Κεφάλαιο 53: Αχιλλέας Εναντίον Φοίβου


Ο Γιάννης συνέχιζε να πολεμά με περίσσιο θάρρος, εκτοξεύοντας τα φλεγόμενα βέλη στους εχθρούς. Ακόμα και αν δεν τους σκότωνε όλους, τους τραυμάτιζε κι ήταν ένας τέλειος αντιπερισπασμός. Γύρω του έβλεπε κι άλλους τοξότες, κρυμμένους όπως κι ο ίδιος στο ύψωμα πίσω από βράχια, να πολεμούν με τον ίδιο τρόπο. Ώσπου άκουσαν μια φωνή πίσω τους να φωνάζει πανικόβλητη. Ήταν η φωνή του επικεφαλή τους:

«Οι εχθροί! Ανέβηκαν από το πίσω μέρος του λόφου! Οι Άνθρωποι υποχώρηση! Εμείς τα Ξωτικά θα τους αντιμετωπίσουμε!» έδωσε σύντομα τις διαταγές του και άρχισαν όλοι να υποχωρούν, οι βοηθοί σήκωναν τους κουβάδες και τους μετέφεραν. Κάποιοι Νότιοι έμειναν πίσω για να βοηθήσουν, και είδαν όντως αρκετά Σκοτεινά Ξωτικά να έχουν ανέβει στο ύψωμα τα οποία ξεκίνησαν να μάχονται ενάντια στα Ξωτικά Τοξότες. Τα Ξωτικά με τα τόξα ή τις δυνάμεις τους πολεμούσαν σκληρά, ενώ ο Γιάννης με κάποιους άλλους Ανθρώπους έριχναν βέλη προς τα πίσω καθώς υποχωρούσαν, για να βοηθήσουν όσο μπορούσαν και αυτοί.

Όταν εκείνη η επίθεση τελείωσε με παράπλευρες απώλειες, οι Τοξότες ανασυντάχθηκαν στα ριζά του υψώματος πλέον, πήραν εκεί θέσεις πίσω από βράχια και έριχναν στο πεδίο της μάχης. Ευτυχώς, η βροχή δεν έπεφτε πλέον τόσο ορμητική, έτσι ήταν πιο εύκολο για τις φωτιές να ανάβουν. Ο Γιάννης είδε στο διπλανό βράχο τη Φωτεινή, η οποία τον χαιρέτησε με ένα νεύμα για να του δώσει κουράγιο και συνέχισε να ρίχνει βέλη φωτιάς απ' το φλεγόμενο τόξο της, στο οποίο είχε μεταφέρει τη φωτιά της ανάβοντας το ολόκληρο

{...}

Στην Ωραιόπολη ο στρατός εξακολουθούσε να πολεμάει σκληρά. Εκεί όμως, είχαν το άγχος ότι οι ώρες θα περνούσαν και θα έβγαινε ο ήλιος. Απ' τη μια αυτό ήταν θετικό για αυτούς, γιατί  Άνθιμος με το στρατό του θα υποχωρούσε, όμως τότε, ο στρατός του Έλιου στη Σκοτεινή Διάσταση θα είχε ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα. Έτσι έπρεπε να εξολοθρεύσουν όσους περισσότερους μπορούσαν, πράγμα δύσκολο γιατί είχαν χάσει αρκετούς, παρά την πολύτιμη συμβολή των Ξωτικών και των Ζωοφάγων.

Η Βασίλισσα Αλεξάνδρα και η φρουρά της είχαν στριμωχτεί στους πρόποδες του Λόφου του Παλατιού από μια ομάδα Σκοτεινών, οι οποίοι τους κοιτούσαν διψασμένοι για αίμα. Ντυμένη με τη μπλε πολεμική της ενδυμασία και το σπαθί που κάποτε ανήκε στον παππού της Βασιλιά Αλέξανδρο, η Βασίλισσα του Νότου αντίκριζε με θάρρος τους εχθρούς. Ο Βασιλιάς και οι φρουροί είχαν σχηματίσει έναν κλοιό γύρω της με τα όπλα τους υψωμένα.

«Προστατεύστε τη βασίλισσα σας! Μην τους αφήσετε να τη φτάσουν!» φώναξε ο Δημοσθένης σε όλους.

«Όχι! Περιμένετε!» φώναξε η βασίλισσα, κάνοντας τον άνδρα της να στραφεί προς το μέρος της.

«Ο παππούς μου ποτέ δεν κρυβόταν πίσω απ' τη φρουρά του. Πολεμούσε στις πρώτες γραμμές, οδηγώντας το στρατό. Αυτό θα κάνω και εγώ!» είπε αποφασισμένη, έτοιμη να ορμήσει μπροστά.

«Ο παππούς σου όμως πολεμούσε με ανθρώπους, όχι με αιμοδιψή μεταμορφωμένα ξωτικά! Πώς θα μπορέσουμε εμείς μόνοι να τους νικήσουμε;!»

«Δεν είστε μόνοι!» ακούστηκε μια φωνή και αμέσως ένα τσούρμο όρμησε στους Σκοτεινούς κι άρχισαν να παλεύουν μαζί τους, κόβοντας αρκετά κεφάλια και άκρα.
Μαύρο αίμα πετάχτηκε παντού. Χρειάστηκε να παρατηρήσουν πολύ καλά οι Νότιοι, τόσο γρήγορα που κινούνταν, για να διαπιστώσουν ότι επρόκειτο για τη Βαλεντίνα, τον Μίλτο και κάποιους απ' τους δικούς τους. Ήταν και εκείνοι ντυμένοι με τη μπλε στολή του Νότου, πολεμώντας σαν Νότιοι. Όταν τους νίκησαν και όσοι έμειναν τράπηκαν σε φυγή, η Βαλεντίνα πλησίασε το βασιλικό ζεύγος.

«Είναι τιμή μας που πολεμάμε πλάι στην απόγονο ενός τόσο ξακουστού ήρωα.» είπε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση. Ο σύντροφος της ένευσε συμφωνώντας.

«Η τιμή είναι δική μας, που έχουμε την πολύτιμη βοήθεια σας.» είπε η βασίλισσα. «Πρέπει να βρούμε τον Στρατηγό και να του ζητήσουμε να φέρει ενισχύσεις από τη Σκοτεινή Διάσταση, αν έχουν τη δυνατότητα.» είπε έπειτα στον σύζυγο της.

«Χρειαζόμαστε τοξότες και πυροβολικό, και αν γίνεται και μερικούς μάγους. Η νύχτα αργεί να τελειώσει.»

«Έχεις δίκιο. Πάμε να τον βρούμε.»

«Και εμείς θα σας συνοδεύσουμε και θα πολεμάμε μαζί τους εχθρούς στο δρόμο μας.» δήλωσε ο Μίλτος και ξεκίνησαν τρέχοντας όλοι μαζί.

Έτσι, με τη βοήθεια και την προστασία της Βαλεντίνας και της ομάδας της, ενώ εκείνοι έκαναν ό,τι μπορούσαν, βρήκαν τον Στρατηγό Χάρη και του μετέδωσαν το μήνυμα. Εκείνος με τη σειρά του βρήκε έναν Χρονομάγο, και του είπε να μεταδώσει το μήνυμα στη Σκοτεινή Διάσταση, ώστε οι επικεφαλείς εκεί να στείλουν ενισχύσεις, αν μπορούσαν

{...}

Μέσα στους επιλαχόντες για να πάνε πίσω στον Νότο και να βοηθήσουν ήταν το τάγμα στο οποίο βρισκόταν ο Γιάννης και η Φωτεινή. Εκείνος δέχθηκε, φυσικά και ήθελε να υπερασπιστεί το βασίλειο του και ακολούθησε μαζί με τους υπόλοιπους έναν Χρονομάγο προς μια πύλη. Λίγο πριν φτάσουν στην πύλη, συναντήθηκαν με ένα τάγμα του πυροβολικού.

«Ο Ηρακλής!» φώναξε χαρούμενη η Φωτεινή. Ο Γιάννης είδε κι εκείνος με χαρά και ανακούφιση τον φίλο του. Έτρεξε και αγκαλιάστηκαν.

«Τι γίνεται, παιδιά; Γιατί μας στέλνουν πίσω στον Νότο;» ρώτησε ο Ηρακλής έπειτα.

«Μάλλον ο στρατός εκεί χάνει και χρειάζονται ενισχύσεις.» είπε η Φωτεινή.

«Τότε θα είναι τιμή μου να πολεμήσω στο βασίλειο μου μέσα σε αυτό.»

«Και ο Ιάσονας;» ρώτησε ο Γιάννης.

«Δεν τον είδα πουθενά, αλλά θα είναι μια χαρά. Εδώ επιζήσαμε εμείς, αυτός που είναι μάγος δεν θα επιβιώσει;» είπε ο Ηρακλής, ωστόσο ήξεραν ήδη όλοι ότι ο φίλος τους, σίγουρα θα κινδύνευε, ειδικά αν ερχόταν ξανά αντιμέτωπος με τον Ωρίωνα για να σώσει την Ιφιγένεια.

«Εντάξει. Πάμε όλοι μαζί.» είπε ο Γιάννης  και συνέχισαν να τρέχουν με τους υπόλοιπους, πέρασαν την πύλη και εκεί άρχισαν να πολεμούν πηγαίνοντας όλοι μαζί. Ο Ηρακλής γάζωνε τους εχθρούς με τις σφαίρες του, ενώ ο Γιάννης και η Φωτεινή έριχναν βέλη από μακριά, όντας οι τρεις τους μια πολύ θανατηφόρα ομάδα.

{...}

Στη Σκοτεινή Διάσταση η μάχη συνεχιζόταν. Μεταξύ των ξωτικών- ξιφομάχων του αέρα ήταν και ο Αχιλλέας, ο οποίος πολεμούσε χωρίς φόβο πλέον, γιατί γνώριζε πως θα πέθαινε οπότε δεν είχε τίποτα να χάσει. Τουλάχιστον ας πέθαινε ηρωικά. Τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν αυτό όμως, δεν τον περίμενε με τίποτα.

Έκοβε με το σπαθί του και εκτόξευε ανεμοστρόβιλους και δυνατές ριπές αέρα, σπρώχνοντας και ρίχνοντας πίσω τους εχθρούς. Έτσι έκανε και με έναν από αυτούς κάποια στιγμή, κι έπειτα με ένα σάλτο βρέθηκε από πάνω του και τον σημάδεψε με τη μύτη του σπαθιού λέγοντας:

«Πες μου ένα λόγο να μη σε σκοτώσω, τέρας.» Ο άλλος σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε καθώς έλεγε:

«Ε... Επειδή είμαι όμορφος...;» Η πειραχτική του διάθεση όμως έσβησε αμέσως καθώς και τα μάτια του Αχιλλέα άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη. Παρόλο που τα μάτια του ήταν πλέον κόκκινα, το δέρμα του πολύ πιο ανοιχτόχρωμο και τα ξανθά μαλλιά του κοντά, θα τον αναγνώριζε οπουδήποτε. Είχε αλλάξει και ψυχικά όμως, δεν έβγαζε την ίδια αθωότητα και καλοσύνη όπως τότε...

«Φοίβο;»

«Αχιλλέα;»

Καθώς η προσοχή του Αχιλλέα όμως αποσπάστηκε αντικρίζοντας αυτό το άτομο απ' το παρελθόν του, προσπαθώντας ακόμα να το πιστέψει, ο Φοίβος βρήκε την ευκαιρία και τον έριξε πίσω με μια ριπή Κόκκινης Ενέργειας που εκτόξευσε στο χέρι του. Ο Αχιλλέας σηκώθηκε αμέσως ενώ την ίδια στιγμή ο Φοίβος σήκωσε ξανά το σπαθί του και συγκρούστηκαν ξανά. Το Σκοτεινό ξωτικό με αστραπιαίες κινήσεις προσπαθούσε να τον χτυπήσει. Ο Αχιλλέας απλά αμυνόταν με ό,τι δυνάμεις είχε, δεν ήθελε όμως να τον σκοτώσει, τουλάχιστον όχι προτού πάρει τις απαντήσεις του. Καθώς προσπαθούσε να τον καρφώσει με μένος, το Ξωτικό του Αέρα παρακολούθησε τις κινήσεις του καθώς τις απέφευγε κι έπειτα, του άρπαξε το χέρι που κρατούσε το σπαθί στον αέρα κι έβαλε το δικό του στο λαιμό του. Οι δυο άνδρες κοιτάχτηκαν με ένταση.

«Τι κάνεις εδώ; Γιατί έγινες Σκοτεινό ξωτικό;» τον ρώτησε λαχανιασμένος ο Αχιλλέας. Έτσι εξηγούνταν το γιατί εξαφανίστηκε αμέσως μόλις τον αρνήθηκε και έκτοτε δεν τον ξαναείδε κανένας. Δεν περίμενε όμως να τον βρει εδώ σε αυτή τη μάχη, τον αθώο, γλυκό του Φοίβο, που πρόσεχε μέχρι και τα μικρά λουλουδάκια στον αγρό, να μην τα τσαλαπατήσει όταν περπατούσαν. Πώς ήταν δυνατόν; Γιατί να μετατραπεί σε ένα αιμοδιψές τέρας;

«Γιατί;! Τολμάς και ρωτάς γιατί;» του είπε ο Φοίβος οργισμένος και με μερικές κινήσεις τον απώθησε και σύρθηκε δύο μέτρα πίσω. «Εσύ είσαι η αιτία! Εσύ είσαι ο λόγος που το έσκασα και με βρήκε ο Άνθιμος, όταν με αρνήθηκες και δέχτηκες να παντρευτείς εκείνη, αρνούμενος έτσι και τον ίδιο σου τον εαυτό! Και δεν είμαι ένα απλό Σκοτεινό Ξωτικό.»
Γύρισε από την άλλη, για να δείξει στον Αχιλλέα το πίσω μέρος της μπέρτας του που είχε επάνω τον αριθμό 7.

«Είμαι ο Έβδομος Λοχαγός, ένας από τους δυνατότερους.»

«Γνωρίζω το σύστημα ιεραρχίας σας.» του απάντησε. «Μα το γεγονός ότι είσαι ένας από τους δυνατότερους, δεν με εμποδίζει να σε σκοτώσω. Το καθήκον προηγείται.» Πονούσε και ο ίδιος που του τα έλεγε αυτά. Όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ωστόσο ήξερε πως θα πεθάνει, και μέσα του ευχόταν να ζούσε ο Φοίβος και να ήταν αυτός που θα σκότωνε τον ίδιο.

«Πολύ καλά λοιπόν...» του είπε με συγκρατημένη οργή τώρα ο Φοίβος και τον κοίταξε ξανά. «Ας το κάνουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω τίποτα να χάσω. Με σκότωσες ήδη μια φορά όταν με αρνήθηκες!» φώναξε τέλος και όρμησε ξανά σε μία ακόμα σύγκρουση των σπαθιών.

Ο Αχιλλέας τον απώθησε, έπιασε το σπαθί με το ένα χέρι και με το άλλο τον έσπρωξε μακριά με αέρα. Ο Φοίβος συγκράτησε την ισορροπία του και με άψογες κινήσεις και ταχύτητα, απέφυγε και τα επόμενα χτυπήματα του. Κάποια στιγμή τον έχασε, σαν να εξαφανίστηκε.

Στράφηκε απ' την άλλη και τον είδε πίσω του έτοιμο να τον χτυπήσει, πρόλαβε όμως κι έβαλε το σπαθί του μπροστά για εμπόδιο. Ο Φοίβος γρύλισε απειλητικά, δείχνοντας τους μυτερούς του κυνόδοντες, όμως ο Αχιλλέας μπορούσε να διακρίνει τον πόνο στα μάτια του. Είχε δίκιο, για όλα έφταιγε εκείνος, όμως ο Φοίβος δεν ήξερε όλη την αλήθεια... Η έκφραση του μαλάκωσε έπειτα και σχηματίστηκε ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του, καθώς τα χέρια και των δύο που κρατούσαν τα σπαθιά έτρεμαν από ένταση, όμως δεν έκανε κανένας την επόμενη κίνηση.

«Σοβάρεψες πολύ πάντως, Αχιλλέα. Δεν έχεις πια το ίδιο πονηρό, παιχνιδιάρικο βλέμμα. Υποθέτω τώρα έγινες ένας σωστός οικογενειάρχης και κέρδισες την εύνοια του πατέρα σου και των ανώτερων, ε; Πώς είναι ο γάμος σου; Παιδί κάνατε, ή ακόμα δεν σας το έχουν επιτρέψει οι τύραννοι που κυβερνούν το είδος σας;!» του είπε ειρωνικά.

«Κόφ' το!» φώναξε ο Αχιλλέας και τον έσπρωξε ξανά πίσω με ένα δυνατό ρεύμα αέρα. «Άσε τη γυναίκα και τον γιο μου έξω από αυτό.»

«Α... ώστε γιος, ε; Λοιπόν, Αχιλλέα, ελπίζω ο γιος σου να είναι σωστός και να ακολουθήσει τους... νόμους. Να μην καταλήξει όπως εγώ ή, ακόμα χειρότερα, όπως εσύ...» συνέχισε με το συνηθισμένο ειρωνικό του τόνο ο Φοίβος που στάθηκε αμέσως στα πόδια του με τέλεια ισορροπία, χωρίς να τον ρίξει η επίθεση του Ξωτικού του Αέρα.

Σύντομα τα αίματα άναψαν και οι δυο πρώην εραστές μάχονταν αμείλικτα, αν και με διαφορετικό κίνητρο ο καθένας. Τον Φοίβο τον οδηγούσε η οργή, ενώ ο Αχιλλέας δεν μπόρεσε να μην προσέξει και την αλλαγή χαρακτήρα πέρα από την επιφανειακή αλλαγή, το χλωμό δέρμα και τα κόκκινα μάτια... Είχε γίνει όπως ήταν ο ίδιος παλιότερα όταν γνωρίστηκαν: ειρωνικός και αλλαζονας. Αντίθετα εκείνος είχε γίνει σοβαρός και ήσυχος, αφοσιωμένος στο καθήκον και την οικογένεια του. Και τώρα για αυτούς έπρεπε να παλέψει, για να τους κρατήσει ασφαλείς, μέχρι να πεθάνει. Όσο και αν είχε ακόμα αισθήματα για τον Φοίβο τα οποία τόσα χρόνια κρατούσε καλά κρυμμένα, δεν μπορούσε πλέον να τον σώσει. Έπρεπε να τον σκοτώσει ή να πεθάνει προσπαθώντας. Ήταν ένας από αυτούς, τους εχθρούς των Ξωτικών και όλων των πλασμάτων του Κόσμου. Έτσι συνέχισαν οι δυο τους με κινήσεις τόσο αρμονικές, που έμοιαζαν σαν να χόρευαν. Ήταν όμως ένας χορός θανάτου. Και καθώς έκοβαν και χτυπούσαν ο ένας τον άλλον, αναμνήσεις από το παρελθόν και από τον καταδικασμένο έρωτα τους επανέρχονταν και στων δύο τη μνήμη...

{...}

30 χρόνια πριν...

Τον ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στους άλλους. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που ένιωθε όταν κοιτούσε σε εκείνα τα γαλάζια αθώα μάτια του Ξωτικού του Νερού, όμως στην αρχή δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει, έτσι χρησιμοποιούσε την ειρωνεία, τον εκφοβισμό και την κοροϊδία ως αμυντικό μηχανισμό για να μην παραδεχθεί τα συναισθήματα του και να μην αφεθεί στο πάθος του. Όπως και αν το έβλεπε κανείς, ο Αχιλλέας ήταν όμορφο ξωτικό, ψηλός, με μακριά ανοιχτά καστανά μαλλιά, γυμνασμένο σώμα και βιολετί μάτια, ένας άριστος ξιφομάχος του αέρα και φυσικά περιζήτητος γαμπρός για τις κόρες σεβαστών προσωπικοτήτων. Ήξερε ότι θα είχε όποια γυναίκα ήθελε, έτσι ένιωθε θυμό που εκείνος ο νεαρός με το αθώο, σχεδόν φοβισμένο βλέμμα τον έκανε να νιώθει έτσι.

«Σύνελθε, Αχιλλέα...» έλεγε μια μέρα στον εαυτό του, μιλώντας μπροστά από τον καθρέφτη στα ανδρικά αποδυτήρια. «Δεν γίνεται να ποθείς έναν άντρα. Είναι αντίθετο στη φύση των ξωτικών. Τον ηλίθιο τον Φοίβο... Τι μου έχει κάνει; Είναι μόνο ένας καθαριστής, ένα παιδί μπροστά μου.»

«Αχιλλέα; Σε ποιον μιλάς;» τον διέκοψε μια φωνή. Ήταν οι δύο κολλητοί του, ο Ιγνάτιος και ο Απόλλωνας.

«Εμ... Σε κανέναν... ήταν απλά ένα τραγούδι που μου κόλλησε...»  βιάστηκε να απαντήσει. Ο Ιγνάτιος τον κοίταξε δύσπιστος καθώς ο Απόλλωνας έριχνε μια ματιά έξω από την πόρτα.

«Παίδες, θα ρίξουμε γέλιο. Έρχεται ο φλώρος.» είπε και έτρεξε βιαστικά πλάι στους άλλους δύο.

Ο Φοίβος ξεπρόβαλε βαστώντας κάτι καθαριστικά σύνεργα πίσω από την πόρτα και έριξε ένα ντροπαλό βλέμμα στους τρεις άντρες που τον κοιτούσαν αλαζονικά. Ήταν και οι τρεις γυμνοί από τη μέση και πάνω, όμως τα μάτια του μόνο έναν κοιτούσαν. Εκείνον τον ψηλό καστανομάλλη με τα βιολετί μάτια, και άθελα του άφησε το βλέμμα του για λίγο παραπάνω από όσο θα ήθελε πάνω στους κοιλιακούς του, έπειτα το απέστρεψε κοκκινίζοντας.

«Συμβαίνει κάτι και με κοιτάς έτσι, μικρέ;» τον ρώτησε ο Αχιλλέας.

«Όχι... Τίποτα...» απάντησε ο Φοίβος και προχώρησε προς τους πάγκους. Οι άλλοι δύο έπνιξαν από ένα γέλιο. Ο Φοίβος άρχισε να τοποθετεί με σειρά τις πετσέτες μαζί με έλαια μπάνιου για τους ξιφομάχους που θα έμπαιναν σύντομα για το λουτρό τους ομαδικά, βιαστικά για να μπορέσει να φύγει προτού φανεί η αναστάτωση του που έβλεπε τον Αχιλλέα. Ο Απόλλωνας σκούντηξε τον Αχιλλέα γελώντας συνωμοτικά και τον πλησίασαν κι οι τρεις.

«Έχουμε μια πρόταση να σου κάνουμε... Φοίβος, σωστά;» τον ρώτησε το ξωτικό με τα καστανόξανθα μαλλιά.

Ύψωσε αργά το βλέμμα από τη δουλειά του.

«Ναι...» απάντησε.

«Λοιπόν, Φοιβάκο, φαίνεσαι κουρασμένος. Γιατί δεν κάνεις ένα μπανάκι μαζί μας να χαλαρώσεις;» τον ρώτησε ο Απόλλωνας.

«Δεν μου το επιτρέπει η θέση μου και εκτός αυτού, έχω πολλή δουλειά.» τους απάντησε ο ξανθός, κοκκινίζοντας ακόμα περισσότερο.

«Έλα τώρα... Ένα μπανάκι μόνο. Δεν θα μας πάρει πολύ...» συμμετείχε στο πείραγμα και ο Ιγνάτιος.

«Ναι, μήπως μας ντρέπεσαι; Ή μήπως είσαι στην πραγματικότητα θηλυκό ξωτικό;» ρώτησε ο Απόλλωνας και γέλασαν. Ο Αχιλλέας αναρωτήθηκε αν αυτό το πείραγμα πήγαινε πολύ. Τον κακομοίρη τον Φοίβο, τον είχαν καταλάβει όλοι πως ήταν αδύναμος και λιγότερο μάχιμος και τον πείραζαν, ωστόσο τώρα τελευταία είχε αρχίσει να μην του αρέσει αυτό.

«Έλα τώρα, βγάλε τη μπλούζα σου!» αναφώνησε ο Απόλλωνας.

«Τι κάνετε; Αφήστε με. Σταματήστε!» φώναζε ο Φοίβος καθώς οι άλλοι δύο τον έγδυναν γελώντας. Έβγαλαν τη μπλούζα του και άρχισαν να την πετούν ο ένας στον άλλον με τον καημένο τον Φοίβο να την κυνηγάει σαν να ήταν τόπι, παρακαλώντας τους να του τη δώσουν πίσω. Δεν ένιωθε άνετα με το σώμα του, ειδικά μπροστά σε τρεις επίσης ημίγυμνους άνδρες.
Ο Αχιλλέας δεν κουνιόταν. Είχε μείνει στήλη άλατος και θαύμαζε άθελα του το σώμα του Φοίβου. Δεν περίμενε να είναι τόσο γυμνασμένος... Θα γυμναζόταν κρυφά, φαίνεται.

«Ε! Αχιλλέα! Πάρε και εσύ!» διέκοψε τις σκέψεις του ο Απόλλωνας και η μπλούζα έπεσε στα χέρια του. Ο Φοίβος τον κοίταξε για λίγο ικετευτικά. Πάλι εκείνο το σκίρτημα στην καρδιά του.

Όχι, δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι! Αυτό το παιδαρέλι πρέπει να πληρώσει που με κάνει και αμφισβητώ τον ανδρισμό μου! Χαμογέλασε ειρωνικά και πέταξε τη μπλούζα μακριά. Εκείνη προσγειώθηκε σε μια λίμνη από νερό που είχε σχηματιστεί λίγο πιο πέρα. Ο Φοίβος έτρεξε να τη σηκώσει, όμως γλίστρησε στα νερά και έπεσε, παρότι ξωτικό του νερού. Οι άλλοι τρεις τον πλησίασαν και στάθηκαν από πάνω του. Σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε φοβισμένος, παρακαλώντας τους με τα μάτια να μη συνεχίσουν το πείραγμα. Ξανθιές τούφες έπεφταν μπροστά στο πρόσωπο του.

«Πρώτη φορά βλέπω Ξωτικό του Νερού να γλιστράει έτσι σε νερά, ε παιδιά;» είπε ο Αχιλλέας και γέλασαν. «Ευχαριστούμε για τη διασκέδαση, Φοίβη.» είπε, μετατρέποντας σε θηλυκό το όνομα του και τα γέλια δυνάμωσαν. Ύστερα ο Ιγνάτιος σήκωσε τον Φοίβο με το ζόρι αρπάζοντας τον απ' τον καρπό και τον έσπρωξε απότομα στην αγκαλιά του Αχιλλέα, ο οποίος τον κράτησε, αποτρέποντας μία ακόμα πτώση του, και για λίγο έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια. Το δέρμα του ήταν τόσο απαλό... και δροσερό σαν νερό.

«Γιατί το κάνετε αυτό;» ρώτησε ξέπνοα ο Φοίβος, προκαλώντας τύψεις στον Αχιλλέα. «Γιατί με πειράζετε; Δεν σας έχω κάνει κάτι... Εγώ τη δουλειά μου κάνω.» Ο Αχιλλέας τότε επανήλθε στην πραγματικότητα και τον έσπρωξε από πάνω του. Όχι, δεν έπρεπε να λυγίσει.

«Απλά αφήστε με να φύγω...» συμπλήρωσε κοιτάζοντας τους ικετευτικά το ξανθό ξωτικό.

«Επειδή είσαι τόσο αδύναμος και ικετεύεις συνεχώς αντί να υπερασπιστείς τον εαυτό σου.» είπε ο Αχιλλέας. Τόσο ο Φοίβος όσο και οι φίλοι του τον κοιτούσαν απορημένοι.

«Νόμιζα ότι τον πειράζαμε για να σπάμε πλάκα.» είπε ο Απόλλωνας.

«Και με εκνευρίζεις επειδή πάντα με κοιτάς με ένα τρόπο που... δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω.» συνέχισε αγνοώντας τον, χωρίς να νοιάζεται τι θα σκεφτούν οι φίλοι του. Αυτή φυσικά ήταν η μισή αλήθεια. Ο Φοίβος έσκυψε το κεφάλι και απάντησε:

«Σε θαυμάζω, για αυτό σε κοιτάω έτσι. Μακάρι να ήμουν κι εγώ δυναμικός όπως εσύ, τόσο... ατρόμητος, να μη φοβάμαι και να μη ντρέπομαι.» Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε που έβρισκε τη δύναμη να τα πει αυτά. Και από μεριάς του, φυσικά, αυτή ήταν η μισή αλήθεια.

Τι να του έλεγε; Να παραδεχόταν ότι ήταν ερωτευμένος μαζί του; Ήταν ήδη πολλά τα πειράγματα, δεν τολμούσε καν να σκεφτεί τι θα του έκαναν αν το μάθαιναν αυτό. Ο Απόλλωνας και ο Ιγνάτιος άφησαν μερικά πονηρά επιφωνήματα σκουντώντας ο ένας τον άλλον και συνέχισαν τον λεκτικό εκφοβισμό τους:

«Ώστε γουστάρεις τον Αχιλλέα, ε;»

«Καλά το είχαμε υποπτευθεί ότι είσαι τοιούτος. Περίμενε μέχρι να το μάθουν όλοι αυτό.» είπαν και γέλασαν, προκαλώντας δάκρυα στα μάτια του Φοίβου.

Άρπαξε τη μπλούζα του και έφυγε τρέχοντας. Οι άλλοι συνέχισαν να γελούν και κόλλησαν μεταξύ τους τα χέρια για την επιτυχία του αστείου τους, όμως ο Αχιλλέας δεν γελούσε πια. Αυτή τη φορά, δεν απόλαυσε πραγματικά το πείραγμα του. Ήταν σαν να το έκανε με το ζόρι. Ένιωθε οίκτο κατά βάθος για εκείνο το αθώο πλάσμα τον οποίο αυτός κι οι φίλοι του έκαναν να κλάψει. Για πρώτη  φορά, άφησε τον εαυτό του να λυγίσει.

«Με συγχωρείτε... Πρέπει να φύγω.» είπε στους φίλους του και χωρίς να τον νοιάζει τίποτα, έτρεξε να προλάβει τον Φοίβο, να βεβαιωθεί πως ήταν καλά, αγνοώντας τις φωνές που τον ρωτούσαν που πήγαινε. Έτρεξε έξω, στην προπονητική αυλή, και διέκρινε τον Φοίβο να τρέχει πέρα, στο δάσος. Έπρεπε να τον προφτάσει, όμως δεν είχε ιδέα τι θα του έλεγε.

Τον ακολούθησε τρέχοντας και ως ξωτικό του αέρα, ήταν αρκετά γρήγορος. Μπήκε στο δάσος και έψαξε τριγύρω. Στην ευθεία διέκρινε τα ξανθά μαλλιά του να ανεμίζουν καθώς έτρεχε.

«Φοίβο, στάσου!» του φώναξε. Εκείνος έριξε μια ματιά πίσω του και μόλις είδε πως τον ακολουθούσε ο Αχιλλέας, φοβήθηκε και προσπάθησε μάταια να τρέξει πιο γρήγορα. Και λογικό να τον φοβόταν... Συνέχισε να τρέχει κλαίγοντας, ώσπου σταμάτησε κουρασμένος πλάι σε ένα ποταμάκι. Ήταν μάταιο να τρέχει, ο Αχιλλέας ήταν πιο γρήγορος από τον ίδιο. Άκουσε τα βήματα του να σταματούν μερικά μέτρα πίσω του.

«Εμπρός λοιπόν...! Τι περιμένεις; Κάνε μου ό,τι θες, γέλα κι άλλο μαζί μου, περιφρόνησε με! Είμαι πιο δυνατός από όσο νομίζεις και αυτό το αποδεικνύει η υπομονή που κάνω με τον εκφοβισμό και τις φάρσες σας!» του φώναξε κλαίγοντας χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Ο Αχιλλέας τον πλησίασε διστακτικά.

Να πάρει... είπε από μέσα του. Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι και να ξέρει ότι έγινε εξαιτίας του...

«Δεν θα συνεχίσω το πείραγμα. Ήθελα απλά να σου ζητήσω συγνώμη.»

«Τι...;» απόρησε ο Φοίβος και στράφηκε προς το μέρος του.

«Αυτό που άκουσες. Σου ζητώ συγνώμη για όλα τα πειράγματα. Κάποια από αυτά παρατράβηξαν, το παραδέχομαι. Όμως δεν σου είπα όλη την αλήθεια. Ο πραγματικός λόγος που φερόμουν έτσι είναι επειδή... κρυβόμουν.»

«Κρυβόσουν;»

«Ναι, κρυβόμουν από όλους μα κυρίως από τον ίδιο μου τον εαυτό. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα ένιωσα κάτι το οποίο δεν μπόρεσα να εξηγήσω. Κάθε φορά που σε κοιτάζω, η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο δυνατά. Νιώθω... συναισθήματα για εσένα, συναισθήματα που είναι απαγορευμένα για έναν άντρα ξωτικό. Για αυτό αντιδρούσα κατ' αυτόν τον τρόπο... Πειράζοντας σε και σκαρώνοντας πλάκες με τους φίλους μου... Σου φερόμουν με ειρωνεία και σαν να ήσουν δούλος πολλές φορές... Νόμιζα πως σε μισούσα επειδή με έκανες να σιχαίνομαι τον εαυτό μου για αυτά που νιώθει. Νόμιζα... πως ήσουν αδύναμος και θα με έκανες σαν εσένα. Έκανα λάθος όμως. Γιατί από τους δυο μας, εγώ είμαι ο πιο αδύναμος και δειλός.»

Ο Φοίβος δεν ήξερε τι να πει. Ένιωθε λες και έβλεπε όνειρο. Ο άντρας τον οποίο αγαπούσε και λάτρευε κρυφά, γνωρίζοντας πως ήταν κάτι απαγορευμένο, ένιωθε το ίδιο με εκείνον; Κατάλαβε καλά;

«Αχιλλέα... Εγώ... Εγώ...» Ο Αχιλλέας με δυο βήματα βρέθηκε μπροστά του και τύλιξε το ένα χέρι γύρω απ' τη μέση του. Τα μάτια τους ενώθηκαν και χάθηκαν ο ένας στο βλέμμα του άλλου.

«Σσσς... Μη μιλάς άλλο. Ξέρω ότι νιώθεις το ίδιο για εμένα, και εδώ στο δάσος δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε... Είμαστε μόνο οι δυο μας.» είπε και διστακτικά ένωσε τα χείλη τους. Ο Φοίβος ένιωσε να λιώνει, δεν το πίστευε ότι γινόταν αυτό που ονειρευόταν εδώ και τρία περίπου χρόνια από τότε που τον γνώρισε.

Δεν τον ενοχλούσε το ότι τον πείραζαν επειδή ήταν ντροπαλός, άτολμος και χωρίς αυτοπεποίθηση. Εκείνο που τον πλήγωνε ήταν ότι τα περισσότερα πειράγματα ξεκινούσαν από εκείνον, τον άντρα που θαύμαζε και λάτρευε συγχρόνως. Και εκείνη την ημέρα ο Αχιλλέας, με μοναδική μάρτυρα τη μητέρα φύση, του έκανε έρωτα αγγίζοντας τον με προσοχή και τρυφερότητα, σαν να ήθελε να επανορθώσει για όσα του έκανε. Δεν ήξερε αν θα ήταν αρκετό αυτό για να τον συγχωρέσει, ήταν όμως σίγουρα μια αρχή. Και ήταν η μέρα εκείνη που ο Αχιλλέας αφέθηκε επιτέλους και παραδέχθηκε στον εαυτό του, εκτός από τα συναισθήματα του για τον Φοίβο, το ποιος πραγματικά ήταν.

**********

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Η ιστορία του Αχιλλέα και του Φοίβου; Είναι το πρώτο ομόφυλο ζευγάρι για το οποίο γράφω και είμαι περήφανη για αυτό, παρόλο που η σχέση τους ήταν καταδικασμένη. Στο επόμενο θα δούμε την κατάληξη της καθώς και τη συνέχεια της μονομαχίας τους, από την οποία κανένας δεν φαίνεται να είναι νικητής...

Είχα καιρό να γράψω. Μετακόμισα σε νέο σπίτι και δεν έχω ίντερνετ στον υπολογιστή, μόνο δεδομένα στο κινητό. Και επειδή δεν με βολεύει καθόλου η συγγραφή στο κινητό, κάνω ολόκληρη διαδικασία για να μεταφέρω τα κεφάλαια από τον υπολογιστή στο κινητό για να τα ανεβάσω. Επίσης ψάχνω για δουλειά και τρέχω σε συνεντεύξεις, έτσι δεν ανεβάζω τόσο συχνά. Το καλο είναι πως επειδή δεν έχει φτάσει κανένας από τους αναγνώστες ως εδώ (δεν μετράω τους ghost readers ), γράφω χωρίς άγχος και ανεβάζω οπότε μπορώ, γιατί δεν έχω το άγχος ότι θα περιμένουν πολύ.

Αυτά για σήμερα. Θα τα πούμε στο επόμενο 😘🧝🏻‍♂️🧝‍♀️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top