Κεφάλαιο 54: Αχιλλέας και Φοίβος

30 χρόνια πριν (συνέχεια)...

Η ομοφυλοφιλία ήταν απαγορευμένη στη Χώρα των Ξωτικών. Οι Ανώτεροι Άρχοντες δεν μπορούσαν να δεχθούν σχέσεις μεταξύ ανδρών ή γυναικών, καθώς από αυτές δεν προκύπταν παιδιά, συνεπώς ήταν κάτι ενάντια στη φύση κατά τη γνώμη τους. Έτσι, τα ομόφυλα ζευγάρια έπρεπε να κρύβονται και να προσέχουν πάρα πολύ, γιατί οι τιμωρίες για τους παραβάτες ήταν αυστηρές. Έτσι και ο Αχιλλέας με τον Φοίβο συνέχισαν τη σχέση τους κρυφά. Κάθε φορά που ευκαιρούσαν πήγαιναν βόλτες σε λιβάδια ή στο δάσος εκείνο που έκαναν πρώτη φορά έρωτα και απολάμβαναν ο ένας το κορμί του άλλου, γνωρίζοντας ότι, αν και απαγορευμένο, αυτό που έκαναν ήταν για αυτούς το σωστό. Τα πειράγματα κατά του Φοίβου σταμάτησαν, καθώς ο Αχιλλέας δεν συμμετείχε πλέον σε αυτά αλλά αντιθέτως τον υπερασπιζόταν. Δήλωσε ότι ο νεαρός ήταν πλέον φίλος του και συνεπώς υπό την προστασία του, έτσι κανένας δεν τολμούσε να τον ενοχλήσει πια. Ο Απόλλωνας και ο Ιγνάτιος δυσαρεστήθηκαν και τον έκαναν πέρα. Δεν τον ένοιαζε καθόλου όμως τον Αχιλλέα, γιατί μόνο ο Φοίβος του είχε σημασία πια για εκείνον. Αποφάσισε να αρχίσει να τον προπονεί στις μάχες με σπαθί, έτσι σύντομα και χάρη σε εκείνον μπήκε ως κανονικός ξιφομάχος στο Σώμα και απέκτησε περισσότερη αυτοπεποίθηση, διατηρώντας όμως ακόμα εκείνη την καλοσύνη και την παιδική αθωότητα του.

Ο Αχιλλέας διασκέδαζε κάθε φορά που ενθουσιασμένος του έδειχνε κάτι που τον εντυπωσίαζε, είτε αυτό ήταν ένα σπάνιο λουλούδι, είτε ένα ουράνιο τόξο ύστερα από βροχή, είτε κάποιος αστερισμός που εντόπιζε στον νυχτερινό ουρανό, και τον έκανε να τον αγαπάει ακόμα περισσότερο.

«Πρόσεχε, Αχιλλέα! Θα πατήσεις τα μυρμήγκια που βαδίζουν προς τη φωλιά τους!» του είχε πει μια φορά, καθώς βάδιζαν μαζί στο δάσος και του έδειξε τη γραμμή που είχε σχηματίσει μια αποικία μυρμηγκιών στο χώμα. Ο Αχιλλέας τότε γέλασε και απάντησε:

«Κυριολεκτικά δεν πειράζεις ούτε μερμήγκι, έτσι;»

«Μα ανήκουν στη φύση και αυτά! Είναι κρίμα. Και κοίτα πόσο εργατικά και αφοσιωμένα στη φωλιά τους είναι...!» απάντησε προκαλώντας του ένα ακόμα γέλιο. «Γιατί γελάς; Με κοροϊδεύεις;» τον ρώτησε ο Φοίβος βάζοντας τα χέρια του στη μέση δήθεν ενοχλημένος.

«Όχι, αγάπη μου. Εννοείται πως όχι. Γελάω γιατί είσαι τόσο αθώος και υπέροχος... και κάθε μέρα σ' αγαπώ όλο και περισσότερο.» του είπε και τον φίλησε.

{...}

Σήμερα...

Όλα αυτά επανέρχονταν στη μνήμη του καθενός από τους δύο πρώην εραστές που τώρα πολεμούσαν αποφασισμένοι να τερματίσουν ένας τη ζωή του άλλου, να δώσουν ένα τέλος σε αυτόν τον πόνο. Κάθε φιλί τους από το παρελθόν, τώρα ήταν ένα κόψιμο από σπαθί. Κάθε άγγιγμα, κάθε χάδι ήταν και ένα χτύπημα, μια χαρακιά ή μια βαθιά πληγή που άνοιγαν. Κάποια στιγμή ο Αχιλλέας έγειρε μπροστά και έπιασε τον κορμό του εξαντλημένος. Το χέρι του γέμισε αμέσως με αίματα.

«Δεν θέλω να σε σκοτώσω, Φοίβο...» είπε δακρύζοντας. «Δεν θέλω ούτε και μπορώ, μα πρέπει.»

«Τότε καν' το!» του φώναξε εκείνος. «Έλα λοιπόν...! Εσύ δεν μου έλεγες να είμαι δυνατός, να μην αφήνω κανέναν να με λυγίζει;! Δεν θα λυγίσω ούτε μπροστά σου τώρα! Σκότωσε με, προτού το κάνω εγώ! Μη με λυπάσαι! Προτιμώ το μίσος από τον οίκτο σου!» ούρλιαξε.

Ο Αχιλλέας στάθηκε ξανά στα πόδια του και τον κοίταξε. Ήταν κι ο ίδιος στην ίδια κατάσταση με εκείνον, με μαύρο αίμα αντί για κόκκινο να ρέει από παντού σχεδόν και να έχει βάψει το μουσκεμένο χώμα στα πόδια του, ενώ η στολή του ήταν σκισμένη όπως και του ίδιου σε πολλά σημεία. Γύρω τους η μάχη συνεχιζόταν, όμως μονάχα ο ένας τον άλλον έβλεπαν πλέον.

«Θα γίνει όπως το επιθυμείς.» του είπε τελικά. «Άλλωστε ούτε εμένα μου απομένει πολύς χρόνος... Ας το κάνουμε συγχρόνως. Προτού δώσουμε τη χαριστική βολή όμως, πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι.»

«Όχι! Δεν θέλω να ακούσω τίποτα πια από εσένα! Δεν θέλω άλλες δικαιολογίες! Σε μισώ, Αχιλλέα! Σε μισώ επειδή με έκανες να σ' αγαπήσω και τελικά με πλήγωσες!» Με μια τελευταία κραυγή όρμησε πάνω του ο Φοίβος, ενώ ο Αχιλλέας, απογοητευμένος που δεν θα κατάφερνε να του πει την αλήθεια, έκλεισε τα μάτια κρατώντας το σπαθί του στην ευθεία. Ένιωσε τη σύγκρουση τους και ένα επιφώνημα πόνου απ' τη μεριά του Φοίβου. Άνοιξε τα μάτια, για να τον δει να τον κοιτάζει έχοντας καρφωθεί επάνω στο σπαθί του το οποίο είχε διαπεράσει το στήθος του.

Τα μάτια του τώρα δεν τον κοιτούσαν με μίσος, αλλά με αγάπη και πόνο συγχρόνως, και μπορεί να ήταν κόκκινα, για μια στιγμή όμως έγιναν ξανά γαλάζια σαν τον καθάριο ουρανό στα μάτια του Αχιλλέα. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα για να διαπιστώσει ότι και το σπαθί του Φοίβου είχε διαπεράσει τον ίδιο. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε το αίμα του να τρέχει και να ενώνεται με το δικό του στο χώμα. Ένιωσε πολύ αδύναμος ξαφνικά, τράβηξε το σπαθί του και ο Φοίβος έκανε το ίδιο και σωριάστηκαν κι οι δυο στο έδαφος.

Όχι, Θάνατε, μην έρθεις ακόμα να μας πάρεις. Δώσε μας μερικά ακόμη λεπτά, για να προλάβω να του εξηγήσω, σε παρακαλώ... είπε από μέσα του ο Αχιλλέας και σύρθηκε με κόπο ως το σώμα του Φοίβου. Δεν είχε γίνει ακόμα στάχτη, οπότε είχαν λίγο χρόνο ακόμη. Τον γύρισε προς το μέρος του και βρέθηκαν ξαπλωμένοι στο πλάι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Πήρε το παγωμένο χέρι του και το κράτησε μέσα στο δικό του που πλησίαζε κατά πολύ την ίδια θερμοκρασία αφού η ζωή σιγά- σιγά τον εγκατέλειπε. Του χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε με αδύναμη φωνή ο Φοίβος. Γύρω τους, ο χρόνος έμοιαζε να έχει παγώσει, η μάχη να έχει σταματήσει. Τα δαιμόνια τους, ο αετός του Αχιλλέα και ο κάστορας του Φοίβου πλησίασαν συμφιλιωμένοι πλέον και άρχισαν να πενθούν σιωπηλά για τους αφέντες τους.

«Γιατί μου δίνεις ψίχουλα αγάπης τώρα; Επειδή φτάσαμε κι οι δυο στο τέλος; Νομίζεις... Νομίζεις ότι φοβάμαι το θάνατο, και θες να με καθησυχάσεις, να μου πεις ότι όλα θα πάνε καλά;»

«Δεν είναι αυτό, γλυκέ μου... Στα αλήθεια σ' αγαπώ, ποτέ δεν έπαψα... Δεν ήθελα να σε αφήσω. Αναγκάστηκα... για να σε προστατεύσω.» του είπε ο Αχιλλέας, καταβάλλοντας υπέρμετρη προσπάθεια για να μιλήσει. «Άκουσε με λοιπόν... Ακόμα και αν δεν αλλάζει κάτι τώρα πια, θέλω να σου εξομολογηθώ, να το βγάλω από μέσα μου...»

«Εντάξει λοιπόν... Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω τίποτα άλλο να χάσω.»

{...}

30 χρόνια πριν.

Ο Αχιλλέας και ο Φοίβος ζούσαν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι, χωρίς να σκέφτονται το μέλλον που ούτως ή άλλως δεν είχε η σχέση τους. Όμως τους έβλεπαν συνέχεια μαζί και άρχισαν να τους υποπτεύονται και να βγαίνουν διάφορες φήμες για αυτούς... Και εκείνοι, τυφλωμένοι από αγάπη και έρωτα, δεν είχαν ιδέα και υπήρξαν απρόσεκτοί...

Μια μέρα που οι δύο εραστές πήγαν στο δάσος, ο Ιγνάτιος κι ο Απόλλωνας τους ακολούθησαν από περιέργεια, για να γίνουν μάρτυρες ενός φιλιού μεταξύ τους το οποίο οδήγησε σε άλλα πράγματα... Ο Ιγνάτιος έβγαλε μερικές φωτογραφίες και τις παρέδωσε στον πατέρα του Αχιλλέα, τον Ανδρόνικο, ο οποίος ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα, μεγάλος στρατιωτικός και η σύζυγος του Ευρυδίκη προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του και κοιτούσε αηδιασμένος τις φωτογραφίες, που έδειχναν τον ίδιο του τον γιο γυμνό να φιλιέται με έναν άλλο άνδρα στο δάσος, πλάι στο ποτάμι.

«Φρόντισε να μη διαρρεύσει πουθενά αυτό. Θα το τακτοποιήσω προτού φτάσει στα αυτιά των Ανώτερων Αρχόντων. Βρες τον γιο μου και πες του ότι θέλω να τον δω αμέσως.» είπε στον Ιγνάτιο.

Ο Αχιλλέας ήξερε ήδη γιατί τον κάλεσε επειγόντως ο πατέρας του στο σπίτι. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν πώς το έμαθε. Όμως θα στεκόταν με θάρρος και θα το αντιμετώπιζε. Δεν θα αρνιόταν ξανά ούτε τον εαυτό του, ούτε την αγάπη του. Όπως το περίμενε, έγινε ο κακός χαμός όταν μπήκε στο σπίτι και του ανακοίνωσε ο πατέρας του το νέο, αφού του έδειξε πρώτα τις φωτογραφίες.

«Άτιμε! Μας ντρόπιασες!» του φώναξε και τον εκτόξευσε στον απέναντι τοίχο με μια ριπή αέρα. Η Ευρυδίκη έτρεξε αμέσως κοντά στον γιο της, όμως δεν έβγαλε λέξη για να τον υπερασπιστεί μπροστά στον σύζυγο της.

«Ο γιος μου να έχει... σχέση με έναν άνδρα;!» φώναξε ο Ανδρόνικος κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας.

Ο Αχιλλέας σηκώθηκε και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

«Κατανοώ την οργή σου. Όμως, πατέρα, προσπάθησε να με καταλάβεις... Έτσι όπως νιώθω για εκείνον, ξέρω πως δεν πρόκειται να νιώσω για καμία γυναίκα. Μπορεί να το θεωρείς ανώμαλο και άρρωστο, όμως για μένα είναι το πιο όμορφο συναίσθημα στον κόσμο. Τον αγαπώ, πατέρα. Μόνο μαζί του θα είμαι ευτυχισμένος. Και ζητώ τη στήριξη σου.» του είπε θαρραλέα. Ο πατέρας του φόρεσε μια ανέκφραστη μάσκα και ο Αχιλλέας ήλπιζε να το σκεφτόταν, να τον έπεισε τελικά με τα λόγια του.

«Άφησε μας μόνους, Ευρυδίκη.» είπε στη σύζυγό του.

«Σε παρακαλώ... Μην τον χτυπήσεις ξανά.» του είπε εκείνη.

«Δεν θα τον χτυπήσω. Θα μιλήσουμε ήρεμα.» της απάντησε και εκείνη μη μπορώντας να αψηφήσει την εντολή του βγήκε από τη σάλα. Ο Ανδρόνικος πλησίασε τον γιο του με αργά βήματα και με τα χέρια πίσω από την πλάτη.

«Λοιπόν. Αυτή είναι μια κατάσταση που πρέπει να λυθεί άμεσα προτού μαθευτεί παραέξω, για αυτό δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή. Αν τον ξαναδείς, θα τον σκοτώσω.»

«Τι...; Πατέρα, αυτό είναι άνανδρο! Πώς γίνεται να αποκαλείς εμένα άνανδρο και ύστερα να με απειλείς ο ίδιος με τη ζωή ενός αθώου; Όχι, δεν δέχομαι τον όρο σου! Προτιμώ να σκοτώσεις εμένα στη θέση του!» αναφώνησε αποφασισμένος ο Αχιλλέας.

«Δεν γίνεται να σκοτώσω τον ίδιο μου τον γιο. Ενώ εκείνος μου είναι ξένος, και ξέρεις ήδη πόσο αδίστακτος μπορώ να γίνω. Θα βάλω το δαιμόνιο μου να σε παρακολουθεί. Μπορείς να τον συναντήσεις μία ακόμα φορά για να του ανακοινώσεις ότι η σχέση σας τελείωσε. Αν τον αγαπάς όσο λες, για το καλό το δικό του δεν θα τον ξαναδείς και θα παντρευτείς όποια νύφη επιλέξουμε για εσένα.»

«Τι...;» Τα μάτια του ήταν έτοιμα να τρέξουν δάκρυα.

Ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο αδύναμος.

«Είσαι σε προτεραιότητα για γάμο, Αχιλλέα. Είχα στείλει αίτημα στους Ανώτερους Άρχοντες και πριν από λίγες μέρες μου απάντησαν θετικά. Θα παντρευτείς ένα θηλυκό ξωτικό του αέρα, όπως είναι το σωστό." Είπε τονίζοντας τη λέξη θηλυκό. Έτσι θα μπεις στον ίσιο δρόμο και κανένας δεν θα μάθει τίποτα.» Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η ζωή του Φοίβου ήταν το σημαντικότερο για εκείνον κι έπρεπε να τον σώσει. Για αυτό κατάπιε την οργή και τη θλίψη και πήγε και τον βρήκε.

Έφτασαν στο αγαπημένο τους σημείο πλάι στο ποτάμι. Ο Φοίβος ήταν χαρούμενος όπως πάντα όταν βρισκόταν μαζί του, ανίδεος για αυτό που θα ακολουθούσε. Όμως έβλεπε τον αγαπημένο του να είναι σκυθρωπός σε όλη τη διαδρομή, σαν μια σκιά να είχε σκεπάσει το πρόσωπο του και τα μοβ μάτια του.

«Τι έχεις; Κάτι σε απασχολεί, είμαι σίγουρος για αυτό.» τον ρώτησε σοβαρός και ανήσυχος. Ο Αχιλλέας πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε πως θα τον πλήγωνε, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

«Θέλω να σου πω κάτι, Φοίβο.» είπε και δεν του άρεσε καθόλου η εισαγωγή του με το σοβαρό ύφος. «Πρέπει να χωρίσουμε.»

«Τι...; Μα γιατί;» ρώτησε όλος παράπονο ο Φοίβος. Αποφάσισε να του πει μονάχα τη μισή αλήθεια:

«Θα παντρευτώ ένα θηλυκό ξωτικό του αέρα, μια όμοια μου. Έτσι είναι το σωστό.»

Αυτό ήταν το επόμενο χτύπημα στην καρδιά του Φοίβου, την οποία ένιωσε να σπάει σε κομμάτια.

«Δεν μ' αγαπάς πια;»

Αχ, Φοίβο, μην μου το κάνεις αυτό...

«Σ' αγαπώ αλλά... Δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτό ανάμεσα μας... Είναι ενάντια στους νόμους μας. Και ούτε γίνεται να κρυβόμαστε για αιώνες. Ελπίζω να καταλαβαίνεις.» Προσπαθούσε να φαίνεται σκληρός και ψυχρός μαζί του, όμως μέσα του υπέφερε και ο ίδιος. Το μόνο που έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό του εκείνες τις στιγμές ήταν πως το έκανε για το καλό του. Έπρεπε να τον αρνηθεί για να τον αφήσει να ζήσει, έστω και χωρίς αυτόν.

«Δεν καταλαβαίνω... Νόμιζα ότι εμείς οι δύο...» Το πληγωμένο ύφος του Φοίβου άλλαξε και έγινε θυμωμένο για πρώτη φορά: «Ήθελες απλά να παίξεις μαζί μου, έτσι;! Ήταν μία ακόμα φάρσα! Για πες, μιλούσες για όσα κάναμε στους φίλους σου και γελούσατε μαζί;!» φώναζε και πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι ο Αχιλλέας.

«Δεν είναι έτσι όπως τα λες! Είδες πως με έκαναν όλοι πέρα για χάρη σου!»

«Α, ναι; Μήπως για αυτό λοιπόν θέλεις να χωρίσουμε, για να κερδίσεις ξανά τη φιλία όλων στο τάγμα;! Επειδή ντρέπεσαι για αυτό που είσαι; Για εμάς;»

«Ναι.» του είπε ψέματα. «Δεν θέλω να το μάθει κανένας, και δεν γίνεται να βρισκόμαστε πια ρισκάροντας να μας ανακαλύψουν.»

Δάκρυα άρχισαν να κυλούν συνεχόμενα από τα μάτια του Φοίβου. Ο Αχιλλέας δεν άντεχε άλλο... Έπρεπε να φύγει, γιατί λίγο ακόμα αν έμενε μαζί του θα λύγιζε, και ποιος ξέρει τι θα του έκανε ο πατέρας του... Μπορεί ήδη το δαιμόνιο του να ήταν κρυμμένο κάπου ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων και να τους παρακολουθούσε, για να βεβαιωθεί ότι θα χωρίσουν.

«Εντάξει... Φύγε. Θα παραιτηθώ κι εγώ από το τάγμα, να μη χρειάζεται να με βλέπεις και να ντρέπεσαι για όσα ζήσαμε και κάναμε. Δεν θα με ξαναδείς.» του είπε πικραμένος και ανεπανόρθωτα πληγωμένος. Ο Αχιλλέας κατάπιε ένα κόμπο που του έφραζε το λαιμό και είπε:

«Αντίο, Φοίβο.» Και στράφηκε να φύγει αμέσως, χωρίς να του ρίξει άλλη ματιά, για να μην δει και τον ίδιο να δακρύζει. Όταν ο Αχιλλέας απομακρύνθηκε, ο Φοίβος έπεσε στο έδαφος, ανάμεσα στο καταπράσινο χορτάρι και στα λουλούδια που τόσες φορές είχαν γίνει μάρτυρες της αγάπης τους, και τώρα γίνονταν μάρτυρες του χωρισμού, του πόνου και των δακρύων του.

Λίγες ημέρες μετά, έγινε η αναγκαστική γνωριμία του Αχιλλέα και της οικογένειας του με την οικογένεια της νύφης. Ήταν όμορφο ξωτικό η Αριάδνη, αδιαμφισβήτητα, όμως ο Αχιλλέας ήξερε ήδη ότι δεν θα την αγαπούσε ποτέ αληθινά, δεν θα τη φιλούσε ούτε θα της έκανε έρωτα με το ίδιο πάθος που έκανε στον Φοίβο, και αυτό δεν θα άξιζε ούτε στην ίδια. Εκείνη τον ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά, παρόλο που της φερόταν ψυχρά και τυπικά. Λίγους μήνες μετά, έγινε ο γάμος τους, στον οποίο ο Αχιλλέας ήταν ανέκφραστος και σοβαρός, προσπαθούσε να μη σκέφτεται τον Φοίβο και να συγκρατεί το μίσος που ένιωθε για τον πατέρα του που είχε πετύχει το σκοπό του.

Το νέο έφτασε και στα αυτιά του Φοίβου, που κάθε ελπίδα ότι μπορεί να άλλαζε γνώμη ο Αχιλλέας και να επέστρεφε σε εκείνον γκρεμίστηκε μαζί με την καρδιά του. Όλον αυτόν τον καιρό δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι, έτρωγε ελάχιστα και έβρισκε καταφύγιο στον ύπνο, γιατί τουλάχιστον στα όνειρα του ήταν ακόμα μαζί με τον Αχιλλέα. Οι γονείς του ανησυχούσαν, δεν είχαν ιδέα βέβαια σχετικά με όσα έγιναν και απλά νόμιζαν πως ήταν άρρωστος.

Ώσπου μια νύχτα, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και κανείς δεν τον ξαναείδε.

Ο Αχιλλέας με τον καιρό έμαθε να αγαπάει την Αριάδνη, ειδικά μετά τη γέννηση του γιου τους, του Άριου. Δεν ήταν ερωτική αγάπη όμως, όπως με τον Φοίβο. Ήταν φιλική και οικογενειακή αγάπη, όμως έλειπε το πάθος ανάμεσα τους. Και φυσικά, ποτέ δεν ξέχασε εκείνο το ξωτικό του νερού με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια και δεν έπαψε ποτέ να αναρωτιέται που να πήγε μετά την εξαφάνιση του.

{...}

https://youtu.be/aWIE0PX1uXk

Παρόν

Έτσι λοιπόν, μέσα σε εκείνα τα λίγα λεπτά ζωής που τους απέμεναν, ο Αχιλλέας εξιστόρησε περιληπτικά στον Φοίβο τη δική του πλευρά της ιστορίας και του αποκάλυψε τον πραγματικό λόγο που τον εγκατέλειψε, κρατώντας το χέρι του και καρτερώντας το τέλος που θα τους λύτρωνε και τους δύο.

«Ποτέ δεν έπαψα να σ' αγαπώ, να σε σκέφτομαι και να αναρωτιέμαι που να ήσουν, αν ζούσες ακόμα ή αν πέθανες.» του είπε ο Αχιλλέας έχοντας δακρύσει.

Ο Φοίβος θα ήθελε πολύ να κλάψει και αυτός, γιατί τα δάκρυα ήταν το καλύτερο μέσον για να εκφράσει τον πόνο του κάποτε, όμως ως Σκοτεινό Ξωτικό δεν είχε αυτή την πολυτέλεια, ήταν καταδικασμένος όταν πονούσε να το υπομένει μονάχα μέσα του.

«Ας μου έλεγες την αλήθεια και θα βρίσκαμε έναν τρόπο, αγαπημένε μου...» είπε, έχοντας γίνει ξανά ο αθώος νεαρός που αγάπησε, έστω και χωρίς δάκρυα στα μάτια. «Ακόμα όμως και αν έκανε πράξη την απειλή του ο πατέρας σου, δεν θα με πείραζε, γιατί θα προτιμούσα το θάνατο από μια ζωή χωρίς εσένα.»

«Και γιατί πήρες το μέρος του Άνθιμου; Τι σου έταξε και κατάφερε να σε πείσει;» Ο Έβδομος Λοχαγός πήρε με δυσκολία μια ανάσα και απάντησε:

«Λίγο μετά το νέο του γάμου σου, ήθελα να φύγω μακριά από όλους και από όλα για να ξεχάσω. Άφησα ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στους γονείς μου και το έσκασα με ένα μικρό σακίδιο στους ώμους... Περιπλανήθηκα για πολλές μέρες στα δάση και σε διάφορα χωριά της Χώρας των Ξωτικών και στο μεταξύ ένα κοράκι με καταδίωκε και με παρακολουθούσε. Ήταν ο Βαρόνος, το δαιμόνιο του Τέταρτου Λοχαγού που εκτελεί χρέη κατασκόπου για τον Λόρδο Άνθιμο... Εκείνος μαζί με τον Άνθιμο εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως μπροστά μου μια μέρα σε ένα δάσος... Ο Λόρδος Άνθιμος μου είπε πως ήξερε πόσο είχα πονέσει και υποφέρω... Μου υποσχέθηκε δύναμη υπερφυσική, σωματική και κυρίως ψυχική, μου είπε πως αν τον ακολουθούσα όχι μόνο θα έπαυα να πονάω, αλλά επίσης θα έπαιρνα κάποια στιγμή εκδίκηση από το έθνος των Ξωτικών για τους αυστηρούς νόμους τους... Έτσι τον ακολούθησα στη Σκοτεινή Διάσταση, με μεταμόρφωσε και έγινα ο Έβδομος Λοχαγός του...»

«Έπαψες να πονάς;»

«Όχι... Αυτό ήταν ψέμα. Αν και παγωμένη, η καρδιά μου εξακολουθούσε να πονάει, όμως ήταν πιο υποφερτό. Είχα ένα καθήκον πλέον και αφοσιώθηκα σε άλλα πράγματα. Ωστόσο ούτε εγώ σε ξέχασα.»

Ο Αχιλλέας έσφιξε λίγο παραπάνω το χέρι του.

«Ο Μάγος Ιάσονας είχε προβλέψει το θάνατο μου.» του είπε. «Ήμουν προετοιμασμένος για αυτό, όμως δεν περίμενα να ήταν πλάι σε ένα άτομο που αγάπησα περισσότερο και απ' τη ζωή μου.» Ο Φοίβος του χαμογέλασε γαλήνια και τον κοίταξε για μια τελευταία φορά μέσα στα μάτια.

«Ούτε κι εγώ, Αχιλλέα μου... Ποτέ δεν περίμενα ο θάνατος να με έκανε τόσο... ευτυχισμένο...» Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του κι έπειτα άρχισε να μετατρέπεται αργά σε στάχτη. Τελευταίο έμεινε το χέρι του με το οποίο κρατούσε εκείνο του αγαπημένου του, και ο Αχιλλέας στο τέλος έμεινε μόνος να κρατάει τη στάχτη στην οποία μετατράπηκε. Ύστερα όμως ήρθε και η δική του η σειρά. Έχυσε ένα τελευταίο δάκρυ και ξεψύχησε.

Και ο Άρχοντας Παύλος, που έβλεπε όλα τα πνεύματα που δεν ήταν ορατά από τους περισσότερους, είδε τις ψυχές των δύο αγαπημένων να σμίγουν ξανά μετά το θάνατο, και με τα χέρια τους ακόμα ενωμένα να υποδέχονται χαρούμενοι τον Χάρο. 

**************************

Αυτή ήταν η ιστορία του Αχιλλέα και του Φοίβου, που δεν συνδέεται άμεσα με την κυρίως ιστορία και δεν ήξερα αν έπρεπε να σας τη διηγηθώ τόσο αναλυτικά, όμως τελικά το έκανα, αφενός για να γνωρίσουμε και άλλους ήρωες και να δούμε πόσο αυστηροί είναι οι νόμοι των Ξωτικών και ότι το καλό και το κακό είναι σχετικά, και επίσης να θίξω και το θέμα της ομοφοβίας συγχρόνως, αφετέρου ήθελα να σας κρατήσω και σε αγωνία για τη μάχη του Ιάσονα με τον Ωρίωνα που έρχεται. Θα είναι η δεύτερη σύγκρουση και από ότι φαίνεται η τελευταία, για αυτό ετοιμαστείτε!! Έρχεται στο επόμενο!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top