Κεφάλαιο 6: Η Μαγεία της Φιλίας
Ο πατέρας του τον περίμενε, ντυμένος κι εκείνος με την ειδική στολή, στο κιόσκι όπου ήταν επίσης και η πίστα προπόνησης. Πίστευε πως για να είναι κανείς άντρας πρέπει να ξέρει να παλεύει, έτσι προπονούσε τον Γιάννη και τον αδελφό του, πριν πεθάνει, από μικρούς.
Πόσες φορές θυμόταν ο Γιάννης να δέχεται τα απανωτά χτυπήματα του, δήθεν για να τον σκληραγωγήσει... Πολλές ήταν οι φορές που το παράκανε και τον χτυπούσε με περισσότερη δύναμη από όση θα έπρεπε. Η ικανότητα πολεμικών τεχνών όμως είχε επιφέρει στον Γιάννη και θετικά αποτελέσματα, καθώς ήξερε πως αν χρειαζόταν να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή κάποιον πιο αδύναμο από τους νταήδες του σχολείου, θα είχε τη δύναμη να το κάνει, και σε συνδυασμό με τη μαγεία του Ιάσονα και την ικανότητα κικ- μπόξινγκ του Ηρακλή είχαν γίνει ανίκητη ομάδα, έτσι κανείς το σκεφτόταν δεύτερη φορά για να τους πειράξει. Ο Γιάννης γνώριζε επίσης από μικρός ιππασία και τοξοβολία, ικανότητες που του άρεσαν σαφώς περισσότερο από την πάλη.
Έβγαλε τα γυαλιά του, τα άφησε σε ένα τραπέζι και στάθηκε απέναντι απ' τον πατέρα του.
«Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε, αν και η ερώτηση ήταν περιττή γιατί την αμέσως επόμενη στιγμή του επιτέθηκε με ορμή και ο Γιάννης κατάφερε να αποφύγει με δεξιοτεχνία ένα χτύπημα με κλοτσιά στα πλευρά. Ο Ιάκωβος συνέχισε με συνεχόμενες επιθετικές κινήσεις των χεριών τις οποίες επίσης ο γιος του κατάφερε να αποκρούσει, για να περάσει σε μια λαβή η οποία τον έριξε με την πλάτη στο πάτωμα.
«Σήκω!» του φώναξε. «Σήκω και πάλεψε!» Ο Γιάννης έσφιξε τα δόντια από τον πόνο της πτώσης. Στη μάχη ο πατέρας του μεταμορφωνόταν σε κάποιον άλλον. Σηκώθηκε με δυσκολία και συνέχισαν.
Λίγη ώρα μετά, η μάχη ξέφυγε και βρέθηκαν να παλεύουν εκτός της πίστας, στο γρασίδι του κήπου. Ο Γιάννης απέφυγε για μία ακόμα φορά μια ανεξέλεγκτη γροθιά του η οποία σίγουρα θα του άφηνε σημάδι, για να καταλήξει την αμέσως επόμενη στιγμή ξανά στο έδαφος. Δεν πόνεσε τόσο αυτή τη φορά καθώς έπεσε στο γρασίδι, όμως ο πατέρας του βρέθηκε από πάνω του έχοντας ακινητοποιήσει το πόδι του και πίεσε τον πήχη του στο λαιμό του κόβοντας του το οξυγόνο.
«Φτάνει...» ψέλλισε ο νεαρός με φωνή που ίσα που βγήκε. Δεν ήθελε να παλέψει άλλο... Γενικά δεν ήθελε να γίνεται μέρος των σκληρών προπονήσεων με τον πατέρα του. Το μόνο που εισέπραξε όμως ήταν η οργή του και ένα ακόμα μεγαλύτερο σφίξιμο της λαβής του.
«Νομίζω ότι παραείμαι μαλακός μαζί σου, μικρέ. Πιστεύεις πως ο αντίπαλος σου θα σε λυπηθεί αν του πεις φτάνει ;» του είπε σφίγγοντας τα δόντια. Μόνο αγκομαχητά έβγαιναν πλέον από το στόμα του Γιάννη. Τα χέρια του πάλευαν να τον γλιτώσουν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, εκεί που νόμιζε πως δεν θα άντεχε άλλο, πως θα τον άφηνε λιπόθυμο από την έλλειψη οξυγόνου ή θα του έσπαγε το πόδι με τη λαβή του, τον απελευθέρωσε και σηκώθηκε όρθιος απότομα.
Ο Γιάννης εισέπνευσε βαθιά το οξυγόνο που ανέκτησε και έπειτα άρχισε να βήχει προσπαθώντας να συνέλθει.
«Τέλος για σήμερα.» είπε ο πατέρας του λαχανιασμένος. Τούφες απ΄ τα μαλλιά του έπεφταν στο σκληρό πρόσωπο του κι είχαν κολλήσει στο μέτωπο απ' τον ιδρώτα. Ο Γιάννης συνήλθε και τον κοίταξε.
«Σήκω. Πήγαινε στο δωμάτιο σου, πλύσου, άλλαξε και κατέβα να φάμε όλοι μαζί πρωινό. Δεν θα σε κουράσω άλλο σήμερα και η μελέτη αναβάλλεται. Μόνο τα μαθήματα σου για το σχολείο έχεις.» Ο Γιάννης σηκώθηκε απορημένος. Τι άλλαξε έτσι στα καλά καθούμενα; Τον λυπήθηκε ξαφνικά; Ή κατάλαβε πως δεν έπρεπε να είναι τόσο σκληρός; Γενικά υπήρχαν και τέτοιες στιγμές του πατέρα του που τον έκαναν να απορεί. Που εκεί που έδειχνε σκληρός και αμείλικτος, ξαφνικά φαινόταν θλιμμένος. Ήταν άραγε η θύμηση του αδελφού του, του γιου που έχασε νωρίς, ή μήπως ξάφνου θυμόταν ότι από πατέρας κινδύνευε να μετατραπεί σε τέρας;
*********************************************************************************************
Το μεσημέρι της Κυριακής ο Ιάσονας κάλεσε τους δυο κολλητούς του και την Ιφιγένεια σπίτι του για το περιβόητο τραπέζι της Ευτυχίας. Δεν θα τον άφηνε σε ησυχία αν δεν έφερνε σπίτι το Ξωτικό να τη γνωρίσουν. Η Ιφιγένεια δέχτηκε με μεγάλη της χαρά και έστειλε μήνυμα στην ομαδική συνομιλία ότι θα πάει.
Ο Ιάσονας της έφτιαξε προφίλ στο Southstagram για να μπορούν να μιλάνε μέσω ίντερνετ και την πρόσθεσε στην ομαδική συνομιλία της παρέας. Από ότι του εξήγησε, δεν είχαν κοινωνικά δίκτυα στη Χώρα των Ξωτικών, παρόλο που ήταν εξοικειωμένοι με την τεχνολογία και είχαν ίντερνετ. Επικοινωνούσαν μεταξύ τους με κινητά βέβαια καθώς και με μηνύματα μέσω εφαρμογών, όμως επειδή τα Ξωτικά ήταν περισσότερο δεμένα με τη φύση δεν ήταν εξαρτημένοι απ' την τεχνολογία όπως ήταν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Ο Γιάννης με τα χίλια ζόρια πήρε την άδεια από τους γονείς του για να τον αφήσουν να πάει.
«Κυριακή μεσημέρι η οικογένεια τρώει όλη μαζί, Ιωάννη.» του είπε ο πατέρας του. «Αλλά τέλος πάντων, πήγαινε. Να μη νομίζουν και οι... φίλοι σου ότι σε καταπιέζουμε.» Αυτό το τελευταίο το είπε ειρωνικά και εκνεύρισε τον Γιάννη. Ώστε όντως τον άφηναν να περνάει χρόνο με τους φίλους του για να μην υποψιαστούν ότι περνούσε άσχημα στο σπίτι; Γιατί κάτι τέτοιο όντως δεν θα συνέφερε τους γονείς του, όμως ειδικά ο Ιάκωβος ήξερε πως ο γιος του φοβόταν για να μιλήσει και να πει την αλήθεια. Έτσι τον είχε του χεριού του. Όμως έδιωξε αυτές τις σκέψεις και ετοιμάστηκε να φύγει φορώντας το χαρωπό και ανέμελο ύφος που είχε με τους φίλους του.
«Φεύγω.» είπε μόλις κατέβηκε τη σκάλα στους γονείς του, οι οποίοι κάθονταν στο σαλόνι.
«Μέχρι τις έξι το απόγευμα να είσαι πίσω.» του είπε ο πατέρας του. «Μη γυρίσεις πάλι αργά το βράδυ όπως χθες. Έχει μελέτη και μετά ύπνο νωρίς γιατί έχεις σχολείο αύριο.»
«Μάλιστα, πατέρα. Γεια.» είπε και έφυγε.
********************************************
Συναντήθηκε με τον Ηρακλή και αφού έκαναν τη φιλική τους χειραψία κίνησαν μαζί για το σπίτι του Ιάσονα συζητώντας χαλαρά.
Η Ιφιγένεια είχε ήδη φτάσει κι εκείνη εκεί και ο Ιάσονας τη σύστηνε στους γονείς του.
«Τι όμορφη που είσαι, κορίτσι μου! Αχ, πρώτη φορά βλέπω ξωτικό από κοντά. Φαίδωνα, δεν είναι υπέροχη;»
«Μαμά!» διαμαρτυρήθηκε ο Ιάσονας. «Φτάνει. Δεν είναι αξιοθέατο. Μην τη φέρνεις σε δύσκολη θέση.»
«Δεν έχω πρόβλημα, Ιάσονα. Ευχαριστώ κυρία Ιωαννίδη, είστε πολύ καλή.»
«Σε παρακαλώ, κορίτσι μου. Λέγε με Ευτυχία.»
«Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία κυρία Ευτυχία.» Ο Φαίδωνας ως πιο συγκρατημένος και λιγότερο εκδηλωτικός από τη σύζυγο του έκανε δυο βήματα μπροστά και άπλωσε το χέρι του στη δεσποινίδα.
«Χαίρω πολύ, Ιφιγένεια. Είμαι ο Φαίδωνας, ο πατέρας του Ιάσονα. Καλώς ήλθες στην πόλη μας. Ελπίζω να νιώθεις ευπρόσδεκτη.» Η Ιφιγένεια του έσφιξε ελαφρά το χέρι και αποκρίθηκε:
«Χάρηκα παρομοίως, κύριε Φαίδωνα. Φυσικά και ένιωσα ευπρόσδεκτη από την πρώτη στιγμή και τα παιδιά με βοήθησαν πολύ σε αυτό. Έχω αρχίσει ήδη να προσαρμόζομαι.»
«Γεια σας!» αναφώνησε ο Γιάννης κάνοντας αισθητή την παρουσία τη δικιά του και του Ηρακλή που μόλις είχαν φθάσει.
«Ω...! Να και τα άλλα δύο αγόρια μας! Περάστε να στρώσουμε τραπέζι.» είπε η Ευτυχία και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. «Αχ, πόσο χαίρομαι όταν έχουμε κόσμο στο σπίτι μας...»
«Ελπίζω να μη σε κάνει να νιώθεις άβολα η μητέρα μου. Είναι αρκετά εκδηλωτική και ενθουσιώδης.» είπε διακριτικά ο Ιάσονας στη φίλη του.
«Όχι, καθόλου. Είναι πολύ γλυκιά.» απάντησε εκείνη με χαμόγελο και πήγε να βοηθήσει τη στρουμπουλή κυρία να σερβίρει.
«Έφτιαξα λαχανικά με σάλτσα με πέστο και δεντρολίβανο, που μου είπε ο Ιάσονας πως είναι το αγαπημένο σου.» της είπε εκεί η Ευτυχία. «Σίγουρα δεν έχουμε εδώ τα μυρωδικά που χρησιμοποιείται εκεί, έτσι έβαλα δικά μας. Ελπίζω να σου αρέσει.»
«Ω, δεν έπρεπε να μπείτε σε κόπο. Και με μια μακαρονάδα με σάλτσα θα ήμουν ευχαριστημένη, που είναι πιο εύκολη.» είπε η κοπέλα καθώς έπαιρνε το πρώτο πιάτο.
«Μην ανησυχείς, χρυσό μου. Κανένας κόπος. Λατρεύω τη μαγειρική.»
Κάθισαν όλοι μαζί να φάνε. Με το που έφαγε την πρώτη μπουκιά η Ιφιγένεια, όλοι – και ιδιαίτερα η Ευτυχία- περίμεναν με αγωνία για να πει τη γνώμη της. Εκείνη μάσησε και αφού κατάπιε χαμογέλασε και είπε:
«Είναι πεντανόστιμο. Πολύ κοντά σε αυτό που φτιάχνουμε στην πατρίδα.» Το πρόσωπο της Ευτυχίας έλαμψε από... ευτυχία κι ενθουσιασμό.
«Πόσο χαίρομαι που σου αρέσει...!»
«Έτσι είναι πάντα η μαμά μου. Λατρεύει να κάνει τους άλλους χαρούμενους και να τους ευχαριστεί.» εξήγησε ο Ιάσονας.
«Ναι. Εμένα μου φτιάχνει συνέχεια κρέπες, που ξέρει ότι μ' αρέσουν.» συμφώνησε ο Γιάννης.
«Αυτό είναι πολύ καλό. Σκορπάει την ευτυχία γύρω της, όπως λέει και το όνομα της.» είπε η κοπέλα κάνοντας τη μητέρα του φίλου της να τη συμπαθήσει ακόμα περισσότερο.»
«Όνομα και πράγμα.» συμπλήρωσε ο Ηρακλής.
Μετά το φαγητό, η Ευτυχία επέμεινε να τους κεράσει και πορτοκαλόπιτα που είχε φτιάξει, παρόλο που ο Γιάννης κι ο Ηρακλής παραπονούνταν πως είχαν σκάσει και πως δεν πήγαινε κάτω τίποτα άλλο. Όμως το γλυκό ήταν τόσο νόστιμο που το έφαγαν με όρεξη και η Ιφιγένεια την παίνεψε για τις μαγειρικές της ικανότητες που ήταν και στη ζαχαροπλαστική άριστες.
Γνωρίστηκαν καλύτερα με τους γονείς του, ενώ ο πατέρας του σοβαρός αλλά ευγενικός όπως πάντα έκανε διακριτικές ερωτήσεις σχετικά με τη Χώρα των Ξωτικών. Ήταν ό,τι περίπου τη ρωτούσαν στο σχολείο.
«Και τι θρησκεία έχετε, αν επιτρέπεται;»
«Φυσικά και επιτρέπεται. Πιστεύουμε στους Θεούς των Τεσσάρων Στοιχείων της Φύσης. Ο Πύρρος είναι ο θεός της Φωτιάς, η Αιθέρα η Θεά του αέρα, ο Πευκαλίων ο Θεός της Φύσης και η Ύδρα η θεά του Νερού. Αυτοί χαρίζουν τις δυνάμεις τους στα ξωτικά, όμως κανείς δεν γνωρίζει από πού αποκτήσαμε εμείς οι Θεραπευτές τις δυνάμεις μας. Μόνο εικασίες υπάρχουν.»
«Ουάου! Τα ονόματα των θεών σας ταιριάζουν στα στοιχεία τους.» σχολίασε ο Γιάννης.
«Έχω και βιβλίο με περισσότερες πληροφορίες με εκείνους, καθώς και εικόνες σχετικά με το πώς τους φαντάζονται τα ξωτικά. Θα σας το φέρω να το διαβάσετε μια μέρα.»
«Εγώ πρώτος.» πρόλαβε ο Ιάσονας τους φίλους του με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.
Μετά ανέβηκαν επάνω και ο Ιάσονας την ξενάγησε και στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού, καθώς και στο δωμάτιο του, στο οποίο οι τέσσερις φίλοι κάθισαν λίγο. Ο Γιάννης κι ο Ηρακλής άνοιξαν τον υπολογιστή του φίλου τους να δουν βιντεάκια και ο Ιάσονας με την Ιφιγένεια κάθισαν στο κρεβάτι. Το Ξωτικό έδειξε στον φίλο της εικόνες που είχε αποθηκευμένες στο κινητό της απ' την πατρίδα της, με κάποιους φίλους ή και μόνη της, σε διάφορα μαγευτικά τοπία με δέντρα και περίεργα λουλούδια. Είχε και τους γονείς της και ο Ιάσονας εντυπωσιάστηκε με το πόσο νέοι φαίνονταν, αλλά και πόσο πολύ έμοιαζε η ίδια σε εκείνους. Ο πατέρας της είχε μακριά λευκά μαλλιά που λαμπύριζαν κάπως σαν να ήταν πασπαλισμένα με ζάχαρη. Το όνομα του, Ζαχαρίας από ότι του είπε η Ιφιγένεια, του ταίριαζε απόλυτα.
«Μισό λεπτό... Ο Αρχιθεραπευτής Ζαχαρίας; Αυτός που είχε ηγηθεί των Θεραπευτών στον Πόλεμο με τους Βαρβάρους όταν τα Ξωτικά συμμάχησαν με τους ανθρώπους για πρώτη φορά στην ιστορία, και μαζί με τους Μάγους οδήγησαν τους στρατούς μας στη νίκη;!» αναφώνησε ο Ιάσονας, που θυμήθηκε αμέσως αυτές τις ιστορικές λεπτομέρειες. Ήταν η ύλη που θα έκαναν εκείνη τη χρονιά, αλλά εκείνος τα ήξερε ήδη. Τα πρόσωπα των άλλων δύο φίλων τους στράφηκαν με ενδιαφέρον προς το μέρος τους.
«Ναι, ο ίδιος είναι.» είπε η Ιφιγένεια χαμογελώντας. «Και η μητέρα μου, η Χρυσάνθη,» έδειξε την ξανθιά γυναίκα δίπλα του που της έμοιαζε, «ήταν επίσης μέλος των θεραπευτών. Ερωτεύθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά δεν τους επιτράπηκε να παντρευτούν παρά αρκετά χρόνια αργότερα, δεκαοχτώ χρόνια πριν από τώρα δηλαδή. Έτσι γεννήθηκα εγώ. Η κόρη του Αρχιθεραπευτή.»
«Είσαι η κόρη του Αρχιθεραπευτή Ζαχαρία;! Και γιατί δεν μας το είχες πει; Για να δω...» είπε ο Γιάννης και πήγε κοντά για να δει κι εκείνος τους γονείς της. «Ουάου. Πολύ όμορφοι και φαίνονται κουλ. Να κανονίσουμε να τους γνωρίσουμε και από κοντά.»
«Όπα, όπα, φίλε μου. Πολλή φόρα πήρες. Ακόμα τώρα γνωρίσαμε την ίδια την Ιφιγένεια. Ας μη φέρουμε τους γονείς της σε δύσκολη θέση... Μπορεί να μη θέλουν ακόμα να δεχθούν επισκέψεις.» έσωσε την κατάσταση ο Ιάσονας, ενώ η Ιφιγένεια πήρε ένα θλιμμένο ύφος.
Ήξερε ότι κάτι έκρυβε. Το θυμόταν καθαρά αυτό από χθες το βράδυ που τη συνόδευσε σπίτι της και εκείνη απάντησε με πολύ μυστήριο τρόπο πως οι γονείς της μάλλον είχαν βγει. Υπήρχε κάτι που δεν ήταν έτοιμη ακόμα να μοιραστεί με τους νέους φίλους της και που είχε σχέση με την οικογένεια της και το λόγο που έφυγαν απ' την πατρίδα τους. Αλλά δεν ήθελε να την πιέσει να εξομολογηθεί και ήταν αποφασισμένος να την καλύπτει για όσο καιρό χρειαζόταν.
«Εντάξει, ρε φίλε. Ιφιγένεια, συγνώμη αν σ' έφερα σε δύσκολη θέση. Απλώς, ο πατέρας σου είναι ένας απ' τους ήρωες των πολέμων τους οποίους θαυμάζουμε και δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε ότι θα γίνουμε κάποτε φίλοι με την κόρη του.»
«Δεν πειράζει. Καταλαβαίνω.» είπε με το ευγενικό της χαμόγελο το ξωτικό. «Λογικό είναι να θέλετε να τον γνωρίσετε. Και θα γίνει κάποια στιγμή. Όμως όχι ακόμα. Οι γονείς μου... όντως δεν είναι έτοιμοι να κάνουν νέες γνωριμίες.»
«Και μιας και που το έφερε η κουβέντα, πόσων χρονών είναι οι γονείς σου;» ρώτησε ο Ηρακλής.
«Ο πατέρας μου είναι 450 και η μητέρα μου 300.» Ο Γιάννης σφύριξε με θαυμασμό.
«Ούτε οι χελώνες δεν ζουν τόσα χρόνια.» σχολίασε. «Θα ήθελα πολύ να ήμουν ξωτικό. Εσύ, Ηρακλή;»
«Εγώ θα ήθελα να ήμουν Δράκος της Φωτιάς και να σε κάψω για τις μαλακίες που λες.» είπε εκείνος. Ο Ιάσονας με την Ιφιγένεια γέλασαν, ενώ ο Γιάννης έκανε δήθεν πως θίχτηκε.
«Και Ξωτικό της Φωτιάς να ήσουν πάλι θα μπορούσες να με κάψεις. Αλλά έχεις κόλλημα με τους Δράκους για αυτό είπες Δράκος.»
Τα παιδιά κάθισαν μέχρι το απόγευμα και λίγο πριν της έξι έφυγαν. Ο Ιάσονας συνόδευσε την Ιφιγένεια ως το σπίτι της, ενώ εκείνη δεν σταμάτησε στιγμή να του λέει πόσο καλοί της φάνηκαν οι γονείς του, ειδικά η γλυκύτατη μητέρα του που ήταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και δεν άφηνε κανέναν να φύγει από το σπίτι της αν δεν τον τάιζε καλά και δεν τον κερνούσε και γλυκό! Την αποχαιρέτησε χωρίς να ρωτήσει κάτι αυτή τη φορά για τους γονείς της.
Φυσικά όταν επέστρεψε σπίτι δεν κατάφερε να αποφύγει τα υπονοούμενα των γονιών του, οι οποίοι άφηναν να εννοηθεί ότι ταίριαζαν σαν ζευγάρι, παρά την επιμονή του πως ήταν μόνο φίλοι.
*******
Ακόμα μια εβδομάδα πέρασε. Το επόμενο Σάββατο η Ιφιγένεια βγήκε με τα κορίτσια, γιατί η Άσπα επέμενε να βγουν για ποτό για να της δείξουν και τη νυχτερινή ζωή της Ωραιόπολης. Τα αγόρια βγήκαν ξεχωριστά. Η Ιφιγένεια δήλωσε ότι πέρασε θαυμάσια κι ότι ο τρόπος διασκέδασης τους δεν διέφερε πολύ από εκείνον των ξωτικών. Είχαν κι εκείνοι κλαμπ και μπαρ φυσικά.
Την Κυριακή το απόγευμα πήγαν επίσκεψη στο σπίτι του Ηρακλή.
«Θα τη λατρέψεις την αδελφή του.» της είπε η Έλενα στο δρόμο καθώς πήγαιναν, αφού πρώτα είχαν συναντηθεί με τον Ιάσονα και τον Γιάννη. «Εγώ τη συμπάθησα αμέσως και γίναμε φίλες. Της υποσχέθηκα να πηγαίνω συχνά να τη βλέπω, όμως δεν βρήκα ξανά την ευκαιρία με το σχολείο και όλα αυτά.» Η Ιφιγένεια χαμογέλασε. Λάτρευε να κάνει νέες γνωριμίες στη νέα της πατρίδα.
Τους υποδέχτηκε η μητέρα του Ηρακλή και ο Γιάννης της έδωσε τη σακούλα με τα παστάκια που είχε πάρει.
«Πάλι γλυκά έφερες εσύ;» τον μάλωσε δήθεν.
Πέρασαν μέσα και αφού χαιρετήθηκαν η Έλενα είπε:
«Από εδώ η Ιφιγένεια, η καινούργια μας συμμαθήτρια.»
«Γεια σου, κορίτσι μου. Μου είπε ο Ηρακλής για εσένα.» της είπε η Μύρνα και έδωσαν τα χέρια.
«Χαίρομαι κι εγώ πολύ που σας γνωρίζω.»
Μπήκαν στην κουζίνα και έβγαλαν τα παπούτσια τους όπως τους είπε.
«Είδατε; Τώρα δεν φοράω διαφορετικές κάλτσες.» αστειεύτηκε η Έλενα, που είχε βάλει δύο ίδιες πράσινες κάλτσες. Ο Ηρακλής με τον Ηλία υποδέχτηκαν τα παιδιά και σύστησαν την Ιφιγένεια και στον μικρό. Μετά πήγαν μέσα.
Η Σοφία φάνηκε να χάρηκε πολύ που είδε την Έλενα.
«Έλενα!» αναφώνησε και η κοκκινομάλλα έσκυψε και την αγκάλιασε.
«Πώς είσαι, Σοφία μου;»
«Πολύ καλύτερα. Ξεκίνησα να γράφω μια ιστορία και νομίζω πως μου κάνει καλό.»
«Τέλεια! Μόλις την ολοκληρώσεις, να μου τη δώσεις να τη διαβάσω.»
«Ναι.» Στράφηκε στον Ιάσονα και τον Γιάννη. «Τι κάνετε, παιδιά;» Εκείνοι τη χαιρέτησαν επίσης και ο Ιάσονας σύστησε και σε εκείνη τη νέα τους φίλη.
«Το Ξωτικό, ε; Μου έχει μιλήσει λίγο ο αδελφός μου για εσένα.»
«Και για εσένα το ίδιο. Είσαι πολύ γλυκιά.» Το κορίτσι την ευχαρίστησε ευγενικά και έπειτα κάθισαν όλοι μαζί να συζητήσουν ενώ ο Ηρακλής έβαζε τραγούδια στον υπολογιστή του, όχι όμως σε ψηλή ένταση για να ακούγονται. Η Σοφία ρωτούσε την Ιφιγένεια με ενθουσιασμό σχετικά με τη Χώρα των Ξωτικών και τις δυνάμεις τους. Φαινόταν πολύ χαρούμενη που ένας νέος κόσμος ξεδιπλωνόταν μπροστά της.
«Και εσύ, τι δύναμη έχεις, Ιφιγένεια;»
«Εγώ ανήκω σε μια ξεχωριστή κατηγορία ξωτικών, τους Θεραπευτές. Έχουμε κυρίως αμυντική μαγεία.»
«Δηλαδή, τι ακριβώς κάνετε; Θεραπεύετε;»
«Ναι, διάφορους τραυματισμούς και αρρώστιες, εκτός από θανατηφόρες.» είπε η Ιφιγένεια και αναρωτήθηκε αμέσως αν ήταν σωστό που της το είπε, δεδομένης της κατάστασης της.
«Για την ακρίβεια, η Ιφιγένεια είναι η κόρη του Αρχιθεραπευτή Ζαχαρία, για τον οποίο έχουμε ακούσει και διαβάσει τόσα πολλά για την προσφορά του στις μάχες, τότε στον Πόλεμο με τους Βαρβάρους...» ανέλαβε να απαντήσει ο Γιάννης, σταμάτησε όμως στη μέση της πρότασης όταν είδε τη θλίψη αναμεμειγμένη με μια δόση ελπίδας στο πρόσωπο της νεαρής αδελφής του φίλου της.
«Δηλαδή μπορείς να θεραπεύσεις και... εμένα;» ρώτησε διστακτικά δείχνοντας τα πόδια της τα καθηλωμένα στο αναπηρικό καροτσάκι.
Η Ιφιγένεια δάγκωσε το κάτω χείλος της λυπημένη.
«Λυπάμαι. Όμως όταν είναι μη αναστρέψιμη η κατάσταση του τραυματισμού, τότε όχι, δεν μπορούμε.»
«Ω...» έκανε ελαφρώς απογοητευμένη η κοπέλα, όμως αμέσως χαμογέλασε. «Δεν πειράζει. Απλά ήθελα να ρωτήσω.»
***********************
«Είπα ψέματα.» είπε αργότερα η Ιφιγένεια στον Ιάσονα, όταν είχαν φύγει από το σπίτι του φίλου τους και επέστρεφαν στα σπίτια τους και αφού χωρίστηκαν με τον Γιάννη και την Έλενα.
«Για ποιο πράγμα;» απόρησε ο φίλος της.
«Δεν ξέρω σίγουρα αν μπορώ ή όχι να θεραπεύσω την αναπηρία της Σοφίας. Δεν έχουμε περιπτώσεις αναπηρίας στη χώρα μας για να ξέρω. Όμως, ακόμα και αν μπορούσα, οι γονείς μου, μου έχουν απαγορεύσει να θεραπεύω εκτός της πατρίδας μας. Μη με ρωτήσεις γιατί, δεν μπορώ να σου πω, τουλάχιστον όχι ακόμα. Προηγουμένως όμως, είδα πόσο υποφέρει η Σοφία, πόσο πολύ θα ήθελε να χορέψει ξανά και λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να τη βοηθήσω.» Ο Ιάσονας προχώρησε δίπλα της για λίγο σκεπτικός, έπειτα της είπε:
«Μπορείς να τη βοηθήσεις με άλλο τρόπο. Να γίνεις φίλη της, όπως κι η Έλενα. Να την επισκέπτεστε και να της κρατάτε συντροφιά για να ξεχνιέται. Είμαι σίγουρος πως θα νιώθει καλύτερα όταν θα βρίσκεστε εσείς εκεί. Και εμάς βέβαια χαίρεται όταν μας βλέπει, όμως με εσάς που είστε κορίτσια και θα λέτε τα δικά σας θα είναι διαφορετικά.» και της χαμογέλασε με ελπίδα.
Η Ιφιγένεια ένευσε συμφωνώντας.
«Έχεις δίκιο.» είπε. «Αυτό θα κάνω.»
Στη ζωή της μέχρι στιγμής είχε διδαχθεί να κάνει τους άλλους καλύτερα μέσω της δύναμης της. Όμως τώρα, με τους νέους φίλους της, κατάλαβε και κάτι ακόμα: ότι δεν χρειάζεται να έχεις μαγικές δυνάμεις για να βοηθάς τους άλλους, αρκούσε να είσαι φίλος τους γιατί και η φιλία ένα είδος μαγείας ήταν. Και το συναίσθημα εκείνο της αγάπης για έναν φίλο ήταν ένα από τα πιο δυνατά συναισθήματα που θα μπορούσε να νικήσει κάθε κακό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top