις αποκαλύψεις για τον Ιάσονα, τους απέφευγαν και τους κουτσομπόλευαν, λέγοντας ότι τόσα χρόνια μεγάλωναν ένα τέρας χωρίς να το ξέρουν και άλλα παρόμοια κακόβουλα σχόλια, ενώ υπήρχαν και εκείνοι που τους έβλεπαν με οίκτο για αυτό που τους συνέβη. Σε εκείνους προσπαθούσαν απλά να μη δίνουν σημασία.
Η Μύρνα με τα παιδιά της τους επισκέπτονταν συχνά, όπως και εκείνοι και τη βοηθούσαν όποτε είχε ανάγκη. Πολλές φορές η Ευτυχία τους έκανε το τραπέζι, έτσι το σπίτι γέμιζε και πάλι με χαρά έστω για λίγο. Η οικογένεια από την Ανατολή ένιωθαν ευγνωμοσύνη για όσα έκαναν για αυτούς, ειδικά το γεγονός ότι τους είχαν φιλοξενήσει στο υπόγειο τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όσο για την οικογένεια Ζαχαραίους, τους επισκέπτονταν και εκείνοι τακτικά, ειδικά η Ιφιγένεια, η οποία ένιωθε λίγο πιο κοντά στον Ιάσονα όσο ήταν κοντά στους γονείς του και στο σπίτι του.
Η επανένωση του Ηρακλή και της Ιφιγένειας με την παλιά τους παρέα από τον Νότο, δηλαδή με τον Δήμο, την Άσπα και τη Γιώτα, ήταν ιδιαίτερα συγκινητική και διηγήθηκαν ο ένας στον άλλον όσα έζησαν. Ευτυχώς, δεν είχαν επιτεθεί σε εκείνους οι Σκοτεινοί καθώς είχαν παραμείνει με τις οικογένειες τους κρυμμένοι. Όσο για τον Ιάσονα, συμφώνησαν όλοι πως ήταν άδικο που τον καταδίκασαν έτσι, ειδικά η Άσπα εξοργίστηκε και εξέφρασε ανοιχτά τη δυσαρέσκεια της προς εκείνους τους Ανώτερους Άρχοντες των Ξωτικών.
Η Έλενα βρισκόταν ακόμα στον Βορρά με την οικογένεια της και θα επέστρεφαν τον Σεπτέμβρη με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς.
Μονάχα για τον Γιάννη δεν ήξερε κανένας τίποτα. Ακόμα δεν είχε δώσει σημεία ζωής, όμως τα παιδιά έμαθαν ότι ο Ιάκωβος επέστρεψε στο σπίτι. Ο Ηρακλής ήταν αποφασισμένος να τον επισκεφθεί και να απαιτήσει να μάθει που βρισκόταν ο φίλος τους, κι αν χρειαζόταν θα χρησιμοποιούσε και βίαια μέσα σε εκείνο το κάθαρμα. Έπρεπε να τον βρει. Η απουσία του τόσες μέρες δεν δικαιολογούνταν, και τον χρειαζόταν, είχε ανάγκη τη φιλία του ειδικά μετά την απουσία του Ιάσονα. Θα απαιτούσε λοιπόν απ' τον Ιάκωβο να του έλεγε που βρισκόταν και να άφηνε εκείνον και τους φίλους του να τον δουν.
***************************************************
Πάει και αυτό το κεφάλαιο, αγαπημένα μου ξωτικά (είχα καιρό να σας αποκαλέσω έτσι χαχα). Αποχωριστήκαμε τον Ιάσονα για αυτό το βιβλίο και σας ζητώ συγνώμη για αυτό, όμως ας μην ξεχνάμε το δεύτερο βιβλίο στο οποίο ο Μαγικός θα επιστρέψει δυνατότερος!! (Αν και πιθανόν να με βρίσετε με όσα θα συμβούν εκεί...)
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο όμως; Τώρα απομένει να μάθουμε που βρίσκεται ο Γιάννης. Τι λέτε; Θα καταφέρει ο Ηρακλής να κάνει τον Ιάκωβο να του πει με το καλό ή με το άγριο;
Αυτά για σήμερα!! Απομένουν ένα με δύο κεφάλαια μέχρι το τέλος, συν τον επίλογο και είμαι πολύ συγκινημένη για αυτό!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top