Κεφάλαιο 7: Αμήχανο Γεύμα
Κάτι λιγότερο από ένας μήνας είχε περάσει, ήταν δηλαδή αρχές Νοεμβρίου πλέον και το κλίμα στο Βασίλειο του Νότου είχε αρχίσει να ψυχραίνει.
Η Ιφιγένεια είχε αρχίσει να συνηθίζει το νέο σχολικό περιβάλλον αλλά και να μαθαίνει τους δρόμους της περιοχής καθώς είχαν κάνει πολλές βόλτες σ' αυτές με τους νέους φίλους της, τόσο με τα αγόρια όσο και με τα κορίτσια, με τις οποίες πήγαιναν όποτε μπορούσαν για ψώνια, για καφέ ή σε κάποιο σπίτι και συζητούσαν. Μόνο στο σπίτι της Ιφιγένειας δεν είχαν πάει ακόμα.
Στα διαλείμματα έκαναν παρέα πότε όλοι μαζί, πότε χωρίζονταν και εκείνη έκανε βόλτες στο προαύλιο με τον Ιάσονα. Στην τάξη, όταν είχαν κάποιο βαρετό μάθημα, συχνά γυρνούσε και τον κοιτούσε και τότε εκείνος της έδειχνε κάποια μαγική αναπαράσταση με τις γαλάζιες φλόγες του, όμως πολλές φορές δεχόταν παρατήρηση από τον εκάστοτε καθηγητή ή καθηγήτρια.
Στο σχολείο, οι συμμαθητές και οι μαθητές από άλλες τάξεις ευτυχώς είχαν πάψει να ασχολούνται συνεχώς μαζί της και να είναι στο επίκεντρο σαν ένα αξιοθέατο. Οι περισσότεροι πλέον την είχαν συνηθίσει και την αντιμετώπιζαν ως κάτι φυσιολογικό κι όχι ως κάτι αξιοπερίεργο όπως τις πρώτες μέρες. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι οι οποίοι πήγαιναν συχνά σε εκείνη και της έλεγαν να τους θεραπεύσει μικροτραυματισμούς ή πονοκεφάλους, όμως εκείνη τους εξηγούσε ότι δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της εκτός της Χώρας των Ξωτικών, παρά μόνο εάν συνέτρεχε σοβαρός λόγος. Ευτυχώς, δεν είχε χτυπήσει ποτέ κάποιος σοβαρά μέχρι στιγμής ώστε να χρειαστεί να τις χρησιμοποιήσει.
Μια μέρα, έκαναν βόλτα στο προαύλιο του σχολείου ως συνήθως με τον Ιάσονα. Η μέρα, παρά την ψύχρα ήταν ηλιόλουστη, έτσι αρκούσε ένα απλό μπουφάν για να αντέχουν τη θερμοκρασία αυτή.
«Είναι και κάτι ακόμα που δεν σου έχω πει για μένα.» ξεκίνησε να λέει ο Ιάσονας. Όσο περνούσε ο καιρός, εμπιστεύονταν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλον και εξομολογούνταν διάφορα.
«Κάτι που είχα επίσης από παιδί και οι γονείς μου θεωρούσαν επίσης αξιοπερίεργο. Όταν χτυπάω και αποκτώ πληγή, εκείνη επουλώνεται γρηγορότερα από το συνηθισμένο. Επίσης, δεν έχω αρρωστήσει ποτέ.» Η Ιφιγένεια γούρλωσε τα μάτια έκπληκτη.
«Ποτέ;»
«Όχι, ποτέ. Ούτε σαν παιδί. Ούτε καν ένα κρυολόγημα. Οι γονείς μου το απέδωσαν σε ισχυρό ανοσοποιητικό λόγω της μαγείας που έχω μέσα μου.»
«Και τα δύο που μου ανέφερες είναι κλασικά χαρακτηριστικά όλων των μάγων.» είπε. «Αλήθεια, πότε ανακάλυψες πως έχεις μαγεία; Πότε φανερώθηκαν οι δυνάμεις σου;» τον ρώτησε έπειτα με φανερό ενδιαφέρον.
Ο Ιάσονας της έδειξε ένα παγκάκι στο προαύλιο και κάθισαν εκεί.
«Τις ανακάλυψα όταν ήμουν περίπου πέντε χρονών, στο νηπιαγωγείο. Ήταν ένα παιδάκι που με πείραζε συνεχώς, μου έπαιρνε με τη βία το φαγητό και με κορόιδευε χωρίς λόγο. Γενικά όλους τους πείραζε, όμως εμένα με είχε βάλει στο μάτι χωρίς να ξέρω γιατί. Μια μέρα, άρχισε κάτι να μου λέει και να με σπρώχνει. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς, πάντως μου έκανε τον νταή. Όταν είδε ότι εγώ δεν απαντούσα με έσπρωξε με τόση δύναμη που με κόλλησε στον τοίχο. Εγώ τότε ένιωσα να βράζω, σαν μια φλόγα να σιγοκαίει μέσα μου. Μια μάζα σάλιου έπεσε στο πρόσωπο μου απ' το παιδάκι αυτό και τότε η φλόγα έγινε φωτιά. Για την ακρίβεια, πράσινη φωτιά η οποία βγήκε από τα χέρια μου και εκτόξευσε τον Βαλάντη, έτσι τον έλεγαν, πέντε μέτρα μακριά. Δεν ήθελα να τον χτυπήσω, όμως εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσα να το ελέγξω. Έμεινα να κοιτάζω έντρομος τις πράσινες φλόγες που ακόμα σιγόκαιγαν στα χέρια μου, το ίδιο και κάποια άλλα παιδάκια που είχαν μαζευτεί, καθώς και η δασκάλα η οποία βγήκε να δει τι γινόταν. Ο Βαλάντης έκλαιγε με λυγμούς, πιο πολύ τρόμαξε παρά χτύπησε. Η δασκάλα μου είπε να ηρεμήσω και να αρχίσω να παίρνω βαθιές ανάσες. Δεν ήξερε κι εκείνη τι να κάνει, πρώτη φορά της τύχαινε κάτι τέτοιο και με έβλεπε σαν ένα μικρό τέρας το οποίο φοβόταν να πλησιάσει και έπρεπε να ηρεμήσει. Όντως όταν άρχισα να ηρεμώ, οι πράσινες φλόγες στα χέρια μου έσβησαν. Κάλεσε αμέσως τους γονείς μου, οι οποίοι δεν είχαν ιδέα πώς να χειριστούν το θέμα. Με πήγαν σε ειδικούς και κάλεσαν έναν μάγο από τη Χώρα των Μάγων. Εκείνος τους είπε κάποια πράγματα και τους έδωσε ένα βοήθημα σχετικά με τη μαγεία σε παιδιά και πώς μπορούσαν να με μάθουν να την ελέγχω και από τότε ο πατέρας μου, αν και θνητός, με εκπαίδευσε. Αργότερα εμφανίστηκαν και οι άλλες δυνάμεις μου, οι γαλάζιες φλόγες και η τηλεκίνηση. Οι γονείς μου κατάλαβαν πως είχαν ένα χαρισματικό παιδί και αποδέχτηκαν τη διαφορετικότητα μου.»
«Είσαι πολύ τυχερός που οι γονείς σου σε αγκάλιασαν απ' την αρχή.» σχολίασε η Ιφιγένεια όταν τελείωσε η αφήγηση της ιστορίας του.
Κάποια άλλη μέρα, ο Γιάννης τους πρότεινε διστακτικά να πάνε σπίτι του. Οι γονείς του είχαν ζητήσει εδώ και μέρες να γνωρίσουν την καινούργια μαθήτρια και ενώ έβρισκε συνεχώς δικαιολογίες για να μη συμβεί αυτό, τελικά δεν κατάφερε να το αποφύγει.
«Ναι, πάμε.» συμφώνησε η Ιφιγένεια. «Μόνο τη δική σου οικογένεια δεν έχω γνωρίσει ακόμα.»
«Οι γονείς μου είναι λίγο... περίεργοι.» την ενημέρωσε αργότερα, όταν οι τέσσερις τους περπατούσαν μέχρι το σπίτι του. «Ελπίζω να μη σε κάνουν να αισθανθείς άβολα.»
«Τι εννοείς;»
«Να... Καταγόμαστε από αρχοντική οικογένεια. Ένας πρόγονος του πατέρα μου ήταν ευγενής στην αυλή του Λόρδου Ντέριου και αργότερα του Βασιλιά Δαμιανού, την εποχή του Μεσαίωνα. Για εσάς τα ξωτικά μπορεί να φαίνεται πρόσφατη εποχή, εφόσον ζείτε τόσο πολύ, για εμάς όμως είναι πολλές γενιές πίσω. Τα τελευταία χρόνια η οικογένεια μας ασχολείται με διάφορες επιχειρήσεις, τόσο στον κλάδο της ιατρικής και της φαρμακευτικής όσο και της επιστήμης. Και η μητέρα μου όμως κατάγεται από πλούσια γενιά την οποία δεν άγγιξε ούτε η κρίση της παρακμής στον Νότο, τότε που είχε κυριευθεί από ληστές και μαφιόζους.» Το κορίτσι άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον.
«Όμως εσύ φαίνεσαι αρκετά προσγειωμένος.» του είπε.
«Είναι που... Ποτέ δεν ήθελα τα πλούτη να με κάνουν αυτό που είμαι. Ευτυχώς, βοήθησε και ο Ιάσονας σε αυτό και δεν καβάλησα το καλάμι, καθώς από το Δημοτικό που γνωριστήκαμε έως σήμερα μου έδειξε πόσο μετράει η φιλία και πόσο πιο σημαντική είναι απ' τα λεφτά. Δεν εξαγοράζεται με τίποτα.»
«Έτσι είναι. Η παρέα μας δεν κοιτάει κοινωνικές τάξεις ούτε χρήματα.» συμφώνησε ο Ιάσονας.
«Όμως οι γονείς μου δεν είναι έτσι.» συνέχισε ο Γιάννης. «Νομίζουν ότι με τα λεφτά τους ελέγχουν τα πάντα. Σνομπάρουν τους φίλους μου, επειδή δεν κατάγονται από αρχοντική γενιά και υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να σε περάσουν από ανάκριση για να δουν αν αξίζει να είσαι κι εσύ φίλη μου. Αλλά μην ανησυχείς, ότι κι αν γίνει, δεν θα σταματήσω να σε κάνω παρέα.»
«Μην αγχώνεσαι.» της είπε ο Ηρακλής. «Ούτε εμένα με αποδέχτηκαν ποτέ, όμως ο Γιάννης δεν με εγκατέλειψε.»
Πού να ήξεραν οι φίλοι μου ότι ο λόγος που εξακολουθώ να κάνω παρέα μαζί τους και δεν μου έχουν απαγορεύσει να τους βλέπω είναι η υπακοή μου στις διαταγές τους και η ανέχεια σε όλα αυτά που μου κάνει ο πατέρας μου. Είπε από μέσα του ο Γιάννης.
«Ναι, όμως... Εγώ είμαι και από άλλον κόσμο. Πώς βλέπουν τα Ξωτικά, σου έχουν πει ποτέ;»
«Όχι. Ο πατέρας μου έδειξε ένα ιδιαίτερο και παράξενο ενδιαφέρον για να σε γνωρίσει καλύτερα, όμως δεν έχει αναφερθεί ποτέ στις συζητήσεις μας η χώρα σας συνολικά.»
Μετά από λίγο ακόμα περπάτημα, έφτασαν μπροστά από το ψηλό και επιβλητικό αρχοντικό. Έμοιαζε με μικρογραφία του Παλατιού. Διέσχισαν τον άψογα περιποιημένο μπροστινό κήπο, και περπατώντας επάνω σε ένα πλακόστρωτο δρομάκι πλαισιωμένο από λουλούδια η περιποίηση των οποίων ήταν δουλειά του κηπουρού της οικογένειας, όπως τους εξήγησε, έφτασαν μπροστά απ' τη βαριά ξύλινη πόρτα. Ο Γιάννης άνοιξε με τα κλειδιά του και μπήκαν.
Οι γονείς του τους περίμεναν στο σαλόνι, ούτε καν καταδέχτηκαν να τους υποδεχθούν στην είσοδο και μάλιστα φάνηκαν να σηκώνονται με το ζόρι από τους λευκούς πανάκριβους καναπέδες.
«Καλησπέρα μητέρα, πατέρα.» είπε ο Γιάννης.
«Γεια σου, γιε μου.» είπε ο πατέρας του χωρίς να κοιτάξει καν τη συνοδεία του. Το ίδιο έκανε και η μητέρα του, δεν τους έριξε ούτε μια ματιά.
«Να σας συστήσω την Ιφιγένεια. Την καινούργια μας συμμαθήτρια και φίλη.»
«Από τη Χώρα των Ξωτικών, φυσικά. Είμαι ο Ιάκωβος Λιβανός και από εδώ η σύζυγος μου, Αντιγόνη.»
Η Ιφιγένεια δεν ήξερε πώς να φερθεί, έτσι υπεροπτικά όπως την κοιτούσαν οι γονείς του φίλου της, λες και περίμεναν από εκείνη να κάνει την επόμενη κίνηση. Τελικά, αποφάσισε να κινητοποιηθεί και απλώνοντας το χέρι της πρώτα στον Ιάκωβο είπε:
«Γεια σας, κύριε Λιβανέ. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω.» Εκείνος της έπιασε το χέρι και η χειραψία του έμοιαζε ψυχρή και αναγκαστική. Η Αντιγόνη δε, ίσα που το ακούμπησε το χέρι της νεαρής μαθήτριας, χαμογελώντας σαν να είχε καταπιεί λεμόνι. Το ξωτικό παραλίγο να γελάσει κάνοντας στο μυαλό της αυτή τη μεταφορά, όμως συγκρατήθηκε. Το ζεύγος Λιβανός αγνόησε τον Ιάσονα και τον Ηρακλή σαν να μην υπήρχαν.
«Λοιπόν, το τραπέζι είναι στρωμένο. Πάμε να γευματίσουμε, να γνωριστούμε εκεί καλύτερα;» πρότεινε ο Ιάκωβος. Τα παιδιά δεν είχαν παρά να συμφωνήσουν και σαν να ήταν στρατιώτες ακολούθησαν τους γονείς και τον Γιάννη στη μεγάλη τραπεζαρία. Ο Γιάννης έριξε μια απολογητική ματιά στους φίλους του, γνωρίζοντας ήδη πόσο χειρότερη μπορούσε να γίνει η αμηχανία.
Η τραπεζαρία ήταν ένα ευρύχωρο, φωτεινό δωμάτιο, με λευκούς τοίχους και δύο μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στον πίσω κήπο και στην πισίνα. Το πάτωμα ήταν ξύλινο παρκέ τόσο γυαλισμένο, που ο Ηρακλής γλίστρησε αδέξια και κρατήθηκε από το σχολικό σακάκι του Ιάσονα για να μην πέσει. Ευτυχώς οι Λιβανοί δεν το είδαν αυτό. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με λευκό τραπεζομάντιλο και ευτυχώς, υπήρχαν σερβίτσια για όλους.
Α, πάλι καλά μας βλέπουν. Για λίγο είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως γίναμε αόρατοι. Είπε ο Ιάσονας από μέσα του συγκρατώντας ένα γέλιο. Πολύ θα ήθελε να μπορούσε να μοιραστεί αυτή την αστεία σκέψη με τον Ηρακλή, όμως επικρατούσε ησυχία και θα τους άκουγαν.
Ο Ιάκωβος πήρε τη θέση του στην κορυφή του τραπεζιού και ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι: στα δεξιά του η γυναίκα του, στα αριστερά και απέναντι από την Αντιγόνη ο γιος τους, δίπλα του ακριβώς κάθισε ο Ιάσονας, ενώ από την απέναντι πλευρά κάθισε η Ιφιγένεια δίπλα στην κυρία Λιβανού και στη διπλανή καρέκλα ο Ηρακλής.
Το δείπνο κύλησε αρκετά αμήχανα και άβολα για όλους, ιδιαίτερα για τους μαθητές, ενώ η ώρα δεν περνούσε με τίποτα. Ο Ηρακλής έβαζε τα δυνατά του για να κόψει το φιλέτο αλά κρεμ με το δεξί του χέρι, ενώ ήταν αριστερόχειρας, επειδή έτσι άρμοζε σε επίσημο δείπνο και συγχρόνως προσπαθούσε να μη λερωθεί και γίνει ρεζίλι μπροστά στους γονείς του φίλου του.
Ο πατέρας του Γιάννη έκανε πράγματι ανάκριση στην Ιφιγένεια. Τη ρωτούσε για τα πάντα, από τη θρησκεία μέχρι και τα ρούχα που φορούσαν στη Χώρα των Ξωτικών, ενώ η κοπέλα δεν προλάβαινε να απαντήσει σε μια ερώτηση και τη ρωτούσε επόμενη. Για λίγο σταματούσε για να φάει. Εν τω μεταξύ πρόσεξαν ότι η Ιφιγένεια δεν είχε αγγίξει το γεύμα της.
«Δεν έχεις φάει καθόλου, Ιφιγένεια. Δεν σου αρέσει το φαγητό;» τη ρώτησε η μητέρα του Γιάννη.
«Με συγχωρείτε... Αλλά δεν τρώω κρέας. Θέλω να πω, γενικά εμείς τα Ξωτικά δεν τρώμε.»
«Α ναι, σωστά. Έπρεπε να το περιμένω.» είπε με μια δόση ειρωνείας ο Ιάκωβος.
«Σας το είπα.» μίλησε μετά από αρκετή ώρα ο γιος του.
«Υποθέτω ότι θα μας διέφυγε τότε, ή δεν θα το θεωρήσαμε τόσο σημαντικό. Και γιατί δεν τρώτε κρέας; Έχει να κάνει κι αυτό με το σεβασμό στη φύση και στα ζώα, να υποθέσω.»
«Ακριβώς.» απάντησε η Ιφιγένεια προσπαθώντας για χάρη του φίλου της να μη φανεί αγενής, παρόλο που είχε εκνευριστεί. Κανένας από τους δυο γονείς δεν πρότεινε να της ετοιμάσουν κάτι άλλο. Ο Ιάσονας με το ζόρι κρατιόταν να μη μιλήσει, επίσης για χάρη του φίλου τους. Ο Ηρακλής αδημονούσε να τελειώσει αυτό το μαρτύριο.
«Μπορείς να φας σαλάτα τότε, αν θέλεις.» της είπε η Αντιγόνη. Η Ιφιγένεια έριξε μια ματιά στο κρυστάλλινο μπολ με τη σαλάτα μπροστά της. Πήρε με τη λαβίδα μια μικρή ποσότητα και την έβαλε στην άκρη του πιάτου της με προσοχή για να μην ακουμπήσει το κρέας. Το φιλέτο συνοδευόταν με ρύζι βέβαια, όμως είχε από πάνω τη μπεζ σάλτσα με την οποία ήταν μαγειρεμένο το κοτόπουλο, έτσι δεν μπορούσε ούτε αυτό να αγγίξει.
«Και για να έχουμε καλό ερώτημα, γιατί ήρθατε εδώ από τη Χώρα των Ξωτικών;» τη ρώτησε ο Ιάκωβος χωρίς καν να προλάβει να αγγίξει τη σαλάτα της.
«Πατέρα, αυτή η ερώτηση είναι αδιάκριτη.» τόλμησε να πει ο Γιάννης.
«Το τι είναι αδιάκριτο και τι όχι...» του μίλησε με έντονο ύφος ο πατέρας του, «Άσε καλύτερα να το κρίνω εγώ, Ιωάννη.»
«Δεν πειράζει.» είπε η Ιφιγένεια συγκρατώντας την ψυχραιμία της. «Ήρθαμε εδώ για κάποια οικογενειακά ζητήματα.»
«Ώστε έτσι... Τότε, αφού ήρθατε για οικογενειακά ζητήματα, γιατί οι γονείς σου δεν ήρθαν μαζί;» Η Ιφιγένεια έμεινε άναυδη. Κανένας δεν έτρωγε πλέον, ενώ οι φίλοι της κοιτούσαν πότε την ίδια έκπληκτοι, πότε τον Ιάκωβο.
Τι ήταν αυτό που μόλις ξεστόμισε; Αναρωτήθηκε ο Ιάσονας.
«Τι... Τι εννοείτε...;»
«Γιατί ο Αρχιθεραπευτής Ζαχαρίας και η σύζυγος του έστειλαν σε ένα βασίλειο στον κόσμο των ανθρώπων τη δεκαεφτάχρονη κόρη τους μόνη της, εγγράφοντας την σε ένα σχολείο και αφήνοντας την να ζήσει μια ζωή ανάμεσα σε θνητούς; Έχω άκρες παντού, δεσποινίς Ζαχαραίους... Ρώτησα κι έμαθα για εσένα. Μένεις μόνη σου στην Ωραιόπολη, ενώ οι γονείς σου παρέμειναν στο Νησί των Ξωτικών. Τι θέλει να κρύψει η οικογένεια σου;»
Ο Γιάννης δεν άντεξε άλλο. Κοπάνησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι, χύνοντας νερό από μερικά ποτήρια έτσι όπως αναπήδησαν και τρομάζοντας τη μητέρα του. Ήξερε ότι θα έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες μετά, αλλά δεν τον ένοιαζε.
«Ως εδώ!» φώναξε. «Αυτή η συζήτηση έφτασε σε επίπεδο ανάκρισης πλέον.» Δεν τολμούσε να τον κοιτάξει όμως.
«Ιωάννη, συμμορφώσου!» φώναξε έξαλλος ο Ιάκωβος.
«Έχει δίκιο!» αναφώνησε κι ο Ιάσονας και σηκώθηκε όρθιος. «Θα υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που οι γονείς της Ιφιγένειας την έστειλαν μόνη της εδώ και αυτός ο λόγος δεν σας αφορά, κύριε Λιβανέ.»
«Ηρεμήστε.» είπε η Ιφιγένεια. Ο Ιάσονας κάθισε ξανά.
«Έχετε δίκιο, κύριε Λιβανέ.» άρχισε να λέει ήρεμα. «Οι γονείς μου, όντως με έστειλαν σε μια απ' τις χώρες των ανθρώπων μόνη μου, για να με προστατεύσουν από κάτι το οποίο εγώ δεν γνωρίζω. Μου είπαν απλά πως η ζωή μου ίσως βρισκόταν σε κίνδυνο και έπρεπε να φύγω για λίγο καιρό, να κρυφτώ ανάμεσα στους ανθρώπους όπου δεν θα υπάρχει μαγεία για να είμαι ασφαλής, μέχρι να χειριστούν οι ίδιοι και ο Άρχοντας μας το θέμα. Για την ώρα έχω παραμείνει ασφαλής και ο γιος σας δεν κινδυνεύει κοντά μου.»
«Χμ... Ας πούμε ότι σε πιστεύω. Πάντως είναι ειρωνεία το ότι σε έστειλαν εδώ επειδή δεν υπάρχει μαγεία κι έπεσες πάνω στον Ιάσονα που διαθέτει μαγικές δυνάμεις, δεν νομίζεις;»
«Φτάνει, γλυκέ μου.» του είπε με ήρεμη φωνή η γυναίκα του, που μέχρι κι εκείνη είχε απαυδήσει. «Γιατί δεν ξεναγείς την Ιφιγένεια στο σπίτι και στον κήπο, Ιωάννη μου, και να φάμε σε λίγο το επιδόρπιο για να ηρεμήσουμε λίγο.»
«Ξέρετε κάτι; Πάμε κατευθείαν στον κήπο.» είπε ο Γιάννης και σηκώθηκε. «Γιατί το σπίτι νιώθω να με πνίγει αυτή τη στιγμή. Όσο για το επιδόρπιο, φάτε το μόνοι σας. Δεν έχω όρεξη για γλυκό και νομίζω ούτε οι φίλοι μου θα έχουν.» και κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη μπαλκονόπορτα που έβγαζε απευθείας στον κήπο, ενώ οι τρεις φίλοι του λίγο διστακτικά και αφού αντάλλαξαν από μία ανήσυχη ματιά μεταξύ τους σηκώθηκαν επίσης.
«Εμείς οι δυο θα μιλήσουμε μετά, Ιωάννη. Αρκετά δικαιώματα δώσαμε μπροστά στους... φίλους σου.» είπε ο πατέρας του πίσω του, και ο Γιάννης έσφιξε τις γροθιές του για να συγκρατήσει το θυμό του.
Ήξερε ότι μετά το άσχημο κήρυγμα, όταν θα έφευγαν οι φίλοι του, θα ακολουθούσε και τιμωρία, αλλά ήταν πολύ θυμωμένος αυτή τη στιγμή για να φοβηθεί.
Από την άλλη, ο Ιάσονας κι ο Ηρακλής είχαν περίπου τις ίδιες σκέψεις, καθώς πρώτη φορά έβλεπαν ένα δείγμα από τα πραγματικά πρόσωπα των γονιών του φίλου τους. Δεν είχαν κάνει ιδιαίτερες συζητήσεις μαζί τους, οπότε δεν τους γνώριζαν στην ουσία, ούτε καν ο Ιάσονας ο οποίος τους ήξερε περισσότερο καιρό. Επιπλέον, το μυστήριο σχετικά με την Ιφιγένεια και τους γονείς της αποκαλύφθηκε. Την είχαν στείλει στον κόσμο των θνητών για να την προστατεύσουν. Ήταν πολλά που έπρεπε να επεξεργαστούν και έπειτα να συζητήσουν σαν παρέα.
«Εδώ είναι ο κήπος.» είπε ο Γιάννης στην Ιφιγένεια ανόρεχτα μόλις βγήκαν και άρχισαν να περπατούν στο καταπράσινο γρασίδι.
«Μην αφήνεις τις κουβέντες τους να σε επηρεάσουν.» είπε εκείνη. «Μπορεί εκείνοι να με έφεραν σε δύσκολη θέση, όμως εσύ δεν φταις σε τίποτα. Καταλαβαίνω τι μπορεί να περνάς μαζί τους.»
Ο Γιάννης σταμάτησε το βηματισμό του και το ίδιο έκαναν όλοι.
«Δεν έχεις ιδέα τι περνάω.» της είπε με ήρεμη αλλά σκληρή φωνή. Έπειτα κοίταξε τους άλλους δύο και συμπλήρωσε:
«Κανένας σας. Νομίζετε πως επειδή είμαι πάντα μες στην τρελή χαρά και η ψυχή της παρέας, και το γεγονός ότι η οικογένεια μου είναι πλούσια και επιτυχημένη, ότι αυτά με κάνουν ευτυχισμένο και όλα στο σπίτι είναι μια χαρά μαζί τους; Ο τρόπος που φέρθηκαν στην Ιφιγένεια είναι μόνο ένα δείγμα από το πώς φέρονται σε εμένα!» ύψωσε τον τόνο του στο τέλος, χωρίς να σκεφτόταν ότι βρίσκονταν ακόμα κοντά στο σπίτι και θα μπορούσαν να τον ακούσουν οι γονείς του, και τότε η τιμωρία του να ήταν χειρότερη.
«Μα δεν μας μίλησες ποτέ για αυτά!» αναφώνησε και ο Ιάσονας. Ο Γιάννης έσκυψε το κεφάλι.
«Το ξέρω. Και ήταν λάθος μου. Όμως από ότι φαίνεται, δεν είμαι ο μόνος που κρατάει μυστικά.» και κοίταξε την Ιφιγένεια.
«Μην είσαι τόσο σκληρός μαζί της.» είπε ο Ιάσονας προτού προλάβει να απαντήσει η κοπέλα. «Ούτε ένα μήνα δεν μας ξέρει, λογικό είναι να μη μπορεί να μας εμπιστευθεί κάτι τέτοιο. Και μπορεί να μη θέλει καν να μιλήσει για αυτό. Λυπάμαι πολύ που μαθεύτηκε έτσι, Ιφιγένεια.»
«Δεν πειράζει. Και νομίζω πως οφείλω σε όλους μια συγνώμη. Όμως...» Η κοπέλα κοίταξε τα τρία αγόρια απολογητικά. «Όμως πραγματικά δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω για αυτό.»
«Καταλαβαίνουμε. Έτσι δεν είναι, παιδιά;» ρώτησε ο Ιάσονας.
«Εννοείται. Όποτε θες κι είσαι έτοιμη, μπορείς να μας μιλήσεις. Αλλά και καθόλου να μη θέλεις να μας πεις, δεν πειράζει.» είπε ο Ηρακλής και έστρεψαν όλοι τα βλέμματα τους προς το μέρος του Γιάννη.
«Έχετε δίκιο.» είπε τελικά. «Συγνώμη αν φάνηκα σκληρός, Ιφιγένεια, και ζητώ επίσης συγνώμη που σε έφερα εδώ και εξαιτίας μου οι γονείς μου σε έφεραν σε δύσκολη θέση.» Η Ιφιγένεια ένευσε με ένα χαμόγελο, δείχνοντας του έτσι ότι τον συγχωρεί. Έπειτα ο Γιάννης φόρεσε πάλι το χαμόγελο του και πρότεινε:
«Λοιπόν, τι λέτε; Πάμε να δείξω στην Ιφιγένεια τα άλογα και μετά να ρίξουμε μερικές βολές με το τόξο; Αν κι είμαι σίγουρος ότι θα σας τσακίσω σ' αυτό.»
«Έχετε άλογα; Και δεν το λες τόση ώρα;! Πάμε!» αναφώνησε η Ιφιγένεια, που ως ξωτικό λάτρευε τη φύση και τα ζώα, και κίνησαν όλοι μαζί προς το στάβλο ξεχνώντας, ή τουλάχιστον θάβοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους, όσα προηγήθηκαν.
*********************************************************
Είχαμε μια κάπως μεγάλη αποκάλυψη σ' αυτό το κεφάλαιο. Οι γονείς της Ιφιγένειας δεν ήρθαν ποτέ στον Νότο, για αυτό και δεν τους έχουν γνωρίσει ακόμα οι φίλοι της και εκείνη συνεχώς απέφευγε το θέμα. Την έστειλαν μόνη της για να την κρατήσουν ασφαλή από κάποια απειλή, η οποία θα μάθουμε αργότερα ποια είναι. Το μυστήριο θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται στα επόμενα κεφάλαια, και θα μπούμε και στο κυρίως θέμα της ιστορίας σιγά- σιγά. .!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top