Κεφάλαιο 52: Προδότρια

Προσοχή!! Παρακάτω θα δείτε μερικές ελαφρώς σκληρές εικόνες σε περιγραφές. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη!!

*******************************

Μέσα σε όλο το χάος της μάχης στη Σκοτεινή Διάσταση, ο Ιάσονας εκτόξευε συνεχώς Πράσινη Μαγεία απ' το σπαθί του και έκοβε εχθρούς στο πέρασμα του. Όταν σκότωσε τον πρώτο εχθρό, όταν τον είδε να γίνεται στάχτη μπροστά στα μάτια του, έμεινε στήλη άλατος για λίγο. Κοίταξε το σπαθί του.

«Ώστε έτσι είναι να αφαιρείς μια ζωή, Ντέριε...» είπε. Η απάντηση ήρθε μέσα απ' το σπαθί:

«Ναι... Έτσι είναι. Ποτέ δεν ξεχνάς τον πρώτο σου φόνο. Όμως τώρα έχουμε πόλεμο, μικρέ, και το να σκοτώνεις για να σώσεις τον Κόσμο δεν είναι αμαρτία. Για αυτό συγκεντρώσου και πάμε να σώσουμε το κορίτσι σου!»

Γύρω του έβλεπε αίμα, στάχτη και θάνατο, όπως ακριβώς στα όνειρα του. Να λοιπόν, που έγιναν όλα όπως τα πρόβλεψε. Ουρλιαχτά άκουγε παντού, συμμάχων και εχθρών. Πλέον δεν χωρούσε αμφιβολία, ήταν όντως προφήτης! Μόνο δύο γεγονότα έμεναν να συμβούν, δυο γεγονότα τα οποία δεν ήθελε με τίποτα, ήξερε όμως πως ήταν αναπόφευκτα.

Συνέχισε να πολεμά ενάντια στους Σκοτεινούς, με μαγεία και σπαθί, να τραυματίζει και να σκοτώνει, αναζητώντας μονάχα ένα άτομο. Την Ιφιγένεια. Ήξερε πως θα βρισκόταν κάπου ανάμεσα τους και θα γιάτρευε τους εχθρούς, και ο μοναδικός του σκοπός ήταν να τη βρει και να τη σώσει.

Πού είσαι, Ιφιγένεια; αναρωτιόταν καθώς συνέχιζε να μάχεται. Θα σε βρω και θα σε σώσω, δεν με νοιάζουν οι συνέπειες... Ας τιμωρηθώ για ανυπακοή. Θέλω να είμαι εγώ ο ίδιος που θα σε πάρω στην αγκαλιά μου και θα σε οδηγήσω στην ασφάλεια...

Στα δεξιά του έβλεπε την Ηλέκτρα, που με τον ηλεκτρισμό που έβγαζε από τα χέρια της, αμυνόταν και επιτιθόταν ενάντια στην Κόκκινη Μαγεία των εχθρών, πετυχαίνοντας πολλούς από αυτούς. Η δύναμη της ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη. Στα αριστερά και σε αρκετά μέτρα απόσταση, μπορούσε να διακρίνει τον Σωκράτη, να πολεμά ενάντια σε πολλούς εχθρούς ταυτόχρονα, ενώ η πράσινη λάμψη ισχυρή έβγαινε από το σώμα και το όπλο του, όπως και από τον ίδιο. Ξωτικά, Μάγοι και Άνθρωποι πολεμούσαν παντού σαν ένα, ο καθένας με τις δικές του, ξεχωριστές ικανότητες.

Η Ιφιγένεια έτρεχε μέσα στη μάχη ακολουθώντας τον Ωρίωνα, ο οποίος της έδειχνε με το χέρι του τραυματισμένα Σκοτεινά Ξωτικά, τα οποία θεράπευε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να πάει στον επόμενο. Ο Τέταρτος Λοχαγός φρόντιζε να μην τη χάνει από τα μάτια του, ενώ συγχρόνως τον έβλεπε να πολεμάει με το σπαθί και την Κόκκινη Ενέργεια του. Δεν άντεχε να τον βλέπει να σφάζει και να τραυματίζει τους δικούς της, όμως έλεγε μέσα της πως αυτό ήταν το καθήκον του και ότι όπως η ίδια, και σύμφωνα με όσα της είχε πει και η Ροζαλία, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Ο κακός της υπόθεσης ήταν μόνο ο Άνθιμος, εκείνος είχε εκμεταλλευτεί εκείνες τις χαμένες ψυχές και τους έπεισε ή τους ανάγκασε να τον ακολουθήσουν. Ακόμα κι αν το έκαναν με τη θέληση τους, ήταν επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή, και η ανυπακοή από εκεί και πέρα στις διαταγές του είχε ως συνέπεια το θάνατο.

Είχε περάσει αρκετό χρόνο με τον Λόρδο Άνθιμο, στα δείπνα και στις βόλτες τους στο Κόκκινο Κάστρο, και ήξερε πόσο χειριστικός ήταν και ότι μπορούσε να πείσει τον οποιονδήποτε για το οτιδήποτε. Παραλίγο να πείσει μέχρι και την ίδια να τον ακολουθήσει με τη θέληση της, ότι δεν είχε άλλη επιλογή αν ήθελε να είναι με τον Ιάσονα για πάντα, όπως δεν τα κατάφερε. Ήθελε μεγάλη ψυχική δύναμη για να του αντισταθεί κανείς και η ίδια τελικά τη διέθετε και με το παραπάνω. Μπορεί να ήταν αδύναμη στη μάχη, το μόνο που είχε ήταν η θεραπεία της, όμως ήταν πολύ δυνατή εσωτερικά, και ας έκλαιγε μερικές φορές.

Αυτά σκεφτόταν καθώς θεράπευε έναν ακόμα εχθρό, που ήταν αναγκαστικά σύμμαχος της. Το Σκοτεινό Ξωτικό σηκώθηκε χωρίς να της πει ευχαριστώ και επέστρεψε δυναμικά στη μάχη. Την αμέσως επόμενη στιγμή, είδε να πέφτει ακριβώς μπροστά της ένα Ξωτικό αιμόφυρτο από τη λεπίδα του Σκοτεινού που είχε μόλις σώσει. Το Ξωτικό την είδε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της:

«Σε παρακαλώ... Σώσε με...» την ικέτευσε, καθώς την είχε δει να θεραπεύει προηγουμένως, άσχετα αν κατάλαβε ποια ήταν ή όχι.

Η Ιφιγένεια δεν μπορούσε να τον αφήσει έτσι... Για μια μόνο στιγμή, αποφάσισε να αψηφήσει το σκοτεινό καθήκον και τις διαταγές του Ωρίωνα, ο οποίος πολεμούσε αρκετά μέτρα πιο πέρα, και αφού βρέθηκε με δυο βήματα στο πλάι του τραυματία, γονάτισε και τον γύρισε ανάσκελα. Εκείνος μόρφασε απ' τον πόνο. Είχε μια βαθιά πληγή στο στέρνο του, την οποία αν δεν θεράπευε θα πέθαινε σίγουρα από αιμορραγία. Έβαλε τις παλάμες τις πάνω του και άφησε τη βιολετί ενέργεια να ξεχυθεί. Την ίδια στιγμή, σαν αστραπή βρέθηκε μπροστά της ο Ωρίωνας και της άρπαξε τον καρπό.

«Μόνο δικούς μας.» της υπενθύμισε με σκληρό και ψυχρό ύφος και τη σήκωσε. Έμπηξε το σπαθί του στο στήθος του τραυματία, στο σημείο της καρδιάς και τον αποτελείωσε.

«Όχι!» φώναξε η Ιφιγένεια, όμως ήταν πλέον αργά.

«Τελευταία φορά που ξεφεύγεις απ' το σκοπό σου. Την επόμενη δεν θα γλιτώσει ο Μάγος σου απ' τη λεπίδα μου... Και τώρα έλα μαζί μου.» της είπε κι άρχισαν να τρέχουν ξανά ανάμεσα απ' τη μάχη.

Διέσχισαν αρκετά μέτρα, ενώ ο Ωρίωνας έκοβε τους πάντες με αστραπιαίες κινήσεις στο πέρασμα του. Η Ιφιγένεια είχε λαχανιάσει από το τρέξιμο κι είχε ακόμα δάκρυα στα μάτια από την αποτυχημένη προσπάθεια της να σώσει εκείνο το ξωτικό, όμως έπρεπε να παραμείνει δυνατή και να μη χάνει την ελπίδα της. Οι δικοί της θα την έβλεπαν, δεν μπορεί... Θα την αναγνώριζαν.

«Εκεί.» Της έδειξε έναν ακόμα τραυματία από τους Σκοτεινούς και η Ιφιγένεια έτρεξε αμέσως να τον θεραπεύσει.

Καθώς είχε γείρει πάνω από το σώμα του και τον γιάτρευε, είδε ένα Ξωτικό λίγα μέτρα παραπέρα να την κοιτάει με μια μίξη έκπληξης και τρόμου στο πρόσωπο του. Ήταν Ξωτικό της Φωτιάς από ότι φαινόταν από το έμβλημα στο στήθος του.

«Βρήκα τη Θεραπεύτρια! Είναι προδότρια! Την έκαναν σαν αυτούς και την πήραν με το μέρος τους!» φώναξε ξαφνικά σε μια άλλη ομάδα συμπολεμιστών τους.

«Όχι! Σταθείτε!» φώναξε μάταια η Ιφιγένεια.

Ένας από την ομάδα ξωτικών που είχε στείλει ο Έλιος να σώσουν την Ιφιγένεια, όταν άκουσε αυτή την ανακοίνωση έτρεξε σαν τον άνεμο, όντας και Ξωτικό του Αέρα, στον Άρχοντα Έλιο και του είπε:

«Άρχοντα μου! Βρήκαμε τη νεαρή Θεραπεύτρια, μα δεν είναι καλά τα πράγματα...! Οι Σκοτεινοί τη μετέτρεψαν, Άρχοντα μου...! Είναι πλέον ξωτικό- βρικόλακας!»

Ο Έλιος σκότωσε έναν εχθρό με το σπαθί του και είπε:

«Πώς...! Είσαι σίγουρος;!»

«Απόλυτα! Είδαμε όλοι τα κόκκινα μάτια και το χλωμό δέρμα της... Και γιατρεύει τους εχθρούς, Εξοχότατε!»

Το ξωτικό αίμα του Έλιου πάγωσε, το ίδιο και του Ζαχαρία που βρισκόταν κοντά και το άκουσε.

«Άρχοντα μου, τι να κάνουμε;!» ρώτησε το Ξωτικό του Αέρα. Ο Έλιος συνέχισε να πολεμάει.

«Άρχοντα μου;!»

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή, Ερμόλαε! Η Ιφιγένεια είναι πλέον εχθρός μας!» Ο Ερμόλαος απομακρύνθηκε και ο Ζαχαρίας βρέθηκε αμέσως στο πλάι του Έλιου.

«Άρχοντα μου, όχι!» φώναξε απελπισμένος.

«Άκουσες τι είπα, Ζαχαρία! Είναι πλέον αργά για την κόρη σου! Δεν μπορούμε να τη σώσουμε!»

«Σε παρακαλώ, Άρχοντα μου...! Είναι η κόρη μου, το κοριτσάκι μου! Δεν μπορούμε έτσι απλά να...!»

«Έχουμε πόλεμο, Αρχιθεραπευτή! Δεν είναι ώρα για συναισθηματισμούς! Εξάλλου δεν διέταξα να τη σκοτώσουν, μόνο να εγκαταλείψουν την προσπάθεια να τη σώσουν! Και τώρα γύρνα στη μάχη! Είναι η τελευταία μου κουβέντα!»

Ο Ζαχαρίας με δάκρυα στα μάτια απομακρύνθηκε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος που υπέθετε ότι τα άλλα ξωτικά είδαν την κόρη του.

Το λανθασμένο μήνυμα ότι η Ιφιγένεια ήταν εχθρός μεταφέρθηκε σε αρκετά ξωτικά και κάποιοι προσπάθησαν να της επιτεθούν. Πρώτος, εκείνο το ξωτικό της φωτιάς. Έντρομη είδε τη φωτιά να έρχεται κατά πάνω της και πάνω που πίστεψε πως θα τέλειωναν όλα, ο Ωρίωνας εμφανίστηκε σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μπροστά της και απώθησε τη φωτιά με κόκκινη μαγεία, έπειτα βρέθηκε μπροστά στον εχθρό και προτού προλάβει να αντιδράσει εκείνος, με τρεις υπερβολικά γρήγορες κινήσεις του σπαθιού τον αποτελείωσε.

Η Ιφιγένεια δεν ήξερε τι να νιώσει. Ευγνωμοσύνη για τον Ωρίωνα που την έσωσε, ή θλίψη για μία ακόμα ζωή ξωτικού που τελείωσε; Ακολούθησαν και άλλες επιθέσεις εναντίον της, από ξωτικά της γης, του νερού και του αέρα, όμως ο Τέταρτος Λοχαγός βρισκόταν πάντα εκεί και την έσωζε.

Ο Ζαχαρίας είδε με αγωνία και τρόμο την κόρη του από μακριά. Μπορούσε όντως να διακρίνει τα κόκκινα μάτια της και το χλωμό δέρμα της, όπως είπαν οι δικοί τους, όμως ήταν δυνατόν ο Έλιος να την ανακήρυξε εχθρό έτσι απλά; Έβλεπε τον τρόμο και στα δικά της μάτια, καθώς δεχόταν επιθέσεις από ξωτικά και δεν το άντεχε αυτό. Ευτυχώς, η Χρυσάνθη δεν βρισκόταν κοντά για να το δει.

«Όχι!» φώναξε ξαφνικά ο Αρχιθεραπευτής κι έτρεξε προς εκείνο το σημείο της μάχης. «Όχι, σας παρακαλώ! Όχι το κοριτσάκι μου!»

«Μπαμπά;» ψέλλισε η Ιφιγένεια μόλις άκουσε τη φωνή του. Τον είδε λίγα μέτρα πιο πέρα, να προσπαθεί να πλησιάσει, όμως δύο ξωτικά του έκλεισαν το δρόμο βάζοντας ως εμπόδιο τα σπαθιά τους.

«Δουλειά σου, Αρχιθεραπευτή! Η κόρη σου έγινε ένα τέρας σαν αυτούς!» του φώναξε ο ένας.

«Μα είναι ακόμα θεραπεύτρια! Δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, είναι άδικο και άνανδρο να της επιτίθεστε!» φώναζε μάταια εκείνος.

«Απομακρύνετε τον!» διέταξε ο Αρχηγός της Φωτιάς που βρισκόταν κοντά και αμέσως τα δυο ξωτικά τον πήραν με τη βία μακριά της.

«Μπαμπά!»

«Ιφιγένεια!» φώναξαν ο ένας στον άλλον λίγο προτού χωριστούν.

Ο Ζαχαρίας μεταφέρθηκε στη σκηνή των τραυματιών, να θεραπεύει τους πιο βαριά τραυματίες που βρίσκονταν εκεί, μαζί με τη Χρυσάνθη. Μόλις είδε τη γυναίκα του, έπεσε απελπισμένος στην αγκαλιά της και της είπε τα πάντα σχετικά με την κόρη τους. Εκείνη κάλυψε το στόμα με τα χέρια της σοκαρισμένη και δάκρυα κύλησαν απ' τα μάτια της.

«Ευτυχώς, ο Τέταρτος Λοχαγός, που από ότι φαίνεται είναι και ο επικεφαλής ολόκληρου του στρατού εδώ, την προστατεύει. Βρίσκεται πάντα εκεί. Ας ελπίσουμε να μην αφήσει να της συμβεί κάτι κακό.» της είπε λίγο πιο ψύχραιμος πλέον. Ακόμα και αν είχε αλλάξει η κόρη τους κι αν είχε γίνει Σκοτεινό Ξωτικό, δεν τους ένοιαζε. Ήταν ακόμα η κόρη τους.

Η μάχη συνεχιζόταν πιο σκληρή από ποτέ, ενώ ξεκίνησε να βρέχει, πράγμα που πρόσθεσε και τη λάσπη στο πεδίο εκτός από το αίμα και τη στάχτη. Τα ξωτικά του νερού είχαν γίνει πιο δυνατά χάρη στη βροχή, ενώ της φωτιάς πιο αδύναμα, και πάνω στο ύψωμα όπου βρίσκονταν οι τοξότες, εκείνο το ξωτικό που άναβε τις φωτιές στους κουβάδες έπρεπε να τρέχει και να κάνει τη διπλάσια δουλειά.

 Κάποια στιγμή, μια ομάδα ανθρώπων τόλμησαν να επιτεθούν στον Ωρίωνα, ρίχνοντας σφαίρες σκόρδου τις οποίες εκείνος απέφυγε με ταχύτητα μεγαλύτερη από εκείνη της σφαίρας. Η Ιφιγένεια παρακολουθούσε ενώ συγχρόνως θεράπευε έναν ακόμα τραυματία. Έπειτα, ο Ωρίωνας έβγαλε από την πύλη των δαιμονίων τον Βαρόνο, ο οποίος χωρίς να χρειαστεί καν να του μιλήσει, άρχισε να κλωνοποιείται μπροστά στα έντρομα μάτια των Νοτίων πολεμιστών. Ήταν σαν να προέκυψαν αρκετά νέα κοράκια τα οποία άρχισαν να κάνουν κύκλους πετώντας γύρω απ' τον Ωρίωνα. Τα μάτια του έλαμψαν με μια απόκοσμη, κόκκινη λάμψη. Ύψωσε τα χέρια του προς τα επάνω, άνεμος με κόκκινη ενέργεια τον κύκλωσε και από τη ριπή του ανέμου, η κοτσίδα του λύθηκε και τα μαλλιά του πλέον ανέμιζαν ελεύθερα.

«Επ... Επίθεση!» φώναξε ένας απ' την ομάδα πιο φοβισμένος από ποτέ, δεν πρόλαβαν όμως να κάνουν τίποτα, γιατί την ίδια στιγμή ο Ωρίωνας τέντωσε τα χέρια του μπροστά και οδήγησε τα κοράκια προς τα επάνω τους.

«Υποχώρηση! Υποχώρηση!» ούρλιαξε κάποιος κι άρχισαν να τρέχουν. Τα κοράκια τους πρόφτασαν κι άρχισαν να τους τσιμπούν. Οι κραυγές τους τρύπησαν τα αυτιά της Ιφιγένειας καθώς έπιναν το αίμα κι έτρωγαν τα μάτια τους.

Ο Ιάσονας έμαθε σχετικά με την αποκάλυψη ότι η Ιφιγένεια είχε γίνει μία από αυτούς και απλά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η γλυκιά κι αθώα Ιφιγένεια, η Ιφιγένεια του, Σκοτεινό Ξωτικό;

Όχι, κάποιο λάθος έχει γίνει. Πρέπει να τη βρω. Πρέπει! Έλεγε από μέσα του καθώς πολεμούσε με ακόμα μεγαλύτερο πάθος και ορμή. Και τότε την είδε! Είχε γονατίσει στο έδαφος πάνω από ένα Σκοτεινό Ξωτικό και τον θεράπευε, ενώ είδε και τον Ωρίωνα να παλεύει εκεί κοντά. Όμως ήταν αρκετά μακριά για να διαπιστώσει αν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγαν για εκείνη.

«Ιφιγένεια!» φώναξε και έκανε να τρέξει προς το μέρος της, όμως από το πουθενά εμφανίστηκε μπροστά του ένα Σκοτεινό Ξωτικό με στιλπνά μαύρα μαλλιά και τα σπαθιά τους διασταυρώθηκαν.

«Πηγαίνεις κάπου, αγοράκι;» τον ρώτησε χαμογελώντας του ειρωνικά. Ο Ιάσονας έβγαλε μια κραυγή και επιχείρησε να τον χτυπήσει, όμως βρήκε εμπόδιο για μία ακόμα φορά το σπαθί του κι άρχισαν να μονομαχούν.

Ήταν αρκετά γρήγορος και επιδέξιος και η κόκκινη ενέργεια του πολύ δυνατή, αν και λιγότερο από εκείνη του Ωρίωνα.

«Δεν συστηθήκαμε...» του είπε με το ίδιο χαμόγελο όταν τα ξίφη τους ενώθηκαν ξανά. «Είμαι ο Έκτος Λοχαγός, ο Νικηφόρος. Και εσύ πρέπει να είσαι ο νεαρός μάγος για τον οποίο έχει γίνει τόσος χαμός, από ότι κατάλαβα από την επιμονή σου να φτάσεις τη Θεραπεύτρια μας. Δεν μπορώ να καταλάβω τι ενδιαφέρον βρίσκει σε εσένα ο Λόρδος Άνθιμος...» Έγλυψε τα χείλη του. «Πάντως, δεν έχω πιει ποτέ αίμα μάγου. Αναρωτιέμαι τι γεύση να έχει...» είπε και με δύο απότομες κινήσεις, κατάφερε και έκοψε ελαφρά τον Ιάσονα στο μπράτσο.

Έφερε τη λεπίδα στα χείλη του και γεύτηκε το αίμα του.

«Μμ... Καθόλου κακό.» είπε και του επιτέθηκε ξανά. Σε μία άλλη σύγκρουση ο Ιάσονας φώναξε:

«Πες μου, είναι αλήθεια;! Την κάνατε σαν εσάς;!» Ο Νικηφόρος γέλασε σατανικά.

«Και γιατί να σου πω; Πάντως, ακόμα και αν περάσεις από εμένα και τη φτάσεις, δεν θα γλιτώσεις απ' τον Ωρίωνα, τον Τέταρτο. Εκείνος τη φυλάει καθ' όλη τη διάρκεια της μάχης όσο εκείνη θεραπεύει τους δικούς μας... Απαγορεύεται σε όλους να τη βλάψουμε, όμως δεν έχουμε καμία τέτοια διαταγή για εσένα!» Και συνέχισαν να πολεμούν, με τις λεπίδες τους να συγκρούονται και τις ενέργειες τους να εκτοξεύονται σαν φωτιά από μέσα τους.

Όσο τον έβλεπε να γελάει και να μην του απαντάει αν ήταν αλήθεια αυτό που τον ρώτησε, τόσο ο Ιάσονας ένιωθε την οργή να βράζει μέσα του. Ήταν όπως τότε που πάλεψε με τον Τεό, μόνο που τώρα ήταν διαφορετικά. Τώρα ένιωθε δυνατότερος και δεν υπήρχε κανένας λόγος να συγκρατηθεί. Ώσπου τυλίχθηκε ολόκληρος με πράσινη μαγεία και με μια τελευταία κραυγή, όρμησε πάνω στον Έκτο Λοχαγό και τον αφού τον αφόπλισε, κόβοντας του το δεξί χέρι με το οποίο κρατούσε το σπαθί, τον χτύπησε με το δικό του με απανωτές κινήσεις σε πολλά σημεία και με την Πράσινη Ενέργεια πιο σκούρα από ποτέ, τον εκτόξευσε στο έδαφος γύρω στα πέντε μέτρα παραπέρα. Έτρεξε από πάνω του για να δει το αποτέλεσμα. Ο Νικηφόρος έβηξε, φτύνοντας μαύρο αίμα και τον κοίταξε.

«Επιτέλους...» ψέλλισε. «Χρόνια έψαχνα έναν άξιο αντίπαλο σαν εσένα... Και σ' αυτή τη μάχη... βαρέθηκα να παλεύω με αδύναμα στρατιωτάκια.» Ο Ιάσονας τον λυπήθηκε και για λίγο σκέφτηκε να του χαρίσει τη ζωή του, όμως αν όντως το έκανε αυτό, θα συνερχόταν και θα σκότωνε ακόμα περισσότερους δικούς του. Δεν είχε άλλη επιλογή. Ύψωσε το σπαθί του και το έμπηξε δυνατά στο σημείο της παγωμένης καρδιάς του Σκοτεινού, έπειτα το έστριψε για να είναι πιο σίγουρος και είδε την έκφραση πόνου στο πρόσωπο του. Δεν περίμενε να τον δει να γίνεται στάχτη. Έβγαλε το σπαθί του, τον άφησε όπως ήταν και απομακρύνθηκε τρέχοντας, μόνο που και ο Ωρίωνας με την Ιφιγένεια είχαν απομακρυνθεί από εκείνο το σημείο που βρίσκονταν πριν.

Ο Νικηφόρος παρέμεινε ανάσκελα ξαπλωμένος στο έδαφος, να κοιτάει τον συννεφιασμένο ουρανό και να απολαμβάνει τις ψιχάλες της βροχής που έπεφταν απαλά στο πρόσωπο του. Το δαιμόνιο του, το χέλι του, βγήκε από τη διάσταση του και σύρθηκε δίπλα στον κύριο του, γνωρίζοντας πως είχε έρθει το τέλος του.

«Τελείωσαν όλα, Χαρίλαε...» του είπε. «Κρίμα, γιατί τόσα σχέδια και κόποι πήγαν χαμένα. Νόμιζα... νόμιζα πως ήμουν σημαντικός δίπλα στον Λόρδο Άνθιμο... Τουλάχιστον, πέθανα από τη λεπίδα ενός άξιου αντιπάλου, κι έζησα τη μάχη που πάντα ήθελα να ζήσω.»

Και καθώς ένιωθε το σώμα του να σβήνει και να μετατρέπεται σε στάχτη, είδε τη ζωή του να περνάει μπροστά από τα μάτια του.

{...}

Πενήντα χρόνια πριν...

Ως ξωτικό του νερού, ήταν ένας απλός ναυτικός, τίποτα παραπάνω. Ένιωθε για κάποιο λόγο πως ήταν προορισμένος για μεγάλα πράγματα και ο λόγος που αποφάσισε να υπηρετήσει τη θάλασσα ήταν για να αναζητήσει περιπέτειες, σαν εκείνες που του διάβαζε η μητέρα του όταν ήταν μικρός, όμως αντί για αυτό τον έστειλαν λοστρόμο σε ένα μικρό εμπορικό πλοιάριο που έκανε τη διαδρομή από το Λιμάνι της Ανφάνης στα γύρω νησιά. Κάθε μέρα η ίδια, βαρετή καθημερινότητα. Να τρίψει το κατάστρωμα, να γυαλίσει τα πόμολα απ' τις πόρτες, να βάλει γρέζι στο τιμόνι, ενώ αν έκανε κάποιο λάθος ή αργούσε, ο αξιωματικός καταστρώματος του έβαζε τις φωνές. Είχε βαρεθεί και κουραστεί, όμως δεν είχε που αλλού να πάει, δεν είχε κανέναν στον κόσμο παρά μόνο τον Χαρίλαο, το χέλι- δαιμόνιο του.

Οι γονείς του έφυγαν για μια περιπέτεια όταν ήταν έφηβος και το καράβι τους βυθίστηκε, σκοτώνοντας και τους δύο. Ο Νικηφόρος θα προτιμούσε έναν ηρωικό θάνατο σαν αυτόν, παρά μια βαρετή, μονότονη ζωή σαν αυτή που ζούσε. Ένιωθε εγκλωβισμένος σε εκείνο το πλοίο, παρόλη την απεραντοσύνη της θάλασσας που αντίκριζε καθημερινά.

«Αχ, Χαρίλαε...» είπε μια μέρα σε ένα από τα ταξίδια τους, καθώς αντί να δουλεύει ατένιζε πέρα στον ορίζοντα. «Μακάρι εμείς οι δυο να είχαμε μια καλύτερη ζωή, αδελφέ μου.»

«Μακάρι, Αφέντη μου... Όμως, αυτή τη ζωή επέλεξαν για εμάς οι Θεοί. Πρέπει να κάνουμε υπομονή και να ελπίζουμε.»

«Τότε οι Θεοί δεν πρέπει να με αγαπούν καθόλου!» είπε έντονα εκνευρισμένος ο Νικηφόρος. «Δεν ήταν αυτή η ζωή που ζήτησα! Εγώ ήθελα περιπέτειες, ήθελα μάχες και σπουδαία κατορθώματα, και αντί για αυτό κατέληξα να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα ενός πλοίου!» αναφώνησε, έπειτα σώπασε και κοίταξε τριγύρω από φόβος μήπως τον άκουσε κανένας.

«Δηλαδή εύχεσαι να γινόταν πόλεμος για να μονομαχούσες;» τον ρώτησε ο Χαρίλαος

«Ναι.» παραδέχτηκε δίχως ίχνος ενοχής. «Όπως συνέβη κάποτε με τα Ορκ. Γιατί να έχω τη Δύναμη του Νερού αν δεν έχω κάπου να τη χρησιμοποιήσω;» απόρησε, γιατί όντως ήξερε πολύ καλά να χειρίζεται σπαθί και επίσης, η Δύναμη του Νερού ήταν πολύ ισχυρή μέσα του, ποτέ όμως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να την αξιοποιήσει. Θαύμαζε και ζήλευε συγχρόνως τα μέλη του πληρώματος που είχαν αυτό το προνόμιο να δαμάζουν τα κύματα. 

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα κρώξιμο και ένα κοράκι πλησίασε πετώντας το καράβι και προσγειώθηκε στην κουπαστή, δίπλα ακριβώς από εκεί που στεκόταν ο Νικηφόρος.

«Περίεργο...» μουρμούρισε. «Κοράκι στη θάλασσα και μάλιστα τόσο ανοιχτά;» Τα γαλάζια μάτια του άνοιξαν διάπλατα, όταν διαπίστωσε με τρόμο ότι εκείνο το κοράκι είχε κόκκινα μάτια.

«Αφέντη μου, τα μάτια του...» είπε ο Χαρίλαος με την ίδια έκπληξη.

«Ναι, τα είδα.» Όμως, πάνω που έγειρε για να το παρατηρήσει καλύτερα, εκείνο έκρωξε και πέταξε ξανά στον ουρανό.

Την επόμενη νύχτα, επέστρεψαν στο Λιμάνι της Ανφάνης. Ο Νικηφόρος είχε λίγη ώρα ελεύθερο χρόνο, έτσι έχοντας βάλει τον Χαρίλαο μέσα στη Διάσταση των Δαιμονίων για να ξεκουραστεί, πήγε και αγόρασε ένα μπουκάλι ρούμι και περιπλανιόταν στα σκοτεινά σοκάκια πίνοντας. Τότε, σε ένα έρημο σοκάκι, του συνέβη κάτι πρωτόγνωρο. Είδε μια μαγική πύλη να ανοίγει από το πουθενά και για λίγο έμεινε άναυδος. Από μέσα βγήκε ένας άντρας με μακριά καστανά μαλλιά, σκούρα ρούχα και μια μακριά καπαρντίνα. Τα κόκκινα μάτια του έλαμπαν στο σκοτάδι.

«Όχι, δεν μπορεί...» μονολόγησε ο Νικηφόρος και κοίταξε το μπουκάλι του ποτού που κρατούσε. «Μα πόσο βαρύ είναι αυτό το ρούμι, τέλος πάντων...; Δεν ήπια τόσο πολύ ώστε να μέθυσα και να βλέπω οράματα...»

«Όχι, δεν είναι όραμα.» του μίλησε ο μυστηριώδης άνδρας. «Είμαι ο Λόρδος Άνθιμος και ξέρω τα πάντα για σένα, Νικηφόρε. Ξέρω ότι η ζωή σου πάντοτε σου φαινόταν βαρετή και αναζητούσες κάτι άλλο, κάτι συναρπαστικό. Ε, λοιπόν, εγώ είμαι εδώ για να σου το προσφέρω.» και τον πλησίασε.

Ο Νικηφόρος φοβισμένος έκανε δυο βήματα πίσω.

«Πώς... Πώς ξέρεις για μένα; Με παρακολουθείς;!» αναφώνησε.

«Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ξέρω τι θέλεις. Αν με ακολουθήσεις στη Σκοτεινή Διάσταση, θα σου χαρίσω μία νέα ζωή, συναρπαστική όπως τη θέλεις και κυρίως με μάχες. Θα γίνεις σπουδαίος.» του απάντησε ο Λόρδος Άνθιμος.

«Τι είσαι...; Και τι είναι η Σκοτεινή Διάσταση;» απόρησε με λιγότερο φόβο και περισσότερο ενδιαφέρον ο Νικηφόρος. Ο Άνθιμος χαμογέλασε.

«Θα σου τα εξηγήσω όλα όταν με ακολουθήσεις. Λοιπόν; Τι λες; Είσαι έτοιμος να αφήσεις πίσω αυτή τη βαρετή ζωή ως ξωτικό και να γίνεις κάτι άλλο, κάτι ανώτερο; Θα πρέπει όμως να αλλάξεις εντελώς, και ακόμα και το δάμασμα του νερού να το αποχωριστείς.» Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο για να τον πείσει. Και μόνο αυτή η δυνατότητα να ξεκινήσει μια νέα ζωή, τον είχε δελεάσει. Θα αποχωριζόταν τη δύναμη του νερού βέβαια, όμως αν αποκτούσε άλλες, εξωπραγματικές δυνάμεις, τι είχε να χάσει;

{...}

Παρόν

Έτσι θυμήθηκε ο Νικηφόρος πώς τον βρήκε ο Λόρδος Άνθιμος και πώς δέχτηκε να τον ακολουθήσει. Εκείνα τα πενήντα χρόνια που προετοιμαζόταν για αυτήν εδώ τη μεγάλη μάχη ήταν τα καλύτερα της μίζερης ύπαρξης του, και ακόμα κι αν γυρνούσε το χρόνο πίσω δεν θα άλλαζε τίποτα. Έστρεψε το βλέμμα του ξανά στον Χαρίλαο. Μπορεί τα μάτια του να ήταν κόκκινα, μπορεί να ήταν χέλι και κάποιοι να έλεγαν ότι τα χέλια δεν έχουν συναισθήματα, όμως ο Νικηφόρος ήταν σίγουρος πως έβλεπε τη θλίψη στα μάτια του δαιμονίου του.

«Μη λυπάσαι, Χαρίλαε.» του είπε, καθώς ένα αεράκι που φύσηξε σκορπούσε τις στάχτες του μακριά. Εξαφανίστηκε ο μισός, έμενε μόνο ο κορμός, το αριστερό χέρι και το πρόσωπο του.

«Διότι φεύγω πλήρης από αυτόν τον κόσμο.» Έτσι έσβησε ο Έκτος Λοχαγός, με ένα γαλήνιο χαμόγελο στα χείλη του.

***********************

Η μάχη στη Σκοτεινή Διάσταση συνεχίζεται ανελέητα, ενώ ο Ιάσονας ακόμα δεν έχει καταφέρει να πλησιάσει την Ιφιγένεια. Πώς σας φάνηκε η σύγκρουση του με τον Νικηφόρο; Είπα να μην τον ρίξω κατευθείαν στα βαθιά και τον βάλω να παλέψει από τώρα με τον Ωρίωνα (για δεύτερη φορά), αν και θα έρθει κι αυτή η στιγμή. 

Πώς σας φάνηκε το flashback με την ιστορία του Νικηφόρου; Θα δούμε τις ιστορίες και από άλλους Λοχαγούς στις οποίες θα περιγράφω με ποιον τρόπο και γιατί ακολούθησαν τον Λόρδο Άνθιμο.

Από ότι φαίνεται, η Ιφιγένεια λανθασμένα θεωρείται προδότρια απ' τους δικούς της 😔 Πώς θα εξελιχθεί άραγε αυτό; Θα καταλάβει ο Ιάσονας ότι είναι ψέμα; Θα τη σώσει; Όλα αυτά στα επόμενα!!

 😘🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top