Κεφάλαιο 63: Ψευδαισθήσεις
Ο Άνθιμος στεκόταν πάνω από την αναίσθητη Ελπινίκη, κοιτάζοντας με ένα χαμόγελο ικανοποίησης το κατόρθωμα του. Όμως όταν σήκωσε το ξίφος του για να της δώσει τη χαριστική βολή, το σκηνικό μεμιάς άλλαξε γύρω του. Η Πέμπτη Λοχαγός του εξαφανίστηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του και προτού προλάβει να καταλάβει τι έγινε, ένιωσε δυο σπαθιά να μπήγονται μέσα του από την πλάτη και είδε τις λόγχες τους να βγαίνουν μπροστά, στο στήθος του. Έπειτα αυτά απομακρύνθηκαν, κόβοντας τον ξανά και εκείνος γονάτισε στο έδαφος βγάζοντας μαύρο αίμα από το στόμα εκτός από τις δύο τρύπες που του άνοιξε. Στράφηκε προς τα πίσω με κόπο και την είδε εκεί, να στέκει περήφανη από πάνω του κρατώντας τα βαμμένα από το αίμα του σπαθιά της. Τα μαλλιά της είχαν λυθεί και έπεφταν ανάκατα στους ώμους της, το πρόσωπο της είχε πληγές από τη μάχη όμως είχε ακόμα τις δυνάμεις και τις αισθήσεις της.
«Λόρδε Άνθιμε!» κραύγασε ο Αντίνοος και έσπευσε τρέχοντας προς το μέρος τους, όμως μια μάζα κόκκινης ενέργειας από το ένα σπαθί της Ελπινίκης το οποίο ύψωσε προς το μέρος του τον έκανε να πεταχτεί μακριά.
Έστρεψε πάλι το ψυχρό της βλέμμα στον Άνθιμο.
«Δεν με έριξες στα αλήθεια, Άνθιμε. Ήταν μια παραίσθηση.» του είπε. Ο Σκοτεινός Άρχοντας γέλασε, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει τι συνέβη. Η Ελπινίκη είχε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά εδώ και χρόνια την ικανότητα που είχε να δημιουργεί παραισθήσεις, κάνοντας τους άλλους να βλέπουν αυτό που η ίδια ήθελε να δουν. Έτσι, ο Άνθιμος νόμιζε ότι την τραυμάτισε θανάσιμα, ενώ στην πραγματικότητα βρισκόταν σε μια ψευδαίσθηση. Η ίδια ψευδαίσθηση είχε δημιουργηθεί και στον Αντίνοο και σε όλους όσους παρακολουθούσαν. Ο Άνθιμος σταμάτησε το γέλιο και την κοίταξε σοβαρά, ίσως και με μια δόση συγκίνησης, αν δεν προσποιούνταν.
«Συγχαρητήρια, Ελπινίκη... Με κέρδισες με μια ικανότητα που εγώ ο ίδιος σου χάρισα. Είμαι περήφανος για σένα.» Κοίταξε διακριτικά την πληγή την οποία βαστούσε, είχε αρχίσει ήδη να κλείνει. «Εμπρός λοιπόν... Τι περιμένεις; Τέλειωσε το.» της είπε, βλέποντας την να διστάζει. «Τι θα κάνεις μετά, χωρίς εμένα; Νομίζεις οι τρεις πρώτοι μόλις πληροφορηθούν το θάνατο μου δεν θα αναζητήσουν εκδίκηση; Θα τιμωρηθείς, όμως ακόμα κι αν αποφασίσει ο Αδάμ να σου χαρίσει τη ζωή θα συνεχίσεις να μένεις κλεισμένη μέσα στο Κόκκινο Παλάτι, γιατί πολύ απλά δεν έχεις που αλλού να πας.» Έλεγε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο ώσπου να επουλωθεί πλήρως η πληγή του.
Το χέρι του έπιασε ξανά διακριτικά το σπαθί του στο έδαφος δίπλα του.
«Δεν με ενδιαφέρει.» μίλησε τελικά εκείνη. «Εγώ το χρέος μου θα το έχω εκτελέσει. Δεν με νοιάζει τι θα απογίνω... Εδώ και εξήντα χρόνια είμαι νεκρή έτσι και αλλιώς.»
«Σας είχα σαν παιδιά μου!» της φώναξε. «Σας στάθηκα σαν πατέρας, σε όλους σας! Σας φρόντισα όταν όλοι οι άλλοι σας είχαν εγκαταλείψει! Έτσι ξεπληρώνεις το χρέος σου σε έναν πατέρα, Ελπινίκη;» της είπε δήθεν πληγωμένος. «Πιστεύεις ότι ο Ωρίωνας αυτό θα ήθελε να κάνεις;» Εκείνη δεν έλεγε να κάνει κίνηση να επιτεθεί, τα σπαθιά της τα κρατούσε ακόμα κατεβασμένα. Ο Άνθιμος ήταν έτοιμος. Εν ριπή οφθαλμού σηκώθηκε όρθιος, ύψωσε το σπαθί του και το κατέβασε προς το μέρος της. Εκείνη όμως πρόλαβε αντανακλαστικά και αντέδρασε, βάζοντας και τα δυο σπαθιά της εμπόδιο. Ωστόσο, το ένα της χέρι κατάφερε να πληγωθεί, αχρηστεύοντας προσωρινά τον μυ της, έτσι το αριστερό σπαθί έπεσε στο έδαφος και πλέον τον κρατούσε με δυσκολία με το δεξί μονάχα.
«Νόμιζες πως αρκούσε αυτό για να με σκοτώσεις;» της είπε με ένα χαιρέκακο χαμόγελο ο Άνθιμος. «Είμαι πολύ πιο δυνατός από όσο νομίζεις... Είσαι τελειωμένη.»
Με αρκετές συνεχόμενες κινήσεις του σπαθιού και με τη μαύρη ενέργεια να ρέει από αυτό, την έκοψε άσχημα σε αρκετά σημεία και αυτή τη φορά, ήταν απόλυτα σίγουρος πως δεν επρόκειτο για παραίσθηση, γιατί την έπιασε τελείως απροετοίμαστη, αβέβαιη καθώς ήταν, με το τελευταίο του χτύπημα. Η Ελπινίκη βρέθηκε στα αλήθεια πεσμένη μπρούμυτα στο έδαφος, να προσπαθεί μάταια να σηκωθεί. Μπροστά της είδε τις μπότες του Άνθιμου καθώς πλησίαζε.
«Κακόμοιρο κορίτσι... Δεν σου άξιζε τέτοιο τέλος...» Είπε εκείνος κουνώντας απογοητευμένος το κεφάλι του. Όμως η Ελπινίκη δεν είχε εγκαταλείψει ακόμα τη μάχη. Όχι, δεν μπορεί να πέθαινε χωρίς να έχει καταφέρει τίποτα. Εικόνες από τη ζωή της επανήλθαν στο μυαλό της, είδε ξανά σαν σε όραμα εκείνη και τον Ωρίωνα παιδια να παίζουν μαζί πλάι στο βάλτο , ενώ φαντάζονταν πως βρίσκονταν στη μεγάλη παραλία της Ανφάνης, στην οποία πάντα ονειρεύονταν να πάνε. Έπειτα, εκπαίδευση, σκληρή εκπαίδευση και επανήλθαν οι κραυγές της αυταρχικής Ταγματάρχη, της Δομινίκης:
«Κουνήσου, άχρηστο πλάσμα!»
Θυμόταν να τρέχει, να παλεύει να συμβαδίσει με τις υπόλοιπες εκπαιδευόμενες, όμως δεν είχε τις ίδιες δυνάμεις ως μισή Άνθρωπος, έτσι έμενε συνεχώς πίσω. Ανέβαινε με δυσκολία τις κρεμαστές σκάλες, πηδούσε τα εμπόδια, έπεφτε στη λάσπη... Τα γέλια της Δομινίκης της έφερναν δάκρυα στα μάτια και έκλαιγε, αδύναμη καθώς ήταν...
«Δεν έπρεπε να καταταγείς στο στρατό! Δεν κάνεις για πολεμίστρια! Όμως τώρα δεν υπάρχει γυρισμός, κοριτσάκι. Τώρα θα μείνεις εδώ για χρόνια και θα σου κάνω τη ζωή σκέτη κόλαση!» θυμόταν να της λέει καθώς την ανάγκαζε να κάνει διακόσιες κάμψεις με το βαρύ της πόδι να πατάει στην πλάτη της.
«Τρέχα, τρέχα! Καθάρισε και εκεί, αυτή την τουαλέτα δεν την καθάρισες καλά! Θα σε βάλω να τα γλύψεις!»
«Αν δεν την κάνω εγώ να λαλήσει εντελώς την Ελπισαύρα, να μη με λένε Δομινίκη.» την είχε ακούσει να λέει μια φορά στην Συνταγματάρχη της, καθώς έτρεχε μανιωδώς για να προλάβει τις δουλειές που της είχε αναθέσει, λίγο πριν την επίσκεψη του Λόρδου Ωρίωνα. Φυσικά, τότε δεν ήξερε ότι ο παιδικός της φίλος είχε επισκεφθεί το στρατόπεδο με μοναδικό του σκοπό να πάρει εκείνη μαζί του, έτσι απογοητεύθηκε και ντράπηκε όταν την είδε έτσι, να μεταφέρει τις ακαθαρσίες αντί να βρίσκεται στη γραμμή με τις καλύτερες στρατιώτισες. Κι ύστερα, ένα στραβοπάτημα ήταν αρκετό για να γίνει τελείως ρεζίλι. Είδε τη Δομινίκη από πάνω της να της φωνάζει και να τη βρίζει, να την αποκαλεί άχρηστη και μπάσταρδη ξανά και ξανά, καθώς οι λυγμοί και τα δάκρυα δεν έλεγαν να σταματήσουν...
«Κυρά μου!» άκουσε τη φωνή της Λάμιας κάπου ανάμεσα στις αναμνήσεις της, σαν σε όνειρο, όμως η Ελπινίκη βρισκόταν ακόμα στο στρατόπεδο με τη Δομινίκη να φωνάζει και να την ταπεινώνει.
Φτάνει πια! Είπε μέσα της. Να με δει να τρελαθώ δεν ήθελε; Ε λοιπόν, αυτό θα της δώσω! Και το κλάμα μετατράπηκε σε ένα γέλιο τρελό, καθώς ένιωθε μια φωτιά να ανάβει μέσα της.
«Κυρά μου, έχεις ακόμα μια κρυμμένη δύναμη! Ας ενωθούμε για να σε βοηθήσω! Μη χαθείς στις αναμνήσεις σου... Έχεις εμένα εδώ!»
Η φωτιά ξεχύθηκε από τα χέρια της, το σώμα της, από παντού ανεξέλεγκτη, και το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να κάψει τα πάντα. Την ίδια στιγμή όμως, το στρατόπεδο εξαφανίστηκε από μπροστά της και το γέλιο της αντηχούσε σαν μια παραίσθηση από το παρελθόν. Βρισκόταν ξανά απέναντι από τον Άνθιμο, ένιωθε πως είχε μεταμορφωθεί σε κάτι ανώτερο, ενώ η δύναμη του δαιμονίου της μέσα της την καθησύχαζε, της έλεγε ότι ενωμένες ήταν πιο δυνατές.
Ο Άνθιμος έμεινε έκπληκτος να κοιτάζει ένα ακόμα δημιούργημα του να έχει εξελιχθεί στην ανώτερη μορφή του. Η Ελπινίκη είχε αποκτήσει ένα γιγαντιαίο σώμα σαύρας, ίση με το ύψος του αν σηκωνόταν όρθια, τα σκούρα μαλλιά της είχαν παραμείνει καθώς και το πρόσωπο της, μόνο που φαινόταν πιο τρομακτικό, λευκό σαν σκελετωμένο και με μάτια ολόμαυρα με κόκκινες κόρες . Όρμησε κατά πάνω του και τον χτύπησε με την ουρά της, βρίσκοντας ως εμπόδιο το σπαθί του, όμως η ισχύς της ήταν αρκετή για να τον ρίξει κάτω. Κάποιοι υπήκοοι του Άνθιμου έτρεξαν να βοηθήσουν, όμως μια τεράστια διχαλωτή γλώσσα βγήκε από το στόμα της και τους διαπέρασε όλους σαν λεπίδα, σκοτώνοντας τους.
«Αφήστε την! Θα τη νικήσω μόνος μου!» φώναξε ο Άνθιμος σε άλλη μια ομάδα που έτρεξε να βοηθήσει.
Ο Αδάμ είχε μόλις φτάσει και εκείνος, για να ενημερώσει τον άρχοντα του πως σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε και πως έπρεπε να υποχωρήσουν για να προσπαθήσουν ξανά κάποια άλλη μέρα, όμως κοντοστάθηκε κι εκείνος ανάμεσα στο πλήθος να παρακολουθήσει αυτή την εξωπραγματική μάχη.
Η Ελπινίκη άνοιξε το στόμα της και εκτόξευσε από αυτό μια μεγάλη μπάλα κόκκινης φωτιάς, και ο Άνθιμος ίσα που πρόλαβε να βγάλει απ' το σπαθί του ένα τείχος Μαύρης Ενέργειας για να τη σταματήσει. Συνέχισαν να παλεύουν σώμα με σώμα, με τη μεταμορφωμένη Πέμπτη Λοχαγό να επιτίθεται συνεχώς και τον Άρχοντα να αποφεύγει με ταχύτητα τις κινήσεις της, πότε αμυνόμενος και πότε επιτιθέμενος με το σπαθί του.
«Γιατί δεν μεταμορφώνεται και ο Άρχοντας μας;» απόρησε ο Αντίνοος, έχοντας σταθεί δίπλα στον Αδάμ.
«Δεν χρειάζεται. Ξέρει τι κάνει. Ας μην ξεχνάμε πως είναι ο ανώτερος όλων. Η Ελπινίκη δεν έχει καμία ελπίδα απέναντι του.» απάντησε ο Πρώτος.
Πράγματι, ο Άνθιμος είχε κόψει με μικρές, γρήγορες κινήσεις το σώμα της σε πολλά σημεία και, αν και εκείνη τη στιγμή η Ελπινίκη σε αυτή τη μορφή δεν ένιωθε πόνο, ήταν αρκετό για να χάσει τις δυνάμεις της. Ξαφνικά όμως, πάνω που πίστεψε πως την είχε κερδίσει, το τοπίο άλλαξε μπροστά του καθώς εκείνη δημιούργησε άλλη μια ψευδαίσθηση, εμφανίζοντας μπροστά του ένα τροπικό τοπίο με πυκνή βλάστηση, που ήταν το μόνο που μπορούσε να δει. Κρατώντας την ανάσα του και κάνοντας απόλυτη υσηχία, περπάτησε ανάμεσα στα φυλλώματα αναζητώντας την. Κάποια στιγμή, η μεγάλη σαύρα του πετάχτηκε μέσα από αυτά προς τα επάνω του, πιστεύοντας πως τον είχε αιφνιδιάσει, όμως ο Άνθιμος πρόλαβε και την έκοψε βαθιά στο στήθος. Το τοπίο εξαφανίστηκε και επέστρεψε στο παρόν, αφού το χτύπημα έκανε την Ελπινίκη να χάσει τον έλεγχο της ψευδαίσθησης. Με μερικά χτυπήματα ακόμα την έριξε ξανά στο έδαφος αιμόφυρτη. Η μορφή της άρχισε να αλλάζει και η ένωση με τη Λάμια να διαλύεται. Το δαιμόνιο εμφανίστηκε δίπλα της, ενώ η μορφή της όπως ήταν πριν επανήλθε, αρκετά πιο ταλαιπωρημένη όμως, με σχισμένα ρούχα και σχεδόν αναίσθητη, με αρκετές πληγές.
Τότε επανήλθε στο μυαλό της η στιγμή ύστερα από το ξέσπασμα της φωτιάς της, που ο Ωρίωνας πήγε από πάνω της και της έδωσε το χέρι του για να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει, σώζοντας την από τη φυλακή εκείνη που ονόμαζαν στρατόπεδο. Και μετά, οι στιγμές που την εκπαίδευε, μαθαίνοντας την όχι μόνο να ελέγχει τη φωτιά, που πρώτη φορά της εκδηλώθηκε εκείνη την ημέρα, αλλά επίσης βοηθώντας την να βελτιώσει και τις άλλες ικανότητες της ως Ξωτικό της Γης. Και τέλος, θυμήθηκε τους δυο τους με ενωμένα τα σώματα, εκείνη τη μία και μοναδική νύχτα που πέρασαν μαζί, κι ύστερα να την παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά του γαλήνια. Παρόλο που ήταν η παραμονή της μεγάλης μάχης με τα Ορκ που έγινε η αφορμή για την πτώση τους, ήταν η ομορφότερη ανάμνηση της παλιάς της ζωής ως Ξωτικό.
Τώρα μάλιστα... Με αυτή την ανάμνηση αξίζει να πεθάνω... Σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια της.
Ο Άνθιμος πήγε από πάνω της και η Λάμια του σύριξε απειλητικά.
Την κοίταξε με θλίψη.
«Έτσι αναγκαστικά να χάσω και την Πέμπτη Λοχαγό μου...» μονολόγησε. Ο Αδάμ τον πλησίασε.
«Πρέπει να υποχωρήσουμε στη Σκοτεινή Διάσταση, Άρχοντα μου. Σε μία περίπου ώρα ξημερώνει.» του είπε με αγωνία και φόβο για τον μεγαλύτερο εχθρό τους, τον Ήλιο. Ο Άνθιμος τον κοίταξε και ένα σχεδόν σαδιστικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
«Δεν είπα ποτέ πως θα υποχωρήσουμε όλοι μαζί όπως μπήκαμε, Αδάμ. Εγώ θα υποχωρήσω μαζί με όσους προλάβουν, διότι ο Ωρίωνας έπεσε και δεν ξέρω πώς είναι η κατάσταση στη Σκοτεινή Διάσταση. Εσύ θα μείνεις εδώ ως επικεφαλής των υπολοίπων και θα συνεχίσετε μέχρι να τους κάνετε να παραδοθούν.» Ένα έκπληκτο και ίσως λίγο πληγωμένο βλέμμα εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Πρώτου Λοχαγού.
«Μα... Ο ήλιος θα μας κάψει αν δεν τα καταφέρουμε. Θα μας θυσιάσετε έτσι απλά, ακόμα και εμένα, Άρχοντα μου;» είπε.
«Τι ώρα ξημερώνει σε αυτό το σημείο του Κόσμου, Αδάμ;» τον ρώτησε αυστηρά.
«Στις έξι και πέντε πρώτα λεπτά, Άρχοντα μου.»
«Είναι τώρα έξι, Αδάμ;»
«Όχι, Άρχοντα μου. Σε μία ώρα θα είναι.»
«Έχετε μία ολόκληρη ώρα λοιπόν για να καταφέρετε να κάνετε τη Βασίλισσα του Νότου να σας παραδώσει το βασίλειο της. Και αν βγει ο ήλιος, τότε υποχωρήστε, αν προλάβετε. Αν όχι, δεν το θεωρείς τιμή να θυσιαστείς προσπαθώντας να φέρεις εις πέρας το σχέδιο του Άρχοντα σου και πατέρα σου;» τον ρώτησε υψώνοντας τα φρύδια.
«Μάλιστα, Άρχοντα Άνθιμε.» απάντησε ο Αδάμ σκύβοντας το κεφάλι.
«Μπράβο, Πρώτε. Εσύ ξέρω πως δεν θα με πρόδιδες ποτέ. Πήγαινε τώρα βρες την Εύα και τον Αρίσταρχο και οργάνωσε τους ξανά, μεταφέροντας τους τα λόγια και τις διαταγές μου. Πιστεύω σε εσένα και ξέρω ότι θα τα καταφέρεις. Λίγο έμεινε μονάχα και οι Νότιοι έχουν χάσει αρκετές δυνάμεις και ηθικό.» είπε αυτά τα τελευταία λόγια και του γύρισε την πλάτη για να απομακρυνθεί και να ανοίξει πύλη προς τη Σκοτεινή Διάσταση. Ο Αδάμ δεν είχε πειστεί και ήλπιζε ελάχιστα πλέον πως θα τα κατάφερναν. Το είδος τους ήταν σχεδόν παντοδύναμοι τη νύχτα, όμως στο φως της ημέρας, προτού αυτό προλάβει να τους κάψει, γίνονταν πιο αδύναμοι και από τους κοινούς θνητούς. Όμως έπρεπε να εκτελέσει τις διαταγές του αφέντη του, για αυτό κάλεσε κοντά το δαιμόνιο του τον Έλυρο και του είπε να βρει την Εύα και τον Αρίσταρχο.
Ο Άνθιμος στάθηκε σε ένα σημείο και φώναξε έτσι ώστε να τον ακούσουν όλοι!
«Πιστοί μου υπήκοοι! Πολεμήσατε πολύ σκληρά, όμως ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στη Σκοτεινή Διάσταση! Οι σύντροφοι και συμπολεμιστές μας εκεί χρειάζονται βοήθεια και ενισχύσεις! Για αυτό, όσοι θέλετε και προλάβετε εισέλθετε στην πύλη που θα ανοίξω μαζί μου για να υπερασπιστούμε τη διάσταση μας! Οι υπόλοιποι θα μείνετε εδώ να συνεχίσετε να πολεμάτε με επικεφαλή τον Πρώτο Λοχαγό Αδάμ!» Έπειτα άνοιξε την πύλη και πέρασε μέσα. Πρώτος ο Αντίνοος τον ακολούθησε φωνάζοντας:
«Περιμένετε και εμένα, Άρχοντα μου!» Κι έπειτα και άλλα Σκοτεινά Ξωτικά έσπευσαν να περάσουν την πύλη, γιατί είχαν καταλάβει ότι ο πραγματικός λόγος που υποχωρούσε ο Άρχοντας τους ήταν επειδή ξημέρωνε. Όμως δεν κατάφεραν να περάσουν πολλοί. Ο Λόρδος Άνθιμος σύντομα έκλεισε ξανά την πύλη, χαμογελώντας για μια τελευταία φορά στον Αδάμ, που είχε μείνει να τον κοιτάζει πληγωμένος και προδομένος, γνωρίζοντας ήδη ότι τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Όμως ήταν αποφασισμένος να κάνει το καλύτερο δυνατόν μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα. Δεν θα τον πρόδιδε.
{...}
Ο Ηρακλής είχε παραμείνει στο πλευρό του Γιάννη και προσπαθούσε ακόμα να τον ζεστάνει, έχοντας ξαπλώσει στο πλάι του και αγκαλιάζοντας τον. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να παραμένουν ερμητικά κλειστά, η αναπνοή του να βγαίνει αργά ενώ δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Η Φωτεινή δεν είχε επιστρέψει ακόμα και τώρα ο Ηρακλής είχε αρχίσει να φοβάται πως κάτι κακό συνέβη και σε εκείνη. Η φωτιά που τους είχε αφήσει κόντευε να σβήσει, ενώ η υγρασία που έφερνε μαζί του το χάραμα θα έκανε την κατάσταση του Γιάννη χειρότερη και φοβόταν πως θα τον έχανε, όμως φοβόταν και να τον αφήσει μόνο του. Κι αν εμφανιζόταν κάποιος εχθρός και τον αποτελείωνε;
Πάνω που απελπιζόταν όλο και περισσότερο και αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει, άκουσε βήματα στο στενό. Δεν ήξερε αν έπρεπε να ευχαριστήσει τον Θεό για την καλή τους τύχη ή να καταραστεί την ώρα εκείνη αν τυχόν ήταν εχθροί αυτοί που έρχονταν. Είδε μια ομάδα ανδρών ντυμένων στα μπλε και τελικά έκανε ενδόμυχα το πρώτο, μετάνιωσε όμως αμέσως όταν ο ένας από αυτούς κατέβασε την κουκούλα που φορούσε και αποκάλυψε το πρόσωπο του: ήταν ο Ιάκωβος, ο Αρχηγός των Κατασκόπων και πατέρας του Γιάννη.
Πάγωσε – ίσως περισσότερο και από τον Γιάννη- μόλις τον είδε και καθώς θυμήθηκε την εξομολόγηση του φίλου του λίγη ώρα προτού βυθιστεί σε λήθαργο, για όλα όσα είχε περάσει εξαιτίας εκείνου του άνδρα, ένιωσε το θυμό αμέσως μετά. Τι θα μπορούσε να κάνει όμως; Ήταν μόνος του και ήταν εφτά άτομα. Ο Ιάκωβος έμεινε για λίγο παρατηρώντας τον γιο του χωρίς ίχνος συναισθήματος, ακόμα και βλέποντας τον σε αυτή την κατάσταση, και έπειτα είπε σαν να τον άκουγε:
«Το ήξερα πως είσαι αδύναμος, Ιωάννη. Δεν πειράζει όμως, θα το αλλάξουμε αυτό.» Στράφηκε στον Ηρακλή: «Είναι εντάξει, μικρέ. Μπορείς να τον αφήσεις. Εμείς θα τον φροντίσουμε τώρα.» Με αυτά τα λόγια, ο νεαρός Ανατολίτης έσφιξε κι άλλο τον κολλητό του, μη θέλοντας να τον παραδώσει στα χέρια εκείνου του καθάρματος. «Τι συμβαίνει; Σου είπα πως θα τον κάνουμε καλά. Έχε μου εμπιστοσύνη.» επανέλαβε ο Ιάκωβος, όμως ο Ηρακλής αδυνατούσε να τον πιστέψει.
Πώς θα μπορούσε να εμπιστευθεί εκείνον τον άνθρωπο, εκείνο το ανθρωπόμορφο τέρας μάλλον, ύστερα από όσα έμαθε για εκείνον; Ύστερα από όσα έπρεπε να υποφέρει κρυφά ο φίλος του εξαιτίας του ήδη από τα παιδικά του χρόνια;
«Όχι. Δεν σας εμπιστεύομαι ούτε στο ελάχιστο. Δεν θα σας αφήσω να τον πάρετε...» είπε. Ο Ιάκωβος ύψωσε το ένα του φρύδι ως ένδειξη έκπληξης.
«Μάλλον δεν είσαι πραγματικός φίλος του τότε, τη στιγμή που δεν τον παραδίδεις στον ίδιο του τον πατέρα ενώ σου λέει πως μπορεί να τον γιατρεύσει. Όμως εγώ παίρνω πάντα αυτό που θέλω. Άνδρες...» Με ένα νεύμα του κεφαλιού προς τους κατασκόπους του, εκείνοι όρμησαν στον αναίσθητο Γιάννη, αρπάζοντας τον δια της βίας από τα χέρια του Ηρακλή.
«Όχι! Τέρατα! Αφήστε τον! Τι θα του κάνετε;! Γιάννη! Όχι! Μην τον παίρνετε, αλήτες!» άρχισε να φωνάζει εκείνος παλεύοντας και προσπαθώντας να δώσει γροθιές οι οποίες όμως δεν έπιασαν τόπο καθώς εκείνοι με ελιγμούς κατάφερναν και τις απέφευγαν.
Αντιθέτως μια γροθιά ενός από αυτού στο μάτι του, τον έκανε να ζαλιστεί και να παραπατήσει για λίγο. Όταν η όραση του επανήλθε, τους είδε να βάζουν τον Γιάννη σε ένα φορείο που μόλις άνοιξαν και τότε δάκρυα οργής και απελπισίας άρχισαν να τρέχουν απ' τα μάτια του.
«Όχι! Γιάννη! Που τον πάτε;! Αφήστε τον ήσυχο!» φώναξε κλαίγοντας κι έκανε να πλησιάσει καθώς εκείνοι άρχισαν κατόπιν εντολής του Λιβανού να απομακρύνονται. Όταν όμως τους έφτασε, ένας τον χτύπησε με την κάνη ενός όπλου και σωριάστηκε στο έδαφος με έναν οξύ πόνο στο κεφάλι. Καθώς έχανε τις αισθήσεις του, εξακολουθούσε να κοιτάζει προς το μέρος των κατασκόπων καθώς εκείνοι έπαιρναν μακριά τον φίλο του, απογοητευμένος όσο ποτέ με τον εαυτό του που στάθηκε τόσο ανίκανος να τους σταματήσει. Ένιωθε άχρηστος... Τι θα έλεγε στον Ιάσονα και στην Ιφιγένεια τώρα, αν κατάφερναν να συναντηθούν ξανά; Και το κυριότερο, που θα πήγαιναν εκείνα τα τέρατα του Ιάκωβου τον Γιάννη και τι θα του έκαναν; Κι αν τον πήγαιναν όντως σε κάποια από τις κλινικές του Λιβανού και τον γιάτρευαν πράγματι και ο ίδιος αντέδρασε υπερβολικά εξαιτίας των όσων έμαθε;
Δεν κατάφερε να σκεφτεί ούτε να κάνει τίποτα άλλο, γιατί και τα δικά του μάτια έκλεισαν αδύναμα από το χτύπημα που είχε δεχθεί και βυθίστηκε σε λήθαργο χωρίς να το θέλει.
**************************
Βαδίζουμε προς την τελική ευθεία φίλοι μου, τώρα πλέον μπορώ να το πω με σιγουριά αυτό. Ωστόσο δεν ξέρω πόσα κεφάλαια έχουμε ακόμα. Το ξέρω πως είναι ήδη πολλά. Όμως δεν γίνεται αλλιώς, ένα τόσο επικό βιβλίο (ελπίζω να είναι όντως έτσι δηλαδή) αξίζει να έχει κι ένα επικό τέλος, και όχι κάτι βιαστικό και πρόχειρο. Απομένει μια τελευταία μάχη, όμως μετά θα πρέπει να δούμε και τα επακόλουθα του πολέμου, τι έκαναν και τι απέγιναν οι φίλοι μας, η πρωταγωνιστική παρέα και οι άλλοι ήρωες, πόσοι επέζησαν και να κάνουμε τον απολογισμό.
Όμως, προσπαθώ να μη βάζω πολλά πράγματα τα οποία είχα στο μυαλό μου. Για παράδειγμα, σε αυτό το κεφάλαιο, το flashback της Ελπινίκης θα το βλέπαμε πιο αναλυτικά όπως είδαμε και κάποιων άλλων Λοχαγών, όμως αποφάσισα να το κόψω και να βάλω μόνο μερικές σκηνές, για να επικεντρωθώ στη μάχη της με τον Άνθιμο και να συνεχίσουμε.
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Που πιστεύετε ότι πηγαίνει ο Ιάκωβος και οι άνδρες του τον Γιάννη και τι θα του κάνουν; Θα τον κάνουν όντως καλά, ή έχει δίκιο ο Ηρακλής που δεν τους πίστεψε;
Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Άνθιμος μετά την επιστροφή του στη Σκοτεινή Διάσταση, μαθαίνει τι ακριβώς συνέβη και δεν του αρέσει καθόλου το γεγονός ότι η Ροζαλία διέκοψε τη μάχη... Στο Νότιο Βασίλειο, ο Αδάμ, η Εύα και ο Αρίσταρχος κάνουν ότι μπορούν σε μια τελευταία προσπάθεια όχι κατάκτησης του Κόσμου πλέον, αλλά επιβίωσης, όμως ο χρόνος δεν φαίνεται να είναι με το μέρος τους καθώς ο ήλιος βγαίνει...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top