Κεφάλαιο 50: Μια Ανάσα πριν τη Μάχη
Λίγες ημέρες ακόμα πέρασαν και αρκετοί από το στρατό είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους σε εκείνο το μέρος, όπου η μέρα ξεχώριζε από τη νύχτα μόνο χάρη στον κόκκινο ουρανό. Οι Άρχοντες και οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να δίνουν κουράγιο σε όλους. Πολλοί από τα Ξωτικά, αλλά και από τους Μάγους, είχαν λάβει μέρος σε μεγάλες και σκληρές μάχες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι περισσότεροι Άνθρωποι δεν είχαν γεννηθεί ακόμα, οπότε ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι.
Οι προπονήσεις και τα σχέδια μάχης καλά κρατούσαν, ενώ τις ώρες ανάπαυλας ο Ιάσονας την περνούσε ως επί το πλείστον με τους φίλους του, τον Γιάννη, τον Ηρακλή και τα τρία Ξωτικά που βρίσκονταν εκεί, τη Φωτεινή, την Ηλέκτρα και τον Αδριανό, ενώ μοιράζονταν όλοι την ανησυχία τους για την Ιφιγένεια.
Παράλληλα και στην Ωραιόπολη του Νότου ετοιμάζονταν εντατικά. Οι υπόλοιποι τέσσερις βασιλείς μαζί με αρκετά στρατεύματα τους, οι Ζωοφάγοι της Βαλεντίνας, ο άλλος μισός στρατός από τη Χώρα των Ξωτικών με επικεφαλή τη Λαίδη Ανδριάνα, καθώς επίσης και κάποιοι Χρονομάγοι που σκοπό θα είχαν να μεταφέρουν νέα από εκεί στη Σκοτεινή Διάσταση και το αντίστροφο, είχαν ήδη καταφθάσει και στρατοπεδεύσει στο άλσος για να είναι έτοιμοι για τη μεγάλη επίθεση, κάνοντας και εκείνοι σχέδια και προπονήσεις. Όσοι πολίτες παρέμειναν εκεί βρήκαν καταφύγιο σε υπόγεια σπιτιών, ενώ ολόκληρη η Πόλη του Νότου φρουρούνταν από αρκετούς φρουρούς της Βασίλισσας Αλεξάνδρας για να βεβαιωθούν ότι ο Άνθιμος δεν θα χτυπούσε κάπου αλλού.
{...}
Ο Άνθιμος, μαζί με τους Λοχαγούς που είχε πάρει μαζί του, δηλαδή την Εύα, τον Αρίσταρχο, τον Νικηφόρο, τον Φοίβο και τη Ροζαλία, καθώς και σύσσωμο τον Σκοτεινό στρατό του, επέστρεψε και τους παράταξε αρκετά μέτρα μακριά από την πίσω πλευρά του κάστρου, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί απ' τους εχθρούς τους και να γίνουν όλα με τον «εκλεπτυσμένο» τρόπο όπως είχε σχεδιάσει σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις του Αρίσταρχου για το κοντινό μέλλον.
Στάθηκε απέναντι από τον αιμοδιψή στρατό των Ξωτικοβρικολάκων, με τους Λοχαγούς στο πλάι του και έβγαλε έναν εμψυχωτικό λόγο:
«Παντοδύναμε στρατέ μου! Πλησιάζει επιτέλους η στιγμή της δόξας μας! Απόψε το βράδυ, που θα έχει δύσει ο ήλιος στον Κόσμο των Ανθρώπων, θα ξεκινήσω με τους τρεις πρώτους Λόχους και θα επιτεθούμε στο Νότιο Βασίλειο! Όλοι οι υπόλοιποι θα παραμείνετε εδώ με επικεφαλή τον Τέταρτο Λοχαγό Ωρίωνα, ο οποίος θα σας οδηγήσει σε άλλη μία μάχη για να εξουδετερώσετε τα Ξωτικά, τους Μάγους και τους Ανθρώπους που τόλμησαν να εισβάλλουν εδώ! Κι όταν κατακτήσουμε το Νότιο Βασίλειο, θα μεταφέρουμε εκεί τη Σκοτεινή Διάσταση και σύντομα όλος ο Κόσμος θα μας ανήκει, βυθίζοντας τα πάντα στην αιώνια νύχτα! Δεν θα χρειάζεται πια να κρυβόμαστε σε μια μικρή διάσταση, ούτε να τρεφόμαστε από τεχνητό αίμα, γιατί το αίμα των Ανθρώπων θα είναι η τροφή μας, οι οποίοι δεν θα είναι πια στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας αλλά εμείς! Και όσοι από εσάς αδικηθήκατε στην προηγούμενη ζωή σας ως Ξωτικά, τώρα θα είσαστε ελεύθεροι να κάνετε ό,τι ποθείτε!» Είπε αυτά τα τελευταία λόγια, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του, για να δεχθεί ένα πλήθος χειροκροτημάτων καθώς οι υπήκοοι του τον αποθέωναν.
«Λόρδος Άνθιμος! Λόρδος Άνθιμος!» φώναζαν ρυθμικά.
«Κοιτάξτε, με βλέπουν σαν θεό...» είπε ο Άνθιμος με ένα αλαζονικό χαμόγελο στους Λοχαγούς του.
Στη συνέχεια, διέταξε να στρατοπεδεύσουν σε εκείνο το σημείο και να μην επιχειρήσουν τίποτα μέχρι να φτάσει η στιγμή της μάχης. Τότε επέστρεψε στο κάστρο μαζί με τους Λοχαγούς του, όπου τους υποδέχθηκε ο Αδάμ και τον ενημέρωσε πως όλα κύλησαν ομαλά όσο έλειπε, πέρα από τη μυστική εισβολή του Ιάσονα την οποία αντιμετώπισαν με επιτυχία.
«Χμμ... Ώστε τόλμησε να εισβάλλει στο κάστρο, ε; Αυτό το αγόρι τελικά έχει πολύ ενδιαφέρον. Τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Μου αρέσει.» είπε εκείνος χαμογελώντας. «Ωστόσο δεν θα τιμωρήσω τους φρουρούς που κατάφερε και τους ξέφυγε. Τους χρειάζομαι όλους για την επερχόμενη μάχη και εκτός αυτού, επέστρεψα με πολύ καλή διάθεση.» Έπειτα έδωσε διαταγές σε όλους και τους άφησε να φύγουν για να πάνε να ετοιμαστούν.
Ο Αδάμ πήγε με την Εύα στο δωμάτιο τους. Ήταν στις αποχρώσεις του κόκκινου και του μαύρου, με ένα μεγάλο κρεβάτι στη μέση το οποίο δεν προοριζόταν για ύπνο, αφού ως γνωστόν οι Ξωτικόλακες δεν κοιμούνταν...
«Μου έλειψες.» της είπε και την αγκάλιασε, ενώνοντας το μέτωπο του με το δικό της. «Πώς νιώθεις που επιτέλους θα ζήσουμε στον κόσμο που μας αξίζει;»
«Ας μην προτρέχουμε, Αδάμ.» του είπε εκείνη, ως πολύ πιο ρεαλίστρια από τον ίδιο. «Έχουμε μάχη πρώτα μπροστά μας και φοβάμαι. Πολλά μπορούν να συμβούν σε αυτήν... Δεν είμαστε ανίκητοι, μπορεί ακόμα και οι θνητοί να βρουν τρόπους να μας σκοτώσουν και το ξέρεις. Για να μην αναφέρω τις δυνάμεις των Μάγων...»
«Το γνωρίζω, γλυκιά μου. Μα έχε εμπιστοσύνη και στις δικές μας δυνάμεις... Δεν είμαστε τυχαία οι δύο πρώτοι Λοχαγοί. Μετά τον Λόρδο Άνθιμο, εμείς είμαστε οι πιο δυνατοί.»
«Έχεις δίκιο. Από τη μεριά μου, θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να κερδίσουμε. Θα δώσω τον καλύτερο μου εαυτό στη μάχη.»
«Ανυπομονώ να το δω αυτό...» της είπε ο Αδάμ και ένωσε τα χείλη τους σε ένα καυτό φιλί, παρά τη χαμηλή θερμοκρασία τους, οδηγώντας την προς τα πίσω στο κρεβάτι. Εκεί ενώθηκαν παθιασμένα όπως κάθε φορά, παίρνοντας ακόμα περισσότερο θάρρος ο ένας από τον άλλον.
Ο Άνθιμος προτού πάει να ετοιμαστεί πέρασε από το δωμάτιο της Ιφιγένειας. Χαιρέτησε τον Ωρίωνα και εκείνος τον ενημέρωσε και από τη δική του πλευρά σχετικά με την εισβολή του νεαρού μάγου και τον τρόπο με τον οποίο τον έδιωξε, έως τον τραυματισμό της Ιφιγένειας από τη Λίλιαν.
«Δεν ήθελε να την τιμωρήσω.» είπε στο τέλος. «Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί.»
«Δεν έχει σημασία. Έπραξες σωστά που σεβάστηκες την απόφαση της. Η Ιφιγένεια είναι ένα πλάσμα ανιδιοτελές, που βάζει τους άλλους πάνω από τον εαυτό της και αυτό θα κάνει τα πράγματα πιο εύκολα για εμάς. Όσο για τον Αντίνοο, έχουμε σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθούμε από τη δίψα του για σωματικές απολαύσεις και τον χρειαζόμαστε για τον πόλεμο, οπότε έπραξες επίσης σωστά που δεν τον τιμώρησες. Πήγαινε να ετοιμαστείς για τη μάχη τώρα. Θα μείνω εγώ με την Ιφιγένεια.» του είπε κι εκείνος ένευσε και απομακρύνθηκε.
Ο Άνθιμος μπήκε στο δωμάτιο της Ιφιγένειας. Εκείνη ξαφνιάστηκε, γιατί ποτέ πριν δεν την είχε επισκεφθεί εκεί.
«Επέστρεψα. Σου έλειψα καθόλου;» τη ρώτησε με το γνωστό του χαμόγελο που την τρόμαζε στην αρχή, τώρα όμως πλέον το είχε συνηθίσει γνωρίζοντας πως δεν θα την έβλαπτε. «Έμαθα για... τον τραυματισμό σου και λυπάμαι πολύ που έπρεπε να το περάσεις αυτό.»
Δεν του απάντησε. Έσκυψε το κεφάλι και μπορούσε να ακούσει πολλές σκέψεις μέσα σε αυτό εκείνη τη στιγμή, όμως δεν σχολίασε καμία από αυτές.
«Ήρθε η ώρα.» της ανακοίνωσε τελικά. «Απόψε το βράδυ θα χτυπήσω στο Μεγάλο Ξέφωτο με τους τρεις πρώτους Λόχους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένης και εσένα, θα μείνετε εδώ να πολεμήσετε το μέρος του στρατού που εισέβαλλε. Τους κανόνες τους ξέρεις. Μένεις στο πλευρό του Ωρίωνα και για κανένα λόγο δεν φεύγεις μακριά του. Η ζωή σου θα εξαρτάται από εκείνον, γιατί θα σε προστατεύει όσο εσύ θα γιατρεύεις όσους από τους δικούς μας τραυματίζονται σοβαρά. Κατανοητά όλα αυτά;»
Η Ιφιγένεια τον άκουγε φοβισμένη όλη εκείνη την ώρα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από αγωνία. Ώστε ήρθε τελικά η ώρα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αποφύγει.
Γύρισε και την κοίταξε, περιμένοντας την απάντηση της.
«Μάλιστα, Λόρδε Άνθιμε.» είπε σκύβοντας το κεφάλι. Τελικά, σκέφτηκε, κατάφερε να με κάνει μαριονέτα του. Δεν μπορώ να αρνηθώ, γιατί ποιος ξέρει τι θα κάνουν στους φίλους και την οικογένεια μου... Μπορεί να επιτεθούν ύπουλα εκτός μάχης και να τους πιουν το αίμα. Όχι, θα παλέψω μαζί τους και θα ελπίζω να πολεμήσουν και εκείνοι με θάρρος και τιμή για την πατρίδα μας αλλά και για τη σωτηρία ολόκληρου του Κόσμου, για να μην καταστρέψει ο Άνθιμος οτιδήποτε καλό υπάρχει. Ο Άνθιμος φάνηκε να διασκεδάζει με τις σκέψεις της και χαμογέλασε.
«Έχεις δίκιο σε ένα πράγμα μέσα στις σκέψεις σου.» της είπε. «Δεν έχεις άλλη επιλογή. Είσαι ήδη μία από εμάς.»
[...]
Την ίδια στιγμή, στο στρατόπεδο των Ξωτικών, ο Ιάσονας είχε ένα πολύ άσχημο προαίσθημα, κάτι που δεν είχε ξανανιώσει όσες μέρες βρίσκονταν εκεί. Σαν να τον προειδοποιούσε το ένστικτο του για κάτι που επρόκειτο να γίνει. Και καθώς μιλούσε στην παρέα του και τους το έλεγε, ξαφνικά σωριάστηκε στο έδαφος και ένα όραμα εμφανίστηκε μπροστά του. Είδε Σκοτεινά Ξωτικά, έναν στρατό από αυτά να ζητωκραυγάζουν και αμέσως μετά, είδε εκείνον τον Σκοτεινό τον οποίο σε κάποιο από τα όνειρα του είχε δει να κάθεται σε θρόνο: τον Λόρδο Άνθιμο.
«Απόψε! Θα επιτεθούμε απόψε!» άκουσε μια φωνή να λέει.
Επανήλθε ξανά στην πραγματικότητα. Όλοι οι φίλοι του βρίσκονταν από πάνω του ανήσυχοι.
«Ιάσονα, τι σου συνέβη; Είσαι καλά;» ρώτησε με έγνοια ο Γιάννης.
«Τρομάξαμε πάρα πολύ. Απλά έπεσες κάτω και πάγωσες, δεν κουνιόσουν και το βλέμμα σου κοιτούσε το κενό.» είπε η Ηλέκτρα.
Σηκώθηκε αργά.
«Οι Σκοτεινοί... θα επιτεθούν απόψε.» ανακοίνωσε, κάνοντας τους να ανταλλάξουν έντρομα βλέμματα. «Πρέπει να μιλήσω στους Άρχοντες.» είπε κι άρχισε να τρέχει προς τη σκηνή του Έλιου, με τους υπόλοιπους να ακολουθούν.
Μπήκε στη σκηνή. Οι δύο άρχοντες ήταν εκεί, μαζί με τον Σωκράτη.
«Άρχοντα Έλιε! Άρχοντα Παύλο!» αναφώνησε. «Μόλις είδα ένα όραμα. Ο Άνθιμος μάζεψε στρατό και σχεδιάζει να επιτεθεί απόψε! Μάλλον αναφέρεται στο Μεγάλο Ξέφωτο, και περιμένει να πέσει η νύχτα για να το κάνει!»
Οι τρεις άνδρες μεμιάς σηκώθηκαν όρθιοι.
«Αυτό σημαίνει πως όσοι αφήσει πίσω, θα επιτεθούν εδώ.» είπε ο Έλιος συγκρατώντας την ψυχραιμία του. Ο Παύλος στράφηκε στον γιο του:
«Στείλε έναν Χρονομάγο στο Μεγάλο Ξέφωτο, να τους ενημερώσει για να είναι σε ετοιμότητα.»
«Μάλιστα, πατέρα.» είπε ο Σωκράτης και βγήκε, αφού έριξε πρώτα ένα καθησυχαστικό- όσο μπορούσε- βλέμμα στα παιδιά.
«Όσο για εμάς, Άρχοντα Παύλο, πρέπει επίσης να σημάνουμε συναγερμό, παρόλο που είναι ακόμα πρωί. Οι ώρες θα περάσουν πολύ πιο γρήγορα από όσο νομίζουμε.»
Πριν βγει ο Ιάσονας απ' τη σκηνή, τον σταμάτησε ο Έλιος και του είπε:
«Άκουσε με, Ιάσονα, γιατί δεν ξέρω αν θα προλάβουμε να μιλήσουμε ξανά πριν τη μάχη. Το ξέρω πως θέλεις όσο τίποτα άλλο να σώσεις την Ιφιγένεια, όμως μην κάνεις τίποτα ριψοκίνδυνο... Η Ιφιγένεια θα διασωθεί από την ομάδα ικανών πολεμιστών των Τεσσάρων Στοιχείων που έχω ορίσει. Σίγουρα θα φυλάγεται από εκείνον, και δεν θέλω να παρασυρθείς και να αναζητήσεις εκδίκηση ούτε να επιχειρήσεις τη διάσωση της.»
«Μάλιστα, Άρχοντα Έλιε.» υποσχέθηκε ο Ιάσονας, όμως ήξερε πλέον καλά πως δεν ήταν τόσο καλός στο να κρατάει τέτοιου είδους υποσχέσεις...
Έτσι λοιπόν, κινητοποιήθηκαν όλοι, ενημερώθηκαν σχετικά με την επερχόμενη επίθεση κι έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες και σχέδια. Το μυαλό των νεαρών μαθητών από τον Νότο μπορεί να βρισκόταν στις οικογένειες και τους φίλους τους εκείνες τις στιγμές, όμως έπρεπε να επικεντρωθούν στη μάχη της Σκοτεινής Διάστασης.
[...]
Όσο οι ώρες προχωρούσαν και η Ιφιγένεια έβλεπε τον κόκκινο ουρανό να σκοτεινιάζει, τόσο η αγωνία της κορυφωνόταν. Όλοι στο παλάτι είχαν κινητοποιηθεί και οι περισσότεροι Λοχαγοί προετοίμαζαν τους εαυτούς τους και τους Λόχους τους. Ο Ωρίωνας έλειπε, έτσι είχε αφήσει προσωρινά τον Βαρόνο στο πόστο του να φυλάει την Ιφιγένεια και να τον ειδοποιήσει αν συνέβαινε κάτι.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο η Ροζαλία, ντυμένη με την πολεμική φορεσιά των Σκοτεινών Ξωτικών, μαύρη με κόκκινες λεπτομέρειες και μια κόκκινη νυχτερίδα στο θώρακα, και επίσης ένα μαύρο μακρύ πανωφόρι. Κρατούσε μια ίδια φορεσιά στα χέρια της, καθώς επίσης και ένα μαύρο βαλιτσάκι, άγνωστο τι περιείχε μέσα. Το πρόσωπο της ήταν έντονα βαμμένο με μαύρο μολύβι και σκιά στα μάτια και κόκκινο κραγιόν, χρώματα που την έδειχναν ακόμα πιο χλωμή, και τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε μια πλάγια πλεξούδα που κατέληγε στο πλάι του αριστερού της ώμου. Η Λίντα πετούσε δίπλα της.
«Ήρθα να σε ντύσω και να σε ετοιμάσω για τον πόλεμο. Ο Λόρδος Άνθιμος είπε πως πρέπει να μοιάζεις με εμάς.» της είπε κοιτάζοντας την θλιμμένα. Έπειτα άφησε τα πράγματα επάνω στο κρεβάτι, πλησίασε και την αγκάλιασε σαν μια καλή φίλη. Η Ιφιγένεια ένιωσε ζεστασιά, παρά το κρύο σώμα της Ροζαλίας, και πήρε κουράγιο.
«Έμαθα τι σου συνέβη, με τη Λίλιαν... Λυπάμαι πολύ που έπρεπε να το περάσεις αυτό.» της είπε ειλικρινά. Έσπασε το αγκάλιασμα τους και η Ιφιγένεια της κράτησε τα χέρια.
«Μη λυπάσαι. Είμαι εντάξει τώρα. Οι πληγές μου επουλώθηκαν.» Κοίταξε τα πράγματα στο κρεβάτι, έπειτα την κοπέλα και το δαιμόνιο της. «Ελάτε λοιπόν... Αφού δεν έχω άλλη επιλογή, ας πιάσουμε δουλειά.» και ανάγκασε ένα χαμόγελο.
Η Ροζαλία με τη βοήθεια της Λίντας την έντυσε, εκτός από το πανωφόρι που ήταν μία απλή κάπα για εκείνη με έναν κόκκινο σταυρό στην πλάτη ώστε να ξεχωρίζει πως είναι η θεραπεύτρια. Στην πλάτη του πανωφοριού της Ροζαλίας, αντίστοιχα, υπήρχε ο αριθμός οχτώ, συμβολίζοντας τη θέση της ως Όγδοη Λοχαγός. Η Ιφιγένεια κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη καθώς της έφτιαχναν τις τελευταίες λεπτομέρειες.
«Ξέρεις... Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό, Ροζαλία...» της είπε κάποια στιγμή. Η κοπέλα σταμάτησε και την κοίταξε μέσα απ' τον καθρέφτη.
«Τι εννοείς;»
«Εσύ είσαι... διαφορετική από όλα τα Σκοτεινά Ξωτικά που γνώρισα. Ξέρεις να ξεχωρίζεις το καλό με το κακό... Δεν χρειάζεται να πολεμήσεις για τον Λόρδο Άνθιμο... Μπορείς ακόμα να του εναντιωθείς. Ποιο το νόημα να σκοτώσετε τόσους Ανθρώπους, Ξωτικά και Μάγους; Θα κατακτήσετε τον Κόσμο, και μετά; Απλά θα ζείτε την κάθε μέρα, τον κάθε χρόνο και αιώνα ως αθάνατοι, μέχρι το τέλος του κόσμου; Το ξέρω πως αγάπησες και πληγώθηκες, όμως εκείνος δεν θα γυρίσει πίσω αν κερδίσετε... Οπότε, τι σου απομένει; Η εκδίκηση; Και τι θα κάνεις αν την εκπληρώσεις;» της είπε με ήρεμη φωνή το νεαρό Ξωτικό.
«Έχουν ένα νόημα αυτά που είπε.» είπε η Λίντα, όμως η Ροζαλία κούνησε απλά το κεφάλι της αρνητικά.
«Δεν είναι μόνο αυτά που λες.» απάντησε εξίσου ήρεμα και με μια συγκρατημένη λύπη. «Το ότι είμαι διαφορετική και σου φέρθηκα καλά, δεν αλλάζει τίποτα. Ο Λόρδος Άνθιμος είναι σαν πατέρας για εμένα και οι υπόλοιποι Λοχαγοί είναι σαν αδέλφια μου. Δεν θα μπορούσα ποτέ να τους προδώσω. Ο Άνθιμος... με δέχτηκε στην οικογένεια αυτή και με αγκάλιασε, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι με είχαν αρνηθεί. Τη στιγμή που εκείνος που αγάπησα, αρνήθηκε να παλέψει για εμάς και ο πραγματικός μου πατέρας με αποκλήρωσε... Ξέρω πως δεν είναι σωστό να σκοτώσουμε αδίκως τόσα πλάσματα, όμως τώρα δεν έχω άλλη επιλογή και δεν μπορώ να κάνω πίσω. Σίγουρα θα νιώθω τύψεις, αλλά δεν έμεινε τίποτα άλλο για εμένα. Ακόμα και αν εναντιωνόμουν όμως, τι θα έκανα; Ο Κόσμος σας δεν θα με δεχόταν ποτέ για αυτό που είμαι και θα έπρεπε την ημέρα να κρύβομαι για να αποφεύγω τον ήλιο, όπως κάνουν οι κλασικοί βρικόλακες.»
Η Ιφιγένεια σώπασε, μπορούσε να την κατανοήσει και να βρεθεί στη θέση της.
«Εσύ όμως δεν είσαι σαν εμένα, παρόλο που σου είχα πει ότι μου θύμιζες τον εαυτό μου. Εσύ έχεις οικογένεια και άτομα που νοιάζονται και ελπίζουν στη σωτηρία σου. Δεν έχεις αλλάξει ακόμα... Αν ο Άνθιμος σε μεταμορφώσει όμως θα τελειώσουν όλα, δεν θα σε δεχτούν ποτέ πίσω. Για αυτό δεν συμφώνησα με τη μεταμόρφωση σου, την ημέρα που ο Ωρίωνας σε έφερε εδώ. Είσαι πολύ νέα, έχεις να ζήσεις πολλά ακόμα. Και θα ελπίζω να σε σώσουν οι δικοί σου κατά τη διάρκεια του πολέμου, όμως δεν μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω σε αυτό.»
«Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Και μόνο η παρέα σου και οι συζητήσεις μας όλον αυτόν τον καιρό, μου έδωσαν κουράγιο. Έχεις κάνει ήδη πολλά για εμένα.» της είπε η Ιφιγένεια.
«Σε ευχαριστώ και εγώ για την παρέα σου, Ιφιγένεια. Αν μπορούσαμε εμείς οι Ξωτικόλακες να κλάψουμε, θα είχα δακρύσει τώρα.»
«Ωωω, κι εγώ το ίδιο. Είναι τόσο συγκινητικό...» συμφώνησε η Λίντα και έκανε δήθεν πως σκούπιζε ένα δάκρυ, κάνοντας τις δυο κοπέλες να γελάσουν και να ξεχαστούν για λίγο.
Έπειτα, της έφτιαξαν τα μαλλιά, μαζεύοντας τα μισά σε μία πλεξούδα στο πίσω και πάνω μέρος του κεφαλιού ώστε να μην της πέφτουν στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια της μάχης και η Ροζαλία την έβαψε με τα «χρώματα του πολέμου», όπως είπε, πρώτα όμως άνοιξε ένα κουτάκι με δυο χρωματιστούς φακούς μέσα σε αυτό.
«Τι είναι αυτό;» απόρησε η Ιφιγένεια.
«Κόκκινοι φακοί επαφής. Λυπάμαι, γλυκιά μου, όμως είναι διαταγή του Λόρδου Άνθιμου, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Όταν είσαι έτοιμη...»
Η Ιφιγένεια κατάλαβε τι ήθελε να κάνει ο Άνθιμος.
Θέλει να πιστέψουν οι δικοί μου ότι με μεταμόρφωσαν, για να μη με σώσουν! Είμαι τόσο καταδικασμένη; Όμως ο Ιάσονας... οι φίλοι μου και οι γονείς μου... Εκείνοι αποκλείεται να το πιστέψουν. Όχι, δεν θα χάσω την ελπίδα μου. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
«Εντάξει.» είπε αποφασισμένη, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συγκρατώντας τα δάκρυα της. «Είμαι έτοιμη.»
Με προσεκτικές κινήσεις, η Ροζαλία της τοποθέτησε στο κάθε μάτι από ένα φακό, μετατρέποντας έτσι τα πράσινα μάτια της σε κόκκινα. Έπειτα, της άπλωσε στο πρόσωπο ένα πολύ ανοιχτόχρωμο μέικ- απ, για να φαίνεται ακόμα πιο χλωμή από ότι ήδη ήταν εξαιτίας της έλλειψης ήλιου εδώ και ένα μήνα, και την έβαψε με ίδιου χρώματος σκιά και κραγιόν με τα δικά της. Ύστερα την οδήγησε ξανά στον καθρέφτη για να δει κι η ίδια το αποτέλεσμα και σχεδόν δεν αναγνώριζε τον εαυτό της.
«Ώστε έτσι θα είμαι αν μεταμορφωθώ...» παρατήρησε με θλίψη.
«Είσαι πανέμορφη όπως και αν είσαι.» της είπε η Λίντα και η Ροζαλία συμφώνησε γνέφοντας.
Τώρα, ο μόνος τρόπος που θα με αναγνωρίσουν οι δικοί μου θα είναι ότι θα γιατρεύω τους εχθρούς... σκέφτηκε.
[...]
«Πώς είναι ο θάνατος, Ντέριε;» ρώτησε ο Ιάσονας την παγιδευμένη μέσα στο σπαθί του ψυχή. Λίγο πριν νυχτώσει και ενώ οι στρατοί είχαν αρχίσει ήδη να παρατάσσονται για μάχη, είχε ζητήσει να μείνει μόνος για λίγο, έτσι πήγε στη σκηνή του και μπήκε στη Διάσταση του Σπαθιού.
Ο Ντέριος τον κοίταξε απορημένος με αυτή του την ερώτηση.
«Έχω δει πολλά πράγματα που θα συμβούν σε αυτό τον πόλεμο, όμως το μοναδικό πράγμα που δεν βλέπω ως Προφήτης είναι ο θάνατος μου. Και ξέρω πως υπάρχει μια πιθανότητα να πεθάνω σε αυτόν τον πόλεμο.» εξήγησε ο νεαρός με σκοτεινιασμένο ύφος. «Για αυτό πες μου, πώς ήταν όταν πέθανες; Πονούσες; Φοβόσουν; Τι ένιωσες και τι είδες; Θέλω να είμαι προετοιμασμένος.»
Ο νεκρός άρχοντας πλησίασε, κάθισε δίπλα του στο ντιβάνι και ατένισε το κενό. Αναστέναξε και άρχισε να αφηγείται:
«Στην αρχή πόνεσα, προτού η ψυχή μου αποχωριστεί το σώμα. Το Τέρας της Τιμωρίας με έτρωγε ζωντανό κι ένιωθα όλα μου τα κόκκαλα να σπάνε. Κι ύστερα, σκοτάδι. Ξύπνησα πάλι στον πάτο της τρύπας, δεν πονούσα πια, έβλεπα το Τέρας να μασάει ακόμα και μπόρεσα να διακρίνω κουρέλια από τα ρούχα μου να πέφτουν, όμως εκείνο δεν φαινόταν να με βλέπει. Αντιθέτως, εμφανίστηκε μπροστά μου μια πολύ ζοφερή φιγούρα, ένα πλάσμα με μια κατακόκκινη μακριά κάπα με κουκούλα, που κάλυπτε το σώμα και το πρόσωπο του, εκτός από τα σκελετωμένα χέρια του. Στην πλάτη του είχε ένα ζευγάρι μαύρα, ξεσκισμένα φτερά που φαίνονταν τα κόκκαλα τους σε πολλά σημεία, ενώ στο ένα από τα δύο χέρια του κρατούσε ένα μακρόστενο δρεπάνι. Μου συστήθηκε ως Χάρος, ο ίδιος ο Θάνατος αυτοπροσώπως, και τότε συνειδητοποίησα πως είχα πεθάνει. Μου εξήγησε τις διαφορές μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης και ποιοι άνθρωποι πήγαιναν που. Δεν χρειαζόταν καν να μου ανακοινώσει που πήγαινα εγώ, ήξερα ήδη ότι θα πήγαινα στην Κόλαση και θα βασανιζόμουν αιώνια για όσα είχα κάνει. Κοίταξα το σπαθί μου, που βρισκόταν πεσμένο λίγα μέτρα παραπέρα, και τη στιγμή που ο Χάρος σήκωνε το δρεπάνι του για να θερίσει με αυτό την ψυχή μου, αιωρήθηκα με ταχύτητα για να πιάσω το σπαθί σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον πολεμήσω, όμως αντ' αυτού η ψυχή μου βρέθηκε εδώ, σε αυτή τη φυλακή. Έμεινα για αιώνες εδώ, όπως σου έχω ξαναπεί, ώσπου άγνωστο πόσα χρόνια μετά διέσωσαν το σπαθί και το έβαλαν στο Παλαιό Κάστρο το οποίο είχε γίνει μουσείο. Συνέχισα να μένω εκεί και να περιμένω κάποιον να με σώσει, γενιές και γενιές περνούσαν και στο μεταξύ εγώ άκουγα τα πάντα από εδώ μέσα, άκουγα τους ξεναγούς να αφηγούνται την ιστορία μου και να μου υπενθυμίζουν πόσο κακός και άκαρδος υπήρξα, και πολλές φορές γελούσα με τις θεωρίες που έβγαζαν, δήθεν ότι είχα φρουρά που αποτελούνταν από δαίμονες και άλλα πολλά.»
Τον κοίταξε και μειδίασε. Ο Ιάσονας δεν ήξερε αν έπρεπε να τον λυπηθεί. Το σίγουρο ήταν ότι τον χρειαζόταν εκείνον και το σπαθί του.
«Όμως δεν χρειάζεται να σε απασχολούν όλα αυτά. Εγώ απλά σου εξομολογήθηκα. Λένε πως το κάθε πλάσμα βιώνει διαφορετικά το θάνατο, σε κάποιους δεν εμφανίζεται καν ο Χάρος ή εμφανίζεται με διαφορετική μορφή. Πάντως, ακόμα και αν πεθάνεις, θα πας στον Παράδεισο, γιατί έχεις αγνή ψυχή. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που δεν θα ήθελα ούτε εγώ, οπότε θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μη συμβεί.»
«Σε ευχαριστώ, Ντέριε.» του είπε. «Όμως, ακόμα περισσότερο από το θάνατο φοβάμαι να μην κάνω κακό στην Ιφιγένεια, όπως έχω δει να γίνεται στα οράματα μου.»
«Αυτό επίσης δεν θα το επιτρέψω, φτάνει να κρατάς πάντα το σπαθί μου στα χέρια σου.»
Ο Ιάσονας ήξερε πλέον πως δεν θα ευθυνόταν ο Ντέριος για όσα θα συνέβαιναν. Το σκοτάδι υπήρχε από πολύ πριν πιάσει το σπαθί του στα χέρια του, θυμόταν καθαρά με πόση οργή είχε εκτοξεύσει τον Τεό στον τοίχο εκείνη την ημέρα που πάλεψαν στο σχολείο, κι αν δεν ήταν η Ιφιγένεια να τον ηρεμήσει ποιος ξέρει τι θα του έκανε... Θυμόταν επίσης πώς είχε χτυπήσει εκείνο το παιδάκι που τον πείραζε στο Νηπιαγωγείο, την πρώτη φορά που ανακάλυψε πως είχε δυνάμεις. Τότε η δασκάλα του ήταν εκείνη που τον ηρέμησε. Αν ξέφευγε από τον έλεγχο κατά τη διάρκεια της μάχης, ποιος θα κατάφερνε εκεί να τον ηρεμήσει;
******************************************************************
Πολλά τα ερωτήματα και οι ανησυχίες του Ιάσονα και πιστεύω πως είναι απόλυτα λογικές, όμως λέτε να γίνουν όντως πραγματικότητα οι φόβοι του; Θα χάσει τον έλεγχο και αν ναι, με ποιο τρόπο;
Ένα σχετικά ήρεμο κεφάλαιο πριν το μεγάλο χαμό θα έλεγα. Στα κεφάλαια που θα ακολουθήσουν ετοιμαστείτε για πολλή μάχη, αγωνία και πολλές ανατροπές. Ποιοι θα ζήσουν, ποιοι θα πεθάνουν και ποιοι θα αλλάξουν πλευρά; Θα απαντηθούν όλα σύντομα. Μέχρι τότε, μην ξεχνάτε να ψηφίζετε και αν θέλετε να μου αφήνετε και κάποιο σχόλιο με τη γνώμη σας 😘🧝♀️🧝♂️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top