Κεφάλαιο 66: Μονομαχία


85 χρόνια πριν...

«Ώστε δεν την έχεις ξεπεράσει ακόμα...» συμπέρανε ο Άνθιμος με μια έκφραση απογοήτευσης, όταν ο Αδάμ του ζήτησε για ακόμα μια φορά να πάρουν την Εύα στο πλευρό του στη Σκοτεινή Διάσταση. «Και δεν απορώ καθόλου. Εδώ και καιρό τη βλέπω στις σκέψεις σου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς συμβαίνει αυτό... Την ήξερες μόνο μία ημέρα, Αδάμ! Πώς γίνεται να την αγάπησες; Και κυρίως, πώς παρέμεινε αυτή η αγάπη ζωντανή ακόμα και μετά τη μεταμόρφωση σου;»

«Επειδή είναι αληθινή.» απάντησε ο Πρώτος και μοναδικός ακόμα Λοχαγός. «Και δεν μου πήρες τα συναισθήματα όταν με άλλαξες. Ποτέ δεν θα μου τα πάρεις. Απαιτώ να έρθει η Εύα εδώ, διαφορετικά θα...»

«Τι; Τι θα κάνεις, Αδάμ; Θα παραιτηθείς; Θα φύγεις από τη Σκοτεινή Διάσταση;» τον ρώτησε ο Άνθιμος διακόπτοντας τον και πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής. «Δεν έχεις που να πας. Ο Κόσμος θα σε θεωρεί τέρας και θα πρέπει συνέχεια να κρύβεσαι σαν ένας κοινός βρικόλακας!»

Ο Αδάμ τα παράτησε. Είχε δίκιο, έπρεπε να βρει άλλο τρόπο να τον πείσει. Ο Άνθιμος άλλαξε θέμα:

«Τέλος πάντων... Ήθελα τη γνώμη σου για κάτι πιο σημαντικό από έρωτες. Παρακολουθώ εδώ και καιρό ένα ξωτικό, ο οποίος θα μας ήταν εξαιρετικά χρήσιμος και ικανός ο Δεύτερος Λοχαγός. Ονομάζεται Αρίσταρχος και είναι γιος ενός άρχοντα σε μια πόλη των Ξωτικών. Είναι ένα πολύ ισχυρό Ξωτικό της Φωτιάς, που όταν ήταν μικρός αδυνατώντας να ελέγξει τη δύναμη του, έκαψε μέχρι θανάτου τη μητέρα του. Τότε ο πατέρας του, για να τον τιμωρήσει, του κατέστρεψε τα χέρια, παραμορφώνοντας του τα δάχτυλα για να μη μπορέσει να χρησιμοποιήσει ξανά τη φωτιά. Έτσι έχει μείνει έως σήμερα, ενήλικας πλέον, κλεισμένος στο αρχοντικό. Ο πατέρας του, του παρέχει ότι θελήσει, εκτός απ' την ελευθερία του. Πιστεύω πως θα μας ακολουθούσε πρόθυμα αν τον πλησιάζαμε για να τον στρατολογήσουμε, γιατί στην ουσία θα τον σώζαμε. Όχι ακόμα όμως. Κάθε δεκαετία θέλω να στρατολογώ έναν καινούργιο λοχαγό.»

«Γιατί;»

«Επειδή το δέκα είναι ο αγαπημένος μου αριθμός.» του είπε κλείνοντας του το μάτι. «Και οι Λοχαγοί συνολικά θα είναι δέκα. Ύστερα δεν θα χρειαζόμαστε άλλους. Δέκα Λοχαγοί με δέκα πανίσχυρους λόχους, και ο κάθε ένας από αυτούς θα έχει έναν σημαντικό ρόλο στη Σκοτεινή Διάσταση. Λοιπόν, τι λες για τον Αρίσταρχο;»

«Κάνε ό,τι νομίζεις.» σχολίασε ο Αδάμ με σταυρωμένα τα χέρια. «Θα πάω στο δωμάτιο μου.» και απομακρύνθηκε.

Έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιο του για μέρες, εγκαταλείποντας τα καθήκοντα του. Ο Άνθιμος δεν μπορούσε να τον τιμωρήσει γιατί τον χρειαζόταν. Ένιωθε σαν ένας πατέρας του οποίου ο γιος είχε επαναστατήσει. Τελικά, έστειλε έναν υπηρέτη για να τον καλέσει να διαπραγματευθεί μαζί του. Ο Αδάμ εμφανίστηκε στην αίθουσα συμβουλίων.

«Λοιπόν; Πόσο θα κρατήσει ακόμα αυτό το παιδικό πείσμα σου;» τον ρώτησε ο Άνθιμος.

«Γιατί με κάλεσες εδώ;»

«Γιατί σε χρειάζομαι.» του είπε ειλικρινά. «Και αποφάσισα να ακούσω ποια είναι τα αιτήματα σου ώστε να επιστρέψεις στα καθήκοντα σου, μήπως μπορέσουμε να βρούμε μια μέση λύση. Σε ακούω λοιπόν...»

«Έχω μονάχα ένα αίτημα και ξέρεις πολύ καλά ποιο είναι.»

Ο Άνθιμος μειδίασε και εξήγησε ήρεμα:

«Άκουσε με. Αυτή η Εύα που λες, δεν είναι παρά μία πόρνη, ένα αδύναμο Ξωτικό της Γης που δεν έχει ιδιαίτερες ικανότητες, δεν ξέρει ούτε καν να μάχεται. Μονάχα ως πόρνη του παλατιού θα μας εξυπηρετούσε, αλλά είμαι σίγουρος πως δεν θα ήθελες κάτι τέτοιο για εκείνη εδώ.»

«Δεν θα άφηνα κανέναν άλλον να την αγγίξει από τη στιγμή που θα είναι ξανά μαζί μου. Όμως μου το υποσχέθηκες όταν ήρθες και με βρήκες πριν πέντε χρόνια, Άρχοντα μου... Ήταν ο λόγος που δεν υποχώρησα και δέχτηκα. Έχω μία πρόταση να σου κάνω, λοιπόν... Ας στρατολογήσουμε την Εύα ως Δεύτερη Λοχαγό αντί για εκείνον τον Αρίσταρχο. Απλά έλα μαζί μου μία φορά να την παρακολουθήσεις, και θα νιώσεις κι εσύ ότι έχει μια κρυμμένη δύναμη μέσα της. Όμως δεν της δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να την αξιοποιήσει και να τη βγάλει στην επιφάνεια. Αν τη μεταμορφώσεις και βάλεις και σε εκείνη ένα ακόμα κομμάτι από το Μαύρο Πετράδι, ποιος ξέρει πόσο πιο δυνατή θα γίνει... Επίσης, η ομορφιά της θα μας φανεί χρήσιμη, ειδικά ως Σκοτεινό Ξωτικό.»

Αυτά τα λόγια του φάνηκαν να βάζουν σε σκέψεις τον Άνθιμο. Το σκέφτηκε για λίγο κι έπειτα είπε:

«Πολύ καλά λοιπόν... Θα την παρακολουθήσω και εγώ και θα δούμε, όμως δεν σου εγγυώμαι τίποτα.»

Μετά από μερικές ώρες παρακολούθησης, καθώς εισέβαλλαν κρυφά στη Χώρα των Ξωτικών, ο Άνθιμος παραδέχθηκε τελικά ότι ο Αδάμ είχε δίκιο κι ότι η Εύα έκρυβε όντως ισχυρή τη Δύναμη της Γης μέσα της, η οποία μετά τη μεταμόρφωση και με την κατάλληλη εκπαίδευση θα κατέληγε σε μια ακόμα δυνατότερη Μαύρη Μαγεία. Επιπλέον, θα ήταν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για τον Αδάμ για να γίνει ακόμα δυνατότερος. Έτσι λοιπόν, όταν επέστρεψαν στη Σκοτεινή Διάσταση ανακοίνωσε στον Πρώτο Λοχαγό την απόφαση του:

«Το αίτημα σου θα γίνει δεκτό, Αδάμ. Θα μεταμορφώσουμε τώρα την Εύα σε Δεύτερη Λοχαγό και θα στρατολογήσουμε τον Αρίσταρχο ως Τρίτο σε πέντε χρόνια από τώρα.» Η χαρά του Αδάμ ήταν απερίγραπτη, όμως είχε και αγωνία συγχρόνως. Και αν δεν δεχόταν η Εύα;

Την πλησίασε ο ίδιος στη Χώρα των Ξωτικών, ανοίγοντας πύλη μέσα στο δωμάτιο της, εκεί όπου είχαν ενωθεί για πρώτη φορά. Εκείνη πάγωσε από τρόμο μόλις είδε το τρομακτικό πλάσμα να βγαίνει μέσα από εκείνη την υπερφυσική πύλη. Έπεσε στο πάτωμα και σύρθηκε προς τα πίσω, πιστεύοντας πως ήρθε το τέλος της. Όμως και ο ίδιος ο Αδάμ είχε παγώσει που την έβλεπε ξανά μετά από τόσον καιρό.

«Μη φοβάσαι, Εύα. Εγώ είμαι. Δεν με θυμάσαι;» τη ρώτησε. Η Εύα τον παρατήρησε καλύτερα και τότε τον αναγνώρισε.

«Αδάμ...;» ψέλλισε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. «Τι... Τι σου συνέβη;»

«Ηρέμησε. Είμαι ο ίδιος άνδρας που γνώρισες τότε. Απλώς άλλαξα λίγο.» Η Εύα τότε σηκώθηκε και τον πλησίασε με ανάμεικτα συναισθήματα συγκίνησης, αλλά και θυμού συγχρόνως. Τελικά, ο θυμός επικράτησε και τον χαστούκισε. Όμως ο Αδάμ δεν ένιωσε τίποτα, δεν μετακινήθηκε ούτε λίγο από τη θέση του, ενώ η Εύα μόρφασε απ' τον πόνο καθώς κράτησε γερά το χέρι της.

«Τι στο... Το έσπασα!» αναφώνησε.

«Μην ανησυχείς. Έλα μαζί μου και θα στο φροντίσω.»

«Πού; Που να έρθω μαζί σου; Τι συνέβη; Εμφανίζεσαι πέντε ολόκληρα χρόνια μετά, έχοντας μεταμορφωθεί σε... δεν ξέρω ακριβώς τι είσαι, και μου ζητάς να σε εμπιστευθώ;! Προσπαθώ να σε χτυπήσω και σπάω το χέρι μου;! Τι στο καλό συμβαίνει;!» του φώναξε.

«Έλα και θα σου εξηγήσω.» της είπε και άνοιξε ξανά την πύλη.

Όσο και αν η λογική της φώναζε να κάνει πίσω, να μην πάει μαζί του, εκείνη τον ακολούθησε μέσα στη Σκοτεινή Διάσταση. Κοιτούσε πιο πολύ απορημένη, παρά έντρομη, τα πάντα γύρω της.

Δεν μπορεί... Σίγουρα θα ονειρεύομαι και σύντομα θα ξυπνήσω. Σκεφτόταν.

Την οδήγησε μέσα από τις αίθουσες και τους διαδρόμους του παλατιού ως το δωμάτιο του, χωρίς να συναντήσουν ακόμα τον Άνθιμο. Έτσι είχαν συμφωνήσει με τον Άρχοντα, για να μην την τρομοκρατήσουν. Πρώτα θα της εξηγούσε τα πάντα ο Αδάμ. Μπήκαν στο δωμάτιο του και αφού της περιποιήθηκε το χέρι και το τύλιξε, κάθισαν και εκεί της τα αφηγήθηκε όλα, από την πρώτη εκείνη νύχτα της συνάντησης τους μέχρι σήμερα, εξηγώντας της τι ακριβώς ήταν ο Λόρδος Άνθιμος, τους σκοπούς του, τον δικό του ρόλο καθώς και ποιος θα ήταν ο δικός της ρόλος σε όλα αυτά.

«Σε περίμενα...» είπε η Εύα ύστερα από την αφήγηση και τις εξηγήσεις του, δακρύζοντας χωρίς να το θέλει. «Όλον αυτόν τον καιρό σε περίμενα. Εκείνη η νύχτα που περάσαμε μαζί ήταν για εμένα η ομορφότερη της ζωής μου. Πλέον δεν ένιωθα τίποτα για κανέναν από τους άντρες με τους οποίους πλάγιαζα, εάν δεν σκεφτόμουν εσένα και σε φαντασιωνόμουν στη θέση τους. Και τώρα έρχεσαι και μου λες πως μεταμορφώθηκες σε βρικόλακας με μαγικές δυνάμεις και ότι υπηρετείς έναν σατανικό άρχοντα που θέλει να καταστρέψει τον Κόσμο. Είναι πολλά όλα αυτά για να τα αντέξω.»

Ο Αδάμ άπλωσε το χέρι του και σκούπισε τα δάκρυα της.

«Είσαι τόσο κρύος...» ψιθύρισε εκείνη.

«Σύντομα θα έχουμε την ίδια θερμοκρασία. Θα είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε μαζί σε έναν καλύτερο κόσμο. Θα γίνεις δυνατή και δεν θα χρειάζεται να ζεις πια αυτή τη ζωή, να κάνεις αυτή τη δουλειά.»

«Ακολούθησες ένα δρόμο που θα είναι στρωμένος επί πτωμάτων.» είπε έπειτα από σύντομη σκέψη η Εύα. «Όμως, αν είναι αυτός ο μόνος τρόπος να είμαστε μαζί, και αν με όλες αυτές τις θυσίες φτιάξουμε πάνω στον κατεστραμμένο Κόσμο έναν νέο, καλύτερο από τον προηγούμενο, τότε δέχομαι να γίνω σαν εσένα.» του ανακοίνωσε και η χαρά του ήταν απερίγραπτη.

Ύστερα γνώρισε τον Λόρδο Άνθιμο και δείπνησε μαζί του. Σε εκείνο το δείπνο ο Άνθιμος της μίλησε σχετικά με τις λεπτομέρειες του ρόλου που θα είχε καθώς και για τη μεταμόρφωση της. Ο ρόλος του Δεύτερου Λόχου θα ήταν η προμήθεια αίματος στη Σκοτεινή Διάσταση δια μέσου Προμηθευτών, θνητών δηλαδή που τον υπηρετούσαν κρυφά, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να σκοτώνουν τόσο κρυφά για να τραφούν.

«Όμως θα χρειαστεί να κάνεις μια μεγάλη θυσία μαζί με τη μεταμόρφωση σου. Θα υποβληθείς σε στείρωση. Δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις ποτέ δικά σου παιδιά.» της είπε στο τέλος.

«Τι....;» σοκαρίστηκε η Εύα, που ονειρευόταν ήδη παιδιά δικά της και του Αδάμ στο μέλλον.

«Λυπάμαι, όμως είναι ο μόνος τρόπος για να μην αρχίσει το είδος μας να αναπαράγεται ανεξέλεγκτα. Επίσης, το δέσιμο μιας μητέρας με το παιδί της ίσως την κάνει αδύναμη και την αποσπάσει απ' το σκοπό της. Όταν όμως κατακτήσουμε τον Κόσμο, εσύ και ο Αδάμ θα μπορέσετε να υιοθετήσετε ένα ξωτικό παιδί, να το μεγαλώσετε ως δικό σας και να το μεταμορφώσετε.»

Η Εύα αποφάσισε να κάνει αυτή τη θυσία. Θα έκανε υπομονή, έτσι κι αλλιώς θα είχαν μια αιωνιότητα να ζήσουν με τον Αδάμ.

Το ίδιο βράδυ, ο Αδάμ την επισκέφθηκε στην κάμαρη της και επιτέλους ενώθηκαν ξανά. Παρόλο που εκείνη φοβόταν στην αρχή, αλλά και ο ίδιος ο Αδάμ φοβόταν μήπως δεν κατάφερνε να ελέγξει τον εαυτό του, ήταν όλα υπέροχα, μαγικά σχεδόν.

Λίγες ημέρες μετά, πραγματοποιήθηκε η μεταμόρφωση της, μαζί με την εισαγωγή του Μαύρου Πετραδιού και τη στείρωση. Ο Αδάμ ήταν παρών σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Όταν τρεις μέρες μετά η Εύα ξύπνησε, ήταν πραγματικά πανέμορφη και πολύ πιο δυνατή.

Το ίδιο εκείνο βράδυ οι δύο εραστές ενώθηκαν ξανά και αυτή τη φορά, ήταν ακόμα πιο υπέροχη η ένωση τους. Η Εύα με όλες τις αισθήσεις της αυξημένες πλέον, ένιωθε το κάθε άγγιγμα του δέκα φορές πιο έντονα από ότι πριν. Έκαναν έρωτα ξανά και ξανά εκείνη τη νύχτα, ακούραστοι και οι δυο καθώς ήταν δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Ήταν βέβαιοι πως αυτό το πάθος τους θα παρέμενε αναλλοίωτο στους αιώνες.

Η Εύα τελικά απέδειξε πως κέρδισε επάξια το ρόλο της Δεύτερης Λοχαγού. Άκρως γοητευτική και θανατηφόρα, ειδικά με τις νέες της ικανότητες, σαγήνευε και ξεγελούσε κάθε αρσενικό, προκαλώντας θαυμασμό στον Αδάμ αντί για ζήλεια. Ήξερε πως ήταν δικιά του και πως πάντα θα ήταν, και οι δυο τους εργάζονταν σκληρά στο πλευρό του Λόρδου Άνθιμου, υπηρετώντας τον πιστά και κάνοντας υπομονή για να έρθει η στιγμή που θα κέρδιζαν εκείνον τον νέο Κόσμο που ονειρεύονταν. Γελάστηκαν όμως...

{...}


Παρόν, Πόλη του Νότου, Νότιο Βασίλειο

Ο Αδάμ παρέμεινε εκεί, με την Εύα στην αγκαλιά του, ενώ όλες οι στιγμές που έζησαν μαζί επανέρχονταν στο μυαλό και των δύο, περιμένοντας το τέλος τους αφού δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να μπορούσαν να κάνουν.

«Σκοτώσαμε τόσους πολλούς... Άραγε άξιζαν τόσες θυσίες;» απόρησε με παράπονο η Εύα.

«Όχι, δεν άξιζαν. Ο Λόρδος Άνθιμος μας εγκατέλειψε εδώ να πεθάνουμε στο τέλος.» απάντησε ο Αδάμ. «Μετανιώνω που τον ακολούθησα εξαρχής, και που σε έμπλεξα και εσένα σε όλο αυτό... Σε μετέτρεψα σε μια δολοφόνο σαν εμένα. Όμως, για ένα πράγμα δεν μετανιώνω: που σε γνώρισα, και για όλα όσα ζήσαμε μαζί.»

«Και εγώ το ίδιο, Αδάμ μου... Και δεν λυπάμαι για τίποτα, παρά μόνο για όλες εκείνες τις ζωές που χάθηκαν εξαιτίας μας.»

«Τώρα είναι πλέον αργά... Δεν μπορούμε να αναιρέσουμε όσα κάναμε... Μα κοίτα... Ο ήλιος... Πόσο όμορφος είναι... Ποτέ δεν καταφέραμε να τον θαυμάσουμε μαζί.»

Η Εύα έστρεψε και εκείνη το βλέμμα της προς τον ήλιο, ο οποίος, παρόλο που τους έκαιγε, ήταν ένα υπέροχο θέαμα, ίσως το πιο υπέροχο που θα μπορούσαν να δουν πριν πεθάνουν, πέρα από το πρόσωπο του ενός για τον άλλον.

«Ναι, είναι όντως πανέμορφος... Μα όχι ομορφότερος από εσένα, αγαπημένε μου... Το σκοτάδι σου ήταν πάντα πολύ πιο όμορφο από κάθε φως.» είπε και τον κοίταξε ξανά. Πλέον το δέρμα και των δύο είχε γεμίσει εγκαύματα και φολίδες, καπνός άρχισε να βγαίνει από τις σάρκες τους όμως δεν τους πείραζε καθόλου.

«Φίλησε με, Αδάμ. Ένα τελευταίο φιλί προτού γίνουμε στάχτη.» του ζήτησε.

«Σ' αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον Κόσμο, Εύα.»

«Και εγώ σ' αγαπώ... Και θα σ' αγαπώ για πάντα, ακόμα και στην άλλη ζωή, ακόμα και αν καούμε στην Κόλαση.»

Ο Αδάμ έγειρε και ένωσε τα χείλη τους απαλά, και έμειναν έτσι να φιλιούνται ώσπου κάηκαν μαζί ολοσχερώς και δεν έμειναν παρά μόνο οι στάχτες τους και κουρέλια από τα ρούχα τους.

{...}

Σκοτεινή Διάσταση

Ο Αρίσταρχος άφησε την Ελπινίκη στο δωμάτιο της στο κάστρο, έως ότου αναρρώσει, και έπειτα έφυγε και πήγε γρήγορα ως το πεδίο της μάχης, όπου μία ακόμα μάχη είχε ξεκινήσει, αυτή τη φορά με τον Λόρδο Άνθιμο επικεφαλή. Τον βρήκε και τον διέκοψε από μια μονομαχία που είχε με έναν μάγο, έτσι εκείνος σταμάτησε μόλις τον είδε και αναφώνησε:

«Αρίσταρχε! Τι ευχάριστη έκπληξη...! Κατάφερες να αποδράσεις;»

«Μάλιστα, Άρχοντα μου. Εγώ και όσοι από τους δικούς μου επιβιώσαμε, καθώς και κάποιοι από τους Λόχους του Αδάμ και της Εύας. Κατάφερα και διέσωσα και την Ελπινίκη. Όμως ο Αδάμ, η Εύα και όσοι δικοί μας παρέμειναν στον Κόσμο των Ανθρώπων σίγουρα θα έγιναν στάχτη στον ήλιο. Χάσαμε, Άρχοντα μου...» είπε και έσκυψε το κεφάλι απογοητευμένος.

«Μη στενοχωριέσαι, Τρίτε! Έχουμε ακόμα τη μάχη στη Σκοτεινή Διάσταση!» αναφώνησε ο Άνθιμος χαρούμενος, σαν να μη συνέβη τίποτα. «Αν κερδίσουμε, θα αναγκάσω αυτόν τον γελοίο Άρχοντα των Ξωτικών να μας παραδώσει το βασίλειο του αλλιώς δεν θα αφήσουμε κανέναν να φύγει ζωντανός από εδώ. Αν χάσουμε, θα βάλουμε σε εφαρμογή το Σχέδιο Β. Όπως και να 'χει κερδισμένοι θα βγούμε. Απόλαυσε τώρα το υπόλοιπο της μάχης όσο έχεις καιρό!» Και πήγε να απομακρυνθεί, υψώνοντας το σπαθί του προς κάποιον άλλο εχθρό, όμως τότε άκουσε μια φωνή να τον καλεί κραυγάζοντας:

«ΑΝΘΙΜΕΕΕ!!» Γύρισε και είδε έναν νεαρό Μάγο, αλλά με στολή ξωτικών, να τρέχει προς το μέρος του με το σπαθί του υψωμένο κι αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν, τον είχε δει μέσα στις αναμνήσεις του Ωρίωνα και είχε μάθει τόσα για αυτόν από τις αναφορές του Βαρόνου: ήταν ο Ιάσονας, εκείνο το ιδιαίτερο αγόρι που αναζητούσε εδώ και καιρό.

Χαμογέλασε μόλις τον είδε και λίγο προτού τον φτάσει το σπαθί του, σήκωσε το δικό του και τον απέκρουσε, χωρίς να κάνει την κίνηση να επιτεθεί όμως.

«Βρε, βρε, βρε... Ο περίφημος Μάγος Ιάσονας. Επιτέλους σε γνωρίζω από κοντά.» του είπε με ένα χαμόγελο ενθουσιασμού στα χείλη του καθώς τα σπαθιά τους είχαν παραμείνει χιαστί.

«Θα πληρώσεις για όσα έκανες, Άνθιμε! Για όλους τους αθώους που χάθηκαν εξαιτίας σου και για όλα εκείνα τα Ξωτικά που τους πήρες την ψυχή και τα μετέτρεψες σε τέρατα! Μα κυρίως δεν θα σε αφήσω να καταστρέψεις τον Κόσμο, Άνθιμε!»

«Μου αρέσεις, μικρέ. Έχεις θάρρος και αποφασιστικότητα, και για να νίκησες τον Ωρίωνα, αυτό σημαίνει πως δεν τα βάζεις κάτω με τίποτα, ακόμα και αν βρίσκεσαι στο χείλος του θανάτου. Όμως... για στάσου...! Κάτι βλέπω στις σκέψεις σου, μια ανάμνηση από την πιο πρόσφατη μάχη.»

Ο Ιάσονας άφησε τον εχθρό του και πισωπάτησε μερικά μέτρα. Ήξερε τι έβλεπε ο Άνθιμος στις σκέψεις του και αυτό που σκεφτόταν τώρα δεν ήθελε να το θυμάται.

«Ω... Ενδιαφέρον... Άραγε το δάγκωμα του Ωρίωνα σε συνδυασμό με τη Θεραπεία της Ιφιγένειας στο έκαναν αυτό;» Ο Άνθιμος κατέβασε στο σπαθί του και έβαλε το δάχτυλο κάτω από τα χείλη του, δήθεν σκεπτικός. «Όχι, κάτι δεν μου κολλάει εδώ... Δεν έχεις καν σημάδι μεταμόρφωσης. Από την άλλη όμως, η Ιφιγένεια δεν μπορεί να θεραπεύσει το βαμπιρισμό... Ή μήπως μπορεί;»

«Ιάσονα;! Τι πας να κάνεις;! Ξέχασες όλα όσα είπαμε;!» ακούστηκε μία άλλη φωνή ανάμεσα στο μαινόμενο πλήθος. Ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος είχε μόλις πλησιάσει.

«Άνθιμε...» γρύλισε κοιτάζοντας τον Σκοτεινό Άρχοντα. Ο Άρχοντας Έλιος ακολούθησε.

«Μην τολμήσεις να τα βάλεις μαζί του, Ιάσονα! Είναι διαταγή, άκουσες;! Άφησε τον σε εμάς!» φώναξε ο Έλιος. Δίπλα του εμφανίστηκε επίσης ο Άρχοντας Παύλος με την Αρχόντισσα Μοργκάνα και πιο πίσω, ο Ζαχαρίας. Όλοι κοιτούσαν με ανησυχία και φόβο τον Ιάσονα, είχαν πάρει όμως θέσεις μάχης απέναντι απ' τον Άνθιμο. Από την άλλη μεριά, ο Αρίσταρχος στάθηκε πλάι στον κύριο του.

«Χμμ... Βλέπω πως πολλά άτομα νοιάζονται για σένα και είναι πρόθυμα να πολεμήσουν στη θέση σου. Δώσε μου λίγο χρόνο για να τους εξοντώσω και θα επιστρέψω στη δική μας μονομαχία σύντομα.» είπε ο Άνθιμος.

Ο Ιάσονας τότε στράφηκε και κοίταξε ξανά όλα εκείνα τα άτομα που ήταν αποφασισμένα και έτοιμα να θυσιαστούν για εκείνον. Όχι, δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Έπρεπε εκείνος να πολεμήσει τον Άνθιμο ή να πεθάνει. Ένιωθε πως ήταν το πεπρωμένο του.

«Όχι!» φώναξε προτού άλλη μια μονομαχία ξεκινήσει. «Πάλεψε απευθείας μαζί μου, Άνθιμε. Αν κερδίσω, θα μας αφήσεις να φύγουμε από τη Σκοτεινή Διάσταση και δεν θα μας ενοχλήσεις ποτέ ξανά. Αν χάσω, τότε μπορείς να πολεμήσεις μαζί τους.»

«Ιάσονα, όχι!» φώναξε η Αρχόντισσα Μοργκάνα με έγνοια, εκφράζοντας όλες τις ανησυχίες των υπολοίπων.

«Μην αφήσετε κανέναν τους να πλησιάσει! Δέχομαι τη μονομαχία!» φώναξε ο Άνθιμος κι έπειτα αρκετά Σκοτεινά Ξωτικά μπήκαν μπροστά από τους άρχοντες, βάζοντας τα σπαθιά τους ως εμπόδια. «Μπορείτε να παρακολουθήσετε, αλλά μην επέμβει κανένας σας! Αρίσταρχε...!»

«Μάλιστα, Άρχοντα μου.» Έσπευσε δίπλα του ο Τρίτος.

«Διέκοψε τη μάχη. Έχουμε μια μονομαχία η οποία θα καθορίσει τη συνέχεια της.» του είπε με ένα χαμόγελο ενθουσιασμού και ανυπομονησίας.

Ο Αρίσταρχος έφυγε για να εκτελέσει τη διαταγή του. Σύντομα η μάχη διακόπηκε για μία ακόμα φορά και όλοι πληροφορήθηκαν για την επερχόμενη μονομαχία του Άνθιμου με εκείνον τον τολμηρό και ριψοκίνδυνο μάγο που τον προκάλεσε. Οι περισσότεροι το θεώρησαν μεγάλη ανοησία, υπήρχαν όμως και κάποιοι που τον θαύμασαν. Άραγε θα κατάφερνε εκείνο το δεκαεφτάχρονο αγόρι να λήξει τον πόλεμο, αν είχε έστω και την απειροελάχιστη πιθανότητα να κερδίσει;

Σιγά- σιγά, ένα πλήθος κόσμου μαζεύτηκε γύρω τους, ενώ οι φρουροί του Αρίσταρχου είχαν σχηματίσει έναν κλοιό με τα όπλα τους, εμποδίζοντας στους συμμάχους του Ιάσονα να περάσουν για να τον βοηθήσουν. Ο Ιάσονας τους πλησίασε όλους.

«Μην ανησυχείτε για εμένα. Θα είμαι εντάξει. Ξέρω τι κάνω.» προσπάθησε να τους πείσει, ακόμα περισσότερο όμως προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του.

«Παιδί μου... Σε παρακαλώ μη ριψοκινδυνεύσεις πολύ. Αν δεις πως δεν μπορείς να τα καταφέρεις, παραιτήσου και εμείς θα βρούμε μια λύση για να τον νικήσουμε ύστερα.» του είπε ο Παύλος και όλοι συμφώνησαν μαζί του.

Η Ιφιγένεια, που δεν την είχαν αφήσει να πολεμήσει θεραπεύοντας αυτή τη φορά διότι έπρεπε να ξεκουραστεί από τις πρόσφατες περιπέτειες της, βρισκόταν στη σκηνή των τραυματιών και βοηθούσε τη μητέρα της με τη θεραπεία των βαριά τραυματισμένων, όταν το πληροφορήθηκε αυτό. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά από αγωνία.

Τι πας να κάνεις, Ιάσονα; Σκέφτηκε καθώς έφευγε τρέχοντας για το πεδίο της μάχης, μήπως καταφέρει και προλάβει να τον σταματήσει.

*******************************************

Φτάσαμε σε κρίσιμο σημείο, φίλες και φίλοι και από τώρα έως το τέλος θα έχουμε μεγάλες ανατροπές με μια τεράστια στο επόμενο. Ο Άνθιμος αποκαλύπτει στον Ιάσονα κάτι σοκαριστικό... Τι είναι αυτό άραγε και πώς θα εξελιχθεί η μονομαχία τους; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top