Κεφάλαιο 61: Σκοτάδι και Πόνος
Η ώρα περνούσε στο ήσυχο και έρημο στενό που βρίσκονταν οι τρεις φίλοι. Ήχοι από μάχες ακούγονταν μόνο από μακριά. Ο Γιάννης ολοένα και πάγωνε και η Φωτεινή είχε ανάψει μια εστία φωτιάς δίπλα τους για να τον κρατήσει ζεστό χωρίς όμως αποτέλεσμα, και τον είχε σκεπάσει επίσης με την κάπα της στολής της. Πού και που τον έπιαναν ρίγη και έτρεμε λες και είχε πυρετό, ενώ τα χείλη του είχαν μελανιάσει και το χέρι του το οποίο κρατούσε ο Ηρακλής ήταν ακόμα πιο κρύο από πριν.
«Δεν πάει άλλο... Κανένας δεν πρόκειται να μας βρει εδώ. Θα πάω να βρω εγώ βοήθεια.» είπε αποφασισμένος ο Ηρακλής στη Φωτεινή. «Εσύ μείνε μαζί του.»
«Όχι... Στάσου.» είπε ο Γιάννης και του έσφιξε το χέρι. Απορούσε που έβρισκε τη δύναμη να το κάνει.
«Θέλω να σου εξομολογηθώ κάποια πράγματα, καλέ μου φίλε... Αν είναι να πεθάνω, θέλω να βγάλω από μέσα μου όσα με έπνιγαν.» είπε και τον κοίταξε ικετευτικά.
«Δεν θα πεθάνεις. Μην το λες αυτό. Δεν θα σε αφήσω.»
«Άκουσε με...» Ανέπνευσε με δυσκολία για λίγο και συνέχισε: «Θυμάσαι τότε που... σας είπα ότι έπεσα από τις σκάλες και έσπασα το χέρι μου; Δεν ήταν αλήθεια... Ο πατέρας μου με έσπρωξε...» Τα μάτια του Ηρακλή τον κοίταξαν διάπλατα ανοιχτά από το σοκ και της Φωτεινής το ίδιο.
«Τι...;»
«Ήταν η μέρα που... είχατε έρθει για φαγητό και μίλησε άσχημα και αδιάκριτα στην Ιφιγένεια... Τσακωθήκαμε εκείνη τη μέρα και πάνω στα νεύρα του με έσπρωξε... Με απείλησε να μην πω τίποτα σε κανέναν... Είπε πως θα με χτυπούσε επίτηδες αυτή τη φορά... Όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, όταν έκανα κάτι λάθος στις προπονήσεις μας ή προσπαθούσα να του εναντιωθώ... Με κακοποιούσε σωματικά και ψυχολογικά συνέχεια... Με πίεζε και με έφτανε στα όρια μου, δήθεν για να με σκληραγωγήσει. Πολλές φορές με κλείδωνε στην αποθήκη για ώρες, χωρίς φαγητό και νερό... μου έπαιρνε και το κινητό... κι εγώ έβρισκα διάφορες δικαιολογίες να πω σε εσένα και στον Ιάσονα που εξαφανιζόμουν... Η μητέρα μου... δεν μιλούσε, ούτε με υπερασπιζόταν ποτέ... τον φοβόταν, φοβόταν πως θα χτυπούσε και εκείνη αν το έκανε. Και δεν είχε και άδικο... Και εγώ φοβόμουν να μιλήσω σε εσάς και στον οποιονδήποτε.»
Ο Ηρακλής τον κοιτούσε τώρα δακρυσμένος.
«Συγνώμη που δεν είχαμε καταλάβει τίποτα, φίλε μου... Πόσο ηλίθιος ήμουν...» είπε, και όντως ένιωθε πολύ άσχημα που δεν είχε καταλάβει τι περνούσε ο φίλος τους στο σπίτι. Ο πατέρας του όντως ήταν ένα κάθαρμα, τελικά.
«Λογικό να μην το είχατε καταλάβει, αφού κρυβόμουν και προσποιούμουν μπροστά σας... πως όλα ήταν ΟΚ... Μαζί σας ήμουν πάντα ο πιο ανέμελος της παρέας, ο αστείος και έξυπνος Γιάννης... αυτό, φυσικά, δεν ήταν προσποίηση, αλλά ο αληθινός μου εαυτός, εκείνος που άφηνα ελεύθερο μαζί σας, μακριά από τη σκιά του πατέρα μου.» Ο Ηρακλής δεν ήξερε τι άλλο να πει. Η Φωτεινή έκλαιγε σιωπηλά. Δεν ήξερε εκείνον τον νεαρό θνητό όσο οι δύο κολλητοί του και η Ιφιγένεια, όμως το διάστημα που πέρασαν όλοι μαζί στη Χώρα των Ξωτικών είχαν δεθεί πολύ σαν παρέα και τον αγαπούσε σαν φίλο της όσο και τους παλιούς της φίλους. Και τώρα λυπόταν αφάνταστα που μάθαινε όλα αυτά...
Το τραγικό ήταν, ότι ο Γιάννης είχε χτυπηθεί από τον Σεραφείμ. Μπορεί να μην έφταιγε εκείνος διότι βρισκόταν κάτω από το ξόρκι του Πρώτου Λοχαγού, όμως δεν θα τον άφηνε να πεθάνει έτσι απλά, να κουβαλάει αιώνια στην ψυχή του και το δικό του θάνατο ο Σεραφείμ στην άλλη ζωή.
«Τώρα ξέρεις, Ηρακλή. Τώρα που σου είπα την αλήθεια, μπορώ να φύγω ήσυχος... Δεν περίμενα να πεθάνω τόσο νέος, όμως νιώθω τιμή που πεθαίνω υπερασπιζόμενος τον Κόσμο μας και απέραντη αγαλλίαση που πεθαίνω δίπλα σε φίλους. Πες στον Ιάσονα... Πες και σε εκείνον την αλήθεια...» Ο Γιάννης δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν.
«Νιώθω τόσο κουρασμένος...»
«Γιάννη; Όχι, μην κλείνεις τα μάτια σου! Γιάννη!» φώναξε ο Ηρακλής σκουντώντας τον για να ξυπνήσει, όμως μάταια. Ο Γιάννης δεν ανταποκρινόταν πια.
Η Φωτεινή έλεγξε το σφυγμό και την αναπνοή του.
«Είναι ζωντανός, αλλά έπεσε σε λήθαργο. Αν δεν κάνουμε κάτι σύντομα, θα τον χάσουμε.» είπε και σηκώθηκε σκουπίζοντας τα μάτια της. Ανανέωσε την εστία φωτιάς που ήδη υπήρχε και άναψε δεξιά κι αριστερά τους άλλες δύο.
«Αυτές θα τον κρατήσουν για λίγο ακόμα. Μείνε μαζί του, θα πάω να βρω κάποιον θεραπευτή.» είπε και ο Ηρακλής της ένευσε.
«Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς, σε παρακαλώ.»
Σήκωσε το τόξο της και έφυγε τρέχοντας, ενώ ο Ηρακλής παρέμεινε δίπλα στον φίλο του, με απέραντη θλίψη για όσα έμαθε και μια ελπίδα ότι θα μπορούσε να σωθεί, τόσο από αυτή τη μάχη όσο και από τον πατέρα του αργότερα.
{...}
Την ίδια στιγμή στη Σκοτεινή Διάσταση...
Ο Αντίνοος είχε φύγει πλέον από το πεδίο της μάχης και έτρεχε με την υπερφυσική του ταχύτητα προς το Κάστρο, ακολουθούμενος από το δαιμόνιο του.
Ποτέ δεν με θεώρησες φίλο σου, Ωρίωνα. Σκεφτόταν. Δεν με υπερασπίστηκες ποτέ, ούτε όταν ο Αδάμ μου έκοψε το χέρι ως τιμωρία επειδή πάλεψα με το νιάνιαρο. Όμως εκείνος ο μικρός μάγος έγινε ακόμα δυνατότερος, σε έφτασε σε δύναμη και σε σκότωσε. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα κατάφερε... Δεν με πειράζει που δεν με λογάριαζες για φίλο. Εγώ πάντα σε θαύμαζα και σε ζήλευα είναι η αλήθεια, θα ήθελα κι εγώ να είμαι τόσο ήρεμος, να μη με αγγίζει τίποτα και να συγκρατώ την οργή μου, η οποία με έβαζε σε μπελάδες συνέχεια, ακόμα και στην προηγούμενη ζωή μου ως ξωτικό. Όμως δεν μπορώ να παλέψω με τον Ιάσονα. Αφού κατάφερε να νικήσει εσένα και, από ότι άκουσα στο πεδίο της μάχης, και τον Νικηφόρο, εμένα θα με έχει εύκολα, το παραδέχομαι. Εκείνη όμως, ίσως μπορεί. Και έχει και ένα παραπάνω κίνητρο για εκδίκηση από ότι εγώ...
Πέρασε τις πύλες του Κάστρου, όπου οι φρουροί τον κοίταξαν απορημένοι που εγκατέλειψε τη μάχη. Τους έριξε όμως μια άγρια ματιά και κίνησε απευθείας για το δωμάτιο της Ελπινίκης.
Η Ελπινίκη βρισκόταν στο δωμάτιο της, καθισμένη αναπαυτικά στον βελούδινο καναπέ της, και κρατούσε ένα ποτήρι με αίμα, όμως δεν είχε καθόλου όρεξη να το πιει και απλά το στριφογυρνούσε στα χέρια της. Το μυαλό της βρισκόταν στη μάχη και αναρωτιόταν τι να έκανε ο Ωρίωνας. Παρόλα αυτά, η απόφαση της να μην πολεμήσει στο πλάι του δεν άλλαζε. Το είχε κάνει ήδη μια φορά και είδε που κατέληξε, όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν την ενδιέφερε τίποτα απολύτως από τότε που άλλαξαν, που έγιναν Άκαρδοι, και το μόνο που την κρατούσε ήταν οι αντανακλάσεις των συναισθημάτων της από το παρελθόν, όπως της έλεγε εκείνος.
Η ξαφνική εμφάνιση του Αντίνοου, χωρίς να χτυπήσει, στην πόρτα της την έκανε να απορήσει. Η στολή και η πανοπλία του ήταν ελαφρώς σκισμένα σε κάποια σημεία, η κόκκινη κοτσίδα του είχε σχεδόν λυθεί και μπορούσε να αισθανθεί τη μυρωδιά του αίματος τριών διαφορετικών ειδών πάνω του, ανθρώπων, ξωτικών και μάγων.
«Τι κάνεις εδώ; Δείλιασες και το έσκασες από το πεδίο της μάχης;» τον ρώτησε καθώς σηκωνόταν και άφησε το ποτήρι με το αίμα στο τραπεζάκι μπροστά της.
«Εγώ να δειλιάσω; Χα! Θα αστειεύεσαι μάλλον, Ελπινίκη. Ήρθα να σου αναγγείλω κάτι δυσάρεστο μπας και ξυπνήσεις και βοηθήσεις λίγο την κατάσταση.» Το πρόσωπο του σκοτείνιασε και μετατράπηκε σε μια μάσκα θυμού. «Ο Ωρίωνας είναι νεκρός.» ανακοίνωσε. «Τον σκότωσε εκείνο το νιάνιαρο, το Αγόρι- Μάγος. Τώρα πώς τα κατάφερε δεν ξέρω, αλλά πρέπει να πάρουμε εκδίκηση και εσύ έχεις το χρέος να το κάνεις.»
Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει το νέο και απλά τον κοιτούσε ανέκφραστη, μέσα της όμως ούτε η ίδια δεν ήξερε τι ένιωσε. Υποτίθεται πως δεν είχε καρδιά, ότι ο Λόρδος Άνθιμος τους είχε απαλλάξει από όλα τα συναισθήματα... Αν ήταν έτσι όμως, τότε γιατί ένιωθε το απέραντο κενό να μεγαλώνει; Γιατί ένιωθε μοναξιά και την τρύπα στο στήθος της να ανοίγει περισσότερο, λες και ήθελε να την καταπιεί ολόκληρη και να τη βυθίσει στο σκοτάδι της; Ήθελε να λυπηθεί, να θρηνήσει και να κλάψει, και ο εαυτός της απ' το παρελθόν αυτό έκανε μέσα της. Η Άκαρδη που ήταν τώρα όμως δεν μπορούσε. Μόνο ένα πράγμα της απέμενε.
«Έχεις δίκιο.» είπε στον Αντίνοο. «Θα πάρω εκδίκηση. Δώσε μου μερικά λεπτά να ετοιμαστώ και να πάρω τα σπαθιά μου και θα φύγουμε μαζί.»
«Ναι! Έτσι σε θέλω!» πανηγύρισε ο Ένατος Λοχαγός, έπειτα ξερόβηξε και είπε: «Θα σε περιμένω εδώ γύρω στο διάδρομο.» κι έκλεισε την πόρτα για να την αφήσει να αλλάξει.
Η μαύρη- κόκκινη στολή της με την κάπα που είχε τον αριθμό 5 βρισκόταν ήδη κρεμασμένη στη ντουλάπα της και τα σπαθιά της έτοιμα και ακονισμένα στις θήκες τους κάτω από αυτήν, όμως δεν περίμενε πως θα ερχόταν η στιγμή να τα χρησιμοποιήσει. Δεν περίμενε ο Ωρίωνας να έπεφτε στη μάχη. Ποιος ήταν τέλος πάντων εκείνος ο νεαρός μάγος, ο Ιάσονας, για τον οποίο μιλούσαν όλοι, ή μάλλον τι ακριβώς ήταν και κατάφερε να τον νικήσει; Δεν είχε σημασία... Η Ελπινίκη ήταν αποφασισμένη να πάρει εκδίκηση και αυτό θα έκανε, όπως του είχε υποσχεθεί. Φόρεσε την πολεμική της ενδυμασία, ζώστηκε με τα σπαθιά της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Σχεδόν δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Μάζεψε και τα μαλλιά της σε μία ψηλή σφιχτή κοτσίδα και εμφάνισε τη σαύρα της τη Λάμια στον ώμο της.
«Κάνω τη σωστή επιλογή, Λάμια; Είχα ορκιστεί να απέχω από τον πόλεμο, μα τώρα με το θάνατο του Ωρίωνα τα πράγματα άλλαξαν.»
«Κυρά μου... Ξέρεις πως ό,τι και αν κάνεις εγώ θα είμαι στο πλευρό σου ως το τέλος. Η εκδίκηση δεν είναι η λύση, όμως αν αυτό σου φέρει τη λύτρωση, τότε και πάλι θα είμαι μαζί σου. Άλλωστε η υπόσχεση που έδωσες στον Λόρδο Ωρίωνα είναι πολύ πιο ιερή.» της απάντησε το δαιμόνιο.
«Έχεις δίκιο. Εξάλλου, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί θα είναι να πεθάνω και εγώ στην προσπάθεια και να πάω να τον βρω. Είτε με τον έναν τρόπο ή με τον άλλον θα βρω τη λύτρωση.» είπε και χωρίς περαιτέρω λόγια, βγήκε απ' το δωμάτιο και συνάντησε απ' έξω τον Αντίνοο.
Εκείνος, ενθουσιασμένος που θα επέστρεφε στη μάχη και που θα έπαιρνε εκδίκηση η Ελπινίκη για τον φίλο τους, την ακολούθησε με τον Φανούρη στο κατόπι του. Πέρασαν αρκετούς έρημους διαδρόμους και κατέβηκαν σκάλες. Ελάχιστα άτομα από το προσωπικό του παλατιού είχαν μείνει πίσω, και κοιτούσαν με έκπληξη και δέος την Πέμπτη Λοχαγό που πήγαινε στη μάχη. Έφτασαν στην κεντρική είσοδο του Κάστρου. Εκεί όμως η Ελπινίκη σταμάτησε το γρήγορο βάδισμα της και αντί να πάει στο πεδίο της μάχης, άνοιξε μια πύλη για τον Κόσμο των Ανθρώπων και συγκεκριμένα για την Ωραιόπολη του Νοτίου Βασιλείου, εκεί που γινόταν η άλλη μάχη.
«Νομίζω πως κάνεις λάθος, Πέμπτη. Δεν είναι στον Κόσμο των Ανθρώπων ο μάγος... Είναι εδώ, στη Σκοτεινή Διάσταση.» της είπε απορημένος ο Αντίνοος.
«Δεν είναι ο Ιάσονας ο εχθρός μου, Ένατε, αλλά ο Άνθιμος. Εκείνος τα ξεκίνησε όλα αυτά. Εκείνος μας μεταμόρφωσε, μετατρέποντας μας σε Άκαρδους, χωρίς να μας ρωτήσει αν θέλαμε να τον ακολουθήσουμε, δικό του σχέδιο ήταν να ξεκινήσει πόλεμο για να κατακτήσει τον Κόσμο. Αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά, εγώ και ο Ωρίωνας θα αναπαυόμασταν γαλήνια τώρα, θα ήμασταν νεκροί αλλά θα ήμασταν μαζί. Δεν θα αναγκαζόμουν να ζήσω σαν ένα ζωντανό πτώμα και μάλιστα χωρίς εκείνον. Από τον Άνθιμο πρέπει να πάρω εκδίκηση.» είπε με ψυχρό ύφος η Ελπινίκη.
Ο Αντίνοος γούρλωσε τα κόκκινα μάτια του έκπληκτος.
«Μα τρελάθηκες;! Θα εναντιωθείς στον Άρχοντα μας;! Αυτό είναι σκέτη αυτοκτονία!» της φώναξε.
«Δεν με πειράζει. Τουλάχιστον θα ξέρω ότι προσπάθησα.» Ο Αντίνοος τότε χαμογέλασε χαιρέκακα.
«Όπως και να 'χει, θέλω πολύ να το δω αυτό. Δεν θα έχανα με τίποτα την ευκαιρία να δω τον Λόρδο Άνθιμο να σε τσακίζει. Θα έρθω μαζί σου.» Με αυτά τα λόγια του, η Ελπινίκη πέρασε την πύλη και βρέθηκε στο Μεγάλο Ξέφωτο. Ο Αντίνοος με τον Φανούρη την ακολούθησαν λίγο προτού η πύλη κλείσει.
Κοίταξε γύρω της, η καταστροφή ήταν μεγαλύτερη από όσο περίμενε. Άνθρωποι και ξωτικά νεκροί παντού τριγύρω και στάχτες από τους δικούς τους σκόρπιες στο έδαφος ή να αιωρούνται στον αέρα. Δεν μπορούσε να λυπηθεί για κανέναν από τα δύο στρατόπεδα, αλλά δεν το θεωρούσε ούτε σωστό. Και εκείνη δεν πήγε εκεί για να πολεμήσει ενάντια σε θνητούς και ξωτικά, αλλά για ένα μοναδικό σκοπό.
«Πώς θα βρούμε τώρα το μεγάλο αφεντικό;» τη ρώτησε ο Αντίνοος. Η Ελπινίκη χωρίς να του απαντήσει ξεκίνησε να τρέχει προς μια κατεύθυνση ακολουθώντας το ένστικτο της και τις ιαχές της μάχης η οποία είχε μεταφερθεί αλλού. Σύντομα έφτασαν στο πεδίο της μάχης, όπου κάποιοι άνθρωποι της επιτέθηκαν. Εκείνη, χειριζόμενη με απόλυτη δεξιοτεχνία τα δυο σπαθιά της, τους τραυμάτιζε μόνο ώστε να περάσει ανάμεσα τους, γνωρίζοντας ακριβώς που να τους κόψει ώστε να μην είναι θανατηφόρο.
Σύντομα έφτασαν σε ένα σημείο όπου γινόταν χαμός από τη μάχη. Άνθρωποι, Ξωτικά, καθώς και κάτι άλλοι βρικόλακες που δεν ήταν σαν αυτούς πολεμούσαν ενάντια στους δικούς της και κατάλαβε πως κάπου εκεί στο επίκεντρο της μάχης βρισκόταν και ο Άνθιμος με τους τρεις πρώτους κοντά. Κόβοντας δρόμο και αποφεύγοντας περισσότερους εχθρούς, τραυματίζοντας μόνο όπου κρινόταν απαραίτητο, προχώρησε ανάμεσα τους και τότε τον είδε. Ο Άνθιμος στεκόταν ανάμεσα σε πολλούς εχθρούς οι οποίοι προσπαθούσαν μάταια να τον φτάσουν, και με το μεγάλο σπαθί του εξαπέλυε κύματα μαύρης ενέργειας σπέρνοντας το θάνατο.
Ήρθε η ώρα, Άνθιμε. Όλα θα τελειώσουν εδώ, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Είπε μέσα της.
{...}
Σκοτεινή Διάσταση, την ίδια περίπου ώρα.
Ο Ιάσονας είχε καθίσει στην άκρη του γκρεμού, αναλογιζόμενος τα όσα έγιναν. Ένα ακόμα προφητικό του όνειρο είχε βγει αληθινό και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο. Πήγε να βλάψει την Ιφιγένεια, και αν δεν ήταν εκεί ο Ωρίωνας για να σώσει εκείνη, αλλά και τον ίδιο από τον εαυτό του, ποιος ξέρει πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα... Του χρωστούσε τη ζωή της τελικά, και ήλπιζε αυτή του η πράξη να του έφερνε γαλήνη στον Άλλο Κόσμο. Η Ιφιγένεια σηκώθηκε και τον πλησίασε αργά. Είχε βγάλει τους κόκκινους φακούς επαφής και τα πράσινα μάτια της φαίνονταν, ακόμα δακρυσμένα, με το άσπρο του ματιού να έχει κοκκινίσει από τα δάκρυα και την κούραση. Κάθισε δίπλα του.
«Δεν ξέρω τι συνέβη προηγουμένως, Ιάσονα.» ξεκίνησε. «Πάντως, ότι και αν ήταν πέρασε. Ήταν στιγμιαίο. Ξέρω ότι δεν έλεγχες τον εαυτό σου εκείνη την ώρα, δεν ήσουν εσύ. Και δεν μπορώ να σε μισήσω, όπως μου είχες ζητήσει, επειδή.... Επειδή νιώθω πράγματα για εσένα πολύ ανώτερα και πιο όμορφα από το μίσος. Και όσα νιώθω με κράτησαν στα λογικά μου όσον καιρό βρισκόμουν αιχμάλωτη των Σκοτεινών. Ο Άνθιμος προσπάθησε να με λυγίσει, να μου κάνει πλύση εγκεφάλου για να με πάρει με το μέρος του, όμως δεν τα κατάφερε γιατί σκεφτόμουν εσένα και έπαιρνα δύναμη. Για αυτό σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου και πάμε να βάλουμε ένα τέλος σε όλα αυτά. Η επόμενη στην ιεραρχία είναι η Ελπινίκη, η Πέμπτη Λοχαγός, και ξέρω πως δεν πρόκειται να αφήσει τον πόλεμο να συνεχιστεί. Πρέπει να τη βρούμε και να την πείσουμε για αυτό.»
«Δεν καταλαβαίνεις...» είπε ο Ιάσονας, αποφεύγοντας να την κοιτάξει. «Εκείνο το... πράγμα προηγουμένως, ήμουν εγώ. Δεν ήταν κάποιο τέρας μέσα μου το οποίο παίρνει τον έλεγχο. Είχα απόλυτη επίγνωση των πράξεων μου και θυμάμαι καθαρά τα πάντα. Εκείνη την ώρα... διψούσα για το αίμα σου, σε έβλεπα σαν γεύμα. Ήμουν χειρότερος και από τα Σκοτεινά Ξωτικά ακόμα. Όπως ακριβώς το είπε η Μάντισσα: Ο άνθρωπος θα γίνει τέρας και το τέρας άνθρωπος...»
«Το τέρας θα γίνει άνθρωπος...» επανέλαβε ψιθυριστά η Ιφιγένεια σκεπτόμενη τον Ωρίωνα και την τελευταία του πράξη που έσωσε και τους δύο, γιατί ήξερε πως αν ο Ιάσονας της έκανε τελικά κακό, θα έπαιρνε ένα δρόμο δίχως γυρισμό.
«Δεν πρέπει να είμαι κοντά σου. Δεν πρέπει να βρίσκομαι πουθενά γύρω σε άτομα που αγαπώ. Δεν ξέρω πότε θα μεταμορφωθώ σε εκείνο το τέρας ξανά. Για αυτό θα σε πάω πίσω στους δικούς σου ασφαλή, θα αφοσιωθώ στο σκοπό μου να βοηθήσω στον πόλεμο κι ύστερα οι δρόμοι μας θα χωρίσουν.» είπε και σηκώθηκε.
«Τι...; Όχι...» Η Ιφιγένεια σηκώθηκε και εκείνη δακρύζοντας. «Δεν μπορείς... Σε παρακαλώ...»
«Είναι ο μόνος τρόπος να σας κρατήσω ασφαλείς, εσένα, τους γονείς μου, τους φίλους μας... Θα απομακρυνθώ από όλους και από όλα. Όμως πρώτα θα βρω τον Άνθιμο και αφού πάρω τις απαντήσεις μου, θα τον τελειώσω.» είπε και αφού πλησίασε το σπαθί του Ντέριου, το σήκωσε αργά από εκεί που ήταν πεσμένο.
Και άλλο ξάφνιασμα για την Ιφιγένεια.
«Δεν το εννοείς... Θα παλέψεις ενάντια στον ίδιο τον Άνθιμο; Τρελάθηκες; Είναι πολύ πιο δυνατός και επικίνδυνος απ' τον Ωρίωνα!» είπε και βρέθηκε πίσω του.
«Δεν έχω τίποτα να χάσω πλέον. Και τώρα πάμε.» της είπε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Η Ιφιγένεια ήξερε πως ήταν μάταιο να προσπαθεί να τον πείσει. Δεν ήθελε να μπει σε κίνδυνο, ούτε να χάσει ξανά τον εαυτό του στην πορεία. Όμως δεν θα άφηνε τη δική της μάχη να πάει χαμένη. Και η δική της μάχη ήταν να τον σώσει εκείνη αυτή τη φορά και όχι το αντίστροφο. Να τον σώσει από τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν τελείωνε ο πόλεμος δεν θα τον άφηνε να φύγει.
Κατέβηκε το ύψωμα με την ίδια ταχύτητα με την οποία είχε ανέβει, κρατώντας την με προσοχή στα χέρια του. Εκείνες τις λίγες στιγμές που βρισκόταν στην αγκαλιά του, η Ιφιγένεια ένιωθε ευτυχισμένη. Ήταν όμως γλυκόπικρη η ευτυχία. Όταν έφτασαν στο πεδίο της μάχης, ο Ιάσονας δεν την άφησε απ' τα χέρια του. Εξακολουθώντας να την κρατάει περνούσε ανάμεσα από τους αντίπαλους που πολεμούσαν. Από όπου περνούσε, όσοι τον έβλεπαν να τη μεταφέρει, φίλοι κι εχθροί σταματούσαν να μάχονται μεταξύ τους και τους κοιτούσαν, κάποιοι με θαυμασμό και κάποιοι άλλοι με έκπληξη, καθώς συνειδητοποιούσαν ότι η σωτηρία τους σήμαινε και την ήττα του Ωρίωνα από εκείνον τον νεαρό μάγο. Οι Σκοτεινοί το είχαν αντιληφθεί ήδη αυτό από νωρίτερα, όταν άκουσαν το πένθιμο κρώξιμο του Βαρόνου και τον είδαν στη συνέχεια να αποσύρεται για πάντα στη Διάσταση των Δαιμονίων, όμως τώρα που αντίκριζαν και από κοντά τον Ιάσονα, με τα σκισμένα λόγω της μάχης ρούχα και ένα σκοτεινό βλέμμα, έχασαν τελείως το κουράγιο και τη θέληση τους να συνεχίσουν τη μάχη. Αν ο δυνατότερος όλων εκείνη τη στιγμή στη Σκοτεινή Διάσταση είχε ηττηθεί, τότε δεν είχαν καμία ελπίδα, όχι όσο έλειπε ο Λόρδος Άνθιμος με τους τρεις πρώτους λόχους. Από την άλλη, όσα Ξωτικά και σύμμαχοι αυτών έβλεπαν πως η νεαρή Θεραπεύτρια είχε τώρα πράσινα μάτια, καταλάβαιναν ότι τελικά δεν είχε μεταμορφωθεί και ένιωθαν άσχημα που τη θεώρησαν προδότρια.
«Τι συμβαίνει;» απόρησαν κάποιοι από τη μεριά των Ξωτικών. «Αυτό ήταν; Κερδίσαμε;»
Ο Σωκράτης άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και είδε τον Ιάσονα να μεταφέρει με ασφάλεια την Ιφιγένεια πίσω στο στρατόπεδο τους. Τον κοίταξε με υπερηφάνεια, όμως κάτι στο βλέμμα του νεαρού δεν του άρεσε καθόλου. Μπορούσε να διακρίνει το σκοτάδι και τον πόνο συγχρόνως μέσα στα μάτια του. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του και οι φόβοι του επιβεβαιώνονταν. Όμως τι ακριβώς έγινε που πυροδότησε εκείνη την αλλαγή; Πώς ξύπνησε το σκοτάδι μέσα του;
Τι σου συνέβη εκεί πάνω, Ιάσονα;
**************************
Είχαμε πολλές εξελίξεις σε αυτό το κεφάλαιο!!
Ο Γιάννης αποκάλυψε την αλήθεια στον κολλητό του τον Ηρακλή, μίλησε με λίγα λόγια για όλα όσα του έκανε ο πατέρας του. Καιρός ήταν... Ας ελπίσουμε μόνο να μην είναι πολύ αργά...
Η Ελπινίκη πληροφορήθηκε για την ήττα και το θάνατο του Ωρίωνα και αποφάσισε να αναλάβει δράση. Όμως, εκεί που περιμέναμε να πάει να βρει τον Ιάσονα και να παλέψει μαζί του για να αναζητήσει εκδίκηση, είδε τον πραγματικό εχθρό όλων και κυρίως δικό της στο πρόσωπο του Άνθιμου. Τώρα τι θα συμβεί σε εκείνη τη μάχη, θα το δούμε σε κάποιο απ' τα επόμενα κεφάλαια.
Και, τέλος, είδαμε ξανά τον Ιάσονα και τις σκέψεις του πάνω σε όσα συνέβησαν στη μάχη με τον Ωρίωνα. Εσείς τι πιστεύετε; Υπάρχει όντως η πιθανότητα να μεταμορφωθεί ξανά και να βλάψει όσους αγαπάει; Μεταμορφώθηκε εξαιτίας του δαγκώματος του Ωρίωνα, ή υπήρχε πάντα μέσα του το σκοτάδι και απλά το δάγκωμα το πυροδότησε, όπως πιστεύει ο Σωκράτης;
Όπως καταλάβατε, έχουμε τρία διαφορετικά γεγονότα για τα οποία περιμένουμε εξελίξεις (και απαντήσεις). Θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα ο πόλεμος; Και τι θα γίνει με τη μάχη που δίνει ο Ιάσονας με τον ίδιο του τον εαυτό;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top