Κεφάλαιο 62: Ανακωχή

Ο Ιάσονας με την Ιφιγένεια ακόμα στην αγκαλιά του, συνέχισε να βαδίζει ανάμεσα στο πλήθος το οποίο είχε σταματήσει τη μάχη σε εκείνο το σημείο.

«Ιάσονα... Μπορείς να με αφήσεις κάτω τώρα. Μπορώ να περπατήσω.» του είπε η Ιφιγένεια. Την άφησε απαλά στα πόδια της και κράτησε το χέρι της μέσα στο δικό του. Λίγα μέτρα ακόμα προχώρησαν και τους πλησίασε η Ηλέκτρα.

«Ιάσονα...! Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν! Την έσωσες!» αναφώνησε και έπειτα αγκάλιασε με δάκρυα χαράς τη φίλη της.

«Πόσο φοβήθηκα, κορίτσι μου... Δεν ξέρεις πόσο ανησυχούσαμε όλοι όσον καιρό βρισκόσουν αιχμάλωτη των εχθρών... Είσαι καλά; Σου έκαναν τίποτα;» τη ρώτησε έπειτα κοιτάζοντας την εξεταστικά.

«Όχι, Ηλέκτρα, μην ανησυχείς πια. Είμαι καλά.» της είπε, ενώ αναρωτιόταν που βρίσκονταν οι υπόλοιποι φίλοι τους.

«Πού είναι οι άλλοι;» ρώτησε έπειτα. «Είναι καλά;» Η Ηλέκτρα έσκυψε το κεφάλι.

«Η Φωτεινή, ο Γιάννης και ο Ηρακλής στάλθηκαν μαζί με ενισχύσεις στην άλλη μάχη στο Νότιο Βασίλειο. Ελπίζω να είναι καλά, όπως και ο Σεραφείμ και η Ναυσικά. Ο Αδριανός όμως... δεν τα κατάφερε. Λυπάμαι.» Κι άλλα δάκρυα σχηματίστηκαν στα μάτια της Ιφιγένειας για τον παιδικό της φίλο.

Ο Ιάσονας δεν είχε χρόνο να θρηνήσει.

«Θυσιάστηκε για εμένα.» είπε. «Έμεινε πίσω για να πολεμήσει μαζί με την Ηλέκτρα τον Αντίνοο, για να μπορέσω εγώ να προφτάσω τον Ωρίωνα και να σε σώσω.» Πόσοι ακόμα θα θυσιαστούν εξαιτίας μου; Συμπλήρωσε από μέσα του.

«Όμως δεν είναι ώρα για δάκρυα.» είπε έπειτα, προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα σοβαρό προσωπείο. «Η Ιφιγένεια είναι ασφαλής, όμως μόνο προς το παρόν. Γιατί αν ο Άνθιμος κερδίσει τη μάχη κανένας μας δεν θα είναι πια ασφαλής. Πρέπει να την πάω στους γονείς της και να βρούμε τον Άρχοντα Έλιο. Πού βρίσκονται;»

«Ο Αρχιθεραπευτής Ζαχαρίας απομακρύνθηκε από το πεδίο της μάχης, γιατί προσπάθησε να σε πλησιάσει όταν οι περισσότεροι πίστεψαν ότι όντως είχε γίνει Ξωτικόλακας. Τον έστειλαν στη σκηνή των τραυματιών μαζί με τη μητέρα σου.» εξήγησε η Ηλέκτρα στην Ιφιγένεια. «Ελάτε. Θα σας οδηγήσω εκεί.»

Βρήκαν τον Ζαχαρία και τη Χρυσάνθη στη σκηνή των τραυματιών. Όταν εκείνοι είδαν την κόρη τους να μπαίνει μαζί με τον Ιάσονα, στην αρχή πάγωσαν αδυνατώντας να το πιστέψουν, έπειτα έτρεξαν και την έκλεισαν στην αγκαλιά τους κλαίγοντας από συγκίνηση, λέγοντας της πόσο χαρούμενοι και ανακουφισμένοι ήταν που την έβλεπαν πάλι σώα και ασφαλή, πόσο τους έλειψε και πόσο ανησύχησαν... Και ευχαριστώντας τον Ιάσονα έπειτα. Δεν πρέπει να με ευχαριστείτε. Ήθελε να τους πει.

Γιατί εξαιτίας μου, η Ιφιγένεια παραλίγο να πάθει κακό, ίσως και να πεθάνει. Όμως αποφάσισε να μη μιλήσει ακόμα για όσα συνέβησαν στο λόφο. Τώρα προείχε να βρει τον Άνθιμο και να λήξει τον πόλεμο, αν κατάφερνε να τον κερδίσει.

Η Ροζαλία είχε μόλις πληροφορηθεί ότι οι περισσότεροι ανώτεροι της, ο Ωρίωνας, ο Νικηφόρος και ο Φοίβος ήταν νεκροί και ότι η Ελπινίκη είχε φύγει από τη Σκοτεινή Διάσταση, έτσι συνειδητοποίησε ότι εκείνη ήταν προσωρινά επικεφαλής τώρα και αποφάσισε να διακόψει τη μάχη, ωστόσο ήξερε πως αυτό ήταν μόνο προσωρινό γιατί ο Άνθιμος με τους τρεις πρώτους, αν και εκείνοι επιζούσαν, θα επέστρεφαν. Έμαθε επίσης ότι η Ιφιγένεια διασώθηκε από εκείνον τον νεαρό μάγο και χαιρόταν μέσα της.

Ο Άρχοντας Έλιος ειδοποιήθηκε σχετικά με την επιστροφή της Ιφιγένεια στο στρατόπεδο και, αφού μαζί με τη Λαίδη Αθηνά την υποδέχθηκαν επίσης θερμά και με συγκίνηση, συγκάλεσε συμβούλιο στη σκηνή του. Παρόντες ήταν επίσης ο Άρχοντας Παύλος, ο Σωκράτης και κάποιοι αξιωματικοί και από τα τρία είδη. Ο Ιάσονας και η Ιφιγένεια εξήγησαν στον Έλιο τι συνέβη, παραλείποντας το γεγονός της μεταμόρφωσης του. Ο Παύλος και ο Σωκράτης όμως, που είχαν δει την Κόκκινη Ενέργεια να ρέει και από τους δύο αντιπάλους επάνω στο ύψωμα, υποπτεύονταν ότι κάτι τους έκρυβαν και μοιράστηκαν τις σκέψεις τους με ένα ανήσυχο βλέμμα μεταξύ τους. Ήξεραν ότι κάτι κακό συνέβη στον Ιάσονα, κάτι που όμως τον βοήθησε να νικήσει. Ωστόσο δεν μίλησαν. Ήθελαν να διαπιστώσουν αν όντως μπορούσε να γίνει επικίνδυνος ο Ιάσονας.

«Πραγματικά είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι νίκησες έναν τόσο δύσκολο αντίπαλο, ειδικά τη στιγμή που οι περισσότεροι δικοί μας έτρεμαν να τον πλησιάσουν. Τελικά έχεις γίνει πολύ πιο δυνατός από όσο νομίζαμε.» είπε ο Έλιος. «Και κυρίως έσωσες την Ιφιγένεια, σε ευχαριστούμε μέσα από τα βάθη της καρδιάς μας για αυτό.»

«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείτε.» είπε άτονα ο Ιάσονας.

«Ωστόσο, ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει ακόμα, συνεπώς δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε.» συνέχισε απευθυνόμενος σε όλους ο Έλιος. «Ποιος είναι ο επόμενος στην ιεραρχία, πέρα από τον Άνθιμο και τους τρεις πρώτους που ακόμα επιτίθενται στο Νότιο Βασίλειο;»

«Η Πέμπτη Λοχαγός, η Ελπινίκη, Άρχοντα μου.» απάντησε η Ιφιγένεια. «Όμως εκείνη δεν είναι εδώ. Δεν δέχτηκε να συμμετάσχει εξαρχής στον πόλεμο. Έμεινε πίσω στο Κάστρο.»

«Κι όμως, ούτε εκεί βρίσκεται.» πήρε το λόγο ο Παύλος. «Άκουσα εχθρούς στρατιώτες να λένε ότι την είδαν φρουροί από το Κάστρο να ανοίγει πύλη για τη Διάσταση των Ανθρώπων, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του Τέταρτου Λοχαγού. Οι προθέσεις της είναι άγνωστες.»

«Ο επόμενος είναι ο Έκτος, ο Νικηφόρος, τον οποίο σκότωσα εγώ λίγο πριν τη μάχη μου με τον Ωρίωνα.» είπε ο Ιάσονας.

«Και ο Έβδομος Λοχαγός, έπεσε σε μια μάχη ενάντια στον Αχιλλέα. Αλληλοσκοτώθηκαν.» είπε ο Σωκράτης με θλίψη για τον φίλο του Αχιλλέα. Ο Ιάσονας ένιωσε κι εκείνος λύπη με το θάνατο του καθηγητή τους, και το γεγονός ότι ο ίδιος είχε προβλέψει το θάνατο του ενέτεινε εκείνη τη λύπη.

«Άρα η επόμενη εδώ είναι η Ροζαλία.» είπε η Ιφιγένεια. «Πρέπει να τη βρούμε και να την πείσουμε να σταματήσει αυτή τη μάχη. Είναι διαφορετική από τους περισσότερους Σκοτεινούς και κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας μου, μου στάθηκε σαν φίλη.»

«Αν κρίνουμε από την υσηχία που επικρατεί εκεί έξω, μάλλον το έχει κάνει ήδη. Όμως προέχει να βρούμε τον Άνθιμο και να τον σταματήσουμε.» είπε ο Παύλος.

«Εγώ θα το κάνω.» δήλωσε ο Ιάσονας.

Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος του.

«Εγώ θα σταματήσω τον Άνθιμο.»

«Αυτό είναι αδύνατον! Είναι πολύ πιο δυνατός από όλους όσους πάλεψες εδώ!» αναφώνησε ο Έλιος.

«Τουλάχιστον θα προσπαθήσω.» είπε ο νεαρός με συγκρατημένη φωνή και έριξε μια ματιά στην Ιφιγένεια. «Το οφείλω σε όλους σας.»

«Κάνεις λάθος! Δεν έχεις καμία ευθύνη να το κάνεις εσύ και δεν πρόκειται να σε αφήσω να ρισκάρεις τη ζωή σου ξανά! Αρκετά κινδύνευσες παλεύοντας με τον Τέταρτο, αγνοώντας τις εντολές μου.» αναφώνησε ο Άρχοντας των Ξωτικών.

Ο Ιάσονας δεν απάντησε. Όλα τα σημάδια του έδειχναν ότι έπρεπε να παλέψει ο ίδιος με τον Άνθιμο, για να πάρει απαντήσεις τις οποίες εκείνος για κάποιο μυστήριο λόγο είχε και κυρίως επειδή πίστευε ότι ήταν το πεπρωμένο του αυτό, ακόμα και αν πέθαινε σε εκείνη τη μάχη. Και όταν ερχόταν η ώρα θα τον πλησίαζε πρώτος και θα μαχόταν μαζί του μέχρι να τον κάνει να μιλήσει.

Το συμβούλιο συνεχίστηκε εν συντομία. Η Ιφιγένεια αποκάλυψε σε όλους όσα γνώριζε και είχε μάθει τόσον καιρό σχετικά με τους εχθρούς, τις δυνάμεις τους αλλά και πιθανές αδυναμίες τους. Ύστερα δόθηκαν νέες εντολές. Αποφασίστηκε να εμπιστευτούν την κρίση της Ιφιγένειας σχετικά με τη Ροζαλία και ο Έλιος έστειλε απεσταλμένους για να τη βρουν. Μετά από λίγη ώρα, εκείνοι επέστρεψαν μαζί με το Σκοτεινό Ξωτικό με τα ροζ- γκρι μαλλιά. Μπήκε στη σκηνή γεμάτη αβεβαιότητα και κοιτάζοντας τους όλους διερευνητικά, ώσπου το βλέμμα της σταμάτησε πάνω στην Ιφιγένεια. Φαινόταν να χαίρεται που την έβλεπε καλά, όμως δεν τόλμησε να την πλησιάσει τώρα που εκείνη βρισκόταν μαζί με τους δικούς της. Κάποιοι την κοιτούσαν με φόβο και δυσπιστία, ενώ τα συναισθήματα της Ιφιγένειας ήταν ανάμεικτα. Αν και η κοπέλα είχε προλάβει να πλυθεί λίγο για να καθαριστεί, υπήρχε ακόμα το αίμα των συμμάχων της επάνω στη στολή της. Ήξερε ότι σίγουρα θα είχε αναγκαστεί να σκοτώσει δικούς της, Ξωτικά, Μάγους και Ανθρώπους και θλιβόταν για αυτό.

Ο Έλιος μίλησε πρώτος:

«Καλώς ήλθες, Όγδοη Λοχαγέ. Από ότι κατάλαβες, σε καλέσαμε εδώ επειδή όλοι οι ανώτεροι σου που βρίσκονταν εδώ στη Σκοτεινή Διάσταση, δεν υπάρχουν πια, πράγμα που σε ορίζει εσένα ως επικεφαλή προσωρινά, έως ότου επιστρέψει ο Λόρδος Άνθιμος με τους τρεις πρώτους. Είμαι ο Άρχοντας των Ξωτικών, ο Έλιος.» Έπειτα έκανε κάποιες βασικές συστάσεις, δηλαδή τη σύζυγο του, τον Άρχοντα Παύλο των Μάγων, τον Ζαχαρία και τελευταίο τον Ιάσονα, παραλείποντας την Ιφιγένεια την οποία ήδη γνώριζε.

«Σας ευχαριστώ για την ειρηνική σας προσέγγιση.» είπε εκείνη. «Πριν χρόνια, όταν ο Λόρδος Άνθιμος με μεταμόρφωσε και με πήρε υπό την προστασία του, τον ακολούθησα αναγκαστικά, μην έχοντας άλλη επιλογή. Εκπαιδεύτηκα με σκοπό αυτήν εδώ τη μάχη και την κατάκτηση του Κόσμου σας, παρόλο που ήξερα από την αρχή πως ήταν λάθος και κάτι απαίσιο. Όμως δεν μπορούσα να προδώσω τον Άνθιμο και τους υπόλοιπους Λοχαγούς που μου είχαν σταθεί σαν οικογένεια. Λίγο πριν από τον πόλεμο, όταν ήρθε στο παλάτι μας η Ιφιγένεια ως αιχμάλωτη, διαφώνησα αμέσως με τους σκοπούς του Άρχοντα μας απέναντι της. Μου θύμιζε εμένα από το παρελθόν, όπως ήμουν πριν καταστραφώ. Όμως η Ιφιγένεια δεν είχε χάσει τα πάντα, όπως εγώ. Κατάλαβα πως δεν ήθελε να είναι μέρος αυτού, ότι είχε ακόμα οικογένεια, φίλους, άτομα που την αγαπούν. Πολλές φορές κατάφερα να την πλησιάσω και να της κρατήσω συντροφιά, καθώς ο Λόρδος Άνθιμος με είχε διατάξει να της φτιάχνω τα ρούχα που θα φορούσε. Η παρέα μαζί της με δίδαξε πολλά μα κυρίως με έκανε να καταλάβω ότι υπάρχει ακόμα το καλό ανάμεσα στα Ξωτικά και στα άλλα είδη. Όμως ήταν πλέον αργά για να κάνω πίσω και αναγκαστικά πολέμησα. Ωστόσο, τώρα που έτυχε να γίνω επικεφαλής, έστω και προσωρινά, όσο περνάει από το χέρι μου δεν έχω σκοπό να διατάξω άλλη επίθεση εναντίον σας. Μα όταν επιστρέψει ο Άνθιμος, λυπάμαι αλλά δεν θα υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω.»

«Δεν μας πειράζει. Ο λόγος σου ότι δεν θα μας επιτεθείς ξανά αρκεί.» τη διαβεβαίωσε ο Έλιος.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» πήρε το λόγο ο Παύλος. «Εφόσον η μάχη εδώ σταμάτησε, δεν θα πρέπει να επιστρέψουμε όλοι στο Νότιο Βασίλειο για να βοηθήσουμε τους συμμάχους μας εκεί;»

«Είναι μάταιο. Σε λιγότερο από δύο ώρες ξημερώνει, οπότε ο Άνθιμος θα υποχωρήσει ξανά εδώ για να προστατεύσει τον εαυτό του και τους δικούς του από τον ήλιο. Και εμείς θα τον περιμένουμε εδώ για να τον σταματήσουμε. Συνεπώς, μας απομένουν μονάχα δύο ώρες για να ξεκουραστούμε και να αναρρώσουμε.»

«Και είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να την εμπιστευθούμε αυτήν;» ρώτησε κάποιος αξιωματικός δείχνοντας τη Ροζαλία.

«Μας διαβεβαίωσε για αυτό η Ιφιγένεια και εμπιστεύομαι την κρίση της. Εξάλλου δεν είναι σύμμαχος μας. Μια απλή ανακωχή κάναμε μαζί της. Παραμένει εχθρός και όταν επιστρέψει ο Άρχοντας της, δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να πολεμήσει για εκείνον ξανά.» είπε ο Ξωτικός Άρχοντας και η Ιφιγένεια κοίταξε ξανά τη φίλη της με θλίψη.

Έτσι λοιπόν το συμβούλιο τελείωσε και όλοι ανέμεναν απλά με αγωνία την έκβαση της μάχης στο Νότιο Βασίλειο. Ο Ιάσονας δεν άντεχε στη σκέψη ότι οι υπόλοιποι φίλοι του βρίσκονταν ακόμα εκεί και η τύχη τους αγνοείτο. Ήλπιζε εκείνοι και η οικογένεια του να ήταν καλά. Όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να περιμένει και να αφοσιωθεί στον επόμενο στόχο του. Έδωσαν σε εκείνον και στην Ιφιγένεια καθαρά ρούχα, αφού πλύθηκαν πρώτα στις σκηνές τους, ενώ η Ροζαλία αναχώρησε για το δικό της στρατόπεδο, όπου υπήρχε μια αναταραχή. Οι μισοί συμφωνούσαν με την απόφαση της να μη συνεχίσουν εκείνη τη μάχη ενώ οι υπόλοιποι ήθελαν να συνεχίσουν, σκεπτόμενοι πως αυτό θα ήταν το θέλημα του Άρχοντα τους. Έτσι έκανε ότι μπορούσε για να τους συγκρατήσει και να μη βρεθούν σε εμφύλιο μεταξύ τους.

Η Ιφιγένεια ένιωθε περίεργα που φορούσε ξανά φωτεινά χρώματα. Είχε συνηθίσει το μαύρο και το κόκκινο τόσον καιρό... Ένιωθε παράξενα που ήταν ελεύθερη, που δεν θα αντίκριζε ξανά κάγκελα στο παράθυρο ή μαύρους πέτρινους τοίχους και κόκκινα μάτια να την περιτριγυρίζουν... Που δεν θα έβλεπε ξανά τον Ωρίωνα. Οι γονείς της την πήραν στη δική τους σκηνή και της έστρωσαν ένα στρώμα σε μια μεριά, χαρούμενοι και ανακουφισμένοι που την είχαν κοντά τους. Και εκείνη ένιωθε χαρούμενη φυσικά που ήταν ξανά μαζί τους, αλλά συγχρόνως ένιωθε και ένα κενό μέσα της. Όμως τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Οι φίλοι της, όπως και όλος ο Κόσμος, ακόμα κινδύνευαν. Ήλπιζε πως όταν τελείωναν όλα αυτά και αν τελείωναν αισίως, θα προσαρμοζόταν και θα ζούσε ξανά ανέμελες στιγμές μαζί με τον Ιάσονα και όλη την παρέα.

{...}

Νότιο Βασίλειο

Η Ελπινίκη έμεινε για λίγη ώρα να κοιτάζει ανέκφραστη τον Άνθιμο καθώς εκείνος πολεμούσε χωρίς σταματημό ενάντια σε Ξωτικά και Ανθρώπους αντιπάλους, τραυματίζοντας και σκοτώνοντας. Ο Αντίνοος τον είδε και εκείνος, γέλασε χαιρέκακα και έτριψε τα χέρια του με ανυπομονησία.

«Τώρα αρχίζει το καλό.» είπε.

«Άνθιμε!» φώναξε η Ελπινίκη για να του τραβήξει την προσοχή.

Ο Άνθιμος μόλις την είδε, την κοίταξε για λίγο έκπληκτος, έπειτα ένα στραβό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του και, αφήνοντας τη μάχη την πλησίασε με την υπερφυσική του ταχύτητα. Σε ένα κλείσιμο του ματιού βρέθηκε μπροστά της.

«Ελπινίκη...» είπε με μειλίχια φωνή. «Επιτέλους. Μας έκανες την τιμή, τελικά. Αν και προτιμούσα να μείνεις στη Σκοτεινή Διάσταση και να πολεμήσεις μαζί με τον Ωρίωνα, πιστεύω ότι και εδώ δεν θα μου φανείς αχρείαστη...» είπε χωρίς καν να δώσει σημασία στον Αντίνοο που στεκόταν δίπλα της.

«Δεν ήρθα για να πολεμήσω στο πλευρό σου, αλλά εναντίον σου.» δήλωσε εκείνη ψυχρά. «Ο Ωρίωνας είναι νεκρός. Τον σκότωσε εκείνος ο νεαρός μάγος.» Και άλλη έκπληξη για τον Άνθιμο, η οποία ωστόσο δεν κράτησε πολύ. «Χμ... Ώστε τα κατάφερε τελικά ο Ιάσονας, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Αρίσταρχος. Δυσκολευόμουν πολύ να το πιστέψω όταν μου το είπε. Και γιατί θέλεις να πολεμήσεις εναντίον μου, αγαπητή Πέμπτη; Μήπως με θεωρείς υπαίτιο για το θάνατο του; Πιστεύεις ότι τον ανάγκασα με το ζόρι να πολεμήσει;»

«Πώς τολμάς να με ρωτάς γιατί;» είπε η Ελπινίκη και έκανε την πρώτη κίνηση. Ύψωσε τα σπαθιά της προς τα επάνω του, τα οποία βρήκαν εμπόδιο με το δικό του σπαθί. Έπειτα, μια μεγάλη μάζα κόκκινης ενέργειας βγήκε από αυτά και μια μαύρη από του Άνθιμου συγχρόνως, σπρώχνοντας τον Αντίνοο και όσους βρίσκονταν κοντά αρκετά μέτρα παραπέρα.

Ο Αντίνοος σηκώθηκε αμέσως και γέλασε πανηγυρίζοντας, παίρνοντας θέση από ασφαλή απόσταση αυτή τη φορά για να παρακολουθήσει τη συνέχεια της μονομαχίας τους. Οι δυο αντίπαλοι έσπρωξαν ο ένας τον άλλον προς τα πίσω.

«Μπορεί να μην τον ανάγκασες να παλέψει, μπορεί να σε ακολούθησε με τη θέληση του, όχι όμως και εγώ. Εγώ παρέμεινα στη Σκοτεινή Διάσταση για εκείνον και επειδή δεν είχα άλλη επιλογή! Αυτό εδώ...» Με μια κίνηση ξεκούμπωσε τη μπλούζα της αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο μέρος του στήθους της και τη μαύρη τρύπα στο αριστερό μέρος της. «Ήταν κάποτε καρδιά, Άνθιμε. Μια καρδιά η οποία χτυπούσε για εκείνον, η οποία είχε σταματήσει να χτυπάει μαζί με τη δική του και θα παρέμενε έτσι αν μας άφηνες στην υσηχία μας! Μπορεί να πεθαίναμε, αλλά θα ήμασταν μαζί και θα φεύγαμε πλήρεις! Εσύ όμως μας έκλεψες αυτό το δικαίωμα, καταδικάζοντας μας σε μια αιώνια κόλαση και σε ένα απέραντο κενό, αφήνοντας μονάχα μια τρύπα εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται η καρδιά, έστω και νεκρή!» Η Ελπινίκη κατέληξε να φωνάζει στο τέλος, πράγμα που εξέπληξε τόσο τον Άνθιμο, όσο και την ίδια. Αυτό... ήταν συναίσθημα; Ήταν οργή; Μπορούσε να νιώσει έστω αυτό, ακόμα και χωρίς καρδιά;

Ο Άνθιμος γέλασε ειρωνικά.

«Καλή μου... Έχεις ιδέα τι θα ήσασταν χωρίς εμένα; Ένα τίποτα... Αυτό θα ήσασταν. Κανένας δεν θα σας θυμόταν... Μιλάς για συναισθήματα... Νομίζεις ότι ο Ωρίωνας θα πέθαινε πλήρης; Πιστεύεις στα αλήθεια ότι είχε συναισθήματα για σένα; Θα σου απαντήσω εγώ: για κανέναν δεν είχε, ούτε όταν ζούσε ως κανονικό Ξωτικό και είχε καρδιά. Ήταν το ίδιο ψυχρός και άκαρδος όπως ήταν και τώρα. Οπότε, όσον αφορά εκείνον δεν άλλαξα και πολλά, αντιθέτως του έδωσα ένα σκοπό όπως σε όλους σας.»

«Όχι... Δεν είναι αλήθεια.» είπε η Ελπινίκη. 

Τον ήξερε καλύτερα από τον καθένα τον Ωρίωνα και ήξερε πως είχε συναισθήματα, τα οποία καταπίεζε κι έμεναν κρυμμένα μέσα του, γιατί ποτέ δεν είχε μάθει να εκφράζεται. Όμως εκείνη, σε κάποιες τους στιγμές τα είχε αντιληφθεί. Όπως όταν ήταν παιδιά και έπαιζαν και γελούσαν πλάι στη λίμνη, η οποία στην πραγματικότητα ήταν ένας βάλτος. Σε εκείνους όμως, φαινόταν σαν Παράδεισος μέσα στο άγονο τοπίο του Νοτίου Χωριού. Ή όπως τότε, που ενήλικοι πλέον, ήρθε σε εκείνο το στρατόπεδο και την έσωσε από τη φυλακή της. Η εκείνη τη νύχτα, που ήταν η ωραιότερη της ζωή της, ακόμα κι αν ήταν μια μέρα πριν τη μεγάλη καταστροφή και την πτώση τους. Τότε που τα χέρια του την άγγιξαν και τα κορμιά ενώθηκαν, δεν αμφέβαλλε λεπτό για τα συναισθήματα του, και ας μην της τα είχε εκφράσει ποτέ με λόγια, όπως δεν τόλμησε ποτέ να το κάνει ούτε εκείνη, γιατί ήξερε πως δεν θα κατέληγαν πουθενά οι δυο τους. Ο Άνθιμος έκανε λάθος. Εκείνον τον Ωρίωνα γνώριζε η Ελπινίκη, όχι το Σκοτεινό Ξωτικό που έγινε μετά. Και για εκείνον τον Ωρίωνα έπρεπε να πάρει εκδίκηση τώρα.

Τις σκέψεις της δεν μπορούσε να τις διαβάσει ο Άνθιμος, αφού οι Άκαρδοι όπως είχε αποδειχθεί είχαν ανοσία σε αυτή την ικανότητα του, ίσως επειδή δεν είχαν ψυχή, όπως πίστευε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που αφύπνισε την Ελπινίκη, η οποία αντιδρούσε με την οργή να την καθοδηγεί. Όμως έβλεπε πόσο αποφασισμένη ήταν να προσπαθήσει να τον σκοτώσει για εκδίκηση, έστω κι αν γνώριζε πως δεν θα τα κατάφερνε.

«Και τώρα τι θέλεις; Εκδίκηση; Από εμένα, που έκανα τόσα πολλά για εσάς;»

«Μας καταδίκασες.» επανέλαβε με συγκρατημένη οργή η Πέμπτη Λοχαγός. «Μας μετέτρεψες σε τέρατα και μας φυλάκισες σε μία κόλαση και τώρα θέλεις να κάνεις όλο τον Κόσμο έτσι, χρησιμοποιώντας όλους εμάς σαν πιόνια τα οποία θα θυσιάσεις αν χρειαστεί, σαν στρατιώτες σε μια παρτίδα σκάκι. Δεν θα σε αφήσω... Δεν είναι μόνο εκδίκηση αυτό που θέλω. Είναι χρέος μου να σταματήσω αυτό το λάθος, με το οποίο δεν συμφώνησα ποτέ.»

«Πολύ καλά λοιπόν...» δήλωσε δήθεν παραιτημένος ο Άνθιμος, χαϊδεύοντας τη λεπίδα του σπαθιού του. Μόνη σου το επέλεξες. Πάντως να ξέρεις, δεν έχεις καμία ελπίδα απέναντι μου και δεν πρόκειται να κάνω πίσω, γιατί η τιμωρία για τους προδότες είναι μόνο μία: ο θάνατος.» είπε και όρμησε κατά πάνω της, αυτή τη φορά με όλες τις δυνάμεις του. Η Ελπινίκη έβαλε τα σπαθιά της εμπόδιο σε μια προσπάθεια να τον σταματήσει, δεν τα κατάφερε, έκανε μονάχα άλματα υπερταχύτητας για να αποφύγει τη μαύρη ενέργεια του.

Οι ήχοι των συγκρουόμενών σπαθιών τους αντηχούσαν, καθώς η Κόκκινη Μαγεία συγκρούονταν άνισα με τη Μαύρη. Η Ελπινίκη έχανε δυνάμεις συνεχώς, όμως δεν θα τα έβαζε κάτω. Δεν έχανε τις ελπίδες της για νίκη, όπως έλεγε και το όνομα της. Αγνοώντας τους πόνους από τα κοψίματα και το μαύρο αίμα που κυλούσε απ τις πληγές της, όρμησε ξανά στον Άνθιμο και με συνεχόμενες κινήσεις των σπαθιών της πάλευε να του δώσει ένα χτύπημα.

Εκείνος την απέκρουε συνεχώς, ώσπου κατάφερε ένα ισχυρό χτύπημα στο στήθος της, το οποίο την έκανε να αρχίσει να χάνει τις δυνάμεις και τις ελπίδες της. Από εκεί και πέρα, η μάχη έμοιαζε χαμένη για εκείνη, δεν την ένοιαζε όμως. Ακόμα και αν πέθαινε θα ήταν ικανοποιημένη, γιατί τουλάχιστον θα ήξερε πως εναντιώθηκε σε εκείνον, στον άνδρα που τόλμησε να τους εξουσιάσει και να τους κάνει πιόνια τους. Θα πέθαινε ελεύθερη.

Σε κάθε χτύπημα που της κατάφερνε, ο Αντίνοος φώναζε πανηγυρικά υπέρ του, ενώ και άλλοι από όσους πολεμούσαν τριγύρω, είχαν σταματήσει για να δουν εκείνη την ενδιαφέρουσα και σκληρή μονομαχία, η οποία  αποδείχθηκε άνιση, καθώς ο Λόρδος Άνθιμος με ένα ακόμα χτύπημα κατάφερε να ρίξει κάτω την Πέμπτη Λοχαγό, αιμόφυρτη με μαύρο αίμα και σχεδόν να έχει χάσει τις αισθήσεις της.

****************************

Ο Ιάσονας επέστρεψε στο στρατόπεδο με την Ιφιγένεια ασφαλή πλέον, αλλά τι θα κάνει με εκείνη τη σκοτεινή δύναμη που κρύβει μέσα του; Θα συναντηθούν ξανά όλη η παρέα (ή τουλάχιστον όσοι απέμεναν από αυτούς), όλοι μαζί; 

Η Ελπινίκη έχει όντως χάσει από τον Άνθιμο, ή υπάρχουν ακόμα ελπίδες να τον νικήσει και να μη χρειαστεί τελικά να πολεμήσει ο Ιάσονας μαζί του; 

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Γράψτε μου γνώμες και θα τα πούμε στο επόμενο ❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top