Κεφάλαιο 58: Ωρίων (Μέρος Α)


Πέρασαν μερικά χρόνια ακόμα και ο Ωρίωνας ήταν πλέον πέντε χρονών. Ο Βερύκιος του έδινε ελάχιστη σημασία, το μίσος του για εκείνον δεν είχε καταλαγιάσει και του μιλούσε αναγκαστικά και τυπικά, και σίγουρα όχι με τον τρόπο που μιλάει κανείς σε ένα πεντάχρονο παιδί. Ο μικρός ήταν πολύ μοναχικός και κλειστός στον εαυτό του, καθόλου κοινωνικός, μιλούσε ελάχιστα, του άρεσε μόνο να στέκει σε μιαν άκρη και να παρατηρεί τους γύρω του και τη φύση αμίλητος, ή να χαζεύει με τις ώρες τα αστέρια τη νύχτα. Δαιμόνιο δεν του είχε εμφανιστεί ακόμα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να τον κοροϊδεύουν άλλα ξωτικά της ηλικίας του, και σε συνδυασμό με την αντικοινωνικότητα του γινόταν πολύ συχνά αντικείμενο πειραγμάτων. Ώσπου μια μέρα, εκεί που ο Ωρίωνας καθόταν πλάι σε ένα ρυάκι και παρατηρούσε τα πουλιά και τα έντομα, μια πύλη άνοιξε δίπλα του και παρουσιάστηκε σ' αυτόν ένα κοράκι, με μάτια πράσινα σαν και τα δικά του. Για λίγο ο μικρός τρόμαξε και σύρθηκε προς τα πίσω έτσι όπως ήταν καθιστός, όμως έπειτα είδε το γαλήνιο βλέμμα του κορακιού κι ένιωσε ένα συναίσθημα που ποτέ πριν στη σύντομη ζωή του δεν είχε νιώσει: ασφάλεια. Ένιωσε επίσης μια σύνδεση με εκείνο το κοράκι, σαν να ήταν κομμάτι της ψυχής του.

Τέντωσε αμέσως το χέρι του για να το αγγίξει, κι εκείνο έγειρε το κεφάλι του για να τον αφήσει να χαϊδέψει τα απαλά του πούπουλα.

Τότε το κοράκι του μίλησε μέσω της σκέψης:

«Γεια σου, Ωρίωνα. Εγώ είμαι ο Βαρόνος, το δαιμόνιο σου. Σου ζητώ συγνώμη που άργησα να εμφανιστώ, όμως βλέπεις είχα χάσει το δρόμο μου.» Το μικρό ξωτικό χαμογέλασε με αγαλλίαση. Επιτέλους, θα είχε κι εκείνος ένα δικό του δαιμόνιο. Τώρα ίσως να μην τον κορόιδευαν τα άλλα παιδιά.

«Καλώς ήλθες, Βαρόνε. Δεν με πειράζει που άργησες. Εξάλλου, κι εγώ ένιωθα σαν να είχα χάσει το δρόμο μου, σαν να μην είχα σκοπό σε αυτή τη ζωή. Όμως τώρα θα είμαστε μαζί για πάντα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, έτσι είναι, αφέντη μου. Δεν θα σε αφήσω ποτέ.» είπε ο Βαρόνος και πέταξε στον ώμο του αγοριού. Ο Ωρίωνας χαρούμενος πήγε να δείξει το δαιμόνιο του σε όλους.

Ο μπαμπάς του δεν φάνηκε να χαίρεται και τόσο με το συγκεκριμένο δαιμόνιο.

«Ένα κοράκι, Ωρίωνα, σοβαρά; Το δαιμόνιο σου είναι ένα κοράκι; Το κοράκι είναι σύμβολο θανάτου και κακών οιωνών, το οποίο ελάχιστα ξωτικά ανά τους αιώνες είχαν- και δεν είχαν καθόλου καλή κατάληξη. Ο θάνατος τους ακολουθούσε παντού, όπως ακολουθεί εσένα ήδη από τη γέννηση σου αφού σκότωσες τη μητέρα σου! Φύγε από μπροστά μου!» του φώναξε, και ο μικρός δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί θεωρούσε τον Βαρόνο κακό... Αφού ήταν τόσο φιλικό και ευγενικό πλάσμα... Είχε συνηθίσει να του λέει ότι αυτός έφταιγε που πέθανε η μαμά του στη γέννηση του, όμως το να μιλάει έτσι για τον μοναδικό φίλο που είχε, τον πονούσε περισσότερο.

Και τα άλλα παιδιά όμως δεν χάρηκαν και πολύ.

«Είχαμε δίκιο που λέγαμε πως είσαι φρικιό!» του φώναξε ένας από εκείνους που τον πείραζαν και τον πέταξε κάτω ρίχνοντας του νερό, ως ξωτικό του νερού που ήταν. Ο Ωρίωνας δεν αντιστάθηκε, έμεινε απλά στο έδαφος, όμως ο Βαρόνος όρμησε σε εκείνο το αγόρι κι άρχισε να του τσιμπάει τα μαλλιά.

«Α! Άφησε με, τέρας! Άσε με!» φώναζε και τα άλλα παιδιά έφυγαν τρέχοντας. Τέλος, ο Βαρόνος άφησε και τον ίδιο να φύγει.

«Φρικιό!» φώναξε για ακόμα μια φορά στον Ωρίωνα καθώς απομακρυνόταν τρέχοντας.

Ο Βαρόνος έσπευσε στο πλάι του αφέντη του.

«Είσαι καλά, Αφέντη Ωρίωνα;»

«Ναι, εντάξει είμαι, Βαρόνε. Σε ευχαριστώ.» του είπε και σηκώθηκε. Ο Βαρόνος ανέβηκε ξανά στον ώμο του και άρχισε να περπατάει μαζί του κατά μήκος της αγαπημένης του ρεματιάς.

«Ξέρεις, δεν με πειράζει που δεν έχω φίλους, γιατί έχω εσένα.» είπε τότε το νεαρό ξωτικό.

Σύντομα όμως, λίγο καιρό μετά, και ένα άλλο νεαρό ξωτικό πλησίασε τον Ωρίωνα, βλέποντας τον να κάθεται στο έδαφος μόνος του, μακριά από τα άλλα παιδιά. Ήταν ένα κορίτσι με σκούρα καστανά μαλλιά και μάτια στο χρώμα της σοκολάτας. Μια σαύρα αναπαυόταν στον ώμο της.

«Γεια σου.» του είπε διστακτικά. Εκείνος δεν της μίλησε, την κοίταξε μόνο ερευνητικά, φέρνοντας την σε τρομερή αμηχανία. Έβαλε μια τούφα πίσω από το αυτί της, που δεν ήταν τόσο μυτερό όσο το δικό του και των υπολοίπων ξωτικών, και συνέχισε:

«Εμ... Ξέρεις... Ούτε εγώ έχω φίλους, παρά μόνο το δαιμόνιο μου, τη Λάμια.» είπε κι έδειξε τη σαύρα. «Πιστεύω πως το δαιμόνιο σου είναι τέλειο, και θα ήθελα πολύ οι τέσσερις μας να κάνουμε παρέα. Με λένε Ελπινίκη.» είπε και αμέσως έστρεψε τα μάτια της στο έδαφος.

«Το δαιμόνιο μου το λένε Βαρόνο.» της είπε ο Ωρίωνας. «Και θα του άρεσε και εκείνου να κάνουμε παρέα.»

«Και... εσένα; Θα σου άρεσε;» Ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν έχω και τίποτα να χάσω...»

«Κι εσένα πώς σε λένε;»

«Ωρίωνα.»

«Ωρίωνας; Πολύ ωραίο όνομα και σπάνιο. Για στάσου όμως... κάπου το ξέρω. Μη μου πεις πως είσαι ο γιος του άρχοντα του χωριού μας;»

«Ναι, αυτός είμαι. Όμως ο μπαμπάς μου δεν θέλει να μιλάει και πολύ για εμένα...»

«Μπορώ να ρωτήσω γιατί;»

«Κάθισε και θα σου εξηγήσω.»

Έτσι λοιπόν, ο Ωρίωνας ανοίχτηκε για πρώτη φορά σε ένα άτομο και απέκτησε μια νέα φίλη εκτός απ' τον Βαρόνο. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι, έπαιζαν μαζί με τα δαιμόνια τους, μιλούσαν ή έτρεχαν παίζοντας κυνηγητό πλάι στη λίμνη και μεγάλωναν μαζί, ξέγνοιαστοι, χωρίς να έχουν ιδέα τι τους επιφύλασσε η μοίρα.

Η Ελπινίκη δεν είχε γνωρίσει πατέρα. Η μαμά της, που ήταν ξωτικό της γης, τη μεγάλωνε μόνη της. Μια φορά της αποκάλυψε πως ο πατέρας της ήταν Άνθρωπος, που είχε επισκεφθεί μια φορά τη Χώρα των Ξωτικών και γνώρισε τη μητέρα της, ερωτεύθηκαν, όμως μετά δεν ξαναφάνηκε και δεν έμαθε ποτέ πως είχε αποκτήσει μία κόρη μαζί της, καθώς εκείνη έμαθε πως ήταν έγκυος μετά την αναχώρηση του. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό είχε μαθευτεί και παραέξω στην κλειστή κοινωνία του Νοτιου Χωριού και τα παιδιά κορόιδευαν την Ελπινίκη, επειδή ήταν μισή Άνθρωπος, την αποκαλούσαν «μπάσταρδη» και «ημίαιμη», για αυτό δεν είχε άλλους φίλους πέρα από τη Λάμια προτού γνωρίσει τον Ωρίωνα. Η ιστορία της ήταν και αυτό που τους ένωσε περισσότερο.

Όταν ο Ωρίωνας έγινε δέκα, ο Βερύκιος άρχισε να τον προπονεί πολύ σκληρά, λέγοντας του πως έπρεπε να μάθει να χρησιμοποιεί μόνο τη Δύναμη της Γης και όχι του Αέρα.

«Αν θες να γίνεις σαν εμένα, πρέπει να είσαι μόνο Ξωτικό της Γης, Ωρίωνα!» του φώναζε, κι έτσι ο Ωρίωνας υπάκουγε γιατί ήθελε να κερδίσει την αποδοχή και την αγάπη του. Η αλήθεια όμως ήταν, ότι ο Βερύκιος δεν ήθελε να θυμάται την αδικοχαμένη σύζυγο του, και η δύναμη του Αέρα μέσα στον γιο τους του τη θύμιζε. Έτσι, ξεσπούσε όλο του τον πόνο και το μίσος πάνω του, ενώ πολλές φορές τον μαστίγωνε για να τον σκληραγωγήσει, αν τυχόν έκανε κάποιο λάθος ή δεν υπάκουγε. Ο Ωρίωνας υπέμενε στωικά όλα τα βασανιστήρια, χωρίς να αντιδράει, κι έβρισκε καταφύγιο στη συντροφιά του Βαρόνου και της Ελπινίκης. Όσα περνούσε όμως στο σπίτι εξαιτίας του πατέρα του, δεν τολμούσε να της τα πει. Δεν ήθελε τη λύπηση της αλλά το θαυμασμό της.

Μία ακόμα παρηγοριά, εκτός από τους δύο αυτούς φίλους του, ήταν και η γιαγιά του, η μητέρα της μαμάς του. Αν κι έμενε μακριά και επισκεπτόταν σπάνια, περνούσε πολύ χρόνο με τον εγγονό της και του μιλούσε για τη μαμά του, την όμορφη Λαίδη Ανδρομέδα που ο λαός του Νοτίου Χωριού αγαπούσε πολύ, γιατί ήταν καλόκαρδη και βοηθούσε τους πάντες και το κυριότερο, έδωσε τη ζωή της για να φέρει στον κόσμο εκείνον. Του μιλούσε επίσης για το πάθος που είχε για τα αστέρια, καθώς ο πατέρας της ήταν μεγάλος αστρονόμος των Ξωτικών και της είχε μεταδώσει τις γνώσεις του. Ο Ωρίωνας λάτρευε και εκείνος τα αστέρια και τώρα πια ήξερε που οφειλόταν αυτό. Όταν μάλιστα έκλεισε τα δώδεκα, η γιαγιά του που επισκέφθηκε του έκανε δώρο ένα τηλεσκόπιο.

«Με αυτό η μητέρα σου μελετούσε τα αστέρια. Θα ήθελε πολύ να το έχεις.» του είπε και ο μικρός ενθουσιάστηκε συγκρατημένα και την ευχαρίστησε. Από τότε ξεκίνησε και εκείνος να μελετάει στα άστρα και μιλούσε για αυτά στην Ελπινίκη. Αυτή η ασχολία του όμως, σύμφωνα με τον πατέρα του, τον αποσπούσε από τα καθήκοντα του ως διάδοχος και απ' την προπόνηση του, έτσι σε ένα ξέσπασμα οργής μια νύχτα, ο Βερύκιος έσπασε το τηλεσκόπιο.

Αυτή ήταν η πρώτη και ίσως και η τελευταία φορά που ο Ωρίωνας δάκρυσε, και με τα δάκρυα να κυλούν καθόταν στο πάτωμα και κρατούσε στο χέρι του τα σπασμένα κομμάτια. Ήταν το μοναδικό ενθύμιο που είχε απ' τη μαμά του και εκείνος του το στέρησε.

«Μην κλαις! Οι αδύναμοι κλαίνε! Είσαι αδύναμος;!» του φώναξε τότε ο πατέρας του και τον χτύπησε.

{...}

Τα χρόνια πέρασαν και οι δυο κολλητοί ενηλικιώθηκαν, κι έφτασε η στιγμή να χωριστούν. Η Ελπινίκη αναγκάστηκε να καταταγεί στο γυναικείο στρατό, γιατί μόνο έτσι θα αποκτούσε την αποδοχή του κόσμου από ότι της είπαν, και επιπλέον χρειαζόταν χρήματα για εκείνη και τη μητέρα της, ενώ ο Ωρίωνας συνέχισε τη σκληρή εκπαίδευση με τον πατέρα του, τόσο με σπαθιά όσο και με τις ικανότητες της Γης, ενώ παράλληλα ετοιμαζόταν για να πάρει τη θέση του ως ο επόμενος Άρχοντας του χωριού.

Δεν βλέπονταν πια με την Ελπινίκη, αφού το στρατόπεδο στο οποίο εκείνη βρισκόταν ήταν σαν φυλακή, έτσι ώστε οι στρατιώτισες μέσα να ήταν απομονωμένες για να αφοσιώνονταν αποκλειστικά στην εκπαίδευση τους.

Μια μέρα, ο Βερύκιος έλαβε ένα γράμμα από την Έλφια. Είχε επιλεγεί ως ο Αρχηγός των Ξωτικών της Γης και έπρεπε να πάει να ζήσει στην Πρωτεύουσα για να αναλάβει το ρόλο αυτόν στο πλευρό του Άρχοντα Αλβέρτου. Έτσι, είχε έρθει η ώρα για τον Ωρίωνα να αναλάβει την εξουσία του Νοτιου Χωριού.

«Ο σκοπός των στρατιωτών του Νοτίου Χωριού είναι ίσως ο πιο σημαντικός της χώρας, Ωρίωνα.» του είπε πριν φύγει. «Είναι τεράστια ευθύνη να είσαι ο άρχοντας αυτού του χωριού, γιατί προστατεύεις ολόκληρο το έθνος μας από τα Ορκ και τις κατακτητικές τους διαθέσεις αφού το χωριό μας είναι το πιο κοντινό στο δικό τους. Για αυτό σε προπονούσα τόσα χρόνια, για αυτό προσπαθούσα να σε κάνω σκληρό και να σε μάθω να ελέγχεις τα συναισθήματα σου, να μην επιτρέπεις σε αυτά να σε κυριεύουν. Τα θετικά συναισθήματα, η αγάπη, η φιλία, ο έρωτας, σε κάνουν αδύναμο και πληγώνεσαι εξαιτίας τους αργά η γρήγορα. Από την άλλη τα αρνητικά συναισθήματα, ο θυμός, η οργή, η ζήλεια, σε κάνουν να χάνεις τον έλεγχο και να μην παίρνεις τις σωστές αποφάσεις. Κάθε φορά που θα νιώθεις ένα από αυτά, θα πρέπει να το θάβεις αμέσως μέσα σου, να μην το αφήνεις να βγει στην επιφάνεια. Έτσι θα κυβερνήσεις σωστά αυτόν τον τόπο. Και για αρχή, θα πρέπει να βρεις τους καλύτερους αξιωματικούς που θα σταθούν σαν βράχοι στο πλευρό σου και θα σε βοηθήσουν στην προστασία της χώρας μας από τα Ορκ.» του έλεγε καθώς εκείνος στεκόταν μπροστά του ακίνητος σαν άγαλμα όπως τον είχε μάθει. «Και να θυμάσαι, κανένα Ορκ δεν είναι αθώο, ούτε καν τα παιδιά τους. Μαθαίνουν από μικρά να μας μισούν και κάποια μέρα θα θελήσουν να κατακτήσουν ξανά τον Κόσμο, ξεκινώντας από τη Χώρα των Ξωτικών. Και τότε εσύ, Ωρίωνα, θα πρέπει να τους σταματήσεις προτού επαναστατήσουν.»

Έτσι, σε μια τελετή που ακολούθησε ο Βερύκιος ανακήρυξε τον γιο του ως τον νέο άρχοντα του χωριού. Η ευθύνη πλέον ήταν τεράστια και ο Ωρίωνας έπρεπε πράγματι να μάθει να κυβερνά χωρίς συναισθήματα, μόνο με τη λογική. Όμως υπήρχε κάτι από το παρελθόν, κάτι που, όσο κι αν ο πατέρας του είχε υπαγορεύσει πως ήταν λάθος, ήταν το μοναδικό συναίσθημα που δεν θα απαρνιόταν ποτέ. Ήταν κάποια την οποία είχε να δει πολύ καιρό και παρέμενε ακόμα φυλακισμένη μέσα σε εκείνο το στρατόπεδο. Εκτός από τα συναισθήματα του για εκείνη, όμως, πίστευε πως θα ήταν μία άξια Λοχαγός στο πλευρό του. Έτσι, αφού πήρε μερικούς άνδρες επισκέφθηκε το στρατόπεδο με σκοπό να την ελευθερώσει, με αφορμή να την κατατάξει στο στρατό του. Βρήκε την Ταγματάρχη, μια μεγαλόσωμη γυναίκα- ξωτικό της φωτιάς με σχεδόν ανδρικό σωματότυπο και της είπε πως έψαχνε και μερικές ικανές γυναίκες για το στρατό του, γιατί άνδρες είχε πολλούς και ήθελε να είναι δίκαιος και για τα δύο φύλα. Εκείνη αφού ξενάγησε εκείνον και τους τρεις άνδρες που είχε πάρει μαζί του ως συνοδεία, συγκέντρωσε μπροστά του σε σειρά και με απόλυτη πειθαρχία, τις πιο ικανές πολεμίστριες της.

Όμως δεν ήταν πουθενά ανάμεσα τους εκείνη που έψαχνε. Διάλεξε μερικές από αυτές τελείως τυχαία, ρωτώντας τες μονάχα μερικά τυπικά πράγματα που στην ουσία δεν τον ενδιέφερε να μάθει, ούτε καν τα ονόματα τους δεν συγκράτησε.

«Θα ήθελα μία ακόμα.» είπε στο τέλος. «Όμως καμία από όσες μου παρουσιάσατε εδώ δεν μου κάνει. Υπάρχουν άλλες πολεμίστριες στο στρατόπεδο;» Η Ταγματάρχης εξεπλάγην, οι πολεμίστριες τις οποίες δεν επιλέχθηκαν έμοιαζαν να έχουν προσβληθεί.

«Αυτές είναι οι καλύτερες μου, Άρχοντα Ωρίωνα... Δεν υπάρχουν άλλες. Οι υπόλοιπες είναι απλά εκπαιδευόμενες, νεοσύλλεκτες ή βοηθοί. Πιστέψτε με, δεν θα βρείτε ικανότερες από αυτές εδώ.»

Αγνοώντας την, ο Ωρίωνας έψαξε τριγύρω με το βλέμμα και τότε την είδε: η Ελπινίκη βρισκόταν έξω από τις τουαλέτες και έβγαινε κουβαλώντας με δυσκολία έναν κουβά. Στράφηκε και εκείνη και τον κοίταξε με έκπληξη.

«Και αυτή εκεί;» ρώτησε. Η Ταγματάρχης ακολούθησε το βλέμμα του και μόλις είδε ποια εννοούσε απόρησε.

«Αυτή είναι τελείως άχρηστη, άρχοντα μου... Δεν είναι καν κανονικό ξωτικό. Είναι μπασταρδεμένη με ανθρώπινο αίμα. Την έχω μονάχα για αγγαρείες.» Ό,τι και αν έλεγε η μεγαλόσωμη γυναίκα όμως, δεν του άλλαζε γνώμη. Ήξερε πως δεν έπρεπε να κρίνει μονάχα με το συναίσθημα, όμως δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει σε εκείνο το μέρος... ήταν η μοναδική του ευκαιρία να την ελευθερώσει, ειδικά τώρα που κατάλαβε πόσο δύσκολα περνούσε εκεί μέσα. Τότε η Ελπινίκη σκόνταψε, παρασυρμένη από το βάρος του κουβά, και σωριάστηκε στο έδαφος, χύνοντας κάτω σαν λάσπη τις ακαθαρσίες.

«Ανίκανο πλάσμα...» γρύλισε η Ταγματάρχης. «Με συγχωρείτε λίγο...» είπε έπειτα στον επισκέπτη της και έσπευσε τρέχοντας προς το μέρος της Ελπινίκης, η οποία άρχισε να κλαίει πάνω απ' τη ζημιά που έκανε.

Ο Ωρίωνας την είδε να τη βρίζει και να της φωνάζει έντονα, και με το ζόρι κρατιόταν να μην επέμβει. Όταν όμως η μεγαλύτερη γυναίκα σήκωσε το πόδι της και την κλώτσησε κάτω στο έδαφος, δεν μπόρεσε να το αφήσει έτσι αυτό. Έκανε να φύγει τρέχοντας προς το μέρος της, όμως τότε έγινε κάτι το ανήκουστο: η Ελπινίκη άρχισε να γελάει μανιωδώς, ουρλιάζοντας και φλόγες πετάχτηκαν μέσα από το κορμί της και σκόρπισαν παντού στο χώρο γύρω της, σκορπώντας το χάος για μερικά δευτερόλεπτα.

«Άρχοντα μου!» φώναξε κάποιος από τους άνδρες του και τράβηξε τον Ωρίωνα στο έδαφος για να αποφύγουν τις φλόγες. Επικράτησε ένας πανικός για λίγο και έπειτα, όσα ξωτικά του νερού υπήρχαν τριγύρω κατάφεραν και έσβησαν τη φωτιά, αφού πρώτα αποδυνάμωσαν με νερό την ίδια. Ο Ωρίωνας σηκώθηκε και πλησίασε. Η Ταγματάρχης είχε γίνει μαύρη απ' τη φωτιά, τα μαλλιά της είχαν καψαλιστεί και στεκόταν τώρα πάνω από την Ελπινίκη, η οποία βρισκόταν γονατιστή και σκυμμένη στο έδαφος. Την κοιτούσε με οργή, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Όμως ο Λόρδος Ωρίωνας βρέθηκε και εκείνος από πάνω της και είπε:

«Αυτήν θέλω.» Η Ελπινίκη δεν τολμούσε να τον κοιτάξει.

«Άρχοντα μου, τρελαθήκατε;!» φώναξε εκτός εαυτού η Ταγματάρχης. «Αυτή είναι ένα έκτρωμα της φύσης! Είδατε τι προκάλεσε...! Νομίζαμε πως είναι μισή ξωτικό της γης τόσο καιρό και τώρα μόλις φανέρωσε ότι έχει και φωτιά μέσα της! Η μάνα της είναι υβρίδιο!»

«Όπως και να έχει, οι δυνάμεις της θα μου φανούν κάτι παραπάνω από χρήσιμες, ειδικά αν χρειαστεί να υπερασπιστούμε το χωριό από τα Ορκ. Τη θέλω για Λοχαγό μου.» επέμεινε ο Ωρίωνας με τη χαρακτηριστική ήρεμη φωνή του. «Σήκω επάνω, γυναίκα.» είπε έπειτα στην Ελπινίκη και της έτεινε το χέρι του.

Εκείνη ύψωσε τελικά τα γνώριμα μάτια της επάνω στα δικά του και, αδυνατώντας ακόμα να το πιστέψει, έπιασε το χέρι του και τη βοήθησε να σηκωθεί.

«Από εδώ και μπρος, θα είσαι η Λοχαγός μου, το δεξί μου χέρι. Θα έρθεις μαζί μου και θα φύγεις για πάντα από αυτό το μέρος.» Εκείνη τον κοιτούσε ακόμα ανήμπορη να μιλήσει.

«Μα...» πήγε να αντιδράσει πάλι η Ταγματάρχης, μα την διέκοψε:

«Αυτή είναι η τελευταία μου κουβέντα. Είμαι ο Άρχοντας του χωριού, Ταγματάρχη. Μήπως το ξέχασες αυτό; Ή μήπως δεν θέλεις πια τη θέση σου;» της είπε ήρεμα, κάνοντας όμως ξεκάθαρη την απειλή του.

«Όχι... Όχι... Φυσικά... Έχετε δίκιο. Κάντε ό,τι νομίζετε καλύτερο, Λόρδε Ωρίωνα...» είπε φοβισμένη, έχοντας χάσει τα λόγια της.

Έτσι λοιπόν, με μια ακόμα ξαφνιασμένη Ελπινίκη, ο Ωρίωνας αναχώρησε από εκεί έχοντας εκπληρώσει το σκοπό του να ελευθερώσει τη φίλη του, η οποία, έχοντας ανακαλύψει μόλις μία νέα δύναμη, έπρεπε να μάθει να την ελέγχει. Με την κατάλληλη προπόνηση από τον άρχοντα της και σωτήρα της όμως, θα τα κατάφερνε σίγουρα.

Όντως έγινε μια από τις καλύτερες, για να μην πούμε η καλύτερη μετά από εκείνον. Με τον ίδιο τον Ωρίωνα να την εκπαιδεύει, καθώς ανακάλυψαν πως είχαν κάτι ακόμα κοινό, δηλαδή τις δύο διαφορετικές δυνάμεις τους διαχωρισμένες, έμαθε να ελέγχει και τη φωτιά εκτός από τη γη και απέδειξε πως κατείχε επάξια τον τίτλο της Λοχαγού, και όχι μόνο λόγω της σχέσης που είχε με τον άρχοντα του χωριού. Είχαν όμως αλλάξει και οι δύο. Εκείνη είχε υποστεί μεγάλη σωματική και ψυχολογική βία από την Ταγματάρχη, τη Δομινίκη, όπως την έλεγαν, ενώ ο Ωρίωνας με τη σειρά του είχε γίνει ψυχρός σαν να μην είχε συναισθήματα, παρόλο που την είχε σώσει και φρόντιζε για αυτήν και τη μητέρα της. Τα χρόνια που υπηρέτησε στο πλευρό του υπήρξε μια απόλυτα πιστή Λοχαγός αλλά και σύμβουλος, και κανένας δεν τολμούσε να πει κακή κουβέντα για αυτήν. Όσο περισσότερο καιρό περνούσε στο πλευρό του όμως, τόσο εκείνος καταλάβαινε ότι ένιωθε, βαθιά μέσα του, κάτι παραπάνω από φιλία για αυτήν, ποτέ όμως δεν θα τολμούσε να της το πει. Εκτός του ότι δεν είχε μάθει ποτέ του να εκφράζεται, αντιθέτως είχε διδαχθεί να κρύβει τα συναισθήματα του, επιπλέον η σχέση τους δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτή. Εκείνη ήταν υβρίδιο Ανθρώπου και Ξωτικού της Φωτιάς και της Γης, ενώ εκείνος ένα υβρίδιο Γης και Αέρα, και εκτός αυτού ήταν και από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.

Έφτασε έτσι η στιγμή που θα σηματοδοτούσε το τέλος και των δύο, ή μήπως την αναγέννηση τους σε μια νέα ζωή, χωρίς συναισθήματα να τους πονάνε; Μόνο που τότε δεν είχαν ιδέα ότι θα συμβούν όλα αυτά.

*****************

Αυτό ήταν το πρώτο μέρος της ιστορίας του Ωρίωνα, η οποία θα συνεχιστεί και στο επόμενο κεφάλαιο, όπου θα δούμε τη γνωστή πλέον ιστορία του αφανισμού των τελευταίων Ορκ και πώς ακριβώς συνέβη. Έφταιγε εξ ολοκλήρου ο Ωρίωνας τελικά;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top