Κεφάλαιο 49: Τιμωρία και Άφεση

Ο Ιάσονας βρισκόταν ακόμα πεσμένος στο έδαφος πληγωμένος, όμως οι σωματικές πληγές ήταν το λιγότερο που τον ενδιέφεραν. Είχε αποτύχει πλήρως να σώσει την Ιφιγένεια ή έστω να τη δει... Ο Ωρίωνας του είπε πως δεν την πείραξε, όμως πώς ήξερε αν του έλεγε την αλήθεια; Κι αν δεν την έβλαψε σωματικά, της είχε ασκήσει σίγουρα ψυχολογική βία, ξεκινώντας από τον εκβιασμό της για να τον ακολουθήσει στη Σκοτεινή Διάσταση.

«Φτάνει, Ιάσονα! Αρκετά με τις αρνητικές σκέψεις! Ό,τι έγινε, έγινε! Τώρα σήκω και πάμε πίσω, και θα προσπαθήσουμε να σώσουμε την Ιφιγένεια κατά τη διάρκεια της μεγάλης μάχης όπως ήταν εξαρχής το σχέδιο!» άκουσε τη φωνή του Ντέριου, επιτακτική, προσπαθώντας να του δώσει θάρρος.

«Θα είναι καλά το κορίτσι σου.» συνέχισε σε πιο ήπιο και σοβαρό τόνο. «Είναι δυνατή, δεν θα καταφέρουν να τη λυγίσουν... Και εσύ μπορεί να μην κατάφερες τίποτα τώρα, όμως συγκέντρωσες κάποιες πληροφορίες τις οποίες πρέπει να αποκαλύψεις στο στρατό , για να ξέρουν με τι πλάσματα έχουν να κάνουν. Αν ο Τέταρτος Λοχαγός είναι υπεύθυνος για τη γενοκτονία των Ορκ, δεν τολμώ καν να φανταστώ τι εγκλήματα θα έχουν διαπράξει οι άλλοι τρεις και ο Λόρδος Άνθιμος. Θα έχουν ξεπεράσει μέχρι και εμένα!»

«Έχεις... δίκιο...» είπε ο Ιάσονας και άγγιξε την ουλή στο λαιμό του, έπειτα το κόψιμο στο στήθος του. Είχαν αρχίσει να κλείνουν, όμως ακόμα ένιωθε αδύναμος και πονούσε παντού.

«Πρέπει να σηκωθώ. Οι φίλοι μου θα ανησυχούν και ίσως έχουν αντιληφθεί και οι άρχοντες ότι λείπω.» και σφίγγοντας τα δόντια σηκώθηκε με δυσκολία, πλησίασε το σπαθί και το σήκωσε.

Καθώς κατευθυνόταν προς την έξοδο, πέρασε δίπλα από φρουρούς και στρατιώτες των Σκοτεινών, και εκείνοι όντως δεν τον πείραξαν, όμως έδειχναν απειλητικά τα δόντια τους και γρύλιζαν σαν άγρια ζώα από όπου περνούσε. Οι φρουροί του άνοιξαν τις πύλες κοιτάζοντας τον εξίσου άγρια και κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδο βαδίζοντας με δυσκολία.

{...}

Την ίδια στιγμή που ο Ιάσονας έφευγε από το κάστρο, η Ιφιγένεια βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένη στο δωμάτιο της με τον Ωρίωνα μέσα σε μια άβολη σιωπή.

«Ξέρεις...» έσπασε ξαφνικά τη σιωπή το νεαρό ξωτικό. «Εμείς οι Θεραπευτές πληρώνουμε ένα τίμημα για αυτή την ευλογημένη απ' τους Θεούς δύναμη μας. Δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε τον εαυτό μας, εκτός και αν ένας άλλος θεραπευτής μας γιατρεύσει, κι όσο είμαστε πληγωμένοι δεν μπορούμε να γιατρεύσουμε άλλους. Όμως νομίζω πως έχω ανακτήσει κάποιες απ' τις δυνάμεις μου, οπότε μπορώ να θεραπεύσω τις πληγές σου.»

«Δεν χρειάζεται.» της είπε, όμως εκείνη ανασηκώθηκε και πλησίασε τα χέρια της σε εκείνον. Ο Ωρίωνας ξαφνιάστηκε, όμως την άφησε να τοποθετήσει τις παλάμες της πάνω του, τη μία στο στήθος και την άλλη κάπου ψηλά στην πλάτη του. Ήταν πολύ ζεστές σε σχέση με τη χαμηλή θερμοκρασία του σώματος του. Η Ιφιγένεια συγκεντρώθηκε και άφησε τη βιολετί ενέργεια να απλωθεί στο σώμα του, κάνοντας τις πληγές αργά και σταδιακά να κλείνουν με το γνωστό τρόπο, αν και καταβάλλοντας περισσότερη προσπάθεια από ότι συνήθως λόγω των τραυματισμών της. Εκείνος παρέμεινε ακίνητος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια.

Όταν τελείωσε, η Ιφιγένεια απομάκρυνε τα χέρια της ξέπνοη. Ένιωσε μια ελαφριά ζαλάδα και ξάπλωσε πάλι πίσω. Μόνο μια πληγή δεν έκλεισε, εκείνη η σκοτεινή τρύπα στο στήθος.

«Υπάρχει ένα σημείο σου που δεν μπορώ να θεραπεύσω.» είπε.

«Αυτό δεν θεραπεύεται, όπως και το σημάδι της μεταμόρφωσης στο λαιμό μου.» την επιβεβαίωσε ο Ωρίωνας. «Σίγουρα θα είναι αρκετά γνωστή στο είδος σου η ιστορία του αφανισμού των τελευταίων Ορκ.» είπε έπειτα, ξαφνιάζοντας την. Τι σχέση είχε αυτό άραγε;

«Ναι, τη γνωρίζω πολύ καλά. Όμως το όνομα του Άρχοντα εκείνου που διέπραξε τη γενοκτονία τους δεν έγινε ποτέ γνωστό και για κάποιο λόγο δεν το θυμάται κανένας.»

«Εγώ ήμουν αυτός.» της είπε απότομα με σκοτεινό ύφος. «Εγώ ήμουν εκείνος ο άρχοντας.» Και της αφηγήθηκε περιληπτικά την ιστορία όπως την είχε πει νωρίτερα στον Ιάσονα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μεταμόρφωσε τον ίδιο και την Ελπινίκη ο Λόρδος Άνθιμος, επαναφέροντας τους στη ζωή.

Η Ιφιγένεια τον άκουσε σοκαρισμένη. Έτσι εξηγούνταν όλα, η συμπεριφορά και η ψυχρότητα του, η έλλειψη συναισθημάτων... Πάντα θυμόταν να ανατριχιάζει με αυτή την ιστορία και να λυπάται τα αθώα Ορκ που χάθηκαν και ας έλεγαν πολλοί ότι ήταν ένα αναγκαίο κακό για την προστασία του είδους της. Όμως δεν περίμενε ποτέ να συναντήσει εκείνον τον άρχοντα αυτοπροσώπως. Όλοι έλεγαν πως είχε πεθάνει.

«Γιατί;» ρώτησε με παράπονο. «Τι σου έφταιξαν οι άμαχοι του χωριού; Ήταν αθώοι...»

«Κανένα Ορκ δεν ήταν αθώο.» της απάντησε ψυχρά. «Μεγάλωναν τα παιδιά τους καλλιεργώντας μίσος στις ψυχές τους για τα Ξωτικά και σχεδιάζοντας την επανάσταση για να μας αφανίσουν όλους. Εμείς που βρισκόμασταν πιο κοντά από όλους στο χωριό τους τα ζήσαμε από πρώτο χέρι αυτά. Μας δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα, απειλούσαν τη γη μας και έκλεβαν τα ζώα μας για να τα φάνε. Οι Ανώτεροι Άρχοντες ζητούσαν μία λύση και τους την έδωσα, κι ύστερα το θεώρησαν γενοκτονία γιατί οι πολίτες σε άλλα μέρη της χώρας άρχισαν να ξεσηκώνονται. Βλέπεις, αυτό είναι το είδος σου. Σε χρησιμοποιούν και ύστερα σε πετάνε όταν δεν σε χρειάζονται.»

Η Ιφιγένεια δεν ήθελε να συνεχίσει εκείνη τη συζήτηση. Ήταν πολύ όλο αυτό για να το αντέξει.

«Η Λίλιαν...» είπε έπειτα διστακτικά. «Τι θα της κάνεις; Πώς θα την τιμωρήσεις;»

«Αυτό δεν σε αφορά.» της απάντησε. «Συνήθως, η τιμωρία για τέτοιου είδους παραβάσεις είναι θάνατος. Και δεν πιστεύω πως θα λείψει στον Λόρδο Άνθιμο μία από τις πόρνες του.»

Το Ξωτικό ξεροκατάπιε.

«Δεν θέλω να τιμωρηθεί...» είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Έκανε ένα λάθος. Έχει αισθήματα για τον Λόρδο Άνθιμο και η ζήλεια την τύφλωσε. Σε παρακαλώ... Δεν θέλω να πεθάνει εξαιτίας μου...»

Ο Ωρίωνας την κοίταξε εξεταστικά για λίγο, έπειτα μίλησε:

«Γιατί είσαι τόσο καλή με όλους μας;» ρώτησε. «Θεράπευσες τις πληγές μου, παρόλο που γνώριζες ότι πλήγωσα ένα άτομο για τον οποίο νοιάζεσαι. Και η Λίλιαν σε χτύπησε άσχημα, θα μπορούσε να σε σκοτώσει και παρόλο που θα έπρεπε να τη μισείς, δεν θέλεις να τιμωρηθεί. Γιατί;»

«Επειδή... Δεν νιώθω μίσος για κανέναν, ούτε θέλω να πληγώνεται κανένας... Έχω μάθει να συγχωρώ και να μην κρατώ κακία.» παραδέχτηκε η Ιφιγένεια μελαγχολικά. «Όλοι κάνουμε λάθη και ξέρω πως όλοι έχουν έστω και λίγο το καλό μέσα τους. Ακόμα και ένα πλάσμα δίχως καρδιά σαν εσένα.» Αυτά τα λόγια της φάνηκαν να βάζουν σε σκέψεις το Σκοτεινό Ξωτικό, ωστόσο τότε επέστρεψε ο Βαρόνος και η συζήτηση τους διακόπηκε. Ενημέρωσε τον αφέντη του ότι είχε εκτελέσει τις διαταγές του και ότι ο Αντίνοος βρισκόταν στο δωμάτιο του με τη Βίβιαν, την αδελφή της Λίλιαν. Ο Ωρίωνας τότε, προτού φύγει είπε στην Ιφιγένεια:

«Δεν με επηρεάζουν τα λόγια σου, Ξωτικό. Ότι και αν λες, έχω ένα καθήκον και αυτό είναι να τιμωρήσω την υπαίτια για την κατάσταση σου ούτως ώστε να μην σε βλάψει ξανά.» και βγήκε, αφήνοντας την με νέα δάκρυα να κυλούν και με τον Βαρόνο να κάθεται στη ράχη του καναπέ λίγα μέτρα παραπέρα και να την κοιτάζει εξεταστικά.

Ένιωθε τόσο ανόητη που πίστευε ότι μπορούσε να σώσει την ψυχή του... Πώς θα μπορούσε όμως, τη στιγμή που δεν είχε καν ψυχή; Τη στιγμή που είχε μετατραπεί σε ένα ον που έβλεπε τα πάντα με ψυχρή λογική; Και τώρα που έμαθε την αλήθεια για εκείνον, για το τι είχε διαπράξει και πόσο αδίστακτος ήταν, βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στην απελπισία, γιατί ήξερε ότι ο Ιάσονας δεν θα δίσταζε να συγκρουστεί μαζί του ξανά.

Πρόσεχε, Ιάσονα... είπε από μέσα της.

{...}

Ο Αντίνοος βρισκόταν στο βασιλικών διαστάσεων κρεβάτι του με την ξανθιά καλλονή Βίβιαν στην αγκαλιά του. Τον είχε προκαλέσει και δεν μπορούσε να της αντισταθεί, έτσι σκέφτηκε ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα αν έφευγε για λίγο και άφηνε τη μικρή κρατούμενη μόνη της... Η λαγνεία τον είχε κυριεύσει και δεν σκεφτόταν καθαρά.

Όσο για εκείνη, αν και δεν της άρεσε εμφανισιακά και σαν χαρακτήρας ο Αντίνοος, όφειλε να ομολογήσει ότι απολάμβανε πάντα το σεξ μαζί του. Τώρα είχαν τελειώσει από έναν ακόμα γύρο, χωρίς να έχουν αντιληφθεί πόση ώρα είχε περάσει. Άραγε η αδελφή της θα είχε καταφέρει να κάνει αυτό που ήθελε; Και η ίδια θα προλάβαινε να κρυφτεί προτού τις ανακαλύψουν;

«Τι σκέφτεσαι, μωρό μου; Πόσο καλός εραστής είμαι;» διέκοψε τις σκέψεις της ο Αντίνοος.

«Ε... Ναι, φυσικά, Λοχαγέ Αντίνοε... Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν.» του απάντησε με το γνωστό νάζι της.

«Τότε... Τι λες για ένα ακόμα γύρο;» τη ρώτησε. Η Βίβιαν δεν είπε όχι... Αν και κάποια στιγμή θα έπρεπε να επιστρέψει στο πόστο του, δεν τον σταμάτησε όταν τη φίλησε ξανά με πάθος.

Εκείνη τη στιγμή όμως, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η Βίβιαν σκεπάστηκε βιαστικά με το σεντόνι. Ήταν Ωρίωνας, ο οποίος κοιτούσε αυστηρά τον Αντίνοο χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στην ίδια.

«Ωρίωνα!» αναφώνησε αμήχανα ο Αντίνοος. «Τι χάλια είναι αυτά; Σε δυσκόλεψε πολύ το νιάνιαρο, ε;»

«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε εκείνος με ήρεμη, αλλά απειλητική φωνή.

«Ε... Το προφανές, δεν βλέπεις;»

«Έφυγες από το πόστο σου και εξαιτίας σου, το ξωτικό δέχτηκε επίθεση από τη Λίλιαν. Τη χτύπησε πολύ άσχημα. Για μία ακόμη φορά, δεν κατάφερες να ελέγξεις τις ορμές σου, Ένατε.»

«Εμ... Εγώ να πηγαίνω, σιγά- σιγά...» είπε φοβισμένη η Βίβιαν και αρπάζοντας το σεντόνι, τυλίχθηκε με αυτό σαν φόρεμα, μάζεψε τα ρούχα της από κάτω και έκανε να περάσει την πόρτα του δωματίου, όμως το σπαθί του Ωρίωνα μπήκε μπροστά της. Είχε κηλίδες ξεραμένου αίματος πάνω του.

«Στάσου.» της είπε. «Παρέσυρες τον Αντίνοο για να επιτεθεί η αδελφή σου στο Ξωτικό. Έχεις και εσύ μερίδιο ευθύνης.»

Η κοπέλα κοίταξε τον Αντίνοο, ο οποίος δεν έκανε καμία προσπάθεια να την υπερασπιστεί, αντιθέτως ανασήκωσε απλά τους ώμους του.

«Σας... παρακαλώ, Λόρδε Ωρίωνα...» είπε τελικά. «Δεν ήξερα τι σχεδίαζε να κάνει... Μου ζήτησε απλά σαν χάρη να τον απασχολήσω και το έκανα. Σας παρακαλώ, συγχωρέστε με. Αν ήξερα ότι θα χτυπούσε την κοπέλα δεν θα το έκανα, σας το ορκίζομαι...!» και τον κοίταξε ικετευτικά.

«Καλώς. Δεν θα σε τιμωρήσω αφού δεν γνώριζες.»

«Αλήθεια;» απόρησε έκπληκτη.

«Εξαφανίσου από μπροστά μου, προτού αλλάξω γνώμη.» είπε και έκανε στην άκρη το σπαθί του για να περάσει. Εκείνη έφυγε τρέχοντας.

«Ω, έλα τώρα, Ώρι... Γιατί χαλάς πάντα τη διασκέδαση;» είπε ο Αντίνοος τότε και αφού σηκώθηκε απρόθυμα άρχισε να ντύνεται.

«Αυτό που έκανες ήταν πολύ σοβαρό. Είχα δίκιο που είπα στον Αδάμ ότι δεν είσαι άξιος εμπιστοσύνης. Ωστόσο δεν θα σε τιμωρήσω ούτε εσένα, όχι όσο σε χρειαζόμαστε για τον πόλεμο.» είπε και έφυγε.

Βρήκε τη Λίλιαν στο δωμάτιο της, και εκείνη σηκώθηκε αμέσως φοβισμένη μόλις τον είδε.

«Λ... Λόρδε Ωρίωνα...» ψέλλισε.

«Αυτό που έκανες είναι ασυγχώρητο.» της είπε πλησιάζοντας την απειλητικά. Εκείνη έκανε πίσω βήματα ώσπου κόλλησε στον τοίχο.

Πάει, ήρθε το τέλος μου! Είπε από μέσα της.

«Επιτέθηκες στο Ξωτικό και τη χτύπησες εξαιτίας της ανόητης εμμονής σου, ενώ γνώριζες πόσο χρήσιμη μας είναι για τον επερχόμενο πόλεμο. Και για αυτό, πρέπει να τιμωρηθείς.»

Η Λίλιαν έπεσε στα γόνατα.

«Ό... Όχι... Σας παρακαλώ... Δεν θα το ξανακάνω! Ήταν μια στιγμή αδυναμίας, η ζήλεια με τύφλωσε και δεν ήξερα τι έκανα... Συγνώμη!» φώναζε απελπισμένα, βάζοντας τα χέρια της μπροστά σαν ασπίδα. Δεν είχε νόημα να παλέψει εναντίον του, ήξερε πόσο πιο δυνατός ήταν και ότι η μάχη θα ήταν χαμένη.

«Φοβάσαι εμένα, αλλά δεν διστάζεις να τα βάλεις με άμαχους. Τόσο αξιολύπητη είσαι. Και δεν θα λείψεις καθόλου στον Λόρδο Άνθιμο.» και έβγαλε το σπαθί του, εκείνη είχε μαζευτεί σαν μια μπάλα στο πάτωμα...

Τότε όμως, σαν κάτι να τον σταμάτησε. Δεν ήξερε γιατί, ίσως τελικά τα λόγια της Ιφιγένειας να τον είχαν επηρεάσει άθελα του. Ίσως πάλι να μην είχε κανένα νόημα αυτός ο φόνος.

Η Λίλιαν άκουσε τον ήχο του σπαθιού να μπαίνει ξανά στη θήκη, σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε στην αρχή με έκπληξη, ύστερα με ανακούφιση.

«Δεν αξίζεις ούτε το θάνατο.» είπε ο Ωρίωνας και έφυγε. Δεν είχε ιδέα τι του συνέβαινε. Δεν τιμώρησε κανέναν από όσους έφταιγαν, ενώ κάποτε θα το έκανε δίχως δισταγμό. Έδωσε άφεση στη Βίβιαν, στον Αντίνοο, ακόμα και στη Λίλιαν χάρισε τη ζωή της επειδή του το είχε ζητήσει εκείνο το θυληκό ξωτικό. Τελικά όντως τον επηρέαζε - και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό.

Ωστόσο δεν θα την έβλαπτε ποτέ, ακόμα και αν την είχε απειλήσει για αυτό. Δεν θα μπορούσε, ακόμα κι αν αυτή ήταν η διαταγή του. Όμως ούτε να την αφήσει ελεύθερη σκόπευε.

{...}

Ο Γιάννης και ο Ηρακλής είχαν πάει πάλι στην άκρη του στρατοπέδου και περίμεναν με αγωνία. Είχαν καλύψει τον Ιάσονα σε όσους τον αναζήτησαν λέγοντας διάφορες δικαιολογίες και ψέματα, όμως είχε περάσει αρκετή ώρα, ο Άρχοντας Έλιος είχε αρχίσει να τους υποψιάζεται και εκείνοι ανησυχούσαν και φοβούνταν για τον φίλο τους. Και εκτός αυτού, τα Ξωτικά φρουροί σε εκείνο το σημείο τους κοιτούσαν περίεργα, έχοντας αρχίσει και εκείνοι να υποπτεύονται διάφορα.

«Πού είναι;» αναρωτήθηκε για μία ακόμα φορά ο Γιάννης, χαμηλόφωνα βέβαια για να μην τους ακούσουν. «Κι αν του συνέβη κάτι; Αν τον σκότωσαν; Θεέ μου, δεν έπρεπε να τον αφήσουμε να πάει...»

«Αφού τον ξέρεις, δεν τον ξέρεις; Μια ζωή του κεφαλιού του κάνει. Ελπίζω αυτή τη φορά να μην το φάει το κεφάλι του...» είπε ο Ηρακλής, όμως εκείνη τη στιγμή άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και κοίταξε πέρα. Ο Γιάννης ακολούθησε το βλέμμα του και είδαν τον φίλο τους, αρκετά μέτρα πιο πέρα, να βαδίζει κουτσαίνοντας και βαστώντας τον κορμό του.

«Ιάσονα;! Είναι πληγωμένος!» αναφώνησε ο Γιάννης. Ανακουφισμένοι που τουλάχιστον ήταν ζωντανός, έτρεξαν κοντά του.
Οι φρουροί ακολούθησαν επίσης τρέχοντας θορυβημένοι.

Τα δυο αγόρια στήριξαν τον φίλο τους, ο οποίος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει.

«Τι συνέβη, Ιάσονα; Κατάφερες να μπεις; Γιατί είσαι πληγωμένος; Η Ιφιγένεια;» ρωτούσε τη μια ερώτηση μετά την άλλη ο Γιάννης.

«Δεν... κατάφερα να τη δω...» ψέλλισε εκείνος.

«Τι συμβαίνει, μπορεί να μας εξηγήσει κάποιος;!» φώναξε ο ένας φρουρός.

«Μεγάλη ιστορία.» του απάντησε ο Ηρακλής. «Κουράγιο, φίλε.» είπε έπειτα στον Ιάσονα καθώς είχε περάσει το χέρι του στον ένα ώμο του και ο Γιάννης στον άλλον.

«Να τον πάμε σε κάποιον θεραπευτή.» είπε ο Γιάννης.

«Στον Άρχοντα Έλιο να με πάτε. Πρέπει να του μιλήσω. Έτσι κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα θα μάθει ότι πήγα εκεί...» είπε εκείνος και έτσι συμφώνησαν, θα καλούσαν όμως σίγουρα και έναν θεραπευτή, δεν μπορούσαν να τον αφήσουν έτσι...

Ο Έλιος βρισκόταν στη σκηνή του μαζί με τη Λαίδη Αθηνά, τον Άρχοντα Παύλο και τον Ζαχαρία. Σηκώθηκαν όλοι ανήσυχοι μόλις είδαν τον Ιάσονα τραυματισμένο, να μπαίνει υποβασταζόμενος από τους δύο κολλητούς του. Ο Ζαχαρίας και ο Παύλος έτρεξαν αμέσως κοντά τους.

«Ιάσονα;! Για όνομα των Θεών, τι συνέβη;!» αναφώνησε ο Έλιος.

«Πήγα... στο Κάστρο... ήθελα να βρω την Ιφιγένεια. Δεν τα κατάφερα...»

«Τι;!» απόρησε η Αθηνά.

«Έλα, παιδί μου, κάθισε να σε θεραπεύσω.» του είπε ο Ζαχαρίας και είπε στα παιδιά να τον αφήσουν να ξαπλώσει πάνω σε ένα ανάκλιντρο.

Ο Ζαχαρίας έβαλε τις παλάμες του πάνω στο σώμα του και τον θεράπευσε αμέσως, κλείνοντας του όλες τις πληγές. Ο Ιάσονας τότε ανακάθισε στην άκρη του ντιβανιού.

«Τώρα θα μας πεις τι συνέβη;» ρώτησε ο Άρχοντας Παύλος κοιτάζοντας τον με ανησυχία.

Ο Ιάσονας τους τα αφηγήθηκε όλα, από τη στιγμή που σκέφτηκε να εισβάλλει κρυφά στο κάστρο των εχθρών για να βρει την Ιφιγένεια και αν μπορούσε να τη σώσει, στη συνάντηση του τελικά με τον Ωρίωνα και τη μάχη τους, καθώς και σε όλα όσα έμαθε για εκείνον. Τα συναισθήματα και οι σκέψεις ολονών ήταν μπερδεμένες, δεν ήξεραν από πού να αρχίσουν.

«Καταρχάς, αυτό που έκανες ήταν πολύ επικίνδυνο και παράκουσες τις εντολές μου να μη φύγει κανένας από τα όρια που έχουμε βάλει!» τον επέπληξε ο Έλιος, και ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε τόσο αυστηρό. Όμως ο Ζαχαρίας τον κοιτούσε με ευγνωμοσύνη που ήταν διατεθειμένος να θυσιαστεί για την κόρη του, που τόλμησε να μπει στο κάστρο για να τη σώσει, έστω και αν ήξερε ότι δεν είχε ελπίδες, ενώ κανένας άλλος δεν τολμούσε να το κάνει παραβαίνοντας τις διαταγές του Άρχοντα τους.

«Ζητώ συγνώμη.» αποκρίθηκε εκείνος. «Το ξέρω πως ήταν παράτολμο. Όμως δεν άντεχα να περιμένω, ήθελα έστω να τη δω, να βεβαιωθώ πως ήταν καλά. Και όχι μόνο δεν τα κατάφερα, αλλά τραυματίστηκα κιόλας.»

«Ωστόσο, κατάφερες και έμαθες κάποια πράγματα σχετικά με τους εχθρούς. Δεν είναι βέβαια τόσο χρήσιμες πληροφορίες, αλλά τουλάχιστον τώρα πια θα ξέρουμε με ποιους έχουμε να κάνουμε. Υπάρχει μια ιεραρχία στο σύστημα διακυβέρνησης, ο Άνθιμος έχει υπό τις διαταγές του εννέα λοχαγούς με τους λόχους τους. Δεν γνωρίζουμε πώς θα τους μοιράσει, ποιους θα αφήσει εδώ και ποιους θα πάρει μαζί του στο Νότιο Βασίλειο, αλλά ξέρουμε πόσο επικίνδυνοι και αδίστακτοι είναι.»

«Συμφωνώ, Άρχοντα Έλιε.» είπε ο Άρχοντας Παύλος. «Ο Άνθιμος δεν δίστασε να πάρει με το μέρος του εκείνον τον άρχοντα ο οποίος αφάνισε τα τελευταία Ορκ, και να τον μετατρέψει σε μια πολεμική μηχανή χωρίς συναισθήματα χρησιμοποιώντας απαγορευμένες τεχνικές μαγείας. Οπότε ξέρουμε περίπου για τί είναι ικανός.»

«Ωστόσο, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν θυμήθηκα ότι ο Ωρίωνας ήταν εκείνος ο άρχοντας. Ήμουν στο πλάι του πατέρα μου όταν τον εκτέλεσαν... και δεν έχει και το πιο συνηθισμένο όνομα...» είπε ο Έλιος σκεπτικός. «Κανένας από όσους ζούσαν τότε δεν το θυμάται με λεπτομέρειες εκείνο το περιστατικό, και αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ίσως η Μάντισσα να έχει τις απαντήσεις... Τέλος πάντων όμως, αυτό δεν έχει σημασία. Ας επικεντρωθούμε στο παρόν, γιατί χωρίς αυτό δεν θα υπάρξει μέλλον. Ιάσονα, δεν θέλω να ξανακάνεις κάτι τόσο ριψοκίνδυνο. Αρκετά θα κινδυνεύσουμε όλοι στη μάχη που έρχεται, ας μην έχουμε απώλειες από τώρα...»

«Και ειδικά εσένα, αγόρι μου.» του είπε ο Άρχοντας Παύλος, βάζοντας το χέρι στον ώμο του. «Είδες τι έγινε τώρα. Την επόμενη φορά...»

«Δεν θα υπάρξει επόμενη φορά.» είπε ο Ιάσονας. «Ο Ωρίωνας ήταν ξεκάθαρος. Είπε πως δεν θα διστάσει  να με σκοτώσει αν εισβάλλω ξανά στο κάστρο, και ας έχει υποσχεθεί στην Ιφιγένεια το αντίθετο.»

«Και χρειάζεται να ακούσει και ο γιος μου μια επίπληξη, που δέχτηκε να σου δώσει εκείνο το ατελές αόρατο φίλτρο.»

«Όχι, ο Σωκράτης δεν φταίει σε τίποτα... Τον ξεγέλασα. Δεν είχε ιδέα για ποιο σκοπό ήθελα στα αλήθεια το φίλτρο. Δεν θέλω να την πληρώσει εξαιτίας μου.» είπε ο Ιάσονας στον Άρχοντα Μάγο και εκείνος συμφώνησε γελώντας.

«Η αλήθεια είναι ότι ο Σωκράτης είναι λίγο αφελής και ξεγελιέται εύκολα. Αφού μου το ζητάς εσύ όμως, δεν θα τον μαλώσω πολύ. Πρέπει ωστόσο να ξέρει τι επιπτώσεις είχε αυτή του η αφέλεια.» του είπε αστειευόμενος.

{...}

Είχε μεσημεριάσει. Ο Ωρίωνας, αφού άλλαξε ρούχα και τακτοποιήθηκε λίγο, μπήκε μαζί με τον υπηρέτη που μετέφερε το μεσημεριανό στην Ιφιγένεια, το οποίο ήταν σούπα. Ένιωθε και φαινόταν πολύ καλύτερα, το χρώμα είχε επιστρέψει στο πρόσωπο της, όμως παρέμεινε στο κρεβάτι, έτσι ο υπηρέτης της άφησε το γεύμα της εκεί σε ένα ειδικό τραπεζάκι. Όταν έφυγε ο υπηρέτης, ο Ωρίωνας στάθηκε λίγο απέναντι της και της είπε:

«Δεν τη σκότωσα, τελικά. Συνειδητοποίησα πως δεν αξίζει να χυθεί άλλο αίμα πριν από τον πόλεμο. Πιστεύω πως θα ήθελες να το ξέρεις.» και με αυτά τα λόγια βγήκε, μαζί με τον Βαρόνο στον ώμο του.

Τελικά ίσως υπάρχει ελπίδα και για εκείνον. Σκέφτηκε η Ιφιγένεια όταν έμεινε μόνη της. Όπως και να είχε όμως, ήταν εχθρός και δεν θα έπαυε να είναι, το ίδιο και η Ροζαλία, και θα πολεμούσαν ενάντια στους δικούς της σύντομα. Και εκείνη θα την ανάγκαζαν να πολεμήσει... Δεν την ένοιαζε όμως, ότι και αν συνέβαινε στην ίδια. Δεν φοβόταν πλέον. Εκείνο για το οποίο ήλπιζε πάνω απ' όλα ήταν να παρέμεναν ζωντανοί και ασφαλείς οι δικοί της, όλα τα άτομα που αγαπούσε.  

**********

Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Δεν είχε καθόλου δράση, επικεντρωνόταν περισσότερο σε συζητήσεις, σκέψεις, συναισθήματα (ή και έλλειψη αυτών), καθώς και ηθικά διλήμματα. 

Αυτά τα κεφάλαια επικεντρώνονται περισσότερο στην πλευρά των κακών αν έχετε παρατηρήσει, γιατί είχαμε γύρω στα 20+ κεφάλαια στην αρχή τα οποία επικεντρώνονταν στους ήρωες, έτσι τους γνωρίσατε, οπότε θεώρησα σωστό να γνωρίσετε και τους αντιπάλους. Γενικά μου αρέσει περισσότερο να γράφω για σκοτεινούς χαρακτήρες, που όμως να έχουν κάποιο κίνητρο για όσα κάνουν ή αιτία που έγιναν έτσι. Οι ήρωες είναι ήρωες, συμφωνώ, τους θαυμάζουμε και μας συγκινούν με τα κατορθώματα τους, οι κακοί της υπόθεσης όμως μας προκαλούν ανατριχίλα και δέος, και χωρίς αυτούς δεν θα είχε ενδιαφέρον η ιστορία. Συμφωνείτε;

Στα επόμενα κεφάλαια ετοιμαστείτε, γιατί θα έχουμε τις μεγάλες μάχες!! Η αγωνία κορυφώνεται!! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top