Κεφάλαιο 48: Νέμεσις

Ο Ιάσονας δεν κατάφερε να αιφνιδιάσει τον Ωρίωνα, καθώς και εκείνος τυλίχθηκε αντίστοιχα με την Κόκκινη Ενέργεια και έτσι συγκρούστηκαν μεταξύ τους σαν δυο ισχυρά παλιρροιακά κύματα.

Η Πράσινη με την Κόκκινη Ενέργεια ξεχύθηκαν μέσα από τα σώματα των δύο αντιπάλων και εξαπλώθηκαν σε όλο το δωμάτιο, διαλύοντας τις καρέκλες και τις κολώνες που βρίσκονταν τριγύρω. Κάτω στα πόδια τους, μερικά πλακάκια κάτω απ' το παχύ κόκκινο χαλί ξεκόλλησαν επίσης από την τόση ισχύ.

Ο Ιάσονας, ωστόσο, προσπαθούσε με μεγάλη δυσκολία να απωθήσει τον Ωρίωνα και το τεράστιο κύμα της κόκκινης ενέργειας. Τελικά τα κατάφερε χρησιμοποιώντας ένα ξόρκι και έπειτα όρμησε για ένα ακόμα χτύπημα το οποίο βρήκε για ακόμα μια φορά εμπόδιο το αντίπαλο σπαθί.

Συνέχισαν να συγκρούονται, να χτυπούν και να αποκρούουν, και κάποια στιγμή ο Ιάσονας δέχτηκε ένα χτύπημα στο δεξί του χέρι και αίμα άρχισε να τρέχει απ' το βραχίονα. Έσφιξε όμως τα δόντια και αγνοώντας τον πόνο συνέχισε. Η μυρωδιά του αίματος δεν φάνηκε να πτοεί το Σκοτεινό Ξωτικό, φάνηκε όμως πως τον αποσυντόνισε για λίγο και παραλίγο να μην αποφύγει ένα χτύπημα του Ιάσονα, το οποίο διαπέρασε ξυστά το πλαϊνό μέρος του λαιμού του. Έγειρε στο πλάι και το απέφυγε, κι όταν στάθηκε ξανά απέναντι του φάνηκε μια πληγή στο σημείο εκείνο από την οποία μαύρο αίμα έτρεξε. Ο Ωρίωνας άγγιξε για λίγο το αίμα του και το κοίταξε καθώς κυλούσε στα δάχτυλα του, έπειτα με ταχύτητα επιτέθηκε ξανά στον Ιάσονα και η μονομαχία συνεχίστηκε.

{...}

Λίγα λεπτά πριν, η Λίλιαν παραφυλούσε λίγα μέτρα πιο πέρα από το δωμάτιο της Ιφιγένειας. Είδε ότι ο Ωρίωνας δεν φυλούσε πια το νεαρό ξωτικό, αντιθέτως είχε αφήσει για φρουρό τον χαζό Αντίνοο, έτσι αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της για να της δώσει επιτέλους ένα μάθημα. Ίσως να μην της δινόταν άλλη ευκαιρία...

Αρκετά είχε πονέσει και νιώσει τη ζήλεια να την κυριεύει εδώ και τόσες μέρες που ο Λόρδος Άνθιμος ασχολούνταν μόνο με εκείνη, ενώ δεν είχε πλησιάσει καθόλου την ίδια. Από μία άποψη ήταν καλό αυτό, γιατί δεν κινδύνευε να διαβάσει τις σκέψεις της και να καταλάβει τι σχεδίαζε. Όμως τους έβλεπε από μακριά να δειπνούν, να κουβεντιάζουν, να κάνουν βόλτες στο κάστρο και απλά δεν άντεχε στη σκέψη ότι ίσως ο Άνθιμος την αντικαθιστούσε με εκείνη.

Έτσι, η Λίλιαν επιστράτευσε την αδελφή της, τη Βίβιαν, επίσης πόρνη, για να τη βοηθήσει. Εκτός του ότι ήταν πανέμορφη και είχε ταλέντο στον έρωτα, οπότε θα ξελόγιαζε πολύ εύκολα τον Αντίνοο, ήταν και το μόνο άτομο που εμπιστευόταν απόλυτα εκεί μέσα.

Στάθηκαν και οι δυο στην άκρη του διαδρόμου.

«Μωρέ, δεν ξέρω... Τον απεχθάνομαι τον Αντίνοο... Μήπως να το αναβάλλαμε καλύτερα;» είπε η Βίβιαν χαμηλόφωνα.

«Α, όχι... μην αλλάξεις γνώμη τελευταία στιγμή... Είμαστε αδελφές και έχουμε πει ότι θα είμαστε πάντα εκεί όταν η μια χρειάζεται την άλλη. Είπες ότι θα με βοηθήσεις και θα το κάνεις.» επέμεινε η Λίλιαν. «Έτσι και αλλιώς, αυτή είναι η δουλειά μας.»

«Καλά, εντάξει.» είπε η Βίβιαν τελικά. «Αλλά θα μου χρωστάς μεγάλη χάρη για αυτό.»

«Εννοείται, αδελφούλα. Πήγαινε τώρα. Δεν ξέρουμε πότε θα επιστρέψει ο άλλος...»

Η Βίβιαν ένευσε και αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, έστρωσε λίγο τα μακριά ξανθά μαλλιά της και πλησίασε τον ανίδεο Αντίνοο κουνώντας προκλητικά τους γοφούς της. Η Λίλιαν μισό- κρυμμένη στη γωνία τους παρακολούθησε καθώς κουβέντιαζαν στην αρχή. Η Βίβιαν του μιλούσε με νάζι, τυλίγοντας αργά μία ξανθιά τούφα στο δάχτυλο της. Τελικά, ο Αντίνοος κοίταξε αριστερά- δεξιά, για να βεβαιωθεί πως δεν τον έβλεπε κανένας, και με ένα πονηρό χαμόγελο τύλιξε το χέρι του γύρω από τη λεπτεπίλεπτη μέση της Βίβιαν και κατευθύνθηκαν προς την αντίθεση κατεύθυνση από τη Λίλιαν.

Το περίμενα! Ήταν τόσο εύκολο να ξεγελαστεί εκείνος ο ηλίθιος... είπε μέσα της η μαυρομάλλα πόρνη και κατευθύνθηκε με σατανική ανυπομονησία προς το δωμάτιο της μικρής.

{...}

Την ίδια στιγμή η Ιφιγένεια διάβαζε στο δωμάτιο της, αγνοώντας όλα αυτά. Δεν είχε ιδέα ότι ο αγαπημένος της πάλευε με τον άγρυπνο φρουρό της, ούτε πως είχε μέσα στο κάστρο μια αντίζηλο η οποία είχε σχεδιάσει ολόκληρη πλεκτάνη για να την τιμωρήσει αδίκως για κάτι που δεν έφταιγε.

Ωστόσο δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε αυτό που διάβαζε. Είχε τόση αγωνία για την επερχόμενη μάχη, που οι λέξεις έμοιαζαν άγνωστες σε εκείνη, σαν να ήταν γραμμένο το βιβλίο σε άλλη γλώσσα. Εκτός αυτού, ένα άσχημο προαίσθημα την είχε κυριεύσει.

Κάποια στιγμή, άκουσε έναν ήχο απ' τη μεριά της πόρτας, σαν κάποιος να προσπαθούσε να ξεκλειδώσει. Άφησε το βιβλίο και σηκώθηκε όρθια, πιστεύοντας πως θα ήταν ο Ωρίωνας. Είδε το χερούλι της πόρτας να κατεβαίνει αργά και πλησίασε με απορία.

«Ωρίωνα...;» ρώτησε με ένα πρωτόγνωρο φόβο και το άσχημο προαίσθημα να επιστρέφει. Όμως ο φύλακας της δεν άνοιγε ποτέ έτσι την πόρτα, σαν να ήθελε να τη φοβερίσει. Απλά άνοιγε απευθείας και έμπαινε στο δωμάτιο. Κάποιος άλλος ήταν, όμως ποιος; Η πόρτα άνοιξε αργά τρίζοντας, σαν σκηνικό από θρίλερ και η Ιφιγένεια έκανε ένα βήμα προς τα πίσω φοβισμένη. Τελικά, πίσω της αποκαλύφθηκε μια γυναίκα Σκοτεινό Ξωτικό, νεαρή φαινομενικά σε ηλικία, με μαύρα μακριά μαλλιά και τα κόκκινα μάτια της να την κοιτάζουν, όχι με δίψα, όπως πολλοί εκεί μέσα, αλλά με μίσος, με ένα μίσος που δεν είχε ξαναδεί κανέναν να την κοιτάζει. Φορούσε ένα αρκετά κοντό, αποκαλυπτικό μαύρο φόρεμα με φουντωτή φούστα, διχτυωτό καλσόν στα καλλίγραμμα πόδια της και ψηλοτάκουνες λουστρινένιες μπότες με ψηλό τακούνι. Βάδισε πάνω σ' αυτές κουνώντας τους γοφούς της και την πλησίασε με ένα σατανικό χαμόγελο να χαράσσεται στα χείλη της.

«Π... Ποια είσαι εσύ; Πού είναι ο Ωρίωνας;» τη ρώτησε ψελλίζοντας.

«Είναι απασχολημένος, γλυκιά μου. Δεν σε ενημέρωσε σχετικά με το που πήγε;» τη ρώτησε με μελιστάλαχτη φωνή.

«Όχι... Πού πήγε;» απόρησε η Ιφιγένεια, που καθόλου δεν της άρεσε αυτή η επισκέπτρια.

«Τέλος πάντων, για να μη στο είπε, τότε μάλλον δεν χρειάζεται να το ξέρεις... Εγώ είμαι η Λίλιαν, η αγαπημένη του Λόρδου Άνθιμου. Και εσύ είσαι εδώ για να μου πάρεις τη θέση ως η καινούργια, αγαπημένη ερωμένη του, μικρή, δήθεν αθώα πόρνη...» Και την πλησίασε κι άλλο, ενώ η Ιφιγένεια είχε παγώσει στη θέση της. Το κρύο χέρι της με τα μακριά, βαμμένα κόκκινα νύχια άγγιξε το πιγούνι της νεαρής, προκαλώντας της ένα δυσάρεστο ρίγος να τη διαπεράσει.

«Τς, τς, τς...» έκανε η Λίλιαν με μια έκφραση μεταξύ αηδίας και περιφρόνησης. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έγινε τόση φασαρία για εσένα και γιατί έχουν τρελαθεί όλοι μαζί σου...»

Η Ιφιγένεια τελικά κατάφερε να μιλήσει. Μπορεί να φοβόταν, όμως έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

«Νομίζω πως έχεις κάνει κάποιο λάθος.» της είπε. «Δεν... Δεν με θέλει για αυτό που νομίζεις ο Άρχοντας Άνθιμος... Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Είμαι δεκαεφτά και είναι τετρακοσίων.»

«Σκάσε!» φώναξε ξαφνικά η Λίλιαν και της έδωσε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που την έριξε στο πάτωμα. Ένιωσε τη γεύση του αίματος στο στόμα της και τα δάκρυα στα μάτια της. Η Λίλιαν έσκυψε και της άρπαξε τα μαλλιά για να την αναγκάσει να την κοιτάξει.

«Νομίζεις ότι θα τους ξεγελάσεις όλους με την αθωότητα και την καλοσύνη σου, ε;! Ξέρω πολύ καλά τι είσαι!»

«Ό... όχι... Στο ορκίζομαι... Δεν έχω καμιά τέτοια πρόθεση απέναντι στον Λόρδο Άνθιμο...»

«Μη μου λες ψέματα!» φώναξε η Λίλιαν και με μία γρήγορη κίνηση τη σήκωσε και την εκτόξευσε πάνω στη βιβλιοθήκη απέναντι.

Η Ιφιγένεια σωριάστηκε ξανά κάτω και αρκετά βιβλία έπεσαν επάνω της και γύρω της... Η πλάτη και η μέση της την πονούσαν. Γιατί της το έκανε αυτό; Πού έφταιξε; Γιατί δεν την πίστευε και τι την έκανε να πιστεύει ότι έβλεπε ερωτικά τον Άνθιμο; Το Σκοτεινό Ξωτικό βρέθηκε με υπερταχύτητα ξανά από πάνω της και πιάνοντας την απ' το λαιμό, τη σήκωσε ψηλά με το ένα χέρι. Ένιωσε να πνίγεται και έκανε μάταιες προσπάθειες να ελευθερωθεί.

«Ο Λόρδος Άνθιμος είναι δικός μου.» της είπε με μίσος και δείχνοντας απειλητικά τα δόντια της με τους μυτερούς κυνόδοντες. «Και καμία δεν θα μου τον πάρει, πόσο μάλλον εσύ μικρή τσούλα!» και την πέταξε από την άλλη μεριά του δωματίου, μπροστά στο κρεβάτι.

Βρέθηκε ξανά από πάνω της και άρχισε να την πατάει κάτω με μανία. Η Ιφιγένεια ένιωθε τον πόνο να της κόβει την ανάσα, όμως ανήμπορη να αντιδράσει δεχόταν απλά τα χτυπήματα της, ευχόμενη να έρθει κάποιος να τη σώσει. Πού ήταν ο Ωρίωνας;

«Μείνε... Μακριά... από... τον... άρχοντα... ΜΟΥ!» φώναζε η Λίλιαν ανάμεσα στις κλωτσιές και στα πατήματα της. Ένα δυνατό χτύπημα από το τακούνι της μπότας της, τη βρήκε στο πλάι του προσώπου, έτσι όπως ήταν γερμένη στο πλάι, κάνοντας το αυτί της να βουίξει δυνατά και αμέσως μετά, έχασε τις αισθήσεις της, πιστεύοντας ότι αυτό θα ήταν το τέλος της. Δεν θα αντίκριζε ξανά την πατρίδα, τους γονείς της, τους φίλους της, τον Ιάσονα... Το πρόσωπο του ήταν η τελευταία σκέψη που έκανε προτού βυθιστεί στο σκοτάδι.

Η Λίλιαν κοίταξε σοκαρισμένη το δημιούργημα της.

Όχι... Το παράκανα... Ξέχασα πόσο εύθραυστη είναι ως ξωτικό... Δεν έλεγξα τη δύναμη μου... Ζει... Αναπνέει...; Έγειρε από πάνω της και ευτυχώς άκουσε την καρδιά της να χτυπάει. Ουφ... Ευτυχώς δεν τη σκότωσα... Πρέπει να φύγω από εδώ προτού επιστρέψει ο Ωρίωνας. Ελπίζω να μη θυμάται αυτή το όνομα μου, γιατί την έχω βαμμένη! Και έφυγε, εξαφανίστηκε σχεδόν με την ιλιγγιώδη ταχύτητα των βρικολάκων.

{...}

Η μάχη του Ιάσονα με τον Ωρίωνα συνεχιζόταν. Είχαν καταφέρει μερικά χτυπήματα με μαγεία και μερικά κοψίματα με σπαθί ο ένας στον άλλον, με τον Ιάσονα να δέχεται τα περισσότερα, να αιμορραγεί από πολλά σημεία κι όμως έσφιγγε τα δόντια και συνέχιζε. Μέσα του είχε αρχίσει να κουράζεται, ήξερε πως έπρεπε να τα παρατήσει όμως το πείσμα και η επιθυμία να ξαναδεί την Ιφιγένεια τον κρατούσαν στα πόδια του. Κάποια στιγμή που τα σπαθιά διασταυρώθηκαν χιαστί, ο Ιάσονας ένιωσε περισσότερη πίεση από ποτέ και έπεσε στα γόνατα, ενώ ο Ωρίωνας εξακολουθούσε να ασκεί πίεση κοιτάζοντας τον με ψυχρό βλέμμα.

«Είσαι πολύ αδύναμος μπροστά μου. Είναι η τελευταία σου ευκαιρία να παραδοθείς.» του είπε.

«Όχι! Ποτέ δεν παραδίνομαι!» φώναξε ο Ιάσονας. «Πες μου τι έκανες στην Ιφιγένεια! Παραδέξου ότι εσύ την απήγαγες!» Όσο το πρόσωπο του αντιπάλου του παρέμενε ανέκφραστο, ψύχραιμο, τόσο τον εκνεύριζε και έχανε την υπομονή του, κάνοντας λάθη όπως του επισήμανε νωρίτερα ο Ντέριος.

«Ναι, εγώ την απήγαγα, κατόπιν εντολής του Λόρδου Άνθιμου.» παραδέχτηκε τελικά. «Όμως δεν την έβλαψα με κανέναν τρόπο, αντιθέτως την έπεισα να με ακολουθήσει με τη θέληση της, απειλώντας την με τις ζωές σας. Της είπα πως θα σας κάναμε κακό πριν ξεσπάσει ο πόλεμος και της έδωσα είκοσι τέσσερις ώρες για να σας αποχαιρετήσει, μειώνοντας έτσι το ηθικό και τις αντιστάσεις της. Και αυτή ήταν εξ ολοκλήρου δική μου ιδέα.»

Ο Ιάσονας θυμήθηκε πως, μία ημέρα πριν την εξαφάνιση της, η Ιφιγένεια συμπεριφερόταν περίεργα, ήταν ανεξήγητα θλιμμένη και σιωπηλή, και μόνο στη δεύτερη νύχτα του φεστιβάλ του Καλοκαιριού στην Ανφάνη φάνηκε πως ξεχάστηκε λίγο. Όμως μετά, προτού αποχωριστούν όλοι για ύπνο, εκείνη φερόταν σαν να τους αποχαιρετούσε... Κι αυτός τα είχε αποδώσει όλα αυτά στην απαγορευμένη σχέση τους. Πόσο μόνη θα αισθανόταν η Ιφιγένεια εκείνες τις στιγμές... Πόσο πόνο θα ένιωθε που δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν... Σκεπτόμενος όλα αυτά, ο Ιάσονας ένιωσε ένα νέο κύμα οργής να τον κυριεύει και ξεφωνίζοντας δυνατά, έσπρωξε από πάνω του με το σπαθί και με Πράσινη Ενέργεια τον αντίπαλο του που ευθυνόταν για όλα αυτά.

«Μπάσταρδε! Η Ιφιγένεια είναι ένα καλοσυνάτο και υπέροχο πλάσμα που δεν έχει κάνει κακό σε κανέναν! Με τι καρδιά το έκανες αυτό;!» φώναξε εκτός ορίων.

«Καρδιά;» αναρωτήθηκε ο Ωρίωνας, ο οποίος έμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, έπειτα με υπερταχύτητα βρέθηκε πάλι μπροστά στον Ιάσονα και η λεπίδα του τον διαπέρασε διαγώνια στο στήθος. Δεν τον έκοψε βαθιά, το χτύπημα όμως ήταν αρκετά δυνατό για να τον ρίξει στο πάτωμα και να του προκαλέσει έναν οξύ πόνο.

Ο Ωρίωνας έπειτα πάτησε το ένα πόδι με τη μπότα του επάνω στο στήθος του, έβαλε τη λεπίδα του στο λαιμό του και με το άλλο χέρι έσκισε με μια κίνηση τη μαύρη πουκαμίσα που φορούσε μέσα από την ανοιχτή, επίσης μαύρη καπαρντίνα. Ο Ιάσονας είδε με τρόμο ότι στο στήθος του, στο σημείο της καρδιάς υπήρχε ένα σημάδι το οποίο, ενώ αρχικά έμοιαζε με τατουάζ, παρατηρώντας το καλύτερα φαινόταν σαν μία μαύρη τρύπα, ενώ επίσης μαύρες σταγόνες σαν ξεραμένο αίμα φαίνονταν στο κάτω μέρος, σαν κάποιος να τις έχει ζωγραφίσει.

«Δεν έχω καρδιά.» μίλησε ο Ωρίωνας. «Συνεπώς, δεν νιώθω κανένα συναίσθημα και βάζω το καθήκον πάνω από όλα. Δεν είμαστε όλα τα Σκοτεινά Ξωτικά έτσι, μονάχα εγώ και η Ελπινίκη, η Πέμπτη Λοχαγός. Είμαστε μοναδικοί στο είδος μας. Είμαστε... οι Άκαρδοι.» ανακοίνωσε κοιτάζοντας τον με παγερό βλέμμα και τότε ο Ιάσονας ξεροκατάπιε και προσπάθησε να πνίξει τον πόνο και το φόβο του, οι ανάσες του έβγαιναν κοφτές. Άπλωσε το χέρι για να καλέσει με τηλεκίνηση το σπαθί του, όμως ήταν τόσο αδύναμος που ούτε αυτό γινόταν.

«Όμως, ακόμα και πριν τη μεταμόρφωση μου δεν έδινα τόση σημασία στα συναισθήματα.» συνέχισε ο Ωρίωνας με ύφος που δήλωνε περιφρόνηση. «Δεν ξέρω αν είναι γνωστή στο είδος των Θνητών, ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσες, η ιστορία του αφανισμού των τελευταίων Ορκ...» είπε και περίμενε την απάντηση του.

«Δεν είναι τόσο γνωστή... όμως... εγώ τη γνωρίζω...» είπε με δυσκολία.

«Εγώ ήμουν ο άρχοντας εκείνου του χωριού που αφάνισε τα τελευταία Ορκ, τα οποία ήταν απειλή για το λαό μου μα και για όλα τα ξωτικά. Σε λίγα χρόνια θα ξεσηκώνονταν και το είδος των Ξωτικών θα κινδύνευε ξανά. Έτσι διέταξα τους άνδρες μου να τα σφάξουν όλα, ολόκληρο το χωριό τους, ακόμα και τα γυναικόπαιδα και τους γέρους...» ανακοίνωσε χωρίς συναίσθημα, και ο Ιάσονας ένιωσε το αίμα στις φλέβες του να παγώνει. Μα φυσικά, μόνο ένα άνδρας δίχως συναισθήματα θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο. Ο Ωρίωνας πράγματι δεν είχε καρδιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά...

«Και ξέρεις ποιο ήταν το ευχαριστώ των Ανώτερων Αρχόντων και του Άρχοντα Αλβέρτου για τη σωτηρία του είδους μας; Με εκτέλεσαν... Ο Άρχοντας Αλβέρτος διέταξε την εκτέλεση μου και με κρέμασαν μαζί με την Ελπινίκη, που τότε ήταν η Λοχαγός μου και δεξί μου χέρι. Πεθάναμε όντως εκείνη τη μέρα, όμως ο Λόρδος Άνθιμος μας βρήκε και μας επανέφερε στη ζωή, αφαιρώντας τις καρδιές μας και μεταμορφώνοντας μας στη συνέχεια."

Ο Ιάσονας σοκαρίστηκε ακόμα περισσότερο με αυτά που άκουσε. Ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Μα φυσικά και ήταν, με τη χρήση σκοτεινής μαγείας όλα ήταν δυνατά, ακόμα και η επαναφορά των νεκρών, μία από τις απαγορευμένες χρήσεις της Μαγείας...

«Τέρας... Τι σου έφταιξαν οι αθώοι Ορκ του χωριού;» έφτυσε τις λέξεις με μίσος. «Και τώρα... θες εκδίκηση από τα Ξωτικά; Για αυτό υπηρετείς τον Άνθιμο;»

«Όχι, δεν αποζητώ την εκδίκηση. Δεν νιώθω θυμό για αυτούς, μονάχα αδιαφορία και περιφρόνηση. Από καθήκον ακολουθώ τον Λόρδο Άνθιμο. Από τότε που με μεταμόρφωσε, η κυριαρχία μας στον Κόσμο είναι ο μοναδικός σκοπός της ύπαρξης μου.» Έκανε μία παύση, έπειτα συμπλήρωσε: «Υποσχέθηκα στην Ιφιγένεια ότι δεν θα σε σκοτώσω αν υπακούει στις διαταγές μου, τουλάχιστον όχι πριν από τον πόλεμο. Δεν μαχόμουν με όλες μου τις δυνάμεις πριν από λίγο. Ήξερα που σε έκοβα. Για αυτό, μόλις συνέλθεις από τους τραυματισμούς σου, σήκω και φύγε και μην επιχειρήσεις να ξαναμπείς στο κάστρο, γιατί τότε δεν θα σου δείξω το ίδιο έλεος. Πίστεψε με, δεν θέλεις να γίνω η Νέμεσις σου.» Η λεπίδα του έκοψε για μια τελευταία φορά ελαφρά το λαιμό του, έπειτα την απομάκρυνε και σταμάτησε να πατάει πάνω στο στήθος του. «Θα φροντίσω να φύγεις χωρίς να σε πειράξει κανένας.» Και με αυτά τα τελευταία λόγια, έβαλε και πάλι το ξίφος στη θήκη του και απομακρύνθηκε.

Ο Ιάσονας έμεινε αιμόφυρτος στο πάτωμα, ανήμπορος να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει, απελπισμένος και απογοητευμένος με τον εαυτό του που δεν κατάφερε τίποτα.

Θα πάρω εκδίκηση, Ωρίωνα. Είπε από μέσα του καθώς τα δάκρυα κυλούσαν, δάκρυα θλίψης μα και οργής.  Στο ορκίζομαι. Την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε θα σε νικήσω ή θα πεθάνω προσπαθώντας. Από εδώ και στο εξής, είσαι η προσωπική μου Νέμεσις. 

{...}

Όταν ο Ωρίωνας επέστρεψε στο διάδρομο όπου βρισκόταν το δωμάτιο της Ιφιγένειας, διαπίστωσε ότι ο Αντίνοος έλειπε και έτρεξε με υπερταχύτητα τα τελευταία μέτρα μέχρι εκεί. Είδε και τις δύο πόρτες μισάνοιχτες, τόσο του προθαλάμου όσο και της κάμαρης της. Μπήκε στο δωμάτιο και οι υποψίες τους επιβεβαιώθηκαν, είδε την Ιφιγένεια ξαπλωμένη στο πλάι στο πάτωμα, ακίνητη και με αρκετές πληγές με αίμα πάνω της. Σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου βρέθηκε από πάνω της και γονάτισε για να την εξετάσει. Ευτυχώς, στα υπερφυσικά αυτιά του ακούγονταν τόσο οι χτύποι της καρδιάς της, όσο και η αναπνοή της. Στο αυτί και στο αριστερό μέρος του προσώπου της είχε μια πληγή με αίμα, αρκετό από το οποίο ήταν ξεραμένο. Αγνοώντας τη δίψα του για αυτό, τη γύρισε προσεκτικά ανάσκελα και  έλεγξε  αν είχε δάγκωμα βρικόλακα στο λαιμό ή τους καρπούς της, κάνοντας στην άκρη τα μαλλιά της και ανασηκώνοντας τα μανίκια του φορέματος της. Διαπίστωσε ότι δεν την είχαν δαγκώσει, την είχαν χτυπήσει όμως άσχημα και αυτό δεν θα το άφηνε έτσι. 

«Με ακούς; Είσαι μαζί μου;» τη ρώτησε προσπαθώντας να τη συνεφέρει. «Ιφιγένεια;»  Την πήρε στα χέρια του. 

Η Ιφιγένεια μέσα στην παραζάλη της, κάπου ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, άκουσε κάποιον να καλεί το όνομα της και ένα ζευγάρι χέρια να την αγγίζουν.

«Ιφιγένεια.»

«Ιάσονα...;» ψέλλισε, όμως το άγγιγμα του ήταν κρύο, δεν ήταν σαν τη ζεστή αγκαλιά του Ιάσονα... Μα τότε ποιος ήταν; Ο Ωρίωνας δεν την αποκαλούσε ποτέ με το όνομα της...

Έπειτα ένιωσε να τη σηκώνει στην αγκαλιά του και βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι.

Ο Ωρίωνας άφησε προσεκτικά την Ιφιγένεια  στο κρεβάτι και εμφάνισε τον Βαρόνο μέσω υπερφυσικής πύλης.

«Τι συνέβη εδώ, αφέντη; Είστε καλά;» τον ρώτησε εκείνος με έγνοια, βλέποντας το νεαρό ξωτικό πληγωμένο και αναίσθητο και τον κύριο του να είναι επίσης χτυπημένος με σημάδια μάχης.

«Μετέφερε στον Πρώτο Λοχαγό να μην πειράξει κανένας το Αγόρι- Μάγο και να τον αφήσουν να φύγει μόλις συνέλθει. Και μετά βρες τον Αντίνοο.» τον διέταξε χωρίς να του δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.

«Μάλιστα, Αφέντη.» απάντησε το κοράκι και έφυγε πετώντας μέσα στο διάδρομο.

{...}

Η Ιφιγένεια ξύπνησε μετά από αρκετή ώρα, ή μήπως ήταν ώρες; Πονούσε παντού και κρύωνε, παρόλο που ήταν σκεπασμένη στο κρεβάτι. Στο κρεβάτι; Μα πώς βρέθηκε στο κρεβάτι της; Θυμόταν κάποιον να καλεί το όνομα της και ύστερα να τη σηκώνει.

Άνοιξε τα μάτια της και ανασηκώθηκε με δυσκολία. Στην άκρη του κρεβατιού καθόταν ο Ωρίωνας και για λίγο τρόμαξε, όμως ύστερα θυμήθηκε τι έγινε και κατάλαβε ότι εκείνος ήταν που τη βρήκε σε αυτή την κατάσταση. Για λίγο, όταν ήταν μισό- λιπόθυμη, της φάνηκε ότι ανησύχησε στα αλήθεια για εκείνη. Ίσως πάλι να ήταν η ιδέα της...

«Ποιος σου το έκανε αυτό;» τη ρώτησε χωρίς να την κοιτάξει. Δεν φορούσε το συνηθισμένο δερμάτινο πανωφόρι του και η εμφάνιση του δεν ήταν και στην καλύτερη κατάσταση... Τα μαλλιά του ήταν ανάκατα, ενώ είχε αρκετές πληγές με μαύρο αίμα οι οποίες είχαν αρχίσει να κλείνουν, καθώς επίσης και σχισίματα στο πουκάμισο του. Όλα μαρτυρούσαν ότι είχε συμμετάσχει σε μάχη... Όμως με ποιον; Αν είχε αρχίσει ο πόλεμος, δεν θα την ενημέρωναν και την ίδια;

«Ήταν... μια γυναίκα με το όνομα Λίλιαν...» είπε καθώς έφερνε στο μυαλό της ξανά τις φριχτές στιγμές που πέρασε πριν λίγο. «Μου είπε πως... με κατηγόρησε ότι βλέπω ερωτικά τον Λόρδο Άνθιμο, ή ότι εκείνος με βλέπει έτσι, δεν κατάλαβα... Με χτύπησε πολύ άσχημα ενώ με απειλούσε να μείνω μακριά του. Όμως δεν έχει συμβεί τίποτα μαζί του, στο ορκίζομαι...» Και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ξανά στο πρόσωπο της.

«Σε πιστεύω.» της απάντησε απότομα. «Η γυναίκα αυτή είναι μία από τις ιερόδουλες του παλατιού, με μια περίεργη εμμονή προς το πρόσωπο του Άνθιμου. Πιστεύει ότι μια μέρα θα την κάνει γυναίκα του και βλέπει ως απειλή οποιοδήποτε θηλυκό τον πλησιάζει... Θα τιμωρηθεί όπως της αξίζει.»

Η Ιφιγένεια ξεροκατάπιε. Ποια θα ήταν η τιμωρία της άραγε; Θα τη σκότωνε; Δεν ήθελε κανένας να πεθάνει εξαιτίας της, ακόμα και η Λίλιαν που της είχε κάνει τόσο κακό. Όμως έστρεψε την προσοχή της στην κατάσταση του Ωρίωνα:

«Τι συνέβη σε εσένα;» τον ρώτησε.

«Πάλεψα με τον μάγο σου.» της απάντησε εξακολουθώντας να κοιτάει το κενό. «Για αυτό έλειπα. Εξαιτίας του είσαι πληγωμένη έτσι, γιατί αν δεν εισέβαλλε στο κάστρο δεν θα χρειαζόταν να φύγω για να τον σταματήσω.»

«Τι... Τι εννοείς; Ήρθε εδώ ο Ιάσονας;» ρώτησε σοκαρισμένη η Ιφιγένεια. «Είναι καλά; Τι του έκανες;» είπε με αγωνία.

«Τον τραυμάτισα, αλλά όχι θανάσιμα. Διέταξα να τον αφήσουν να φύγει μόλις συνέλθει.»

Ο Ιάσονας ήταν εδώ! Ήρθε για να με σώσει, βάζοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο. Αχ, γιατί το έκανες αυτό, Ιάσονα; Δεν έπρεπε... σκέφτηκε με θλίψη και τα δάκρυα κυλούσαν βροχή. Όχι επειδή εξαιτίας εκείνου του γεγονότος χτύπησε η ίδια, όπως υποστήριζε ο Ωρίωνας, αυτό καθόλου δεν την ένοιαζε. Όμως δεν άντεχε να σκέφτεται ότι ο Ιάσονας πληγώθηκε  προσπαθώντας να την σώσει.

«Μην κλαις.» της είπε Ο Ωρίωνας. «Πρέπει να ξεκουραστείς και να αναρρώσεις. Θα διατάξω να σου φέρουν κάτι ζεστό. Πρώτα όμως, πρέπει να τιμωρήσω τους υπαίτιους για αυτό που σου συνέβη.» και σηκώθηκε έτοιμος να φύγει.

«Όχι, στάσου!» αναφώνησε η Ιφιγένεια. Γύρισε προς το μέρος της και τότε είδε το στήθος του μέσα απ' το ανοιχτό, σχισμένο πουκάμισο, δεν είχε ιδιαίτερες πληγές, είχε όμως κάτι σαν μαύρη τρύπα στο σημείο της καρδιάς. Άραγε ο Ιάσονας του το έκανε αυτό, ή υπήρχε εκεί από πριν;

«Μείνε λίγο ακόμα μαζί μου...» τον παρακάλεσε. Εκτός του ότι δεν ήθελε να μείνει μόνη της ύστερα από αυτό που πέρασε, ήλπιζε επίσης να τον πείσει να μην τιμωρήσει τη Λίλιαν...

«Φοβάμαι να μείνω μόνη μου. Φοβάμαι μήπως ξανάρθει εκείνη...» συμπλήρωσε, κάτι που επίσης δεν ήταν ψέμα. Τελικά ο Ωρίωνας υποχώρησε, περπάτησε ξανά ως το κρεβάτι και κάθισε στο πλάι της.

«Έχεις δίκιο.» της είπε. «Θα περιμένω μέχρι να επιστρέψει ο Βαρόνος, για να βάλω εκείνον να σε φυλάει. Δεν θα σε αφήσω ξανά.»

***********************************

Ένα κεφάλαιο με μάχη, αγωνία, συγκίνηση... Ένα από τα αγαπημένα μου κεφάλαια μέχρι στιγμής, μετά τη μάχη στο Μεγάλο Ξέφωτο και το πρώτο φιλί του Ιάσονα και της Ιφιγένειας.

Εσάς πώς σας φάνηκε; Τι συναισθήματα σας προκάλεσε; 

Πιστεύετε ότι ο Ωρίωνας θα είναι όντως ο χειρότερος εχθρός του Ιάσονα, ή θα υπάρξει άλλος ακόμα χειρότερος; Είναι όντως το μίσος του για όσα έμαθε και για την αρπαγή της Ιφιγένειας ο μόνος λόγος για τον οποίο θέλει να τον πολεμήσει ξανά, ή μήπως είναι κάτι άλλο, κάτι πιο εγωιστικό και σκοτεινό που τον ωθεί...; 

Η καημένη η Ιφιγένεια... Λυπόμουν απίστευτα όταν έγραφα τη σκηνή που τη χτυπούσε η Λίλιαν...😭 Κι όμως, ακόμα και μετά από αυτό, εκείνη τη λυπάται και θέλει να πείσει τον Ωρίωνα να μην την τιμωρήσει... Θα τα καταφέρει άραγε; Και ποια θα είναι η αντίδραση των φίλων του και των υπολοίπων όταν ο Ιάσονας επιστρέψει τραυματισμένος στο στρατόπεδο; Όλα αυτά θα τα δούμε στα επόμενα!! Θα τα πούμε εκεί 😘🧝‍♂️🧝‍♀️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top