Κεφάλαιο 65: Αδάμ και Εύα
90 χρόνια πριν (συνέχεια)
Ο Αδάμ εισέβαλλε μυστικά στη βίλλα του άνδρα που έπρεπε να εκτελέσει, καθώς είχε αρχίσει να βρέχει. Με αθόρυβες κινήσεις και μέσα στις σκιές κύλησε και βρέθηκε στο υπνοδωμάτιο του. Πάγωσε, μόλις είδε τον άνδρα εκείνον να κείτεται ήδη νεκρός στο κρεβάτι του, με ένα ρυάκι αίμα να τρέχει απ' το λαιμό του. Το πρόσωπο του με τα μάτια που παρέμειναν ανοιχτά φαινόταν απόκοσμο στο φως των αναμένων κεριών στα δύο κομοδίνα του και μια αστραπή που ξέσπασε εκείνη την ώρα, έκανε το σκηνικό ακόμα πιο τρομακτικό και ο Αδάμ πισωπάτησε. Δεν ήξερε τι να κάνει, προφανώς κάποιος είχε προλάβει να σκοτώσει εκείνο το απόβρασμα πριν από τον ίδιο, οπότε η δουλειά του τελείωνε εκεί, όμως, αν ήταν παγίδα;
«Σε περίμενα, Αδάμ.» ακούστηκε μια ανδρική φωνή από κάπου στο βάθος του δωματίου. Κοίταξε προς τα εκεί και είδε ήταν μια μαυροφορεμένη φιγούρα που καθόταν στον καναπέ του δωματίου σταυροπόδι. Δεν φαινόταν καθαρά, καθώς το φως απ' τα κεριά δεν φώτιζε μέχρι εκεί, όμως διέκρινε δυο κόκκινα, απόκοσμα μάτια να τον κοιτάζουν.
Τι είναι αυτό; Δαίμονας; Αυτό τον σκότωσε αντί για εμένα; Σκέφτηκε. Όλα μέχρι στιγμής του φώναζαν να κάνει μεταβολή και να φύγει, όμως κάτι τον κρατούσε εκεί.
«Όχι, δεν είμαι δαίμονας. Είμαι κάτι εξίσου δυνατό.» είπε ο άνδρας και αφού σηκώθηκε άρχισε να τον πλησιάζει με αργά βήματα. Ο Αδάμ έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, όμως δεν υποχώρησε, η περιέργεια του για το άγνωστο υπερίσχυε του φόβου.
«Και για να απαντήσω και στο δεύτερο ερώτημα σου, ναι, εγώ τον σκότωσα.» Ο άνδρας πλησίασε στο φως των κεριών και τότε φάνηκαν τα χαρακτηριστικά του. Έμοιαζε με ξωτικό, μα δεν έμοιαζε συγχρόνως... Το δέρμα του ήταν πολύ πιο χλωμό, τα μάτια του όντως κόκκινα και όταν του χαμογέλασε, δυο μυτεροί κυνόδοντες αποκαλύφθηκαν.
«Το έκανα για να σε βοηθήσω στο έργο σου και συγχρόνως να τραφώ, να μην πάει χαμένο και το αίμα του...» Ο Αδάμ εξακολουθούσε να τον κοιτάζει με απορία ανάμεικτη με φόβο. «Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή τα πράγματα. Το όνομα μου είναι Άνθιμος, Λόρδος Άνθιμος. Είμαι κάτι μεταξύ ξωτικού και βρικόλακα, μαζί με αρκετές μαγικές ικανότητες, μεταξύ αυτών και το διάβασμα σκέψεων. Μπορώ να διαβάσω κάθε σκέψη που κάνεις αυτή τη στιγμή και να νιώσω κάθε συναίσθημα που νιώθεις.» Έκανε μια παύση η οποία έδωσε στον Αδάμ την ευκαιρία να ρωτήσει:
«Τι θες από εμένα;» Ο Άνθιμος μειδίασε.
«Εσένα. Την ψυχή σου, τη δύναμη σου, τα πάντα. Θα σου εξηγήσω με λεπτομέρειες όμως. Έχουμε ολόκληρη τη νύχτα μπροστά μας και κανένας δεν θα έρθει εδώ από ότι φαίνεται.»
Κι άρχισε να του αφηγείται απ' την αρχή την ιστορία του σχετικά με το ποιος ήταν, πώς μεταμορφώθηκε σε βρικόλακα και απέκτησε τις μαγικές και σκοτεινές συγχρόνως δυνάμεις του, πώς δημιούργησε τη Σκοτεινή Διάσταση η οποία περίμενε να φιλοξενήσει τους πρώτους του υπηκόους. Έπειτα του αποκάλυψε τα σχέδια του, ότι δηλαδή σκόπευε να κατακτήσει τον Κόσμο των Ανθρώπων και να καταστρέψει τα Ξωτικά.
«Και σε αυτό, αγαπητέ Αδάμ, θα με βοηθήσεις εσύ. Διότι εσύ θα γίνεις ο Πρώτος μου Λοχαγός, και θα τους διοικείς όλους για χάρη μου. Θα είσαι μόλις ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από εμένα στην ιεραρχία και μέσα στους εκλεκτούς που θα ζήσουν μέσα στο νέο αυτό κόσμο που θα δημιουργήσω, απολαμβάνοντας ελεύθερα τους καρπούς των κτήσεων μας. Θα γίνεις δυνατός σαν εμένα, ακόμα δυνατότερος από ότι ήδη είσαι, θα αποκτήσεις ικανότητες παρόμοιες με τις δικές μου.»
Ο Αδάμ σοκαρίστηκε. Ήταν πάρα πολλές πληροφορίες για να μπορέσει να τις δεχτεί.
«Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να σε ακολουθήσω. Θα χαθούν πολλές αθώες ζωές στην προσπάθεια μας αυτή, έτσι δεν είναι; Και εγώ δεν σκοτώνω αθώους...» Ο Λόρδος Άνθιμος γέλασε απαλά και ακούμπησε το ένα του χέρι στον ώμο του. Ήταν τόσο κρύο, που ο Αδάμ το ένιωσε ακόμα και πάνω απ' το πανωφόρι και τα ρούχα του.
«Καλέ μου Αδάμ... Ο Κόσμος είναι διεφθαρμένος, το βλέπεις και μόνος σου αυτό. Κοντά στα ξερά, καίγονται και τα χλωρά δεν λένε; Για να φτιάξουμε έναν νέο, πιο ελεύθερο Κόσμο για όσα ξωτικά δεχθούν να μας ακολουθήσουν, θα πρέπει να υπάρξουν θυσίες και παράπλευρες απώλειες. Ξέρω για εσένα, ξέρω ότι ο Κόσμος των Ξωτικών σε απαρνήθηκε και σου γύρισε την πλάτη επειδή κάνεις αυτό που εσύ θεωρείς σωστό, καθαρίζεις τον Κόσμο από καθάρματα. Εξάλλου, δεν έχεις επιλογή. Είσαι ο νούμερο ένα καταζητούμενος στην Έλφια. Σύντομα θα είσαι ο νούμερο ένα καταζητούμενος σε ολόκληρη τη Χώρα, και τότε θα είναι θέμα χρόνου να σε πιάσουν. Νομίζεις ότι θα τη γλιτώνεις για πάντα; Και τότε οι Ανώτεροι Άρχοντες θα διατάξουν την εκτέλεση σου. Ενώ αν έρθεις μαζί μου, θα ζήσεις αιώνια. Θα γίνεις ο νούμερο ένα του στρατού μου και όταν κατακτήσουμε τον Κόσμο όλοι θα σε δοξάζουν στο πλευρό μου.»
Έκανε μια παύση, θαρρείς για να τον αφήσει να το σκεφτεί. Και ο Αδάμ όντως έπιασε τον εαυτό του να το σκέφτεται. Πράγματι είχε βαρεθεί αυτή τη ζωή, το να κρύβεται και να πρέπει να σκοτώνει για να βγάζει τα προς το ζην. Όντως είχε ονειρευτεί αρκετές φορές έναν καλύτερο κόσμο, μια καλύτερη ζωή. Και θα ακολουθούσε με χαρά τον Άνθιμο, όμως εκείνη η κοπέλα που γνώρισε λίγη ώρα πριν στο σοκάκι... Εκείνη θα την άφηνε πίσω, καταδικασμένη σε εκείνη τη ζωή που σίγουρα δεν είχε επιλέξει;
«Χμ... Βλέπω ότι υπάρχει κάτι που σε κρατάει πίσω. Εκείνη η γυναίκα.» είπε ο Άνθιμος, ο οποίος φυσικά διάβασε τη σκέψη του Αδάμ. «Βλέπω ότι μόλις τη γνώρισες, κι όμως αυτή η πρώτη γνωριμία σου γέννησε τόσα πολλά συναισθήματα... Ε λοιπόν, σου υπόσχομαι ότι αυτή τη γυναίκα θα μπορέσεις να την πάρεις μαζί σου στη Σκοτεινή Διάσταση και να γίνει και εκείνη σαν εμένα. Διότι σε αυτόν τον κόσμο δεν πρόκειται να σας επιτρέψουν ποτέ να είσαστε μαζί. Όμως όχι ακόμα. Θα πρέπει να μεταμορφωθείς και να εκπαιδευτείς εσύ πρώτα.» Ο Αδάμ αναθάρρησε με εκείνα τα λόγια.
«Τότε, με μεγάλη μου χαρά θα σε ακολουθήσω και θα κάνω υπομονή, Λόρδε Άνθιμε.» είπε με χαμόγελο. Ο Άνθιμος του χαμογέλασε ικανοποιημένος που κατάφερε να τον πείσει.
«Υπέροχα! Λοιπόν, έχεις είκοσι τέσσερις ώρες στη διάθεση σου, για να τακτοποιήσεις τυχόν εκκρεμότητες και φυσικά για να αποχαιρετήσεις καταλλήλως την αγαπητικιά σου, όμως μην της πεις τίποτα σχετικό με όσα σου είπα. Κανένας δεν πρέπει να μάθει ακόμα για την ύπαρξη μας. Όσοι μαθαίνουν, θα πρέπει είτε να τους σκοτώνουμε, ή να τους παίρνουμε με το μέρος μας.»
Έτσι λοιπόν, έδωσαν ραντεβού με τον Άνθιμο για την επόμενη νύχτα, την ίδια ώρα ακριβώς, σε ένα άλσος κοντά σε εκείνη τη βίλλα για να μη γίνουν στόχος, αφού το πτώμα του ιδιοκτήτη σίγουρα θα βρισκόταν μέσα στην επόμενη μέρα. Ο Αδάμ ανυπομονούσε να περάσουν οι ώρες και να έρθει το βράδυ για να δει την Εύα, περίμενε σαν τρελός να ενωθεί μαζί της, παρόλο που σχεδίαζε μετά να μην εμφανιστεί ξανά παρά αρκετό καιρό αργότερα. Όμως θα έκανε υπομονή, γιατί ήταν για το καλό της, για το καλό και των δύο. Ήλπιζε μόνο ο Άνθιμος να τηρούσε την υπόσχεση του και όντως να την έπαιρναν μαζί τους στη Σκοτεινή Διάσταση.
Η Εύα, από την άλλη μεριά, αγνοώντας όλα τα παραπάνω, ανυπομονούσε και εκείνη για το βράδυ, και είπε στη Μαντάμ Ιοκάστη να μην της κλείσει κανένα ραντεβού το βράδυ επειδή περίμενε έναν συγκεκριμένο πελάτη. Είχε όμως και ένα μικρό άγχος μέσα της, θα ερχόταν όντως ο Αδάμ ή θα το μετάνιωνε και θα την έστηνε; Δεν ήθελε όμως να σκέφτεται αρνητικά. Για αυτό, όταν έφτασε το βράδυ και οι πρώτοι πελάτες ξεκίνησαν να καταφθάνουν στα ραντεβού τους με τις άλλες κοπέλες, η Εύα πλύθηκε, αρωματίστηκε, στολίστηκε και φόρεσε το καλύτερο της, χρυσό φόρεμα, κολλητό με πολλά σχησίματα στα σημεία που έπρεπε για να ξελογιάσουν κάθε αρσενικό ξωτικό.
Ο Αδάμ έφτασε στον οίκο της Μαντάμ Ιοκάστης, η οποία τον υποδέχθηκε έχοντας μια υποψία σχετικά με το ποιος ήταν, αφού η Εύα της τον είχε περιγράψει. Της είπε το όνομα του και τότε επιβεβαιώθηκε και τον οδήγησε στο δωμάτιο του ξανθού, πανέμορφου ξωτικού. Ο Αδάμ χτύπησε την πόρτα με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Κι όταν η Εύα του άνοιξε, τον μάγεψε ξανά όταν τα μάτια της ενώθηκαν με τα δικά του. Έπειτα, το βλέμμα του ταξίδεψε παρακάτω, στο χυμώδες στήθος της και στο καλλίγραμμο κορμί της το οποίο αναδείκνυε το στενό φόρεμα που φορούσε.
«Καλώς ήλθες, Αδάμ. Έλα, πέρασε.» είπε και παραμέρισε. Εκείνος της χαμογέλασε και την ακολούθησε μέσα στο δωμάτιο.
Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, η Εύα πλησίασε και αγκαλιάστηκαν, με τα πρόσωπα τους να απέχουν ελάχιστα εκατοστά και τα χείλη τους το ίδιο.
«Είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως δεν ερχόσουν, τελικά...» του είπε.
«Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση... Περίμενα πώς και πώς να περάσουν οι ώρες για να σε ξαναδώ.» της απάντησε. Δεν χρειάζονταν άλλα λόγια... Τα χείλη τους ενώθηκαν από μόνα τους, κι έπειτα τα χέρια άρχισαν να εξερευνούν τα σώματα. Σύντομα οι δυο εραστές οδηγήθηκαν από το πάθος τους και κατέληξαν στο κρεβάτι, σε μια απίστευτη ερωτική εμπειρία που κανένας απ' τους δυο δεν είχε βιώσει τόσο έντονα στο παρελθόν.
Όταν τελείωσαν, ο Αδάμ την κρατούσε στην αγκαλιά του και τότε θυμήθηκε το άλλο του ραντεβού, το πιο σκοτεινό, εκείνο με τον Λόρδο Άνθιμο. Δεν ήθελε να την αφήσει, όμως τώρα πια δεν υπήρχε γυρισμός και δεν είχε άλλη επιλογή. Ούτε να αρνηθεί σε εκείνο το Σκοτεινό Ξωτικό μπορούσε, γιατί γνώριζε τα πάντα για εκείνον και ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να κάνει σε εκείνον ή, ακόμα χειρότερα, στην Εύα, αν του έλεγε πως άλλαξε γνώμη, από φόβο μήπως τον μαρτυρήσει. Έτσι, με βαριά καρδιά αποχωρίστηκε το σώμα της Εύας, σηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει τα σκόρπια ρούχα του απ' το πάτωμα και να ντύνεται.
«Πού πας; Θα φύγεις τόσο σύντομα;» τον ρώτησε γεμάτη παράπονο η Εύα.
«Συγνώμη. Όμως έχω μια δουλειά.» Να φτιάξω έναν ιδανικό κόσμο για εμάς τους δύο. Συμπλήρωσε από μέσα του, ωστόσο στράφηκε προς το μέρος της ενώ είχε φορέσει μόνο το παντελόνι του και της είπε χαμογελώντας δήθεν ξέγνοιαστα:
«Ξέρεις πώς είναι οι δουλειές της νύχτας. Δεν μπορούν να περιμένουν...»
«Θα σε ξαναδώ;» ζήτησε επιβεβαίωση η Εύα.
«Ναι.» της υποσχέθηκε και έπειτα ολοκλήρωσε το ντύσιμο του.
Αν και δεν ξέρω μετά από πόσο καιρό...
Έγειρε από πάνω της και την αποχαιρέτησε με ένα τελευταίο φιλί, δίνοντας όμως την υπόσχεση στον εαυτό του να μην ήταν το τελευταίο.
«Θα δώσω την πληρωμή σου στη Μαντάμ Ιοκάστη.» είπε έπειτα, αν και η πληρωμή ήταν το λιγότερο που θα ήθελε η Εύα τώρα.
Ο Αδάμ συνάντησε τον Άνθιμο στο μέρος όπου είχαν δώσει ραντεβού. Εκείνος τον υποδέχθηκε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
«Το ήξερα πως θα πάρεις τη σωστή απόφαση, Αδάμ.» του είπε και γυρνώντας από την άλλη μεριά, έκανε μια κίνηση με το χέρι του, σαν να το περιστρέφει. Ο Αδάμ τρόμαξε λίγο και πισωπάτησε όταν είδε μια κόκκινη, μαγική πύλη να ανοίγει, αποκαλύπτοντας από πίσω ένα σκοτεινό τοπίο με ένα γοτθικό κάστρο.
«Ακολούθησε με.» του είπε και πέρασε πρώτος την πύλη. Ο Αδάμ με κάποιο δισταγμό τον ακολούθησε, αποχαιρετώντας τα πάντα, την παλιά του ζωή ως ξωτικό, το παρελθόν που τον πλήγωνε και τον είχε μετατρέψει σε αυτό που ήταν, τα πάντα. Μονάχα την Εύα δεν αποχαιρέτησε, τουλάχιστον όχι μόνιμα.
«Καλώς ήλθες στη Σκοτεινή Διάσταση.» είπε ο Άνθιμος μόλις η πύλη έκλεισε πίσω του, δείχνοντας παντού γύρω του υψώνοντας τα χέρια του, περήφανος για το δημιούργημα του.
Τον ξενάγησε στο έρημο κάστρο, Κόκκινο Κάστρο όπως το είχε ονομάσει, το οποίο ήταν πραγματικά τεράστιο, μεγαλύτερο ίσως από το παλάτι της Έλφιας. Είχε πολλά δωμάτια και γενικά χώρους αχρησιμοποίητους.
«Απίστευτο...» έκανε ο Αδάμ κοιτάζοντας εντυπωσιασμένος γύρω του όταν εισήλθαν στην αίθουσα του θρόνου. «Δηλαδή ζούσες τόσον καιρό εδώ μόνος σου;»
«Ολομόναχος. Έως τώρα, καλέ μου Αδάμ. Διότι τώρα, με εσένα ως το πρώτο δημιούργημα μου, θα χτίσω όχι μόνο έναν ισχυρό στρατό, τον οποίο θα τρέμουν όλοι και του οποίου θα ηγηθείς εσύ, αλλά και ένα ολόκληρο έθνος το οποίο θα επεκταθεί στο μέλλον σε ολόκληρο τον Κόσμο. Όμως τα πράγματα πρέπει να γίνουν μεθοδικά και χωρίς βιασύνες. Εξάλλου, δεν μας πιέζει κανένας όσο δεν αποκαλύπτουμε τους εαυτούς μας στον Κόσμο. Έχουμε ολόκληρη την αιωνιότητα μπροστά μας.» ολοκλήρωσε με ένα χαμόγελο.
Έβλεπε το δισταγμό και το φόβο στις σκέψεις του Αδάμ, ο οποίος αναρωτιόταν συνεχώς μήπως έκανε λάθος. Όμως δεν το σχολίασε αυτό. Ήταν σίγουρος πως όταν μεταμορφωνόταν, όταν αποκτούσε δυνάμεις παρόμοιες με τις δικές του, θα ένιωθε τόσο ισχυρός και σίγουρος, που δεν θα είχε άλλους ενδοιασμούς. Μπορεί να ξεχνούσε ακόμα και εκείνο το θηλυκό.
«Και τώρα;» τον ρώτησε τελικά ο Αδάμ.
«Τώρα... Θα μείνεις για λίγες ημέρες σε όποιο δωμάτιο διαλέξεις, έως ότου να ετοιμάσω τα σύνεργα μου για τη μεταμόρφωση σου. Και τότε, θα σε δαγκώσω και θα σου δώσω το δηλητήριο μου, το ελιξίριο της νεότητας και της υπέρτατης δύναμης.»
Έτσι, ο Αδάμ έμεινε για τρεις ημέρες στο Κάστρο, ώσπου έφτασε η στιγμή της μεταμόρφωσης του. Ο Άνθιμος τον οδήγησε στο υπόγειο, μαγικό του εργαστήριο και τον έβαλε να ξαπλώσει σε ένα τραπέζι, αφού πρώτα έβγαλε όλα του τα ρούχα και φόρεσε μονάχα ένα κομμάτι ύφασμα που κάλυπτε τα επίμαχα σημεία.
«Δεν θα είναι μια απλή μεταμόρφωση, σαν εκείνη που έχεις ακούσει στους θρύλους σχετικά με τους βρικόλακες. Θα θυμίζει περισσότερο εγχείριση, διότι θα σου εισχωρήσω μέσα σου ένα κομμάτι από το μαύρο πετράδι. Μην ανησυχείς όμως, δεν θα αφήσει σημάδι, τουλάχιστον το πετράδι...» εξήγησε.
Το μαύρο πετράδι αιωρούνταν δίπλα τους, σε μια μαγική γυάλα η οποία φαινόταν διαπερατή από τη μία πλευρά.
«Είναι απόλυτα λογικό να φοβάσαι. Όμως σύντομα, όλοι οι φόβοι σου θα εξαφανιστούν. Τώρα θα σε υπνωτίσω και όταν ξυπνήσεις, θα είσαι έτοιμος.» συμπλήρωσε με ήρεμη φωνή ο Άνθιμος. Έπειτα, του έδωσε να πιει ζωμό από ένα μαγικό βότανο αγνώστου προελεύσεως για εκείνον, κι ένιωσε σύντομα να χαλαρώνει και να βυθίζεται σε λήθαργο με το πρόσωπο της Εύας να είναι η τελευταία του σκέψη.
Όταν ξύπνησε, άγνωστο πόσες ώρες ή μέρες μετά, ένιωθε παράξενα. Σαν ένα μέρος του να είχε πεθάνει, όμως συγχρόνως ένιωθε πιο ζωντανός από ποτέ. Ένιωθε παντοδύναμος, αλλά συγχρόνως ένιωθε και μια πρωτόγνωρη, ακατανίκητη δίψα, όχι για νερό αλλά για κάτι άλλο που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να καταλάβει τι.
«Καλώς ήλθες στην αιώνια νύχτα, Αδάμ.» άκουσε τη φωνή του Άνθιμου, η οποία ακούστηκε τόσο δυνατά στα αυτιά του, που τον τρόμαξε και το μόνο που ήθελε ήταν να του επιτεθεί. Δοκίμασε να σηκωθεί και να του ορμήσει, χωρίς να συγκρατεί τον εαυτό του, όμως αυτό φάνηκε αδύνατον γιατί συνειδητοποίησε πως ήταν δεμένος χειροπόδαρα στο χειρουργικό τραπέζι. Άρχισε να παλεύει μάταια να ελευθερωθεί κραυγάζοντας.
«Ηρέμησε, Αδάμ. Είναι λογικό να νιώθεις οργή και δίψα, γιατί η σκοτεινή μαγεία μέσα σου είναι πολύ δυνατή. Επίτρεψε μου να σβήσω αυτή τη δίψα.» είπε ο Άνθιμος και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Την άνοιξε και έβαλε μέσα στο δωμάτιο ένα πλάσμα που δεν ήταν Ξωτικό.
Ήταν θνητός, άνθρωπος. Ήταν δεμένος με αλυσίδες στα χέρια και ένα μαντίλι στο στόμα του ώστε να μη μπορεί να μιλήσει. Έκλαιγε από φόβο και έβγαζε βουβές κραυγές, όμως ο Αδάμ το μόνο που έβλεπε εκείνη τη στιγμή ήταν ένα γεύμα. Ο Άνθιμος τον πλησίασε ξανά.
«Πρέπει να τραφείς, για αυτό θα σε λύσω τώρα. Μετά θα νιώσεις καλύτερα.» του είπε, όμως εκείνος δεν έβλεπε πια αυτόν παρά μόνο εκείνον τον ανήμπορο θνητό, ήθελε όσο τίποτα άλλο να τον πιάσει και χτυπιόταν για να ελευθερωθεί. Ο Άνθιμος του έλυσε τις αλυσίδες, και τότε με απίστευτη ταχύτητα πετάχτηκε πάνω του και την επόμενη στιγμή, τον είχε ρίξει κάτω και μπήγοντας τα δόντια του στη σάρκα του έπινε το αίμα του, σβήνοντας εκείνη την ακατανίκητη δίψα. Όταν τελείωσε, σηκώθηκε και τον κοίταξε σοκαρισμένος, κοίταξε τα κενά μάτια του και το άψυχο κορμί του. Σήκωσε τα χέρια του και τα κοίταξε. Ο τόνος του δέρματος του ήταν πολύ πιο ανοιχτός από πριν. Από τα χέρια του απελευθερώθηκε μια μαύρη μάζα ενέργειας, σαν καπνός. Τα τίναξε αμέσως για να τη διώξει.
«Τι μου έκανες;» μίλησε επιτέλους στον Άνθιμο. «Με μετέτρεψες σε ένα τέρας.»
«Μην ανησυχείς για αυτόν. Ήταν ένα ασήμαντο ανθρωπάκι που δεν θα λείψει σε κανέναν, σαν εκείνα τα καθάρματα που σκότωνες μέχρι πρότινος. Έλα, πάμε να δεις τον εαυτό σου.»
Τον πλησίασε και αγγίζοντας τον απαλά στους ώμους, τον οδήγησε σε έναν καθρέφτη. Ο Αδάμ κοίταξε έκπληκτος τον καινούργιο του εαυτό. Παρόλο που το δέρμα του ήταν χλωμό, το πρόσωπο του έμοιαζε να σφύζει από ομορφιά και το σώμα του από δύναμη. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και τα μαλλιά του πολύ πιο λαμπερά από πριν. Άνοιξε το στόμα του, από το οποίο είχε στάξει λίγο από το αίμα που μόλις ήπιε, για να ανακαλύψει δυο μυτερούς κυνόδοντες ίδιους με εκείνους του Άνθιμου. Τέλος, παρατήρησε ένα μαύρο σημάδι στο λαιμό του. Το δάγκωμα της μεταμόρφωσης του.
«Βλέπεις; Δεν είσαι τέρας, αλλά ένα τέλειο δημιούργημα.» του είπε ο Άνθιμος από πίσω του. «Το τέλειο δημιούργημα μου, το πρώτο μου παιδί. Όμορφος σαν άγαλμα, μα συγχρόνως τόσο δυνατός σαν θεός και θανατηφόρος σαν αρπακτικό. Και τώρα που είπα αρπακτικό...» έκανε μια κίνηση με το χέρι του και άνοιξε μια μαγική πύλη μέσα από την οποία ξεπήδησε ο Έλυρος, ο οποίος είχε επίσης κόκκινα μάτια σαν τον κύριο του. «Το δαιμόνιο σου μεταμορφώθηκε μαζί σου και έγινε κι εκείνο πιο δυνατό.» συμπλήρωσε.
Οι πρώτες μέρες πέρασαν με βασική εκπαίδευση, στην οποία ο Αδάμ μάθαινε να κατανοεί και να χρησιμοποιεί τις νέες δυνάμεις του. Ο Άνθιμος του εξήγησε με λεπτομέρειες ποιος θα ήταν ο ρόλος του και τι θα έπρεπε να κάνει από εδώ και στο εξής, έτσι, μόλις έμαθε να χειρίζεται πλήρως τις δυνάμεις και τις ικανότητες του, μεταξύ αυτών και την Επιβολή, την οποία δοκίμαζαν πειραματικά σε ξωτικά ή θνητούς στη διάσταση τους, άρχισε να μεταμορφώνει και να στρατολογεί τα πρώτα Σκοτεινά Ξωτικά του λόχου του, έτσι ιδρύθηκε ο Πρώτος Λόχος. Ήταν όλα τους ξωτικά με πειθαρχία, πυγμή και αδίστακτα, και τους επέλεγε πάντα με αυστηρά κριτήρια.
Όμως επέλεγε μεταξύ αυτών και διάφορα άλλα Ξωτικά, λιγότερο δυνατά, τα οποία είχαν βοηθητικό ρόλο, ήταν δηλαδή υπηρετικό προσωπικό ή πόρνες για την ευχαρίστηση τους. Ο ίδιος πήγαινε μαζί τους μόνο για τη σωματική απόλαυση, ενώ το μυαλό και η καρδιά του, αν και μαύρη τώρα πια, ακόμα ανήκαν στη Εύα. Όμως σκεφτόταν ότι και εκείνη θα πλάγιαζε αναγκαστικά με άλλους άντρες εξαιτίας της δουλειάς της, έτσι προς το παρόν αρκούνταν μόνο στη στιγμιαία εκείνη ικανοποίηση από τις πόρνες του παλατιού.
Ο Άνθιμος έλεγε και ξαναέλεγε πως δεν ήταν ακόμα ο καιρός για να πάρουν την Εύα στη Σκοτεινή Διάσταση, ότι δεν θα ήταν έτοιμη ούτε εκείνη, ούτε όμως ο Αδάμ είχε μάθει να ελέγχει τη δίψα του για αίμα, έτσι θα μπορούσε άνετα να τη σκοτώσει προτού καν προλάβει να τη μεταμορφώσει εκείνος. Όσο όμως περνούσε ο καιρός, τόσο ο Αδάμ είχε αρχίσει να πιστεύει πως επρόκειτο για δικαιολογίες. Δεν είχε καταλάβει πόσος καιρός είχε περάσει μακριά της, ο χρόνος στη Σκοτεινή Διάσταση έμοιαζε στάσιμος. Ώσπου συνειδητοποίησε πως είχαν περάσει πέντε χρόνια. Άραγε εκείνη θα τον περίμενε ακόμα ή θα τον είχε ξεχάσει; Όπως και να είχε, θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να τη φέρει κοντά του, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να εναντιωθεί στον ίδιο τον Άνθιμο.
Συνεχίζεται...
************
Προσπάθησα να το κάνω όσο πιο σύντομο γινόταν, να μην περιγράψω τη μεταμόρφωση και την προσαρμογή του Αδάμ στη Σκοτεινή Διάσταση τόσο αναλυτικά. Στο επόμενο κεφάλαιο, η ιστορία εκείνου και της Εύας συνεχίζεται. Τελικά τον περίμενε όντως εκείνη; Και πώς θα αντιδράσει μόλις τον αντικρύσει ξανά όμως αυτή τη φορά είναι λίιιγο διαφορετικός;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top