Κεφάλαιο 69: Επισκέψεις και Αποκαλύψεις
Οι γονείς του Ιάσονα πληροφορήθηκαν σχετικά με όλα όσα έγιναν, καθώς και για τις αποκαλύψεις του Άνθιμου. Το σοκ τους ήταν μεγάλο. Ώστε για αυτό τον παρέδωσε σε αυτούς η μητέρα του... Τους τον εμπιστεύθηκε ώστε να τον κρύψει και να μειωθούν οι πιθανότητες να τον βρει ο σατανικός άρχοντας για να τον χρησιμοποιήσει ως φονικό όπλο, ωστόσο η μοίρα είχε άλλα σχέδια... Το μεγαλύτερο τους σοκ όμως, ήταν όταν έμαθαν για τη μεταμόρφωση του Ιάσονα και την επιμονή των περισσότερων Ξωτικών ότι ήταν απειλή. Εννοείται πως ξεκίνησαν με το πρώτο καράβι για τη Χώρα των Ξωτικών και ο Ηρακλής, ο οποίος επίσης έμαθε τα πάντα, πήγε μαζί τους για να σταθεί κι εκείνος πλάι στον φίλο του.
Ο Γιάννης ακόμα αγνοείτο και δεν κατάφερε να βρει ούτε τον πατέρα του όταν επισκέφθηκε το σπίτι τους. Βρήκε μονάχα την Αντιγόνη, η οποία επίσης δεν γνώριζε που βρίσκονταν ή τουλάχιστον έτσι έλεγε. Ωστόσο φαινόταν και η ίδια ανήσυχη για την τύχη του γιου της όταν ο Ηρακλής της είπε τι έγινε.
Ο Φαίδωνας και η Ευτυχία με τον Ηρακλή έφτασαν στη Χώρα των Ξωτικών. Το ζευγάρι, που επισκεπτόταν πρώτη φορά εκείνο τον τόπο, δεν είχαν καθόλου διάθεση ούτε χρόνο να θαυμάσουν τις ομορφιές του τοπίου. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν ο γιος τους και ανυπομονούσαν να τον δουν. Έφτασαν στο Παλάτι της Έλφιας, όπου τους υποδέχθηκε ο Άρχοντας Έλιος και τους είπε να τακτοποιηθούν μέχρι να τους ειδοποιήσουν ότι μπορούσαν να δουν τον Ιάσονα. Συναντήθηκαν με την Ιφιγένεια, για την οποία χαίρονταν που ήταν καλά. Ούτε σε εκείνη είχαν επιτρέψει να τον δει ακόμα.
Η στιγμή του επισκεπτηρίου επιτέλους έφτασε. Ο Ηρακλής και η Ιφιγένεια πήγαν μαζί τους. Η Φυλακή Περιορισμού Μαγείας βρισκόταν σχετικά κοντά στο παλάτι, έτσι με μια άμαξα που τους κάλεσε ο Έλιος έφτασαν εκεί σε πέντε λεπτά που όμως τους φάνηκαν σαν αιώνες. Είχαν τρομερή αγωνία, σε τι κατάσταση θα έβλεπαν άραγε τον γιο τους;
Ήταν ένα κτήριο παλιό και παράταιρο σε σχέση με τα υπόλοιπα, πολύχρωμα κτήρια της Έλφιας. Όταν εισήλθαν, πέρασαν από έλεγχο για να βεβαιωθούν ότι δεν θα βοηθούσαν τον κρατούμενο να αποδράσει. Έπειτα ένας φρουρός είπε να τον ακολουθήσουν μόνο οι γονείς πρώτα κι ύστερα οι φίλοι του. Έτσι, ο Φαίδωνας κι η Ευτυχία τον ακολούθησαν σε έναν ανελκυστήρα ο οποίος κατέβηκε αρκετά επίπεδα κάτω στα έγκατα της γης. Βγήκαν από αυτόν και διέσχισαν αρκετά τούνελ με άλλα κελιά, μέσα σε ελάχιστα από τα οποία διέκριναν άλλους κρατούμενους. Ήταν όλοι τους δυστυχισμένα, αξιολύπητα πλάσματα, με βρόμικα ρούχα και τρελαμένο βλέμμα. Η Ευτυχία άρπαξε το μπράτσο του άντρα της σαν σανίδα σωτηρίας.
«Φαίδωνα... Που το έφεραν το παιδί μας; Γιατί να είναι σε αυτό το μέρος; Θα έπρεπε να τον βλέπουν σαν ήρωα, όχι σαν εγκληματία...» του είπε έτοιμη να δακρύσει.
«Το ξέρω, Ευτυχία. Προληπτικά και προσωρινά είπε ο Άρχοντας Έλιος πως τον φυλάκισαν, μέχρι να γίνει δίκη. Και τότε θα αθωωθεί και θα τον αφήσουν ελεύθερο, είμαι σίγουρος.»
«Ησυχία, θνητοί! Φτάνουμε.» τους επέπληξε το ξωτικό- φρουρός αυστηρά. Διέσχισαν έναν ακόμα διάδρομο ο οποίος φωτιζόταν με δάδες στους τοίχους, όπως όλοι, στο βάθος του οποίου βρισκόταν ένα μονάχα κελί.
Ο Ιάσονας καθόταν στον πάγκο του κελιού, σιωπηλός και με το κεφάλι κατεβασμένο. Εδώ και μέρες βρισκόταν σε εκείνη την απομόνωση, με μοναδική συντροφιά τους φρουρούς που έρχονταν να του φέρουν φαγητό και νερό. Μέχρι και τον Ντέριο του είχαν πάρει, ποιος ξέρει που φυλούσαν τώρα το σπαθί του... Δεν είχε ούτε εκείνον για να μοιραστεί τις σκέψεις του. Δεν μπορούσε να ασκήσει μαγεία εκεί μέσα, όσο και αν προσπαθούσε, ούτε πράσινες ούτε γαλάζιες φλόγες έβγαιναν από τα χέρια του.
Όμως οι γονείς του ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, σαν ένα φως μέσα στο σκοτάδι. Χάρηκε αμέσως μόλις τους είδε και έτρεξε σχεδόν ως τα κάγκελα.
«Μαμά... Μπαμπά...» είπε συγκινημένος.
Αγκαλιάστηκαν όσο μπορούσαν μέσα από τα κάγκελα, ενώ η Ευτυχία έκλαιγε και έλεγε:
«Ιάσονα; Ιασονάκο μου; Τι σου συνέβη; Αχ, που σε έφεραν, παιδί μου...»
«Ηρέμησε, ησύχασε, μαμά. Είμαι καλά.» της έλεγε προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Παρόλα όσα είχε μάθει από τον Άνθιμο, ότι εκείνος ήταν ο πραγματικός του πατέρας και η μητέρα του μία μάγισσα, τα συναισθήματα του για τους γονείς που τον μεγάλωσαν δεν είχαν αλλάξει ούτε λίγο. Εξάλλου εκείνοι δεν γνώριζαν την αλήθεια για εκείνον, για το πόσο σκοτάδι έκρυβε μέσα του, όπως εκείνος ο απαίσιος ο πατέρας του...
Λίγη ώρα μετά, η συγκίνηση είχε περάσει και μιλούσαν οι τρεις τους. Ο φρουρός έφερε δυο καρέκλες για να καθίσουν ο Φαίδωνας και η Ευτυχία ενώ ο Ιάσονας κάθισε στο πάτωμα του κελιού.
«Γιατί ήρθατε; Δεν χρειαζόταν να κάνετε τόσο δρόμο για εμένα...» τους είπε. Στο βλέμμα του ο Φαίδωνας παρατήρησε πως είχε αλλάξει, σαν να είχε ωριμάσει απότομα. Σίγουρα αυτό οφειλόταν στον πόλεμο και σε όσα πέρασε. Συνειδητοποίησε με θλίψη ότι ο γιος τους δεν ήταν το αθώο αγόρι που θυμούνταν κάποτε... Όμως παρέμενε ακόμα το αγόρι τους και θα τον στήριζαν με κάθε τους δύναμη.
«Φυσικά και θα ερχόμασταν, Ιάσονα... Είχαμε τόσον καιρό να σε δούμε και θέλαμε να βεβαιωθούμε πως είσαι καλά.» του είπε.
«Και θα μείνουμε εδώ μέχρι να παρθεί η απόφαση να σε αφήσουν ελεύθερο.» συμπλήρωσε η Ευτυχία. «Θα μείνουμε στο πλευρό σου και θα σε στηρίξουμε.»
«Είσαι ένας ήρωας και αυτό σύντομα θα αποδειχθεί. Νίκησες ολόκληρο Σκοτεινό Άρχοντα, χάρη σε εσένα τελείωσε ο πόλεμος. Εμείς πάντως είμαστε περήφανοι για εσένα.» συνέχισε ο Φαίδωνας.
«Δεν θα έπρεπε.» ψιθύρισε σχεδόν ο Ιάσονας. «Δεν πειράζει όμως... Θα κάνετε και διακοπές. Η Χώρα των Ξωτικών το καλοκαίρι είναι υπέροχη. Έπρεπε να ήσασταν στην Ανφάνη, στο φεστιβάλ του Καλοκαιριού.» συνέχισε σε δήθεν εύθυμο τόνο μήπως τους κάνει να ξεχαστούν, μάταια όμως. Η θλίψη δεν έλεγε να φύγει από τα μάτια τους...
«Πείτε μου όμως... Εσείς είστε καλά; Θέλω να πω... ο πόλεμος θα πρέπει να σας έκανε να περάσετε μεγάλη αγωνία. Δεν περίμενε κανένας οι Σκοτεινοί να επεκταθούν εκτός του πεδίου της μάχης και να επιτεθούν ακόμα και σε άμαχους.» είπε έπειτα.
«Αυτό ήταν όντως φριχτό, όμως είμαστε μια χαρά.» απάντησε ο πατέρας του. «Παραμείναμε κρυμμένοι και ενωμένοι με την οικογένεια του Ηρακλή και ευτυχώς, ο εχθρός δεν κατάφερε να μας φτάσει στο υπόγειο.»
«Και πώς είναι τώρα η κυρία Μύρνα και τα παιδιά; Και οι φίλοι μου; Μάθατε για τους υπόλοιπους;»
«Είναι όλοι τους καλά, μην ανησυχείς. Ο Δήμος, η Άσπα, όλοι εκτός από...» Η Ευτυχία πήρε μια βαθιά ανάσα, «Να... Δεν ξέρουμε τίποτα για τον Γιάννη... Θα σου τα πει ο Ηρακλής που τα ξέρει καλύτερα.»
«Τι έπαθε ο Γιάννης;» ρώτησε με φανερή ανησυχία στη φωνή του. «Και ο Ηρακλής... Ήρθε και εκείνος;»
«Ναι, ταξίδεψε μαζί μας κι έχει έρθει να σε δει μαζί με την Ιφιγένεια.» του είπε ο πατέρας του.
Κάθισαν λίγο ακόμα μαζί του. Ο Ιάσονας απέφυγε να μιλήσει για τον πόλεμο και τις μάχες που έδωσε, καθώς και για αυτό που του συνέβη, παρόλο που του είπαν πως γνώριζαν. Έπειτα, τους αποχαιρέτησε και εκείνοι του έδωσαν υπόσχεση πως θα ξανάσμιγαν σύντομα σαν οικογένεια. Ωστόσο ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος για κάτι τέτοιο...
Ύστερα, ο Φαίδωνας και η Ευτυχία ανέβηκαν ξανά στην αίθουσα αναμονής και ο Ηρακλής με την Ιφιγένεια κατέβηκαν. Συγκινήθηκαν και εκείνοι μόλις τον είδαν και ο Ηρακλής τον αγκάλιασε μέσα από τα κάγκελα. Έπειτα, το βλέμμα του πήγε ξανά στην Ιφιγένεια, άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε απαλά το πλάι του προσώπου της.
«Έμαθα τι συνέβη.» είπε ο Ηρακλής. «Και λυπήθηκα που έμαθα ότι σε αντιμετώπισαν έτσι. Κανονικά εκείνο το καθίκι ο Άνθιμος θα έπρεπε να βρίσκεται πίσω από τα σίδερα, όχι εσύ.» Σώπασε αμέσως, καθώς θυμήθηκε την αποκάλυψη ότι ήταν πατέρας του.
«Μίλα όπως θες για αυτόν. Άλλωστε δεν τον νιώθω σαν πατέρα μου, παρόλο που είναι. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έχουμε το ίδιο DNA με εκείνο το πλάσμα...» είπε σαν να κατάλαβε τι σκεφτόταν. «Πες μου όμως, τι συνέβη στον Γιάννη; Κάτι μου είπε η μητέρα μου, αλλά δεν αποκάλυψε και πολλά.»
Ο Ηρακλής έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να αφηγείται την ιστορία, από το χτύπημα του Σεραφείμ υπό το ξόρκι του Πρώτου Λοχαγού έως την προσπάθεια του μαζί με τη Φωτεινή να τον ζεστάνουν, έπειτα μίλησε για τις αποκαλύψεις του σχετικά με τον πατέρα του για να καταλήξει στην εμφάνιση του ίδιου του Ιάκωβου και στην αρπαγή του Γιάννη αφού οι δικοί του τον χτύπησαν.
«Δεν κατάφερα να τον προστατεύσω. Λυπάμαι.» είπε για ακόμα μια φορά.
«Να μη λυπάσαι. Έκανες ό,τι μπορούσες. Εκείνο το κάθαρμα ο Ιάκωβος... Αυτός θα έπρεπε να λυπάται, όμως από ότι φαίνεται δεν έχει συνείδηση. Και που μπορεί να είναι τώρα;» είπε ο Ιάσονας.
«Ιδέα δεν έχω. Ούτε η μάνα του δεν ξέρει... Όταν όμως επιστρέψουμε στο Νότιο Βασίλειο, θα κάνουμε τα πάντα για να βρούμε το κάθαρμα και να μας πει που έχει τον Γιάννη και τι του έκανε.»
«Μήπως δεν πρέπει να ανησυχούμε;» μπήκε στη συζήτηση η Ιφιγένεια. «Μπορεί να είναι απαίσιος, όμως δεν νομίζω να θέλει να πεθάνει ο γιος του... Ίσως τον έχει σε κάποια από τις κλινικές του.»
«Και πώς θα μπορούσαν μερικοί θνητοί γιατροί να θεραπεύσουν ένα θανατηφόρο χτύπημα από Ξωτικό του Πάγου; Σίγουρα δεν θα έχουν τα μέσα. Όχι, κάτι άλλο παίζει. Ας μην ξεχνάμε τον τρόπο που του φερόταν τόσα χρόνια, ήδη από την παιδική του ηλικία. Για να μη μιλήσω για το ότι τον πέταξε από τις σκάλες. Όχι, σίγουρα ο Ιάκωβος δεν θέλει το καλό του.» επέμεινε ο Ηρακλής.
Η Ιφιγένεια δεν μπόρεσε παρά να συμφωνήσει, παρόλο που ήθελε να πιστεύει πως ακόμα και ο Ιάκωβος είχε έστω λίγο καλό θαμμένο βαθιά μέσα στην ψυχή του.
Θυμόταν ακόμα τις αναμνήσεις του Ωρίωνα, το πόσο δύσκολα παιδικά χρόνια είχε περάσει και εκείνος, που έπρεπε να ανέχεται έναν τοξικό πατέρα, την κακοποίηση, σωματική και ψυχική, που δεχόταν... Για να καταλήξει ένα ενήλικο ξωτικό που δεν μπορούσε ή φοβόταν να εκφράσει τα συναισθήματα του. Σίγουρα ο Ωρίωνας με τον Γιάννη, αν είχαν γνωριστεί σε μια παράλληλη πραγματικότητα ή έναν διαφορετικό κόσμο, θα είχαν πολλά να πουν... Τελικά τα παιδικά τραύματα που έμεναν κρυμμένα για καιρό, μπορούσαν να επιφέρουν ολέθρια αποτελέσματα... και η Ιφιγένεια φοβόταν σχετικά με το που θα κατέληγε ο φίλος τους. Και ίσως ο Ηρακλής να είχε δίκιο, τελικά. Δεν είχε ιδέα τι ετοίμαζε ο Ιάκωβος για τον Γιάννη, πάντως σίγουρα αυτό δεν ήταν τίποτα καλό.
«Θα σας αφήσω να τα πείτε και οι δυο σας για όσο χρόνο απομένει.» είπε ο Ηρακλής μετά από λίγη ακόμα ώρα συζήτησης και απομακρύνθηκε για να αφήσει τον Ιάσονα και την Ιφιγένεια μόνους. Όταν έφυγε, ο Ιάσονας άπλωσε τα χέρια του μέσα από τα κάγκελα, έπιασε τα δικά της και τα κράτησε.
«Ιάσονα... Υποσχέσου μου πως θα παλέψεις και θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου στη δίκη... Αν αποφασίσουν ότι όντως είσαι επικίνδυνος για το είδος μας, αλλά και για τους ανθρώπους και τους μάγους, ποιος ξέρει τι θα σου κάνουν... Μπορεί να σε κρατήσουν εδώ μέσα για πάντα και να καταλήξεις σαν όλους τους υπόλοιπους φυλακισμένους, να παλεύεις αιώνια με εφιάλτες και δαίμονες. Και εγώ δεν θα το αντέξω αυτό. Δεν είσαι εγκληματίας, είσαι ένας ήρωας. Έσωσες εμένα και στη συνέχεια μας έσωσες όλους μας. Και ας μην ξεχνάμε ότι είσαι μισός ξωτικό, είσαι... σχεδόν σαν εμένα.» Χαμογέλασε με θλίψη σε αυτό το σημείο. «Αν καταφέρεις να ξεφύγεις από αυτό, τότε ίσως μας επιτρέψουν να είμαστε μαζί.» κατέληξε με μια δόση ελπίδας να φωτίζει τα μάτια της.
«Αυτό δεν γίνεται, Ιφιγένεια.» της είπε προσγειώνοντας την και πάλι στη γη. «Ποτέ δεν θα το δεχτούν. Δεν θα δεχόντουσαν μια σχέση ανάμεσα σε ξωτικό και μάγο, για αυτό άλλωστε το υβρίδιο του Μαγικού στο οποίο ανήκω είναι σπάνιο. Πόσο μάλλον να δεχτούν μία σχέση ανάμεσα σε υβρίδιο και ξωτικό... Όσο για τη σωτηρία σου, δεν σε έσωσα εγώ. Εγώ είχα χάσει, είχα σχεδόν πεθάνει και ύστερα μεταμορφώθηκα και παραλίγο να σου πιω το αίμα, σκοτώνοντας σε. Ο Ωρίωνας ήταν εκείνος που σε έσωσε... Και μπορεί έπειτα να έσωσα τον Κόσμο νικώντας τον Άνθιμο, όμως στη συνέχεια απέδειξα σε όλους πως είμαι ένα τέρας κατά βάθος... Εξάλλου αυτό είναι μόνο προσωρινό. Ο Άνθιμος δεν πέθανε. Είναι ακόμα ζωντανός, και ο Τρίτος Λοχαγός του ενεργοποίησε μια δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση. Σίγουρα θα επιστρέψει μόλις ανακτήσει δυνάμεις και θα συνεχίσει από εκεί που άρχισε. Οπότε, μια τρύπα στο νερό έκανα. Και μην ξεχνάς και τη βαμπιρική μου φύση, Ιφιγένεια. Όσο και αν εκπαιδευτώ για να ενισχύσω την ξωτική μου φύση, εκείνος ο σκοτεινός εαυτός πάντα θα υποβόσκει περιμένοντας να βγει στην επιφάνεια και να τα καταστρέψει όλα.»
«Δηλαδή... δεν θα παλέψεις; Δεν θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου;» ρώτησε δακρύζοντας η Ιφιγένεια, και ο Ιάσονας δεν το άντεχε αυτό...
«Τέλος χρόνου!» τους διέκοψε η φωνή του φρουρού.
Η Ιφιγένεια σηκώθηκε αποφασισμένη και σκούπισε τα δάκρυα της.
«Δεν πειράζει, θα παλέψουμε εμείς για εσένα. Και εγώ θα σε υπερασπιστώ με κάθε κόστος, Ιάσονα.. Δεν θα αφήσω να σε καταδικάσουν. Ακόμα και ο πατέρας μου έχει πάρει το μέρος σου, παρόλο που φοβάται για εμένα. Πιστεύει όμως, πως με την αγάπη μου μπορώ να σε θεραπεύσω. Εσύ, τόσο λίγο πιστεύεις σε εσένα; Σε εμάς;» Και έφυγε, χωρίς να του δώσει περιθώρια να απαντήσει, κι ο Ιάσονα βυθίστηκε πάλι στο σκοτάδι και στη μοναξιά του.
{...}
Την επόμενη μέρα, τον επισκέφθηκε ο Σωκράτης. Μύριζε αλκοόλ από το βάθος του διαδρόμου σχεδόν και ήδη είχε αρχίσει να φαίνεται η μέθη στη γυαλάδα στα μάτια του.
«Σωκράτη; Τι έπαθες; Έχω συνηθίσει να σε βλέπω πιωμένο, αλλά τώρα φαίνεται πραγματικά να έχεις ξεπεράσει τα όρια σου.» του είπε.
«Έπρεπε να πιω λίγο παραπάνω, μικρέ, για να μπορέσω να σου αποκαλύψω όσα θέλω. Και δυστυχώς, δεν με άφησαν να έχω ποτό μαζί μου στο επισκεπτήριο.» Η αγωνία του Ιάσονα επέστρεψε. Τι άλλο θα μάθαινε; Νόμιζε πως τα είχε ακούσει όλα όταν έμαθε ότι ο Άνθιμος ήταν πατέρας του. Θυμόταν όμως, ότι η μητέρα του ήταν μάγισσα, έτσι κατάλαβε ότι ίσως οι αποκαλύψεις του Σωκράτη είχαν να κάνουν με εκείνη...
Ο μεγαλύτερος μάγος έσυρε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι του μπροστά από τα κάγκελα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε μια εισαγωγή:
«Οι γονείς μου επέστρεψαν στη Χώρα των Μάγων. Δεν άντεχαν να στο αποκαλύψουν οι ίδιοι αυτό... Ως πρώην δάσκαλος σου και παλιός φίλος των γονιών σου, σήκωσα πάνω μου όλη την ευθύνη για να σου μιλήσω όσα σου κρύβαμε τόσα χρόνια, αφήνοντας σε να πιστεύεις πως δεν ήσουν πραγματικός μάγος. Είσαι μάγος κατά το ήμισυ, Ιάσονα, και αυτό το γνωρίζαμε από πολύ παλιά, ήδη από τη γέννηση σου για την ακρίβεια.»
«Τι εννοείς από τη γέννηση μου; Γνώριζες τη μητέρα μου; Τι σου ήταν ακριβώς; Ήσασταν φίλοι; Εραστές μήπως;» ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Ιάσονας. Ο Σωκράτης κούνησε το κεφάλι του αρνητικά με ένα πικρό γέλιο.
«Όχι, όχι. Εραστές με τίποτα δεν θα μπορούσαμε να είμαστε...» Έπειτα τον κοίταξε στα μάτια και αποκάλυψε: «Η Ελεονόρα ήταν αδελφή μου, Ιάσονα. Πριγκίπισσα της Χώρας των Μάγων.» Ο Ιάσονας άνοιξε τα μάτια διάπλατα και ξεροκατάπιε με αυτή τη νέα πληροφορία.
«Τι... Τι εννοείς; Δηλαδή εμείς οι δύο... είμαστε συγγενείς;» ρώτησε σοκαρισμένος.
«Ακριβώς. Είσαι ανιψιός μου, εγγονός του Άρχοντα Παύλου και της Αρχόντισσας Μοργκάνας και συνεπώς, δισέγγονος του Άρχοντα - Μάγου Γιλβέρτου, του ίδιου του ιδρυτή της Χώρας των Μάγων. Είσαι απόγονος μιας γενιάς πολύ ισχυρών μάγων.»
Ο Ιάσονας δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Μάγος Γιλβέρτος, ο μάγος εκείνος τον οποίο πάντα θαύμαζε και λάτρευε τις ιστορίες του... ήταν προπάππους του; Τώρα πραγματικά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς η μητέρα του έμπλεξε με εκείνο το απαίσιο Σκοτεινό Ξωτικό. Πώς ταίριαξε μια Πριγκίπισσα των Μάγων με τον Σκοτεινό Άρχοντα; Και οι παππούδες του, δεν το ήξεραν; Ήταν τόσα πολλά τα ερωτήματα του...
«Καταλαβαίνεις τώρα πιστεύω, από πού κληρονόμησες την προφητική ικανότητα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η μητέρα σου, όπως κι εγώ αλλά και εσύ στη συνέχεια, είχε πράσινη μαγεία, μια από τις πιο δυνατές. Ξέρω πως σου είπα ότι το χρώμα της Μαγείας δεν είναι κληρονομικό, όμως μία φορά στις εκατό συμβαίνει.» Ο Σωκράτης γέλασε πάλι πικρά. «Τότε στο καράβι, όταν ερχόμασταν στη Χώρα των Ξωτικών, με ρώτησες αν ήμουν εγώ ο πατέρας σου... Είδες λοιπόν πόσο κοντά έπεσες.»
Κούνησε το κεφάλι του σαν να κορόιδευε τον εαυτό του, έπειτα κοιτάζοντας το πάτωμα συνέχισε:
«Από την αρχή δεν μου άρεσε ο Άνθιμος. Είχε καταφέρει να μας ξεγελάσει, φορώντας καστανούς φακούς επαφής για να κρύψει το κόκκινο χρώμα των ματιών του, όταν μας τον σύστησε η Ελεονόρα... Και φυσικά ήταν πολύ ευγενικός με όλους μας και έδειχνε σεβασμό. Όμως εγώ αισθανόμουν το σκοτάδι μέσα του, η αύρα του έβγαζε κάτι σκοτεινό, όχι απλά Μαύρη Μαγεία σαν της μητέρας μου αλλά και κάτι σατανικό επίσης... Οι γονείς μου συμφώνησαν επίσης ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του, όμως έβλεπαν την αδελφή μου, τη μητέρα σου, ευτυχισμένη και δεν ήθελαν να της το χαλάσουν... Δεν τους ένοιαζε το ότι ήταν ξωτικό, αυτό ήταν το λιγότερο. Ωστόσο δεν μπορούσαν να τον δεχθούν για γαμπρό τους αν δεν βεβαιώνονταν για τις προθέσεις του πρώτα. Έτσι, με έβαλαν να τον παρακολουθήσω. Ήταν η μικρότερη αδελφή μου και όφειλα να την προστατεύσω... Και τον είδα μία νύχτα, σε ένα στενάκι να πίνει το αίμα ενός μάγου... Τότε κατάλαβα τι πραγματικά ήταν. Όσο τεράστιο και αν ήταν το σοκ μου του επιτέθηκα και παλέψαμε... Του είπα να αφήσει ήσυχη την αδελφή μου, δεν ήταν για αυτόν και κυρίως δεν ήθελα να κινδυνεύσει κοντά του.
Εκείνος μου είπε πως η Ελεονόρα γνώριζε τι ήταν και δεν την πείραζε καθόλου. Τόσο καλόκαρδο πλάσμα ήταν, που έβλεπε το καλό σε όλους, και είχε αρχίσει να αλλάζει και τον ίδιο. Ήθελε λέει, να σταματήσει να σκοτώνει άλλα πλάσματα για να τρέφεται, και προσπαθούσε να πίνει συσκευασμένο αίμα από νοσοκομεία. Όμως δεν με εμπιστευόταν, ούτε εμένα ούτε τους γονείς μου, ούτε κανέναν άλλο μάγο. Θα έκανε την Ελεονόρα βασίλισσα της καρδιάς του και δεν είχε ανάγκη κανέναν μας.
Με απείλησε να μην τον ξαναενοχλήσω και έφυγε σαν καπνός. Την αμέσως επόμενη μέρα, είχε εξαφανιστεί μαζί με την αδελφή μου. Τους έψαξα παντού, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Οι γονείς μου είχαν φτάσει σε απελπισία. Πού να είχε πάει άραγε η κόρη τους; Κινδύνευε με εκείνον τον απαίσιο; Εγώ δεν τολμούσα να τους πω την αλήθεια, ότι έμαθα τι πλάσμα ήταν και δείλιασα, αφήνοντας τον να φύγει... Όμως θυμόμουν τα λόγια του και αναρωτιόμουν, μήπως η Ελεονόρα ήταν όντως ευτυχισμένη μαζί του, έστω και μακριά μας; Ώσπου, έναν περίπου χρόνο μετά, εμφανίστηκε ξανά και με βρήκε με ένα μωρό στην αγκαλιά και δάκρυα στα μάτια. Όπως καταλαβαίνεις, εκείνο το μωρό ήσουν εσύ, Ιάσονα... Μου αποκάλυψε τα πάντα σχετικά με τον Άνθιμο, ότι είχε δημιουργήσει ολόκληρο στρατό με ξωτικά- βρικόλακες και σχεδίαζε να κατακτήσει τον Κόσμο, και ότι ήθελε να σε κάνει και εσένα μέρος αυτού... Όμως εκείνη δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Ήσουν αθώος ακόμα και δεν επρόκειτο να τον αφήσει να σε μετατρέψει σε ένα τόσο σατανικό πλάσμα. Ωστόσο δεν έμοιαζες με Ξωτικόλακα, αλλά μπορούσαμε να αισθανθούμε τη μαγεία μέσα σου και σίγουρα η βαμπιρική σου φύση κοιμόταν, περιμένοντας το κατάλληλο ερέθισμα για να ξυπνήσει και αυτό θα είχε ολέθρια αποτελέσματα. Αν έμενες στη Σκοτεινή Διάσταση με τον Άνθιμο, ένα απλό δάγκωμα αρκούσε. Έπρεπε να σε κρύψει και η ίδια να φύγει μακριά, να χάσει ο Άνθιμος τα ίχνη της... Με ικέτευσε κλαίγοντας να τη βοηθήσω. Προσπάθησα να την πείσω να μείνει μαζί μας και εμείς θα την προστατεύαμε... δεν με άκουσε. Έμοιαζε αποφασισμένη, και ήξερα πως είχε αποφασίσει το καλύτερο για την ίδια και για εσένα.
Της πρότεινα δυο πολύ καλούς μου φίλους που είχα γνωρίσει σε ένα ταξίδι μου σε μια χώρα των Ανθρώπων, τον Φαίδωνα και την Ευτυχία, ένα ζευγάρι το οποίο προσπαθούσε χρόνια για παιδί κι όμως οι προσπάθειες τους ήταν άκαρπες. Αν μεγάλωνες πλάι σε θνητούς, η μαγεία σου θα ήταν περιορισμένη.
Έτσι κι έγινε λοιπόν... Η Ελεονόρα με αποχαιρέτησε, σε άφησε στην πόρτα τους, έφυγε για πάντα και από τότε δεν την ξαναείδα. Η αγαπημένη μου αδελφούλα... Που να βρίσκεται άραγε;» Σε αυτό το σημείο ο Σωκράτης δάκρυσε και ο Ιάσονας τον λυπήθηκε. Δεν ήξερε πώς να νιώσει μετά από τόσες αποκαλύψεις... Ένιωθε σίγουρα ένα κόμπο στο λαιμό καθώς σκεφτόταν την απελπισία στην οποία είχε βρεθεί η μητέρα του εξαιτίας του Άνθιμου. Τον αγαπούσε πολύ τελικά και δεν ήθελε να αφήσει το σκοτάδι να τον καταπιεί και εκείνον, για αυτό αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει.
«Εκείνη τη νύχτα ήπια πολύ, όπως και τις νύχτες που ακολούθησαν. Ήταν η αρχή της κατάντιας μου, να μη μπορώ να ζήσω χωρίς ποτό.» συνέχισε ο Σωκράτης. «Όταν δεν έπινα, η οργή με οδηγούσε να καταστρέφω πράγματα, κάνοντας τη μαγεία μου ανεξέλεγκτη. Μετά από ένα άσχημο μεθύσι, αποκάλυψα τα πάντα στους γονείς μου σχετικά με τον Άνθιμο, με τη σχέση της αδελφής μου μαζί του αλλά και με την ύπαρξη σου. Ο πατέρας μου θύμωσε, κατηγόρησε εμένα που δεν κατάφερα να προστατεύσω την αδελφή μου και με έδιωξε απ' το Παλάτι. Όμως με τον καιρό, με συγχώρεσε και με δέχτηκε πίσω. Ήξερα όμως πως ντρεπόταν για εμένα και για αυτό που είχα γίνει: ένας αποτυχημένος, αλκοολικός μάγος.»
«Δεν είσαι αποτυχημένος, Σωκράτη...» μίλησε τελικά ο Ιάσονας. «Για εμένα ήσουν ένας πολύ καλός δάσκαλος, μου έμαθες τόσα ξόρκια, με δίδαξες πώς να ελέγχω τη μαγεία μου. Χάρη σε εσένα, έγινα δυνατότερος και κατάφερα να πολεμήσω ενάντια σε τόσους εχθρούς, παρά τα όσα συνέβησαν μετά. Και μου στάθηκες όντως σαν θείος, άσχετα που δεν το ήξερα.»
«Σε ευχαριστώ, Ιάσονα. Τελικά μοιάζεις πολύ στη μητέρα σου. Και εκείνη πάντα έτσι ήταν, είχε έναν καλό λόγο να πει για όλους.» του είπε και ο Ιάσονας συγκινήθηκε με αυτά τα λόγια.
«Πες μου όμως, ο Άνθιμος δεν την αναζήτησε;» ρώτησε ύστερα.
«Α... Ναι, συγχώρεσε με που το παρέλειψα αυτό, όμως βλέπεις, το ποτό έχει αρχίσει να φθείρει τη μνήμη μου. Λίγες ημέρες μετά τη φυγή της, ο Άνθιμος όπως το πρόβλεψα ήρθε σε εμένα και την αναζήτησε, και αρχίσαμε να παλεύουμε ρίχνοντας ευθύνες εκτός από ξόρκια και μάζες μαγικής ενέργειας ο ένας στον άλλον. Μου έλεγε ξανά και ξανά πως την αγαπούσε και πως δεν έπρεπε να την αφήσω να φύγει. Εν τέλει, δεν ξέρω, μπορεί όντως να την αγαπούσε, όμως αυτό δεν αναιρεί αυτό που είναι, ούτε τα σχέδια του για σένα, ούτε και συγχωρεί τις αμαρτίες του. Και χαίρομαι που τον αντιμετώπισες, ακόμα και μετά την αποκάλυψη ότι είναι πατέρας σου.»
*******************
Και άλλες αποκαλύψεις σ αυτό το κεφάλαιο!! Πώς σας φάνηκε; Το περιμένατε ότι ο Ιάσονας θα σχετιζόταν κάπως με τον Σωκράτη, ότι η βιολογική του μητέρα θα είχε κάποια σχέση;
Στο επόμενο κεφάλαιο η συζήτηση του Σωκράτη με τον Ιάσονα συνεχίζεται. Όμως και πάλι ο Ιάσονας αρνείται να παλέψει για την ελευθερία του. Θα καταφέρει ο Σωκράτης να τον πείσει;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top