Κεφάλαιο 67: Ιάσονας εναντίον Άνθιμου
Η Ιφιγένεια έκανε δρόμο ανάμεσα απ' τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει εκείνη την επικίνδυνη μονομαχία. Έφτασε στις πρώτες σειρές, όπου είδε τον πατέρα της, τον Άρχοντα Έλιο και τους Άρχοντες Μάγους, όμως δεν μπορούσαν να περάσουν μπροστά γιατί ένας κλοιός από Σκοτεινά Ξωτικά τους έφραζε το δρόμο. Στην ευθεία είδε τον Ιάσονα να στέκει αποφασισμένος απέναντι στον Λόρδο Άνθιμο.
«Τι πάει να κάνει...;» ψέλλισε, έπειτα η φωνή της δυνάμωσε απευθυνόμενη στους δικούς της: «Τι κάνετε;! Γιατί δεν κάνετε κάτι να τον σταματήσετε;! Ας κάνει κάποιος κάτι!» Ο πατέρας της, γύρισε και την κοίταξε, και στα μάτια του είδε την ίδια αγωνία με εκείνη.
«Δεν μπορούμε, κορίτσι μου. Ο Ιάσονας έχει πάρει την απόφαση του και δεν ακούει κανέναν. Λυπάμαι.» Η νεαρή πέρασε δίπλα του και δίπλα από τον Άρχοντα Έλιο και βρέθηκε μπροστά στις υψωμένες λεπίδες των Σκοτεινών.
«Ιάσονα!» φώναξε. «Μην το κάνεις, σε παρακαλώ! Για εμένα, μη ρισκάρεις έτσι τη ζωή σου!»
Ο Ιάσονας στράφηκε και την κοίταξε, και ο Άνθιμος το ίδιο.
«Μη φοβάσαι για εμένα, Ιφιγένεια. Θα είμαι εντάξει, όποια και αν θα είναι η κατάληξη. Δεν θα επιτρέψω να κινδυνεύσεις ξανά, ούτε εσύ ούτε κανένας σας. Το ξέρω πως είναι το πεπρωμένο μου να τον πολεμήσω. Αυτός είναι το τέρας που έβλεπα στους εφιάλτες μου...»
«Α, με έβλεπες στον ύπνο σου; Α, τι γλυκό...» είπε με προσποιητή συγκίνηση ο Άνθιμος. «Ώστε με θεωρείς τέρας, έτσι; Γιατί, επειδή θέλω να χτίσω έναν καλύτερο Κόσμο;»
«Θέλεις να χτίσεις έναν Παράδεισο για εσένα και τους δικούς σου, μα για τους υπόλοιπους θα είναι μια Κόλαση! Θα τον χτίσεις πάνω σε ερείπια και χαμένες ψυχές αθώων! Αν δεν είναι αυτό τερατώδες, τότε τι είναι;! Όμως εγώ δεν θα σε αφήσω, Άνθιμε. Ας το τελειώνουμε μια και καλή.» του είπε ο Ιάσονας.
«Βλέπεις, αγαπητή Ιφιγένεια, πόσο αποφασισμένος είναι ο καλός σου; Αλλά είναι και εγωιστής συγχρόνως. Δικαιολογείται η μάχη του με τον Ωρίωνα επειδή τον πολέμησε με σκοπό να σε σώσει, μα τώρα θέλει να πολεμήσει εμένα για να σώσει ολόκληρο τον Κόσμο; Αυτό είναι εγωιστικό και ανόητο. Κάθισε πίσω λοιπόν, για να παρακολουθήσεις την πτώση του αγαπημένου σου καθώς θα τον κάνω κομμάτια.» είπε ο Άνθιμος με ένα σατανικό χαμόγελο.
Η Ιφιγένεια έχασε μια ανάσα. Ο Άρχοντας Έλιος την τράβηξε απαλά προς τα πίσω. Τελικά όντως δεν μπορούσε να κάνει κανένας τίποτα, παρά μόνο να ελπίζουν και να προσεύχονται για τον Ιάσονα. Δίπλα της ήρθε και στάθηκε η Ηλέκτρα, η οποία της έπιασε το χέρι και το κράτησε για παρηγοριά. Απέναντι, διέκρινε ανάμεσα στον κόσμο και τη Ροζαλία με τη Λίντα στον ώμο της, οι οποίες την κοίταξαν έχοντας την ίδια αγωνία, παρόλο που ανήκαν στους εχθρούς.
Ο Ιάσονας κοίταξε ξανά τον Άνθιμο. Δεν ήθελε απλά να κερδίσει, έπρεπε να κερδίσει. Ήταν το καθήκον του, και ας έβλεπε στον ύπνο του ότι το τέρας- Άνθιμος τον σκοτώνει. Δεν ήθελε να τον δει η Ιφιγένεια να πεθαίνει... Ούτε να πληροφορηθούν για το θάνατο του οι γονείς του και οι φίλοι του στον Νότο. Δεν θα άντεχε να φύγει με αυτή τη σκέψη. Όμως ήταν και κάτι άλλο που τον ωθούσε να πολεμήσει.
«Δεν θέλω να σε πολεμήσω μονάχα για να σώσω τον Κόσμο, Άνθιμε. Έχεις δίκιο, έχω και ένα πιο εγωιστικό κίνητρο. Θέλω κάποιες απαντήσεις. Γιατί με ήθελες; Πλάι στην Ιφιγένεια, έβαζες τον Ωρίωνα να παρακολουθεί και εμένα, έτσι δεν είναι; Γιατί σου είμαι τόσο ενδιαφέρων;»
«Το περίμενα πως θα το ρωτήσεις αυτό. Μην ξεχνάς, διαβάζω τις σκέψεις σου. Ξέρω οτιδήποτε πεις, προτού να το πεις. Όμως δεν μπορώ να σου δώσω τόσο εύκολα τις απαντήσεις σου. Θα πρέπει να τις κερδίσεις.» είπε χαϊδεύοντας τη λεπίδα του σπαθιού του. «Όμως σε προειδοποιώ, δεν θα σου αρέσουν καθόλου. Αρκετά καθυστερήσαμε όμως, δεν νομίζεις; Ο κόσμος περιμένει θέαμα.»
Ο Ιάσονας άναψε με το ελεύθερο χέρι του τη λεπίδα του με πράσινη φλόγα.
«Ιάσονα, το ξέρω πως θα είναι επικίνδυνο και ο Άνθιμος δεν θα είναι καθόλου εύκολος αντίπαλος. Όμως εγώ θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να σε βοηθήσω.» του μίλησε ο Ντέριος. Ο Άνθιμος κοίταξε το σπαθί με ενδιαφέρον, καθώς άκουσε μέχρι και τη φωνή της ψυχής του σπαθιού.
«Ω... Τι έχεις εκεί; Τον ξακουστό Λόρδο Ντέριο, φυσικά. Πώς νιώθεις που έχεις στην κατοχή σου ένα σπαθί που αφαίρεσε τόσες αθώες ζωές, και συνεργάζεσαι μάλιστα με τον κάτοχο του;» Ο Ιάσονας τον κοίταξε σοκαρισμένος.
«Τον... Τον άκουσες;»
«Ναι, φυσικά και τον άκουσα, ανόητε. Μα ακόμα και αν δεν τον άκουγα, ήξερα ποιο σπαθί είναι αυτό που κρατάς και σε ποιον ανήκει.» Ο νεαρός Μάγος κοίταξε ξανά το σπαθί του.
«Ο Ντέριος μπορεί να έκανε πολλά άσχημα πράγματα.» είπε. «Όμως, εμένα με υπηρέτησε πιστά και με έσωσε εκατοντάδες φορές στη μάχη. Δεν με νοιάζει ποιος ήταν ούτε τι έκανε στο παρελθόν. Σημασία έχει τι κάνει τώρα. Και δεν θα διστάσει να σε κόψει και εσένα.»
«Αυτό θα το δούμε.» είπε ο Άνθιμος και τότε, εντελώς απροειδοποίητα, βρέθηκε εν ριπή οφθαλμού μπροστά του με το σπαθί του υψωμένο προς τα επάνω του.
Το σπαθί του Ντέριου σταμάτησε τελευταία στιγμή τη σύγκρουση προτού τον κόψει, αφήνοντας τους θεατές με κομμένη την ανάσα. Η μονομαχία είχε ήδη ξεκινήσει και όλοι παρακολουθούσαν, κάποιοι με αγωνία και κάποιοι άλλοι με ενδιαφέρον. Η Ροζαλία δεν ήταν πια με το μέρος του Άνθιμου, μέσα της ήθελε να κερδίσει ο Ιάσονας και ήλπιζε για αυτό. Ο Αντίνοος, από την άλλη μεριά, στεκόταν πλάι στον Αρίσταρχο στις πρώτες σειρές θεατών και φώναζε εμψυχώνοντας τον αφέντη τους, πανηγυρίζοντας κάθε φορά που κατάφερνε κάποιο χτύπημα στον Ιάσονα. Η Ιφιγένεια φοβόταν όσο ποτέ και η ανάσα της κοβόταν κάθε φορά που έβλεπε τον Ιάσονα να πληγώνεται, έστω και λίγο.
Όσο σκληρά και αν πολεμούσε ο Ιάσονας, με μαγεία, σπαθί και τα ξόρκια που είχε μάθει από τον Σωκράτη, αμυντικά κυρίως, ο Άνθιμος ήταν γρήγορος, πέντε φορές γρηγορότερος από τον Ωρίωνα. Ήξερε το κάθε ξόρκι προτού ο νεαρός ξεστομίσει τα λόγια του και τον σταματούσε, ενώ η Μαύρη Μαγεία του έκανε τα χτυπήματα του δυνατότερα, παρόλο που δεν ήταν σοβαρά ή θανατηφόρα μέχρι στιγμής. Με μια ακόμα επίθεση τριών κινήσεων, με τη μαύρη ενέργεια να ρέει μέσα απ' το σπαθί του, έριξε τον Ιάσονα στο έδαφος.
«Ιάσονα!» φώναξε η Ιφιγένεια με αγωνία. Ο Ιάσονας έπιασε τον κορμό του και είδε αίμα να λεκιάζει το χέρι του. Αίμα έτρεχε επίσης απ' το στόμα του και από μια πληγή από μαγικό χτύπημα στον κρόταφο του. Ένιωθε αδύναμος, όμως παρέμεινε στα γόνατα παλεύοντας να σηκωθεί. Ο Άνθιμος βρέθηκε ξανά από πάνω του με την άκρη της λεπίδας να σημαδεύει το λαιμό του.
«Ξέρεις ποιον μου θυμίζεις; Τον ανόητο πατέρα σου, τον πραγματικό σου πατέρα, όχι αυτόν που σε υιοθέτησε.» του είπε κοιτάζοντας τον με μίσος και έχοντας χάσει το ειρωνικό του χαμόγελο που είχε μονίμως.
Ο Ιάσονας αγνόησε μεμιάς τον πόνο, καθώς ένιωθε πως μια μεγάλη αποκάλυψη ερχόταν.
Όχι, δεν μπορεί... Ήξερε τον πατέρα μου; Μα πως...;
«Ω, ναι, τον ήξερα...» χαμογέλασε ξανά ο Άνθιμος, έπειτα το πρόσωπο του σκλήρυνε ξανά: «Ήταν τόσο αδύναμος και ανόητος, πίστευε πως θα μπορούσε ο Κόσμος να αλλάξει, ειδικά η Χώρα των Ξωτικών. Ότι θα μπορούσε να γίνει μια ουτοπία, όπου το κάθε ξωτικό θα παντρευόταν αυτόν ή αυτήν που αγαπούσε χωρίς περιορισμούς, κι ότι θα κατάφερνε με τα λόγια του να πείσει τον Άρχοντα της Χώρας και τους Ανώτερους Άρχοντες... Όλοι τον περιφρόνησαν και τον περιγέλασαν, τόσο ασήμαντος ήταν... Και για αυτό... τον σκότωσα.» Αυτά τα λόγια έκαναν τον Ιάσονα, αλλά και όλους όσους τα άκουσαν, να σοκαριστούν όσο ποτέ άλλοτε. Η συνειδητοποίηση τον κυρίευσε, το μίσος απλώθηκε σε κάθε εκατοστό του κορμιού του με τη μορφή πράσινης σκούρας φωτιάς, η οποία όχι μόνο τον τύλιξε ολόκληρο, αλλά έκλεισε μεμιάς τις πληγές του και εξαφάνισε τον πόνο. Σηκώθηκε και με μια κραυγή επιτέθηκε ξανά στον Άνθιμο και τον χτύπησε με μερικές σφοδρές, αστραπιαίες επιθέσεις. Ο Άνθιμος παρά τα χτυπήματα που δέχθηκε, δεν ένιωθε πόνο και γελούσε σατανικά συνεχώς. Ακόμα και όταν κατάφερε να τον ρίξει στο έδαφος, εκείνος σηκώθηκε αμέσως και σε κλάσματα του δευτερολέπτου εμφανίστηκε πίσω του.
Ο Ιάσονας γύρισε και πρόλαβε να δει μονάχα μια μάζα μαύρης ενέργειας προτού πέσει ξανά. Ο Άνθιμος βρισκόταν ξανά όρθιος από πάνω του, μαύρο αίμα έτρεχε από μια πληγή στο πρόσωπο του η οποία όμως δεν τον πτοούσε.
«Παραδώσου, Ιάσονα και θα σου χαρίσω τη ζωή σου. Τώρα που γνώρισες τη δύναμη μου, ξέρεις ότι δεν έχεις ελπίδες απέναντι μου.» Ο Ιάσονας έσφιξε τα δόντια και ανασηκώθηκε λίγο, έπειτα τον κοίταξε ξανά με μίσος και φώναξε:
«Όχι! Δεν θα παραδοθώ ποτέ σε εσένα, μπάσταρδε! Σκότωσες τον πατέρα μου!»
«Δεν το εννοούσα κυριολεκτικά, ανόητε. Εγώ... είμαι ο πατέρας σου.»
Αυτή η αποκάλυψη έκανε τους πάντες να παγώσουν, εκτός από τον Αρίσταρχο που το γνώριζε φυσικά. Ο Σωκράτης έκλεισε σφιχτά τα μάτια του, και ο Παύλος με τη Μοργκάνα έμειναν ξέπνοοι. Αυτό ήταν κάτι που θα μάθαινε ο νεαρός μάγος αργά ή γρήγορα, όμως δεν χρειαζόταν να το ξέρει ακόμα, όχι με αυτόν τον τρόπο. Ψίθυροι έκπληξης άρχισαν να ακούγονται στην ομήγυρη.
«Τι...; Τι λες;» ψέλλισε ο Ιάσονας, αδυνατώντας να το πιστέψει. «Λες ψέματα! Δεν σε πιστεύω!»
«Νομίζεις; Τότε πώς εξηγείς το σκοτάδι που πάντα ένιωθες να υποβόσκει μέσα σου; Πώς εξηγείς τη μεταμόρφωση σου στη μάχη με τον Ωρίωνα πάνω στο λόφο; Πιστεύεις ότι το δάγκωμα του είχε τη δύναμη να προκαλέσει κάτι τέτοιο;» του είπε ο Άνθιμος με ένα ανεξιχνίαστο ύφος. Ο Ιάσονας άγγιξε το πλάι του λαιμού του, όπου δεν υπήρχε πλέον δάγκωμα.
«Νόμιζες ότι η Ιφιγένεια το θεράπευσε, όμως πώς εξηγείται η μεταμόρφωση σου μετά τη θεραπεία της; Η δύναμη, ο θυμός που ένιωθες, η δίψα για το αίμα της;»
Άλλη μία έκπληξη για τους θεατές της μάχης. Ο Ζαχαρίας γούρλωσε τα μάτια διάπλατα με αυτή την πληροφορία και αγκάλιασε την κόρη του, η οποία παρακολουθούσε δακρυσμένη.
«Ναι, είναι αλήθεια, Ιάσονα. Είσαι γιος μου. Γιος δικός μου και μιας μάγισσας.» συνέχισε ο Άνθιμος.
«Τι λέει;» άρχισαν να ψιθυρίζουν κάποιοι από το κοινό.
«Δηλαδή είναι εκείνο το σπάνιο υβρίδιο μάγου και ξωτικού, δηλαδή... Μαγικός;»
«Δεν είναι απλά ένας Μαγικός. Γεννήθηκε πριν από δεκαεφτά χρόνια. Ο Λόρδος Άνθιμος ήταν ήδη Ξωτικόλακας τότε... Οπότε, είναι ένα τριυβρίδιο Μαγικού με δυνάμεις βρικόλακα.»
«Τους άκουσες, Ιάσονα.» είπε ο Άνθιμος. «Είσαι μια σπάνια ένωση μεταξύ Μάγου και Ξωτικού. Η λέξη Μαγικός είναι η συντομία της λέξης Μαγοξωτικός. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο γιατί επικράτησε η μαγική και λιγότερο η ξωτική σου φύση, ενώ η βαμπιρική σου φύση παρέμεινε κρυμμένη. Φαίνεται σχεδόν σαν να είχες ανοσία στο βαμπιρισμό... και τόσα χρόνια σε έψαχνα, ανάμεσα στους Μάγους, ανάμεσα στα Ξωτικά... Για να συνειδητοποιήσω ότι έψαχνα σε λάθος μέρη επειδή η μητέρα σου σε έκρυψε ανάμεσα στους θνητούς. Θα ήσουν ο τέλειος διάδοχος για εμένα... και ποιος να το φανταζόταν ότι η Ιφιγένεια, η νεαρή Θεραπεύτρια από τη Χώρα των Ξωτικών την οποία ήθελα τόσο πολύ να πάρω με το μέρος μου και να την κάνω τη Δέκατη Λοχαγό μου... θα με οδηγούσε σε κάτι ακόμα καλύτερο. Εσένα! Ω, ναι... Η Ιφιγένεια δεν ήταν πια προτεραιότητα μου. Εσένα ήθελα για Δέκατο Λοχαγό, έτσι η Ιφιγένεια τόσον καιρό ήταν απλά το δόλωμα, και συγχρόνως τη χρησιμοποίησα για τη δύναμη της Θεραπείας της στη μάχη...» Έριξε μια ματιά προς το μέρος της νεαρής. "Πάντως, δεν μπορώ να πω, την εγκρίνω για νύφη μου."
Έπειτα κοίταξε ξανά τον Ιάσονα και του έκλεισε το μάτι. Εκείνος δεν ήξερε τι να πει, πώς να αντιδράσει, πώς να νιώσει.
Μονάχα την οργή ένιωθε μέσα του να σιγοβράζει σταδιακά με κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλη εκείνου του τέρατος που ισχυριζόταν πως ήταν ο πατέρας του.
«Δεν σκόπευα να μεταμορφώσω την Ιφιγένεια, τουλάχιστον, όχι αν δεν έβλεπα πρώτα τις δυνάμεις σου σε όλο τους το μεγαλείο. Χρησιμοποίησα τον Ωρίωνα, ο οποίος, όπως και οι υπόλοιποι Λοχαγοί κάτω από αυτόν, δεν γνώριζε τίποτα, βάζοντας τον να τη φρουρεί γνωρίζοντας ότι εσύ θα έκανες τα πάντα για να τη σώσεις. Αν αποδείκνυες όντως πως άξιζες μια θέση δίπλα μου στη μάχη σου μαζί του, τότε θα μεταμόρφωνα εσένα αντί για εκείνη. Για το μόνο που λυπάμαι είναι που ο Ωρίωνας δεν υπάρχει πια ώστε να δω μέσα από το άγγιγμα του ολόκληρη τη μάχη σας, έτσι αρκούμαι απλά στις αναμνήσεις σου από αυτήν μέσω της σκέψης σου...» Έκανε μία παύση και διάβασε τις σκέψεις του Ιάσονα:
Δεν είναι δυνατόν... Χρησιμοποίησε μέχρι και τον Ωρίωνα, τον θυσίασε σαν ένα πιόνι στη σκακιέρα! Είναι αδίστακτος! Όχι, αποκλείεται... Δεν είναι πατέρας μου... Δεν είμαι σαν αυτόν.
«Κάνεις λάθος, Ιάσονα. Είσαι ακριβώς σαν εμένα. Έχεις βέβαια κάποιες αδυναμίες τις οποίες και εγώ είχα στο παρελθόν, όμως εκείνον τον εαυτό μου τον σκότωσα. Εάν όμως έρθεις μαζί μου, θα γίνεις ακόμα δυνατότερος, και τότε κανένας δεν θα τολμήσει ξανά να πειράξει την αγαπημένη σου. Άσε δε, που η σχέση σας θα είναι πλήρως αποδεκτή από εμένα και το είδος μου, σε αντίθεση με το είδος των Ξωτικών που ποτέ δεν θα σας αφήσουν να είσαστε μαζί.»
"Ιάσονα, μην τον ακούς!" φώναξε η Ιφιγένεια.
Ο Άνθιμος αγνοώντας την, χαμήλωσε το σπαθί του και του άπλωσε το χέρι του. Ο Ιάσονας τον κοιτούσε με μια έκφραση θυμού, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, όμως ο Άνθιμος δεν το έβαζε κάτω:
«Έλα μαζί μου, γιε μου... Διαφορετικά, θα αναγκαστώ να σε σκοτώσω. Αν δεν είσαι σύμμαχος μας, θα είσαι απειλή με τόση δύναμη που κρύβεις. Και δεν θέλω να το κάνω αυτό... Ποιος γονιός θα ήθελε να σκοτώσει το ίδιο του το παιδί;» Τότε ήταν η στιγμή που ο Ιάσονας ξέσπασε. Αντί να πιάσει το χέρι του για να σηκωθεί, μια τεράστια μάζα πράσινης Ενέργειας βγήκε απ' το σώμα του μαζί με μια κραυγή, και επιτέθηκε ξανά στον Άνθιμο φωνάζοντας:
«Μπάσταρδε! Ποτέ δεν θα έρθω μαζί σου! Δεν είσαι ο πατέρας μου! Γονείς μου είναι ο Φαίδωνας και η Ευτυχία! Δεν έχω τίποτα κοινό μαζί σου!» Ο Άνθιμος απέκρουε τα χτυπήματα του, παρόλη τη δύναμη του, με μεγάλη επιτυχία, αν και άρχισε να δυσκολεύεται.
«Γιατί; Επειδή δεν έχεις μυτερά αυτιά; Πήρες τα αυτιά της μητέρας σου, όπως και τις δυνάμεις της...» αντέτεινε ο Άνθιμος σε μια σύγκρουση των σπαθιών τους. «Όμως έχεις πάρει και κάποιες απ' τις δικές μου δυνάμεις, τη Δύναμη της Γης που είχα προτού μεταμορφωθώ! Μπορείς να σηκώσεις οποιοδήποτε αντικείμενο, όχι με τηλεκίνηση αλλά με τη δύναμη να ελέγχεις οτιδήποτε προέρχεται από τη γη: ξύλα, πέτρες, ακόμα και μέταλλα.»
Ο Ιάσονας τον έσπρωξε, έπειτα συγκρούστηκαν ξανά και είπε:
«Δεν έχω δαιμόνιο...»
«Έτσι νομίζεις; Και όμως, έχεις. Δεν είναι απαραίτητο τα δαιμόνια να έχουν μορφή ζώων... Πολλές φορές, μπορεί να είναι χαμένες ψυχές. Για σκέψου λίγο... Εσύ δεν επικοινωνείς με μία τέτοια χαμένη ψυχή, με κάποιο πλάσμα το οποίο μονάχα εσύ μπορείς να ακούσεις και να μιλήσεις;» Ο Ιάσονας κοίταξε το σπαθί του το ενωμένο με το δικό του με απορία και έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια του. «Ναι, Ιάσονα. Ο Ντέριος είναι το δαιμόνιο σου. Και άρχισε να σου εμφανιστεί, επειδή η μαγική σου φύση επισκίαζε την ξωτική.»
Λέει αλήθεια, Ντέριε; Είναι δυνατόν; Τον ρώτησε μέσω της σκέψης.
«Δεν ξέρω, μικρέ. Μπορεί και να ισχύει. Άλλωστε πώς θα μπορούσα να ξέρω αν είμαι όντως δαιμόνιο ή όχι;» του απάντησε εκείνος, και τότε είδε ένα χαμόγελο ικανοποίησης να σχηματίζεται στα χείλη του Άνθιμου.
«Βλέπεις; Είσαι γιος μου, Ιάσονα. Αποδέξου το και έλα μαζί μου.» του είπε.
«Όχι!» Κραύγασε ο Ιάσονας και συνέχισαν να παλεύουν, με τις πράσινες και τις μαύρες φλόγες να αιωρούνται παντού γύρω τους.
Όσο περνούσε η ώρα και η μονομαχία τους εξελισσόταν χωρίς να επικρατεί κανένας, τόσο ο Ιάσονας ένωνε τα κομμάτια του πάζλ και αποδεχόταν τη σκληρή αλήθεια. Να λοιπόν γιατί η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει και να τον κρύψει σε μία από τις Χώρες των Ανθρώπων... Επειδή ο πατέρας του ήταν ένα τόσο επικίνδυνο και σκοτεινό πλάσμα... Αν ήταν όμως έτσι, τότε γιατί τον ερωτεύθηκε εξαρχής; Γιατί έκανε παιδί μαζί του; Μήπως δεν το έκανε με τη θέληση της; Και το κυριότερο, που πήγε και τι απέγινε μετά τη φυγή της;
«Βλέπω πως έχεις πολλά ερωτήματα... Αν με ακολουθήσεις και έρθεις μαζί μου θα σου τα απαντήσω...» του είπε ο Άνθιμος διαβάζοντας τις σκέψεις του.
«Όχι! Δεν πρόκειται να έρθω μαζί σου! Θα μου τα απαντήσεις τώρα, Άνθιμε! Τώρα! Πες μου τουλάχιστον πώς έλεγαν τη μητέρα μου! Οφείλω τουλάχιστον να ξέρω το όνομα της!» Ο Άνθιμος τον έσπρωξε ξανά προς τα πίσω, αποκρούοντας τον, ο Ιάσονας παρέμεινε σκυφτός αλλά δεν έχασε την ισορροπία του και τον κοίταξε λαχανιασμένος.
«Ελεονόρα την έλεγαν.» ομολόγησε ο Άνθιμος. «Και ήταν πολύ όμορφη. Ξανθά μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια. Με μάγεψε από την πρώτη στιγμή που την είδα, ερωτευθήκαμε και για λίγο ξέφυγα από το σκοπό μου και από τη Σκοτεινή Διάσταση... Ύστερα προέκυψες εσύ. Δεν πήρες τα μάτια της δυστυχώς, αλλά τα δικά μου μάτια που είχα πριν τη μεταμόρφωση μου. Την αγαπούσα και με αγαπούσε και εκείνη, ή τουλάχιστον έτσι πίστευα προτού με εγκαταλείψει, παίρνοντας και εσένα μαζί όταν ήσουν μόνο τριών μηνών!» φώναξε στο τέλος, δείχνοντας οργισμένος με εκείνη την ανάμνηση.
Ο Ιάσονας του όρμησε ξανά και αποκρούοντας το μεγάλο του σπαθί, κατάφερε να του βάλει το δικό του στο λαιμό.
«Κάθαρμα! Κάτι της έκανες, για αυτό έφυγε! Στο γράμμα που είχε αφήσει μαζί μου έλεγε ότι δεν είχε άλλη επιλογή και δεν μπορούσε να με κρατήσει! Φαινόταν απελπισμένη! Λέγε λοιπόν, τι της έκανες!»
Ο Άνθιμος μεμιάς απελευθερώθηκε από τη λαβή του και αφού στάθηκε ξανά αντίκρυ του είπε:
«Τίποτα δεν της έκανα! Απλά είχα μεγάλα σχέδια για εσένα, σχεδίαζα να σε κάνω διάδοχο μου και εκείνη δείλιασε! Φοβήθηκε ότι στο πλάι μου, δεν θα ήσουν πάντα τόσο αθώος όσο ήσουν τότε! Ότι θα σε παράσερνε και εσένα το σκοτάδι και θα μεταμορφωνόσουν σε ένα επικίνδυνο πλάσμα! Η ανόητη... Πίστευε ότι κρύβοντας σε ανάμεσα στους θνητούς, και ότι αν σε μεγάλωνε μια θνητή οικογένεια, οι δυνάμεις σου θα παρέμεναν για πάντα υπό έλεγχο... Κι ύστερα ποιος ξέρει που πήγε... Μπορεί ακόμα και σήμερα να κρύβεται κάπου σαν τη δειλή που ήταν...» Ο Ιάσονας επιτέθηκε ξανά φωνάζοντας:
«Σκάσε! Μη μιλάς έτσι για τη μητέρα μου, κτήνος! Εσύ έφταιγες! Για όλα! Και δεν αλλάζει τίποτα τώρα που έμαθα όλα αυτά! Θα σε σκοτώσω και ας είσαι πατέρας μου!»
Η μάχη τους συνεχίστηκε ανελέητα. Ο Ιάσονας πολεμούσε με περισσότερη οργή από ποτέ, μεγαλύτερη ακόμα και από τη μάχη του με τον Ωρίωνα. Όλες αυτές οι νέες πληροφορίες ήταν πολλές για να τις αντέξει... Εκείνος γιος του εχθρού; Από τη στιγμή που έμαθε πως ήταν υιοθετημένος, δεν είχε πάψει να αναρωτιέται ποιοι ήταν οι γονείς του και γιατί η μητέρα του, η Ελεονόρα, τον εγκατέλειψε.
Ήταν πολύ όμορφη... επανέρχονταν τα λόγια του Άνθιμου στο μυαλό του. Είχε ξανθά μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια. Και σίγουρα θα ήταν και ένα πολύ καλοσυνάτο πλάσμα που ο έρωτας της για τον λάθος άνδρα την ξεγέλασε. Αυτά σκεφτόταν, και δεν τον ένοιαζε ακόμα κι αν πληγωνόταν, μόλις που ένιωθε τον πόνο απ' τις πληγές. Ήρθε όμως η στιγμή που ο Άνθιμος σταμάτησε να πολεμάει και τον κοίταξε με ένα ύφος σκληρό. Ο Ιάσονας στάθηκε κι εκείνος για λίγο να ανακτήσει την ανάσα του...
«Βλέπω ότι δεν το βάζεις κάτω με τίποτα, γιε μου... Πήρες και το πείσμα της μητέρας σου εκτός από την ανοησία. Ακόμα και τώρα που έμαθες ότι εμείς οι δυο συνδεόμαστε, θέλεις να με σκοτώσεις και να σταματήσεις τα σχέδια μου. Δεν θα σε αφήσω όμως... Νομίζεις πάλευα σοβαρά τόση ώρα; Εγώ, ο δυνατότερος όλων στη Σκοτεινή Διάσταση, ο Άρχοντας της, είναι δυνατόν να χάσω από τον κακομαθημένο γιο μου; Λοιπόν, δεν είδες ακόμα την υπέρτατη δύναμη μου. Από ότι βλέπω στις αναμνήσεις σου, ο Ωρίωνας σου εξήγησε την ξεχωριστή ικανότητα που έχουν οι Ανώτεροι Πέντε Λοχαγοί να μεταμορφώνονται καθώς ενώνονται με τα δαιμόνια τους, όμως είχες την τιμή να γνωρίσεις μονάχα τη δική του ένωση με τον Βαρόνο. Αυτή την ικανότητα την έχω και εγώ. Μόνο που εγώ δεν έχω πια δαιμόνιο... Εκείνος πέθανε, και μαζί του πέθανε και ένα κομμάτι της ψυχής μου. Αυτό το κενό κομμάτι της ψυχής μου λοιπόν, εγώ το πήρα και ενώθηκα μαζί του, πετυχαίνοντας να δημιουργήσω ένα πανίσχυρο πλάσμα του σκότους. Ετοιμάσου λοιπόν, να γευτείς την πραγματική μου δύναμη, να με δεις στην υπέρτατη μορφή μου, και θα διαπιστώσεις και μόνος σου ότι όντως έχεις περισσότερα κοινά μαζί μου από όσα νομίζεις!» φώναξε και γέλασε.
Όλοι έμειναν να περιμένουν με αγωνία και με κομμένη την ανάσα, και ο Ιάσονας το ίδιο όμως έτοιμος και αποφασισμένος για όλα.
Ο Άνθιμος ύψωσε τα χέρια του προς τα επάνω και είπε τα λόγια του γνώριμου ξορκιού:
«Η ισχύς εν τη ενώσει.» Τότε ένα κύμα Μαύρης Ενέργειας τον κύκλωσε, τόσο πολύ που δεν φαινόταν πλέον η μορφή του. Το κύμα αυτό δημιούργησε αέρα και πολλοί έβαλαν τα χέρια τους μπροστά στο πρόσωπο τους ως ασπίδα, τρομοκρατημένοι με αυτή την πρωτόγνωρη, σκοτεινή δύναμη. Η καρδιά του Ιάσονα χτυπούσε δυνατά από αγωνία... Σε τι μεταμορφωνόταν ο Άνθιμος;
Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν, όταν το μαύρο κύμα ενέργειας σταμάτησε, για να αποκαλύψει μπροστά του μια πολύ μακάβρια και τρομακτική μορφή, μα οικεία κατά έναν παράξενο τρόπο σε εκείνον: το τέρας από τους εφιάλτες του.
*******************************************
Καλά πήγε και αυτό!! Ποια είναι η γνώμη σας σχετικά με την τεράστια αυτή αποκάλυψη ότι ο Άνθιμος είναι ο πατέρας του Ιάσονα; Το περιμένατε; Οι σκέψεις σας σχετικά με τις άλλες πληροφορίες που μάθαμε; Καλύφθηκαν πολλές απορίες πάντως, αν και σίγουρα θα σας δημιουργήθηκαν περισσότερες για αυτό υπομονή!! Δεν θα τα μάθουμε όλα σε αυτό το βιβλίο γιατί θα υπάρξει και δεύτερο όπως έχω ξαναπεί.
Εκτός από πατέρας του Ιάσονα, ο Άνθιμος είναι επίσης και το τέρας που έβλεπε στους εφιάλτες του. Πώς θα εξελιχθεί άραγε η μάχη ανάμεσα τους; Θα καταφέρει ο Ιάσονας να τον κερδίσει ως έχει, ή θα χρειαστεί να καλωσορίσει ξανά τη βαμπιρική του φύση; Θα τα δούμε όλα στο επόμενο!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top