Κεφάλαιο 5: Ο Αυστηρός Πατέρας

Το κουδούνι για το πρώτο διάλειμμα είχε χτυπήσει και ο Γιάννης αγχωμένος βρήκε την Έλενα να κάθεται σε ένα παγκάκι μαζί με την Άσπα και τη Γιώτα. Φαινόταν λυπημένη, μόλις όμως τον είδε τον κατακεραύνωσε με ένα άγριο βλέμμα λες κι ήταν ο χειρότερος εχθρός της.

«Θέλω να μιλήσουμε.» της είπε με όσο θάρρος κατάφερε να συγκεντρώσει.

«Κορίτσια, σας παρακαλώ, μας αφήνετε λίγο μόνους;» είπε στις φίλες της και αφού εκείνες απομακρύνθηκαν, κάθισε δίπλα της στο παγκάκι.

«Λοιπόν; Τι έχουμε να πούμε; Απ' ότι κατάλαβα προηγουμένως, δεν είμαι αρκετά ομιλητική ούτε έξυπνη για σένα...» του είπε με πικρία χωρίς να τον κοιτάζει.

«Έλενα...» ξεκίνησε να λέει διστακτικά. Η κοκκινομάλλα σηκώθηκε απότομα, αυτή τη φορά τον κοίταξε όμως πάλι με εκείνο το βλέμμα. Εκείνη την ώρα, δεν ήταν το ντροπαλό κορίτσι που γνώριζε, που κοκκίνιζε όταν της έκανε ένα κομπλιμέντο ή όταν οι φίλες της άφηναν υπονοούμενα για αυτούς τους δύο.

«Ξέρεις κάτι; Άσ' το καλύτερα... Έκανες νομίζω ξεκάθαρη τη θέση σου ότι δεν σου αρέσω. Το θέμα είναι, γιατί πριν από λίγο καιρό μου έδειχνες άλλα.»

«Άκουσε με...» της είπε και σηκώθηκε κι αυτός. «Κάνεις λάθος. Μου αρέσεις και... και σε συμπαθώ, αλλά δεν θέλω κάτι παραπάνω από φιλία στην παρούσα φάση από εσένα. Ναι, το ξέρω ότι ίσως σου έδωσα λανθασμένα μηνύματα, και η συμπεριφορά μου άλλαξε στην πορεία, όμως... αυτό συνέβη επειδή...» Πήρε μια βαθιά ανάσα και το αποφάσισε. Θα της έλεγε και αυτή την αλήθεια.

«...μου αρέσει και κάποια άλλη.»

«Ποια;» απόρησε η Έλενα μη μπορώντας να το πιστέψει. «Μη μου πεις... Η Ιφιγένεια!» αναφώνησε. «Εδώ και δυο μέρες που έχει έρθει φέρεσαι έτσι!» Ο Γιάννης έσκυψε το κεφάλι στην παραδοχή αυτού του συμπεράσματος. «Είδες; Είμαι έξυπνη τελικά.» συνέχισε η Έλενα με ειρωνεία. Πρώτη φορά που μιλούσε εκείνη περισσότερο από τον ίδιο.

«Δεν σε αδικώ όμως... Είναι πανέμορφη, γλυκιά και έξυπνη... Καλή με όλους, μεταδίδει μια θετική αύρα και ηρεμία και γενικά είναι κάτι πρωτόγνωρο, κάτι έξω από τον κόσμο μας.» Στη φωνή της υπήρχε θλίψη μαζί με λίγη ζήλια, όχι κακοπροαίρετη αλλά με την έννοια του θαυμασμού.

«Έχεις δίκιο. Όμως και με την Ιφιγένεια δεν πρόκειται να προχωρήσω σε κάτι πέρα από σχέση, τουλάχιστον όχι για αυτή τη χρονιά. Τελειώνουμε το Λύκειο φέτος, θέλω να περάσω σε πανεπιστήμιο και ο έρωτας θα μου αποσπά την προσοχή. Και εκτός αυτού, νομίζω πως αρέσει και στον Ιάσονα. Για αυτό σε παρακαλώ, σε ικετεύω, μην πεις τίποτα σε κανέναν. Ούτε στην ίδια. Θα γίνει μπέρδεμα.» και την κοίταξε ικετευτικά.

«Μην ανησυχείς.» τον καθησύχασε εκείνη. «Δεν θα πω τίποτα. Χαίρομαι που ξεκαθαρίσαμε τα πράγματα. Ελπίζω τώρα να σταματήσεις να με πληγώνεις επίτηδες.» Αυτή η φράση της όμως για κάποιο λόγο πλήγωσε τον ίδιο. «Τα λέμε.» τον αποχαιρέτησε και επέστρεψε στις φίλες της που την περίμεναν λίγα μέτρα πιο πέρα.

Ίσως έκανε λάθος που της είπε πως του άρεσε η Ιφιγένεια, ειδικά τη στιγμή που δεν είχε ξεκαθαρίσει ο ίδιος μέσα του αν τα αισθήματα του για εκείνη ήταν φιλικά, ερωτικά ή, όπως είπε κι εκείνη, θαυμασμός για τη διαφορετικότητα και τη μαγεία της. Άλλωστε εκείνος ήταν που είχε πλησιάσει τον Ιάσονα τότε στο Δημοτικό, ενθουσιασμένος που είχε μαγικές δυνάμεις.


Ήταν νωρίς ακόμα για να ξέρει. Και δεν χρειαζόταν να μάθει κιόλας.                                            


*******************************************************************

Την ίδια ώρα, σε κάποιο άλλο παγκάκι του προαυλίου, κάθονταν ο Ιάσονας με την Ιφιγένεια.

«Ζητώ συγνώμη εκ μέρους του φίλου μου.» της είπε ο νεαρός. «Ακόμα δεν ήρθες εδώ και έγινες άθελα σου μάρτυρας σε ερωτικά δράματα.» Η κοπέλα γέλασε γλυκά και τον κοίταξε.

«Δεν με πειράζει αυτό. Στενοχωριέμαι όμως όταν βλέπω ανθρώπους να πληγώνονται. Και η Έλενα σε διαβεβαιώνω πως πληγώθηκε πάρα πολύ.» Ο Ιάσονας ένιωσε άσχημα, γιατί μπορεί ο Γιάννης να ήταν ο κολλητός του, αλλά θεωρούσε και την Έλενα φίλη του.

«Λυπάμαι.» είπε. «Ο Γιάννης είναι μπερδεμένος. Δεν ήταν σκοπός του να την πληγώσει και σίγουρα δεν το έκανε χωρίς τύψεις.»

«Ναι, καταλαβαίνω πως δεν ήξερε πώς να φερθεί και για αυτό αντέδρασε έτσι κι έκανε σπασμωδικές κινήσεις για να αποφύγει για κάποιο λόγο αυτά που ένιωθε.» αναστέναξε ελαφρά και συνέχισε: «Κοίτα, μπορεί μόλις τώρα να ήρθα στη χώρα σας, να μη γνωρίζω πολλά σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις γιατί εμάς των Ξωτικών είναι λιγότερο... περίπλοκες, όμως σου υπόσχομαι πως θα είμαι δίπλα στην Έλενα, θα της σταθώ σαν φίλη και θα την κάνω πάντα να νιώθει καλύτερα όταν είναι θλιμμένη. Το ίδιο και εσάς, που με δεχτήκατε κατευθείαν στην παρέα σας και με βοηθάτε να προσαρμοστώ.»

«Χαρά μας να βοηθάμε.» της είπε ο Ιάσονας και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον. «Υπάρχει και κάτι άλλο που θέλω να σου δείξω.» άλλαξε έπειτα θέμα.

Τέντωσε την παλάμη του προς τα επάνω και μια γαλάζια φλόγα άναψε πάνω σ' αυτήν.

«Πες μου κάτι, οτιδήποτε, μια εικόνα που θέλεις να δεις.» Η Ιφιγένεια το σκέφτηκε για λίγο.

«Οποιαδήποτε εικόνα; Χωρίς απαραίτητα να την έχεις δει εσύ;»

«Όχι, δεν χρειάζεται να την έχω δει. Μπορώ να τη δημιουργήσω όπως τη φαντάζομαι στο μυαλό μου και να τη μεταδώσω μέσω της γαλάζιας ενέργειας.» Το ξωτικό με ένα χαμόγελο ενθουσιασμού είπε:

«Θέλω να δω μια εικόνα απ' την πατρίδα μου. Ξωτικά να χορεύουν γύρω από μια φωτιά σε μια γιορτή.»

Ο Ιάσονας έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να φανταστεί αυτή την εικόνα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, άνοιξε τα μάτια του και στο χέρι του, ανάμεσα στις γαλάζιες φλόγες είδαν κι οι δυο να χορεύουν όμορφα ξωτικά με μακριά μαλλιά και φορέματα γύρω από μια φωτιά. Η Ιφιγένεια άνοιξε τα μάτια και αναφώνησε με ενθουσιασμό:

«Τι όμορφο...! Κάπως έτσι είναι στη Γιορτή του Καλοκαιριού.»

«Φαντάστηκα τα Ξωτικά με βάση εσένα. Για αυτό αν παρατηρήσεις, σου μοιάζουν όλα. Δεν φαίνονται άλλα χρώματα, γιατί η εικόνα είναι δημιούργημα εξ ολοκλήρου της Γαλάζιας Μαγείας. Δεν έχω την ασπίδα, όπως είχε ο Γιλβέρτος με τη γαλάζια δύναμη.»

«Μπορείς να την αποκτήσεις, αν εξασκηθείς πολύ. Ποτέ δεν ξέρεις.»


Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, να απολαμβάνουν το θέαμα της δημιουργίας του να κινείται χαλαρώνοντας τους.

«Τι ακριβώς είναι η Γιορτή του Καλοκαιριού;» τη ρώτησε κάποια στιγμή ο Ιάσονας.

«Στη Χώρα μας, κάθε φορά που έρχεται μια νέα εποχή, κάνουμε γιορτή για να την υποδεχτούμε. Όλη η χώρα γιορτάζει και γίνονται φεστιβάλ με χορούς και τραγούδια. Για παράδειγμα στη Γιορτή του Καλοκαιριού χορεύουμε γύρω από φωτιές και πολλά άλλα.» Ξάφνου το βλέμμα της γέμισε με θλίψη, σαν να νοσταλγούσε την πατρίδα της. Ο Ιάσονας αναρωτήθηκε για μία ακόμα φορά γιατί έφυγε από αυτήν κι αν μπορούσε κάποια στιγμή να γυρίσει πίσω, αλλά ήταν πολύ διακριτικός για να ρωτήσει.

Ακούγεται πολύ ενδιαφέρουσα κι όμορφη η χώρα της... σκέφτηκε. Μακάρι να μπορέσω να την επισκεφθώ κάποια μέρα μαζί της. Εντάξει, ίσως διαφωνώ λιγάκι με το θέμα του γάμου, όμως ίσως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί ο υπερπληθυσμός. Όμως κατά τα άλλα, φαίνεται εξίσου μαγική όσο και το Νησί των Μάγων. 


******************************************************

Το Σάββατο έφτασε επιτέλους και η παρέα ξέγνοιαστη, έχοντας ξεχάσει εκείνο το μικρό περιστατικό, βγήκαν σε μια καφετέρια. Η Ιφιγένεια κατάφερε τελικά να πείσει και την Έλενα να πάει μαζί τους, καθώς δεν ήθελε να χωριστούν οι παρέες τους εξαιτίας μια ατυχούς σχέσης που έληξε προτού καν αρχίσει. Η καινούργια της φίλη στην αρχή δίστασε, ήξερε ότι θα ήταν αμήχανο να ξαναδεί τον Γιάννη και να βρίσκονται στην ίδια παρέα χωρίς να έχει συμβεί τίποτα, αλλά ήθελε να δείξει ότι δεν είχε κανένα κόμπλεξ κι ότι το είχε ξεπεράσει. Η Άσπα και η Γιώτα δεν πήγαν μαζί, καθώς ακόμα κρατούσαν μούτρα στον Γιάννη που πλήγωσε τη φίλη τους.

«Φίλε, πόσο ΤΕΛΕΙΟ είναι που είμαστε κολλητοί με ένα Ξωτικό και έναν Μάγο! Πώς νιώθεις;» είπε ενθουσιασμένος ο Γιάννης στον Ηρακλή καθώς περίμεναν τα ροφήματα που είχαν παραγγείλει να φτάσουν στο τραπέζι τους.

«Σαν ομάδα από ταινία ή βιβλίο περιπέτειας.» αποκρίθηκε ο φίλος του. «Ένας Δράκος λείπει και θα είμαστε μια ολοκληρωμένη ομάδα.»

«Παιδιά, σταματήστε. Δεν είμαι Μάγος.» είπε γελώντας ο Ιάσονας.

«Μα γιατί το αρνείσαι;» τον ρώτησε η Ιφιγένεια.

«Ναι. Αφού ψάξαμε τα πάντα στο ίντερνετ σχετικά με την περίπτωση σου και δεν βρήκαμε τίποτα.» συμφώνησε μαζί της ο Γιάννης. «Οπότε, θα δώσουμε εμείς τη δική μας θεωρία!»

Είχε περάσει σχεδόν μία εβδομάδα από την άφιξη της Ιφιγένειας στο σχολείο και γενικά στο Βασίλειο του Νότου και ήδη ένιωθε άνετα με όλους τους. Πρώτη φορά που είχαν βγει εκτός σχολείου και όχι μετά το σχολείο και την είδαν να φοράει κάτι πέρα από τη σχολική στολή. Είχε επιλέξει μια τζιν φούστα, όχι πολύ κοντή και λευκό μπλουζάκι με μια ζακέτα από πάνω σε απαλό κίτρινο χρώμα και για παπούτσια είχε επιλέξει ένα ζευγάρι μαύρα all star. Ο Ιάσονας εκμυστηρεύτηκε κρυφά στα άλλα δύο αγόρια πως τους άρεσε το στυλ της, έτσι για μία ακόμα φορά δεν κατάφερε να αποφύγει τα πειράγματα τους! Εκείνοι είχαν ντυθεί επίσης απλά και καθημερινά, με φούτερ και τζιν, εκτός από τον Ηρακλή που φορούσε φόρμα ως συνήθως. Η Έλενα φορούσε τζιν παντελόνι, μια ροζ μπλούζα και ένα δερμάτινο τζάκετ από πάνω.

«Πάντως ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω το γεγονός ότι παντρεύεστε με προξενιά εκεί στη χώρα σου και κάνετε παιδιά μόνο κατόπιν ειδικής άδειας. Είναι αρκετά καταναγκαστικό.» είπε για μία ακόμα φορά ο Γιάννης.

«Πώπω, κόλλησε εκεί!» τον πείραξε ο Ιάσονας.

«Όχι, δεν με πειράζει. Λογικό που του φαίνεται περίεργο.» είπε η Ιφιγένεια. «Όμως τα περισσότερα Ξωτικά έχουμε προσαρμοστεί και δεν έχουμε πρόβλημα.»

«Έχει δίκιο.» συμφώνησε ο Ηρακλής. «Κάθε χώρα έχει δικές της παραδόσεις. Για παράδειγμα στην πατρίδα μου, την Ανατολή, ένας άντρας μπορεί να παντρευτεί παραπάνω από μία γυναίκα.»

«Άλλο πάλι και τούτο.» σχολίασε ο Γιάννης.

«Όσο πιο πλούσιος είναι», συνέχισε ο Ηρακλής κοιτάζοντας τον λοξά που τον διέκοψε, «συνήθως τόσες περισσότερες γυναίκες έχει για να μπορεί να τις συντηρεί. Υπάρχουν άρχοντες που έχουν ολόκληρα χαρέμια με συζύγους. Αλλά ο πατέρας μου έτυχε και αγάπησε μόνο μία γυναίκα, τη μητέρα μου, και ποτέ δεν θέλησε να παντρευτεί δεύτερη.»

Ο Γιάννης γέλασε.

«Φαντάζεστε τον Ηρακλή με χαρέμι, περιτριγυρισμένο από γυναίκες οι οποίες θα του κάνουν μασάζ μέσα σε ένα τζακούζι και θα τον ταΐζουν φρούτα;» εξήγησε το λόγο για τον οποίο ξέσπασε σε νευρικό γέλιο. Γέλασαν κι οι άλλοι, γιατί όντως θα τους φαινόταν περίεργο κι αστείο θέαμα αυτό με τον σοβαρό και μετρημένο φίλο τους.

«Μάλλον τη δική σου φαντασίωση μας περιέγραψες.» τον πείραξε η Έλενα, που ήταν η μόνη που δεν γέλασε. Όμως το ύφος της δεν φαινόταν κακοπροαίρετο, είχε μεν μια ειρωνεία αλλά όταν όλοι την κοίταξαν αμήχανα και ενώ ο Γιάννης δεν ήξερε τι να απαντήσει, χαμογέλασε περιπαικτικά. Μόνο οι δυο τους κατάλαβαν όμως που πήγαινε το αστείο και τι εννοούσε...

«Σε τάπωσε, φίλε μου.» του είπε ο Ηρακλής. «Και εδώ που τα λέμε, τα ήθελε ο πισινός σου.»

Έχει δίκιο. Μου άξιζε. Συμφώνησε μέσα του ο Γιάννης.


Έτσι λοιπόν, μετά από πολλά πειράγματα και τα ροφήματα που ήπιαν, και ενώ η Έλενα φαινόταν όντως να μην έχει πρόβλημα με την παρουσία του Γιάννη, οι πέντε φίλοι ξεχάστηκαν και άργησαν να φύγουν από την καφετέρια. Ο Ιάσονας συνόδευσε την Ιφιγένεια ως το σπίτι της, ενώ οι άλλοι τρεις πήραν τον άλλο δρόμο.

Η Ιφιγένεια και ο Ιάσονας κουβέντιαζαν ευχάριστα. Ήταν απίστευτο πόσα κοινά είχαν, παρόλο που προέρχονταν από διαφορετικούς κόσμους και πόσο άνετα ένιωθαν λες κι ήξεραν χρόνια ο ένας τον άλλον. Παραλίγο να ξεχαστούν και να προσπεράσουν το σπίτι της, αλλά η Ιφιγένεια κοντοστάθηκε την τελευταία στιγμή έξω από αυτό.

«Λοιπόν, φτάσαμε. Εδώ είναι το σπίτι μου.» είπε και έδειξε το απέναντι κτήριο. Ήταν μια μικρή, διώροφη, πολύ όμορφη μονοκατοικία σε λευκό χρώμα με κεραμίδια στην οροφή της.

«Πολύ ωραίο σπίτι.» είπε ο Ιάσονας, ωστόσο παρατήρησε πως ήταν σκοτεινό. Αποκλείεται οι γονείς της να είχαν πέσει για ύπνο απ' τις εννέα το βράδυ.

«Λείπουν οι δικοί σου;» τόλμησε να ρωτήσει.

Η Ιφιγένεια έσκυψε το κεφάλι, ντροπαλά θα έλεγε ο Ιάσονας. Σαν να μην ήθελε να τη δει να κοκκινίζει στο φως της λάμπας του δρόμου. Ή ίσως ήθελε να του πει να ανέβει να του δείξει το σπίτι και να της κάνει παρέα μέχρι να γυρίσουν οι γονείς της, αλλά δεν τολμούσε.

«Ε... Μάλλον. Κάπου θα έχουν πάει.» είπε κι έπειτα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Λοιπόν, θα τα πούμε Ιάσονα. Καληνύχτα.»

«Καληνύχτα.» της είπε κι εκείνος βάζοντας τα χέρια στις τσέπες και την παρακολούθησε καθώς περνούσε βιαστικά απέναντι. Δεν τον πείραζε που δεν τον προσκάλεσε μέσα, άλλωστε δεν είχε πονηρό, παρά μόνο φιλικό σκοπό. Όμως γνωρίζονταν μόνο πέντε μέρες, οπότε λογικό να μην είχε χτιστεί ακόμα η απαραίτητη εμπιστοσύνη που χρειάζεται και ας ένιωθαν άνετα ο ένας με την παρέα του άλλου. Αφού βεβαιώθηκε πως μπήκε με ασφάλεια στο σπίτι της και αφού εκείνη του έριξε μια τελευταία ματιά πριν κλείσει την πόρτα, κίνησε και ο ίδιος για το δικό του.

******************************************************************************************

Ο Γιάννης μπήκε στο σπίτι του μέσα από τη μεγάλη σκαλιστή πόρτα της εισόδου. Δεν πρόλαβε καλά- καλά να αναζητήσει τους γονείς του και ακούστηκε η αυστηρή φωνή του πατέρα του:

«Άργησες. Ξανά.»

Η αυστηρή του φιγούρα εμφανίστηκε μέσα απ' το σαλόνι, από όπου ερχόταν και ο φωτισμός από ένα πορτατίφ. Όλο το υπόλοιπο σπίτι ήταν σκοτεινό. Όντως είχε αργήσει. Μετά τον αποχωρισμό της παρέας και αφού άφησαν την Έλενα σπίτι της, εκείνος και ο Ηρακλής αποφάσισαν πως δεν ήθελαν να κλειστούν στα σπίτια τους από τόσο νωρίς Σαββατόβραδο και πήγαν να πιουν ένα ποτό σε ένα μπαρ εκεί κοντά, έτσι η ώρα είχε προχωρήσει αρκετά.

«Που ήσουν;» τον ρώτησε κοιτάζοντας τον με το πάντα σοβαρό και ανέκφραστο πρόσωπο του.

«Ε... Είχαμε βγει για καφέ με τα παιδιά.»

«Πάλι με εκείνους τους πληβείους;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας του απ' το σαλόνι. Ο Γιάννης έκανε δυο βήματα προς αυτό και την είδε, καθόταν στον καναπέ εξίσου σοβαρή και έπινε ένα ποτήρι κονιάκ.

«Είναι οι φίλοι μου! Και δεν επιτρέπω να μιλάς έτσι για αυτούς!» αναφώνησε. Ήταν μια απ' τις λίγες φορές που ύψωνε φωνή κι ανάστημα έτσι.

«Σιωπή!» του φώναξε ο πατέρας του και τον κοίταξε πάλι με εκείνο το βλέμμα που πάντα τον τρομοκρατούσε...

«Αν ξαναμιλήσεις έτσι στη μητέρα σου, δεν πρόκειται να σε αφήσω να τους ξαναδείς.» του είπε και ο Γιάννης χαμήλωσε το βλέμμα όπως έκανε πάντα.

«Μάλιστα. Συγνώμη, πατέρα.»

«Καλώς. Και για να έχουμε καλό ερώτημα, τι έκανες τόσες ώρες με αυτούς;»

«Σας είχα πει πως θα πηγαίναμε για καφέ.»

«Για καφέ πήγατε στις έξι και η ώρα είναι έντεκα. Σε περιμέναμε για να φάμε, όπως πρέπει κι όπως κάνουμε πάντα μια συγκεκριμένη ώρα και εσύ...» Πλησίασε κι άλλο κοντά του και ρουθούνισε, σαν να προσπαθούσε να μυρίσει κάτι.

«Ήπιες αλκοόλ; Ώστε πήγατε και για ποτό.» συμπέρανε.

«Γ... για μια μπύρα... πήγαμε μετά εγώ κι ο Ηρακλής.»

«Είσαι ανήλικος! Δεν επιτρέπεται να πίνεις!» του φώναξε ξαφνικά σηκώνοντας το χέρι του σαν να επρόκειτο να τον χτυπήσει, και έπειτα την αμέσως επόμενη στιγμή ηρέμησε. Η μητέρα του δεν αντέδρασε καθόλου σε εκείνη την κίνηση του, ούτε καν τους κοίταξε.

«Έλα στο γραφείο μου. Θέλω να μιλήσουμε οι δυο μας.» του είπε ο πατέρας του. Ο Γιάννης δεν είχε παρά να τον ακολουθήσει.

Ακολούθησε τον πατέρα του στον επάνω όροφο, ένα αρκετά μεγάλο γραφείο με σύγχρονη διακόσμηση και τζαμαρίες που έβλεπαν στον κήπο. Ούτε εκεί άναβε κανονικό φως, μόνο μια επιτραπέζια λάμπα επάνω στην επιφάνεια του γραφείου, λες και ήθελε να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα σκοταδιού και φόβου.

Στάθηκε μπροστά από τη τζαμαρία και κοιτάζοντας από κάτω είπε:

«Με απογοητεύεις κάθε μέρα και περισσότερο, Ιωάννη.»

Ο Γιάννης ήξερε πως δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο τον πλήγωσε αυτή η πρόταση. Πόσο τον πλήγωνε το γεγονός ότι κάθε μέρα προσπαθούσε να είναι ο γιος που ήθελαν αλλά δεν τα κατάφερνε, γιατί ό,τι κι αν έκανε δεν ήταν αρκετό.

«Αντί να μελετάς οικονομία και να με βοηθάς στα λογιστικά της εταιρείας, μιας εταιρείας που εσύ θα διευθύνεις μία μέρα, τριγυρνάς συνεχώς με εκείνους τους φίλους σου, και τώρα ήρθε να προστεθεί και εκείνο το Ξωτικό στην παρέα σας. Λες και δεν είχαμε κι άλλα προβλήματα...»

Ο Γιάννης απόρησε.

«Πού το έμαθες...;» είπε. Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε επιτέλους.

«Έχω γνωριμίες παντού, ακόμα και στο σχολείο σου. Έμαθα για τη μεταγραφή της καινούργιας μαθήτριας και ότι κάνει ιδιαίτερη παρέα με εσένα και με τους άλλους δύο.»

«Και ποιο είναι το πρόβλημα σου με αυτήν;» τόλμησε να ρωτήσει, έτοιμος να υπερασπιστεί τη φίλη του.

«Κανένα πρόβλημα. Απλώς, τα Ξωτικά σπάνια εγκαθίστανται σε ξένους τόπους και μου φαίνεται πολύ ύποπτη η μεταγραφή της εδώ. Επιπλέον, δεν γνωρίζω τίποτα για τους γονείς της και κανένας δεν τους έχει δει στην πόλη. Δεν έχουν κάνει την εμφάνιση τους πουθενά. Όμως αποκλείεται να έστειλαν μόνη της μια ανήλικη εδώ, εκτός και αν συντρέχει σοβαρός λόγος.»

Ο γιος του δεν συγκρατήθηκε αυτή τη φορά:

«Τι είναι αυτά που λες;! Από πού κι ως που ασχολείσαι εσύ με την Ιφιγένεια;! Είναι φίλη μου και ένα πολύ καλό κορίτσι! Τίποτα ύποπτο δεν συμβαίνει!» Μα που έβρισκε το κουράγιο και αντιστεκόταν έτσι; Άραγε η σκέψη και μόνο της Ιφιγένειας του έδινε δύναμη;

«Φίλη σου;» σχολίασε ειρωνικά ο πατέρας του. «Πόσο καιρό την ξέρεις; Πέντε μέρες; Και την εμπιστεύεσαι;»

«Γιατί σε νοιάζει εσένα;» τον ρώτησε σφίγγοντας τα δόντια με συγκρατημένη οργή.

«Δεν με νοιάζει. Για εμένα είναι τόσο ασήμαντη, όσο και οι άλλοι δύο φίλοι σου. Για εσένα νοιάζομαι, για να μη μπλεχτείς άθελα σου μια μέρα σε κάποια περιπέτεια που δεν σε αφορά.»

«Τι εννοείς;» ρώτησε πιο σαστισμένος τώρα ο Γιάννης. Ο πατέρας του έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να διώξει κάτι, σαν αδιαφορία.

«Τίποτα... Τίποτα. Άσε με μόνο να ξέρω κάτι παραπάνω. Αύριο θα σε ξυπνήσω στις εφτά για πρωινή προπόνηση, ως τιμωρία που άργησες και αμέσως μετά έχει μελέτη στατιστικής, αφού κάνεις τα μαθήματα για το σχολείο σου πρώτα, φυσικά. Για αυτό μην κανονίσεις πάλι να βγεις με εκείνους τους άχρηστους και με την καινούργια...»

Ο Γιάννης έσφιξε τις γροθιές του, ήθελε να αντιμιλήσει πάλι, μα δεν τόλμησε. Δεν ήθελε να υποστεί κι άλλη, πιο σκληρή τιμωρία.

«Πήγαινε τώρα να κοιμηθείς για να ξυπνήσεις νωρίς αύριο.» του είπε. Και ο Γιάννης τον καληνύχτισε με το ζόρι κι έφυγε. Είχε εφτά περίπου ώρες να κοιμηθεί, δεν θα τις σπαταλούσε σε άλλες ανούσιες κουβέντες και τσακωμούς.

Το επόμενο πρωί τον ξύπνησε στις εφτά ακριβώς και, χωρίς να τον αφήσει ούτε καν να πάρει πρωινό, μόνο να πάει στην τουαλέτα για να πλυθεί και να ετοιμαστεί, του είπε πως τον περίμενε στον ειδικό χώρο προπόνησης στον κήπο. Ο Γιάννης μετά την πρωινή ρουτίνα και ενώ ακόμα ένιωθε πως αν καθόταν ξανά στο κρεβάτι θα τον έπαιρνε ο ύπνος, ντύθηκε με τη λευκή στολή της προπόνησης πάλης, τη μαύρη ζώνη και τα ειδικά σανδάλια και κατέβηκε κάτω. Η μητέρα του έπινε καφέ στο σαλόνι διαβάζοντας ένα περιοδικό. Την καλημέρισε και κίνησε προς τον κήπο.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top