Κεφάλαιο 57: Το Σκοτάδι Μέσα του
Όταν κατάφερε να συνέλθει η Ιφιγένεια από τη μάζα ενέργειας που τη χτύπησε, στηρίχθηκε στα χέρια και τα γόνατα της και κοίταξε προς τη μεριά του Ιάσονα, για να αντικρύσει έντρομη κάτι άλλο αντί για εκείνον: τα μάτια του ήταν όντως ολόμαυρα με κόκκινες κόρες, το δέρμα του είχε γίνει χλωμό ενώ δύο μαύρα φτερά νυχτερίδας είχαν πεταχτεί από την πλάτη του. Το πάνω μέρος της στολής του είχε σκιστεί, φορούσε μόνο το παντελόνι του. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον Ιάσονα που γνώριζε, είχε μετατραπεί σε ένα... τέρας.
Ο Ωρίωνας τον κοιτούσε και αυτός έκπληκτος. Αν είχε καρδιά, ο φόβος θα είχε φωλιάσει σίγουρα σ' αυτήν τώρα.
«Πώς...; Πώς έγινε αυτό; Τι είσαι;» τον ρώτησε ακριβώς το ίδιο πράγμα που τον ρώτησε και εκείνος προηγουμένως στη μεταμόρφωση του. Όμως το τέρας μπροστά του δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο το αγόρι- μάγο τον οποίο είχε μόλις σκοτώσει, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Έμοιαζε με βρικόλακα με φτερά νυχτερίδας. Αντί για απάντηση, ο Ιάσονας έδειξε απειλητικά τα δόντια του και γρύλισε, αποκαλύπτοντας δύο μυτερούς κυνόδοντες.
Δεν μπορώ να ακούσω την καρδιά του πια... Τι του συνέβη; Σε τι μετατράπηκε και πώς; Σκεφτόταν προσπαθώντας να καταλάβει. Το γρύλισμα του δυνάμωσε και μετατράπηκε σε ένα δυνατό βρυχηθμό τέρατος. Η Ιφιγένεια έκλεισε τα αυτιά της σοκαρισμένη. Για κάποιο λόγο δεν ένιωθε ασφάλεια, όσο πιο δυνατός κι αν είχε γίνει ο Ιάσονας, αλλά φόβο.
Ο Ιάσονας έφερε με τηλεκίνηση το σπαθί στο χέρι του και όρμησε ξανά στον εχθρό του επιστρέφοντας στη μάχη, ενώ μόλις που πρόλαβε ο Ωρίωνας να τραβήξει ξανά το δικό του και να συγκρουστούν. Ο Ιάσονας εκτόξευσε ένα κύμα ενέργειας το οποίο ήταν κόκκινο και πολύ πιο δυνατό από την πράσινη Μαγεία που είχε προηγουμένως. Ο Ωρίωνας εκτοξεύθηκε προς τα πίσω, κατάφερε όμως και στηρίχτηκε με το ένα χέρι στο έδαφος και παρέμεινε όρθιος. Ο Ιάσονας ούρλιαξε απόκοσμα και επιτέθηκε ξανά σαν ένα θηρίο κυριευμένο μονάχα από το συναίσθημα της οργής.
Η Πράσινη Μαγεία του μετατράπηκε σε Κόκκινη; Μα πώς γίνεται αυτό; Είναι αδύνατον τον δάγκωμα μου να τον μεταμόρφωσε τόσο γρήγορα... Και επιπλέον, αυτό το δάγκωμα δεν υπάρχει πια στο λαιμό του. σκεφτόταν ο Ωρίωνας καθώς προσπαθούσε να αμυνθεί και να αποκρούσει τις επιθέσεις του.
Ο Ιάσονας ήταν πλέον γρηγορότερος, δυνατότερος και πιο ανελέητος από ποτέ. Ο ίδιος δεν σκεφτόταν τίποτα, το μόνο που ένιωθε ήταν μια ακατανίκητη οργή και η επιθυμία να σκοτώσει ό,τι και όποιον βρισκόταν μπροστά του, μαζί με μια ανεξήγητη, ακόρεστη δίψα. Οι δυο αντίπαλοι πλέον συγκρούονταν σφοδρά και η Κόκκινη Μαγεία που έρρεε και από τους δύο, έκανε όσους έτυχε να κοιτάξουν από το πεδίο της μάχης να απορήσουν.
«Τι συμβαίνει εκεί πάνω; Πώς γίνεται και οι δύο να έχουν Κόκκινη Μαγεία τώρα;» απόρησε ο Σωκράτης και μια πολύ σκοτεινή σκέψη ανακάθισε στην καρδιά του.
Επάνω στο λόφο, οι δυο εχθροί συνέχιζαν να πολεμούν με τον Ιάσονα αυτή τη φορά να φαίνεται να έχει το πάνω χέρι. Με ένα χτύπημα το σπαθί του αντιπάλου εκτοξεύθηκε μακριά και δεν τον άφησε να πάει να το πιάσει. Καθώς εκείνος επιχείρησε να πετάξει προς αυτό, παράτησε κι ο ίδιος το σπαθί του και πετώντας με ορμή τον έφτασε και τον έριξε κάτω.
«Ιάσονα! Στάσου! Αν αφήσεις το σπαθί, θα χάσεις τελείως τον έλεγχο της μαγείας σου! Ιάσονα!» φώναζε μάταια ο Ντέριος. Πάνω στην οργή του ο Ιάσονας δεν άκουγε και δεν έβλεπε τίποτα εκτός από τον αντίπαλο του τον οποίο ήθελε να ξεσκίσει.
Οι δυο εχθροί πλέον πάλευαν χωρίς σπαθιά, μόνο με τα χέρια, σώμα με σώμα ή με μαγεία. Πότε πετούσαν λίγα μέτρα πάνω από τη γη και συγκρούονταν στον αέρα, πότε έριχνε ο ένας τον άλλον κάτω και η μάχη συνεχιζόταν με τους δυο τους να παλεύουν στη γη. Η Ιφιγένεια δεν έπαυε να παρακολουθεί φοβισμένη. Δεν ήξερε κατά πόσο η ίδια θα ήταν ασφαλής αν κέρδιζε ο Ιάσονας. Για την ώρα όμως, από αυτή τη μάχη δεν φαινόταν να υπάρχει νικητής και χαμένος, ούτε μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος ήταν ο ήρωας και ποιος το τέρας. Και όσο κατάφερνε χτυπήματα ο μεταμορφωμένος Ιάσονας, τόσο πιο δυνατός γινόταν, σαν να τρεφόταν από τη βία και το μαύρο αίμα του εχθρού του που πεταγόταν παντού.
Κάποια στιγμή πέταξαν πολύ ψηλά, τόσο που η Ιφιγένεια δεν τους έβλεπε. Πάλεψαν στον αέρα για αρκετή ώρα, με τον Ιάσονα να χτυπάει τον Ωρίωνα ουρλιάζοντας. Μετά και από ένα ακόμα χτύπημα ο Ωρίωνας έχασε την ισορροπία του και άρχισε να πέφτει. Ο Ιάσονας τον πρόλαβε και συνέχισαν να παλεύουν ώσπου έπεσαν με ορμή στο έδαφος. Η Ιφιγένεια τους είδε να πέφτουν σαν μετεωρίτης, κι όταν το τοπίο ξεκαθάρισε από τη σκόνη, είδε τον Ιάσονα να σκίζει με μανία το αριστερό φτερό του Ωρίωνα, ο οποίος φαινόταν να έχει χάσει τις αισθήσεις του. Τον άφησε κάτω ανασαίνοντας βαριά και έπειτα, η προσοχή του στράφηκε στην ίδια. Η μυρωδιά της τον τρέλαινε και το μόνο που σκεφτόταν ήταν να γευτεί το αίμα της, μη μπορώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του. Την πλησίασε αργά, γρυλίζοντας σιγανά. Η Ιφιγένεια τρέμοντας από φόβο, τον κοιτούσε ικετευτικά καθώς σερνόταν προς τα πίσω.
Ποτέ δεν θα σου έκανα κακό, Ιφιγένεια... επανέρχονταν τα λόγια του στο μυαλό της. Θέλω να με μισήσεις, αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο. Να λοιπόν που και αυτή η προφητεία του βγήκε αληθινή και μάλιστα με το χειρότερο τρόπο.
Τι θα συνέβαινε τώρα; Κανείς δεν μπορούσε να την προστατεύσει... Όμως δεν επρόκειτο να τον μισήσει. Αυτός δεν ήταν ο Ιάσονας, ο νεαρός μάγος τον οποίο είχε ερωτευθεί, που έλιωνε με τα φιλιά του, ο γλυκός και ευγενικός Ιάσονας που θα έκανε τα πάντα για να προστατεύσει όσους αγαπούσε. Ήταν ένα τέρας, και δεν ήξερε αν υπήρχε πλέον γυρισμός.
«Ιάσονα... Εγώ είμαι. Δεν με αναγνωρίζεις;» τον ρώτησε δακρύζοντας, σε μια τελευταία προσπάθεια να τον συνεφέρει. Όμως ο Ιάσονας την κοιτούσε με τα κενά, απόκοσμα μάτια του και γρυλίζοντας, έχοντας βγάλει τους μυτερούς του κυνόδοντες. Έπειτα βρυχήθηκε δυνατά και της όρμησε. Η Ιφιγένεια ούρλιαξε καθώς βρέθηκε από πάνω της και τα δόντια του απείχαν μόλις μερικά εκατοστά από το λαιμό της. Την ίδια στιγμή όμως, είδε ένα άλλο σώμα να πέφτει πάνω του και να τον εκτοξεύει αρκετά μέτρα μακριά της στο πλάι. Ανασηκώθηκε τρέμοντας, για να δει ποιος ήταν ο σωτήρας της.
Ήταν ο Ωρίωνας, ο οποίος μετά από αυτή την επίθεση του αποδυνάμωσε τελείως τον Ιάσονα που τώρα βρισκόταν αναίσθητος στο έδαφος. Ο Ωρίωνας έγειρε και εκείνος στο πλάι και έπεσε δίπλα του. Είχε χρησιμοποιήσει τις τελευταίες δυνάμεις που είχε για να τη σώσει. Η Ιφιγένεια σηκώθηκε και πλησίασε τους δύο άνδρες. Στάθηκε ανάμεσα τους και κοιτούσε πότε τον έναν, πότε τον άλλον, σαν να διχάζεται σχετικά με το ποιον έπρεπε να σώσει πρώτο.
«Θα είμαι εντάξει.» της είπε τελικά ο Ωρίωνας με ήρεμη φωνή. «Σώσε τον Μάγο σου. Κοίτα, είναι και πάλι όπως πριν.»
Το χρώμα στο πρόσωπο του Ιάσονα είχε πράγματι επιστρέψει και τα μαύρα μεμβρανώδη φτερά του είχαν εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Είχε όμως αρκετές πληγές και ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο του. Η Ιφιγένεια χωρίς άλλη σκέψη βρέθηκε στο πλάι του, γονάτισε και τοποθέτησε τα χέρια της πάνω του, με την ελπίδα αυτή τη στιγμή να ξυπνούσε και πάλι ως το αγόρι που γνώριζε κι είχε αγαπήσει και όχι ως ένα τέρας με δίψα για αίμα και βία. Όσο δρούσε η Θεραπεία της, κρατούσε την ανάσα της, κι όταν τελικά άνοιξε τα μάτια του ο Ιάσονας και εκείνα ήταν καστανά και όχι μαύρο- κόκκινα, την απελευθέρωσε με ανακούφιση.
«Ιφιγένεια;» της είπε και ο ίδιος ανακουφισμένος και αφού ανασηκώθηκε την έσφιξε στην αγκαλιά του. Πάνω από τον ώμο της, είδε λίγο πιο πέρα τον Ωρίωνα ξαπλωμένο στο έδαφος και ετοιμοθάνατο, με αρκετές πληγές και μαύρο αίμα γύρω του, και θυμήθηκε ξάφνου πως συνέβη αυτό. Ώστε ήταν αλήθεια λοιπόν, όχι ένας ακόμα εφιάλτης τον οποίο έβλεπε όση ώρα ήταν αναίσθητος. Απομακρύνθηκε απότομα απ' την αγκαλιά της και είπε:
«Η προφητεία μου βγήκε, Ιφιγένεια. Μόλις πήγα να σου κάνω κακό. Αν... Αν δεν είχε σηκωθεί ο Ωρίωνας και δεν με είχε απωθήσει από πάνω σου, ποιος ξέρει τι θα σου έκανα...»
«Μην το σκέφτεσαι τώρα αυτό, αγαπημένε μου...» του είπε και άγγιξε το πρόσωπο του δακρυσμένη. «Δεν ήσουν ο εαυτός σου εκείνη την ώρα. Όμως τώρα αυτό πάει, τέλειωσε.»
Έπειτα σηκώθηκε και πλησίασε διστακτικά τον Ωρίωνα, με τον Ιάσονα να την ακολουθεί. Εκείνος είχε πάλι κλείσει τα μάτια του, όμως δεν μετατράπηκε σε στάχτη, που σήμαινε πως ήταν ακόμα ζωντανός.
«Δεν μπορώ να τον αφήσω έτσι... Με έσωσε. Ίσως... Ίσως αν τον σώσω, να το ξανασκεφτεί και να λήξει αυτή τη μάχη, Ιάσονα. Το ξέρω πως υπάρχει το καλό κρυμμένο κάπου βαθιά μέσα του.» Ένιωσε το χέρι του από πίσω στον ώμο της.
«Τότε κάνε αυτό που εσύ θεωρείς σωστό.» της είπε. Η Ιφιγένεια κάθισε δίπλα του, ο Ιάσονας γονάτισε επίσης λίγο πιο πίσω. Ο Ωρίωνας άνοιξε τα μάτια του, που ήταν και πάλι όπως πριν, κόκκινα χωρίς το μαύρο μέσα τους. Έβαλε τα χέρια της πάνω του για να τον θεραπεύσει, όμως εκείνος της έπιασε το χέρι για να τη σταματήσει.
«Όχι.» της είπε. «Ο Ιάσονας με νίκησε. Αν με γιατρεύσεις τώρα, θα πρέπει να ακολουθήσω το καθήκον και θα συνεχίσω να πολεμάω ενάντια στους δικούς σας. Δεν μπορώ να προδώσω τον Άνθιμο.»
«Όμως εσύ ξέρεις καλύτερα από εκείνον ποιο είναι το σωστό και το δίκαιο, κρίνοντας ακόμα και χωρίς συναίσθημα, μόνο με τη λογική. Ξέρεις ότι δεν χρειαζόταν εξαρχής να χυθεί τόσο αίμα... Μπορείς ακόμα να το σταματήσεις αυτό.» είπε η Ιφιγένεια κι έβαλε ξανά τις παλάμες της πάνω του. Ο Ωρίωνας για μία ακόμα φορά τη σταμάτησε, πιάνοντας απαλά και τα δυο της χέρια.
«Όχι, δεν μπορώ.» Κοίταξε τον Ιάσονα. «Εσύ όμως μπορείς. Βρες τον Άνθιμο... Εκείνος έχει τις απαντήσεις που ζητάς. Ξέρει πολλά παραπάνω για εσένα τα οποία κρατούσε κρυφά από όλους, ακόμα και από εμένα. Μονάχα εκείνος και οι τρεις πρώτοι λοχαγοί γνωρίζουν... Αν καταφέρεις να τον νικήσεις, θα σταματήσεις επιτέλους όλον ετούτο τον μάταιο πόλεμο.»
Ο Ιάσονας δεν κατάλαβε τι εννοούσε, για ποιες απαντήσεις μιλούσε ούτε ήξερε με ποιον τρόπο θα κατάφερνε να κερδίσει τον ίδιο τον Άνθιμο. Εκείνο που ήξερε όμως, εκείνη τη στιγμή ήταν ότι στα μάτια του εχθρού του το μόνο που έβλεπε ήταν ένα πλάσμα που είχε αποδεχθεί τη μοίρα του και ήθελε πλέον να πεθάνει, εφόσον εκείνος επάξια τον είχε κερδίσει. Έτσι, έβαλε το χέρι του στον ώμο της Ιφιγένειας και της είπε:
«Είναι επιλογή του. Δεν μπορείς να σώσεις κάποιον όταν δεν το θέλει.»
Με αυτά τα λόγια, η Ιφιγένεια άφησε τελικά τα χέρια της να πέσουν στα γόνατα της, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να τον θεραπεύσει.
«Γιατί με έσωσες;» τον ρώτησε.
«Ήταν το καθήκον μου...» της απάντησε. Η Ιφιγένεια το σκέφτηκε και συνειδητοποίησε πως δεν ήταν έτσι, δεν ήταν απλά ένα καθήκον για εκείνον αλλά κάτι παραπάνω.
«Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό.» είπε. «Επειδή όταν με βρήκες χτυπημένη από τη Λίλιαν στο δωμάτιο μου, σε άκουσα να καλείς το όνομα μου με ανησυχία. Κι όταν ύστερα σου ζήτησα να μην την τιμωρήσεις, σεβάστηκες την επιθυμία μου και της χάρισες τη ζωή, ενώ δεν σε σταματούσε τίποτα να το κάνεις. Και τώρα με έσωσες γιατί δεν ήθελες να πάθω κακό, Ωρίωνα. Επειδή τελικά, δεν είσαι τόσο κενός μέσα σου.»
«Έχεις δίκιο.» της είπε τελικά. «Φίλος είναι εκείνος ο οποίος θα έδινε και τη ζωή του για εσένα.» επανέλαβε τα λόγια που του είπε εκείνη λίγο προτού ξεκινήσει η μάχη. «Θα με συγχωρέσεις ποτέ για όσα σου έκανα, για όλο τον ψυχικό πόνο που σου προκάλεσα...;» τη ρώτησε έπειτα.
«Σε συγχωρώ...» του είπε δακρύζοντας. Για κάποιο λόγο δεν ήθελε να πεθάνει, όχι όσο είχε την ευκαιρία να αλλάξει. Όμως όφειλε να σεβαστεί την επιλογή του, όπως είχε σεβαστεί και εκείνος την απόφαση της και δεν σκότωσε τη Λίλιαν.
Τότε, τα φτερά του άρχισαν να εξαφανίζονται και τα πόδια κορακιού που είχε να αλλάζουν και να γίνονται και πάλι κανονικά. Μια μάζα σαν στάχτη βγήκε από αυτά και ενώθηκε ξανά πλάι του εμφανίζοντας τον Βαρόνο. Ο Ωρίωνας άνοιξε με το χέρι του μια μικρή πύλη και του είπε:
«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις...» Ο Βαρόνος διαβάζοντας τη σκέψη του πέταξε αμέσως στη Διάσταση των Δαιμονίων και η πύλη αμέσως έκλεισε. Ο Ωρίωνας στράφηκε ξανά στην Ιφιγένεια:
«Κράτησε το χέρι μου. Θέλω να σου δείξω κάτι.» της είπε και της έτεινε το χέρι του. Η Ιφιγένεια το έπιασε και τον κοίταξε στα μάτια, και τότε ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο, ένιωσε σαν να ταξίδεψε μέσα από τα μάτια του πίσω στο παρελθόν και να είδε τη ζωή του, ή τουλάχιστον κομμάτια αυτής, σαν ταινία.
{...}
190 χρόνια πριν, Νοτιο Χωριό, Χώρα των Ξωτικών
Στην κάμαρη της με την ξύλινη επένδυση στους τοίχους, η Λαίδη Ανδρομέδα πάλευε με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει για να φέρει στον κόσμο το παιδί της, ενώ οι κραυγές της αντηχούσαν σε όλο το Αρχοντικό. Μαζί της στο δωμάτιο ήταν η μαία, μία υπηρέτρια καθώς και μια θεραπεύτρια, οι οποίες έκαναν ό,τι περνούσε από τα χέρια τους για να φέρουν εις πέρας αυτή την τόσο δύσκολη και επίπονη γέννα. Το αίμα από τον κόλπο της κυράς τους έρρεε άφθονο και καθώς η μαία προσπαθούσε να βγάλει το μωρό και η υπηρέτρια της κρατούσε το χέρι, της έδινε κουράγιο και τη δρόσιζε με πανιά, η θεραπεύτρια είχε τοποθετημένες τις παλάμες της επάνω της προσπαθώντας να τη θεραπεύσει.
«Κυρά Μαία μου! Το αίμα που χάνει είναι πολύ περισσότερο από όσο μπορώ να αναπληρώσω! Θα είναι αδύνατον να... να...» έχασε τα λόγια της η θεραπεύτρια. Η Μαία κατάλαβε όμως τι ήθελε να πει, έβλεπε κι η ίδια πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση...
«Τι γίνεται; Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε με αγωνία ανάμεσα στις κοφτές ανάσες της η λαίδη τους. «Δεν θα τα καταφέρω; Πείτε μου την αλήθεια!»
Η Μαία ξεφύσησε, σκούπισε τον ιδρώτα της και της είπε:
«Θα σας πω την αλήθεια, αρχόντισσα μου. Το παιδί σας είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υβριδίων που διαθέτει ξεχωριστά τις δύο δυνάμεις της φύσης των γονιών του και όχι μαζί. Και η δύναμη που υπερισχύει στο μωρό σας είναι εκείνη της γης, που είναι ισχυρότερη από του αέρα που διαθέτετε εσείς. Προσπαθώντας να έρθει στον κόσμο, με λίγα λόγια η Γη του καταστρέφει τον Αέρα σας. Θα μπορούσαμε να σας σώσουμε μονάχα με ένα τρόπο και αυτός θα είναι να... μη σώσουμε το παιδί σας.»
«Δηλαδή μπορούμε να σώσουμε μόνο έναν απ' τους δύο; Η τη μητέρα ή το παιδί;» ρώτησε ανήσυχη η υπηρέτρια εκφράζοντας τις απορίες της Λαίδης, το βλέμμα της οποίας πήγαινε από τη μία στην άλλη φοβισμένο.
«Ακριβώς. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, η ζωή της μητέρας έχει περισσότερη σημασία, γιατί θα υπάρχουν πιθανότητες στο μέλλον να φέρει στον κόσμο ένα άλλο παιδί, φυσιολογικό.» Μόλις που πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση της η μαία και η Ανδρομέδα της έπιασε το χέρι και το έσφιξε.
«Δεν με νοιάζει.» είπε αποφασισμένη. «Σώστε το παιδί μου. Σας παρακαλώ...» Δάκρυσε και την κοίταξε ικετευτικά.
«Τι θα κάνουμε;!» απόρησε φωναχτά η Θεραπεύτρια. «Δεν υπάρχει πολύς χρόνος! Οι δυνάμεις μου τελειώνουν και οι δικές τους το ίδιο!»
Η Μαία αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στο καθήκον και στο ικετευτικό βλέμμα της κυράς της, που προτιμούσε να σωθεί το παιδί της θυσιάζοντας τη δική της ζωή.
«Εντάξει.» είπε τελικά. «Είναι η απόφαση της και οφείλουμε να τη σεβαστούμε.» Η Λαίδη Ανδρομέδα έγειρε ανακουφισμένη πίσω, ενώ οι άλλες δύο γυναίκες έφεραν αντίρρηση αμέσως, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς παρά να ακολουθήσουν τις εντολές της Μαίας.
«Ειδοποίησε τον Λόρδο Βερύκιο. Θα θέλει να δει τη σύζυγο του για μια τελευταία φορά.» είπε εκείνη με θλίψη στην υπηρέτρια η οποία έφυγε τρέχοντας. Έπειτα έγειρε ξανά ανάμεσα στα πόδια της κυράς της. Οι κραυγές της συνεχίστηκαν για λίγο ακόμα και ύστερα, το κλάμα της νέας ζωής, ενός νέου μικρού ξωτικού που ήρθε στον Κόσμο κι ήταν ακόμα αθώος, χωρίς αμαρτίες.
Ο Λόρδος Βερύκιος πληροφορήθηκε σχετικά με την κατάσταση και έτρεξε αμέσως ως το δωμάτιο που γεννούσε η σύζυγος του. Δεν ήθελε να δεχθεί αυτό που άκουσε και ήλπιζε να προλάβει να της αλλάξει γνώμη. Όταν όμως μπήκε μέσα, ήταν ήδη αργά. Η σύζυγος του κρατούσε ήδη στην αγκαλιά το μωρό τους.
«Ανδρομέδα...!» αναφώνησε και βρέθηκε αμέσως στο πλευρό της, δίπλα στο ανάκλιντρο που την είχαν τοποθετήσει το οποίο τώρα είχε γεμίσει αίματα. Εκείνη έστρεψε το κουρασμένο βλέμμα της στα μάτια του. Η ζωή είχε αρχίσει ήδη να την εγκαταλείπει, όμως δεν φαινόταν να τη νοιάζει αυτό.
«Κοίταξε, άντρα μου... Ο μικρός μας ο Ωρίων.» του είπε δείχνοντας του το βρέφος. «Παρ' τον... Σε παρακαλώ... Υποσχέσου μου να τον προσέχεις...» Ο Λόρδος πήρε το μωρό στην αγκαλιά του, ήταν και εκείνο ακόμα καλυμμένο από αίμα όμως τόσο ζωντανό... Δυο πράσινες χάντρες ενώθηκαν αμέσως με τα δικά του μάτια.
«Ωρίων...» ψιθύρισε το όνομα του. «Ο αγαπημένος σου αστερισμός...» είπε στη γυναίκα του και έσκυψε πάλι να την κοιτάξει, όμως είδε τα πράσινα μάτια της κενά αφού η ψυχή της είχε πλέον φύγει.
Τότε ο Λόρδος Βερύκιος ένιωσε μίσος για εκείνο το πλάσμα που κρατούσε στην αγκαλιά του. Δεν θα του συγχωρούσε ποτέ το γεγονός ότι σκότωσε το ξωτικό που αγάπησε περισσότερο από οτιδήποτε σ' αυτόν τον Κόσμο. Τον έδωσε βιαστικά πίσω στη Μαία και βγήκε απ' το δωμάτιο.
{...}
Οι μέρες περνούσαν και ο μικρός Ωρίων φροντιζόταν μονάχα από τις υπηρέτριες του Αρχοντικού, καθώς ο Λόρδος Βερύκιος δεν ήθελε ούτε καν να τον βλέπει. Ο ίδιος άρχισε να βυθίζεται στο σκοτάδι, να μένει απλά στο δωμάτιο του κοιτάζοντας το κενό και ενθυμούμενος στιγμές με την αγαπημένη του Ανδρομέδα. Ως ξωτικά που ανήκαν σε διαφορετικά είδη, καθώς εκείνος ήταν της Γης ενώ εκείνη του Αέρα, η σχέση τους ήταν απαγορευμένη, όμως ως ο Άρχοντας του Νοτίου Χωριού, ενός από τα σημαντικότερα χωριά της Χώρας αφού ήταν στην ουσία οι φύλακες που προστάτευαν όλα τα Ξωτικά από τα Ορκ, είχε κύρος και τον σέβονταν άπαντες, ακόμα και οι Ανώτεροι Άρχοντες, έτσι αποδέχθηκαν το αίτημα του να παντρευτεί τη Λαίδη Ανδρομέδα. Και να που τώρα πλήρωνε το τίμημα, αφού αυτή η ένωση έφερε στον κόσμο ένα βδέλυγμα, ένα Ξωτικό που η δύναμη του την είχε σκοτώσει.
Το πιο περίεργο όμως ήταν, ότι δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δαιμόνιο στον Ωρίωνα. Συνήθως το δαιμόνιο ενός ξωτικού εμφανιζόταν λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του, όμως τώρα είχαν περάσει μήνες και ο Ωρίων δεν είχε αποκτήσει ένα δικό του, πράγμα που έκανε τον Βερύκιο να τον βλέπει ακόμα περισσότερο ως ένα τέρας, μια ανωμαλία εξαιτίας της ένωσης του με ένα Ξωτικό του Αέρα.
Συνεχίζεται...
****************
Ο Ιάσονας κέρδισε τελικά τη μάχη με τον Ωρίωνα, όμως έχασε τη μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν θα πω τίποτα άλλο. Τα σχόλια δικά σας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top