Κεφάλαιο 56: Η Ισχύς Εν Τη Ενώσει
Ο Ιάσονας έβλεπε τα κενά μάτια του εχθρού του, καθώς προσπαθούσε μάταια να καταφέρει ένα χτύπημα. Το μόνο που μπορούσε όμως να κάνει ήταν να αποφεύγει τις γρήγορες επιθέσεις του. Κάποια στιγμή φωνάζοντας δυνατά και βάζοντας ισχύ και στα δύο του χέρια, τόσο σε αυτό που κρατούσε το σπαθί όσο και στο ελεύθερο, εξαπέλυσε μια μεγάλη μάζα πράσινης ενέργειας. Αυτό έπιασε απροετοίμαστο τον Ωρίωνα, ο οποίος ίσα που πρόλαβε να χρησιμοποιήσει ως ασπίδα την κόκκινη ενέργεια για να αμυνθεί. Η πράσινη λάμψη τον έσπρωξε προς τα πίσω και βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού, ισορρόπησε αμέσως όμως και γρήγορα μεταφέρθηκε πίσω απ' τον Ιάσονα. Εκείνος με το ζόρι πρόλαβε να βάλει το σπαθί μπροστά του και συγκρούστηκε χιαστί με εκείνο του αντιπάλου.
Συνέχισαν να μάχονται με γρήγορες κινήσεις, με μαγεία, ενώ ο Ωρίωνας συνεχώς κέρδιζε έδαφος καθώς ήταν ακούραστος ενώ ο Ιάσονας είχε αρχίσει να χάνει τις δυνάμεις του και τόσο η ταχύτητα όσο και η μαγική ενέργεια του να μειώνονται.
«Δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι, Ιάσονα.» άκουσε τη φωνή του Ντέριου. «Όσο αυτός παραμένει ακούραστος ενώ εσύ ολοένα αποδυναμώνεσαι, θα σε κερδίσει σύντομα. Πρέπει να βρούμε κάποιο αδύναμο σημείο του να χτυπήσουμε.»
Πώς; Δεν έχει αδυναμίες... απάντησε ο Ιάσονας μέσω τις σκέψεις. Δεν απελπιζόταν όμως. Δεν τα έβαζε κάτω. Η παρουσία της Ιφιγένειας, που παρακολουθούσε τη μάχη με μεγάλη αγωνία και φόβο καθισμένη στο έδαφος, του έδινε δύναμη και θάρρος, παρά τις συνεχόμενες γρήγορες κινήσεις του αντιπάλου του.
Κάποια στιγμή κατάφερε να βρεθεί με υπερταχύτητα πίσω του, και έπειτα με την ίδια ταχύτητα ύψωσε το σπαθί του ποτισμένο με πράσινη ενέργεια και όρμησε προσπαθώντας να τον χτυπήσει. Ο Ωρίωνας έστρεψε το βλέμμα του και τον είδε αμέσως, και με ακόμα περισσότερη ταχύτητα έφερε σε σύγκρουση ξανά τα σπαθιά τους. Οι επόμενες κινήσεις του ήταν τόσο γρήγορες, που ίσα που κατάφερνε ο Ιάσονας να τις αποφύγει, ενώ κόπηκε σε μερικά σημεία στην προσπάθεια. Κινούνταν πλέον οι δυο τους τόσο γρήγορα, που η Ιφιγένεια δεν προλάβαινε να τους δει. Όσο γρήγορος και αν ήταν όμως ο Ιάσονας, δεν ήταν πανίσχυρος, όπως φαινόταν να είναι αυτός. Δέχτηκε ένα σφοδρό χτύπημα από τον Ωρίωνα το οποίο τον έριξε στο έδαφος.
Ο Ωρίωνας έφερε το σπαθί του προς τα επάνω του, όμως ο Ιάσονας έκανε μια σβούρα και το απέφυγε. Σηκώθηκε ξανά με αγωνία και επέστρεψε στις επιθέσεις οι οποίες όμως δεν έκαναν τίποτα. Έβρισκε συνεχώς εμπόδιο το αντίπαλο σπαθί ή την Κόκκινη Ενέργεια, και κάποια στιγμή δέχθηκε ένα χτύπημα πολύ δυνατό το οποίο τον εκτόξευσε αρκετά μέτρα πίσω. Το σπαθί του έπεσε λίγο παραπέρα.
«Ιάσονα!» φώναξε η Ιφιγένεια με αγωνία. Ο Ιάσονας πονούσε πολύ και ήταν γεμάτος αίματα.
Είμαι τόσο αδύναμος... είπε μέσα του. Δεν θα τα καταφέρω. Θα με σκοτώσει. Και τότε ποιος ξέρει ποια θα είναι η τύχη της Ιφιγένειας...
«Όχι, Ιάσονα! Δεν είσαι αδύναμος!» άκουσε τη φωνή του Ντέριου. «Και ξέρεις γιατί; Γιατί έχεις πολλά που εκείνος δεν έχει. Έχεις μια οικογένεια που σε λατρεύει, έχεις φίλους που θα έκαναν τα πάντα για εσένα, έχεις ένα κορίτσι που σε αγαπάει κι έχει εναποθέσει τις ελπίδες της σε εσένα!»
Με αυτά τα λόγια του Ντέριου, όμορφες εικόνες άρχισαν να έρχονται στο μυαλό του Ιάσονα, εικόνες με τους γονείς του, τους φίλους του και την Ιφιγένεια... Όμορφες στιγμές που είχαν περάσει στον Νότο... Θυμήθηκε την άφιξη της, την πρώτη φορά που την αντίκρισε και τα έχασε. Το πόσο όμορφα περνούσαν όλοι τους, αλλά και την επιχείρηση διάσωσης του Ηρακλή από εκείνους τους παράνομους αγώνες. Το ταξίδι τους στη Χώρα των Ξωτικών και οι ξέγνοιαστες στιγμές που πέρασαν εκεί, παρόλο που η απειλή βρισκόταν από πάνω τους...
Το πρώτο τους φιλί με την Ιφιγένεια στο φεστιβάλ της Ανφάνης, προτού εμφανιστεί ο Ωρίωνας και τα καταστρέψει όλα με την απαγωγή της. Ήθελε να ζήσει και άλλες όμορφες στιγμές μαζί της αλλά και με όλα τα άτομα που αγαπούσε. Δεν το ήθελε απλά. Έπρεπε να κερδίσει. Έτσι, οπλίστηκε με θάρρος και με αργές κινήσεις, βάζοντας πρώτα τα χέρια του για στήριγμα, έπειτα τα γόνατα, σηκώθηκε τελικά όρθιος και με τηλεκίνηση κάλεσε ξανά το σπαθί στο χέρι του. Κοίταξε τον Ωρίωνα, φανερά ταλαιπωρημένος όμως χωρίς καθόλου φόβο στο βλέμμα του.
Τι; Δεν μπορεί... Έχει χάσει τόσο αίμα... Πώς μπορεί και στέκεται ακόμα στα πόδια του; Απόρησε έκπληκτος εκείνος.
«Ιάσονα! Παράτα τα επιτέλους! Δεν έχεις καμία ελπίδα, είσαι αδύναμος μπροστά μου!» του φώναξε.
Ο Ιάσονας χαμογέλασε ειρωνικά.
«Οργή είναι αυτό, Ωρίωνα; Μα νόμιζα πως είσαι μια παγοκολόνα δίχως συναισθήματα.» του είπε, κάνοντας και τον ίδιο τον Ωρίωνα να απορήσει με τον εαυτό του. Ο Ιάσονας έριξε μια ματιά προς τη μεριά της Ιφιγένειας.
«Και όχι, δεν πρόκειται να τα παρατήσω και να αφήσω την Ιφιγένεια έρμαιο σας. Θα συνεχίσω να πολεμάω και θα σε κερδίσω, Ωρίωνα!» φώναξε στο τέλος αποφασισμένος και ποτίστηκε ολόκληρος με Πράσινη Ενέργεια και με ανανεωμένες δυνάμεις. Όρμησε ξανά στον αντίπαλο του και αυτή τη φορά, η σύγκρουση τους ήταν ακόμα πιο σφοδρή. Ο Ωρίωνας τυλίχθηκε και αυτός με την Κόκκινη Ενέργεια αντίστοιχα.
«Δεν καταλαβαίνω...» είπε σε κάποια στιγμή καθώς προσπαθούσε να τον σπρώξει προς τα πίσω με το σπαθί και την ενέργεια του. «Γιατί να ρισκάρεις τη ζωή σου για αυτήν, ενώ τόσα ακόμα ξωτικά πέθαναν σε ετούτο τον πόλεμο;»
«Για ένα λόγο που εσύ δεν πρόκειται να καταλάβεις.» απάντησε ο Ιάσονας κι έπειτα με μια κραυγή τον έσπρωξε πίσω εξαπολύοντας ένα μεγάλο κύμα πράσινης ενέργειας. Ο Ωρίωνας μόλις και μετά βίας κατάφερε να μην πέσει και αμέσως μετά είδε μαύρο αίμα να κυλάει στο έδαφος όπως έγειρε μπροστά. Ο αντίπαλος του τον είχε κόψει λίγο πιο κάτω απ' το στήθος και δεν κατάλαβε καν πώς έγινε αυτό.
«Ο Λόρδος Άνθιμος είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να σε υποτιμήσω.» είπε. «Πίστευα πως θα σε νικούσα χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιήσω την υπέρτατη δύναμη μου, όμως τελικά δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή.»
Ύψωσε τις παλάμες του προς τα επάνω και είπε τα λόγια ενός ξορκιού:
«Η ισχύς εν τη ενώσει.»
Τι εννοεί; Και ποια είναι αυτή η υπέρτατη δύναμη; Αναρωτήθηκε ο Ιάσονας και η Ιφιγένεια είχε τις ίδιες απορίες, όμως τότε έγινε κάτι ανήκουστο: ο Βαρόνος πέταξε προς τα κάτω βγαίνοντας μέσα απ' τα πυκνά σύννεφα και αφού έφτασε στον κύριο του, άρχισε να κάνει κύκλους γύρω του, σκορπώντας ένα απίστευτο κύμα αέρα μαζί με Κόκκινη Ενέργεια. Η Ιφιγένεια ένιωσε το λαιμό της να ξεραίνεται από τον τρόμο ενώ ο Ιάσονας προσπαθώντας να καταπνίξει το φόβο του έστεκε με το σπαθί του σε ετοιμότητα.
Ο Βαρόνος πλέον γυρνούσε τόσο γρήγορα γύρω του, που δεν φαινόταν. Το μόνο που φαινόταν ήταν η Κόκκινη Ενέργεια που τον κύκλωνε, και μέσα σε αυτό τον κύκλο λίγα ήταν όσα μπορούσε να διακρίνει ο Ιάσονας. Αυτό που είδε όμως ήταν αρκετό για να φοβηθεί ίσως για πρώτη φορά τόσο πολύ από την αρχή του πολέμου. Δύο μαύρα φτερά βγήκαν από την πλάτη του Ωρίωνα και άρχισε να αλλάζει και να μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο. Θυμήθηκε το τέρας που έβλεπε στους εφιάλτες του και ξεροκατάπιε. Μήπως ήρθε η ώρα να το αντιμετωπίσει; Έπειτα, ο αέρας και η Κόκκινη Ενέργεια σταμάτησαν να τον περιτριγυρίζουν, για να αποκαλύψουν το αποτέλεσμα αυτού του ξορκιού μεταμορφώσεως: ο Ωρίωνας δεν ήταν το τέρας από τους εφιάλτες του, όμως δεν έπαυε κι ο ίδιος να είναι τέρας, περισσότερο από όσο ήταν πριν, τουλάχιστον. Τα χαρακτηριστικά του είχαν παραμείνει, τα μαλλιά, το πρόσωπο του και το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, όμως τα μάτια του είχαν αλλάξει. Το σημείο όπου θα έπρεπε να ήταν άσπρο ήταν τώρα μαύρο, με την κόκκινη κόρη να παραμένει μέσα σε αυτό, κάνοντας το βλέμμα του ακόμα πιο τρομακτικό και απόκοσμο. Το πάνω μέρος της στολής του είχε σκιστεί, αποκαλύπτοντας τη γνωστή μαύρη τρύπα στο στήθος του και δυο μεγάλα μαύρα, κορακίσια φτερά έβγαιναν απ' την πλάτη του, ενώ τα πόδια του κατέληγαν επίσης σε πόδια κορακιού με γαμψά νύχια.
Η Ιφιγένεια τον κοιτούσε γεμάτη φόβο και απόγνωση. Σε τι είχε μεταμορφωθεί και τι θα έκανε τώρα στον Ιάσονα; Πόσο πιο δυνατός ήταν; Έμοιαζε με δαίμονα, έτσι όπως τους φανταζόταν σύμφωνα με τις ιστορίες και τις δοξασίες του λαού της, τόσο τρομακτικός και επιβλητικός ήταν, ενώ το βλέμμα του με τις μαύρες ίριδες και τις κόκκινες κόρες ήταν ακόμα πιο ψυχρό. Ο Ιάσονας τον κοιτούσε εξίσου φοβισμένος, αλλά κρατούσε ακόμα γερά το σπαθί του.
Τι έγινε μόλις; Σε τι μετατράπηκε; Αναρωτήθηκε μέσα του. Δεν είναι το τέρας από τους εφιάλτες μου. Είναι κάτι άλλο, κάτι που δεν είχα προβλέψει.
«Τι είσαι;!» τον ρώτησε φωνάζοντας με όσο θάρρος κατάφερε να συγκεντρώσει.
«Είμαι ο Ωρίωνας και ο Βαρόνος μαζί.» απάντησε εκείνος με τη συνηθισμένη ψυχρή φωνή του. «Ο Λόρδος Άνθιμος έδωσε και μία ακόμα ξεχωριστή ικανότητα σε εμάς τους Πέντε Ανώτερους Λοχαγούς και αυτή είναι να μπορούμε να ενωνόμαστε με τα δαιμόνια μας, κάνοντας μας έτσι ακόμα δυνατότερους καθώς εκείνα μας δανείζουν και τις δικές τους δυνάμεις. Αν προηγουμένως είχες ελάχιστες ελπίδες να με νικήσεις, τώρα δεν έχεις καμία, Αγόρι- Μάγε. Για αυτό εγκατέλειψε την προσπάθεια και ίσως σε αφήσω να ζήσεις.»
Το αίμα στις φλέβες του Ιάσονα πάγωσε από το σοκ αυτής της νέας αποκάλυψης. Όμως δεν θα άφηνε να φανεί ο φόβος του στον εχθρό του, παρόλο που ήξερε ότι εκείνος σίγουρα θα άκουγε τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς του και θα αναγνώριζε τη μυρωδιά του φόβου. Ωστόσο τον κοίταξε με θάρρος και θράσος.
«Πόσο άρρωστο μυαλό παίζει να έχει αυτός ο Λόρδος Άνθιμος, για να σκέφτηκε να κάνει κάτι τέτοιο;! Δημιούργησε τέρατα!» φώναξε. Κι ύστερα, κάποια λόγια επανήλθαν στη μνήμη του:
Όταν πολεμάς τα τέρατα, φρόντισε να μη γίνεις κι εσύ ένα από αυτά. Ήταν τα λόγια που του είχε πει κάποτε ο πατέρας του, τότε που περιέγραψε σε εκείνον και στη μητέρα του τον πρώτο προφητικό εφιάλτη που είδε. Μπορεί ο πατέρας του τότε να μην το γνώριζε και ο ίδιος ο Ιάσονας να μην το κατάλαβε, όμως εκείνα τα λόγια ήταν προφητικά... Τι θα συνέβαινε τώρα; Με ποιο τρόπο θα κατάφερνε να κερδίσει τον Ωρίωνα και να σώσει την Ιφιγένεια; Και ο άλλος εφιάλτης, ότι προσπαθεί ο ίδιος να της κάνει κακό; Στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε, είδε την απελπισία στα μάτια της που τον ικέτευαν να κάνει πίσω για το δικό του καλό. Η ίδια θα αποδεχόταν τη μοίρα της, αρκεί να επιβίωνε εκείνος. Όμως ο Ιάσονας δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει έτσι απλά. Η ελπίδα της να σωθεί βασιζόταν πάνω του, και όχι μόνο η δικιά της ελπίδα αλλά και όλου του στρατού των Ξωτικών, των Μάγων και τον Ανθρώπων, γιατί αν κατάφερνε να νικήσει σε αυτή τη μάχη θα έδινε θάρρος σε όλους.
«Από ότι κατάλαβα, δεν πρόκειται να τα παρατήσεις ούτε και τώρα.» διέκοψε τις σκέψεις του η παγερή φωνή του Ωρίωνα. «Εσείς οι θνητοί και οι μάγοι είστε τόσο ανόητα πλάσματα, δεν ξέρετε πότε να σταματήσετε και να υποχωρήσετε. Πολύ καλά λοιπόν, Θνητέ Μάγε, βαδίζεις πλέον προς το θάνατο σου. Απλά να ξέρεις, από εδώ και στο εξής δεν πρόκειται να κάνω πίσω, όσο και αν με ικετεύεις για έλεος.»
Ο Ιάσονας δεν απάντησε, μόνο τον κοίταξε αποφασισμένος και τότε, ο Ωρίωνας επιτέθηκε πρώτος πετώντας στην ευθεία προς το μέρος του και ρίχνοντας τον κάτω με ορμή. Έβγαλε ξανά το σπαθί του, το οποίο έλαμπε όσο ποτέ με Κόκκινη Ενέργεια. Ο Ιάσονας μόλις που πρόλαβε να κρατήσει το δικό του προτού πέσει και να συγκρουστεί μαζί του. Η πράσινη Ενέργεια έμοιαζε πολύ αδύναμη σε σχέση με την Κόκκινη. Με πολύ κόπο και αγνοώντας τον πόνο σηκώθηκε για άλλη μια φορά στα πόδια του, για να δεχθεί ένα ακόμα χτύπημα από τον εχθρό του.
Το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Ο Ιάσονας δεχόταν απανωτά χτυπήματα από τον Ωρίωνα, που όντως τώρα ήταν πολύ δυνατότερος, ενώ φάνταζε πλέον αδύνατον να αμυνθεί. Τα φτερά του Ωρίωνα σε συνδυασμό με την ήδη υπερφυσική ταχύτητα τον έκαναν να αποφεύγει με επιτυχία όλες τις αδύναμες προσπάθειες του Ιάσονα να τον χτυπήσει.
Η Ιφιγένεια δεν άντεχε να το βλέπει αυτό, με κάθε χτύπημα πονούσε και υπέφερε κι η ίδια. Μακάρι να μπορούσε να κάνει κάτι να τον βοηθήσει, όμως βρισκόταν ανήμπορη και αδύναμη καθηλωμένη στο έδαφος να παρακολουθεί. Τον έβλεπε γεμάτο αίματα να παλεύει κάθε φορά να σηκωθεί και να αποφύγει με το ζόρι ένα ακόμα χτύπημα.
Κάποια στιγμή ο Ωρίωνας άρπαξε τον Ιάσονα από το λαιμό με το ένα του χέρι και τον σήκωσε ψηλά. Στράφηκε προς την Ιφιγένεια και είπε:
«Ιδού, κορίτσι. Δες σε ποιον εναπόθεσες τις ελπίδες σου για να σωθείς. Δες πόσο αξιολύπητος και αδύναμος είναι...» Έπειτα, εν ριπή οφθαλμού πέταξε ψηλά. Η Ιφιγένεια κοίταξε προς τα επάνω με κομμένη την ανάσα.
Πετούσαν με μεγάλη ταχύτητα και σε μεγάλο ύψος, καθώς σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν ξανά. Το σπαθί του Ιάσονα έπεσε προς τα κάτω, στο έδαφος, καθώς ήταν αδύνατον να το κρατήσει πια. Έφτασαν αρκετά μέτρα πάνω από το έδαφος. Ο Ιάσονας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, στον αέρα ήταν ανίκανος. Ο Ωρίωνας σταμάτησε να ανεβαίνει προς τα επάνω και πλέον πετούσε σε ένα σταθερό σημείο με τα χέρια του να βαστούν τον Ιάσονα, του οποίου η ζωή εξαρτιόταν πλέον από το κράτημα του.
«Έπρεπε να σταματήσεις όταν μπορούσες, Θνητέ Μάγε...» του είπε κοιτάζοντας τον με το απόκοσμο βλέμμα του.
Αυτό ήταν... Τέλειωσαν όλα. Είπε μέσα του. Συγνώμη, Ιφιγένεια. Προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα. Στάθηκα ανίκανος να σε προστατεύσω. Δεν σου αξίζω...
«Τουλάχιστον...» είπε πασχίζοντας να αρθρώσει τις λέξεις. «Πρόσεχε την.... Μην της κάνεις κακό, σε παρακαλώ...» Ο Ωρίωνας τον κοίταξε για λίγο με μια δόση απορίας, έπειτα χωρίς να απαντήσει, άρχισε να πετάει προς τα κάτω ξανά με ταχύτητα.
Η Ιφιγένεια τους είδε ξανά να προσγειώνονται με φόρα.
«ΟΧΙΙΙ!!» ούρλιαξε. Ο Ωρίωνας χτύπησε με δύναμη τον Ιάσονα στο έδαφος όπως προσγειώθηκε, σκορπώντας σκόνη και χώμα παντού. Η Ιφιγένεια γύρισε από την άλλη για να καλυφθεί και τα δάκρυα της έτρεχαν σαν τη βροχή που έπεφτε. Είχαν τελειώσει όλα... Ο Ιάσονας αποκλείεται να επιβίωνε από τέτοια πτώση. Όταν το τοπίο ξεκαθάρισε, κοίταξε ξανά προς το μέρος τους. Ο Ωρίωνας βρισκόταν από πάνω του, δεν μπορούσε να δει αν ο Ιάσονας ήταν όντως νεκρός και δεν ήθελε να το δεχτεί κιόλας.
«Δεν μου άφησες άλλη επιλογή, Αγόρι Μάγε.» είπε ο Ωρίωνας. Ο Ιάσονας ήταν αναίσθητος, τα μάτια του ήταν κλειστά όμως μπορούσε να ακούσει τους αδύναμους χτύπους της καρδιάς του που σύντομα θα σταματούσε. Η λίμνη αίματος που είχε αρχίσει να σχηματίζεται γύρω του και σε συνδυασμό με τις πολλές ώρες που είχε να τραφεί εξαιτίας της μάχης, τον έκαναν να χάσει την αυτοσυγκράτηση του και το μόνο που ήθελε ήταν να του πιει όσο αίμα είχε απομείνει στο σώμα του. Έτσι και αλλιώς, δεν είχε πια ελπίδες το αγόρι, οπότε γιατί να άφηνε το αίμα να πήγαινε χαμένο; Έγειρε στο λαιμό του και δάγκωσε δυνατά με τους κυνόδοντες του.
«Όχι! Σταμάτα! Σε παρακαλώ!» άρχισε να φωνάζει η Ιφιγένεια, μόλις συνειδητοποίησε τι έκανε. Ο Ωρίωνας αγνοώντας τις φωνές και τις ικεσίες της, συνέχισε να πίνει ώσπου έσβησε τη δίψα του. Τότε σηκώθηκε σκουπίζοντας τα χείλη με το χέρι του και κοίταξε το αγόρι με απάθεια.
«ΙΑΣΟΝΑ! ΟΧΙ!» ούρλιαξε κλαίγοντας η Ιφιγένεια και μια ανώτερη δύναμη την ώθησε και κατάφερε να σηκωθεί παρά τον τραυματισμό της και να τρέξει στο πλάι του. Γονάτισε δίπλα του κι έβαλε αμέσως τα χέρια της πάνω στο σώμα του, προσπαθώντας να τον θεραπεύσει και ας ήξερε πως ήταν μάταιο... Και ας ήξερε πως δεν υπήρχαν ελπίδες, δεν επρόκειτο να τον παρατήσει, όπως δεν την εγκατέλειψε και εκείνος.
Η Θεραπεία της είχε επανέλθει, όμως δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Ο Ιάσονας βρισκόταν ήδη στο κατώφλι του θανάτου και οι πληγές του δεν θεραπεύονταν.
«Όχι, όχι... Σε παρακαλώ...» έλεγε και με δάκρυα να κυλούν ασταμάτητα άφηνε την ενέργεια της να κυλήσει. «Σε παρακαλώ, Ιάσονα, ξύπνα. Σήκω...»
Ο Ωρίωνας απλά στεκόταν και την κοιτούσε. Ήταν πραγματικά απορίας άξιο το γεγονός ότι προσπαθούσε να τον σώσει ακόμα και τώρα.
«Είχα δίκιο. Τα συναισθήματα σου για αυτόν σε κάνουν αδύναμη. Όμως σύντομα, όταν αποδεχθείς το γεγονός ότι είναι νεκρός, δεν θα έχεις τίποτα πια να σε κρατάει πίσω.» της είπε τελικά. Η Ιφιγένεια δεν σταμάτησε την προσπάθεια και οι λυγμοί της ολοένα και δυνάμωναν.
{...}
Ο Ιάσονας βρισκόταν στη Διάσταση του Σπαθιού, ξαπλωμένος στο πάτωμα και ανίκανος να σηκωθεί. Όλο το δωμάτιο έμοιαζε να διαλύεται, ενώ βροχή από κόκκινες και μαύρες σταγόνες έπεφταν. Ένιωθε να καίγεται, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να αντιδράσει. Από το υπερπέραν άκουγε τη φωνή της Ιφιγένειας να τον καλεί, να τον παρακαλεί να σηκωθεί, και από πάνω του άκουγε τη φωνή του Ντέριου:
«Ιάσονα! Σήκω, Ιάσονα, τα πάντα καταρρέουν!»
Τι συμβαίνει; απόρησε με τη σκέψη.
«Αν πεθάνεις, θα διαλυθεί η Διάσταση του Σπαθιού και τότε είμαι χαμένος, θα πάω στην Κόλαση! Για αυτό σήκω και γύρνα στη μάχη!» του φώναξε πανικόβλητος.
Δεν μπορώ... Είναι μάταιο. Έχασα... Απέτυχα να την προστατεύσω...
«Ιάσονα, άκουσε με! Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα, ακούς; Τίποτα! Έχεις ακόμα μια κρυμμένη δύναμη μέσα σου! Αν τα παρατήσεις, τότε η Ιφιγένεια θα μετατραπεί σε ένα αιμοδιψές τέρας σαν εκείνον που σε ξέσκισε! Οι φίλοι σου δεν θα έχουν κουράγιο να παλέψουν πια και ο Άνθιμος θα καταφέρει να κατακτήσει τον Κόσμο! Μόνο εσύ μπορείς να τον σταματήσεις!»
Μην είσαι ανόητος, Ντέριε... Δεν τον φτάνω ούτε στο ελάχιστο... Έχασα από τον Τέταρτο Λοχαγό του και θα πρέπει να περάσω από άλλους τρεις για να τον νικήσω. Είναι μάταιο...
«Κι όμως, μπορείς! Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να απαρνηθείς αυτό που είσαι τώρα και να δεχθείς αυτή την ανώτερη δύναμη που ρέει μέσα σου! Δεν έχεις άλλη επιλογή! Θέλεις η Ιφιγένεια να γίνει Σκοτεινό Ξωτικό και οι φίλοι σου, η οικογένεια σου, όλοι όσοι γνωρίζεις να γίνουν σκλάβοι του Άνθιμου; Αυτό θέλεις;!»
Όχι, δεν το θέλω αυτό...
«Ε, τότε σήκω και πολέμα! Απλά δέξου αυτή τη δύναμη! Δέξου τη και σήκω! Αναστήσου! Τώρα!»
Τη δέχομαι. Είπε ο Ιάσονας.
«Ναι!» πανηγύρισε τότε ο Ντέριος και ύψωσε τα χέρια του προς τα επάνω για να λουστεί με τις κόκκινες και τις μαύρες σταγόνες βροχής. «Ναι! Αυτό είναι! Ήδη νιώθω την ατέλειωτη δύναμη σου! Έτσι μπράβο! Και τώρα σήκω! ΣΗΚΩ!» Και τότε ο Ιάσονας ένιωσε την οργή να τον πλημμυρίζει μαζί με μια άλλη, πολύ παράξενη και ισχυρή δύναμη.
{...}
Καθώς ακόμα η Ιφιγένεια ακόμα προσπαθούσε να θεραπεύσει τον Ιάσονα, ο Ωρίωνας στράφηκε και περπάτησε μερικά μέτρα.
«Αρκετά σε άφησα να τον θρηνήσεις και να προσπαθείς να αποτρέψεις το αναπόφευκτο. Σήκω. Πρέπει να φύγουμε.» της είπε. Και εκεί που ήταν έτοιμη να τα παρατήσει η Ιφιγένεια και να αποδεχτεί συντετριμμένη το θάνατο του Ιάσονα, συνέβη κάτι το ανήκουστο: οι πληγές του εξαφανίστηκαν μέσα σε δευτερόλεπτα, το ίδιο και το δάγκωμα στο λαιμό του και, στη συνέχεια, τα μάτια του άνοιξαν, δεν ήταν όμως τα μάτια που γνώριζε. Πρόλαβε να δει τελείως μαύρα μάτια με κόκκινες κόρες, όπως ακριβώς και του Ωρίωνα, προτού ένα κύμα Κόκκινης Ενέργειας την πετάξει αρκετά μέτρα παραπέρα.
*******************
Πώπω, τι μάχη ήταν αυτή και σε τι σημείο το έκοψα; Εσάς πώς σας φάνηκε; Τι συνέβη άραγε στον Ιάσονα; Πώς κατάφερε να σηκωθεί και σε τι μετατράπηκε; Θα είναι αντιστρέψιμη η κατάσταση του; Τι πιστεύετε πως θα γίνει στη συνέχεια;
Στο επόμενο η μάχη των δύο ορκισμένων εχθρών, εκεί που έμοιαζε χαμένη από μεριάς του Ιάσονα, συνεχίζεται και είναι πιο ανελέητη από ποτέ, δείχνοντας μας πως το καλό με το κακό χωρίζονται από μία πολύ λεπτή κλωστή, και πολύ εύκολα μπορεί κανείς να ξεπεράσει εκείνο το όριο και από τις δύο μεριές... Τι εννοώ με αυτό; Θα το δείτε στο επόμενο!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top