Κεφάλαιο 51: Ο Πόλεμος των Δύο Διαστάσεων
Όλα ήταν έτοιμα. Ο Λόρδος Άνθιμος κοιτούσε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης τους τρεις πρώτους Λόχους που είχαν παραταχθεί μπροστά του.
«Επιτέλους. Ήρθε η ώρα.» είπε. Στα δεξιά του στέκονταν ο Αδάμ και η Εύα ενώ στα αριστερά του ο Αρίσταρχος με τον Δούκα στον ώμο του. Λίγο πιο πίσω στέκονταν οι υπόλοιποι λοχαγοί, περιμένοντας να δουν την αναχώρηση του μέρους αυτού του στρατού για να ετοιμαστούν και εκείνοι μετά για τη δική τους επίθεση.
Ο Σκοτεινός Άρχοντας απευθύνθηκε σε όλους:
«Ήρθε η στιγμή, αγαπητοί μου υπήκοοι! Ο ήλιος στον Κόσμο των Ανθρώπων έδυσε! Τα Πέντε Βασίλεια θα είναι η πρώτη χώρα που θα πέσει απόψε! Εισβάλλουμε στο Νότιο Βασίλειο! Εκεί θα κριθούν όλα! Πάμε λοιπόν!» Όλοι ζητωκραύγασαν, κάποιοι έβγαλαν τα όπλα τους και τα σήκωσαν ψηλά ετοιμοπόλεμοι.
Ο Άνθιμος και οι τρεις Λοχαγοί στράφηκαν από την αντίθετη κατεύθυνση και άρχισαν να ανοίγουν κόκκινες πύλες οι οποίες μιμούνταν εκείνες των Χρονομάγων. Οι πύλες μεγάλωσαν και ενώθηκαν μεταξύ τους, σχηματίζοντας έτσι μία μεγάλη. Από την άλλη μεριά φάνηκαν οι στρατοί των Πέντε Βασιλείων, των Ξωτικών και των Ζωοφάγων βρικολάκων, για την άφιξη των οποίων επίσης γνώριζε ο Άνθιμος. Κάποιοι ήταν φοβισμένοι, κάποιοι πιο θαρραλέοι.
«Επίθεση!» φώναξε ο Άνθιμος όταν η πύλη ήταν έτοιμη και όλος ο στρατός του άρχισε να ξεχύνεται στο Μεγάλο Ξέφωτο, με τον Αδάμ, την Εύα και τον Αρίσταρχο μπροστάρηδες να οδηγούν τους Λόχους τους.
Συγκρούστηκαν με τους αντίπαλους στρατούς, οι αξιωματικοί των οποίων προσπαθούσαν να εμπνεύσουν το θάρρος στις καρδιές των πολεμιστών τους.
«Επίθεση!» φώναξε και η Βασίλισσα Αλεξάνδρα, και στη συνέχεια φώναξαν το ίδιο οι υπόλοιποι τέσσερις βασιλείς, ο Λαέρτης του Βορρά, ο Σουλτάνος της Ανατολής, η Ευσταθία του Κέντρου και ο Δυτικός Βασιλιάς. Αμέσως διέταξαν συγχρόνως επίθεση και η Λαίδη Αθηνά στα Ξωτικά και η Βαλεντίνα στους δικούς της.
Τα Ξωτικά μαζί με τους στρατούς των Πέντε Βασιλείων, όλοι σαν ένα, ακολούθησαν και συγκρούστηκαν με τους άλλους δύο λόχους. Το γρασίδι του ξέφωτου άρχισε να καίγεται από τις επιθέσεις των Ξωτικών της Φωτιάς, νερό πεταγόταν από τα Ξωτικά του Νερού και έσβηνε έπειτα τη φωτιά, χτυπώντας συγχρόνως με ορμή αρκετούς αντιπάλους. Τα Ξωτικά της Γης εκτόξευαν κληματσίδες από τα χέρια τους ή το έδαφος ή σήκωναν βράχους και τους χτυπούσαν, ενώ του Αέρα χτυπούσαν με πολύ δυνατούς ανεμοστρόβιλους.
Οι Ζωοφάγοι πολεμούσαν ως ίσοι σχεδόν ενάντια στα Σκοτεινά Ξωτικά. Οι περισσότεροι είχαν και σπαθιά μαζί τους, άλλοι πολεμούσαν απλά με γροθιές ή λαβές. Παρόλο που δεν διέθεταν τη μαγεία των Ξωτικοβρικολάκων, είχαν την ίδια ωμή δύναμη με τους περισσότερους και απέφευγαν με τα τέλεια αντανακλαστικά τους τις επιθέσεις με κόκκινη μαγεία. Πολλοί εχθροί τους κοιτούσαν έκπληκτοι με τις δυνάμεις τους.
Οι Άνθρωποι είχαν προμηθευτεί από τους Μάγους αρκετά φίλτρα που τους έκαναν πιο γρήγορους και δυνατούς, πλησιάζοντας κατά πολύ τις δυνάμεις των Σκοτεινών Ξωτικών. Ο Λόρδος Άνθιμος όμως περπατούσε μέσα στη μάχη και έβγαζε από τα χέρια του Μαύρη Μαγεία, η οποία αποδυνάμωνε τους Ανθρώπους. Πολλοί δικοί του, διψασμένοι καθώς ήταν για ανθρώπινο αίμα, ορμούσαν σε τραυματίες των οποίων το αίμα τους προσέλκυε και τους το έπιναν, σκοτώνοντας τους ακαριαία.
«Πιείτε, παιδιά μου! Τραφείτε με ανθρώπινο αίμα όσο θέλετε! Είσαστε ελεύθεροι!» φώναξε ο Λόρδος Άνθιμος και γέλασε σατανικά.
Ένας από τους Χρονομάγους ξέφυγε από το χάος αυτό της μάχης και εισήλθε στη Σκοτεινή Διάσταση, για να αναγγείλει το νέο στον Άρχοντα του και στον Άρχοντα των Ξωτικών. Εκεί, ο στρατός ήταν έτοιμος και παραταγμένος για μάχη, βλέποντας ότι απέναντι, μπροστά από το κάστρο, ο εχθρικός στρατός είχε αρχίσει επίσης να παρατάσσεται. Ο Χρονομάγος εκείνος βρήκε τους δυο άρχοντας μαζί να ετοιμάζονται και να δίνουν τις τελευταίες οδηγίες ή διαταγές στον Ιάσονα και την παρέα του.
«Μεγαλειότατε! Άρχοντα Έλιε!» αναφώνησε. «Ξεκίνησε. Ο Λόρδος Άνθιμος μόλις εισέβαλλε στο Μεγάλο Ξέφωτο.»
Φυσικά, δεν χρειάζονταν αυτά τα λόγια του Χρονομάγου για να το μάθουν, γιατί το είχαν καταλάβει ήδη. Ο Ιάσονας και οι φίλοι του αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές μεταξύ τους.
«Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πολεμήσουμε με όσες δυνάμεις έχουμε εδώ. Μόνο έτσι θα κρατήσουμε τους υπόλοιπους από το στρατό του Άνθιμου για να μην εισβάλλουν και αυτοί στον Κόσμο των Ανθρώπων.» είπε ο Έλιος.
«Έχει δίκιο.» είπε ο Ιάσονας. «Ο καλύτερος τρόπος για να προστατεύσουμε τις οικογένειες και τους φίλους μας πίσω στην πατρίδα, είναι να πολεμήσουμε εδώ.»
«Είδες πόσοι ήταν;» ρώτησε τον Χρονομάγο του ο Παύλος.
«Από όσο μπόρεσα να καταλάβω, ήταν ο Λόρδος Άνθιμος με τρεις λόχους, Άρχοντα μου. Οι τρεις Λοχαγοί του οδηγούσαν τα στρατεύματα του και χτυπούσαν τους πάντες στο πέρασμα τους.»
«Άρα όλοι οι υπόλοιποι είναι εδώ.» συμπέρανε ο Έλιος και στράφηκε στα παιδιά: «Πηγαίνετε να παραταχθείτε με τα στρατεύματα σας. Πλησιάζει και η δική μας μάχη.»
Όλοι υπάκουσαν και πήγαν να βρουν τις θέσεις τους με μεγάλη αγωνία, αλλά αποφασισμένοι όλοι να πολεμήσουν με θάρρος και να βοηθήσουν στη νίκη ενάντια στον Λόρδο Άνθιμο.
[...]
Από την πλευρά των Σκοτεινών, ο στρατός από τον Τέταρτο Λόχο και κάτω ήταν έτοιμος και περίμεναν μόνο τους λοχαγούς τους για να ξεκινήσουν. Ο Ωρίωνας πήγε στο δωμάτιο της Ελπινίκης και την ενημέρωσε ότι ο πόλεμος είχε ξεκινήσει. Είχε ντυθεί κι εκείνος με την πολεμική στολή- μαύρη με κόκκινη και δερμάτινο θώρακα και φυσικά ένα πανωφόρι με τον αριθμό 4 στην πλάτη.
Τα μαλλιά του ήταν μαζεμένα πίσω σε πλεξούδα, εκτός από τα μπροστινά που ήταν πιο κοντά και έπεφταν δεξιά κι αριστερά του προσώπου του. Η Ελπινίκη, από την άλλη μεριά, δεν φορούσε πολεμική ενδυμασία και καθόταν άνετα στον καναπέ της, παίζοντας με ένα μπαλάκι, εκτοξεύοντας το στον απέναντι τοίχο, με αδιάφορη έκφραση.
«Είσαι βέβαιη ότι δεν θα συμμετάσχεις στον πόλεμο;» τη ρώτησε ο Ωρίωνας για μια τελευταία φορά πριν αποχωρήσει.
«Ναι.» του απάντησε.
«Γιατί;»
«Γιατί βαριέμαι.» Σταμάτησε να παίζει με το μπαλάκι, το σταμάτησε με το χέρι της και ανασηκώθηκε. «Λες και δεν ξέρεις... Δεν με ενδιαφέρει αυτός ο πόλεμος. Είναι μάταιος. Ακόμα και αν κερδίσουμε, θα περιφερόμαστε άσκοπα σε όλο τον Κόσμο, όπως περιφερόμαστε τώρα στη Σκοτεινή Διάσταση.»
«Κάνεις λάθος.» της είπε ο Ωρίωνας. «Αυτός ο πόλεμος είναι ο σκοπός μας, ο λόγος για τον οποίο μας έσωσε ο Λόρδος Άνθιμος.»
«Ο δικός σου σκοπός μάλλον. Εγώ δεν ζήτησα ποτέ να σωθώ.» του είπε με το ίδιο απαθές ύφος. «Ξέρεις πολύ καλά ότι θα έπρεπε να είχαμε πεθάνει τότε. Δεν θα έπρεπε να υπάρχουμε, όπως τα Ορκ που σφάξαμε τότε.»
«Πολύ καλά. Αφού αυτό πιστεύεις, μείνε πίσω στο κάστρο.» της απάντησε, παρόλο που κατά βάθος ήξερε πως είχε δίκιο. Όμως δεν επρόκειτο να κάνει πίσω. Στράφηκε για να φύγει.
«Ωρίωνα...» ακούστηκε η φωνή της καθώς εκείνος είχε αγγίξει το πόμολο της πόρτας και κοντοστάθηκε. «Αν πεθάνεις σε αυτόν τον πόλεμο, μόνο τότε θα έχω ένα λόγο να πολεμήσω και αυτός θα είναι η εκδίκηση.»
«Δεν θα χρειαστεί.» της είπε χωρίς να της ρίξει άλλη ματιά και αφού άνοιξε την πόρτα, έφυγε για να πάει στο στρατό του.
[...]
Η Ιφιγένεια βάδιζε με τη συνοδεία της Ροζαλίας προς το μέρος όπου βρισκόταν ο υπόλοιπος Σκοτεινός στρατός, αφού την ενημέρωσε για την εισβολή των τριών πρώτων Λόχων στον Κόσμο των Ανθρώπων. Το μυαλό της δεν έπαυε να βρίσκεται στους φίλους της από τον Νότο και τις οικογένειες τους, στους γονείς του Ιάσονα, στην κυρία Μύρνα και τα αδέλφια του Ηρακλή... Όμως δεν κινδύνευαν μόνο εκείνοι. Ολόκληρος ο Κόσμος κινδύνευε αν ο Άνθιμος κατάφερνε να κατακτήσει το Νότιο Βασίλειο.
Είδε τα άγρια, διψασμένα για αίμα μέλη του στρατού και ανατρίχιασε καθώς περνούσαν ανάμεσα τους.
Είναι πάρα πολλοί! Σκέφτηκε. Πώς θα καταφέρουν να τους αντιμετωπίσουν; Και ειδικά με εμένα να γιατρεύω πολλούς από αυτούς... Έφτασαν στο σημείο που βρισκόταν ο Ωρίωνας, μπροστά από τον υπόλοιπο στρατό.
Ο λόχος του ήταν ο μεγαλύτερος από όλους, καθώς είχε αναλάβει και τους στρατιώτες της Ελπινίκης.
Τότε η Ροζαλία την αγκάλιασε και της είπε:
«Να προσέχεις, Ιφιγένεια.»
«Και εσύ, Ροζαλία.» της απάντησε μόνο. Παρόλο που ήξερε πως και εκείνοι ίσως σκότωνε αρκετούς απ' τους δικούς της, δεν έπαυε να τη νοιάζεται και να εύχεται να παραμείνει ζωντανή. Έπειτα, η Όγδοη Λοχαγός έφυγε για να πάρει θέση μπροστά από το λόχο της, ενώ η Ιφιγένεια στάθηκε δίπλα στον Ωρίωνα. Κοίταξε απέναντι, εκεί όπου κοιτούσε και εκείνος, και είδε παραταγμένο το στρατό των Ξωτικών, των Μάγων και των Νοτίων, τις σημαίες τους ανεμίζουν, διέκρινε τον Άρχοντα Έλιο και τον πατέρα της ανάμεσα τους, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει αν εκείνοι την αναγνώρισαν έτσι όπως ήταν μεταμφιεσμένη σε Σκοτεινό Ξωτικό. Ήξερε πως κάπου εκεί βρισκόταν και ο Ιάσονας και ίσως και κάποιοι από τους φίλους της και τους αναζητούσε με το βλέμμα.
«Ήρθε η ώρα.» της είπε ο Ωρίωνας. «Φοβάσαι;»
«Όχι, δεν φοβάμαι πια.» του απάντησε το Ξωτικό, σκύβοντας το κεφάλι και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Και ξέρεις γιατί; Γιατί απέναντι έχω οικογένεια και φίλους, άτομα που με αγαπούν και ξέρω ότι θα παλέψουν για εμένα και για τη σωτηρία του Κόσμου. Αυτές οι σκέψεις μου δίνουν θάρρος, και ας ξέρω ότι είμαι αναγκασμένη να πολεμήσω εναντίον τους.»
«Οικογένεια, φιλία, αγάπη. Υπερτιμημένες αξίες και συναισθήματα που σε κάνουν αδύναμο.»
«Όχι, δεν είναι έτσι όπως τα λες. Οικογένεια είναι τα άτομα που όχι μόνο σε φέρνουν στον κόσμο, σε μεγαλώνουν και σου διδάσκουν αξίες, αλλά επίσης είναι πάντα δίπλα σου σε όλη την πορεία της ζωής σου. Οι φίλοι είναι και εκείνοι οικογένεια, η οικογένεια που επιλέγεις, άτομα στα οποία ξέρεις ότι μπορείς να βασιστείς. Ένας φίλος που σε αγαπάει αληθινά, θα δώσει και τη ζωή του για σένα αν χρειαστεί. Και η αγάπη... Ω, η αγάπη είναι το ομορφότερο συναίσθημα από όλα. Αγάπη είναι να βλέπεις στα μάτια του άλλου ολόκληρο τον Κόσμο και να είσαι διατεθειμένος να κάνεις τα πάντα για εκείνον.»
Στα λόγια αυτά, έφερε την εικόνα του Ιάσονα στο μυαλό της.
«Λυπάμαι για σένα, Ωρίωνα, επειδή ξέρω πως δεν ένιωσες ούτε έζησες ποτέ σου όλα αυτά.» συμπλήρωσε.
«Μη μιλάς για εμένα σαν να με γνωρίζεις χρόνια.» της απάντησε. «Μπορεί και να έζησα κάποια από αυτά που είπες, όμως δεν είμαι πλέον αυτός που ήμουν τότε.»
Γύρισε και την κοίταξε έντονα με τα ψυχρά κόκκινα μάτια του.
«Συγκεντρώσου τώρα. Η μάχη θα ξεκινήσει μόλις δώσω το σύνθημα. Φρόντισε να με ακολουθείς όπου πολεμάω και να θεραπεύεις αυτούς που θα σου υποδεικνύω. Δεν θα χρησιμοποιώ υπερταχύτητα για να μπορείς να με προφταίνεις. Αν υπακούς στις διαταγές μου, θα παραμείνεις ζωντανή και δεν θα επιτεθώ σε εκείνον τον Μάγο.» Η Ιφιγένεια έστρεψε το βλέμμα της και πάλι ευθεία. Όσα είπε στον Ωρίωνα δεν ήταν ψέμα. Όντως δεν φοβόταν και θα πολεμούσε με την ελπίδα ότι οι δικοί της θα κέρδιζαν και όλα τα άτομα που αγαπούσε θα παρέμεναν ζωντανά. Και αν έκανε ό,τι της έλεγε, ο Ιάσονας δεν θα κινδύνευε, τουλάχιστον από τον ίδιο.
Οι δύο αντίπαλοι στρατοί κοιτάζονταν, περιμένοντας ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση. Ο Ωρίωνας ήταν εκείνος που έβγαλε το σπαθί του, το σήκωσε ψηλά ώστε να το δουν όλοι και έπειτα το κατέβασε με τη λόγχη του να δείχνει στην ευθεία, δίνοντας έτσι στο στρατό του το σύνθημα να επιτεθούν.
«Επίθεση!» φώναξε αμέσως μετά και ο Άρχοντας Έλιος, το ίδιο και ο Άρχοντας Παύλος.
Έτσι ξεκίνησε και η μάχη της Σκοτεινής Διάστασης, που έμελλε να ήταν το ίδιο αιματηρή με εκείνη του Μεγάλου Ξέφωτου. Είχε έρθει η ώρα να αρχίσουν να πραγματοποιούνται οι πρώτες προφητείες του Ιάσονα. Όποιο και αν θα ήταν το αποτέλεσμα όμως, οι δύο αυτές παράλληλες μάχες θα έμεναν στην ιστορία.
{...}
Η μάχη στην Ωραιόπολη μαινόταν ανελέητη.
Φωτιές είχαν ανάψει παντού, από εκείνες που πετούσαν τα Ξωτικά της Φωτιάς για να αντιμετωπίσουν τους Ξωτικόλακες. Οι ήχοι από σπαθιά που συγκρούονταν και όπλα που πυροβολούσαν ακούγονταν παντού, μαζί με τις πολεμικές κραυγές μα και τις άλλες, τις θρηνητικές. Οι εχθροί είχαν καταφέρει να επεκταθούν και εκτός του Μεγάλου Ξέφωτου, σπρώχνοντας το στρατό των Πέντε Βασιλείων και των συμμάχων προς τα πίσω και ανοίγοντας πολλά διαφορετικά μέτωπα.
Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό. Πολλοί Ξωτικόλακες ρήμαζαν τα πάντα, γκρέμιζαν πόρτες και παράθυρα σπιτιών, έμπαιναν σ' αυτά και έπιναν αίμα άμαχων που κρύβονταν μέσα σ' αυτά, όσων δεν έφυγαν από την πόλη ή δεν κρύφτηκαν σε κάποιο καταφύγιο ή υπόγειο. Οι Πέντε Στρατοί με τη βοήθεια των Ξωτικών και των Ζωοφάγων της Βαλεντίνας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σώζουν τους πολίτες και να εξολοθρεύουν τους εχθρούς. Κάθε φορά που σκότωναν έναν από αυτούς, γινόταν στάχτη, όπως γινόταν και με τους κανονικούς βρικόλακες όταν πέθαιναν. Έτσι ο τόπος είχε γεμίσει στάχτες, τόσο από Ξωτικόλακες όσο και από Ζωοφάγους, όπως και αίμα, τραυματίες αλλά και πτώματα ανθρώπων και ξωτικών παντού.
Οι σφαίρες σκόρδου, οι οποίες βρήκαν απροετοίμαστα τα Σκοτεινά Ξωτικά, είχαν ήδη σκοτώσει αρκετά από αυτά, τα Ξωτικά- Δαμαστές είχαν κάνει κι εκείνοι σημαντική δουλειά επιτιθέμενοι με τα στοιχεία της φύσης, ενώ τα δαιμόνια τους μάχονταν ενάντια σε εκείνα των Σκοτεινών με τα κόκκινα μάτια, προστατεύοντας όσο μπορούσαν τους αφέντες τους. Ανάμεσα τους πολεμούσαν η Ναυσικά με τον Σεραφείμ, η πρώτη με τη δύναμη του νερού και με σπαθί, ο δεύτερος με τη δύναμη του πάγου που εκτόξευε απ' τα χέρια του, και ήταν και οι δύο πολύ δυνατοί.
Ωστόσο, παρόλο που πολλοί εχθροί είχαν εξολοθρευθεί, οι Άνθρωποι και τα Ξωτικά είχαν πάρα πολλές απώλειες, και αν συνεχιζόταν αυτό προτού ξημερώσει δεν είχαν πολλές ελπίδες να σώσουν το Βασίλειο του Νότου.
Οι θεραπευτές έτρεχαν συνεχώς παντού, κάποιοι μάλιστα πολεμούσαν συγχρόνως με σπαθιά και τόξα, όμως και πάλι δεν προλάβαιναν να τους γιατρεύουν και να τους σώζουν όλους.
Ο Λόρδος Άνθιμος ήταν ο φόβος και ο τρόμος ολονών. Από όπου περνούσε σκορπούσε το θάνατο μέσω της Μαύρης Ενέργειας, την οποία έβγαζε από τα χέρια του και εξαπλωνόταν σε μορφή σαν σκιώδη πλοκάμια, τα οποία άρπαζαν και έπνιγαν τους πάντες στο διάβα του.
Όσοι άτυχοι κατάφεραν να τον πλησιάσουν, έβγαζε το μεγάλο του σπαθί και με γρήγορες κινήσεις και αντανακλαστικά μαχόταν και τους σκότωνε, ενώ ένα μειλίχιο χαμόγελο ήταν σχηματισμένο στα χείλη του.
Εκείνος και οι Λοχαγοί του είχαν συμφωνήσει να μην πιουν αίμα και για αυτό είχαν τραφεί πριν τη μάχη, για να αφοσιωθούν αποκλειστικά σε αυτήν, καθώς πολλοί από τους δικούς τους που παρασύρθηκαν και επιτέθηκαν με σκοπό να ρουφήξουν το αίμα πολεμιστών και αθώων πολιτών, η προσοχή τους στράφηκε αποκλειστικά σε αυτό με αποτέλεσμα να σκοτωθούν από κάποιον αντίπαλο.
Οι δυο πρώτοι Λοχαγοί πολεμούσαν πλάι- πλάι, ενάντια στους πιο δυνατούς αντιπάλους, στα πιο δυνατά Ξωτικά ή ακόμα και στους Ζωοφάγους. Χτυπούσαν με τα σπαθιά τους ή με τη Μαύρη Μαγεία και χρησιμοποιούσαν επίσης τις ξεχωριστές ικανότητες τους, ενώ τα δαιμόνια τους τριγύρω μάχονταν ενάντια σε αντιπάλους ή σε δαιμόνια Ξωτικών. Ο Αδάμ πλησίαζε εχθρούς και τους εξουσίαζε, ψιθυρίζοντας στο αυτί τους να κάνουν οτιδήποτε, απ' το να σκοτώσουν κάποιον σύμμαχο τους ή ακόμα και να αυτοκτονήσουν, και εκείνοι χωρίς να έχουν πλέον τον έλεγχο του σώματος και του μυαλού τους έκαναν ό,τι τους έλεγε.
Η Εύα, από την άλλη μεριά, έκανε περίπου το ίδιο, μόνο που η δική της ικανότητα λειτουργούσε μόνο στους άντρες, αρκεί εκείνοι φυσικά να έλκονταν από το γυναικείο φύλο. Τους πλησίαζε και κοιτάζοντας τους στα μάτια εφάρμοζε τη «σαγήνη», τους μάγευε δηλαδή, τυφλώνοντας τους από στιγμιαίο πόθο για εκείνη, κι έπειτα, είτε τους σκότωνε η ίδια, ή τους διέταζε να κάνουν ό,τι ήθελε και εκείνοι σαν υπνωτισμένοι υπάκουαν.
Ο Αδάμ την κοιτούσε με θαυμασμό κάποιες φορές και χωρίς το παραμικρό ίχνος ζήλειας. Κάποιες φορές μάλιστα, πλησίαζαν μέσα στο πάθος της μάχης και αντάλλαζαν φιλιά, χωρίς όμως ποτέ να αποσπάται η προσοχή τους.
«Είμαι περήφανος για εσένα.» της έλεγε.
Όσο για τον Αρίσταρχο, ήταν ένας εξίσου δύσκολος αντίπαλος. Εκτός απ' το σπαθί του, την Κόκκινη Ενέργεια και το δαιμόνιο του, τον μικρό αλλά θανατηφόρο δράκο Δούκα, είχε επίσης στερεωμένη στη ζώνη της στολής του μια συσκευή η οποία του επέτρεπε να βλέπει το άμεσο μέλλον και συγκεκριμένα τις επόμενες κινήσεις του αντιπάλου, έτσι προλάβαινε εκείνος και απέκρουε τις κινήσεις τους και τους σκότωνε.
Την ίδια στιγμή, οι γονείς του Ιάσονα μαζί με τη Μύρνα και με τα δύο από τα τρία παιδιά της, κλειδαμπαρωμένοι στο υπόγειο, άκουγαν τη μάχη που μαινόταν από πάνω.
Ευτυχώς δεν είχαν εισβάλλει στο δικό τους σπίτι, καθώς από το υπόγειο δεν είχε φτάσει ως επάνω η μυρωδιά τους για να τους εντοπίσουν. Ο φόβος και η αγωνία τους όμως ήταν τεράστια. Ο Φαίδωνας και η Ευτυχία προσεύχονταν σιωπηλά για τον γιο τους, το ίδιο και η Μύρνα για τον δικό της γιο, οι οποίοι μάχονταν την ίδια ώρα στη Σκοτεινή Διάσταση.
«Μαμά; Μπορούν να μπουν και εδώ οι Ξωτικόλακες;» ρώτησε κάποια στιγμή ο Ηλίας.
«Όχι, αγόρι μου. Δεν πρόκειται να μπουν. Ο στρατός μας δεν θα τους αφήσει. Μη φοβάσαι. Θα μας προστατεύσουν.» τον καθησύχασε η Μύρνα, προσπαθώντας να καθησυχάσει συγχρόνως και τον εαυτό της.
Η νύχτα ήταν μεγάλη και κανένας δεν θα κοιμόταν.
{...}
Την ίδια στιγμή, η μάχη στη Σκοτεινή Διάσταση ήταν το ίδιο σκληρή και αιματηρή. Αίμα Ξωτικών και Ανθρώπων ανακατευόταν με τις στάχτες των σκοτεινών ξωτικών που σκοτώνονταν, είτε από κάποιο Ξωτικό, είτε από Μάγο, είτε από ανθρώπους.
Οι Άνθρωποι με τα χρώματα του Νότου πολεμούσαν μαζί σε ομάδες, αφού αναλογούσαν πέντε προς ένα Σκοτεινό Ξωτικό. Οι σφαίρες και οι αμπούλες σκόρδου τους έπιασαν απροετοίμαστους, αποδυναμώνονταν και μπορούσαν να νικηθούν πιο εύκολα, γιατί τους έκαιγαν τα μάτια και περιόριζαν την όραση τους. Τα ουρλιαχτά τους τρυπούσαν αυτιά και έκαναν ορισμένους να τους λυπούνται, όμως δεν γινόταν αλλιώς.
Οι τοξότες είχαν ανέβει σε ένα ύψωμα και εκτόξευαν τα βέλη τους από ψηλά. Τα Ξωτικά της Φωτιάς έβαζαν από τα χέρια τους φλόγες στα βέλη, έπειτα τα τοποθετούσαν στη χορδή και τα πετούσαν στους εχθρούς, καίγοντας αρκετούς και τραυματίζοντας. Η Φωτεινή ως μία από αυτούς είχε ήδη πετύχει αρκετούς. Όσα Ξωτικά δεν διέθεταν φωτιά, καθώς και οι Τοξότες του Νότου, ανάμεσα τους και ο Γιάννης, είχαν τοποθετηθεί σε διαφορετικό σημείο και είχαν μπροστά τους κάτι ειδικούς κουβάδες με φωτιά, την οποία κάθε τόσο, ένα Ξωτικό της Φωτιάς περνούσε και την ανανέωνε. Ο Γιάννης άναβε τα βέλη του στη φωτιά και τα έριχνε κάτω στο πεδίο της μάχης, προσέχοντας όπως όλοι να μην πετύχει κάποιο σύμμαχο, πράγμα που απαιτούσε τέλεια ικανότητα τοξοβολία, αντανακλαστικά και στόχο. Μέσα στη μάχη αναζητούσε με άγχος τον Ιάσονα, γνωρίζοντας πόσο ριψοκίνδυνα θα πάλευε κι ότι θα προσπαθούσε να σώσει ο ίδιος την Ιφιγένεια, άσχετα αν είχε διαταγές για το αντίθετο. Όμως ήταν αδύνατον να τον εντοπίσει μέσα στο χάος που επικρατούσε και υπήρχαν ήδη αρκετοί ακόμα μάγοι, μπορούσε να το καταλάβει αυτό από τις πολύχρωμες λάμψεις της μαγείας τους που εναλλάσσονταν με την Κόκκινη των Σκοτεινών.
Ο Ηρακλής ανάμεσα στο υπόλοιπο πυροβολικό, έτρεχε ανάμεσα στη μάχη και πυροβολούσε, πότε κρυβόταν πίσω από βράχια για να γεμίσει και πότε έβγαινε μαζί με την ομάδα του και έριχνε με το όπλο του, το οποίο εννοείται πως είχε σφαίρες από σκόρδο. Μπορεί να μην σκοτώνονταν εύκολα οι εχθροί με αυτόν τον τρόπο, όμως τουλάχιστον αποδυναμώνονταν ή έπεφταν αναίσθητοι, κι έπειτα τους αναλάμβανε κάποιο άλλο Ξωτικό ή Μάγος.
Ο Άρχοντας Έλιος πολεμούσε μαζί με τη Λαίδη Αθηνά και αρκετά ακόμα ξωτικά ενάντια στον Τέταρτο Λόχο, που ήταν ο πιο δύσκολος. Έκαναν επιθέσεις στους εχθρούς χρησιμοποιώντας κληματσίδες, σηκώνοντας βράχους ή χώμα, στοιχεία της Γης, ενώ έκαναν και κοντινές επιθέσεις με τα σπαθιά τους. Κοντά τους πολεμούσε ο Αχιλλέας και ο Σωκράτης, ο οποίος με την πολύ ισχυρή Πράσινη Μαγεία του, που θύμιζε πολύ εκείνη του Ιάσονα, με ξόρκια αλλά και με το κοντάρι του με τις δύο λόγχες έσπερνε παντού το θάνατο και έκανε στάχτη τους εχθρούς, ξεφωνίζοντας με πάθος. Φυσικά, είχε πιει αρκετά προηγουμένως για να μπορέσεις να ανταπεξέλθει στη μάχη, όμως καθόλου δεν είχε επηρεάσει το ποτό την αυτοσυγκέντρωση ή τα αντανακλαστικά του.
Ο Άρχοντας Παύλος και η Αρχόντισσα Μοργκάνα ήταν ένα εξαιρετικό πολεμικό δίδυμο. Η Μοργκάνα δεν χρειαζόταν καν όπλο, επιτίθονταν με τη Μαύρη Μαγεία που εκτόξευε από τα χέρια της, εκπλήσσοντας τους αντιπάλους και σκορπώντας το φόβο τους από όπου περνούσε. Στο πλάι της ο Άρχοντας Παύλος έριχνε από τη ράβδο του το Λευκό Φως, όπως λεγόταν, που ήταν τόσο δυνατό, που οι Σκοτεινοί δεν το άντεχαν.
«Μετανοείς για όσα έπραξες, Σκοτεινέ;» ρωτούσε λίγο πριν σκοτώσει κάποιον, αφού τον έριχνε εκείνος ή η σύζυγος του στο έδαφος. Εάν εκείνος απαντούσε θετικά, του χάριζε έναν ήρεμο θάνατο, χρησιμοποιώντας το ξόρκι του Εξαγνισμού, έτσι ο εχθρός πέθαινε χαρούμενος. Με την ικανότητα του να βλέπει πλάσματα που οι άλλοι δεν έβλεπαν, ο Παύλος έβλεπε παντού τις ψυχές όσων πέθαιναν να βγαίνουν είτε απ' τα σώματα, είτε απ' τις στάχτες των Σκοτεινών, να περιφέρονται κάποιοι απορημένοι, κάποιοι φοβισμένοι, κάποιοι άλλοι γαλήνιοι και χαρούμενοι, ώσπου ο Χάρος να τους φτάσει και με το δρεπάνι του να στείλει τις ψυχές στον Άλλο Κόσμο. Όμως καθώς το είχε συνηθίσει τόσους αιώνες, δεν τον επηρέαζε πια ούτε στο ελάχιστο, έτσι το αποδεχόταν ως κάτι φυσιολογικό και επικεντρωνόταν στη μάχη.
**************************************************************
Μπήκαμε στη μάχη, αγαπημένα μου ξωτικά!! Πώς σας φαίνεται μέχρι στιγμής; Οι περιγραφές κατάφεραν να σας μεταφέρουν στο πεδίο της μάχης; Θα ήθελα την αληθινή σας άποψη, παρακαλώ, γιατί προσπαθώ συνεχώς να βελτιώνομαι.
Είδαμε μερικούς από τους ήρωες να μάχονται, εκτός από τον Ιάσονα τον οποίο άφησα τελευταίο αλλά καλύτερο. Στο επόμενο θα δούμε την Ιφιγένεια εν δράση. Πώς θα αντιδράσουν άραγε τα υπόλοιπα Ξωτικά μόλις τη δουν μεταμφιεσμένη ως Σκοτεινό Ξωτικό; Θα πιστέψουν πράγματι ότι έγινε μία από αυτούς, όπως σχεδίασε ο Λόρδος Άνθιμος;
Μην ξεχάσετε να ψηφίσετε και αν θέλετε να αφήσετε έστω ένα σχόλιο!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top